Ἡ κλίμακα τοῦ Ἰακὼβ - π. Δημητρίου Μπόκου
Διαβάζουμε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὅτι ὁ
Ἰακώβ, γιὸς τοῦ Ἰσαάκ, φοβούμενος τὴν ὀργὴ τοῦ ἀδελφοῦ του Ἠσαῦ, ἐπειδὴ
τοῦ ἔκλεψε τὰ πρωτοτόκια καὶ τὴν πατρικὴ εὐλογία, ζήτησε προστασία στὸν
θεῖο του Λάβαν, μακριὰ στὴ Χαρρὰν τῆς Μεσοποταμίας. Τὸ βράδυ τῆς πρώτης
ἡμέρας τοῦ ταξιδιοῦ του ἔγειρε νὰ κοιμηθεῖ στὴν ἐρημιά, βάζοντας γιὰ
προσκεφάλι μιὰ πέτρα. Τὴ νύχτα ἐκείνη εἶδε ἕνα ὄνειρο.
Μιὰ τεράστια κλίμακα, δηλ. σκάλα,
στηριζόταν στὴ γῆ καὶ ἡ κορυφή της ἔφτανε στὸν οὐρανό. Τὴν
ἀνεβοκατέβαιναν ἄγγελοι, ἐνῶ στὴν κορυφή της στηριζόταν ὁ Θεός. Τὸν
εὐλόγησε καὶ τοῦ ὑποσχέθηκε, ὅτι τὴ γῆ ὅπου κοιμόταν, θὰ τὴ δώσει σ’
αὐτὸν καὶ τοὺς ἀπογόνους του, ποὺ θὰ πληθυνθοῦν σὰν τὴν ἄμμο τῆς
θάλασσας. Καὶ ὅτι θὰ τὸν διαφυλάττει σὲ ὅλο τὸ ταξίδι του καὶ θὰ τὸν
ἐπαναφέρει μὲ ἀσφάλεια πίσω.
Ὁ Ἰακὼβ ξύπνησε ἔντρομος καὶ
ἀναφώνησε: «Σ’ αὐτὸν τὸν τόπο κατοικεῖ ὁ Κύριος. Αὐτὸς ὁ τόπος εἶναι
οἶκος Θεοῦ καὶ πύλη τοῦ οὐρανοῦ». Ἔστησε ὄρθια τὴν πέτρα ὅπου κοιμόταν,
τὴν ἔχρισε μὲ λάδι καὶ ὀνόμασε τὸν τόπο ἐκεῖνο Βαιθὴλ (=οἶκο Θεοῦ)
(Γεν. 28, 10-22).
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ θεωρήθηκε σὰν
μιὰ ἀπ’ τὶς πολλὲς προτυπώσεις τοῦ μεγάλου γεγονότος τῆς
ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἡ κλίμακα ἐκείνη «ἡ μετάρσιος»,
τὴν ὁποία «ὁ Ἰακὼβ ἐθεάσατο», ἔγινε σύμβολο τῆς Παναγίας
(Προσόμ. Ἑσπερινοῦ Εὐαγγελισμοῦ).
Γι’ αὐτὸ καὶ στὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο,
ποὺ σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, κάθε
Παρασκευὴ βράδυ, ψάλλεται στὴν Ἐκκλησία, οἱ ἀναφορὲς στὸν
συμβολισμὸ αὐτὸν τῆς Παναγίας εἶναι πολλές. «Χαῖρε κλῖμαξ
ἐπουράνιε, δι’ ἧς (=διὰ τῆς ὁποίας) κατέβη ὁ Θεός. Χαῖρε
γέφυρα μετάγουσα τοὺς ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν», λέμε στοὺς
Χαιρετισμούς, ἐνῶ σὲ ἄλλα τροπάρια τοῦ κανόνα τοῦ Ἀκαθίστου
ψάλλουμε: «Χαῖρε κλῖμαξ γῆθεν (=ἀπὸ τὴ γῆ) πάντας ἀνυψώσασα
χάριτι· χαῖρε ἡ γέφυρα ὄντως ἡ μετάγουσα ἐκ θανάτου πάντας
πρὸς ζωὴν τοὺς ὑμνοῦντάς σε».
Ἡ Παναγία δηλαδὴ εἶναι κλίμακα
καὶ γέφυρα ποὺ ἕνωσε γῆ καὶ οὐρανό. Μὲ τὸν θεῖο τοκετό της
ἔφερε κοντὰ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Κατέβασε τὸν Θεὸ στὴ
γῆ καὶ ἀνέβασε τοὺς ἀνθρώπους στὸν οὐρανό. Μὲ αὐτὴν «ἀπὸ γῆς
εἰς ὕψος ἤρθημεν». Στὸ πρόσωπό της τὸ ἀνθρώπινο γένος
καταξιώθηκε. Κατάφερε νὰ συνεισφέρει καὶ αὐτὸ κάτι
ἀπολύτως σημαντικὸ στὸ ἔργο τῆς Θείας Οἰκονομίας, στὸ
σχέδιο δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. Προσφέραμε
οἱ ἄνθρωποι στὸν Θεὸ τὴ βασικὴ προϋπόθεση γιὰ νὰ σαρκωθεῖ:
«Μητέρα Παρθένον».
Διευκολύναμε ἔτσι τὸν Θεό,
προσφέροντάς του σὰν «ὄχημα πανάγιον», σὰν κλίμακα τὴν
Θεοτόκο, νὰ κατεβεῖ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ νὰ
γίνει καὶ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου. Ταυτόχρονα δόθηκε στὸν ἄνθρωπο ἡ
δυνατότητα, χρησιμοποιώντας πάλι σὰν γέφυρα καὶ κλίμακα
τὴν Θεοτόκο, νὰ ἀνέλθει ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό. Ἡ Παναγία
ἔγινε πύλη τοῦ οὐρανοῦ, ὅπως ὀνειρεύτηκε ὁ Ἰακώβ. Ἐκείνη
ποὺ ἐπιτέλους κατάφερε «ἵνα Θεὸν τὸν Ἀδὰμ ἀπεργάσηται», νὰ
θεοποιήσει τὸν Ἀδὰμ (Δοξαστ. Αἴνων Εὐαγγελισμοῦ).
Ψάλλοντας τὰ παμπληθῆ «Χαῖρε»
τῶν Χαιρετισμῶν στὴν ἐπουράνια αὐτὴ κλίμακα, τὴν ἀληθῆ
Θεοτόκον, ἂς ἐπιχειροῦμε συγχρόνως καὶ νὰ ἀνεβαίνουμε
ἕνα-ἕνα τὰ σκαλοπάτια της. Ποὺ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ οἱ
ἀρετὲς τῆς Παναγίας μας. Τόσο πολλές, ποὺ ἐπαρκοῦν γιὰ νὰ
φτιάξουν μιὰ σκάλα, ποὺ ἡ βάση της θὰ ἀκουμπάει στὴ γῆ, ἀλλὰ ἡ
κορυφή της θὰ φτάνει στὸν οὐρανό.
Ἀνεβαίνοντάς την κι ἐμείς, μὲ
τὴ στοργικὴ χειραγωγία τῆς Θεομήτορος, θὰ συναντήσουμε τὸ
δίχως ἄλλο στὴν κορυφὴ τὸν Θεὸ τοῦ Ἰακώβ, τὸν Θεὸ τῶν πατέρων
μας, ποὺ στηρίζεται «ἐπ’ αὐτῆς», μᾶς περιμένει μὲ ὑπομονὴ καὶ
εὐλογεῖ τὴν ὅλη προσπάθεια τῆς ἀνόδου μας.
(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 344, Μάρτιος 2012)