ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥΜΕΛΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ

Επιμέλεια: Π. Α. Ανδριόπουλος


Εἰς τὴν Παναγία Σουμελά του Πόντου, φέτος τον Δεκαπενταύγουστο,
με στίχους δύο μεγάλων ελλήνων ποιητών.


Του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη και του Κωστή Παλαμά.


Δανείστηκε για την αρχή στίχους του Βαλαωρίτη από το περίφημο ποίημα του Η Φανερωμένη, εμπνευσμένο από την πολιούχο της Λευκάδας - γενέθλιο γη του ποιητή - Παναγία την Φανερωμένη.
Ιδού το σχετικό απόσπασμα που παρέθεσε ο Πατριάρχης:
«Ξυπνά κι᾿ ο γερο γούμενος, τον όρθρο του σημαίνει
και μουρμουρίζοντας σιγά, στην εκκλησιά πηγαίνει,
την άγια Εικόνα της Κυράς σκυφτά να προσκυνήσει.
Κι᾿ εκεί που ετέντων ο παπάς τα χείλη να φιλήσει
του κάστηκε πως έλειπε –παράδοξη ιστορία-
απ᾿ το θρονί της το χρυσό η Δέσποινα Μαρία...
Ετρομαξ΄ο καλόγερος... Στην πλάκα γονατίζει,
χτυπά το μέτωπο στη γη, παρακαλεί, δακρύζει...
Με μιάς αστράφτ᾿ η εκκλησιά κι᾿ αισθάνετ᾽ ένα χέρι
όπου τον ανασήκωνε...Μοσχοβολάει τ᾿ αγέρι..
.

Τα μάτια του άνοιξ᾿ ο παπάς...Στο κάτασπρό του γένι
το δάκρυ του έσταζε βροχή. Κοιτάζει...καθισμένη
στο Θρόνο βλέπει την Κυρά, που του χαμογελούσε
και το Παιδί που εχαίρετο και που τον ευλογούσε.
-Σε ποιό καλύβι αγνώριστο, σε ποιά καρδιά θλιμμένη
να πέρασες τη νύχτα Σου, Κυρά Φανερωμένη;»
Και ο Πατριάρχης λέει πως έτσι:
θα ετραγουδούσε και θα υμνούσε μαζί με όλους μας σήμερα εδώ, σην Σουμελάν την Παναίαν, ο Λευκαδίτης ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης.

Στίχους του κωστῆ Παλαμᾶ.

Το σχετικό απόσπασμα έχει ως εξής:


Ας μιμηθούμε κατά το ανθρωπίνως δυνατόν το παράδειγμά της και την Εικόνα της, παραδιδούσης το πνεύμα εις τον Κύριον και Θεόν της, διά να εύρωμεν χάριν και έλεος όταν θα συναντηθούμε εις την ουράνιον Γαλιλαίαν και θα ιδούμε το Πρόσωπον του απροσωπολήπτου Κυρίου, «καθώς εστι» δίκαιος και αληθινός και κρίνων και αγαπών και σώζων.

Είθε όλοι να αξιωθώμεν αυτής της μοναδικής χ α ρ α ς «εν τη Χώρα των ζώντων».
Μέχρι τότε, απευθύνουμε εις την Παναγίαν, σήμερα και πάντοτε, με ένα στόμα και μία καρδιά, την «Μυστική Παράκλησι» του Μεσολογγίτου ποιητού Κωστή Παλαμά:

«Δέσποινα,κανένα φόρεμα
τη γύμνια μου
δε φθάνει να σκεπάσει, ...
Πρόστρεξε, Μυροφόρα,
μονάχα εσένα πίστεψα,
και λάτρεψα μονάχα εσένα,
από τα πρωτινά γλυκοχαράματα
κι᾿ ως τώρα στα αιματοστάλαχτα
μιάς ωργισμένης δύσης. ...
Δέσποινα, στήριξέ με εσύ
και μη μ᾽ αφήσεις.......».

Ἀμήν.