Ο μοναχισμός έχει μοναδικό σκοπό τη μίμηση του Χριστού και την εν Χριστώ ζωή.
Στο μοναχισμό μπορεί, εάν θέλει κάποιος, να βρει τις πλέον κατάλληλες συνθήκες για τη θεραπεία των ψυχικών πληγών γιατί βρίσκεται μακριά από τα αίτια τα οποία προκαλούν την πτώση στην αμαρτία. Ο μοναχισμός βρήκε κατάλληλους τρόπους και προγραμματισμούς που διευκολύνουν την μίμηση της ζωής του Χριστού, ο οποίος έζησε με παρθενία, ακτημοσύνη και ταπείνωση.
Ιδιαίτερα δε ο κοινοβιακός μοναχισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά η συνέχιση της ζωής της κοινότητας της ζωής του Χριστού με τους αγίους Αποστόλους και της ζωής των πρώτων χριστιανών στους οποίους όλα ήσαν κοινά. Μέσα στην κοινωνία των αδελφών που ζουν μαζί (κοινός-βίος) βλέπουμε να πραγματοποιούνται τα μεγαλεία του Θεού. Πραγματοποιείται έτσι η υπόσχεση του Κυρίου ότι «ού γαρ εισί δύο ή τρείς συνηγμένοι εις το εμόν όνομα εκεί ειμί εν μέσω αυτών».
Ο μοναχός παραδίδει εκούσια ολόκληρο τον εαυτόν του στον πνευματικό Γέροντα και με την υπακοή νεκρώνει το θέλημα, τη γνώση, την υπερηφάνεια και την οίησή του μιμούμενος τον πράο και ταπεινό Ιησούν, ο οποίος έγινε «υπήκοος μέχρι θανάτου», θανάτου σταυρικού στον Πατέρα του. Ο υποτακτικός διακονεί τους αδελφούς του σαν να διακονεί τον Κύριο. Εργαζόμενος στο διακόνημά του με αγάπη προς τους αδελφούς του υποτάσσει το φρόνημά του εσωτερικά στο φρόνημα του ενάρετου πατέρα του και με το μυστήριο της υπακοής και της προσευχής αποκρούει κάθε εμπαθή κίνηση της ψυχής που δημιουργείται από οποιαδήποτε πρόφαση αποκτώντας την θεομίμητη και θεοφιλή ταπείνωση. Όπου θάβεται το θέλημα, εγείρεται η ταπείνωση, όπως γράφει ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος.
Μέσα στο κοινόβιο με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος πραγματοποιείται η αρμονική συμβίωση μοναχών που προέρχονται από διαφόρους τόπους, με διαφορετικό τρόπο ζωής και διαφορετικούς χαρακτήρες. Επαληθεύεται ο λόγος του Κυρίου «ίνα ώσιν έν, καθώς ημείς έν εσμέν». Ο κοινοβιάτης μοναχός γνωρίζει εκ πείρας ότι η παραμικρή αγάπη προς τον εαυτόν του, έστω και μικρή αυταρέσκεια, δημιουργεί προσωρινή εγκατάλειψη από τη Χάρη του Θεού μέχρι να επιστρέψει με τη μετάνοια στο φρόνημα ότι είναι «ο πάντων έσχατος και πάντων διάκονος», αποκαθιστώντας την κοινωνία της αγάπης με τους άλλους αδελφούς. Το κοινόβιο είναι «επίγειος ουρανός». Από τα ειρηνικά πρόσωπα των μοναχών αναβλύζει ο αναστάσιμος χαρακτήρας της αγάπης.
Το κοινόβιο υφίσταται μέσα στα όρια του χρόνου και του χώρου γιατί βρίσκεται μέσα στον κόσμο. Η χαρισματική και αγιοπνευματική ζωή έρχεται σαν δωρεά και καρπός μετά από επίμονη και συνεχή άσκηση της αγάπης και της διακονίας στην καθημερινή απλή, φυσική ζωή των μοναχών. Το πρώτιστο και το «μείζον» της πνευματικής ζωής βρίσκεται στο «διακονήσαι», που θέτει ως κέντρο τον «πλησίον» και όχι τον εαυτό μας. Ο μοναχός ακολουθεί στην καθημερινή ζωή μέσα στο διακόνημά του τον «Υιόν του ανθρώπου ος ουκ ήλθε διακονηθήναι αλλά διακονήσαι». Ξέρει ότι πρέπει «ο μείζων εν υμίν γινέσθω ως ο νεώτερος, και ο ηγούμενος ως ο διακονών». Σκεπτόμενος το θάνατο και την κρίση θυμάται ότι η δικαίωσή του θα προέλθει από την αγάπη και τη διακονία. Βλέπει τους γύρω του, μοναχούς και επισκέπτες της μονής, ως τους ελαχίστους αδελφούς του Χριστού μέσα από τους οποίους περνά ο δρόμος της τελειότητας. Το διακόνημα δεν είναι γι’ αυτόν μια εργασία αλλά ένας δρόμος που συνδέεται με όλη την πνευματική λειτουργία της μονής και που τον μεταφέρει στην πνευματική σφαίρα των αρετών σύμφωνα με τις εντολές του Θεού. Και οι αρετές συνδέονται μεταξύ τους όπως οι κρίκοι σε μια αλυσίδα. «Η ευχή από την αγάπη, η αγάπη από τη χαρά, η χαρά από την πραότητα, η πραότητα από την ταπείνωση, η ταπείνωση από τη διακονία, η διακονία από την ελπίδα, η ελπίδα από την πίστη, η πίστη από την υπακοή, η υπακοή από την απλότητα».
Για τον εύρυθμο τρόπο διοικήσεως και διαβιώσεως των πατέρων που ζουν σε μια μονή και για την επίτευξη των άλλων πνευματικών λειτουργιών της ορίζονται από την Ιερά Σύναξη σύμφωνα με τις ανάγκες της, τα διάφορα διακονήματα που έχουν ετήσια διάρκεια. Αναφέρουμε τα σπουδαιότερα διακονήματα που υπάρχουν στο Άγιον Όρος.
Αγιογράφος: ο καταγινόμενος με την ιστόρηση ιερών εικόνων και γενικά την αγιογραφία.
Αμπελικός: αυτός που φροντίζει τον αμπελώνα.
Αντιπρόσωπος: ο εκπρόσωπος της Μονής στην Ιερά Κοινότητα.
Αρσανάρης: ο υπεύθυνος για τον αρσανά, λιμενίσκο γενικά της Μονής.
Αρχειοφύλαξ: ο υπεύθυνος του αρχείου.
Αρχοντάρης: ο αρμόδιος για το αρχονταρίκι και τη φιλοξενία των επισκεπτών και προσκυνητών.
Βαγενάρης: ο υπεύθυνος του βαγεναριού (της αποθήκης του κρασιού).
Βδομαδιάρης: ο ιερομόναχος που εφημερεύει τη βδομάδα.
Βηματάρης: ο επιμελούμενος το ιερό βήμα του καθολικού με τα ιερά λείψανα, σκεύη, άμφια κλπ.
Βιβλιοδέτης: ο μοναχός που δένει βιβλία.
Βιβλιοφύλαξ: ο βιβλιοθηκάριος.
Βορδονάρης: ο ημιονηγός, επιμελείται και τον σταύλο και τη χορταποθήκη.
Γηροκόμος: ο μοναχός που περιποιείται τους γέροντες μοναχούς στο γηροκομείο.
Γραμματικός: ο επιμελούμενος τη γραμματεία, αλληλογραφία κλπ της Μονής.
Δευτερεύων: ο αναπληρωτής του διαβαστή.
Διαβαστής: ο αναγνώστης στην τράπεζα.
Δοχειάρης: ο υπεύθυνος του δοχειού (αποθήκης τροφίμων).
Εκκλησιαστικός: ο αρμόδιος για το ναό.
Επιστάτης: ο μοναχός ή ιερομόναχος που στέλνεται από τα 15 μοναστήρια που δικαιούνται κάθε 5 χρόνια συμμετοχή στην Επιστασία.
Επιστημονάρχης: ο επόπτης των διαφόρων διακονημάτων.
Ηγούμενος: ο αρχιμανδρίτης, ο πνευματικός ηγέτης του μοναστηριού ιερομόναχος, ο πατέρας όλων των μοναχών.
Ηγουμενιάρης: ο εντεταλμένος με τη φροντίδα του ηγουμένου.
Ιεροψάλτης: καλλίφωνος μοναχός που ψέλνει στο δεξιό ή αριστερό αναλόγιο.
Καϊκτζής: ο καπετάνιος του καϊκιού της μονής.
Κανονάρχης: ο μοναχός που κανοναρχεί τους ψάλτες.
Κηροπλάστης: ο μοναχός που κατασκευάζει τα κεριά.
Κοιμητηριάρης: ο υπεύθυνος για το κοιμητήριο και οστεοφυλάκιο της μονής.
Κολλυβάς: καλλιτέχνης μοναχός που φτιάχνει τα κόλλυβα των πανηγύρεων.
Κονακτζής: ο επιμελούμενος το Αντιπροσωπείο (κονάκι) της μονής στις Καρυές, όπου διαμένει ο αντιπρόσωπος της μονής στην Ιερά Κοινότητα.
Κουρτζής: ο υπεύθυνος για το δάσος της μονής.
Κωδωνοκρούστης: ο μοναχός που κτυπά τις καμπάνες.
Μάγειρος: ο μοναχός που ετοιμάζει το φαγητό για την τράπεζα.
Μαραγκός: ο ξυλουργός της μονής.
Μάγκιπας: ο φούρναρης.
Νοσοκόμος: ο μοναχός που φροντίζει τους ασθενείς στο νοσοκομείο της μονής.
Οδηγός: οδηγεί τα τροχοφόρα (αυτοκίνητα) της μονής.
Οικονόμος: ο υπεύθυνος για τους εργάτες και τις γενικές εργασίες της μονής, εκτελεί και χρέη δοχειάρη.
Περβολάρης: ο κηπουρός.
Πνευματικός: ο εξομολόγος.
Πορτάρης: ο φύλακας του πυλώνα της μονής.
Προσμονάριος: διακονητής σε θαυματουργή εικόνα.
Προσφοριάρης: ο μοναχός που παρασκευάζει τα πρόσφορα.
Πρώτος: ο μοναχός ή ιερομόναχος που στέλνει μια από τις 5 μονές που δικαιούνται για πρωτεπιστάτη, κάθε 5 χρόνια όταν έχει σειρά το μοναστήρι.
Ράφτης: ο μοναχός που ράβει τα ζωστικά, τα άμφια κλπ των αδελφών.
Σκευοφύλαξ: ο υπεύθυνος για το σκευοφυλάκιο (κειμηλαρχείο) της μονής.
Ταχυδρόμος: ο μοναχός που μεταφέρει την αλληλογραφία.
Τραπεζάρης: ο διακονητής της τράπεζας.
Τυπικάρης: ο αρμόδιος για το τυπικό και επιμελούμενος το τυπικαριό.
Φαρμακοποιός: παρασκευαστής φαρμάκων και αλοιφών από βότανα (σήμερα ο υπεύθυνος του φαρμακείου).
Ψαράς: αλιεύει ψάρια για διατροφή των αδελφών τις επίσημες ημέρες.
Ωρειάριος: ο υπεύθυνος για το ωρειό (αποθήκη σιταριού).
Στο μοναχισμό μπορεί, εάν θέλει κάποιος, να βρει τις πλέον κατάλληλες συνθήκες για τη θεραπεία των ψυχικών πληγών γιατί βρίσκεται μακριά από τα αίτια τα οποία προκαλούν την πτώση στην αμαρτία. Ο μοναχισμός βρήκε κατάλληλους τρόπους και προγραμματισμούς που διευκολύνουν την μίμηση της ζωής του Χριστού, ο οποίος έζησε με παρθενία, ακτημοσύνη και ταπείνωση.
Ιδιαίτερα δε ο κοινοβιακός μοναχισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά η συνέχιση της ζωής της κοινότητας της ζωής του Χριστού με τους αγίους Αποστόλους και της ζωής των πρώτων χριστιανών στους οποίους όλα ήσαν κοινά. Μέσα στην κοινωνία των αδελφών που ζουν μαζί (κοινός-βίος) βλέπουμε να πραγματοποιούνται τα μεγαλεία του Θεού. Πραγματοποιείται έτσι η υπόσχεση του Κυρίου ότι «ού γαρ εισί δύο ή τρείς συνηγμένοι εις το εμόν όνομα εκεί ειμί εν μέσω αυτών».
Ο μοναχός παραδίδει εκούσια ολόκληρο τον εαυτόν του στον πνευματικό Γέροντα και με την υπακοή νεκρώνει το θέλημα, τη γνώση, την υπερηφάνεια και την οίησή του μιμούμενος τον πράο και ταπεινό Ιησούν, ο οποίος έγινε «υπήκοος μέχρι θανάτου», θανάτου σταυρικού στον Πατέρα του. Ο υποτακτικός διακονεί τους αδελφούς του σαν να διακονεί τον Κύριο. Εργαζόμενος στο διακόνημά του με αγάπη προς τους αδελφούς του υποτάσσει το φρόνημά του εσωτερικά στο φρόνημα του ενάρετου πατέρα του και με το μυστήριο της υπακοής και της προσευχής αποκρούει κάθε εμπαθή κίνηση της ψυχής που δημιουργείται από οποιαδήποτε πρόφαση αποκτώντας την θεομίμητη και θεοφιλή ταπείνωση. Όπου θάβεται το θέλημα, εγείρεται η ταπείνωση, όπως γράφει ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος.
Μέσα στο κοινόβιο με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος πραγματοποιείται η αρμονική συμβίωση μοναχών που προέρχονται από διαφόρους τόπους, με διαφορετικό τρόπο ζωής και διαφορετικούς χαρακτήρες. Επαληθεύεται ο λόγος του Κυρίου «ίνα ώσιν έν, καθώς ημείς έν εσμέν». Ο κοινοβιάτης μοναχός γνωρίζει εκ πείρας ότι η παραμικρή αγάπη προς τον εαυτόν του, έστω και μικρή αυταρέσκεια, δημιουργεί προσωρινή εγκατάλειψη από τη Χάρη του Θεού μέχρι να επιστρέψει με τη μετάνοια στο φρόνημα ότι είναι «ο πάντων έσχατος και πάντων διάκονος», αποκαθιστώντας την κοινωνία της αγάπης με τους άλλους αδελφούς. Το κοινόβιο είναι «επίγειος ουρανός». Από τα ειρηνικά πρόσωπα των μοναχών αναβλύζει ο αναστάσιμος χαρακτήρας της αγάπης.
Το κοινόβιο υφίσταται μέσα στα όρια του χρόνου και του χώρου γιατί βρίσκεται μέσα στον κόσμο. Η χαρισματική και αγιοπνευματική ζωή έρχεται σαν δωρεά και καρπός μετά από επίμονη και συνεχή άσκηση της αγάπης και της διακονίας στην καθημερινή απλή, φυσική ζωή των μοναχών. Το πρώτιστο και το «μείζον» της πνευματικής ζωής βρίσκεται στο «διακονήσαι», που θέτει ως κέντρο τον «πλησίον» και όχι τον εαυτό μας. Ο μοναχός ακολουθεί στην καθημερινή ζωή μέσα στο διακόνημά του τον «Υιόν του ανθρώπου ος ουκ ήλθε διακονηθήναι αλλά διακονήσαι». Ξέρει ότι πρέπει «ο μείζων εν υμίν γινέσθω ως ο νεώτερος, και ο ηγούμενος ως ο διακονών». Σκεπτόμενος το θάνατο και την κρίση θυμάται ότι η δικαίωσή του θα προέλθει από την αγάπη και τη διακονία. Βλέπει τους γύρω του, μοναχούς και επισκέπτες της μονής, ως τους ελαχίστους αδελφούς του Χριστού μέσα από τους οποίους περνά ο δρόμος της τελειότητας. Το διακόνημα δεν είναι γι’ αυτόν μια εργασία αλλά ένας δρόμος που συνδέεται με όλη την πνευματική λειτουργία της μονής και που τον μεταφέρει στην πνευματική σφαίρα των αρετών σύμφωνα με τις εντολές του Θεού. Και οι αρετές συνδέονται μεταξύ τους όπως οι κρίκοι σε μια αλυσίδα. «Η ευχή από την αγάπη, η αγάπη από τη χαρά, η χαρά από την πραότητα, η πραότητα από την ταπείνωση, η ταπείνωση από τη διακονία, η διακονία από την ελπίδα, η ελπίδα από την πίστη, η πίστη από την υπακοή, η υπακοή από την απλότητα».
Για τον εύρυθμο τρόπο διοικήσεως και διαβιώσεως των πατέρων που ζουν σε μια μονή και για την επίτευξη των άλλων πνευματικών λειτουργιών της ορίζονται από την Ιερά Σύναξη σύμφωνα με τις ανάγκες της, τα διάφορα διακονήματα που έχουν ετήσια διάρκεια. Αναφέρουμε τα σπουδαιότερα διακονήματα που υπάρχουν στο Άγιον Όρος.
Αγιογράφος: ο καταγινόμενος με την ιστόρηση ιερών εικόνων και γενικά την αγιογραφία.
Αμπελικός: αυτός που φροντίζει τον αμπελώνα.
Αντιπρόσωπος: ο εκπρόσωπος της Μονής στην Ιερά Κοινότητα.
Αρσανάρης: ο υπεύθυνος για τον αρσανά, λιμενίσκο γενικά της Μονής.
Αρχειοφύλαξ: ο υπεύθυνος του αρχείου.
Αρχοντάρης: ο αρμόδιος για το αρχονταρίκι και τη φιλοξενία των επισκεπτών και προσκυνητών.
Βαγενάρης: ο υπεύθυνος του βαγεναριού (της αποθήκης του κρασιού).
Βδομαδιάρης: ο ιερομόναχος που εφημερεύει τη βδομάδα.
Βηματάρης: ο επιμελούμενος το ιερό βήμα του καθολικού με τα ιερά λείψανα, σκεύη, άμφια κλπ.
Βιβλιοδέτης: ο μοναχός που δένει βιβλία.
Βιβλιοφύλαξ: ο βιβλιοθηκάριος.
Βορδονάρης: ο ημιονηγός, επιμελείται και τον σταύλο και τη χορταποθήκη.
Γηροκόμος: ο μοναχός που περιποιείται τους γέροντες μοναχούς στο γηροκομείο.
Γραμματικός: ο επιμελούμενος τη γραμματεία, αλληλογραφία κλπ της Μονής.
Δευτερεύων: ο αναπληρωτής του διαβαστή.
Διαβαστής: ο αναγνώστης στην τράπεζα.
Δοχειάρης: ο υπεύθυνος του δοχειού (αποθήκης τροφίμων).
Εκκλησιαστικός: ο αρμόδιος για το ναό.
Επιστάτης: ο μοναχός ή ιερομόναχος που στέλνεται από τα 15 μοναστήρια που δικαιούνται κάθε 5 χρόνια συμμετοχή στην Επιστασία.
Επιστημονάρχης: ο επόπτης των διαφόρων διακονημάτων.
Ηγούμενος: ο αρχιμανδρίτης, ο πνευματικός ηγέτης του μοναστηριού ιερομόναχος, ο πατέρας όλων των μοναχών.
Ηγουμενιάρης: ο εντεταλμένος με τη φροντίδα του ηγουμένου.
Ιεροψάλτης: καλλίφωνος μοναχός που ψέλνει στο δεξιό ή αριστερό αναλόγιο.
Καϊκτζής: ο καπετάνιος του καϊκιού της μονής.
Κανονάρχης: ο μοναχός που κανοναρχεί τους ψάλτες.
Κηροπλάστης: ο μοναχός που κατασκευάζει τα κεριά.
Κοιμητηριάρης: ο υπεύθυνος για το κοιμητήριο και οστεοφυλάκιο της μονής.
Κολλυβάς: καλλιτέχνης μοναχός που φτιάχνει τα κόλλυβα των πανηγύρεων.
Κονακτζής: ο επιμελούμενος το Αντιπροσωπείο (κονάκι) της μονής στις Καρυές, όπου διαμένει ο αντιπρόσωπος της μονής στην Ιερά Κοινότητα.
Κουρτζής: ο υπεύθυνος για το δάσος της μονής.
Κωδωνοκρούστης: ο μοναχός που κτυπά τις καμπάνες.
Μάγειρος: ο μοναχός που ετοιμάζει το φαγητό για την τράπεζα.
Μαραγκός: ο ξυλουργός της μονής.
Μάγκιπας: ο φούρναρης.
Νοσοκόμος: ο μοναχός που φροντίζει τους ασθενείς στο νοσοκομείο της μονής.
Οδηγός: οδηγεί τα τροχοφόρα (αυτοκίνητα) της μονής.
Οικονόμος: ο υπεύθυνος για τους εργάτες και τις γενικές εργασίες της μονής, εκτελεί και χρέη δοχειάρη.
Περβολάρης: ο κηπουρός.
Πνευματικός: ο εξομολόγος.
Πορτάρης: ο φύλακας του πυλώνα της μονής.
Προσμονάριος: διακονητής σε θαυματουργή εικόνα.
Προσφοριάρης: ο μοναχός που παρασκευάζει τα πρόσφορα.
Πρώτος: ο μοναχός ή ιερομόναχος που στέλνει μια από τις 5 μονές που δικαιούνται για πρωτεπιστάτη, κάθε 5 χρόνια όταν έχει σειρά το μοναστήρι.
Ράφτης: ο μοναχός που ράβει τα ζωστικά, τα άμφια κλπ των αδελφών.
Σκευοφύλαξ: ο υπεύθυνος για το σκευοφυλάκιο (κειμηλαρχείο) της μονής.
Ταχυδρόμος: ο μοναχός που μεταφέρει την αλληλογραφία.
Τραπεζάρης: ο διακονητής της τράπεζας.
Τυπικάρης: ο αρμόδιος για το τυπικό και επιμελούμενος το τυπικαριό.
Φαρμακοποιός: παρασκευαστής φαρμάκων και αλοιφών από βότανα (σήμερα ο υπεύθυνος του φαρμακείου).
Ψαράς: αλιεύει ψάρια για διατροφή των αδελφών τις επίσημες ημέρες.
Ωρειάριος: ο υπεύθυνος για το ωρειό (αποθήκη σιταριού).