Ἅγιος Ἰγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ
Αρχίζοντας να μιλώ για την προσευχή του Ιησού, επικαλούμαι τη βοήθεια του πανάγαθου και παντοδύναμου Ιησού ενάντια στη ραθυμία μου και αναθυμούμαι τα λόγια του δίκαιου Συμεών για τον Κύριο: « Ιδού ούτος κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών εν τω Ισραήλ και εις σημείον αντιλεγόμενον» (Λουκ. 2,34). Ακριβώς όπως ο Κύριος ήταν και είναι σημείον αληθείας, ένα σημείον αντιλεγόμενο, αντικείμενο αμφισβήτησης και ασυμφωνίας μεταξύ εκείνων πού Τον γνωρίζουν και εκείνων πού δεν Τον γνωρίζουν, έτσι και η προσευχή στο πανάγιο όνομα Του, πού είναι, με την πλήρη σημασία της λέξεως, μέγα και θαυμαστό σημείο, έχει καταστεί θέμα αμφισβήτησης και διχογνωμίας μεταξύ των όσων ασκούνται σ’ αυτήν και όσων δεν την εφαρμόζουν. Κάποιος από τους Πατέρες δίκαια παρατηρεί ότι αυτός ο τρόπος προσευχής απορρίπτεται μόνον από εκείνους πού δεν τον ξέρουν και τον απορρίπτουν αυτοί από προκατάληψη και σφαλερές αντιλήψεις πού σχημάτισαν γι’ αυτόν.
Μη δίνοντας προσοχή στην κατακραυγή πού απορρέει από προκατάληψη και άγνοια, εμπιστευόμενοι στο έλεος και τη βοήθεια του Θεού, προσφέρουμε στους αγαπητούς πατέρες και αδελφούς την ταπεινή μας μελέτη για την προσευχή του Ιησού με βάση την Αγία Γραφή, την Εκκλησιαστική παράδοση και τα γραπτά κείμενα των Πατέρων, στα όποια εκτίθεται η διδασκαλία για την πανάγια και παντοδύναμη αύτη προσευχή. «Άλαλα γενηθήτω τα χείλη τα δόλια τα λαλούντα ανομίαν», ενάντια στο «δίκαιο» και μεγαλοπρεπές όνομα Του «εν υπερηφάνεια» μέσα στη βαθιά τους άγνοια και με περιφρόνηση για τα θαυμάσια του θεού.
Αναλογιζόμενοι το μεγαλείο του ονόματος του Ιησού και τη σώζουσα δύναμη της προσευχής πού γίνεται στο όνομα Του, αναφωνούμε με πνευματική ευφροσύνη και θαυμασμό: «Ως πολύ το πλήθος της χρηστότητας σου, Κύριε, ης έκρυψας τοις φοβουμένοις σε, εξειργάσω τοις ελπίζουσιν επί σε εναντίον των υιών των ανθρώπων» (Ψαλμ. 30,19-20).
Η προσευχή του Ιησού λέγεται μ’ αυτά τα λόγια: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του θεού, ελέησον με τον αμαρτωλόν». Αρχικά λεγόταν χωρίς την προσθήκη των λέξεων «τον αμαρτωλόν». Οι λέξεις αυτές προστέθηκαν στα άλλα λόγια της προσευχής μεταγενέστερα. Οι τελευταίες αυτές λέξεις, παρατηρεί ο άγιος Νείλος Σόρσκυ, πού υποδηλώνουν συνείδηση και ομολογία της πτώσης, είναι ταιριαστές για μας και ευάρεστες στο Θεό, πού μας έδωσε εντολή να προσευχόμαστε για να αναγνωρίζουμε και να εξομολογούμαστε την αμαρτωλότητά μας (Άγιος Νείλος Σόρσκυ, Κεφ. 2.). Οι Πατέρες επιτρέπουν στους αρχάριους, από σεβασμό προς την αδυναμία τους, να χωρίζουν την προσευχή σε δύο μέρη και να λέγουν κάποτε «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν» και κάποτε «Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν». Αυτό, όμως, είναι απλώς μια παραχώρηση η επιείκεια, και καθόλου μια εντολή η κανόνας πού απαιτεί ανελλιπή συμμόρφωση. Είναι πολύ καλύτερο να λέγεται αδιάλειπτα η ίδια προσευχή ολόκληρη, χωρίς ο νους να περισπάται ή να σκοτίζεται με αλλαγές ή με έγνοια για αλλαγές. Ακόμα κι εκείνος πού βρίσκει αναγκαία κάποια αλλαγή εξ αιτίας της αδυναμίας του, δεν πρέπει να επιτρέπει κάτι τέτοιο στον εαυτό του συχνά. Για παράδειγμα, το πρώτο μισό της προσευχής είναι δυνατό να λέγεται ως το άλλο μισό ύστερα από το γεύμα. Ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναίτης απαγορεύει τις συχνές αλλαγές, λέγοντας: «Ου ριζούνται τα φυτά συνεχώς μεταφυτευόμενα».
Αυτός ο τρόπος προσευχής, το να προσεύχεται δηλαδή κανείς λέγοντας την προσευχή του Ιησού, είναι θείος θεσμός, πού θεσπίστηκε όχι μέσω Αποστόλου ή Αγγέλου, αλλά από τον Υιόν του Θεού, πού είναι Θεός ο ίδιος. Μετά τον μυστικό δείπνο, ανάμεσα σ’ άλλες υψηλές, ύστατες εντολές και οδηγίες, ο Κύριος Ιησούς Χριστός θέσπισε την προσευχή στο όνομα Του. Έδωσε αυτό τον τρόπο προσευχής σαν μια νέα, εξαίρετη και ανεκτίμητη δωρεά. Οι Απόστολοι γνώριζαν ήδη μερικώς τη δύναμη του ονόματος του Ιησού, μ’ αυτό θεράπευσαν ανίατες αρρώστιες και υπέταξαν δαίμονες, και μ’ αυτό τους κατανίκησαν, τους έδεσαν και τους εξέβαλαν. Αυτό το πανίσχυρο και θαυμαστό όνομα ό Κύριος μας αφήνει εντολή να το χρησιμοποιούμε στην προσευχή. Υποσχέθηκε ότι τέτοια προσευχή θα είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική. «Ό,τι αν αιτήσητε τον πατέρα», είπε στους αγίους Αποστόλους, «εν τω ονόματι μου, τούτο ποιήσω, ίνα δοξασθή ο πατήρ εν τω υίω. Εάν τι αιτήσητε εν τω ονόματι μου, εγώ ποιήσω» (Ίωάν. 14,13). « Αμήν αμήν λέγω υμίν ότι όσα αν αιτήσετε τον πατέρα εν τω ονόματι μου, δώσει υμίν. Έως άρτι ουκ ητήσατε ουδέν εν τω ονόματί μου αιτείτε και λήψεσθε, ίνα η χαρά υμών η πεπληρωμένη» ( Ίωάν. 16,23-24).
Πόσο υπέροχη δωρεά! Είναι εγγύηση ατέλειωτων κι απέραντων ευλογιών! Δωρεά πού βγήκε από τα χείλη του άπειρου Θεού, ντυμένου την πεπερασμένη ανθρώπινη φύση και καλουμένου με το ανθρώπινο όνομα του Σωτήρα (Σωτήρας – στα εβραϊκά «Ιησούς» (Ματθ. 1,21). Το όνομα υπό την εξωτερική του μορφή είναι περιορισμένο, άλλα αντιπροσωπεύει κάτι το άπειρο, τον Θεό, από τον Οποίο αντλεί απέραντη, θεία αξία, τη δύναμη και τις ιδιότητες του Θεού.
Ω, εσύ Χορηγέ ανεκτίμητης, αδιάφθορης δωρεάς! Πώς μπορούμε εμείς οι αμαρτωλοί θνητοί να δεχτούμε τη δωρεά; Ούτε τα χέρια μας, ούτε ο νους μας, μα ούτε η καρδιά μας μπορούν να τη λάβουν. Δίδαξε μας για να γνωρίσουμε, όσο μπορούμε, το μεγαλείο της δωρεάς, τη σημασία της και τους τρόπους να τη λαβαίνουμε και να τη χρησιμοποιούμε έτσι πού να μη την πλησιάζουμε με τρόπο αμαρτωλό, για να μη τιμωρηθούμε για αδιακρισία και θρασύτητα, άλλα έτσι πού, για να την καταλαβαίνουμε και να τη χρησιμοποιούμε ορθά, να λάβουμε από Σένα άλλες δωρεές πού Σύ μας υποσχέθηκες και Σύ μοναχά γνωρίζεις.
Στα Ευαγγέλια, στις Πράξεις και τις Επιστολές των Αποστόλων βλέπουμε την απέραντη πίστη των αγίων Αποστόλων στο όνομα του Κυρίου Ιησού, όπως και τον απέραντο σεβασμό τους γι’ αυτό. Στο όνομα του Κυρίου Ιησού έκαναν τα πιο εκπληκτικά θαύματα. Δεν υπάρχει περίπτωση, από την οποία να μπορούμε να μάθουμε πώς προσεύχονταν στο όνομα του Κυρίου. Όμως, σίγουρα, έτσι προσεύχονταν. Πώς μπορούσαν να πράξουν αλλιώς, όταν η προσευχή εκείνη τους δόθηκε από τον ίδιο τον Κύριο κι έτσι τους παρήγγειλε να προσεύχονται και όταν η εντολή γι’ αυτό επιβεβαιώθηκε με το να επαναληφθεί δυο φορές; Αν η Γραφή σιωπά πάνω σ’ αυτό το σημείο, είναι μόνο και μόνο γιατί η προσευχή αυτή ήταν σε κοινή χρήση και ήταν τόσο καλά γνωστή πού δε χρειαζόταν ειδική μνεία σ’ αυτή. Ακόμη και στα γραπτά κείμενα των πρώτων αιώνων του Χριστιανισμού, πού έχουν φτάσει μέχρι την εποχή μας, η προσευχή του Κυρίου δεν αποτελεί αντικείμενο ξεχωριστής πραγματείας, άλλα μνημονεύεται μοναχά σε συνάρτηση με άλλα θέματα.
Στο βίο του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου, επισκόπου Αντιοχείας, πού στεφανώθηκε με το φωτοστέφανο του μαρτυρικού θανάτου στη Ρώμη, στα χρόνια του αυτοκράτορα Τραϊανού, διαβάζουμε αυτά τα λόγια: «Όταν τον έπαιρναν για να τον καταβροχθίσουν τα άγρια θηρία και εκείνος είχεν ασταμάτητα το όνομα του Ιησού στα χείλη του, οι ειδωλολάτρες τον ρώτησαν γιατί θυμόταν το όνομα εκείνο αδιάλειπτα. Ο Άγιος απάντησε ότι είχε το όνομα του Ιησού Χριστού γραμμένο μέσα στην καρδιά του κι ότι ομολογούσε με τα χείλη Εκείνον πού πάντα έφερε μέσα στην καρδιά του. Όταν τα άγρια θηρία είχαν καταβροχθίσει τον Άγιο, η καρδιά του, με το θέλημα του Θεού, διατηρήθηκε ανέπαφη ανάμεσα στα κόκαλα του. Οι άπιστοι τη βρήκαν και τότε θυμήθηκαν όσα είχε πει ο Άγιος. Έτσι, έκοψαν την καρδιά εκείνη στα δύο, θέλοντας να μάθουν αν ήταν αληθινό ο,τι τους είχε λεχθεί. Στο εσωτερικό των δυο κομματιών της καρδίας βρήκαν μιαν επιγραφή γραμμένη με χρυσά γράμματα: ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ. Έτσι ο άγιος Ιγνάτιος ήταν θεοφόρος και στο όνομα και στην πράξη, έχοντας πάντα και φέροντας μέσα στην καρδιά του το Θεό μας Χριστό, με το όνομά Του γραμμένο με το λογισμό του νου σαν με κάλαμο».
Ο άγιος Ιγνάτιος ήταν μαθητής του αγίου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου και είχε το προνόμιο, οντάς παιδί, να δει τον Κύριο Ιησού Χριστό προσωπικά. Ήταν το ευλογημένο εκείνο παιδί, για το όποιο λέγεται στο Ευαγγέλιο ότι ο Κύριος το έβαλε στο μέσο των Αποστόλων, πού συζητούσαν για πρωτεία, το πήρε στην αγκαλιά του και είπε: «Αμήν λέγω υμίν, εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών. Όστις ουν ταπεινώσει εαυτόν ως το παιδίον τούτο, ούτος εστίν ο μείζων εν τη βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 18,3-4. Πρβλ. Μάρκ. 9,36 και Μηναίο, 20 Δεκεμβρίου).
Σίγουρα ο άγιος Ιγνάτιος διδάχτηκε την προσευχή του Ιησού από τον άγιο Ευαγγελιστή και την εφάρμοζε κατά την περίοδο εκείνη της ακμής του Χριστιανισμού, όπως όλοι οι άλλοι Χριστιανοί. Την εποχή εκείνη όλοι οι Χριστιανοί μάθαιναν την προσευχή του Ιησού, πρώτα για τη μεγάλη σημασία της ίδιας της προσευχής, όπως και για το ότι σπάνιζαν τότε και ήταν πανάκριβα τα χειρόγραφα ιερά βιβλία, γιατί λίγοι ήταν οι γραμματισμένοι (οι πιο πολλοί από τους Αποστόλους ήταν αγράμματοι και γιατί η προσευχή του Ιησού ήταν εύκολη, πρόσφερε ικανοποίηση και επενεργούσε με μια πολύ ειδική ενέργεια και δύναμη.
Στην εκκλησιαστική ιστορία διαβάζουμε το πιο κάτω επεισόδιο: Κάποιος στρατιώτης, γέννημα της Καρχηδόνας, πού ονομαζόταν Νεωκόρος, υπηρετούσε στη φρουρά της Ιερουσαλήμ στα χρόνια πού ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός υπέστη θεληματικά τα πάθη και θανατώθηκε για ν’ απολυτρώσει το ανθρώπινο γένος. Σαν είδε ο Νεωκόρος τα θαύματα πού τελέσθηκαν στο θάνατο και την ανάσταση του Κυρίου, πίστεψε σ’ Αυτόν και βαφτίστηκε από τους Αποστόλους. Όταν τέλειωσε τη θητεία του, ο Νεωκόρος πήγε πίσω στην Καρχηδόνα και μοιράστηκε το θησαυρό της πίστης με ολόκληρη την οικογένεια του. Ανάμεσα σ’ εκείνους πού δέχτηκαν το Χριστιανισμό ήταν και ο Καλλίστρατος, ο εγγονός του Νεωκόρου. Σαν έφτασε στην κατάλληλη ηλικία ο Καλλίστρατος πήγε στο στρατό. Το στρατιωτικό απόσπασμα στο όποιο τοποθετήθηκε το αποτελούσαν ειδωλολάτρες. Παρακολούθησαν τον Καλλίστρατο και πρόσεξαν πώς αυτός δε λάτρευε τα είδωλα, αλλά αφιέρωνε πολλήν ώρα στην προσευχή τη νύκτα μέσα σε μοναξιά. Κάποτε κρυφάκουσαν, ενώ εκείνος προσευχόταν, και τον άκουσαν να επαναλαμβάνει αδιάκοπα το όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού. Γι’ αυτό τον κατήγγειλαν στο διοικητή τους. Ο άγιος Καλλίστρατος, πού ομολογούσε το Χριστό οντάς μόνος στο σκοτάδι της νύχτας, Τον ομολόγησε δημοσίως στο φως της ημέρας και επισφράγισε την ομολογία του με το αίμα του» (Μηναίο, 27 Σεπτεμβρίου).
Διδαχή για την προσευχή του Ιησού εμφανίζεται στους εκκλησιαστικούς συγγραφείς του τέταρτου αιώνα, όπως είναι ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και ο αββάς Ησαΐας ο Ασκητής. Κάποιος συγγραφέας του πέμπτου αιώνα, ο άγιος Ησύχιος ο Ιεροσολύμων, παραπονιέται από τότε κιόλας ότι η άσκηση σ’ αυτή την προσευχή έχει πολύ παρακμάσει ανάμεσα στους μοναχούς. Με το πέρασμα του χρόνου η παρακμή αυτή όλο και μεγάλωνε. Γι’ αυτό και οι άγιοι Πατέρες προσπάθησαν με τα γραφτά τους να ενθαρρύνουν την άσκηση στην προσευχή αύτη. Ο τελευταίος συγγραφέας, πού έγραψε γι’ αυτή την προσευχή, ήταν ο μακάριος γέροντας ιερομόναχος Σεραφείμ του Σαρώφ (Ο Μπριαντσιανίνωφ έγραψε τα πιο πάνω μισόν αιώνα πριν την ανακήρυξη του αγίου Σεραφείμ σε Άγιο). Δεν έγραψε τις οδηγίες ο γέροντας ο ίδιος με το όνομα, του, αυτές καταγράφτηκαν από τα λόγια του από έναν από τους μοναχούς πού καθοδηγούσε είναι, όμως, γραμμένες με αξιοσημείωτα κατανυκτικό ύφος. Τώρα η άσκηση στην προσευχή του Ιησού έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί από τους μοναχούς και τις μοναχές. Ο άγιος Ησύχιος αποδίδει την αμέλεια αυτή στην ακηδία. Πρέπει να παραδεχτεί κανείς πώς η κρίση αυτή είναι δίκαιη.
Η αγαθοεργός δύναμη της προσευχής του Ιησού εμπεριέχεται στο ίδιο το θείο όνομα του Θεανθρώπου, του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Μολονότι στην Αγία Γραφή υπάρχει πλούσια μαρτυρία, πού αποδείχνει το μεγαλείο του ονόματος του Θεού, εν τούτοις η σπουδαιότητα του ονόματος αυτού εξηγήθηκε με ιδιαίτερη ακρίβεια από τον άγιο Απόστολο Πέτρο μπροστά στο εβραϊκό συνέδριο, όταν ερωτήθηκε «εν ποία δυνάμει ή εν ποίω ονόματι» είχε θεραπεύσει κάποιον άνθρωπο χωλό εκ γενετής. «Τότε Πέτρος, πλησθείς Πνεύματος Αγίου, είπε προς αυτούς, άρχοντες του λαού και πρεσβύτεροι του Ισραήλ, ει ημείς σήμερον ανακρινόμεθα επί ευεργεσία ανθρώπου ασθενούς, εν τίνι ούτος σέσωσται, γνωστόν έστω πάσιν υμίν και παντί τω λαώ Ισραήλ ότι εν τω ονόματι Ιησού Χριστού του Ναζωραίου, ον υμείς εσταυρώσατε, ον ο Θεός ήγειρεν εκ νεκρών, εν τούτω ούτος παρέστηκεν ενώπιον υμών υγιής. Ούτος εστίν ο λίθος ο εξουθενηθείς υφ’ υμών των οικοδομούντων, ο γενόμενος εις κεφαλήν γωνίας. Και ουκ εστίν εν άλλω ουδενί η σωτηρία, ουδέ γαρ όνομα εστίν έτερον υπό τον ουρανόν το δεδομένον εν ανθρώποις εν ω δει σωθήναι ημάς» (Πράξ. 4,8-12). Η μαρτυρία αυτή είναι του Αγίου Πνεύματος. Του Αποστόλου το στόμα, η γλώσσα και η φωνή ήταν απλώς του Πνεύματος τα όργανα.
Ένα άλλο σκεύος του Αγίου Πνεύματος, ο Απόστολος των εθνών, δίνει μια παρόμοια μαρτυρία. «Πάς γαρ», λέγει, «ος αν επικαλέσηται το όνομα Κυρίου σωθήσεται» (Ρωμ. 10,13). «Χριστός Ιησούς… έταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού. Διό και ό Θεός αυτόν υπερύψωσε και εχαρίσατο αυτώ όνομα το υπέρ πάν όνομα, ίνα εν τω ονόματι Ιησού, πάν γόνυ κάμψη επουρανίων και επιγείων και καταχθόνιων» (Φιλ. 2,5-10).
Βλέποντας μακριά στο μέλλον, ο Δαυίδ, ένας πρόγονος του Ιησού κατά σάρκα, έψαλλε τη μεγαλωσύνη του ονόματος του Ιησού και ζωηρά περιέγραψε την επενέργεια και το αποτέλεσμα αυτού του ονόματος, τον αγώνα πού γίνεται με το όνομα αυτό σαν μέσο ενάντια στις πηγές της αμαρτίας, τη δύναμη του να σώζει εκείνους πού προσεύχονται με αυτό το όνομα από την αιχμαλωσία στα πάθη και τους δαίμονες και το θρίαμβο εκείνων πού κερδίζουν πνευματική νίκη με το όνομα του Ιησού. Ας ακούσουμε τί λέει ο θεόπνευστος Δαυίδ: «Κύριε ο Κύριος ημών, ως θαυμαστόν το όνομα σου εν πάση τη γη! Ότι επήρθη η μεγαλοπρέπεια σου υπεράνω των ουρανών. Εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον ένεκα των έχθρων σου του καταλυσαι εχθρόν και εκδικητήν» (Ψαλμ. 8,2-3).
Ακριβώς! Η μεγαλοπρέπεια του ονόματος του Ιησού ξεπερνά την αντίληψη των λογικών πλασμάτων της γης και του ουρανού. Τη μεγαλοπρέπεια του τη συλλαμβάνει μ’ ένα τρόπο ακατανόητο η παιδιάστικη απλότητα και πίστη. Μ’ αυτό το ανιδιοτελές πνεύμα πρέπει να προσεγγίσουμε την προσευχή στο όνομα του Ιησού και μ’ αύτη να συνεχίσουμε. Η έμμονη μας και η προσοχή μας στην προσευχή πρέπει να μοιάζει με την αδιάκοπη προσπάθεια του παιδιού όταν αναζήτα τα στήθη της μάνας του. Τότε η προσευχή στο όνομα του Ιησού θα στεφθεί με πλήρη επιτυχία, οι αόρατοι εχθροί θα νικηθούν και «ο εχθρός και εκδικητής» τελικά θα συντριβεί. Ο «εχθρός» ονομάζεται «εκδικητής», γιατί προσπαθεί από εκείνους πού προσεύχονται (ιδιαίτερα απ’ όσους προσεύχονται κάπου-κάπου κι όχι αδιάλειπτα) να τους πάρει, ύστερα από την προσευχή, ό,τι απόχτησαν στη διάρκεια της προσευχής. Για να κερδηθεί μια αποφασιστική νίκη, είναι απαραίτητη η αδιάλειπτη προσευχή και η συνεχής εγρήγορση.
Αρχίζοντας να μιλώ για την προσευχή του Ιησού, επικαλούμαι τη βοήθεια του πανάγαθου και παντοδύναμου Ιησού ενάντια στη ραθυμία μου και αναθυμούμαι τα λόγια του δίκαιου Συμεών για τον Κύριο: « Ιδού ούτος κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών εν τω Ισραήλ και εις σημείον αντιλεγόμενον» (Λουκ. 2,34). Ακριβώς όπως ο Κύριος ήταν και είναι σημείον αληθείας, ένα σημείον αντιλεγόμενο, αντικείμενο αμφισβήτησης και ασυμφωνίας μεταξύ εκείνων πού Τον γνωρίζουν και εκείνων πού δεν Τον γνωρίζουν, έτσι και η προσευχή στο πανάγιο όνομα Του, πού είναι, με την πλήρη σημασία της λέξεως, μέγα και θαυμαστό σημείο, έχει καταστεί θέμα αμφισβήτησης και διχογνωμίας μεταξύ των όσων ασκούνται σ’ αυτήν και όσων δεν την εφαρμόζουν. Κάποιος από τους Πατέρες δίκαια παρατηρεί ότι αυτός ο τρόπος προσευχής απορρίπτεται μόνον από εκείνους πού δεν τον ξέρουν και τον απορρίπτουν αυτοί από προκατάληψη και σφαλερές αντιλήψεις πού σχημάτισαν γι’ αυτόν.
Μη δίνοντας προσοχή στην κατακραυγή πού απορρέει από προκατάληψη και άγνοια, εμπιστευόμενοι στο έλεος και τη βοήθεια του Θεού, προσφέρουμε στους αγαπητούς πατέρες και αδελφούς την ταπεινή μας μελέτη για την προσευχή του Ιησού με βάση την Αγία Γραφή, την Εκκλησιαστική παράδοση και τα γραπτά κείμενα των Πατέρων, στα όποια εκτίθεται η διδασκαλία για την πανάγια και παντοδύναμη αύτη προσευχή. «Άλαλα γενηθήτω τα χείλη τα δόλια τα λαλούντα ανομίαν», ενάντια στο «δίκαιο» και μεγαλοπρεπές όνομα Του «εν υπερηφάνεια» μέσα στη βαθιά τους άγνοια και με περιφρόνηση για τα θαυμάσια του θεού.
Αναλογιζόμενοι το μεγαλείο του ονόματος του Ιησού και τη σώζουσα δύναμη της προσευχής πού γίνεται στο όνομα Του, αναφωνούμε με πνευματική ευφροσύνη και θαυμασμό: «Ως πολύ το πλήθος της χρηστότητας σου, Κύριε, ης έκρυψας τοις φοβουμένοις σε, εξειργάσω τοις ελπίζουσιν επί σε εναντίον των υιών των ανθρώπων» (Ψαλμ. 30,19-20).
Η προσευχή του Ιησού λέγεται μ’ αυτά τα λόγια: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του θεού, ελέησον με τον αμαρτωλόν». Αρχικά λεγόταν χωρίς την προσθήκη των λέξεων «τον αμαρτωλόν». Οι λέξεις αυτές προστέθηκαν στα άλλα λόγια της προσευχής μεταγενέστερα. Οι τελευταίες αυτές λέξεις, παρατηρεί ο άγιος Νείλος Σόρσκυ, πού υποδηλώνουν συνείδηση και ομολογία της πτώσης, είναι ταιριαστές για μας και ευάρεστες στο Θεό, πού μας έδωσε εντολή να προσευχόμαστε για να αναγνωρίζουμε και να εξομολογούμαστε την αμαρτωλότητά μας (Άγιος Νείλος Σόρσκυ, Κεφ. 2.). Οι Πατέρες επιτρέπουν στους αρχάριους, από σεβασμό προς την αδυναμία τους, να χωρίζουν την προσευχή σε δύο μέρη και να λέγουν κάποτε «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν» και κάποτε «Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν». Αυτό, όμως, είναι απλώς μια παραχώρηση η επιείκεια, και καθόλου μια εντολή η κανόνας πού απαιτεί ανελλιπή συμμόρφωση. Είναι πολύ καλύτερο να λέγεται αδιάλειπτα η ίδια προσευχή ολόκληρη, χωρίς ο νους να περισπάται ή να σκοτίζεται με αλλαγές ή με έγνοια για αλλαγές. Ακόμα κι εκείνος πού βρίσκει αναγκαία κάποια αλλαγή εξ αιτίας της αδυναμίας του, δεν πρέπει να επιτρέπει κάτι τέτοιο στον εαυτό του συχνά. Για παράδειγμα, το πρώτο μισό της προσευχής είναι δυνατό να λέγεται ως το άλλο μισό ύστερα από το γεύμα. Ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναίτης απαγορεύει τις συχνές αλλαγές, λέγοντας: «Ου ριζούνται τα φυτά συνεχώς μεταφυτευόμενα».
Αυτός ο τρόπος προσευχής, το να προσεύχεται δηλαδή κανείς λέγοντας την προσευχή του Ιησού, είναι θείος θεσμός, πού θεσπίστηκε όχι μέσω Αποστόλου ή Αγγέλου, αλλά από τον Υιόν του Θεού, πού είναι Θεός ο ίδιος. Μετά τον μυστικό δείπνο, ανάμεσα σ’ άλλες υψηλές, ύστατες εντολές και οδηγίες, ο Κύριος Ιησούς Χριστός θέσπισε την προσευχή στο όνομα Του. Έδωσε αυτό τον τρόπο προσευχής σαν μια νέα, εξαίρετη και ανεκτίμητη δωρεά. Οι Απόστολοι γνώριζαν ήδη μερικώς τη δύναμη του ονόματος του Ιησού, μ’ αυτό θεράπευσαν ανίατες αρρώστιες και υπέταξαν δαίμονες, και μ’ αυτό τους κατανίκησαν, τους έδεσαν και τους εξέβαλαν. Αυτό το πανίσχυρο και θαυμαστό όνομα ό Κύριος μας αφήνει εντολή να το χρησιμοποιούμε στην προσευχή. Υποσχέθηκε ότι τέτοια προσευχή θα είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική. «Ό,τι αν αιτήσητε τον πατέρα», είπε στους αγίους Αποστόλους, «εν τω ονόματι μου, τούτο ποιήσω, ίνα δοξασθή ο πατήρ εν τω υίω. Εάν τι αιτήσητε εν τω ονόματι μου, εγώ ποιήσω» (Ίωάν. 14,13). « Αμήν αμήν λέγω υμίν ότι όσα αν αιτήσετε τον πατέρα εν τω ονόματι μου, δώσει υμίν. Έως άρτι ουκ ητήσατε ουδέν εν τω ονόματί μου αιτείτε και λήψεσθε, ίνα η χαρά υμών η πεπληρωμένη» ( Ίωάν. 16,23-24).
Πόσο υπέροχη δωρεά! Είναι εγγύηση ατέλειωτων κι απέραντων ευλογιών! Δωρεά πού βγήκε από τα χείλη του άπειρου Θεού, ντυμένου την πεπερασμένη ανθρώπινη φύση και καλουμένου με το ανθρώπινο όνομα του Σωτήρα (Σωτήρας – στα εβραϊκά «Ιησούς» (Ματθ. 1,21). Το όνομα υπό την εξωτερική του μορφή είναι περιορισμένο, άλλα αντιπροσωπεύει κάτι το άπειρο, τον Θεό, από τον Οποίο αντλεί απέραντη, θεία αξία, τη δύναμη και τις ιδιότητες του Θεού.
Ω, εσύ Χορηγέ ανεκτίμητης, αδιάφθορης δωρεάς! Πώς μπορούμε εμείς οι αμαρτωλοί θνητοί να δεχτούμε τη δωρεά; Ούτε τα χέρια μας, ούτε ο νους μας, μα ούτε η καρδιά μας μπορούν να τη λάβουν. Δίδαξε μας για να γνωρίσουμε, όσο μπορούμε, το μεγαλείο της δωρεάς, τη σημασία της και τους τρόπους να τη λαβαίνουμε και να τη χρησιμοποιούμε έτσι πού να μη την πλησιάζουμε με τρόπο αμαρτωλό, για να μη τιμωρηθούμε για αδιακρισία και θρασύτητα, άλλα έτσι πού, για να την καταλαβαίνουμε και να τη χρησιμοποιούμε ορθά, να λάβουμε από Σένα άλλες δωρεές πού Σύ μας υποσχέθηκες και Σύ μοναχά γνωρίζεις.
Στα Ευαγγέλια, στις Πράξεις και τις Επιστολές των Αποστόλων βλέπουμε την απέραντη πίστη των αγίων Αποστόλων στο όνομα του Κυρίου Ιησού, όπως και τον απέραντο σεβασμό τους γι’ αυτό. Στο όνομα του Κυρίου Ιησού έκαναν τα πιο εκπληκτικά θαύματα. Δεν υπάρχει περίπτωση, από την οποία να μπορούμε να μάθουμε πώς προσεύχονταν στο όνομα του Κυρίου. Όμως, σίγουρα, έτσι προσεύχονταν. Πώς μπορούσαν να πράξουν αλλιώς, όταν η προσευχή εκείνη τους δόθηκε από τον ίδιο τον Κύριο κι έτσι τους παρήγγειλε να προσεύχονται και όταν η εντολή γι’ αυτό επιβεβαιώθηκε με το να επαναληφθεί δυο φορές; Αν η Γραφή σιωπά πάνω σ’ αυτό το σημείο, είναι μόνο και μόνο γιατί η προσευχή αυτή ήταν σε κοινή χρήση και ήταν τόσο καλά γνωστή πού δε χρειαζόταν ειδική μνεία σ’ αυτή. Ακόμη και στα γραπτά κείμενα των πρώτων αιώνων του Χριστιανισμού, πού έχουν φτάσει μέχρι την εποχή μας, η προσευχή του Κυρίου δεν αποτελεί αντικείμενο ξεχωριστής πραγματείας, άλλα μνημονεύεται μοναχά σε συνάρτηση με άλλα θέματα.
Στο βίο του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου, επισκόπου Αντιοχείας, πού στεφανώθηκε με το φωτοστέφανο του μαρτυρικού θανάτου στη Ρώμη, στα χρόνια του αυτοκράτορα Τραϊανού, διαβάζουμε αυτά τα λόγια: «Όταν τον έπαιρναν για να τον καταβροχθίσουν τα άγρια θηρία και εκείνος είχεν ασταμάτητα το όνομα του Ιησού στα χείλη του, οι ειδωλολάτρες τον ρώτησαν γιατί θυμόταν το όνομα εκείνο αδιάλειπτα. Ο Άγιος απάντησε ότι είχε το όνομα του Ιησού Χριστού γραμμένο μέσα στην καρδιά του κι ότι ομολογούσε με τα χείλη Εκείνον πού πάντα έφερε μέσα στην καρδιά του. Όταν τα άγρια θηρία είχαν καταβροχθίσει τον Άγιο, η καρδιά του, με το θέλημα του Θεού, διατηρήθηκε ανέπαφη ανάμεσα στα κόκαλα του. Οι άπιστοι τη βρήκαν και τότε θυμήθηκαν όσα είχε πει ο Άγιος. Έτσι, έκοψαν την καρδιά εκείνη στα δύο, θέλοντας να μάθουν αν ήταν αληθινό ο,τι τους είχε λεχθεί. Στο εσωτερικό των δυο κομματιών της καρδίας βρήκαν μιαν επιγραφή γραμμένη με χρυσά γράμματα: ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ. Έτσι ο άγιος Ιγνάτιος ήταν θεοφόρος και στο όνομα και στην πράξη, έχοντας πάντα και φέροντας μέσα στην καρδιά του το Θεό μας Χριστό, με το όνομά Του γραμμένο με το λογισμό του νου σαν με κάλαμο».
Ο άγιος Ιγνάτιος ήταν μαθητής του αγίου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου και είχε το προνόμιο, οντάς παιδί, να δει τον Κύριο Ιησού Χριστό προσωπικά. Ήταν το ευλογημένο εκείνο παιδί, για το όποιο λέγεται στο Ευαγγέλιο ότι ο Κύριος το έβαλε στο μέσο των Αποστόλων, πού συζητούσαν για πρωτεία, το πήρε στην αγκαλιά του και είπε: «Αμήν λέγω υμίν, εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών. Όστις ουν ταπεινώσει εαυτόν ως το παιδίον τούτο, ούτος εστίν ο μείζων εν τη βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 18,3-4. Πρβλ. Μάρκ. 9,36 και Μηναίο, 20 Δεκεμβρίου).
Σίγουρα ο άγιος Ιγνάτιος διδάχτηκε την προσευχή του Ιησού από τον άγιο Ευαγγελιστή και την εφάρμοζε κατά την περίοδο εκείνη της ακμής του Χριστιανισμού, όπως όλοι οι άλλοι Χριστιανοί. Την εποχή εκείνη όλοι οι Χριστιανοί μάθαιναν την προσευχή του Ιησού, πρώτα για τη μεγάλη σημασία της ίδιας της προσευχής, όπως και για το ότι σπάνιζαν τότε και ήταν πανάκριβα τα χειρόγραφα ιερά βιβλία, γιατί λίγοι ήταν οι γραμματισμένοι (οι πιο πολλοί από τους Αποστόλους ήταν αγράμματοι και γιατί η προσευχή του Ιησού ήταν εύκολη, πρόσφερε ικανοποίηση και επενεργούσε με μια πολύ ειδική ενέργεια και δύναμη.
Στην εκκλησιαστική ιστορία διαβάζουμε το πιο κάτω επεισόδιο: Κάποιος στρατιώτης, γέννημα της Καρχηδόνας, πού ονομαζόταν Νεωκόρος, υπηρετούσε στη φρουρά της Ιερουσαλήμ στα χρόνια πού ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός υπέστη θεληματικά τα πάθη και θανατώθηκε για ν’ απολυτρώσει το ανθρώπινο γένος. Σαν είδε ο Νεωκόρος τα θαύματα πού τελέσθηκαν στο θάνατο και την ανάσταση του Κυρίου, πίστεψε σ’ Αυτόν και βαφτίστηκε από τους Αποστόλους. Όταν τέλειωσε τη θητεία του, ο Νεωκόρος πήγε πίσω στην Καρχηδόνα και μοιράστηκε το θησαυρό της πίστης με ολόκληρη την οικογένεια του. Ανάμεσα σ’ εκείνους πού δέχτηκαν το Χριστιανισμό ήταν και ο Καλλίστρατος, ο εγγονός του Νεωκόρου. Σαν έφτασε στην κατάλληλη ηλικία ο Καλλίστρατος πήγε στο στρατό. Το στρατιωτικό απόσπασμα στο όποιο τοποθετήθηκε το αποτελούσαν ειδωλολάτρες. Παρακολούθησαν τον Καλλίστρατο και πρόσεξαν πώς αυτός δε λάτρευε τα είδωλα, αλλά αφιέρωνε πολλήν ώρα στην προσευχή τη νύκτα μέσα σε μοναξιά. Κάποτε κρυφάκουσαν, ενώ εκείνος προσευχόταν, και τον άκουσαν να επαναλαμβάνει αδιάκοπα το όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού. Γι’ αυτό τον κατήγγειλαν στο διοικητή τους. Ο άγιος Καλλίστρατος, πού ομολογούσε το Χριστό οντάς μόνος στο σκοτάδι της νύχτας, Τον ομολόγησε δημοσίως στο φως της ημέρας και επισφράγισε την ομολογία του με το αίμα του» (Μηναίο, 27 Σεπτεμβρίου).
Διδαχή για την προσευχή του Ιησού εμφανίζεται στους εκκλησιαστικούς συγγραφείς του τέταρτου αιώνα, όπως είναι ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και ο αββάς Ησαΐας ο Ασκητής. Κάποιος συγγραφέας του πέμπτου αιώνα, ο άγιος Ησύχιος ο Ιεροσολύμων, παραπονιέται από τότε κιόλας ότι η άσκηση σ’ αυτή την προσευχή έχει πολύ παρακμάσει ανάμεσα στους μοναχούς. Με το πέρασμα του χρόνου η παρακμή αυτή όλο και μεγάλωνε. Γι’ αυτό και οι άγιοι Πατέρες προσπάθησαν με τα γραφτά τους να ενθαρρύνουν την άσκηση στην προσευχή αύτη. Ο τελευταίος συγγραφέας, πού έγραψε γι’ αυτή την προσευχή, ήταν ο μακάριος γέροντας ιερομόναχος Σεραφείμ του Σαρώφ (Ο Μπριαντσιανίνωφ έγραψε τα πιο πάνω μισόν αιώνα πριν την ανακήρυξη του αγίου Σεραφείμ σε Άγιο). Δεν έγραψε τις οδηγίες ο γέροντας ο ίδιος με το όνομα, του, αυτές καταγράφτηκαν από τα λόγια του από έναν από τους μοναχούς πού καθοδηγούσε είναι, όμως, γραμμένες με αξιοσημείωτα κατανυκτικό ύφος. Τώρα η άσκηση στην προσευχή του Ιησού έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί από τους μοναχούς και τις μοναχές. Ο άγιος Ησύχιος αποδίδει την αμέλεια αυτή στην ακηδία. Πρέπει να παραδεχτεί κανείς πώς η κρίση αυτή είναι δίκαιη.
Η αγαθοεργός δύναμη της προσευχής του Ιησού εμπεριέχεται στο ίδιο το θείο όνομα του Θεανθρώπου, του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Μολονότι στην Αγία Γραφή υπάρχει πλούσια μαρτυρία, πού αποδείχνει το μεγαλείο του ονόματος του Θεού, εν τούτοις η σπουδαιότητα του ονόματος αυτού εξηγήθηκε με ιδιαίτερη ακρίβεια από τον άγιο Απόστολο Πέτρο μπροστά στο εβραϊκό συνέδριο, όταν ερωτήθηκε «εν ποία δυνάμει ή εν ποίω ονόματι» είχε θεραπεύσει κάποιον άνθρωπο χωλό εκ γενετής. «Τότε Πέτρος, πλησθείς Πνεύματος Αγίου, είπε προς αυτούς, άρχοντες του λαού και πρεσβύτεροι του Ισραήλ, ει ημείς σήμερον ανακρινόμεθα επί ευεργεσία ανθρώπου ασθενούς, εν τίνι ούτος σέσωσται, γνωστόν έστω πάσιν υμίν και παντί τω λαώ Ισραήλ ότι εν τω ονόματι Ιησού Χριστού του Ναζωραίου, ον υμείς εσταυρώσατε, ον ο Θεός ήγειρεν εκ νεκρών, εν τούτω ούτος παρέστηκεν ενώπιον υμών υγιής. Ούτος εστίν ο λίθος ο εξουθενηθείς υφ’ υμών των οικοδομούντων, ο γενόμενος εις κεφαλήν γωνίας. Και ουκ εστίν εν άλλω ουδενί η σωτηρία, ουδέ γαρ όνομα εστίν έτερον υπό τον ουρανόν το δεδομένον εν ανθρώποις εν ω δει σωθήναι ημάς» (Πράξ. 4,8-12). Η μαρτυρία αυτή είναι του Αγίου Πνεύματος. Του Αποστόλου το στόμα, η γλώσσα και η φωνή ήταν απλώς του Πνεύματος τα όργανα.
Ένα άλλο σκεύος του Αγίου Πνεύματος, ο Απόστολος των εθνών, δίνει μια παρόμοια μαρτυρία. «Πάς γαρ», λέγει, «ος αν επικαλέσηται το όνομα Κυρίου σωθήσεται» (Ρωμ. 10,13). «Χριστός Ιησούς… έταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού. Διό και ό Θεός αυτόν υπερύψωσε και εχαρίσατο αυτώ όνομα το υπέρ πάν όνομα, ίνα εν τω ονόματι Ιησού, πάν γόνυ κάμψη επουρανίων και επιγείων και καταχθόνιων» (Φιλ. 2,5-10).
Βλέποντας μακριά στο μέλλον, ο Δαυίδ, ένας πρόγονος του Ιησού κατά σάρκα, έψαλλε τη μεγαλωσύνη του ονόματος του Ιησού και ζωηρά περιέγραψε την επενέργεια και το αποτέλεσμα αυτού του ονόματος, τον αγώνα πού γίνεται με το όνομα αυτό σαν μέσο ενάντια στις πηγές της αμαρτίας, τη δύναμη του να σώζει εκείνους πού προσεύχονται με αυτό το όνομα από την αιχμαλωσία στα πάθη και τους δαίμονες και το θρίαμβο εκείνων πού κερδίζουν πνευματική νίκη με το όνομα του Ιησού. Ας ακούσουμε τί λέει ο θεόπνευστος Δαυίδ: «Κύριε ο Κύριος ημών, ως θαυμαστόν το όνομα σου εν πάση τη γη! Ότι επήρθη η μεγαλοπρέπεια σου υπεράνω των ουρανών. Εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον ένεκα των έχθρων σου του καταλυσαι εχθρόν και εκδικητήν» (Ψαλμ. 8,2-3).
Ακριβώς! Η μεγαλοπρέπεια του ονόματος του Ιησού ξεπερνά την αντίληψη των λογικών πλασμάτων της γης και του ουρανού. Τη μεγαλοπρέπεια του τη συλλαμβάνει μ’ ένα τρόπο ακατανόητο η παιδιάστικη απλότητα και πίστη. Μ’ αυτό το ανιδιοτελές πνεύμα πρέπει να προσεγγίσουμε την προσευχή στο όνομα του Ιησού και μ’ αύτη να συνεχίσουμε. Η έμμονη μας και η προσοχή μας στην προσευχή πρέπει να μοιάζει με την αδιάκοπη προσπάθεια του παιδιού όταν αναζήτα τα στήθη της μάνας του. Τότε η προσευχή στο όνομα του Ιησού θα στεφθεί με πλήρη επιτυχία, οι αόρατοι εχθροί θα νικηθούν και «ο εχθρός και εκδικητής» τελικά θα συντριβεί. Ο «εχθρός» ονομάζεται «εκδικητής», γιατί προσπαθεί από εκείνους πού προσεύχονται (ιδιαίτερα απ’ όσους προσεύχονται κάπου-κάπου κι όχι αδιάλειπτα) να τους πάρει, ύστερα από την προσευχή, ό,τι απόχτησαν στη διάρκεια της προσευχής. Για να κερδηθεί μια αποφασιστική νίκη, είναι απαραίτητη η αδιάλειπτη προσευχή και η συνεχής εγρήγορση.