Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Τετάρτη 1 Απριλίου 2015

Ὁ ἐμπρησμὸς τοῦ ναοῦ - π. Δημητρίου Μπόκου

Ὁ ἐμπρησμὸς τοῦ ναοῦ - π. Δημητρίου Μπόκου

Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμήν: «Ἂν δὲν ἐρχόταν ὁ Ναβουζαρδὰν ὁ ἀρχιμάγειρος, δὲν θὰ πυρπολοῦνταν ὁ ναὸς τοῦ Κυρίου».

Ποιὸς ἦταν ὁ Ναβουζαρδάν;

Τὸ 587 π.Χ. ἡ Ἱ­ε­ρου­σα­λὴμ ἔ­πε­σε στὰ χέ­ρια τῶν Βα­βυ­λω­νί­ων καὶ ὁ λα­ὸς τῶν Ἑ­βραί­ων με­τα­φέρ­θη­κε αἰχ­μά­λω­τος στὴ Βα­βυ­λώ­να. Εἶ­ναι ἡ πε­ρί­φη­μη Βα­βυ­λώ­νιος αἰχ­μα­λω­σί­α. Στὴν κα­τα­στρο­φὴ τῆς Ἱ­ε­ρου­σα­λὴμ πρω­το­στά­τη­σε τό­τε ὁ Να­βου­ζαρ­δάν, ὁ ἀρ­χι­μά­γει­ρος τοῦ βα­σι­λιᾶ τῆς Βα­βυ­λώ­νας Να­βου­χο­δο­νό­σο­ρα.

Ὁ Να­βου­ζαρ­δὰν πα­ρέ­δω­σε στὴ φω­τιὰ καὶ τὸν να­ὸ τοῦ Κυ­ρί­ου, ἀ­φοῦ ἀ­φαί­ρε­σε ὅ­λους τοὺς θη­σαυ­ροὺς καὶ τὰ σκεύ­η του. Χαλ­κοῦς στύ­λους, χρυ­σὲς καὶ ἀρ­γυ­ρὲς φιά­λες, κι­νη­τοὺς λου­τῆ­ρες, θυ­μι­α­τή­ρια καὶ ὅ­λα τὰ χάλ­κι­να σκεύ­η ποὺ χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ταν στὴ λα­τρεί­α. Δὲν ἦ­ταν δυ­να­τόν, λέ­γει ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή, νὰ ζυ­γί­σουν τὸν χαλ­κὸ ὅ­λων τῶν ἱ­ε­ρῶν σκευ­ῶν. Τό­σο πο­λὺς ἦ­ταν (Δ΄ Βασ. 25, 8 ἑξ.).

Τὸ τρα­γι­κὸ γε­γο­νὸς τῆς ἁ­λώ­σε­ως τῆς Ἱ­ε­ρου­σα­λὴμ καὶ τῆς διὰ πυ­ρὸς κα­τα­στρο­φῆς τοῦ Να­οῦ με­τα­φέ­ρει ἀλ­λη­γο­ρι­κὰ ὁ ἀβ­βᾶς Ποι­μὴν στὸν ἐ­σω­τε­ρι­κὸ πό­λε­μο, ποὺ δέ­χε­ται ἡ ψυ­χὴ τοῦ ἀν­θρώ­που ἀ­πὸ τὸν δι­ά­βο­λο. Να­βου­ζαρ­δὰν ὁ ἀρ­χι­μά­γει­ρος εἶ­ναι, λέ­ει, ἡ ἀ­πό­λαυ­ση τῆς γα­στρι­μαρ­γί­ας, ποὺ ἔρ­χε­ται καὶ πο­λι­ορ­κεῖ τὴν ψυ­χή, τὴν κυ­ρι­εύ­ει καὶ κα­τα­στρέ­φει ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὰ τὸν νοῦ, τὸ ἱ­ε­ρὸ τῆς ψυ­χῆς.

Τὴν κα­τα­στρο­φι­κὴ δύ­να­μη τοῦ πά­θους αὐ­τοῦ ἐ­πι­ση­μαί­νουν τὰ λό­για τοῦ Χρι­στοῦ: «Προσέξτε μὴν παραδοθεῖτε στὴν κραιπάλη καὶ στὴ μέθη καὶ στὶς βιοτικὲς μέριμνες» (Λουκ. 21, 34). Ἡ ἐμ­πει­ρί­α τῶν ἁ­γί­ων εἶ­ναι ἐ­πί­σης κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κή. «Τί προ­ξε­νεῖ στὸν ἄν­θρω­πο ἡ κα­τά­χρη­ση στὸ νὰ τρώ­ει καὶ νὰ πί­νει;» ρω­τή­θη­κε ἕ­νας ἅ­γιος. Κι ἐ­κεῖ­νος ἀ­πάν­τη­σε: «Γεν­νά­ει κά­θε κα­κό. Βλέ­που­με ὅ­τι καὶ ἡ τε­λεί­α ἐ­ρή­μω­ση τῆς Ἱ­ε­ρου­σα­λὴμ ἔ­γι­νε ἀ­πὸ τὸν Να­βου­ζαρ­δὰν τὸν ἀρ­χι­μά­γει­ρο».

Ὅ­ταν λοι­πὸν ἡ γα­στρι­μαρ­γί­α μπεῖ σὰν πορ­θη­τὴς ἀρ­χι­στρά­τη­γος μέ­σα στὸν να­ὸ τοῦ Θε­οῦ, ποὺ εἶ­ναι ἡ ἀν­θρώ­πι­νη ψυ­χή, φέρ­νει μιὰν ἀ­πό­λυ­τη κα­τα­στρο­φή. Ἕ­να πλῆ­ρες ἰ­σο­πέ­δω­μα, ἕ­ναν ἐμ­πρη­σμό, μιὰν ἐ­ρή­μω­ση. Για­τὶ ὁ ἀρ­χι­στρά­τη­γος αὐ­τὸς θὰ φέ­ρει μα­ζί του καὶ τὰ ὑ­πό­λοι­πα πά­θη, τὰ ὁ­ποῖ­α θὰ ἐγ­κα­τα­στή­σει, σὰν ἐ­πα­χθεῖς τυράν­νους, στὴν ἐ­ρη­μω­μέ­νη ψυ­χή, με­τα­βάλ­λον­τάς την πλέ­ον ἀ­πὸ να­ὸ τοῦ Θε­οῦ σὲ κα­τοι­κη­τή­ριο τῶν δαι­μό­νων.

Τὸ πά­θος αὐ­τὸ δη­λα­δή, ἔ­χον­τας ρί­ζα τὴ φι­λη­δο­νί­α καὶ τὴν ἀ­πλη­στί­α μας, εἶ­ναι ὁ ἄρ­χον­τας τῶν ἄλ­λων πα­θῶν, κα­τὰ τὸν ἅ­γιο Ἰ­ω­ά­ννη τῆς Κλί­μα­κος. Γι’ αὐ­τὸ καὶ με­τὰ ἀ­πὸ αὐ­τὸ ἕ­πεται σωρεία ἄλλων κακῶν: πορ­νεί­α, ὀ­κνη­ρί­α, πο­λυ­λο­γί­α, σκλη­ρό­τη­τα καρ­διᾶς, ἀ­μέ­λεια, ὕ­πνος, κύ­μα­τα μο­λυ­σμῶν, βλα­σφη­μί­α, αἰ­σχρο­λο­γί­α, ἀ­ναι­σθη­σί­α πρὸς τὸ κα­λό, μεγαλαυχία, θρα­σύ­τη­τα, ρυ­πα­ρὲς προ­σευ­χὲς κ.λ.π.

Πῶς μπο­ρεῖ νὰ φρά­ξει κα­νεὶς τὶς εἰ­σό­δους ὅ­λων αὐ­τῶν τῶν πα­θῶν; Ἀρ­χί­ζον­τας ἀ­πὸ τὸ κε­φά­λι τους, τὸν ἀρ­χη­γό τους, ποὺ εἶ­ναι ἡ γα­στρι­μαρ­γί­α, ὁ Να­βου­ζαρ­δάν. Ἡ νη­στεί­α λοι­πὸν καὶ ἡ ὅ­λη ἐγ­κρά­τεια κά­νει πα­νί­σχυ­ρο τὸν ἄν­θρω­πο, αὐ­το­κρά­το­ρα, ἀ­φεν­τι­κὸ τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του. Ὄ­χι αἰχ­μά­λω­το στὰ πά­θη.

Νη­στεί­α εἶ­ναι τὸ σω­στὸ μέ­τρο σὲ ὅ­λα. «Μηδὲν ἄ­γαν» (=τίποτε ὑπερβολικό). Ὁ Θε­ὸς δὲν νο­μο­θε­τεῖ τί­πο­τε πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ αὐ­τὸ ποὺ λέ­ει ἡ κοι­νὴ λο­γι­κὴ τῶν νου­νε­χῶν ἀν­θρώ­πων. Δὲν εἶναι γιὰ νὰ τυ­ραν­νι­έ­ται ἄ­σκο­πα ὁ ἄν­θρω­πος, ὅ­πως τὸ ἐ­κλαμ­βά­νει ἡ ρη­χὴ σκέ­ψη με­ρι­κῶν, ἀλ­λὰ γιὰ νὰ χαί­ρε­ται πραγ­μα­τι­κὰ τὴ ζω­ή του. Χω­ρὶς νὰ τὴν κα­τα­στρέ­φει. Γι’ αὐ­τὸ καὶ ἡ νη­στεί­α στοὺς ὕ­μνους τοῦ Τρι­ω­δί­ου ὀ­νο­μά­ζε­ται τρυ­φή, ἀ­πό­λαυ­ση.

Σὲ κεῖ­νον ποὺ δι­α­τεί­νε­ται ὅ­τι εἶ­ναι ἄ­χρη­στη ἡ νη­στεί­α, ἀ­πευ­θύ­νου­με τὸ ἐ­ρώ­τη­μα: Για­τί ὁ Κύ­ριος νή­στευ­ε; Για­τί ἡ Πα­να­γί­α νή­στευ­ε; Για­τί οἱ ἅ­γιοι νή­στευ­αν; Μή­πως ἐ­κεῖ­νοι κα­τα­λά­βαι­ναν κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό μᾶς; Ἢ μή­πως ἐμεῖς εἴ­μα­στε κα­θα­ρώ­τε­ροι ἀ­πὸ αὐ­τούς; Ἂς μᾶς ἀ­παν­τή­σει.

(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 344, Μάρτιος 2012)