Ἡ τέταρτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, τὴν ὁποία σήμερα τιμᾶ ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, ἔλαβε χώρα στὴ Χαλκηδόνα, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας μας Κωνσταντινούπολη, καὶ διεμόρφωσε ἔτι περισσότερο τὸ χριστολογικὸ δόγμα, δηλαδὴ τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ δημιουργὸς τοῦ κόσμου, ὁ προαιώνιος Θεός.

Σὲ αὐτὴν κυριάρχησε ἡ θεολογία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, μεγίστου θεολόγου καὶ ἁγίου πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ἕνα καὶ μοναδικὸ πρόσωπο μὲ δύο φύσεις, ὁλοκληρωμένος ὡς ἄνθρωπος καὶ ὁλοκληρωμένος ὡς Θεός. Δὲν εἶναι οὔτε λίγο Θεός, οὔτε λίγο ἄνθρωπος. Οἱ δύο φύσεις Του, ἡ θεϊκὴ καὶ ἡ ἀνθρώπινη, ἑνώθηκαν ἀσύγχυτα καὶ ἄτρεπτα, ἀσύγχυτα καὶ ἀδιαίρετα, στὸ πρόσωπό Του. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν εἶναι δηλαδὴ ἕνας ἄνθρωπος, στὸν ὁποῖο κατοίκησε ὁ Θεὸς Λόγος, οὔτε πάλι εἶναι ἕνας ἄνθρωπος, τοῦ ὁποίου τὴν φύση ἀποῤῥόφησε ἡ θεότητά Του. Εἶναι τέλειος ὡς Θεός, δηλαδὴ ὁμοούσιος καὶ ἰσοδύναμος μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὄχι κατώτερος ἢ ὑποδεέστερος τοῦ Θεοῦ ἢ δημιούργημά Του, εἶναι Θεὸς ἀληθινός, γεννηθεὶς ἀπὸ ἀληθινὸ Θεὸ Πατέρα, καὶ τέλειος ὡς ἄνθρωπος, δηλαδὴ ὁμοούσιος μὲ ἐμᾶς, μὲ σῶμα καὶ ψυχή, ἀκέραιος καὶ πλήρης ὡς πρὸς τὰ ἰδιώματα καὶ τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς ἀνθρώπινης οὐσίας, ἴδιος μὲ τὸν κάθε ἄνθρωπο ἐκτὸς ὅμως ἁμαρτίας. Αὐτὲς οἱ δύο φύσεις, οἱ δύο οὐσίες Του, ἡ θεϊκὴ καὶ ἡ ἀνθρώπινη, δὲν μπερδεύονται, δὲν συγχέονται, δὲν διαιροῦνται, δὲν διαχωρίζονται, γιατὶ ὁ Χριστὸς εἶναι ἕνας καὶ ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας. Τὸ ὅτι ἔλαβε ἀνθρώπινο σῶμα καὶ ψυχὴ δὲν σημαίνει ὅτι ἦταν ὑπὸ τὸ κράτος τῆς φθορᾶς, γιατὶ ἑκουσίως ὑπέμεινε ὅ,τι ὑπέμεινε, τὸν θάνατο καὶ ὅλα τὰ ἀδιάβλητα πάθη, δηλαδὴ τὰ σωματικὰ παθήματα καὶ τὶς βιοτικὲς ἀνάγκες. Πείνασε, ἔκλαψε, κουράστηκε, αἱμάτωσε, πόνεσε, σταυρώθηκε, πέθανε, ἀναστήθηκε· κι ὅλα αὐτὰ ἑκουσίως γιὰ τὴ δική μας σωτηρία. Δὲν ὑπῆρχε κἂν ἡ δυνατότητα τῆς ἁμαρτίας στὸν Χριστό, δὲν μποροῦσε νὰ ἁμαρτήσῃ, διότι εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὁ ἴδιος ὁ Νομοθέτης, ἐντούτοις ὑποτάχθηκε στὸ μωσαϊκὸ νόμο καὶ περιετμήθη, ὡς καλὸς Ἰουδαῖος, ἐβαπτίσθη στὸν Ἰορδάνη ἀπὸ τὸν Τϊμιο Πρόδρομο γιὰ νὰ ὁλοκληρώσῃ «τὴν δικαιοσύνη», σύμφωνα πάλι μὲ τὸ δικό Του θεῖο θέλημα.

Ἡ τέταρτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος καταδίκασε τὸν αἱρετικὸ ἀρχιμανδρίτη Εὐτυχῆ, ὁ ὁποῖος, ἐπηρεασμένος ἀπὸ ἀντιλήψεις ποὺ καταδίκαζαν τὸ ἀνθρώπινο σῶμα, ἰσχυριζόταν πὼς ὅταν γίνεται λόγος γιὰ τὸν Χριστό, ἐννοεῖται ὁ Θεὸς χωρὶς ἀνθρώπινη φύση. Εἶχε προηγηθεῖ βεβαίως μία ἄλλη βλάσφημη αἵρεση, τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νεστορίου, ὁ ὁποῖος διαιροῦσε τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ σὲ δύο μέρη, θεωρώντας ἐσφαλμένα ὅτι ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο πρόσωπα, τὸν Θεὸ Λόγο καὶ τὸν ἄνθρωπο Ἰησοῦ. Στὴν προσπάθειά του νὰ ἀντιμετωπίσῃ τὸν αἱρετικὸ Νεστόριο, ὁ ἴδιος ὁ Εὐτυχὴς ἔπεσε στὴν ἄλλη πλευρὰ τῆς αἵρεσης. Ἤθελε νὰ ἀποδείξῃ ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἕνας καὶ ὁ αὐτὸς καὶ ὑπὸ τὴν παρερμηνεία τῆς φράσης τοῦ ἁγίου Κυρίλλου «μία φύσις τοῦ Θεοῦ Λόγου σεσαρκωμένη», νόμιζε πὼς ὁ Χριστὸς ἔχει μία φύση, ἀδυνατώντας νὰ ἐννοήσῃ τὸν τρόπο τῆς ὑποστατικῆς ἕνωσης τῶν δύο φύσεων.
Οἱ πατέρες τῆς Συνόδου καταδίκασαν τὸν Εὐτυχῆ καὶ ἐπικύρωσαν τὴν ἀπὸ εἰκοσαετίας καταδίκη τοῦ Νεστορίου ἀπὸ τὴν τρίτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Μὲ τὴν θεολογία τοῦ Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Μεγάλου Κυρίλλου καὶ τὴν συμβολὴ τοῦ πάπα τῆς Ῥώμης ἁγίου Λέοντος ἡ τέταρτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος διεφύλαξε τὸ ὀρθόδοξο δόγμα καὶ διαμόρφωσε τὶς προϋποθέσεις, ὥστε νὰ ἀντιμετωπιστοῦν ἄλλες αἱρέσεις κατὰ τὴν ἕκτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Δυστυχῶς ἕνα τμῆμα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου ἀποκόπηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, μὴ ἀποδεχόμενο τὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος· εἶναι οἱ λεγόμενοι Μονοφυσίτες, χριστιανοὶ τῆς Αἰγύπτου, τῆς Ἀρμενίας, τῆς Συρίας καὶ τῆς Αἰθιοπίας.

Ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τηρεῖ ἀπαρέγκλιτα τὴν περὶ Θεοῦ ἀλήθεια καὶ δὲν τὴν διαπραγματεύεται, γιατὶ ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὴν σωτηρία τοῦ χριστιανοῦ. Ὅλος ὁ ἀγώνας τῶν ἁγίων πατέρων νὰ τὴν διαφυλάξουν ἀνόθευτη συνίστατο στὴν ἀνάγκη νὰ διατηρηθῇ ἀκέραιη καὶ ἡ περὶ σωτηρίας ἀλήθεια. Ἡ λανθασμένη περὶ Θεοῦ πίστη ἀλληλεπιδρᾶ μὲ τὴν ἐσφαλμένη πορεία στὴ ζωή. Ὁ τρόπος ζωῆς καὶ τὸ ἀντικείμενο τῆς πίστεως καθορίζουν τὴν σωτηρία ἢ τὴν ἀπώλεια. Καὶ ἡ ἀσφαλὴς σωτηρία ὑπάρχει μόνον μέσα στὴν Ὀρθοδοξία, γιατὶ μόνον σὲ αὐτὴν ὑπάρχει ὁ Σωτήρ, ἡ σαρκωμένη Ἀλήθεια, ὁ Θεάνθρωπος Χριστός. Μία διαστρεβλωμένη περὶ Σωτῆρος ἀντίληψη διαστρεβλώνει καὶ τοὺς περὶ σωτηρίας κανόνες. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ θεολογικὴ διαμάχη ποὺ διεξήγαν ἀνὰ τοὺς αἰῶνες οἱ ἅγιοι πατέρες δὲν ἦταν γιὰ ψιλὰ γράμματα, ἀλλὰ γιὰ ὑψηλὰ νοήματα καὶ ἀλήθειες ποὺ σώζουν αὐτοὺς ποὺ τὶς ἀποδέχονται.

Νὰ παραμείνουμε ἐντὸς τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀδελφοί μου. Νὰ μὴν προδώσουμε τὴν γλυκιὰ μητέρα μας, γιὰ τὴν ὁποία τόσο ἀγωνίστηκαν οἱ ἅγιοι πατέρες μας.

π. Στυλιανός Μακρής