Ἠ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος
Κατὰ τὴν διήγηση τῶν Εὐαγγελιστῶν, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς πῆρε ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τὸν Πέτρο, τὸν Ἰωάννη καὶ τὸν Ἰάκωβο καὶ ἀνέβηκε στὸ ὄρος Θαβὼρ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ. Οἱ τρεῖς μαθητές Του, ὅπως ἦταν κουρασμένοι ἀπὸ τὴ δύσκολη ἀνάβαση στὸ Θαβὼρ καὶ ἐνῷ κάθισαν νὰ ξεκουραστοῦν, ἔπεσαν σὲ βαθὺ ὕπνο. Ὅταν, ὅμως, ξύπνησαν, ἀντίκρισαν ἀπροσδόκητο καὶ ἐξαίσιο θέαμα. Τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἄστραφτε σὰν τὸν ἥλιο, καὶ τὰ φορέματά Του ἦταν λευκὰ σὰν τὸ φῶς. Τὸν περιστοίχιζαν δὲ καὶ συνομιλοῦσαν μαζί Του δυὸ ἄνδρες, ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἠλίας. Ἀφοῦ οἱ μαθητὲς συνῆλθαν κάπως ἀπὸ τὴν ἔκπληξη, ὁ πάντα ἐνθουσιώδης, Πέτρος, θέλοντας νὰ διατηρηθεῖ αὐτὴ ἡ ἁγία μέθη ποὺ προκαλοῦσε ἡ ἀκτινοβολία τοῦ Κυρίου, ἱκετευτικὰ εἶπε νὰ στήσουν τρεῖς σκηνές. Μία γιὰ τὸν Κύριο, μία γιὰ τὸ Μωϋσῆ καὶ μία γιὰ τὸν Ἠλία. Πρὶν προλάβει, ὅμως, νὰ τελειώσει τὴν φράση του, ἦλθε σύννεφο ποὺ τοὺς σκέπασε καὶ μέσα ἀπ᾿ αὐτὸ ἀκούστηκε φωνὴ ποὺ ἔλεγε: «Οὗτος ἐστὶν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός· αὐτοῦ ἀκούετε». Δηλαδή, Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ποὺ τὸν ἔστειλα γιὰ νὰ σωθεῖ ὁ κόσμος. Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε. Ὀφείλουμε, λοιπόν, καὶ ἐμεῖς ὄχι μόνο νὰ Τὸν ἀκοῦμε, ἀλλὰ καὶ νὰ Τὸν ὑπακοῦμε. Σὲ ὁποιοδήποτε δρόμο μᾶς φέρει, εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ πειθαρχοῦμε.
Κατά τη διήγηση των Ευαγγελιστών, ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός πήρε από τους μαθητές τον Πέτρο, τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο και ανέβηκε στό όρος Θαβώρ για να προσευχηθεί.
Οι τρεις μαθητές Του, όπως ήταν κουρασμένοι από τη δύσκολη ανάβαση στο Θαβώρ και ενώ κάθισαν να ξεκουραστούν, έπεσαν σε βαθύ ύπνο.
Όταν, όμως, ξύπνησαν, αντίκρισαν απροσδόκητο και εξαίσιο θέαμα.
Το πρόσωπο του Κυρίου άστραφτε σαν τον ήλιο, και τα φορέματα Του ήταν λευκά σαν το φως.
Τον περιστοίχιζαν δε και συνομιλούσαν μαζί Του δυο άνδρες, ο Μωϋσής και ο Ηλίας.
Αφού οι μαθητές συνήλθαν κάπως από την έκπληξη, ο πάντα ενθουσιώδης, Πέτρος, θέλοντας να διατηρηθεί αυτή η αγία μέθη που προκαλούσε η ακτινοβολία του Κυρίου, ικετευτικά είπε να στήσουν τρεις σκηνές. Μία για τον Κύριο, μία για το Μωϋσή και μία για τον Ηλία. Πριν προλάβει, όμως, να τελειώσει τη φράση του, ήλθε σύννεφο που τους σκέπασε και μέσα απ’ αυτό ακούστηκε φωνή που έλεγε: «Ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός· αυτού ακούετε» (Λουκ., θ’, 28-36).
Δηλαδή: Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, που τον έστειλα για να σωθεί ο κόσμος. Αυτόν να ακούτε.
Οφείλουμε, λοιπόν, και εμείς όχι μόνο να Τον ακούμε, αλλά και να Τον υπακούμε. Σε οποιοδήποτε δρόμο μας φέρει, είμαστε υποχρεωμένοι να πειθαρχούμε.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος βαρύς.
Μετεμορφώθης ἐν τῷ ὄρει Χριστὲ ὁ Θεός,
δείξας τοῖς Μαθηταῖς σου τὴν δόξαν σου,
καθὼς ἠδυναντο. Λάμψον καὶ ἡμῖν τοῖς
ἁμαρτωλοῖς, τὸ φῶς σου τὸ ἀΐδιον, πρεσβείαις
τῆς Θεοτόκου, φωτοδότα δόξα σοι.
Κοντάκιον.
Ἦχος βαρύς. Αὐτόμελον.
Ἐπὶ τοῦ ὄρους μετεμορφώθης, καὶ ὡς ἐχώρουν
οἱ Μαθηταί σου τὴν δόξαν σου, Χριστὲ ὁ Θεὸς
ἐθεάσαντο, ἵνα ὅταν σε ἴδωσι σταυρούμενον,
τὸ μὲν πάθος νοήσωσιν ἑκούσιον, τῷ δὲ κόσμῳ
κηρύξωσιν, ὅτι σὺ ὑπάρχεις ἀληθῶς, τοῦ Πατρὸς
τὸ ἀπαύγασμα.
Μεγαλυνάριον.
Θέλων ἐπιδείξαι τοῖς Μαθηταῖς, δύναμιν ἐξ ὒψους,
καὶ σοφίαν παρά Πατρός, ἐν ὂρει ἀνῆλθες, Χριστέ
τῶ Θαβωρίω, καὶ λάμψας ὠς Δεσπότης, τούτους
ἐφώτισας.
Κατὰ τὴν διήγηση τῶν Εὐαγγελιστῶν, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς πῆρε ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τὸν Πέτρο, τὸν Ἰωάννη καὶ τὸν Ἰάκωβο καὶ ἀνέβηκε στὸ ὄρος Θαβὼρ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ. Οἱ τρεῖς μαθητές Του, ὅπως ἦταν κουρασμένοι ἀπὸ τὴ δύσκολη ἀνάβαση στὸ Θαβὼρ καὶ ἐνῷ κάθισαν νὰ ξεκουραστοῦν, ἔπεσαν σὲ βαθὺ ὕπνο. Ὅταν, ὅμως, ξύπνησαν, ἀντίκρισαν ἀπροσδόκητο καὶ ἐξαίσιο θέαμα. Τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἄστραφτε σὰν τὸν ἥλιο, καὶ τὰ φορέματά Του ἦταν λευκὰ σὰν τὸ φῶς. Τὸν περιστοίχιζαν δὲ καὶ συνομιλοῦσαν μαζί Του δυὸ ἄνδρες, ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἠλίας. Ἀφοῦ οἱ μαθητὲς συνῆλθαν κάπως ἀπὸ τὴν ἔκπληξη, ὁ πάντα ἐνθουσιώδης, Πέτρος, θέλοντας νὰ διατηρηθεῖ αὐτὴ ἡ ἁγία μέθη ποὺ προκαλοῦσε ἡ ἀκτινοβολία τοῦ Κυρίου, ἱκετευτικὰ εἶπε νὰ στήσουν τρεῖς σκηνές. Μία γιὰ τὸν Κύριο, μία γιὰ τὸ Μωϋσῆ καὶ μία γιὰ τὸν Ἠλία. Πρὶν προλάβει, ὅμως, νὰ τελειώσει τὴν φράση του, ἦλθε σύννεφο ποὺ τοὺς σκέπασε καὶ μέσα ἀπ᾿ αὐτὸ ἀκούστηκε φωνὴ ποὺ ἔλεγε: «Οὗτος ἐστὶν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός· αὐτοῦ ἀκούετε». Δηλαδή, Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ποὺ τὸν ἔστειλα γιὰ νὰ σωθεῖ ὁ κόσμος. Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε. Ὀφείλουμε, λοιπόν, καὶ ἐμεῖς ὄχι μόνο νὰ Τὸν ἀκοῦμε, ἀλλὰ καὶ νὰ Τὸν ὑπακοῦμε. Σὲ ὁποιοδήποτε δρόμο μᾶς φέρει, εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ πειθαρχοῦμε.
Κατά τη διήγηση των Ευαγγελιστών, ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός πήρε από τους μαθητές τον Πέτρο, τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο και ανέβηκε στό όρος Θαβώρ για να προσευχηθεί.
Οι τρεις μαθητές Του, όπως ήταν κουρασμένοι από τη δύσκολη ανάβαση στο Θαβώρ και ενώ κάθισαν να ξεκουραστούν, έπεσαν σε βαθύ ύπνο.
Όταν, όμως, ξύπνησαν, αντίκρισαν απροσδόκητο και εξαίσιο θέαμα.
Το πρόσωπο του Κυρίου άστραφτε σαν τον ήλιο, και τα φορέματα Του ήταν λευκά σαν το φως.
Τον περιστοίχιζαν δε και συνομιλούσαν μαζί Του δυο άνδρες, ο Μωϋσής και ο Ηλίας.
Αφού οι μαθητές συνήλθαν κάπως από την έκπληξη, ο πάντα ενθουσιώδης, Πέτρος, θέλοντας να διατηρηθεί αυτή η αγία μέθη που προκαλούσε η ακτινοβολία του Κυρίου, ικετευτικά είπε να στήσουν τρεις σκηνές. Μία για τον Κύριο, μία για το Μωϋσή και μία για τον Ηλία. Πριν προλάβει, όμως, να τελειώσει τη φράση του, ήλθε σύννεφο που τους σκέπασε και μέσα απ’ αυτό ακούστηκε φωνή που έλεγε: «Ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός· αυτού ακούετε» (Λουκ., θ’, 28-36).
Δηλαδή: Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, που τον έστειλα για να σωθεί ο κόσμος. Αυτόν να ακούτε.
Οφείλουμε, λοιπόν, και εμείς όχι μόνο να Τον ακούμε, αλλά και να Τον υπακούμε. Σε οποιοδήποτε δρόμο μας φέρει, είμαστε υποχρεωμένοι να πειθαρχούμε.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος βαρύς.
Μετεμορφώθης ἐν τῷ ὄρει Χριστὲ ὁ Θεός,
δείξας τοῖς Μαθηταῖς σου τὴν δόξαν σου,
καθὼς ἠδυναντο. Λάμψον καὶ ἡμῖν τοῖς
ἁμαρτωλοῖς, τὸ φῶς σου τὸ ἀΐδιον, πρεσβείαις
τῆς Θεοτόκου, φωτοδότα δόξα σοι.
Κοντάκιον.
Ἦχος βαρύς. Αὐτόμελον.
Ἐπὶ τοῦ ὄρους μετεμορφώθης, καὶ ὡς ἐχώρουν
οἱ Μαθηταί σου τὴν δόξαν σου, Χριστὲ ὁ Θεὸς
ἐθεάσαντο, ἵνα ὅταν σε ἴδωσι σταυρούμενον,
τὸ μὲν πάθος νοήσωσιν ἑκούσιον, τῷ δὲ κόσμῳ
κηρύξωσιν, ὅτι σὺ ὑπάρχεις ἀληθῶς, τοῦ Πατρὸς
τὸ ἀπαύγασμα.
Μεγαλυνάριον.
Θέλων ἐπιδείξαι τοῖς Μαθηταῖς, δύναμιν ἐξ ὒψους,
καὶ σοφίαν παρά Πατρός, ἐν ὂρει ἀνῆλθες, Χριστέ
τῶ Θαβωρίω, καὶ λάμψας ὠς Δεσπότης, τούτους
ἐφώτισας.