ΣΧΟΛΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΑΡΘΡΟ '' ΠΑΛΑΙΟ ΚΑΙ ΝΕΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ - ΕΝΑ ΕΜΠΕΡΙΣΤΑΤΩΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ ΠΟΥ ΕΞΗΓΕΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ''
Posted: 14 Aug 2013 01:32 PM PDT

Αναγνώσαμε ένα άρθρο υπό τον τίτλο ''ΠΑΛΑΙΟ ΚΑΙ ΝΕΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ - ΕΝΑ ΕΜΠΕΡΙΣΤΑΤΩΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ ΠΟΥ ΕΞΗΓΕΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ''. Εγράφη υπό τον  Πρωτοπρεσβύτερο Γεώργιο Ρ. Ζουμῆ, Γενικό Ἀρχιερατικό Ἐπίτροπο τῆς Ιερᾶς Μητροπόλεως Ἐδέσσης, Πέλλης καὶ Ἀλμωπίας, όπως μας λέγει το άρθρο. Όμως φαίνεται ωσάν να εγράφη εις τα γρήγορα! Ενώ ο τίτλος του σου δίνει την εντύπωση ότι θα αναγνώσεις τα ΠΑΝΤΑ γύρω από το θέμα, ο αρθρογράφος έχει παραλείψει σημαντικά στοιχεία, σημειώνοντας πολλές ανακρίβειες! Μερικές  θα σχολιάσουμε (όχι όλες διότι είναι μεγάλο το κείμενο) και εμείς.

Ο αρθρογράφος ξεκινά με αστρονομικά ζητήματα κ.λπ. όπως βεβαίως έχουν κάνει πολλοί ''δάσκαλοι'' του είδους. Λησμονούν όμως ότι την Εκκλησία δεν την ενδιαφέρει ο χρόνος αλλά η ΟΜΟΝΟΙΑ, όπως μας λέγει και ο ιερός Χρυσόστομος. Όμως όταν γράφουν μερικοί κατά των παλ/των δεν θυμούνται τους λόγους του αγίου και γράφουν ανενόχλητοι τα περί μετρήσεως χρόνου κ.λπ. Τους θυμούνται μόνο όταν θέλουν  να κατηγορήσουν τους παλ/τες ως χρονολάτρες λές και οι παλ/τες ασχολήθηκαν με χρόνους, λες και οι παλ/τες άλλαξαν το ημερολόγιο-εορτολόγιο. Αυτοί που ασχολήθηκαν με χρόνους ήταν και είναι οι νεοημερολογίτες και αυτοί θα έπρεπε να θεωρούνται ως ΗΜΕΡΟΛΑΤΡΕΣ διότι αυτοί προετίμησαν την ''ακρίβεια του χρόνου'' και όχι την ''ομόνοια των πιστών''!!!

Μας λέγει ο αρθρογράφος:

«Η Ορθόδοξη  Εκκλησία απέρριψε επί σειράν  αιώνων την καθιέρωση του Γρηγοριανού  ημερολογίου, παρά τις επίμονες προσπάθειες της Ρώμης. Και αυτό, διότι υπήρχε ο φόβος  μήπως γίνει μέσον παραπλανήσεως του Ορθοδόξου Λαού. Όταν όμως εξέλιπε αυτός ο φόβος, άρχισε να γίνεται σκέψις και στην Ορθόδοξη Εκκλησία για την αντικατάσταση του Ιουλιανού ημερολογίου από το Γρηγοριανό, κάτω από την πίεση των νεωτέρων αναγκών του πολιτισμού.»

Πολύ σωστά! Όμως είναι λανθασμένο το λεγόμενο «Όταν όμως εξέλιπε αυτός ο φόβος, άρχισε να γίνεται σκέψις και στην Ορθόδοξη Εκκλησία για την αντικατάσταση του Ιουλιανού ημερολογίου από το Γρηγοριανό, κάτω από την πίεση των νεωτέρων αναγκών του πολιτισμού». Ο ''φόβος'' δεν εξαλείφθει ποτέ από την μνήμη των Ορθοδόξων, διότι οι Λατίνοι ανέκαθεν ήθελαν και θέλουν να υποτάξουν την Ορθόδοξη Εκκλησία  εις τον Παπισμό! Βέβαια μετά την αλλαγή του ημερολογίου δεν μας έκαναν λατίνους εις την πίστη, αλλά κάτι χειρότερο! Οικουμενιστές!!!!

«Στην πραγματικότητα δεν έχουμε δύο ημερολόγια, άς το προσέξουμε αυτό. Έχουμε ένα, το ίδιο διορθωμένο. Αφήσαμε το εσφαλμένο και ακολουθήσαμε το διορθωμένο. Το Γρηγοριανό είναι το τελειότερο ημερολόγιο που υπάρχει, όχι όμως και το απολύτως τέλειο....»

Έχετε ένα; Και πως εορτάζουν οι πιστοί σας με το Γρηγοριανό ημερολόγιο τώρα της Παναγίας ή τα Χριστούγεννα, και όταν μεταβαίνουν εις τα Ιεροσόλυμα ή το Άγιον Όρος εορτάζουν τις ίδιες εορτές με το Ιουλιανό (παλαιό) ημερολόγιο; Δεν εορτάζουν δυο φορές με δυο ημερολόγια; Όταν νηστεύουν της Παναγίας και εορτάσουν την Κοίμηση (με το νέο), εάν μεταβούν εις το Άγιον Όρος δεν θα ξαναεορτάσουν; 

«Είναι λοιπόν κρίμα και ντροπή και αμαρτία, ένα θέμα απλό και ασήμαντο  και αδιάφορο θρησκευτικώς να δημιουργεί τέτοια σοβαρά προβλήματα, δηλ. το σχίσιμο της Εκκλησίας.»

Αφού είναι ντροπή και αμαρτία τότε διατί δια ένα τόσο ασήμαντο και απλό θέμα, και μάλιστα ''αδιάφορο θρησκευτικώς'' φαγώθηκαν οι Ποιμένες σας να το αλλάξουν;

«Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Άνθιμος ο Ζ΄ το 1896 εξέφραζε « πόθους και ευχάς υπέρ ενός ενιαίου ημερολογίου  δι  άπαντας τους χριστιανικούς λαούς». Ο επόμενος Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ΄ το 1902 έστειλε εγκύκλιο προς όλες τις ορθόδοξες Εκκλησίες και συνιστούσε να μελετήσουν το ημερολογιακό θέμα και να εκθέσουν τις απόψεις τους.»

Και οι Εκκλησίες απάντησαν ως εξής:

Ἡ τῶν Ἱεροσολύμων ἔγραφεν, ὅτι:
   
«Πᾶσα περὶ μεταρρυθμίσεως τοῦ κρατοῦντος ἡμερολογίου καὶ δὴ ἐπὶ προτιμήσει τοῦ Γρηγοριανοῦ, ἀπόφασις ἔσται ἐπὶ βλάβη τῆς Ὀρθοδοξίας».
 
 Ἡ τῆς Ρωσσίας: «Οὐδαμῶς συγχωροῦντες τὴν ἀντικατάστασιν τοῦ Ἰουλιακοῦ διὰ τοῦ ἧττον λογικοῦ Γρηγοριακοῦ ἡμερολογίου. . . Ἡ τοιαύτη μεταβολή, ὡς διασαλεύουσα τὴν ἀνέκαθεν καὶ πολλάκις καθαγιασθεῖσαν ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας τάξιν, συνεπήγετο ἂν ἀμφιβόλως διασαλεύσεις τινὰς καὶ ἐν τῶ ἐκκλησιαστικῶ βίω, ἐν ὧ ἐν τῆ προκειμένη περιπτώσει τοιαῦται διασαλεύσεις οὐδεμίαν ἑαυταῖς εὑρίσκουσιν ἐπαρκῆ δικαιολογίαν».
  
   Ἡ τῆς Ρουμανίας: «Φρονεῖ καὶ ἐξαιτεῖται ἵνα μένωμεν εἰς ἅπερ εὑρισκόμεθα σήμερον˙ ἐπειδὴ εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴ θίξωμεν τὰς κανονικὰς διατάξεις, ἐὰν ἠθέλομεν σκεφθῆ περὶ μεταβολῆς τινος ἢ μεταρρυθμίσεως τοῦ Ἰουλιακοῦ ἡμερολογίου, μεθ’ οὗ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ζῆ ἀπὸ τοσούτου χρόνου, ἢ καὶ νὰ μὴ αἰσθανθῆ στενοχωρίαν. Ἐκτὸς τούτου οὔτε διὰ τοῦ δακτύλου δὲν ἐπιτρέπεται ἡμῖν νὰ θίξωμεν τὰς ἀπηρχαιωμένας ἀποφάσεις, αἵτινες ἀποτελοῦσι τὴν ἡμετέραν ἐκκλησιαστικὴν δόξαν».

  Ἡ τῆς Ἑλλάδος: «Θρησκευτικῆς καὶ θεολογικῆς σπουδαιότητος μετέχει τοσοῦτον μόνον, καθ’ ὅσον μετ’ αὐτοῦ συνδέεται τὸ Ἑορτολόγιον τῆς Ἐκκλησίας».
 
    Ἡ τοῦ Μαυροβουνίου: «Οἱ ἀντιπρόσωποι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀνάγκη ἵνα ὦσι μᾶλλον ἐπιφυλακτικοὶ ὅσον ἀφορᾶ τὸ ζήτημα τοῦτο. Διότι ὡς γνωστόν, ἡ μεταβολὴ τοῦ ἡμερολογίου ἐξυπονοεῖ τὴν μεταλλαγὴν τοῦ Πασχαλίου τ.ἔ. παντὸς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ συστήματος καὶ τοῦ ὑπολογισμοῦ τῆς ἐνιαυσίου περιόδου καὶ τῶν κινητῶν ἑορτῶν. Γνωρίζομεν ἐκ τῆς ἱστορίας, ὅτι ἐγένοντο καὶ τινες μικρότεραι μεταβολαί, αἵτινες ὅτε ἐφηρμόσθησαν ἐν τῆ Ἐκκλησία προὐκάλεσαν κατὰ τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον δυσαρέσκειαν μεταξὺ τῶν πιστῶν. Ταῦτα ἔχοντες ὑπ’ ὄψιν οἱ ἀρχηγοὶ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ὀφείλουσι νὰ ἔχωσι κατὰ νοῦν πάντα τὰ δυνατὰ ἀποτελέσματα, ἅτινα ἐκ τῆς μεταβολῆς τοῦ ἡμερολογίου ἠδύναντο νὰ συμβῶσιν… Εἴμεθα τῆς γνώμης, ὅπως καὶ εἰς τὸ ἑξῆς τηρῶμεν τὴν πρᾶξιν τοῦ Ἰουλιακοῦ ἡμερολογίου».

   Ἐν τῆ ἀνταπαντήσει του πρὸς τὰς Ἐκκλησίας ὁ Ἰωακεὶμ Γ΄, διὰ τῆς ἀπὸ 12 Μαΐου 1904 Ἐγκυκλίου ἔλεγε, σὺν τοῖς ἄλλοις:

   «Τοῦτο γνώρισμα οὐσιωδέστατον τῆς Ὀρθοδοξίας, τοῦτο τὸ θεμέλιον τοῦ ὅλου αὐτῆς Κανονικοῦ καὶ διοικητικοῦ οἰκοδομήματος, τὸ μὴ «κινεῖν ὅρια αἰώνια ἃ ἔθεντο οἱ πατέρες ἡμῶν». Τοῦτο μόνον δυνήσεται ἀποκροῦσαι τὰς νεωτερικὰς τάσεις καὶ ἐνεργείας τὰς προϊούσας. Πῶς γὰρ οὐ δίκαιον τὰ ἀπ’ αἰῶνας τοσούτους κατὰ τάξιν γινόμενα καὶ εὐσχημόνως ἔχοντα, ταῦτα καὶ τοῦ λοιποῦ κρατεῖν καὶ αἰδέσιμα εἶναι; Τῶν εἰρημένων πατρικῶν διατάξεων καὶ ὁρίων ἡ ὀλιγωρία ἐγέννησεν, ὡς μήποτε ὤφειλε, καὶ τὰ ἐν τοῖς κόλποις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὑπάρχονται πρὸς τοῖς παλαιοῖς νεώτερα λυπηρὰ ὄντως καὶ ἄξια θρήνων ρήγματα. Ὡς δὲ ἐκ τῆς ἐκείνων ὀλιγωρίας ἐγεννήθησαν, οὕτω καὶ ἐκ τῆς ἐκείνων τηρήσεως ἐκποδὼν γενήσονται τοῦ Θεοῦ συναιρουμένου καὶ τῶν ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν τὰ κρείττονα καὶ ἐχόμενα σωτηρίας ὑποτιθεμένων τοῖς ἀκούειν βουλομένοις, καίτοι δυσχερῶς τῶ λόγω τῆς ἀληθείας καὶ τοῦ δικαίου πείθονται οἱ κατὰ κόσμον ἀγαθὰ καὶ τὰς οἰκείας δόξας ὑπὲρ τὸ κῦρος τῆς Ἐκκλησιαστικῆς καὶ Κανονικῆς τάξεως καὶ διδασκαλίας τιθέμενοι. Περὶ δὲ τοῦ καθ’ ἡμᾶς ἡμερολογίου τοιαύτην ἔχομεν γνώμην.
   Αἰδέσιμον εἶναι καὶ ἔμπεδον τὸ ἀπ’ αἰῶνος μὲν ἤδη καθωρισμένον κεκυρωμένον δὲ τῆ διηνεκεῖ τῆς Ἐκκλησίας πράξει Πασχάλιον… ὡς οὐκ ἐξὸν περὶ τοῦτο καινοτομῆσαι˙ τὸ δὲ, παραφυλάσσοντας τὸ Ἰουλιανὸν ἡμερολόγιον καὶ τὸ ἑορτολόγιον ἡμῶν ἀμετακίνητον, ὑπερπηδῆσαι μόνον 13 ἡμέρας, ὥστε συμπίπτειν τὰς μηνολογίας ἡμῶν τε καὶ τῶν τῶ ἑτέρω ἡμερολογίω κατακολουθούντων, ἀνόητον καὶ ἄσκοπον εἶναι…   

   Αλλά και η ειδική Επιτροπή εκ Νομικών κορυφών και θεολόγων Καθηγητών του Πανεπιστημίου, η διορισθείσα τω 1923 υπο της Κυβερνήσεως προς μελέτην του ημερολογίου απο Εκκλησιαστικής απόψεως, απεφάνθη ότι η μονομερής εφαρμογή του νέου ημερολογίου υπο της Ελληνικής Εκκλησίας, αντίκειται προς τα θέσμια και την ενότητα της Εκκλησίας δυναμένη να δημιουργήση και ΛΟΓΟΝ ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ εκ μέρους των Εκκλησιών, τουθ΄ όπερ θα ζημιώση μεγάλως και το θενικό συμφέρον.

Ιδού δέ και αυτούσιον το πόρισμα της Επιτροπής προς μελέτη του ημερολογιακού ζητήματος, ής Μέλος ετύγχανε και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος ως Καθηγητής τότε (δεν είχε γίνει ακόμα Αρχιεπίσκοπος) της Εκ/τικής ιστορίας εν τω Εθνικώ Πανεπιστημίω



«Λαβόντες υπ΄ όψιν ότι η Εκκλησία της Ελλάδος ως και αι λοιπαί Ορθόδοξοι Εκκλησίαι αν και ανεξάρτητοι εσωτερικώς είνε όμως στενώς συνδεδεμέναι πρός αλλήλας και ηνωμέναι δια της αρχής και πνευματικής ενότητος της Εκκλησίας αποτελούσαι μίαν και μόνην Ορθόδοξον Εκκλησίαν και συνεπώς ουδεμία τούτων δύναται να χωρισθή των λοιπών και αποδεχθή νέον ημερολόγιον, χωρίς να καταστή Σχισματική απέναντι των άλλων. 'Οθεν και η Εκκλησία της Ελλάδος όπως μεταβάλη το Εκκλησιαστικόν ημερολόγιον αυτής είνε απαραίτητον και οφείλει, ίνα μη αποσχισθή των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών, τουθ΄ όπερ ου μόνον, την ενότητα και αρμονία της όλης Ορθοδόξου Εκκλησίας θέλει καταστρέψει και την δύναμιν αυτής μειώσει αλλά και απο εθνικής απόψεως είναι ασύμφορον και επιζήμιον... Διά πάντας τους ανωτέρω λόγους κρίνομεν πρέπον να διατηρηθεί εν ισχύει ως Εκ/τικόν ημερολόγιον το Ιουλιανόν» (Γ. Κοφινάς, Δ. Αιγινίτης, Χ. Παπαδόπουλος, Π. Τσιτσεκλής και Α. Αλιβιζάτος. Αθήναι 16 Ιανουαρίου 1923).


Συνέπεια δέ του πορίσματος τούτου εξεδόθη και το Διάταγμα του Βασιλέως Γεωργίου, το ισχύον έτι ως μη ακυρωθέν υπό άλλου νόμου καθ΄ό Διάταγμα η μέν Πολιτεία προσλαμβάνει το νέον ημερολόγιον, η δέ Εκκλησία τηρεί δια τας εορτάς και τας θρησκευτικάς τελετάς το εκ παραδόσεως Ιουλιανόν ημερολόγιον. Ούτω το Ιουλιανόν ημερολόγιον δια την χρήσιν της Εκκλησίας επεκυρώθη δια νόμου και υπό της Πολιτείας.

Σημαντική επίσης η γνώμη του Διδυμοτείχου Φιλαρέτου εν έτει 1916, εξ΄ αφορμής της εν Βουλγαρία εισαγωγής του Νέου Ημερολογίου. Λέγει τα εξής

«Τω δε 1902 και Ιωακείμ ο Γ΄ εν τη δευτέρα αυτού Πατριαρχεία απετάνθη δια συνοδικής και πατριαρχικής εγκυκλίου απο 12 Ιουνίου 1902, προς τας άλλας πατριαρχικάς και αυτοκεφάλους Εκκλησίας δια διάφορα άλλα ζητήματα, εκ των οποίων εν ζήτημα ήτον και το νέον ημερολόγιον εάν είναι δυνατόν η μεταρρύθμισις αυτού, ή αλλαγή δια του Γρηγοριανού. Εις την εγκύκλιον ταύτην του Πατριάρχου Ιωακείμ, διαφοροτρόπως απήντησαν αί Αυτοκέφαλοι Εκκλησίαι περί του Ημερολογίου πρός τον Ιωακείμ, ότι μετά της περί αυτόν Συνόδου συνέστησεν ιδίαν επιτροπήν. Τα αποτελέσματα δέ της ερεύνης (επιτροπής) γενόμενα αποδεκτά υπό της Ιεράς Συνόδου, συμπεριελήφθησαν εν τη απο 12 Μαίου 1904 πατριαρχική και συνοδική εγκυκλίω, ανταπαντητική πρός τάς επιστολάς των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Εκ της αλληλογραφίας ταύτης της αμειφθείσης μεταξύ των κατά τόπους προέδρων των αγιοτάτων της Ανατολής Εκκλησιών αριδήλως καταδείκνυται το πνεύμα και η γνώμη η κρατούσα εν τη παρ΄ ημίν εκκλησία περί τε του Πασχαλίου και της τηρήσεως ή μεταρρυθμίσεως του Ιουλιανού Ημερολογίου και της αντικατάστασεως αυτού· διότι τις ποτέ δύναται να παραδεχθή το δυνατόν της άρσεως του παρά τοίς δυτικοίς επικρατούντος πνεύματος του προσηλυτισμού ή να ανομολογήση ότι τα αποτελέσματα και πορίσματα της προόδου των αστρονομικών επιστημών είναι τοσούτον ακριβή και βέβαια, ώστε να εκλείψει εντεύθεν φόβος διαταράξεως των θρησκευτικών συνειδήσεων; Αλλά μή τοι μέχρι τούδε βλάβην τινά ησθάνθησαν οι ημέτεροι λαοί ακολουθούντες τη παλαιά μηνολογία ή και πρός ταύτην χρώμενοι και την νεωτέρα; αλλά ηδυνάμεθα να δικαιολογήσωμεν την οιανδήποτε μεταβολήν δια της τελειότητος μέν του Γρηγοριανού, ατελείας δέ του Ιουλιανού; αλλ΄ η επιστήμη αποφαίνεται ότι αμφότερα ευρίσκονται εν πλάνη· Έτι ισχύει η γνώμη του Κοπέρνικου, ότι η γνώσις του μήκους του έτους και της Σελήνης είναι ανεπαρκής πρός ακριβή διόρθωσιν του Ημερολογίου· αλλά και κατά τί η ανωμαλία του χρόνου και της των φωστήρων κινήσεως λυμαίνεται την ευσέβειαν; μήτοι δέ εκκλησιαστικώς είμεθα υποχρεωμένοι να μεταλλάτωμεν ημερολόγια, αφού επιστημονικώς αδυνατούμεν να εύρωμεν το ακριβώς τέλειον;»

Ωσαύτως και το Οικουμενικόν Πατριαρχείον δια Πατριαρχικής και Συνοδικής Εγκυκλίου, ήν απέλυσε τω 1931 επί Πατριάρχου Φωτίου του Βου πρός όλας τας Ορθοδόξους Εκκλησίας ου μόνον θεωρεί το ζήτημα επίδικον ενώπιον Πανορθοδόξου Συνόδου, αλλά και καταδικάζει διαρρήδην την μονομερή εφαρμογήν του νέου ημερολογίου λέγουσα τα εξής

«... Βεβαίως επί τινων ζητημάτων απλουστέρων και ευχερεστέρων κατά την ουσίαν αυτών, σπουδαίων δέ δια τας ανάγκας σήμερον των Εκκλησιών, οία τα ζητήματα του ημερολογίου, του Πασχαλίου, των γαμικών κωλυμάτων και ή τίνος άλλου, δύναται η Προσύνοδος γνωματεύσαι και περί αμέσου και υποχρεωτικής υπό των Εκκλησιών εφαρμογής των σχετικών πορισμάτων αυτής και πρό της υπό της Οικουμενικής Συνόδου κυρώσεως αυτών. Αλλά τούτο δύναται συμβήναι μόνον υπό τον απαραίτητον όρον ομοφώνου πάντων των Αντιπροσώπων σχετικής αποφάνσεως, ταύτης δέ τυχόν μη υπαρχούσης ου μόνον προελθείν, αλλά και υπό ουδεμιάς Εκκλησίας βεβαίως επιχειρηθήσεται εν τοιαύτη περιπτώσει μονομερής εφαρμογή» («Ορθοδοξία» έτος 6ον Δεκέμβριος 1931 τεύχος 72ον σελίς 653).

Ας ληφθή υπ΄ όψιν και η απόφασις ήν έλαβεν η Προσύνοδος εν Αγίω Όρει κατά Ιούνιον του 1930, εις ήν παρέστησαν Αντιπρόσωποι των τεσσάρων Πατριαρχείων της Ανατολής και των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών της Ρουμανίας, της Τσεχοσλοβακίας, της Πολωνίας, της Κύπρου, της Σερβίας και της Ελλάδος, της τελευταίας ταύτης αντιπροσωπευθείσης υπό των Μητροπολιτών Θεσσαλονίκης Γενναδίου και Κερκύρας Αθηναγόρα, εν ή προσυνόδω απεφασίσθη παμψηφεί να μη μεταβληθή το Ιουλιανόν ημερολόγιον μέχρις ου συνέλθη Οικουμενική Σύνοδος (Πρακτικά της Συνόδου εν Αγίω Όρει 8 Απριλίου 1930).
Παρόμοιοι έγγραφοι απαντήσεις ανεκοινώθησαν μετέπειτα εις τον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών Χρυσόστομο Παπαδόπουλο εκ μέρους των Πατριαρχών Αντιοχείας, Ιεροσολύμων και του Αρχιεπίσκόπου Κύπρου.


«Η Εκκλησία της Ελλάδος απάντησε ότι, κατ ΄αρχήν, δεν αποκρούει την διόρθωση του ημερολογίου. Η επιτροπή η οποία συνεστήθη και μελέτησε το θέμα απεφάνθη ότι η μεταβολή, η αλλαγή  δεν προσκρούει σε δογματικούς και κανονικούς λόγους. Θα μπορούσε λοιπόν  να γίνει, όμως μετά από συνεννόηση όλων των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών και κυρίως του Οικουμενικού Πατριαρχείου.»

Αυτή η συνεννόηση δεν έγινε ποτέ! Και έτσι ΜΟΝΟΜΕΡΩΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΩΣ η Εκκλησία της Ελλάδος μετά του Οικ. Πατριαρχείου έκανε την αλλαγή!
Η Ιεραρχία απεδέχθη τότε κατ΄ αρχήν την εισήγησιν, αλλά υπό την προυπόθεσιν η μεταρρύθμισις να γίνη δεκτή και υπό των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών και δή υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως· ανέθεσεν δε εις αυτό την συνεννόησιν.

Ιδού η απόφασις: 

«Εις το Ιουλιανόν Ημερολόγιον προστίθενται δέκα τρείς ημέραι χωρίς να μεταβληθή απολύτως το Πασχάλιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας... επαφίεται τη Ιερά Συνόδω να προτείνη τω Οικουμενικώ Πατριαρχείω ίνα επιδιώξη την επίλυσιν του ημερολογιακού ζητήματος, εν συννενοήσει δια γραμμάτων μετά των Ορθοδόξων Εκκλησιών».


Αλλά και κατ΄ αυτό το αποκληθέν, κακώς, Πανορθόδοξον συνέδριον, ενεκρίθη κατ΄ αρχήν αποδοχή του νέου ημερολογίου, υπό τον όρον η χρήσις και η εφαρμογή αυτού εν τη Εκκλησία να γίνη κατόπιν συμφωνίας απασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Ταύτα έχων υπ΄ όψιν ο Μεταρρυθμιστής Αρχιεπίσκοπος, δεν έπαυσε να πιέζη τας Αρχιεπισκοπάς δια να αποδεχθούν την μεταρρύθμισιν. Αί Εκκλησίαι όμως αυταί, κατά το πλείστον, δεν την απεδέχθησαν και απήντησαν εις τούτον αρνητικώς. Και αυτό τούτο το Οικουμενικόν Πατριαρχείον δεχθέν υπό επιφύλαξιν την μεταρρύθμισιν απήντησε εγγράφως ως εξής «Η μεταρρύθμισις την οποίαν πρόκειται να κάμωμεν, δεν πρέπει να επιφέρη σκανδαλισμόν εις το Χριστεπώνυμο πλήρωμα». Κατόπιν όμως των ασκηθεισών επανειλημμένων πιέσεων, ηναγκάσθη να αποδεχθή την μεταρρύθμισιν ως έγραφε τότε 



«Επειδή όμως ως και εν τη επιστολή της Υμετέρας Μακαριότητος σημειούται, η επι μακρόν εισέτι παράτασις της νυν ανωμαλίας πολλήν αναμφιβόλως και την θρησκευτικήν και την Εκκλησιαστικήν ζημίαν συνεπάγεται και απειλήν, η μετριότης ημών μετά της καθ΄ ημάς, Αγίας και Ιεράς Συνόδου έγνωμεν, αποδέξασθαι την υπό της αδελφής Εκκλησίας της Ελλάδος εισηγουμένην γνώμην περί αποδοχής της εφαρμογής του Νέου Ημερολογίου, δι΄ απάσας τας ακινήτους Εορτάς του Ορθοδόξου Εορτολογίου, και προτείνωμεν πρός αποδοχήν ημέρας κοινής υπό πασών των αδελφών Εκκλησιών εφαρμογής του Νέου Ημερολογίου, την δεκάτην του μηνός Μαρτίου του αρξαμένου έτους 1924 εισηγούμενοι, όπως αύτη εν πάσαις ταίς αδελφαίς Ορθοδόξοις Εκκλησίαις λογισθή και εορτασθή ως 23 Μαρτίου του ημετέρου εορτολογίου».

Εκ της απαντήσεως ταύτης εμφαίνεται ότι την πρωτοβουλίαν της αλλαγής δεν την είχεν, ως ώφειλεν, το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, αλλά ο Αρχιέπισκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος εκμεταλλευόμενος την δεινήν κατάστασιν του Πατριαρχείου, λόγω της Μικρασιατικής καταστροφής και του εξαφανισμού των Ορθοδόξων Αποστολικών Εκκλησιών της Ιωνίας. Πόσον εδέχθησαν αί αδελφαί Ορθόδοξοι Εκκλησίαι την καινοτομίαν ταύτην είναι φανερόν τοίς πάσιν. Μόνο αί Ελληνικαί Εκκλησίαι, κατά το πλείστον, εδέχθησαν· και αύται όχι αμέσως και άνευ διαμαρτυρίας, ως εμφαίνεται απο την απάντησιν του αειμνήστου Πατριάρχου Αλεξανδρείας Φωτίου, απαντώντος τηλεγραφικώς δια των εξής «Αποκρούομεν πάσαν προσθήκην ή πάσαν μεταρρύθμισιν Ημερολογίου πρό συγκλήσεως Οικουμενικής Συνόδου, μόνης αρμοδίας εις συζήτησιν αυτού, και προτείνομεν ταχίστην Σύγκλησιν αυτής».

Ιδού και το κείμενον αυτούσιον της επιστολής του Πατριάρχου Αλεξανδρείας Κυρού Φωτίου 

Αριθ. 226

Τω Μακαριωτάτω και Σεβασμιωτάτω Αρχιεπισκόπω
Αθηνών και πάσης Ελλάδος Κυρίω Χρυσοστόμω
Προέδρω της Ιεράς Συνόδου της εν Ελλάδι Εκκλησίας
χαίρειν εν Χριστώ τω Αναστάντι Θεώ.

Τα απο δευτέρας μεν και δεκάτης του παρελθόντος μηνός κατά το Γρηγοριανόν ημερολόγιον απεσταλμένα ημίν αδελφικά γράμματα της Υμετέρας Μακαριότητος, τα περί ημερολογίου και Πασχαλίου, μετά της δεούσης με και αυτοί ανέγνωμεν επιστάσεως, εσπεύσαμεν δέ ανακοινώσασθαι αυτά και τη καθ΄ ημάς των Ιερωτάτων Μητροπολιτών Χορεία Συνοδικώς, διασκεπτομένων τη δεκάτη και τετάρτη του αυτού μηνός Μαρτίου, καθ΄ ό παρειλήφαμεν πάτριον ημερολόγιον, ότε πολλή τη προσοχή και φροντίδι και μετριοπάθεια και φιλαδελφία εμελετήθη εν αυτοίς, πάντων και εθελόντων και αγωνιζομένων πείσαι εαυτούς μη μόνον κατιδείν, αλλά και ασπάσασθαι τας εν αυτοίς γνώμας, είγε τη αληθεία μη ευρεθείεν αντικείμεναι. Κατά την Συνοδικήν ούν απόφασιν την ούτω μεμορφωμένην τότε απαντώμεν τα εξής
Ότι μεν ουδεμίαν ουδαμώς η καθ΄ ημάς Αγιωτάτη Εκκλησία έβλεπεν πόθεν, ούτε ανάγκη, αλλά ουδ΄ απλώς περιστάσεων συνθήκην ή φοράν, επιβάλλουσαν την διόρθωσιν του εν χρήσει εκκλησιαστικού ημερολογίου, τούτο και ημείς παρά τη Αγιωτάτη Εκκλησία των Αλεξανδρέων και οι εν Χριστώ των Θεώ Σεβασμιώτατοι αδελφοί και συλλειτουργοί, οι τας αρχεγόνους και Αποστολικάς Εκκλησίας ανά την Εώαν Θεία Χάριτι εκπροσωπούντες, ότε Πατριάρχης της Μεγάλης Θεουπόλεως Αντιοχείας και πάσης Ανατολίας Κύριος Γρηγόριος και ο πατήρ και Πατριάρχης της Αγίας Πόλεως Ιερουσαλήμ και πάσης Παλαιστίνης Κύριος Δαμιανός και ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κύριος Κύριλλος, εις τα τηλεγραφήματα και τα γράμματα της Υμετέρας Μακαριότητος, απο έτους ήδη κατ΄ επανάληψιν απαντώντες, εδήλωσαν αποφάσεσι και αυτοί στοιχούντες Συνοδικαίς επί ρυθμίσει των πραγμάτων, μη μόνον ειρηνική, αλλά και της αληθείας μη ξένη και προτείναντες και αποδεξάμενοι συγκρότησιν Συνόδου πασών των Αγιωτάτων Εκκλησιών του Θεού, μόνης δυναμένης αρμοδίως και οριστικώς αποφήνασθαι. Ότι δέ ουκ εν πάσιν ακριβής ο ισχυρισμός, ο εν τοίς γράμμασι της Υμετέρας Μακαριότητος ευθύς εν αρχή αναγεγραμμένος, καθ΄όν τάχα «Δογματικώς τε και Κανονικώς ακώλυτος αν είη η υπ΄ Αυτής αναιτίως επισπευδομένη διόρθωσις» τούτο Αυτή βεβαιοί μεγάλοις γράμμασι και τρανή τη φωνή η Υμετέρα Μακαριότης μόλις μετά στίχους δέκα απο του πρώτου εκείνου ισχυρισμού, αποφαινομένη «διορθωθήναι δέ κατά το λοιπόν μέρος το Ιουλιανόν Ημερολόγιον πρός άρσιν της συγχύσεως των Ορθοδόξων Λαών, σκανδαλιζομένων εκ της διαφοράς των ημερολογίων και κινδυνευόντων αποξενωθήναι της Εκκλησίας». Πως δή αγαπητέ και περισπούδαστε αδελφέ Δογματικών τε και Κανονικών σχέσεων και συνθηκών λογισθήσεται ξένη, ή και απλώς απηλλαγμένη διαφορά, ήσπερ ένεκεν όλοι λαοί σκανδαλιζόμενοι κινδυνεύουσιν αποξενωθήναι της Εκκλησίας; Και τούτων μέντοι κατ΄ αναμφήριστον βεβαιότητα ούτως εχόντων, η Υμετέρα Μακαριότης αγγέλει, ότι η Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, ουκ επ΄ αθετήσει των υπό της Αης Οικουμενικής Συνόδου νενομεθετημένων, αλλά της σωτηρίας και της προκοπής επί το κρείττον των Ορθοδόξων προμηθουμένη, απαραίτητον έκρινε μετά την συναίνεσιν του Οικουμενικού Πατριαρχείου την διόρθωσιν του εν χρήσει της Εκκλησίας Ιουλιανού Ημερολογίου. Ου κρύπτομεν Μακαριώτατε αδελφέ, ότι επί τη πολλών ένεκεν αδοκήτω ταύτη αγγελία και ημείς σκληράν έσχομεν την έκπληξιν εν τη Συνόδω και εγκάρδιος συνέσχε θλίψις τους Ιερωτάτους αδελφούς, κατιδόντας, ότι άνευ αιτίας πραγματικής κατά δέ την ομολογίαν και βεβαίωσιν της Υμετέρας Μακαριότητος, άνευ λόγων Δογματικών ή Κανονικών απεκρούσθη η αδελφική σύστασις και παράκλησις τεσσάρων Αποστολικών θρόνων, εξ΄ αιώνων υπέρ της αληθείας τον αγώνα βασταζόντων και μονομερώς εις νόμον Εκκλησιαστικού Τύπου ανενεχθήναι, προτείνεται διόρθωσις καθεστώτος, εν χρήσει της Ορθοδόξου Εκκλησίας πάσης και άρα, ου της εν Ελλάδι Εκκλησίας μόνης· και ταύτα, ότε υπ΄ Αυτής ωμολόγηται της περινοίας Αυτής, ότι «εκ της διαφοράς των ημερολογίων κινδυνεύουσιν αποξενωθήναι της Εκκλησίας, ουχί βεβαίως μόνης της εν Ελλάδι, όλοι λαοί Ορθόδοξοι».
Καιρία λοιπόν η λύπη δια ταύτα, καίτοι γαρ εις δικαιολογίαν της διορθώσεως προβάλλεται και η συναίνεσις του Οικουμενικού Πατριάρχου, τούτο όμως μάλλον εντείνει ή μετριάζει την λύπην παντός τέκνου της Αγιωτάτης Εκκλησίας, σκεπτομένου εν οία νυν τελεί καταστάσει ο Αγιώτατος Αποστολικός και Πατριαρχικός θρόνος, απορφανισμένος μεν τα πολλά κρίμασιν, οίς οίδε Κύριος, της ποτέ δυσαριθμήτου και εκλάμπρου Ιεραρχίας, απορφανισμένος δέ του πλείστου ίνα μη λέγωμεν παντός του Ποιμνίου, γυμνός δέ και πάσης της προτέρας δυνάμεως και χρήζει αυτός συγκροτήσεως εν τη νέα καταστάσει και πανθομολογουμένως υπό περιπετείας διατελών θλιβερωτάτας. Διό και θεία χάριτι αυτόν νυν καταπεπιστευμένος θεόλεκτος ποιμήν, έν γε τοίς πρός ημάς αδελφικοίς γράμμασι περί του αυτού θέματος επί την Ιεράν Σύνοδον της εν Ελλάδι Εκκλησίας δοκεί την περί διορθώσεως πρωτοβουλίαν αναφέρειν.
Ανακεφαλαιούντες δή τα ανωτέρω Μακαριώτατε εν Κυρίω αδελφέ, γνωρίζομεν τη Υμετέρα Μακαριότητι, ότι η καθ΄ ημάς Ιερά Σύνοδος, την μέν διόρθωσιν, ήν τεθεσπισμένη ήδη αγγέλει η περίνοια Αυτής, αποκρούσει ετοίμως μέντοι έχουσα συνεξετάσαι τα κατ΄ αυτήν εν προσήκοντι χρόνω και τόπω μετά των αδελφών Αγιωτάτων Εκκλησιών, εμμένουσα δέ εν τοίς πρότερον περί τούτου προδεδογμένοις, προτείνει και αύθις την συγκρότησιν Συνόδου ή μεγάλης Τοπικής ή Οικουμενικής, ήσπερ άνευ ουδεμία περί καθεστώτος κοινού τη όλη Εκκλησία, είτε απόφασις μονομερής έσται ή λογισθήσεται έγκυρος Κανονικώς και τη απαραιτήτω ισχύει κατοχυρωμένη.
Ούτως ούν γνώμης έχουσα η καθ΄ ημάς Αγιωτάτη Εκκλησία, ου σμικράν ηρύσατο την παραμυθίαν απο τε της βεβαιώσεως της Υμετέρας Μακαριότητος, ότι η Ιερά Σύνοδος της Ελλάδος «προθύμως έχει συνεργήσαι εις την εν Συνόδω της Καθόλου Ορθοδόξου Εκκλησίας εξέτασιν και διόρθωσιν του Πασχαλίου Κανόνος». Καίτοι γαρ ρητώς και εκπεφασμένως αποκλείει πάσαν αθέτησιν Κανόνων,, ελπίζει, όμως ότι πολλά μέν τα δεινά προληφθήσεται, πολλά δέ τα ωφέλιμα υποδειχθήσεται και τη θεία χάριτι καθορισθήσεται εν Συνόδω τοιαύτη, εγκαίρως συγκροτουμένη και εν Αγίω Πνεύματι συνδιασκεπτομένη.
Τούτων μεν άλις, εις απάντησιν ο δέ Θεός της Αγάπης και της ειρήνης δώη την αγάπην και την ειρήνην δια παντός και εν παντί τρόπω αμήν.


Εν Αλεξανδρεία Μηνί Απριλίω 20 1924 

Ο Πάπας και Πατριάρχης Αλεξανδρείας 

Φώτιος


«Εδώ αξίζει να σημειώσουμε κάτι ακόμη. Η Εκκλησία είχε το δικαίωμα να ακολουθήσει το νέο ημερολόγιο. Στο σημείο αυτό δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Μπορούσε να το κάνει. Μπορούσε να αλλάξει τις ημέρες εορτασμού, όπως το έκανε και παλαιότερα και όπως το κάνουν και οι ίδιοι οι παλαιοημερολογίτες, άσχετα αν δεν το ξέρουν ή δεν πάει το μυαλό τους ή κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν και εσκεμμένα το αποσιωπούν.»


Πολύ σωστά! Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ. Η ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ και όχι μόνο μια Τοπική Εκκλησία! Ποιό είναι αυτό που δεν ξέρουν οι παλ/τες ή δεν πάει το μυαλό τους;

«Ένα παράδειγμα: Παλαιότερα γιόρταζαν τα Χριστούγεννα στις έξι Ιανουαρίου μαζί με την Βάπτιση του Χριστού κι’ ήταν η εορτή των Επιφανίων. Αργότερα το άλλαξε η Εκκλησία. Κράτησε την Βάπτιση στις έξι Ιανουαρίου και μετέθεσε την Γέννηση του Χριστού στις  25 Δεκεμβρίου, όταν οι ειδωλολάτραι γιόρταζαν την γέννηση του θεού τους ηλίου. Κατόπιν τούτου πήγαν εννέα μήνες πιο πίσω και έβαλαν τον ευαγγελισμό της Παναγίας. Την αλλαγή αυτή την δέχονται οι του παλαιού ημερολογίου.
Άλλο παράδειγμα: Η Μεταμόρφωσις του Κυρίου έγινε σαράντα μέρες πρίν από το πάθος και τη σταύρωση. Συνεπώς θα έπρεπε να την εορτάζουμε μέσα στην Μεγάλη Σαρακοστή.  Επειδή όμως τότε δεν έχουμε γιορτές,  την τοποθέτησε η Εκκλησία  στις  έξι Αυγούστου, δηλ. σαράντα μέρες πριν από την Ύψωση του Τ. Σταυρού, που είναι μία άλλη Μεγάλη Παρασκευή. Την αλλαγή αυτή την δέχονται οι του παλαιού ημερολογίου.
Εορτάζουμε τους Αγίους συνήθως την ημέρα της κοιμήσεώς των ή του μαρτυρίου των. Ο Ι. Χρυσόστομος εκοιμήθη την 14ην Σεπτεμβρίου. Γράφει δε το Συναξάρι, « δια την εορτήν του Τ. Σταυρού μετετέθη η εορτή αυτού εις τον Νοέμβριον μήνα». Και αυτό το δέχονται οι του πατρίου ημερολογίου. Έτσι μετατίθεται και η εορτή του αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου στην δεύτερη ημέρα του Πάσχα και του αγίου Μάρκου του Ευαγγελιστού στην τρίτη ημέρα του Πάσχα.  Άρα λοιπόν η Εκκλησία έχει το δικαίωμα και μπορεί να κάνει τις αλλαγές που εκείνη νομίζει.»

Αυτό δεν γνωρίζουν οι παλ/τες;. Η ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΟΜΟΦΩΝΑ έκανε τούτες τις αλλαγές, και όχι από μόνη της μια Τοπική Εκκλησία!

«Πού υπήρχε πρόβλημα; Στον εορτασμό του Πάσχα. Και γιατί αυτό; Γιατί ο εορτασμός του Πάσχα καθωρίσθηκε από την Α΄Οικουμενική Σύνοδο και άρα καμία Εκκλησία μόνη της δεν είχε το δικαίωμα να τον αλλάξει ή να τον μεταβάλλει. Απόφαση Οικουμενικής Συνόδου μόνο μία άλλη Οικουμενική Σύνοδος μπορεί να αλλάξει. Η Εκκλησία της Ελλάδος δεν είναι Οικουμενική Σύνοδος. Για τον λόγο αυτό άλλαξε το ημερολόγιο, που μπορούσε, δεν πείραξε όμως τον εορτασμό του Πάσχα που δέν μπορούσε και δέν είχε το δικαίωμα να κάνει.»

Εδω ο αρθρογράφος ξεχωρίζει το Πασχάλιο από το καλενδάριο=ημερολόγιο ωσάν το Πασχάλιο να μην εστηρίχθη εις κάποιον ΚΟΡΜΟ, ο οποίος είναι το καλενδάριο! Πασχάλιο και καλενδάριο είναι ΑΛΛΗΛΕΝΔΕΤΑ μεταξύ τους!
Ο καθένας ας αναγνώσει τα ''ΑΠΑΝΤΑ'' του πρ. Φλωρίνης Χρυσοστόμου Καβουρίδου ο οποίος εξηγεί το διατί είναι αλληλένδετα μεταξύ τους. Όμως αυτά τα λεγόμενα ας τα κρατήσουμε διότι ήδη εδω και αρκετά έτη ομιλούν δια ένα ΚΟΙΝΟ ΠΑΣΧΑΛΙΟ οι σημερινοί εκπρόσωποι του Π.Σ.Ε. Επίσης μπορεί να μας πεί ο αγαπητός αρθρογράφος πως η Εκκλησία της Φινλανδίας έχει αλλάξει το ΠΑΣΧΑΛΙΟ εορτάζοντάς το με το Γρηγοριανό ημερολόγιο;; Μήπως η Εκκλησία της Φινλανδίας είναι Οικουμενική Σύνοδος; Ποιά η αντίδραση των υπολοίπων Εκκλησιών εις αυτό;

Έπειτα ο αρθρογράφος κάνει μια σύντομη περιγραφή (που το είδαν το εμπεριστατωμένο άρθρο;;), εξηγώντας εις τα γρήγορα όπως θέλει ο ίδιος τα γεγονότα της αποτείχισης των τριών Ιεραρχών που ηγήθηκαν των παλ/των κ.λπ. Αυτό όμως που μας κάνει εντύπωση είναι το εξής:

«Αργότερα οι παλαιοημερολογίται προέβησαν και σε άλλες χειροτονίες. Όμως όλοι αυτοί στερούνται της Αποστολικής Διαδοχής, εφόσον χειροτονήθηκαν από καθηρημένους αρχιερείς. Συνεπώς τα μυστήριά τους είναι άκυρα και ανυπόστατα, σαν να μη έγιναν ποτέ. Γιαυτό και η Εκκλησία τα επαναλαμβάνει όλα από την αρχή.»

Τους ονομάζει ''καθηρημένους'' διότι δήθεν τους καθαίρεσε η Ι. Σύνοδος! Πως έχουν όμως τα πράγματα;

Την 27ην Μαίου 1935 τρείς Ιεράρχαι, ο Δημητριάδος Γερμανός, ο πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος και ο Ζακύνθου Χρυσόστομος, απετειχίσθηκαν κανονικώς εκ της Ιεραρχίας της Ελλάδος. Οι τρείς ούτω Ιεράρχαι την 26.5.1935 υπέγραψαν και την επομένην, μετά πανηγυρικήν θείαν Λειτουργίαν εν τω Ι. Ναώ της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Κολωνού, απέστειλαν δια δικαστικού κλητήρος εις την Σύνοδον έγγραφον αποτείχισιν, υπό τον τίτλο «Διαμαρτυρία και Δήλωσις».

Δια του εγγράφου τούτου καταγγέλεται επισκοπικώς και δημοσία ο Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος και η ακολουθούσα αυτόν Ιεραρχία, ότι εισήγαγε μονομερώς και αντικανονικώς εις την Εκκλησίαν το νέον ημερολόγιον. 



Το κείμενον του εγγράφου έχει ως εξής


«Πρός την Ιεράν Σύνοδον της Ελλάδος



Είναι γνωστόν εις την Ιεραρχίαν της Ελλάδος ότι ανέκαθεν ετάχθημεν αντιμέτωποι πρός την γνώμην Αυτής, όσον αφορά την προσαρμογήν του εκκλησιαστικού ημερολογίου πρός το πολιτικόν.
Και αν συνεμορφώθημεν πρός την απόφασιν της πλειοψηφίας της Ιεραρχίας, εφαρμόσαντες και ημείς εις τας επαρχίας ημών το νέον ημερολόγιον, τούτο επράξαμεν δια δύο λόγους. Το μέν, ίνα αποφύγωμεν τας συνεπείας του εκκλησιαστικού σχίσματος το δέ διακοπτόμενοι πάντοτε υπό της ελπίδος, ότι η Ιεραρχία πρός πρόληψιν της διαιρέσεως των Χριστιανών, θα αγαθυνθή να επιστρέψη εις το παλαιόν εκκλησιαστικόν ημερολόγιον, θυσιάζουσα και την προσωπικήν της φιλοτιμίαν δια την αγάπην των πιστών υπέρ ών ο Χριστός απέθανεν. Ήδη όμως μετά παρέλευσιν δωδεκαετίας, ιδόντες αφ΄ ενός ότι το Εκκλησιαστικόν Σχίσμα δεν απεφεύχθη και άνευ ημών, δημιουργηθέν υπό της πολυαρίθμου μερίδος του Ορθοδόξου Ελληνικού Λαού, του εμμένοντος πιστώς και μετά ζήλου ιερού εις το πατροπαράδοτον εορτολόγιον, και αφ΄ ετέρου ότι η Ιεραρχία δεν σκοπεύει να επανέλθη, εξ΄ ής εξετοπίσθη Ορθοδόξου ημερολογιακής τροχιάς, θεωρώμεν εκλίποντας πλέον τους λόγους, δι΄ ούς ηκολουθούμεν και ημείς άχρι τούδε, κατ΄ εκκλησιαστικήν οικονομίαν, το νέον εκκλησιαστικόν ημερολόγιον.
Δι΄ ό και καθήκον συνειδήσεως εκπληρούντες και υπό του πόνου της ενώσεως όλων των Ορθοδόξων Ελλήνων Χριστιανών εν τω εδάφει της ημερολογιακής και ορθοδόξου παραδόσεως αγόμενοι, προαγόμεθα να φέρωμεν εις γνώσιν της Διοικούσης Ιεράς Συνόδου τα ακόλουθα
Επειδή η Ιεραρχία της Ελλάδος τη εμπνεύσει και προτάσει του Μακαριωτάτου Προέδρου εισήγαγε μονομερώς και αντικανονικώς εις την Εκκλησίαν το Γρηγοριανόν Ημερολόγιον παρά τα θέσμια. Επειδή η Διοικούσα Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, εφαρμόσασα μονομερώς το Γρηγοριανόν ημερολόγιον, όσον και αν διατείνεται ότι αφήκεν άθικτον τον Πασχάλιον Κανόνα εορτάζουσα και αυτή το Πάσχα κατά το παλαιόν, δεν απέφυγεν όμως εμμέσως και την παράβασιν αυτού δια της αλλοιώσεως του εορτολογίου και του ενιαυσίου κύκλου του Κυριακοδρομίου, μεθ΄ ών αναποσπάστως συνδέεται ο υπό της Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου καθιερωθείς Πασχάλιος Κανών.
Επειδή η Διοικούσα Ιεραρχία της Ελλάδος, διασπάσασα δια της μονομερούς και αντικανονικής εισαγωγής και εν τη Θεία λατρεία του Γρηγοριανού ημερολογίου την ενότητα της καθόλου Ορθοδοξίας και διαιρέσασα τους Χριστιανούς εις δύο αντιθέτους ημερολογιακάς μερίδας, έθιξεν εμμέσως και το δόγμα του Συμβόλου της Πίστεως «Εις μίαν Αγίαν Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν».
Επειδή η Διοικούσα Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος άνευ σπουδαίων εκκλησιαστικών λόγων, εφαρμόσασα μονομερώς και αντικανονικώς το Γρηγοριανόν ημερολόγιον, εγένετο αιτία σκανδάλου των Χριστιανών και θρησκευτικής διαιρέσεως και αντεγκλήσεων μεταξύ αυτών, αποβαλόντων εξ΄ αιτίας του νέου ημερολογίου την ομοφωνίαν εν τη πίστει και την χριστιανικήν αγάπην, την ηθικήν αλληλεγγύην εν τη πρός αλλήλους σχέσει και αναστροφή.
Επειδή, τέλος, δι΄ όλους τους ανωτέρω λόγους η Διοικούσα Ιεραρχία της Ελλάδος απέσχισε και απετείχισεν εαυτήν κατά το πνεύμα των Ιερών Κανόνων του καθόλου κορμού της Ορθοδοξίας και εκήρυξεν κατ΄ ουσίαν εαυτήν Σχισματικήν, καθ΄ ά απεφάνθη και η πρός μελέτην του ημερολογιακού ζητήματος ορισθείσα εξ΄ ειδικών Νομομαθών και Θεολόγων Καθηγητών του Εθνικού Πανεπιστημίου Επιτροπή, ής μέλος απετέλει τότε και ο Μακαριώτατος, ως Καθηγητής του Πανεπιστημίου.
Δια ταύτα υποβάλλοντες εις την Διοικούσαν Σύνοδον την επισυνημμένην διαμαρτυρίαν ημών, δηλούμεν , ότι κόπτομεν του λοιπού πάσαν σχέσιν και εκκλησιαστικήν επικοινωνίαν μετ΄ Αυτής, εμμενούσης εις την ημερολογιακήν καινοτομίαν και αναλαμβάνομεν την πνευματικήν ηγεσίαν και ποιμαντορίαν του αποκηρύξαντος την διοικούσαν Εκκλησίαν εκ πολυαρίθμων Κοινοτήτων συγκειμένου Ορθοδόξου Ελληνικού Λαού, του εμμένοντος πιστού εις το πάτριον και Ορθόδοξον Ιουλιανόν ημερολόγιον.
Ταύτα φέροντες εις γνώσιν της Διοικούσης Ιεραρχίας, δια χρηστής έχομεν ελπίδος, ότι αύτη, συναισθανομένη την μεγίστην ευθύνην, ήν επέχει ενώπιον του Θεού, της Ορθοδόξου Εκκλησίας, και του Έθνους, όπερ διήρεσεν εις δύο αντιθέτους θρησκευτικάς μερίδας, θα αναθεωρήση την σχετικήν απόφασιν της περί του ημερολογίου της Εκκλησίας και θα αγαθυνθή να επαναφέρη το Ορθόδοξον και πάτριον εκκλησιαστικόν εορτολόγιον, διατηρουμένου δια την πολιτείαν του νέου ημερολογίου προς αναστήλωσιν της Ορθοδοξίας και ειρήνευσιν της Εκκλησίας και του Έθνους, διατελούμεν

Ο Δημητριάδος Γερμανός

Ο πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος

Ο ζακύνθου Χρυσόστομος».


Η Ιερά Σύνοδος της επισήμου Εκκλησίας απέστειλεν το κάτωθι τηλεγράφημα πρός τους Ιεράρχας

«Ανακοινούμεν υμίν μετά λύπης ότι οι Μητροπολίται Δημητριάδος Γερμανός, πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος και Ζακύνθου Χρυσόστομος, εγγράφως ανεκοίνωσαν Ιερά Συνόδω και Κυβερνήσει ότι απέκοψαν εαυτούς της κανονικής Εκκλησίας της Ελλάδος και τίθενται επί κεφαλής των παλαιοημερολογιτών.
Η Ιερά Σύνοδος αποδοκιμάσασα ομοφώνως πραξικόπημα, έθεσεν αυτούς υπό δίκην και διέταξεν ανακρίσεις, επικαλείται δέ ευχάς Ιεραρχίας υπέρ ειρηνεύσεως Εκκλησίας

Ο Αθηνών Χρυσόστομος - Πρόεδρος».
Τούτων ούτως εχόντων η Σύνοδος της επισήμου Εκκλησίας, δι΄ ανακοινωθέντος αποκαλεί στασιαστάς και αντάρτας τους εν λόγω τρείς Μητροπολίτας.

Αποφάσει της Ι. Συνόδου τριμελής Επιτροπή εκ των Μακ. Χρυσοστόμου, Φθιώτιδος Αμβροσίου και Σάμου Ειρηναίου επεσκέφθη, συνεδριαζούσης εισέτι της ΔΙΣ, τον Υπουργόν Θρησκευμάτων, Δ. Χατζίσκον, επανελθούσα δ' εν τη αιθούση συνεδριών ανεκοίνωσεν ότι συνηντήθη μετ' αυτού ως και μετά του Πρωθυπουργού, Π. Τσαλδάρη κατά δε την συνάντησιν ταύτην «ανωμολογήθη εκ μέρους των κυβερνητών ότι τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά και ότι πρέπει να ληφθούν τα δέοντα μέτρα, ανεγνωρίσθη δε το δίκαιον της Εκκλησίας».«(ΚώΔΙΣ 1935-1936 σ. 173. ).
Ενώ είχε συγκληθή διά το εσπέρας της 30-5-1935 το Συνοδικόν δι' Αρχιερείς Δικαστήριον, τη πρωΐα της ιδίας ημέρας συνήλθεν η ΔΙΣ εις τακτικήν συνεδρίαν.
Κατ' αυτήν ο Μητροπολίτης Ύδρας Προκόπιος υπέβαλεν, εξ ονόματος και των απουσιαζόντων Συνοδικών μελών Σάμου Ειρηναίου και Ακαρνανίας Ιεροθέου το από 29-5-1935 υπόμνημα, δι' ου εδήλουν ότι «μη δυνάμενοι να συμμορφωθώσι προς την υπό της πλειοψηφίας της Ι. Συνόδου χαραχθείσαν γραμμήν ως προς το ζήτημα της αντιμετωπίσεως των αποσχισθέντων Μητροπολιτών Δημητριάδος Γερμανού, πρ.Φλωρίνης Χρυσοστόμου και Ζακύνθου Χρυσοστόμου, και αναλογιζόμενοι τας ευθύνας, ας επιβάλλει η στάσις αύτη, ευρίσκονται εις την ανάγκην να υποβάλωσι προς την Ι. Σύνοδον τας παραιτήσεις των από των Συνοδικών αυτών καθηκόντων»( ΚώΔΙΣ 1935-1936 σ. 183-184. Το πλήρες κείμενον του υπομνήματος όρα εν: «Εκκλησία» 1935 σ. 171-172. Βλ. και «Η Φ.Ο.» 1957 φ. 265 σ. 1. Επικρίσεις κατά των τριών Συνοδικών εδημοσίευσαν τότε και ο «Πανταινος» ως και η «Ανάπλασις». (Βλ. «Εκκλησίαν» 1935 σ.198«Ανάπλασιν»1935σ.167). Η Ι. Σύνοδος όμως εθεώρησε νόμω αβάσιμον την ούτω υποβληθείσαν παραίτησιν και δεν απεδέχθη ταύτην, εκάλεσε δε τους τρεις Συνοδικούς Ιεράρχας «ίνα προσέλθουν εις το Δικαστήριον και τα Συνοδικά των καθήκοντα».
Επειδή δε οι τρεις παραιτηθέντες συνοδικοί, παρά την μη αποδοχήν υπό της Ι. Συνόδου της παραιτήσεως αυτών, επέμειναν εις ταύτην, η ΔΙΣ, μη αποκρύπτουσα την πικρίαν αυτής, απεδέξατο ταύτην εν τη συνεδρία της 4-6-1935 κατόπιν και της δηλώσεως του Κυβερνητικού Επιτρόπου ότι, κατά την γνώμην της Κυβερνήσεως, δύναται να γίνη αύτη αποδεκτή. Ούτως εκλήθησαν ως νέοι Συνοδικοί οι Μητροπολίται Τρίκκης και Σταγών Πολύκαρπος, Γυθείου και Οιτύλου Διονύσιος και Ελασσώνος Καλλίνικος, οίτινες και ανέλαβον τα καθήκοντα αυτών εν τε τη Ιερά Συνόδω και τω Δικαστηρίω.



Το κείμενον των παραιτηθέντων Συνοδικών έχει ως εξής



«Υπόμνημα πρός την Ιεράν Σύνοδον

...Έχοντες υπ΄ όψει τοιαύτην περίπτωσιν και αναλογιζόμενοι τας ευθύνας μιάς τοιαύτης καταστάσεως δεν νομίζομεν ότι είνε ορθόν να προβώμεν εις δίκην και δή εις καθαίρεσιν Αρχιερέων...
... Δεν εννοούμεν να λάβωμεν μέρος εις Δικαστήριον και να καταδικάσωμεν Αρχιερείς, διότι και μετά την καταδίκην και τον εντεύθεν σάλον το ζήτημα θα μένη άλυτον και η φθορά του γοήτρου της Εκκλησίας θα είναι ανυπολόγιστος.
Επειδή όμως η πλειοψηφία της Ιεράς Συνόδου έχει την αντίληψιν ότι, ανεξαρτήτως της στάσεως της Κυβερνήσεως απέναντι του θρησκευτικού ημερολογίου, πρέπει να επιβληθή η προσήκουσα τιμωρία εις τους αποστατήσαντας Αρχιερείς και επειδή ημείς, παρεδρεύοντες εις την Ιεράν Σύνοδον, μεταβαλλομένην εις δικαστήριον, ως ορίζει ο νόμος, δεν θα ηδυνάμεθα, συμφώνως πρός τας ανωτέρας σκέψεις μας, ούτε να αθωώσωμεν, ούτε να καταδικάσωμεν τους αποσχισθέντας Αρχιερείς, αλλ΄ επειδή και πάλιν λόγω της ιδιότητος ημών ως Συνοδικών Συνέδρων δεν δυνάμεθα να μη μετάσχωμεν του Συνοδικού δικαστηρίου, δια ταύτα αναγκαζόμεθα να υποβάλωμεν την παραίτησιν ημών απο την θέσιν του Συνοδικού Συνέδρου και ευχόμεθα όπως ο Κύριος αποδείξη ορθοτέραν και ευτυχεστέραν την αντίληψιν της πλειοψηφίας πρός το καλόν της Εκκλησίας.

Ο Ύδρας και Σπετσών Προκόπιος

Ο Σάμου και Ικαρίας Ειρηναίος

Ο Αιτωλίας και Ακαρνανίας Ιερόθεος».



Η Κυβέρνησις διέταξε τον περιορισμό αυτών (Των αποτειχισθέντων Αρχιερέων Δημητριάδος Γερμανού, πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου, και Ζακύνθου Χρυσοστόμου) εν των επί της οδού Αριστοτέλους υπ΄ αριθ. 37 Μεγάρω της Αρχιεπισκοπής των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών, και την τοποθέτησιν ισχυράς Φρουράς εξ αστυφυλάκων, απηγορευούσης την είσοδον εις πάντας απολύτως μηδέ της απαραιτήτου υπηρεσίας εξαιρουμένης.
Ο περιορισμός ούτος ήρχισεν απο της 10ης μ.μ. της 29ης Μαίου 1935.

Την επομένην, 30 Μαίου, εδιπλασιάσθη η Φρουρά, αύτη δέ απηγόρευσε την είσοδον και εις αυτόν ακόμη τον διορισθέντα συνήγορον δικηγόρον. Συγχρόνως εφρουρήθησαν υπό δυνάμεως Αστυφυλάκων τα Γραφεία της Κοινότητος και αι κατοικίαι των τεσσάρων νεοχειροτονηθέντων Αρχιερέων.

Τα μέτρα ταύτα, ως ήτο επόμενον, εξηρέθισαν τον Παλαιοημερολογίτικον κόσμον Αθηνώς και Πειραιώς, και ήρχισαν ούτοι να συγκεντρούνται πρό του Μεγάρου της οδού Αριστοτέλους υπ΄ αριθ. 37, εν ώ ευρίσκοντο έγκλειστοι οι Ποιμένες των.

Δυστυχώς όμως κατέφθασε ισχυρά Αστυνομική δύναμις συνεπικουρουμένη υπό της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και διέλυσε βιαίως τους συνελθόντας.
Την 31 Μαίου εξηκολούθησεν η ιδία κατάστασις, του Λαού εμμένοντος και ευρισκομένου ημέραν και νύκταν πέριξ των οδών Αριστοτέλους και Ηπείρου.
Την επομένην, 14ην Ιουνίου, προσδιωρίσθη υπό της Συνόδου η δίκη των τριών Μητροπολιτών, κατηγορουμένων «Επί φατρεία, τυρεία, παρασυναγωγή και καταφρονήσει της κανονικής και νομίμου Εκκλησίας και παροτρύνσει του Ιερού Κλήρου και Λαού όπως αποκηρύξη την νόμιμον και κανονικήν Εκκλησίαν», «την ποινήν της καθαιρέσεως από του αρχιερατικού αξιώματος, μετά των επακολουθουσών τη ποινή ταύτη κανονικών συνεπειών, ήτοι της υπαγωγής αυτών εις την των μοναχών τάξιν και του πενταετούς σωματικού περιορισμού εν Μονή, απογυμνώσαν αυτούς τέλεον παντός αρχιερατικού τίτλου και ιερατικού βαθμού», ορίσαν τόπους εκτίσεως της ποινής αυτών «διά μεν τον πρώην Μητροπολίτην Δημητριάδος Γερμανόν, την εν Αμοργώ Ι. Μονήν της Χοζοβιωτίσσης, διά τον πρ. Μητροπολίτην Φλωρίνης Χρυσόστομον την εν τη Ι. Μητροπόλει Κίτρους Ι. Μονήν Αγ. Διονυσίου (Ολύμπου) διά δε τον πρ. Μητροπολίτην Ζακύνθου Χρυσόστομον την εν τη Μητροπόλει Ακαρνανίας Ι. Μονήν Ρόμβου».
Η Ιεραρχία ισχυρίσθη ότι οι κατηγορούμενοι παρέβησαν τους Ι. Κανόνας ΛΔ' της ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου, ΣΤ' της εν Γάγγρα, Ε' της εν Αντιοχεία, ΙΔ' και ΙΕ' της ΑΒ, κατεφρόνησαν την Ι. Σύνοδον της Ιεραρχίας, απεπειράθησαν να εξεγείρωσι τον λαόν κατ' αυτής και να μειώσωσι το γόητρον αυτής και απέκοψαν εαυτούς από του σώματος της Ιεραρχίας, πήξαντες αντικανονικώς και παρανόμως ιδίαν θρησκευτικήν κοινότητα, ιδρύσαντες 7μελή Σύνοδον υπό τον τίτλον «Η Ιερά Σύνοδος της Ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας της ακολουθούσης το πάτριον Εκκλησιαστικόν Ημερολόγιον», καταπατήσαντες προς τοις Ι. Κανόσι και τους Νόμους του Κράτους, ενεργήσαντες εκ συστάσεως κατά της κανονικής και νομίμου Εκκλησίας και της Ιεραρχίας αυτής, ην απεκήρυξαν ως σχισματικήν.
Η πληροφορία, ως ήτο επόμενον, κατετάραξε τα πλήθη, έλαβον δέ την απόφασιν να μεταβώσιν εν σώματι εις τον Πρόεδρον της Κυβερνήσεως και εις τους Υπουργούς δια να διαμαρτυρηθώσι.
Τότε όμως επηκολούθησαν θλιβερά γεγονότα. Αμέσως τίθενται εις κίνησιν αί πυροσβεστικαί αντλίαι. Συγχρόνως δέ διετέχθη η Αστυνομία, όπως διαλύση την συγκέντρωσιν δια των αστυνομικών ράβδων και δια παντός εν γένει άλλου μέσου. Πλέον των 100 ήσαν οι τραυματισθέντες κατά την 14ην Ιουνίου του έτους εκείνου 1935 ημέραν Παρασκευήν.
Τα πιεστικά μέτρα πολλαπλασιάζονται εναντίον των Αρχιερέων, την δέ 20ην Ιουνίου 1935 ημέραν Πέμπτην πρός εσπέρας της ημέρας ταύτης, ειδοποιήθησαν υπο του τότε Διευθυντού της Αστυνομίας κ. Έβερτ, ότι την πρωιάν της επομένης πρέπει να είναι έτοιμοι δια την πραγματοποίησιν της υπό της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας αποφασισθείσης εξορίας εις τους ορισθέντας τόπους. Ενω επραγματοποιήθη η εξορία του πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου και τοθ Δημητριάδος Γερμανού, η εξορία του Ζακύνθου Χρυσοστόμου δεν συνετελέσθη διότι ο πρ. Ζακύνθου Χρυσόστομος ήσκησεν εμπροθέσμως έφεσιν (5-18 Ιουνίου 1935), εκδικασθείσαν τη 16-7-1935. Το Δευτεροβάθμιον Συνοδικόν Δικαστήριον λαβόν υπ' όψιν την μεταμέλειαν του εφεσιβάλλοντος, εγγράφως ενώπιον αυτού ομολογηθείσαν, ήρε διά της υπ' αριθμ. 1/16-7-1935 αποφάσεως αυτού την ποινήν της καθαιρέσεως, της υπαγωγής εις την των μοναχών τάξιν και του σωματικού περιορισμού, και επανέφερε τούτον εις τον αρχιερατικόν βαθμόν και θρόνον της Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου, επιβαλόν αυτώ μόνον την ποινήν 6μήνου αργίας.

Γράφει ο αρθρογράφος:

«Εδώ άς προσέξουμε κάτι:Κάποιους τους πιάνει μια μανία και τρέχουν σε παλαιοημερολογήτικα μοναστήρια κι’ εκεί βαπτίζουν τα παιδιά τους, όπως π.χ. στην αγία Ειρήνη την Χρυσοβαλάντου. Όλοι αυτοί πρέπει να γνωρίζουν πως τα παιδιά τους είναι αβάπτιστα. Το θέμα είναι σοβαρό, μη το πάρουν αψήφιστα. Κινδυνεύει η σωτηρία των παιδιών τους.»

Ω αγαπητοί παλ/τες, είστε αβάπτιστοι! Μα τι τραγική ειρωνία! Τα παιδιά των παλ/των είναι ΑΒΑΠΤΙΣΤΑ!!! ενώ των Νεοημερολογιτών βαπτισμένα!! Ενώ οι Νεοημερολογίτες κατήργησαν έως και αυτή την ΤΡΙΤΤΗ ΚΑΤΑΔΥΣΗ με τον φόβο δήθεν μην πνιγεί κανένα παιδί, αυτοί έχουν βάπτισμα, Μυστήρια ενώ οι Παλαιοημερολογίτες δεν έχουν! Ας μεταβεί κανείς εις μίαν βάπτιση Νεοημερολογιτών δια να διαπιστώσει το ''βάπτισμα'' που κάνουν! Οι Παπικοί και οι Μονοφυσίτες άραγε έχουν Μυστήρια και βάπτισμα; Για να ερωτήσουν τους Επισκόπους που μνημονεύουν!

«....εάν μία  Ορθόδοξη Εκκλησία τιμωρήσει, καθαιρέσει έναν κληρικό, δεν επιτρέπεται να τον δεχτεί, να τον πάρει, να τον αναγνωρίσει ως κανονικό καμία άλλη Ορθόδοξη Εκκλησία. Και όμως όσους καθαίρεσε η κανονική Εκκλησία, τους παίρνουν οι παλαιοημερολογίται, για να φανεί ότι έχουν αριθμό και δύναμη. Με τον τρόπο αυτό μάζεψαν όλους τους ανήθικους και τα αποβράσματα. Κατάντησαν οι παλαιοημερολογίται να είναι ο σκουπιδοτενεκές της Εκκλησίας.»

Ενώ η Επίσημη Εκκλησία έχει όλους τους ηθικούς! Συγχαρητήρια πάτερ μου!Τι να κάνουμε, δεν θα πέσουμε εις το ίδιο επίπεδο με εσάς δια να σας αναλύσουμε την ''ηθικότητα'' της Εκκλησίας σας! Να θυμάστε μόνο ότι Κύριος τους ανήθικους και τα αποβράσματα έκανε αγίους! Άπειρα τα παραδείγματα! Όσο δια το ''σκουπιδοτενεκές'', έχουμε να σας πούμε ότι προτιμούμε να είμαστε ''τενεκέδες=σκουπίδια'' παρά να έχουμε «μόρφωσιν ευσεβείας (αλλά) την δε δύναμιν αυτής ηρνημένοι» (Β' Τιμ. γ', 5)

Το αστείο όμως είναι το εξής λεγόμενο:

«οι ίδιοι αντελήφθησαν την αντικανονικότητά τους, γιαυτό και κατέφυγαν σε κάποια τεχνάσματα, για να καταστήσουν κανονική την χειροτονία τους και την παράταξή τους. Και οι δύο παρατάξεις χωριστά η μία από την άλλη προσέφυγαν στους Ρώσους της διασποράς και ζήτησαν να …ξαναχειροτονηθούν, για να επιτύχουν την κανονικότητά τους. Μα μέχρι τώρα εκόπτοντο ότι αυτοί είναι οι κανονικοί και οι γνήσιοι, πώς τους ήρθε και ζητούν χειροτονία; Εκτός αυτού, όταν ένας κληρικός καθαιρεθεί οριστικά και τελεσίδικα δεν μπορεί να ξαναχειροτονηθεί. Αυτό που επενόησαν και έπραξαν είναι αδιανόητο. Κατέφυγαν στους Ρώσους, για να χειροτονηθούν. Αναγκάζονται να το κάνουν, παρ’ ότι προηγουμένως δεν είχαν  με αυτούς κοινωνία ποτηρίου. Τους θεωρούσαν και αυτούς αντικανονικούς. Ξέρετε δε ποιο είναι το κωμικό ή το τραγικό γιαυτούς; Η Ρωσική Εκκλησία έχει ενορίες άλλες με το νέο και άλλες με το παλαιό ημερολόγιο. Έχει πλήρη εκκλησιαστική κοινωνία με όλες τις Εκκλησίες που ακολουθούν το νέο ημερολόγιο. Και μάλιστα ο ένας από τους δύο Ρώσους Αρχιερείς που τους εχειροτόνησαν ακολουθούσε το νέο ημερολόγιο!! Συγχωρέστε μου για την φράση, γύρισαν και έφαγαν τον εμετό τους.»

Σας συγχωρούμε δια την φράση όπως και δια όλες τις άλλες, αλλά πάτερ μου μόνος σας ομολογείτε την αλήθεια! δεν το καταλάβατε; Θα ομιλήσουμε με τα δικά σας λεγόμενα! Αφού λοιπόν οι Ρώσοι κατ΄ εσάς έχουν Μυστήρια διότι επικοινωνούσαν και με το νέο, και εφ΄ όσον ο ένας, όπως εσείς λέτε, ακολουθούσε και το νέο ημερολόγιο, τότε όντως (αφού εσείς έχετε) ΔΩΣΑΝΕ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΕΣ!!! Άρα οι παλ/τες ΕΧΟΥΝ  ΜΥΣΤΗΡΙΑ!!! Αφού δώσανε ιερωσύνη τότε υπάρχει ιερωσύνη!! Εκτός εάν θεωρείτε ότι χάνεται δια ''μαγείας''!!!

Σας ευχαριστούμε ιδιαιτέρως δια την αναγνώριση έστω και με αυτόν τον τραγελαφικό τρόπο!

Για να δούμε όμως την δική σας κανονικότητα!

1918: Ο Μελέτιος Μεταξάκης διορίζεται ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΩΣ Μητροπολίτης Αθηνών, από "Αριστίνδην Σύνοδο" - Αριστίνδην Σύνοδος είναι εκείνη που τα μέλη της έχουν επιλεγεί αυθαίρετα από την Πολιτεία, δηλαδή θεσμός ξένος προς την Ορθοδοξία -, κοσμική εξουσία χρώμενος (η βενιζελική εξουσία τον επέβαλε αργότερα και Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως) κατά παράβαση του Γ΄ Κανόνος της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου. 

1923: Ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος διορίζεται ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΩΣ Μητροπολίτης Αθηνών, από πενταμελή "Αριστίνδην Σύνοδο" με τρεις ψήφους και ενώ εκρεμμούσαν εναντίον του σοβαρές κατηγορίες.

1938: Ο Χρύσανθος Φιλιππίδης διορίζεται ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΩΣ Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, αντί του Δαμασκηνού Παπανδρέου, ο οποίος πλειοψήφησε με 31 έναντι 30 ψήφων. Η μεταξική δικτατορία θεωρώντας ως βενιζελικό τον Δαμασκηνό μεθοδεύει την αντικατάστασή του, επαναφέροντας σε ισχύ τον θεσμό της Αριστίνδην Συνόδου, η οποία εκλέγει τον Χρύσανθο. 

1941: Ο Δαμασκηνός Παπανδρέου διορίζεται ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΩΣ Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, αφού  "Μείζων Αριστίνδην Σύνοδος", με τις ευλογίες της κατοχικής κυβέρνησης και των Γερμανών, του παραχωρεί τον αρχιεπισκοπικό θρόνο, απόφαση που ο Χρύσανθος δεν αναγνωρίζει. Έτσι ουσιαστικώς από το 1941 έως το 1946 - που ο Χρύσανθος υπέβαλε την παραίτησή του - στην κρατούσα Εκκλησία υπήρχαν δύο Αρχιεπίσκοποι Αθηνών!
Μετά τον διώκτη, νέο Νέρωνα, Σπυρίδωνα Βλάχο (1949-1956), τον ήρεμο Δωρόθεο Κοτταρά (1956-1957), τον εμπλεκόμενο - μετέθεσε σε πλουσιότερους επισκοπικούς θρόνους τους κυριότερους υποστηρικτές του, που τον είχαν ψηφίσει - Θεόκλητο Παναγιωτόπουλο (1957-1962), τον αμφιβόλου ηθικής Ιάκωβο Βαβανάτσο (13/1/1962 - 25/1/1962) και τον - φωτεινή εξαίρεση! - συντηρητικό Χρυσόστομο Χατζησταύρου (1962-1968), φτάνουμε στο

1967: Ο Ιερώνυμος Κοτσώνης διορίζεται ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΩΣ Αρχιεπίσκοπος Αθηνών - και ενώ ζούσε ακόμη ο Χρυσόστομος Χατζησταύρου - από οκταμελή (εχθροί του Χρυσοστόμου και οι οκτώ) "Αριστίνδην Σύνοδο" που επανέφερε σε ισχύ ο Αναγκαστικός Νόμος 3/1967 της Χούντας.

1974: Ο Σεραφείμ Τίκας διορίζεται ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΩΣ Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, από "Αριστίνδην Σύνοδο", ενώ μετέπειτα προέβη σε καρατόμηση των αντιφρονούντων επισκόπων.

Μήπως είναι παλαιοημερολογίτικες φαντασίες τα παραπάνω; Ας αφήσουμε να μιλήσει ο αείμνηστος Αμβρόσιος Ελευθερουπόλεως, ένας από τους πιο τίμιους Ιεράρχες της νεοημερολογητικής Εκκλησίας. Παρουσιάζουμε αποσπάσματα από ομιλία του ενώπιον της Αριστίνδην Συνόδου του 1974 (δημοσιεύθηκε στον "Ορθόδοξο Τύπο" στα φύλλα 202 και 203):

"ΑΡΝΟΥΜΑΙ να μετάσχω της εκλογής δια λόγους συνειδήσεως.
Η παρούσα Σύνοδος είναι αντικανονική ως μη μετεχόντων πάντων των επισκόπων της Ελλαδικής Εκκλησίας...
Οι ιεροί Κανόνες θέλουν και αξιούν όπως υπό πάντων των Επισκόπων εκάστης Εκκλησίας αναδεικνύεται ο Προκαθήμενος και όχι υπό μερίδος αυτών...
Σας ερωτώ, άγιοι Αδελφοί: Είμεθα όντως και απολύτως κανονικοί; Έχομεν άσπιλον κανονικότητα; Απαντώ στεντορείως: ΟΧΙ, ΟΧΙ, ΟΧΙ! Είμεθα και ημείς αντικανονικοί, πρώτον, διότι όλοι φέρομεν εν εαυτοίς προπατορικόν αμάρτημα αντικανονικότητος, ως προελθόντες, αμέσως ή εμμέσως, εκ της Ιεραρχίας, την οποία εδημιούργησεν η αντικανονική πενταμελής Αριστίνδην Σύνοδος του 1922, η οποία ανέδειξεν Αρχιεπίσκοπον τον Χρυσόστομον Παπαδόπουλον, και μάλιστα διά τριών μόνο ψήφων... δεύτερον, διότι εις την παρούσαν Σύνοδον παρακάθηνται Ιεράρχαι, εκλεγέντες υπό της Αριστίνδην Συνόδου του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού... τρίτον, διότι οι ημίσεις περίπου εκ των Συνέδρων της παρούσης Συνόδου είναι συναυτουργοί των μετά το 1967 γενομένων... τέταρτον, διότι το σύνολον των μελών της παρούσης Συνόδου, ή τουλάχιστον η συντριπτική πλειονότης, έλαβον χειροτονίαν Διακόνου ή Πρεσβυτέρου ή και αμφοτέρας εις ηλικίαν κατωτέραν της υπό των ιερών Κανόνων οριζομένης...
Επαναλαμβάνω τους λόγους των τηλεγραφημάτων μου: "Εν τη Εκκλησία της Ελλάδος ουδείς Ιεράρχης ευρεθήσεται καθαρός από ρύπου αντικανονικότητος" και "Εάν αντικανονικότητος παρατηρήσεις εν ημίν, Κύριε, Κύριε, τίς υποστήσεται..."; Προσφυέστατα εγράφη προχθές εις ημερησίαν εφημερίδα των Αθηνών, ότι αν θέλη η Πολιτεία να εύρη Επισκόπους ανεπιλήπτου κανονικότητος, ίνα αυτοί αναδείξουν τον νέον Αρχιεπίσκοπον, μία λύσιν έχει: Να ζητήσει παρά του Θεού όπως στείλει και πάλιν εις την γην τους 12 Αποστόλους!"


«Εδώ έχουμε και άλλο πρόβλημα, άλλο λάθος μέγα και παράβαση των  Ιερών Κανόνων, για την τήρηση των οποίων κόπτονται. Από το Ιερό Πηδάλιο γνωρίζουμε, πως οι υπερόριες χειροτονίες είναι άκυρες. Ο 35ος Κανών των Αγίων Αποστόλων λέγει: « Ο Επίσκοπος να μη τολμά να κάνει χειροτονίες έξω από τα όρια της επισκοπής του, σε χώρες που δεν υπάγονται σ’ αυτόν. Αν έχει την άδεια  και την πρόσκληση του οικείου Μητροπολίτου μπορεί να κάνει τις χειροτονίες. Εάν όμως κάνει από μόνος του, χωρίς την άδεια του οικείου Αρχιερέως, τότε να καθαιρείται και αυτός που εχειροτόνησε και εκείνοι που χειροτονήθηκαν από αυτόν». Με άλλα λόγια, Ρώσοι επίσκοποι δεν μπορούσαν να χειροτονήσουν επισκόπους της Ελληνικής επικρατείας. Τα ίδια ορίζουν και οι κανόνες των Συνόδων Αντιοχείας, Σαρδικής και Καρθαγένης.»



Μάλλον σας διαφεύγει ότι ''εξ΄ ανάγκης και νόμου μετάθεσις γίνεται'' (Εβρ. 7.12)!
Αλλά ομιλείτε περί Ι. Κανόνων! Μήπως εσείς τους τηρείτε; Τι να πρωτοπούμε! Δια τις συμπροσευχές με αιρετικούς; Δια την μνημόνευση του Πάπα εις τα Δίπτυχα; Δια την μετάδοση των Μυστηρίων εις τους Παπικούς; Δια την αναγνώριση των Μονοφυσιτών; κ.λπ.;;

«Τώρα τίθεται το ερώτημα: Οι παλαιοημερολογίται που βρίσκονται στην Ελλάδα τι είναι; Σχισματικοί, αιρετικοί ή αποτελούν παρασυναγωγή;

Πρώτα-πρώτα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν αιρετικοί, διότι δεν διαφέρουν καθόλου στο Ορθόδοξο Δόγμα. Είναι σχίσμα; Πρέπει να γνωρίζουμε ότι σχίσμα είναι η ηθελημένη αποκοπή από την καθ’ όλου Εκκλησία. Η απομάκρυνσις από τους επισκόπους, από την ενιαία διοίκηση τοπικής Εκκλησίας και ο αυθαίρετος σχηματισμός άλλης εκκλησίας, που έχει ξεχωριστή διοίκηση και ιεραρχία. Εδώ βλέπουμε, ότι για την ύπαρξη σχίσματος πρέπει να υπάρχει επίσκοπος ή επίσκοποι. Το 1935 αποσχίσθηκαν τρείς ιεράρχαι μαζί με κάποιους χριστιανούς. Αποσχίσθηκαν από την Εκκλησία της Ελλάδος, όσο και από όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες. Επομένως έχουμε κανονικότατο το έγκλημα του σχίσματος. Μετά την καθαίρεση όμως εκείνων που είχαν κανονική αρχιερωσύνη, έπαυσε να υφίσταται το σχίσμα, εφόσον δεν υπάρχει  πλέον επίσκοπος. Χωρίς επίσκοπο δεν έχουμε Εκκλησία, λέγει ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος. « Όπου ο Επίσκοπος εκεί και η Εκκλησία». Σήμερα όλες οι παρατάξεις των παλαιοημερολογιτών δεν έχουν επίσκοπο, διότι οι υπάρχοντες είναι αντικανονικοί και καθηρημένοι. Είναι σαν να μη υπάρχουν. Είναι λαϊκοί, όχι κληρικοί και μάλιστα επίσκοποι.
Έτσι μετεβλήθησαν σε μία χριστιανική κοινότητα. Θα μπορούσαμε λοιπόν να τους κατατάξουμε σε παρασυναγωγή, εάν υπάρχουν ιερείς  πρό του σχίσματος χειροτονημένοι, οι οποίοι ξέφυγαν από τα εκκλησιαστικά δικαστήρια και δεν καθαιρέθηκαν, πράγμα για σήμερα πολύ απίθανο.
Κληρικοί με το παλαιό ημερολόγιο, αν θέλουν να προσχωρήσουν στην κανονική Εκκλησία, χειροτονούνται κανονικά εφόσον η χειροτονία τους ήταν άκυρη και ανυπόστατη»

Τι έχουμε να απαντήσουμε;

Άδικοι ποιναί, επιβαλλόμεναι παρά εχθρών, έστω και Ορθοδόξων, λογίζονται εκκλησιαστικώς άκυροι και ανυπόστατοι. 
Θεόφιλος ο Αλεξανδρείας π.χ. μεταβάς είς Κωνσταντινούπολιν και λαβών <<προδήλους>> <<εχθρούς>> (Παλλαδίου Ελενουπόλεως, PG. 47, 29) του αγίου Ιωάννου του χρυσοστόμου, συνεκρότησεν <<επί Δρύν>> (Του αυτού , PG. 47, 28) Σύνοδον. Διά της εχθρικής ταύτης Συνόδου, καθήρεσε τον Χρυσόστομον αδίκως (Του αυτού, PG. 47, 30). Οι έν Κωνσταντινούπολει Ορθόδοξοι δεν εδέχθησαν την εχθρικήν και άδικον ταύτην καθαίρεσιν του Αγίου, αλλά έκριναν αυτήν εκκλησιαστικώς άκυρον και ανυπόστατον. Διό έλεγον πρός τον βασιλέα, ότι Ιωάννης ού <<καθήρηται (δεν έχει καθαιρεθή)>> αληθώς. Ομοίως έπραξε και ο Ιννοκέντιος Ρώμης και εκοινώνει πρός τον Χρυσόστομον, όπως και πρός τον Θεόφιλον, λέγων πρός τον τελευταίον <<ημείς και σε ίσμεν (γνωρίζομεν) κοινωνικόν και τον αδελφόν Ιωάννην>> (Ιννοκεντίου Ρώμης, PG. 47, 12). Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ουδέποτε ανεγνώρισε την άδικον καθαίρεσίν του και εθεώρει εαυτόν πάντοτε ώς τον κανονικόν Επίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως, μέχρι του θανάτου του. Διά τούτο έγραφεν έκ της αδίκου εξορίας, περί <<εκείνου του Αρσακακίου, όν εκάθισεν η βασίλισσα έν τώ θρόνω>>, ότι <<σχήμα μέν έχων επισκόπου>> <<ούτος μοιχός έστιν, ού σαρκός, αλλά πνεύματος, ζώντος γάρ εμού, ήρπασέ μου τον θρόνον της Εκκλησίας>> (Χρυσοστόμου, PG. 52, 685). O Χρυσόστομος κατά την εξορίαν έφερε μεθ' εαυτού τα λειτουργικά άμφια. Ολίγον δέ πρό του μαρτυρικού θανάτου του, <<Ιωάννης, λαβών τα ιμάτια αυτού τα της αγίας Λειτουργίας ενεδύσατο>> <<καί, ανακλίνας εαυτόν, απέδωκεν το πνεύμα Χριστώ τώ Θεώ ημών>> (Παλλαδίου Ελενουπόλ. PG. 47, LXXIX). 
Η δέ Ορθόδοξος Εκκλησία, αν και αί κατ' αυτού μάταιαι κατηγορίαι ανήλθον είς τεσσαράκοντα έξ, ουδέποτε εθεώρησε τον Χρυσόστομον καθηρημένον. 'Ενεκα τούτου, δεν υπήρξεν ανάγκη αποκαταστάσεως αυτού υπό άλλης Συνόδου. Ιωάννης ο Χρυσόστομος τιμάται εν τη Ορθοδοξίας ώς άγιος Ιεράρχης. Η θεία αυτού Λειτουργία τελείται πλέον των άλλων κατ' έτος και ο ίδιος εικονίζεται εντός του ιερού Βήματος μετα άλλων μεγάλων Ιεραρχών. Προσέτι, Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Μ. Βασίλειος και Γρηγόριος ο Θεολόγος αποτελούσι <<τους τρείς μεγίστους φωστήρας της τρισηλίου Θεότητος>>(Απολυτικίου εορτής Τριών Ιεραρχών), επί των οποίων βασίζονται και Οικουμενικαί Συνόδοι. Είς τάς Οικουμενικάς Συνόδους ο λόγος του Ιεράρχου Χρυσοστόμου ομολογείται αναντιρρήτος. Έν τη Ζ΄ Οικουμενική Συνόδω ελέχθη, κατόπιν αναγνώσεως περικοπής λόγου του Αγίου <<Ιωάννης ο Χρυσόστομος τοιαύτα λέγει περί των εικόνων, τίς έτι τολμά ειπείν κατ' αυτών τι>> (Πρακτικών Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 13, 8). 
Ο καθαιρεθείς παρ' εχθρών και αδίκως άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, διά της καταφώρου ταύτης αδικίας, ελαμπρύνθη περισσότερον. Διό τιμάται ανά τους αιώνας και μακαρίζεται, συμφώνως πρός τον λόγον του Κυρίου, ειπόντος <<Μακάριοι έστε, όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσιν και είπωσι πάν πονηρόν ρήμα καθ' υμών, ψευδόμενοι ένεκεν εμού>> (Ματθ. ε΄ 11). 



«Εδώ άς πούμε κάτι ακόμη, που πρέπει ιδιαίτερα να προσέξει η Ελληνική Πολιτεία, γιατί δημιουργείται θέμα νομικό με τους παλαιοημερολογίτες επισκόπους. Μετά την εκλογή και χειροτονία τους οι Αρχιερείς πηγαίνουν στον ανώτατο άρχοντα, στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και δίνουν την διαβεβαίωση, ότι θα εφαρμώσουν τους Ιερούς Κανόνες και τους Νόμους της Πολιτείας. Αν δεν γίνει αυτό, δεν τους αναγνωρίζει το Κράτος και δεν έχουν ισχύ οι διοικητικές πράξεις τους. Οι παλαιοημερολογίται επίσκοποι χωρίς αυτήν την διαβεβαίωση και χωρίς την αναγνώριση της χειροτονίας των, πώς εκδίδουν πράξεις διοικήσεως, γάμων, βαπτίσεων κλπ ;»

H απάντηση εδώ ΤΑ ''ΠΑΤΡΙΑ'' Ι΄ 

Το λυπηρό είναι ότι το άρθρο εδημοσιεύθη από μέλος του Συμβουλίου της ''ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΝΩΤΙΚΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ! Το Συμβούλιο της Ορθόδοξης Ενωτικής Κίνησης έχει 4 μέλη. 2 είναι με το νέο και 2 με το παλαιό. Άραγε πως αισθάνονται τα 2 μέλη αυτά τα οποία κατά το άρθρο είναι ΑΒΑΠΤΙΣΤΑ  και ανήκουν εις μίαν Εκκλησίαν η οποία αποτελείται από ΑΝΗΘΙΚΑ ΑΠΟΒΡΑΣΜΑΤΑ;; Στην ουσία (πάντα κατά το άρθρο) ανήκουν εις μίαν Εκκλησίαν ΣΚΟΥΠΙΔΟΤΕΝΕΚΕ!! Πως τώρα τα άλλα 2 μέλη που ακολουθούν το Νέο, έφτιαξαν Σύλλογο με 2 ΑΒΑΠΤΙΣΤΟΥΣ;;

Τι να πεί κανείς! Κρίμα πολύ κρίμα! Να είναι σίγουροι οι της Ενωτικής Κίνησης, ότι με τέτοια άρθρα βοηθούν κατά πολύ εις την Ένωση! Μάλλον στην διάσπαση οδηγούν!!

Τι παρέλειψε το άρθρο;

1) Την Εγκύκλιο του 1920! Πως την ξέχασε άραγε ο αρθρογράφος;

2) Τις απαντήσεις των υπολοίπων ιεραρχών της Συνόδου, αλλά και του Αγίου Όρους!
3) Τους διωγμούς των παλ/των υπό της κρατούσης Εκκλησίας. Εις την Εκκλησιαστική ιστορία ουδέποτε είδαμε Ορθόδοξους να διώκουν σχισματικούς ή αιρετικούς (όπως αποκαλούν τους παλ/τες) αλλά το άκρως αντίθετον! Οι αιρετικοί εδίωκαν πάντοτε τους Ορθοδόξους!

Ήδη είπαμε πολλά και κλείνουμε το άρθρο με λύπη δια τους χαρακτηρισμούς που αναγνώσαμε. Κατά τα άλλα οι παλ/τες υβρίζουν τους Γεροντάδες τους!