Άγιοι Παρθένιος και Ευμένιος της Ι.Μ.
Κουδουμά:
10 Ιουλίου.
Η ανδρώα Ιερά Μονή Κουδουμά βρίσκεται στον νομό Ηρακλείου και αποτελεί
τόπο με ισχυρή παράδοση οσίων ασκητών, όπως οι κτήτορές της Άγιοι
Παρθένιος και Ευμένιος. Οι άγιοι έζησαν περί τα τέλη του 19ου και τις
αρχές του 20ου αιώνα (1829-1905 και 1846-1920 αντίστοιχα) και ήταν κατά
φύσιν αδέλφια που απέκτησαν μεγάλη φήμη για τη διορατικότητα και την πνευματική τους δράση.
Ο Παρθένιος, κατά κόσμον Νικόλαος, γεννήθηκε το 1829 και ο αδελφός του Ευμένιος, κατά κόσμον Εμμανουήλ, το 1846 στο χωριό Πιτσίδια της επαρχίας Πυργιωτίσσης (κοντά στα Μάταλα και τη Φαιστό). Οι γονείς τους, Χαρίτος και Μαρία Χαριτάκη, ανέθρεψαν τα δυο αδέλφια με μεγάλη φροντίδα και στοργή, έχοντας ως θεμέλιο λίθο της οικογένειας τους την αγάπη του Χρίστου. Η εν Χριστώ οικογενειακή ζωή είχε ως αποτέλεσμα να διακριθούν από πολύ νωρίς τα δύο παιδιά για τη σοβαρότητα, το ολιγόλογο του χαρακτήρα τους, την τάση προς τη μοναχική ζωή, την προσευχή και την αφοσίωση στη διδασκαλία του Χρίστου.
Το 1856 απεβίωσε ο πατέρας τους και εκείνοι πήραν την απόφαση να αναχωρήσουν από τον κόσμο και τα εγκόσμια και να ασκητεύσουν. Η μητέρα τους, όταν πληροφορήθηκε την απόφαση τους, δίστασε να τους δώσει την ευχή της. Όμως ένα θαυμαστό γεγονός μετέβαλε οριστικά τη διστακτική της στάση. Λέγεται ότι μία μέρα η μητέρα τους θέλησε να ζυμώσει ψωμί και τους ζήτησε να της φέρουν ξύλα, για να ανάψει τον φούρνο. Εκείνοι, για να της αποδείξουν ότι την επιλογή τους καθοδηγούσε ο Θεός, την παρακίνησαν να βάλει τα ψωμιά στον φούρνο, χωρίς να ανάψει φωτιά, και αυτά θα ψήνονταν. Πράγματι, το θαύμα έγινε και η μητέρα τους, χωρίς τον παραμικρό πια ενδοιασμό, τους έδωσε την ευχή της να ακολουθήσουν τον δρόμο στον οποίο τους κάλεσε ο Κύριος.
Το 1858 έφυγαν από τα Πιτσίδια και πήγαν στην Ι. Μ. Οδηγητρίας. Εκεί, στις 27 Αυγούστου του 1862, ο Νικόλαος φόρεσε το μοναχικό ράσο παίρνοντας το όνομα Νέστωρ. Στην ίδια Μονή το 1865 έγινε μοναχός και ο Εμμανουήλ και μετονομάστηκε Μεθόδιος. Ό μοναχός Νέστωρ ανέλαβε να διακονεί τον σπηλαιώδη ιερό χώρο του Μαρτσάλου, που αποτελούσε ιερό προσκύνημα. Με ενέργειες του μονάχου Νέστορα χτίστηκαν κελιά, δημιουργήθηκε περιβόλι και κατασκευάστηκε δεξαμενή για τη συλλογή νερού. Καθώς όμως αυξάνονταν συνεχώς οι φροντίδες του ναού και του γύρω χώρου, ήλθε να τον βοηθήσει στο δύσκολο έργο του ο αδελφός του, Μεθόδιος. Για αρκετούς μήνες τα δύο αδέλφια έζησαν εκεί ως ασκητές.
Με την έναρξη της Επανάστασης του 1866 οι Τούρκοι κατέστρεψαν ανάμεσα στα άλλα μοναστήρια και τις Εκκλησίες και τον ιερό χώρο στο Μάρτσαλο. Παρά τη μανιώδη λεηλασία και καταστροφή, ο Νέστωρ και ο Μεθόδιος δεν εγκατέλειψαν την περιοχή. Έμειναν και επισκεύασαν τις ζημιές και προσπάθησαν να οργανώσουν τον χώρο από την αρχή. Η προσφορά τους στην ανάπλαση της περιοχής υπήρξε ανεκτίμητη, αφού, με το σπουδαίο πνευματικό έργο που επιτελούσαν, πολλοί πιστοί τους επισκέπτονταν για να ζητήσουν χρήσιμες συμβουλές, για πνευματικό και ψυχικό όφελος.
Μετά την αποκατάσταση των ζημιών ζήτησαν από τον Ηγούμενο της Οδηγήτριας να τους ενδύσει ως Μεγαλόσχημους, ικανοποιώντας έτσι τη μεγάλη τους επιθυμία. Τότε, ο Νέστωρ ονομάστηκε Παρθένιος και ο Μεθόδιος Ευμένιος. Λίγο αργότερα, το 1868, ο Επίσκοπος Πέτρας Μελέτιος, χειροτόνησε τον Ευμένιο διάκονο στην Ι. Μονή και το 1870 ο Επίσκοπος Αρκαδίας Γρηγόριος, τον χειροτόνησε πρεσβύτερο, στην ίδια μονή.
Όταν ανέλαβε νέος Ηγούμενος στη Μονή Οδηγήτριας ο ιερομόναχος Αγαθάγγελος, θεώρησε ως αίτιους για τη φθίνουσα πορεία της Μονής του το Μάρτσαλο και τους μοναχούς που το διακονούσαν. Κάτω από αυτή τη δυσμενή αντιμετώπιση και συμπεριφορά οι Άγιοι Πατέρες έκριναν ότι θα ήταν καλύτερα να φύγουν. Από το 1874 και για τέσσερα χρόνια περιπλανήθηκαν στα σπήλαια των Αστερουσίων Ορέων μένοντας στους Καλούς Λιμένες, στον Άγιο Ιωάννη, στον Άγιο Αντώνιο, στον Αββακόσπηλιο και τελικά εγκαταστάθηκαν στον Κουδουμά.
Σ' ένα σπήλαιο πλησίον της σημερινής μονής εμφανίστηκε η ίδια η Θεοτόκος στον Παρθένιο και τον προέτρεψε να ιδρύσει Μονή στον Κουδουμά, στον τόπο όπου διασώζονταν κάποια ερείπια παλαιότερο μοναστηριού από την ενετοκρατία. Τα δύο αδέλφια έφτειαξαν πρώτα ένα μικρό τμήμα του Ναού της Παναγίας, για να εξυπηρετούνται οι λειτουργικές ανάγκες, ενώ οι ίδιοι έμεναν σε ένα σπήλαιο δίπλα στον ναό. Όταν αργότερα αυξήθηκαν οι μονάχοι, τότε επέκτειναν την οικοδομική δραστηριότητα του Μοναστηριού. Το κτίσιμο της Μονής Κουδουμά διήρκεσε σχεδόν είκοσι χρόνια και έγινε κατορθωτό με την υποστήριξη των κατοίκων της περιοχής που πρόσφεραν χρήματα και δωρεάν εργασία, καθώς και τη θεία παρέμβαση.
Κατά την ανοικοδόμηση υπήρχε ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα. Τα πετρώματα του Κουδουμά ήταν ακατάλληλα και οι χτίστες ήταν έτοιμοι να εγκαταλείψουν το σχέδιο για προέκταση του ναού. Οι Άγιοι Παρθένιος και Ευμένιος ήταν αυτοί που τους κράτησαν, ζητώντας τους να παραμείνουν έστω για μία νύχτα ακόμη, μήπως βρεθεί κάποια λύση. Οι χτίστες δέχτηκαν και οι Άγιοι προσευχήθηκαν όλο το βράδυ για να τους βοηθήσει ο Θεός να φέρουν εις πέρας το έργο τους. Οι προσευχές τους εισακούστηκαν και το πρωί θαυματουργικώς η θάλασσα είχε εκβράσει λαξευμένες πέτρες, κατάλληλες για χτίσιμο. Ο ναός ολοκληρώθηκε το 1895 και στο εξής μπόρεσαν οι Άγιοι Πατέρες να οργανώσουν το Μοναστήρι τους με το κοινοβιακό σύστημα, κατά τις συμβουλές ενός βατοπαιδινού αγιορείτη μοναχού.
Με τις φροντίδες των μοναχών η περιοχή αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε σε σπουδαίο πνευματικό και λατρευτικό κέντρο. Η φήμη του Μοναστηριού, η αγιότητα, η άσκηση και οι αρετές των Πατέρων έγιναν σταδιακά γνωστές σε όλη την Κρήτη.
Τα χρόνια περνούσαν και το 1905 ο Παρθένιος αρρώστησε και έπεσε στην κλίνη του πόνου. Όταν κατάλαβε ότι πλησίαζε η ώρα να αποδημήσει, κάλεσε όλους τους μοναχούς, τους ευλόγησε, τους υπέδειξε για πατέρα τους τον αδελφό του Ευμένιο και κοιμήθηκε γαλήνια την Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 1905.
Όπως μαρτυρεί ο μοναχός Ιγνάτιος της Μονής Κουδουμά, λίγες στιγμές πριν από την κοίμηση του, ανασηκώθηκε λίγο από την κλίνη του, έκανε μία κίνηση σαν να έπιασε κάποιο χέρι το οποίο και ασπάστηκε λέγοντας: Καλώς ήρθες, Παναγία μου!
Το 1907 έγινε η ανακομιδή των λειψάνων του Άγιου Παρθενίου και η τοποθέτησή τους στον ναό της Παναγίας. Ο Ευμένιος που συνέχισε το έργο που είχε αρχίσει μαζί με τον Παρθένιο κοιμήθηκε ειρηνικά το 1920.
Από νωρίς καθιερώθηκαν στη συνείδηση των πιστών ως άγιοι και θαυματουργοί Πατέρες και η Εκκλησία τιμά τη μνήμη τους στις 10 Ιουλίου.
Ο Παρθένιος, κατά κόσμον Νικόλαος, γεννήθηκε το 1829 και ο αδελφός του Ευμένιος, κατά κόσμον Εμμανουήλ, το 1846 στο χωριό Πιτσίδια της επαρχίας Πυργιωτίσσης (κοντά στα Μάταλα και τη Φαιστό). Οι γονείς τους, Χαρίτος και Μαρία Χαριτάκη, ανέθρεψαν τα δυο αδέλφια με μεγάλη φροντίδα και στοργή, έχοντας ως θεμέλιο λίθο της οικογένειας τους την αγάπη του Χρίστου. Η εν Χριστώ οικογενειακή ζωή είχε ως αποτέλεσμα να διακριθούν από πολύ νωρίς τα δύο παιδιά για τη σοβαρότητα, το ολιγόλογο του χαρακτήρα τους, την τάση προς τη μοναχική ζωή, την προσευχή και την αφοσίωση στη διδασκαλία του Χρίστου.
Το 1856 απεβίωσε ο πατέρας τους και εκείνοι πήραν την απόφαση να αναχωρήσουν από τον κόσμο και τα εγκόσμια και να ασκητεύσουν. Η μητέρα τους, όταν πληροφορήθηκε την απόφαση τους, δίστασε να τους δώσει την ευχή της. Όμως ένα θαυμαστό γεγονός μετέβαλε οριστικά τη διστακτική της στάση. Λέγεται ότι μία μέρα η μητέρα τους θέλησε να ζυμώσει ψωμί και τους ζήτησε να της φέρουν ξύλα, για να ανάψει τον φούρνο. Εκείνοι, για να της αποδείξουν ότι την επιλογή τους καθοδηγούσε ο Θεός, την παρακίνησαν να βάλει τα ψωμιά στον φούρνο, χωρίς να ανάψει φωτιά, και αυτά θα ψήνονταν. Πράγματι, το θαύμα έγινε και η μητέρα τους, χωρίς τον παραμικρό πια ενδοιασμό, τους έδωσε την ευχή της να ακολουθήσουν τον δρόμο στον οποίο τους κάλεσε ο Κύριος.
Το 1858 έφυγαν από τα Πιτσίδια και πήγαν στην Ι. Μ. Οδηγητρίας. Εκεί, στις 27 Αυγούστου του 1862, ο Νικόλαος φόρεσε το μοναχικό ράσο παίρνοντας το όνομα Νέστωρ. Στην ίδια Μονή το 1865 έγινε μοναχός και ο Εμμανουήλ και μετονομάστηκε Μεθόδιος. Ό μοναχός Νέστωρ ανέλαβε να διακονεί τον σπηλαιώδη ιερό χώρο του Μαρτσάλου, που αποτελούσε ιερό προσκύνημα. Με ενέργειες του μονάχου Νέστορα χτίστηκαν κελιά, δημιουργήθηκε περιβόλι και κατασκευάστηκε δεξαμενή για τη συλλογή νερού. Καθώς όμως αυξάνονταν συνεχώς οι φροντίδες του ναού και του γύρω χώρου, ήλθε να τον βοηθήσει στο δύσκολο έργο του ο αδελφός του, Μεθόδιος. Για αρκετούς μήνες τα δύο αδέλφια έζησαν εκεί ως ασκητές.
Με την έναρξη της Επανάστασης του 1866 οι Τούρκοι κατέστρεψαν ανάμεσα στα άλλα μοναστήρια και τις Εκκλησίες και τον ιερό χώρο στο Μάρτσαλο. Παρά τη μανιώδη λεηλασία και καταστροφή, ο Νέστωρ και ο Μεθόδιος δεν εγκατέλειψαν την περιοχή. Έμειναν και επισκεύασαν τις ζημιές και προσπάθησαν να οργανώσουν τον χώρο από την αρχή. Η προσφορά τους στην ανάπλαση της περιοχής υπήρξε ανεκτίμητη, αφού, με το σπουδαίο πνευματικό έργο που επιτελούσαν, πολλοί πιστοί τους επισκέπτονταν για να ζητήσουν χρήσιμες συμβουλές, για πνευματικό και ψυχικό όφελος.
Μετά την αποκατάσταση των ζημιών ζήτησαν από τον Ηγούμενο της Οδηγήτριας να τους ενδύσει ως Μεγαλόσχημους, ικανοποιώντας έτσι τη μεγάλη τους επιθυμία. Τότε, ο Νέστωρ ονομάστηκε Παρθένιος και ο Μεθόδιος Ευμένιος. Λίγο αργότερα, το 1868, ο Επίσκοπος Πέτρας Μελέτιος, χειροτόνησε τον Ευμένιο διάκονο στην Ι. Μονή και το 1870 ο Επίσκοπος Αρκαδίας Γρηγόριος, τον χειροτόνησε πρεσβύτερο, στην ίδια μονή.
Όταν ανέλαβε νέος Ηγούμενος στη Μονή Οδηγήτριας ο ιερομόναχος Αγαθάγγελος, θεώρησε ως αίτιους για τη φθίνουσα πορεία της Μονής του το Μάρτσαλο και τους μοναχούς που το διακονούσαν. Κάτω από αυτή τη δυσμενή αντιμετώπιση και συμπεριφορά οι Άγιοι Πατέρες έκριναν ότι θα ήταν καλύτερα να φύγουν. Από το 1874 και για τέσσερα χρόνια περιπλανήθηκαν στα σπήλαια των Αστερουσίων Ορέων μένοντας στους Καλούς Λιμένες, στον Άγιο Ιωάννη, στον Άγιο Αντώνιο, στον Αββακόσπηλιο και τελικά εγκαταστάθηκαν στον Κουδουμά.
Σ' ένα σπήλαιο πλησίον της σημερινής μονής εμφανίστηκε η ίδια η Θεοτόκος στον Παρθένιο και τον προέτρεψε να ιδρύσει Μονή στον Κουδουμά, στον τόπο όπου διασώζονταν κάποια ερείπια παλαιότερο μοναστηριού από την ενετοκρατία. Τα δύο αδέλφια έφτειαξαν πρώτα ένα μικρό τμήμα του Ναού της Παναγίας, για να εξυπηρετούνται οι λειτουργικές ανάγκες, ενώ οι ίδιοι έμεναν σε ένα σπήλαιο δίπλα στον ναό. Όταν αργότερα αυξήθηκαν οι μονάχοι, τότε επέκτειναν την οικοδομική δραστηριότητα του Μοναστηριού. Το κτίσιμο της Μονής Κουδουμά διήρκεσε σχεδόν είκοσι χρόνια και έγινε κατορθωτό με την υποστήριξη των κατοίκων της περιοχής που πρόσφεραν χρήματα και δωρεάν εργασία, καθώς και τη θεία παρέμβαση.
Κατά την ανοικοδόμηση υπήρχε ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα. Τα πετρώματα του Κουδουμά ήταν ακατάλληλα και οι χτίστες ήταν έτοιμοι να εγκαταλείψουν το σχέδιο για προέκταση του ναού. Οι Άγιοι Παρθένιος και Ευμένιος ήταν αυτοί που τους κράτησαν, ζητώντας τους να παραμείνουν έστω για μία νύχτα ακόμη, μήπως βρεθεί κάποια λύση. Οι χτίστες δέχτηκαν και οι Άγιοι προσευχήθηκαν όλο το βράδυ για να τους βοηθήσει ο Θεός να φέρουν εις πέρας το έργο τους. Οι προσευχές τους εισακούστηκαν και το πρωί θαυματουργικώς η θάλασσα είχε εκβράσει λαξευμένες πέτρες, κατάλληλες για χτίσιμο. Ο ναός ολοκληρώθηκε το 1895 και στο εξής μπόρεσαν οι Άγιοι Πατέρες να οργανώσουν το Μοναστήρι τους με το κοινοβιακό σύστημα, κατά τις συμβουλές ενός βατοπαιδινού αγιορείτη μοναχού.
Με τις φροντίδες των μοναχών η περιοχή αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε σε σπουδαίο πνευματικό και λατρευτικό κέντρο. Η φήμη του Μοναστηριού, η αγιότητα, η άσκηση και οι αρετές των Πατέρων έγιναν σταδιακά γνωστές σε όλη την Κρήτη.
Τα χρόνια περνούσαν και το 1905 ο Παρθένιος αρρώστησε και έπεσε στην κλίνη του πόνου. Όταν κατάλαβε ότι πλησίαζε η ώρα να αποδημήσει, κάλεσε όλους τους μοναχούς, τους ευλόγησε, τους υπέδειξε για πατέρα τους τον αδελφό του Ευμένιο και κοιμήθηκε γαλήνια την Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 1905.
Όπως μαρτυρεί ο μοναχός Ιγνάτιος της Μονής Κουδουμά, λίγες στιγμές πριν από την κοίμηση του, ανασηκώθηκε λίγο από την κλίνη του, έκανε μία κίνηση σαν να έπιασε κάποιο χέρι το οποίο και ασπάστηκε λέγοντας: Καλώς ήρθες, Παναγία μου!
Το 1907 έγινε η ανακομιδή των λειψάνων του Άγιου Παρθενίου και η τοποθέτησή τους στον ναό της Παναγίας. Ο Ευμένιος που συνέχισε το έργο που είχε αρχίσει μαζί με τον Παρθένιο κοιμήθηκε ειρηνικά το 1920.
Από νωρίς καθιερώθηκαν στη συνείδηση των πιστών ως άγιοι και θαυματουργοί Πατέρες και η Εκκλησία τιμά τη μνήμη τους στις 10 Ιουλίου.