Ο νεοφερμένος
π. Δημητρίου Μπόκου
Ἀπομεσήμερο
Μεγάλης Πέμπτης. Γύρισα στὸ σπίτι φοβερὰ ἀναστατωμένος. Ἂν καὶ
προσπάθησα νὰ κάμω τὸν ἀδιάφορο, ἡ γυναίκα μου τὸ πρόσεξε ἀμέσως. Ἕνα
σφίξιμο εἶχε θρονιαστεῖ στὴν καρδιά μου. Στὸ μυαλό μου στροβιλίζονταν τὰ
γεγονότα τῆς ἡμέρας.
- Ξανασκεφτεῖτε το, κύριε!
Οἱ δυὸ σύμβουλοι στέκονταν ὄρθιοι μπροστὰ στὸ γραφεῖο μου κρατώντας ἕνα μάτσο χαρτιά.
- Ἔχω πάρει τὴν ἀπόφασή μου! τόνισα κατηγορηματικά.
Τὸ πρόβλημα ἦταν ὁ νιοφερμένος.
Τυπικός, τακτικός, εὐσυνείδητος ὑπάλληλος. Πέντε μῆνες ἦταν στὸ τμῆμα
μου. Ἀρκετὸς καιρὸς γιὰ νὰ ξεσκεπάσει πολλά. Καὶ νὰ θορυβήσει πολλοὺς
παλιότερους καὶ καλοβολεμένους.
Πῆρα τὸ θέμα στὰ χέρια μου. Συνέταξα
λεπτομερὲς ὑπόμνημα γιὰ τὴ Διοίκηση τῆς Ἑταιρείας. Ἤθελα νὰ ξεκαθαρίσω
τὰ πράγματα. Μὰ οἱ θιγόμενοι ἀντέδρασαν. Κινδύνευαν καὶ δὲν ἦταν
διατεθειμένοι νὰ μείνουν μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα. Ὁ παρασκηνιακὸς
μηχανισμὸς κινήθηκε ἀστραπιαῖα.
- Δὲν εἶναι ἀνάγκη γιὰ τόση βιασύνη, ἐπέμεναν οἱ σύμβουλοι. Ξανασκεφτεῖτε το. Μετρεῖστε τὶς συνέπειες.
- Ἔ, κάποτε πρέπει νὰ τὶς ὑποστοῦν κι αὐτὲς μερικοί.
- Μά, κύριε, συνέχισαν μὲ νόημα, μιλᾶμε γιὰ τὶς συνέπειες ποὺ θὰ ἔχετε σεῖς.
Ξαφνιάστηκα.
- Ἐγώ; Καὶ γιατί;
- Εἶναι πολλοὶ στὸ κόλπο, κύριε.
Πιὸ ψηλὰ ἀπὸ σᾶς. Ἀνώτεροί σας. Νομίζετε πὼς θὰ ἐπιτρέψουν στὴ δική σας
εὐθύτητα νὰ τοὺς καταστρέψει; Ἐσᾶς θὰ θυσιάσουν. Ἔχουν ἀρχίσει κιόλας τὴ
διαδικασία.
Ἔπεσα ἀπὸ τὰ σύννεφα. Δὲν περίμενα
κάτι τέτοιο. Ἡ ὀργὴ κόχλασε μέσα μου. Πῶς ἦταν δυνατὸν νὰ συμβαίνουν
τέτοια πράγματα! Μὰ δὲν ἤμουν καὶ ἕτοιμος νὰ ὑποστῶ τέτοια θυσία. Εἶχα
παλέψει χρόνια γιὰ νὰ φτάσω στὸ πόστο μου. Καὶ νὰ χαθοῦν ὅλα σὲ μιὰ
στιγμή! Ξαφνικὰ κατάλαβα πὼς δὲν εἶχα τὴ δύναμη νὰ ξαναβρεθῶ στὸ μηδέν.
- Μιὰ ὑπογραφὴ εἶναι μόνο, κύριε!
συνέχιζαν οἱ σύμβουλοι. Οἱ παραπάνω θὰ κανονίσουν τὰ ὑπόλοιπα. Μιὰ
ὑπογραφούλα κι ὅλα θά ’ναι μιὰ χαρά. Ὅπως πάντα. Γιὰ τὸ καλὸ ὅλων μας.
Μὲ τὰ μάτια θολωμένα ἀπὸ τὸν
παραδαρμὸ τῆς σκέψης πῆρα τὸ στυλό μου καὶ ὑπέγραψα. Τὸ σύστημα
λειτούργησε καλά. Τὸ γρανάζι ποὺ δὲν ταίριαζε θ’ ἀχρηστευόταν.
Κατεβαίνοντας τὶς σκάλες γιὰ νὰ
φύγω, ἔπεσα πάνω στὸν νιοφερμένο. Δὲν βρῆκα τὴ δύναμη νὰ τὸν κοιτάξω. Μὲ
χαιρέτησε γελαστός, ἀνύποπτος. Ἤθελα νὰ τοῦ πῶ πὼς δὲν ἔφταιγα σὲ
τίποτε. Πὼς ἤμουν μὲ τὸ μέρος του, μὰ τί νά ’κανα; Νὰ τὸν ὑποστηρίξω
ἤθελα. Ἀλλὰ σταμάτησα τὶς λέξεις ποὺ ἀνέβαιναν στὸ λαρύγγι μου. Τί νόημα
θά ’χαν; Ἁπλῶς θὰ ἔνιπτα τὰς χεῖρας μου.
«Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου…»
Ἀργὰ τὸ βράδυ, στριμωγμένος μὲς στὴν
ἐκκλησιά, ἀναζήτησα λίγη γαλήνη προσπαθώντας νὰ μεταφερθῶ στὶς σκηνὲς
τοῦ θείου δράματος. Οἱ κραυγὲς τοῦ ὄχλου δὲν μὲ ἐντυπωσίαζαν. Μαλακὸ
ζυμάρι στὰ χέρια τῶν λαοπλάνων ἦταν πάντα ἡ ἀνθρώπινη μάζα. Οὔτε μὲ
παραξένευαν οἱ φαρμακερὲς δολοπλοκίες τῶν Γραμματέων καὶ Φαρισαίων.
Ἐγκλωβισμένοι στὰ μικρονοϊκὰ πολιτικὰ τερτίπια τους, ἦταν ἀνίκανοι νὰ
ὑποψιαστοῦν τὰ λόγια Ἐκείνου: «Ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου
τούτου» (Ἰω. 18, 36).
Μὰ ὁ Πιλάτος! Πάντα μὲ προβλημάτιζε.
Αὐτὸς δὲν ἦταν σὰν τοὺς ἄλλους. Προσπάθησε νὰ σώσει τὸν Ἰησοῦ. Πίστευε
στὴν ἀθωότητά του. Μελέτησε τρόπους καὶ δοκίμασε λύσεις νὰ ἄρει τὸ
ἀδιέξοδο. Διαχώρισε τὴ θέση του. Ἀλλὰ δέχτηκε ὀξεία ἀντεπίθεση.
- Δὲν εἶσαι φίλος τοῦ Καίσαρος, ἂν τὸν ἀθωώσεις!
Ἐδῶ δείλιασε ὁ Πιλάτος. Δὲν εἶχε
ἀντοχὴ γιὰ τέτοιο τίμημα. Καὶ ὑπέγραψε τὴν καταδίκη τοῦ Χριστοῦ.
Προσπάθησε βέβαια ν’ ἀποσείσει τὴν εὐθύνη του. Ἔνιψε ἀκόμη καὶ τὰς
χεῖρας του ἔναντι τοῦ ὄχλου.
- Ἐσεῖς φταῖτε! τοὺς εἶπε. Ἐσεῖς θὰ πληρώσετε γιὰ τὸ αἷμα του!
Ἦταν ἡ ὕστατη ἀπεγνωσμένη του κίνηση νὰ κατασιγάσει ὄχι τὶς φωνὲς τοῦ ὄχλου, ἀλλὰ τὴ δική του συνείδηση.
Ὁ Πιλάτος, ναί, μὲ προβλημάτιζε. Ἤθελε νὰ σώσει τὸν Δίκαιο καὶ τελικὰ τὸν καταδίκασε. Ἦταν τὸ τραγικὸ πρόσωπο τῆς ὑπόθεσης.
Τέτοια σκεφτόμουν κάθε χρόνο τέτοια
βραδιά. Μὰ τίποτε δὲν μὲ ἄγγιζε ἀπόψε. Ὅλα αὐτὰ ἠχοῦσαν ἀπόμακρα στ’
αὐτιά μου. Μέσα μου ζοῦσα τὴ δική μου τραγωδία. Ἡ πρωινὴ θύελλα δὲν εἶχε
κοπάσει.
«Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου…»
Ἡ φωνὴ τοῦ ἱερέα ἐπέμενε. Στὸ κέντρο τοῦ ναοῦ στήθηκε ὁλόρθος ὁ Σταυρός. Ἐπάνω του ὑψωνόταν μὲ κλειστὰ μάτια ὁ Ἐσταυρωμένος.
Καὶ ξαφνικὰ ἀπὸ μέσα μου ἀναδύθηκε ἡ
τραγικὴ πραγματικότητα: Σήμερα, ἐγὼ ἤμουν ὁ Πιλάτος! Καὶ στὸ πρόσωπο
τοῦ νιοφερμένου σταύρωσα τὸν Χριστό!
Ἕνας σεισμὸς μὲ τράνταξε ὣς τὰ βάθη
μου. Τὰ πόδια μου τρίκλισαν. Μὲ κόπο σύρθηκα ἔξω ἀπ’ τὸν ναό. Ἔβαλα τὰ
χέρια μου στὸ πρόσωπο καὶ «ἔκλαυσα πικρῶς».
Πάσχα 2002
(Ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀνάστασις ἡμῶν, ἐκδ. ΠΑΡΡΗΣΙΑ, Ἀθήνα 2012, σσ. 93-97)