ΘΕΡΜΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΕΙ ΦΙΛΕΝΑΔΑ
Μέσα σε γαληνεμένο λιμάνι βουλιάζει, κινδυνεύει κανένα καράβι; Αν μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον επικρατεί μπονάτσα, δύσκολα συμβαίνουν ναυάγια!
Κάποτε ένας Κρητικός, παντρεμένος με πέντε «κοπέλια» (=παιδιά) , όλα του Δημοτικού, μπλέκει με μια ωραία ύπαρξη. Ο Πέτρος Βασιλάκης αγαπά πολύ την οικογένειά του και την προσέχει σαν τα μάτια του. Επειδή είναι πολύ πλούσιος, έχει τέσσερα θερμοκήπια, θέλει να περάσει μια όμορφη περιπέτεια. Θέλει να γλεντήσει λίγο με τη Λιλίκα και μετά να την παρατήσει. Μα η Λιλίκα είναι διάολος! Πιέζει αφόρητα τον Πέτρο.
- Πετράκη τι γίνεται; Θα μείνουμε «αστεφάνωτοι»; Ίντα δα κάμεις; Σκέφτεσαι να με παντρευτείς;
- Θα σε παντρευτώ!
- Πότε;
- Σύντομα! Θέλω να τσακωθώ με τη Μάρω, τη γυναίκα μου! Να βρω μια αφορμή να φύγω. Να περιμένεις λίγο καιρό.
- Πόσο;
- Τουλάχιστο ένα χρόνο!
- Όϊ, όϊ! Πολύ ‘ναι! Χωρίζομε! Εγώ φεύγω!
- Στάσου! Να το συζητήσουμε…
- Αν σ’ έξι μήνες δεν φύγεις από το σπίτι σου, εγώ ούτε σε ξέρω, ούτε με ξέρεις!
Ο Πέτρος βρίσκεται ανάμεσα σε δύο μυλόπετρες. Μια κρητική μαντινάδα τριβελίζει το μυαλό του:
Καινούρια αγάπη με παλιά με βάλανε στη μέση,
γυρίζω, βλέπω προς τη νια, μα η παλιά
μ’ αρέσει!
Η σάρκα όμως ουρλιάζει, θολώνει την ορθή σκέψη. Τώρα αρχίζει να πιλατεύει (να ενοχλεί) ποικιλότροπα, χωρίς λόγο, τη γυναίκα του. Ξύνει τα νύχια του, «σέρνει» το ζωνάρι του, για να γίνει κανένα καυγαδάκι!
- Αμάν, γυναίκα! Είναι πουκάμισο αυτό; Ασιδέρωτο!
- Πωπώ! Έκαψες πάλι τις πατάτες! Σαλαμούρα έκαμες το φαγητό! Κρίμα το κατσίκι! Πέτα το! Να το φας αμοναχή σου! Να μη δώσεις στα κοπέλια!
Μια μέρα λέει στη Μάρω:
- Μάρω, μου κάνεις έναν καφέ;
- Αμέ; Αμέσως!
Η γυναίκα ετοιμάζει γρήγορα ένα περιποιημένο καφεδάκι, βάζει και μερικά μπισκοτάκια, δίπλα στο δίσκο.
- Ορίστε, το καφεδάκι σας!
Ο Πέτρος πίνει μια ρουφηξιά .
- Είναι καφές αυτός, Μάρω; Νεροζούμι σκέτο! Ούτ’ έναν καφέ δεν κατέεις να κάνεις.
Αρπάζει το φλιτζάνι και το πετά στα ρούχα της.
- Φτιάξε άλλο, τεμπέλα, καϊμακλίδικο! Άστον να βράσει αρκετά!
Η ανυποψίαστη , καλόκαρδη Μαρία, «κοιμάται» με τα τσαρούχια. Δεν βάζει κακό στο νου της. Οι τελευταίες αδικαιολόγητες επικρίσεις την προβληματίζουν όμως λίγο. Ρωτά μια φίλη της , εκείνη ρωτά έναν φίλο του Πέτρου και μαθαίνει την αλήθεια.
- Ο Πέτρος έχει φιλενάδα κάποια όμορφη εργάτριά του!
Κεραυνός στο κεφάλι της πιστής, καλής συζύγου. Τρέχει φουρτουνιασμένη στον πνευματικό της, τον παπά-Μανώλη.
- Πάτερ μου, χάθηκα! Ο άνδρας μου έχει φιλενάδα! Τι κάνω τώρα; Τον χωρίζω; Και τα πέντε μικρά παιδιά μας;
- Γόνατα κόρη μου! Γόνατα! Ο τρισκατάρατος έχει κάτσει πάνω στον άνθρωπό σου και θέλει να σας χωρίσει!
- Το βλέπω! Κάθε μέρα με βρίζει μπροστά στα παιδιά μας, με προσβάλει, μου πετά στα ρούχα καφέδες, νερό, κάνει τα πάντα για να νευριάσω, να φωνάξω κι εγώ!
- Κι εσύ τι κάνεις;
- Υπομονή! Κλείνω το στόμα μου και προσεύχομαι!
- Άκου, κυρά Μαρία. Αν κρατάς σταθερά γαλήνη στο σπίτι σου, αν δεν δημιουργείς φουρτούνες ζηλοτυπίας, αν προσεύχεσαι θερμά για τον άνθρωπό σου, γρήγορα θα δεις θαύμα στη ζωή σου.
Αναχωρεί αρκετά ανακουφισμένη η κυρά Μαρία από την εξομολόγηση. Μόλις φτάνει στο σπίτι της, γονατίζει ευλαβικά μπροστά στο εικονοστάσι.
- Ω! Κύριε, ο διάβολος θέλει να μου διαλύσει το σπίτι μου. Χριστέ μου, φώτισέ με τι να κάνω.
Το βράδυ επιστρέφει «μουτρωμένος» ο Πέτρος.
- Καλώς τον! Τι έχεις Πέτρο;
- Πράμα! Εσύ ίντα κάμεις;
- Εγώ προσεύχομαι για σένα!
- Γιάντα;
- Για να μη διαλύσεις, χρυσέ μου, το σπίτι μας, το δικό σου το σπίτι, για να μην ορφανέψεις τα παιδιά μας!
Η Μαρία σιωπά, κλαίει απαρηγόρητα.
- Σώπα! Όλα τελειώσανε με τη Λιλίκα. Όλα!
- Πώς έγινε αυτό;
- Επέμενε να τη στεφανωθώ! Εγώ δεν ήθελα και χωρίσαμε.
- Δόξα τω Θεώ! Ο παπα-Μανώλης είχε απόλυτο δίκιο! Η προσευχή υπήρξε κεραυνοβόλα!
Μέσα σε γαληνεμένο λιμάνι βουλιάζει, κινδυνεύει κανένα καράβι; Αν μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον επικρατεί μπονάτσα, δύσκολα συμβαίνουν ναυάγια!
Κάποτε ένας Κρητικός, παντρεμένος με πέντε «κοπέλια» (=παιδιά) , όλα του Δημοτικού, μπλέκει με μια ωραία ύπαρξη. Ο Πέτρος Βασιλάκης αγαπά πολύ την οικογένειά του και την προσέχει σαν τα μάτια του. Επειδή είναι πολύ πλούσιος, έχει τέσσερα θερμοκήπια, θέλει να περάσει μια όμορφη περιπέτεια. Θέλει να γλεντήσει λίγο με τη Λιλίκα και μετά να την παρατήσει. Μα η Λιλίκα είναι διάολος! Πιέζει αφόρητα τον Πέτρο.
- Πετράκη τι γίνεται; Θα μείνουμε «αστεφάνωτοι»; Ίντα δα κάμεις; Σκέφτεσαι να με παντρευτείς;
- Θα σε παντρευτώ!
- Πότε;
- Σύντομα! Θέλω να τσακωθώ με τη Μάρω, τη γυναίκα μου! Να βρω μια αφορμή να φύγω. Να περιμένεις λίγο καιρό.
- Πόσο;
- Τουλάχιστο ένα χρόνο!
- Όϊ, όϊ! Πολύ ‘ναι! Χωρίζομε! Εγώ φεύγω!
- Στάσου! Να το συζητήσουμε…
- Αν σ’ έξι μήνες δεν φύγεις από το σπίτι σου, εγώ ούτε σε ξέρω, ούτε με ξέρεις!
Ο Πέτρος βρίσκεται ανάμεσα σε δύο μυλόπετρες. Μια κρητική μαντινάδα τριβελίζει το μυαλό του:
Καινούρια αγάπη με παλιά με βάλανε στη μέση,
γυρίζω, βλέπω προς τη νια, μα η παλιά
μ’ αρέσει!
Η σάρκα όμως ουρλιάζει, θολώνει την ορθή σκέψη. Τώρα αρχίζει να πιλατεύει (να ενοχλεί) ποικιλότροπα, χωρίς λόγο, τη γυναίκα του. Ξύνει τα νύχια του, «σέρνει» το ζωνάρι του, για να γίνει κανένα καυγαδάκι!
- Αμάν, γυναίκα! Είναι πουκάμισο αυτό; Ασιδέρωτο!
- Πωπώ! Έκαψες πάλι τις πατάτες! Σαλαμούρα έκαμες το φαγητό! Κρίμα το κατσίκι! Πέτα το! Να το φας αμοναχή σου! Να μη δώσεις στα κοπέλια!
Μια μέρα λέει στη Μάρω:
- Μάρω, μου κάνεις έναν καφέ;
- Αμέ; Αμέσως!
Η γυναίκα ετοιμάζει γρήγορα ένα περιποιημένο καφεδάκι, βάζει και μερικά μπισκοτάκια, δίπλα στο δίσκο.
- Ορίστε, το καφεδάκι σας!
Ο Πέτρος πίνει μια ρουφηξιά .
- Είναι καφές αυτός, Μάρω; Νεροζούμι σκέτο! Ούτ’ έναν καφέ δεν κατέεις να κάνεις.
Αρπάζει το φλιτζάνι και το πετά στα ρούχα της.
- Φτιάξε άλλο, τεμπέλα, καϊμακλίδικο! Άστον να βράσει αρκετά!
Η ανυποψίαστη , καλόκαρδη Μαρία, «κοιμάται» με τα τσαρούχια. Δεν βάζει κακό στο νου της. Οι τελευταίες αδικαιολόγητες επικρίσεις την προβληματίζουν όμως λίγο. Ρωτά μια φίλη της , εκείνη ρωτά έναν φίλο του Πέτρου και μαθαίνει την αλήθεια.
- Ο Πέτρος έχει φιλενάδα κάποια όμορφη εργάτριά του!
Κεραυνός στο κεφάλι της πιστής, καλής συζύγου. Τρέχει φουρτουνιασμένη στον πνευματικό της, τον παπά-Μανώλη.
- Πάτερ μου, χάθηκα! Ο άνδρας μου έχει φιλενάδα! Τι κάνω τώρα; Τον χωρίζω; Και τα πέντε μικρά παιδιά μας;
- Γόνατα κόρη μου! Γόνατα! Ο τρισκατάρατος έχει κάτσει πάνω στον άνθρωπό σου και θέλει να σας χωρίσει!
- Το βλέπω! Κάθε μέρα με βρίζει μπροστά στα παιδιά μας, με προσβάλει, μου πετά στα ρούχα καφέδες, νερό, κάνει τα πάντα για να νευριάσω, να φωνάξω κι εγώ!
- Κι εσύ τι κάνεις;
- Υπομονή! Κλείνω το στόμα μου και προσεύχομαι!
- Άκου, κυρά Μαρία. Αν κρατάς σταθερά γαλήνη στο σπίτι σου, αν δεν δημιουργείς φουρτούνες ζηλοτυπίας, αν προσεύχεσαι θερμά για τον άνθρωπό σου, γρήγορα θα δεις θαύμα στη ζωή σου.
Αναχωρεί αρκετά ανακουφισμένη η κυρά Μαρία από την εξομολόγηση. Μόλις φτάνει στο σπίτι της, γονατίζει ευλαβικά μπροστά στο εικονοστάσι.
- Ω! Κύριε, ο διάβολος θέλει να μου διαλύσει το σπίτι μου. Χριστέ μου, φώτισέ με τι να κάνω.
Το βράδυ επιστρέφει «μουτρωμένος» ο Πέτρος.
- Καλώς τον! Τι έχεις Πέτρο;
- Πράμα! Εσύ ίντα κάμεις;
- Εγώ προσεύχομαι για σένα!
- Γιάντα;
- Για να μη διαλύσεις, χρυσέ μου, το σπίτι μας, το δικό σου το σπίτι, για να μην ορφανέψεις τα παιδιά μας!
Η Μαρία σιωπά, κλαίει απαρηγόρητα.
- Σώπα! Όλα τελειώσανε με τη Λιλίκα. Όλα!
- Πώς έγινε αυτό;
- Επέμενε να τη στεφανωθώ! Εγώ δεν ήθελα και χωρίσαμε.
- Δόξα τω Θεώ! Ο παπα-Μανώλης είχε απόλυτο δίκιο! Η προσευχή υπήρξε κεραυνοβόλα!
Από το βιβλίο: «ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΤΡΕΙΣ ΟΜΙΛΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΕΞΙΚΑΚΙΑ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΩΦΕΛΙΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΕΞΙΚΑΚΙΑ»
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΒΓΟΝΤΖΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ 13ΟΝ
Αθήνα
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΛΥΧΝΙΑ»
ΤΡΕΙΣ ΟΜΙΛΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΕΞΙΚΑΚΙΑ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΩΦΕΛΙΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΕΞΙΚΑΚΙΑ»
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΒΓΟΝΤΖΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ 13ΟΝ
Αθήνα
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΛΥΧΝΙΑ»