Kυριακή Β΄ Ματθαίου: Τὸ Νόημα τῆς Ὑπακοῆς
«οι δε ευθέως αφέντες το πλοίον και τον πατέρα αυτών ηκολούθησαν αυτώ» (Ματθ. δ’ 22)
Απόδοση στα Νεοελληνικά (Mονοτονικόν)
«κι αυτοί άφησαν αμέσως το καΐκι και τον πατέρα τους και τον ακολούθησαν» (Ματθ. δ’ 22).
Στο σημερινό Ευαγγέλιο βλέπουμε την κλήση των τεσσάρων μαθητών στο Αποστολικό αξίωμα. Ουσιαστικά πρόκειται για την δεύτερη κλήση. Η πρώτη κλήση ή μάλλον συνάντηση που περιγράφεται από τον ευαγγελιστή Ιωάννη. Οι τέσσερις μαθηταί Πέτρος, Ανδρέας, Ιάκωβος και Ιωάννης στην κλήση του Χριστού Τον ακολουθήσουν υπήκουσαν αμέσως. Αφού εγκατέλειψαν τα πάντα έγιναν μαθηταί του Χριστού. Μετά την αποταγή ήρθε η υποταγή. Το θέμα της υπακοής που μας δίνουν την αφορμή να θίξουμε σήμερα οι τέσσερεις μαθηταί είναι ένα από τα πιο σύγχρονα προβλήματα του ανθρώπου και συγχρόνως από τα πιο ουσιαστικά και λεπτά θέματα της ορθοδόξου πνευματικής ζωής.
«κι αυτοί άφησαν αμέσως το καΐκι και τον πατέρα τους και τον ακολούθησαν» (Ματθ. δ’ 22).
Στο σημερινό Ευαγγέλιο βλέπουμε την κλήση των τεσσάρων μαθητών στο Αποστολικό αξίωμα. Ουσιαστικά πρόκειται για την δεύτερη κλήση. Η πρώτη κλήση ή μάλλον συνάντηση που περιγράφεται από τον ευαγγελιστή Ιωάννη. Οι τέσσερις μαθηταί Πέτρος, Ανδρέας, Ιάκωβος και Ιωάννης στην κλήση του Χριστού Τον ακολουθήσουν υπήκουσαν αμέσως. Αφού εγκατέλειψαν τα πάντα έγιναν μαθηταί του Χριστού. Μετά την αποταγή ήρθε η υποταγή. Το θέμα της υπακοής που μας δίνουν την αφορμή να θίξουμε σήμερα οι τέσσερεις μαθηταί είναι ένα από τα πιο σύγχρονα προβλήματα του ανθρώπου και συγχρόνως από τα πιο ουσιαστικά και λεπτά θέματα της ορθοδόξου πνευματικής ζωής.
Η υπακοή σημείο αντιλεγόμενο
Μια από τις πιο ακατανόητες αλήθειες της Ορθοδοξίας για τον σύγχρονο άνθρωπο είναι η διδασκαλία περί της υπακοής. Ο Κύριος την θέτει σαν απαραίτητο όρο σωτηρίας και τελειότητος. Δι’ αυτής επιτυγχάνεται η ουσιαστική κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό.
Ο σύγχρονος όμως άνθρωπος δεν μπορεί να καταλάβει την αξία της. Την θεωρεί καταστρεπτική για την προσωπικότητα. Αυτό συμβαίνει γιατί έχει θεοποιήσει την λογική και νομίζει πως έχει μεγάλη αξία. Όταν κανείς ζει την λογοκρατία και την ατομοκρατία, τότε είναι εντελώς ανήμπορος να κατανοήσει την μεγάλη αξία της υπακοής.
Μελετώντας την σύγχρονη ζωή μπορούμε να διαπιστώσουμε άνετα ότι συνέβη στην εποχή μας μια τρομερή αλλαγή, που επηρεάζει όλους τους τομείς της ανθρωπίνης ζωής. Σήμερα υφίσταται μια μεγάλη κρίση πατρότητος. Αμφισβητείται κάθε αυθεντία, αφού έχει υψωθεί σαν αυθεντία το ίδιο το εγώ. Επεκτεινόμενη αυτή η νοοτροπία και στην θρησκευτική ζωή εξαφανίζει κάθε κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό. Η αμφισβήτηση της πατρότητος φθάνει μέχρι και την πατροκτονία. Αυτό το φαινόμενο κατά φυσικό τρόπο δημιουργεί μια νευρωτική κατάσταση, μια σχιζοφρένεια.
Να γιατί όταν διαβάσει ένας σύγχρονος άνθρωπος την περίπτωση της κλήσεως των τεσσάρων μαθητών και την απάρνηση των πάντων για να ακολουθήσουν τον Χριστό, του φαίνεται ακατανόητο. Να γιατί η Ορθοδοξία αισθάνεται σήμερα μεγάλη δυσκολία να αποκαλύψει τον εαυτό της στους εκκοσμικευμένους σύγχρονους ανθρώπους. Διότι δεν είναι συνηθισμένοι να ακούνε, πολύ περισσότερο δεν είναι συνηθισμένοι να εφαρμόζουν τον λόγο του άλλου. Είναι αλήθεια ότι πολλοί σύγχρονοι νέοι είναι ικανοί να αρνηθούν τα πάντα, όχι όμως για να ακολουθήσουν και να υπακούσουν στον Χριστό, αλλά για να υπακούσουν στον εαυτό τους και να ικανοποιήσουν όλα τα θελήματά τους.
Η αξία της υπακοής
Η υπακοή είναι απαραίτητο στοιχείο του ορθοδόξου ήθους.
Πρώτα-πρώτα η υπακοή ζωοποιεί τον άνθρωπο. Οι άγιοι Πατέρες έχουν
εξηγήσει αυτήν την μεγάλη αξία της υπακοής. Όπως με την παρακοή του
Αδάμ η ψυχή διαιρέθηκε και πέθανε, έτσι με την υπακοή στο θέλημα του
Θεού ενοποιείται και ζωοποιείται. Ο Κύριος είπε: «τα ρήματα α εγώ λαλώ
υμίν πνεύμα εστί και ζωή εστί» (Ιωαν. στ’ 6). Έτσι «παρακοή θάνατος,
υπακοή ζωή». Ο Αδάμ με την παρακοή έφερε τον θάνατο και σ’ όλη την
φύση. Και ο δεύτερος Αδάμ (ο Χριστός) με την υπακοή στον Πατέρα Του
γέμισε τον κόσμο με ζωή.
Έπειτα με την υπακοή αναπτύσσεται η αληθινή κοινωνικότης. Με την υπακοή στο θέλημα του Θεού δεχόμαστε την ζωή μέσα μας. Ο Χριστιανός αρχίζει την πνευματική του ζωή με υπακοή στο θέλημα του Θεού. Δι’ αυτού μεταμορφώνεται, παύει να ζει σαν άτομο και γίνεται πρόσωπο, οπότε φλέγεται από αγάπη για όλο τον κόσμο. Έτσι φθάνει στο σημείο να ζει σαν πρόσωπο, να αισθάνεται στενή σχέση με τα άλλα πρόσωπα και να βιώνει την καθολική ευθύνη. Εισέρχεται με αγάπη και από αγάπη στην υπόσταση του άλλου και προσφέρει με τρόπο μυστικό και αποτελεσματικό την σωτηρία.
Έπειτα με την υπακοή αναπτύσσεται η αληθινή κοινωνικότης. Με την υπακοή στο θέλημα του Θεού δεχόμαστε την ζωή μέσα μας. Ο Χριστιανός αρχίζει την πνευματική του ζωή με υπακοή στο θέλημα του Θεού. Δι’ αυτού μεταμορφώνεται, παύει να ζει σαν άτομο και γίνεται πρόσωπο, οπότε φλέγεται από αγάπη για όλο τον κόσμο. Έτσι φθάνει στο σημείο να ζει σαν πρόσωπο, να αισθάνεται στενή σχέση με τα άλλα πρόσωπα και να βιώνει την καθολική ευθύνη. Εισέρχεται με αγάπη και από αγάπη στην υπόσταση του άλλου και προσφέρει με τρόπο μυστικό και αποτελεσματικό την σωτηρία.
Η υπακοή μας δίδει λοιπόν την δυνατότητα να αποκτήσουμε
την εμπειρία της αλληλοπεριχωρήσεως των προσώπων και να αποκτήσουμε το
πλήρωμα της ζωής.
Τέλος η υπακοή μας καθαρίζει από τα πάθη που μαστίζουν την ψυχή μας. Είναι παρατηρημένο ότι όποιος κάνει υπακοή έχει λιγότερα πάθη, αφού απαλλάσσεται από την εγωκεντρικότητα.
Τέλος η υπακοή μας καθαρίζει από τα πάθη που μαστίζουν την ψυχή μας. Είναι παρατηρημένο ότι όποιος κάνει υπακοή έχει λιγότερα πάθη, αφού απαλλάσσεται από την εγωκεντρικότητα.
Έκταση υπακοής
Μιλώντας όμως για υπακοή δεν εννοούμε μια αφηρημένη
κατάσταση, αλλά μια συγκεκριμένη. Δεν εννοούμε μια παθητική ακινησία,
αλλά μια διαρκή θετική κίνηση. Η παθητική και αφηρημένη κατάσταση
δημιουργεί περισσότερα προβλήματα. Έτσι όταν λέμε υπακοή εννοούμε
πρωτίστως την τήρηση των εντολών του Θεού. Η πνευματική ζωή, η
θεολογία, έξω από την τήρηση των εντολών είναι μια δαιμονική κατάσταση.
Επειδή όμως εμείς, ως ακάθαρτοι και εμπαθείς, δεν μπορούμε να
διακρίνουμε το θέλημα του Θεού, που πρέπει να εφαρμόσουμε σε κάθε
δεδομένη περίσταση, γι’ αυτό χρειάζεται υπακοή στον πνευματικό πατέρα.
Διότι ο λόγος του πνευματικού πατρός, όταν δεν αντιβαίνει το θέλημα του
Θεού είναι η περίληψη των εντολών του Χριστού.
Η υπακοή όμως στον πνευματικό πατέρα δεν είναι ένα απλό πράγμα. Έχει πολλές πλευρές και προεκτάσεις. Δεν είναι απλώς η υπακοή στον πνευματικό μας πατέρα, αλλά συγχρόνως υπακοή στην Παράδοση της Εκκλησίας, στον Επίσκοπο και στην κανονική δομή της Εκκλησίας. Παράδοση είναι η αδιάλειπτη ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος στην Εκκλησία. Αυτό το Άγιον Πνεύμα αγιάζει τους ανθρώπους, χειροτονεί τους Επισκόπους και φωτίζει τους Πατέρας να θεσπίζουν κανόνας για την καλή λειτουργία του Σώματος του Χριστού. Υπάρχει στενή σχέση μεταξύ των αγίων, του Επισκόπου και του
Η υπακοή όμως στον πνευματικό πατέρα δεν είναι ένα απλό πράγμα. Έχει πολλές πλευρές και προεκτάσεις. Δεν είναι απλώς η υπακοή στον πνευματικό μας πατέρα, αλλά συγχρόνως υπακοή στην Παράδοση της Εκκλησίας, στον Επίσκοπο και στην κανονική δομή της Εκκλησίας. Παράδοση είναι η αδιάλειπτη ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος στην Εκκλησία. Αυτό το Άγιον Πνεύμα αγιάζει τους ανθρώπους, χειροτονεί τους Επισκόπους και φωτίζει τους Πατέρας να θεσπίζουν κανόνας για την καλή λειτουργία του Σώματος του Χριστού. Υπάρχει στενή σχέση μεταξύ των αγίων, του Επισκόπου και του
θυσιαστηρίου. Και δεν νοείται ένα από αυτά χωρίς την
ύπαρξη των άλλων.
Έτσι η υπακοή σε ένα, έστω θεούμενο, πνευματικό πατέρα δεν
είναι αληθινή, όταν παραθεωρήται όλη η εκκλησιαστική δομή. Και ο
θεούμενος πνευματικός πατέρας δεν συνιστά αυτό το είδος της υπακοής,
γιατί γνωρίζει καλά ότι η Πνευματολογία δεν καταργεί την Εκκλησιολογία.
Το θέμα είναι μεγάλο και δεν έχουμε χώρο να το αναπτύξουμε επαρκώς.
Μόνον τούτο πρέπει να πούμε. Ότι όταν η πνευματικότητα αποσπάται από
την εκκλησιολογία, όταν ένας πνευματικός ενεργεί ανεξάρτητα από την όλη
εκκλησιαστική δομή, έστω χάριν της σωτηρίας της ψυχής, εκτός αν
υπάρχει σοβαρός λόγος, τότε μάλλον υποθάλπτεται μια ατομική ευσέβεια,
που δεν καταλήγει στην σωτηρία, γιατί δεν αναφέρεται στο καθολικό ήθος.
Σήμερα γίνεται διαρκώς λόγος για την ωριμότητα του
ανθρώπου. Από πολλούς διατυπώνεται η άποψη ότι ο άνθρωπος με τις
γνώσεις έχει φτάσει σε υψηλά επίπεδα τελειότητος και ωριμότητος. Η
Ορθόδοξη Εκκλησία πρέπει να τονίζει την αλήθεια ότι ο άνθρωπος έξω από
τον Χριστό είναι ανώριμος. Η πνευματική ωριμότης, δηλ. η διαρκής
τελειότης, γίνεται όχι με τις γνώσεις, αλλά με την υπακοή στο θέλημα
του Θεού. Η τελεία υπακοή είναι ένας εκούσιος θάνατος. Μέσα από τον
θάνατο ξεπηγάζει η ανάσταση και η ζωή. Αυτή είναι η εμπειρία της
Εκκλησίας. Αυτό μας διδάσκουν οι άγιοι Απόστολοι. Σ’ αυτό μας
προτρέπουν όλοι οι άγιοι. Η υπακοή θα μας ενοποιήσει και ζωοποιήσει.