Ὁ ἐμπρησμὸς τοῦ ναοῦ - π. Δημητρίου Μπόκου
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμήν: «Ἂν δὲν ἐρχόταν ὁ Ναβουζαρδὰν ὁ ἀρχιμάγειρος, δὲν θὰ πυρπολοῦνταν ὁ ναὸς τοῦ Κυρίου».
Ποιὸς ἦταν ὁ Ναβουζαρδάν;
Τὸ 587 π.Χ. ἡ Ἱερουσαλὴμ ἔπεσε
στὰ χέρια τῶν Βαβυλωνίων καὶ ὁ λαὸς τῶν Ἑβραίων μεταφέρθηκε
αἰχμάλωτος στὴ Βαβυλώνα. Εἶναι ἡ περίφημη Βαβυλώνιος
αἰχμαλωσία. Στὴν καταστροφὴ τῆς Ἱερουσαλὴμ πρωτοστάτησε
τότε ὁ Ναβουζαρδάν, ὁ ἀρχιμάγειρος τοῦ βασιλιᾶ τῆς
Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορα.
Ὁ Ναβουζαρδὰν παρέδωσε στὴ
φωτιὰ καὶ τὸν ναὸ τοῦ Κυρίου, ἀφοῦ ἀφαίρεσε ὅλους τοὺς
θησαυροὺς καὶ τὰ σκεύη του. Χαλκοῦς στύλους, χρυσὲς καὶ ἀργυρὲς
φιάλες, κινητοὺς λουτῆρες, θυμιατήρια καὶ ὅλα τὰ χάλκινα
σκεύη ποὺ χρησιμοποιοῦνταν στὴ λατρεία. Δὲν ἦταν δυνατόν,
λέγει ἡ Ἁγία Γραφή, νὰ ζυγίσουν τὸν χαλκὸ ὅλων τῶν ἱερῶν
σκευῶν. Τόσο πολὺς ἦταν (Δ΄ Βασ. 25, 8 ἑξ.).
Τὸ τραγικὸ γεγονὸς τῆς
ἁλώσεως τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ τῆς διὰ πυρὸς καταστροφῆς τοῦ
Ναοῦ μεταφέρει ἀλληγορικὰ ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν στὸν ἐσωτερικὸ
πόλεμο, ποὺ δέχεται ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν διάβολο.
Ναβουζαρδὰν ὁ ἀρχιμάγειρος εἶναι, λέει, ἡ ἀπόλαυση τῆς
γαστριμαργίας, ποὺ ἔρχεται καὶ πολιορκεῖ τὴν ψυχή, τὴν
κυριεύει καὶ καταστρέφει ὁλοκληρωτικὰ τὸν νοῦ, τὸ ἱερὸ τῆς
ψυχῆς.
Τὴν καταστροφικὴ δύναμη τοῦ
πάθους αὐτοῦ ἐπισημαίνουν τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ: «Προσέξτε μὴν
παραδοθεῖτε στὴν κραιπάλη καὶ στὴ μέθη καὶ στὶς βιοτικὲς μέριμνες»
(Λουκ. 21, 34). Ἡ ἐμπειρία τῶν ἁγίων εἶναι ἐπίσης
κατηγορηματική. «Τί προξενεῖ στὸν ἄνθρωπο ἡ κατάχρηση στὸ
νὰ τρώει καὶ νὰ πίνει;» ρωτήθηκε ἕνας ἅγιος. Κι ἐκεῖνος
ἀπάντησε: «Γεννάει κάθε κακό. Βλέπουμε ὅτι καὶ ἡ τελεία
ἐρήμωση τῆς Ἱερουσαλὴμ ἔγινε ἀπὸ τὸν Ναβουζαρδὰν τὸν
ἀρχιμάγειρο».
Ὅταν λοιπὸν ἡ γαστριμαργία
μπεῖ σὰν πορθητὴς ἀρχιστράτηγος μέσα στὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ, ποὺ
εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ψυχή, φέρνει μιὰν ἀπόλυτη καταστροφή.
Ἕνα πλῆρες ἰσοπέδωμα, ἕναν ἐμπρησμό, μιὰν ἐρήμωση. Γιατὶ ὁ
ἀρχιστράτηγος αὐτὸς θὰ φέρει μαζί του καὶ τὰ ὑπόλοιπα πάθη,
τὰ ὁποῖα θὰ ἐγκαταστήσει, σὰν ἐπαχθεῖς τυράννους, στὴν
ἐρημωμένη ψυχή, μεταβάλλοντάς την πλέον ἀπὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ σὲ
κατοικητήριο τῶν δαιμόνων.
Τὸ πάθος αὐτὸ δηλαδή, ἔχοντας
ρίζα τὴ φιληδονία καὶ τὴν ἀπληστία μας, εἶναι ὁ ἄρχοντας τῶν
ἄλλων παθῶν, κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος. Γι’ αὐτὸ καὶ
μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἕπεται σωρεία ἄλλων κακῶν: πορνεία, ὀκνηρία,
πολυλογία, σκληρότητα καρδιᾶς, ἀμέλεια, ὕπνος, κύματα
μολυσμῶν, βλασφημία, αἰσχρολογία, ἀναισθησία πρὸς τὸ καλό,
μεγαλαυχία, θρασύτητα, ρυπαρὲς προσευχὲς κ.λ.π.
Πῶς μπορεῖ νὰ φράξει κανεὶς τὶς
εἰσόδους ὅλων αὐτῶν τῶν παθῶν; Ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸ κεφάλι τους,
τὸν ἀρχηγό τους, ποὺ εἶναι ἡ γαστριμαργία, ὁ Ναβουζαρδάν. Ἡ
νηστεία λοιπὸν καὶ ἡ ὅλη ἐγκράτεια κάνει πανίσχυρο τὸν
ἄνθρωπο, αὐτοκράτορα, ἀφεντικὸ τοῦ ἑαυτοῦ του. Ὄχι
αἰχμάλωτο στὰ πάθη.
Νηστεία εἶναι τὸ σωστὸ μέτρο σὲ
ὅλα. «Μηδὲν ἄγαν» (=τίποτε ὑπερβολικό). Ὁ Θεὸς δὲν νομοθετεῖ
τίποτε περισσότερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ λέει ἡ κοινὴ λογικὴ τῶν
νουνεχῶν ἀνθρώπων. Δὲν εἶναι γιὰ νὰ τυραννιέται ἄσκοπα ὁ
ἄνθρωπος, ὅπως τὸ ἐκλαμβάνει ἡ ρηχὴ σκέψη μερικῶν, ἀλλὰ γιὰ
νὰ χαίρεται πραγματικὰ τὴ ζωή του. Χωρὶς νὰ τὴν καταστρέφει.
Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ νηστεία στοὺς ὕμνους τοῦ Τριωδίου ὀνομάζεται
τρυφή, ἀπόλαυση.
Σὲ κεῖνον ποὺ διατείνεται ὅτι
εἶναι ἄχρηστη ἡ νηστεία, ἀπευθύνουμε τὸ ἐρώτημα: Γιατί ὁ
Κύριος νήστευε; Γιατί ἡ Παναγία νήστευε; Γιατί οἱ ἅγιοι
νήστευαν; Μήπως ἐκεῖνοι καταλάβαιναν κάτι περισσότερο ἀπό
μᾶς; Ἢ μήπως ἐμεῖς εἴμαστε καθαρώτεροι ἀπὸ αὐτούς; Ἂς μᾶς
ἀπαντήσει.
(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 344, Μάρτιος 2012)