Σάββας Ηλιάδης
«Καὶ εἰσῆλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ ἱερόν
τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐξέβαλε πάντας τοὺς πωλοῦντας καὶ ἀγοράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ,
καὶ τὰς τραπέζας τῶν κολλυβιστῶν κατέστρεψε καὶ τὰς καθέδρας τῶν
πωλούντων τὰς περιστεράς, καὶ λέγει αὐτοῖς· Γέγραπται, ὁ οἶκός μου οἶκος
προσευχῆς κληθήσεται· ὑμεῖς δὲ αὐτὸν ἐποιήσατε σπήλαιον λῃστῶν» (Ματθ. 21, 12-13).
«Ἄρατε ταῦτα ἐντεῦθεν· μὴ ποιεῖτε τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου οἶκον ἐμπορίου» (Ιωάν. 2,16).
Ο Χριστός φέρθηκε με
ανδρεία και αυστηρότητα στους εμπόρους, τους κολλυβιστές και τους
κερματιστές, για το εμπόριο που έκαναν στο ιερό του ναού, διότι ήταν
εμπόριο ανομίας και ασέβειας και προσέβαλλε τον οίκο του Πατρός του.
Μετέβαλαν το ναό σε σπήλαιο ληστών, σε οίκο εμπορίου. Αυτό δε σημαίνει
πως το εμπόριο είναι άνομο γενικώς και καταδικαστέο. Ο Μέγας Βασίλειος μας βοηθάει να δούμε και από μια άλλη διάσταση το έργο της εμπορίας:
«Να θεωρείς αυτή τη ζωή
πανηγύρι, έλεγε ο άγιος Γρηγόριος. Αν την εκμεταλλευτείς σωστά, αν
φερθείς σαν έξυπνος, φρόνιμος έμπορος, θα έχεις μεγάλο κέρδος. Διότι
αντάλλαγμα των μικρών είναι τα μεγάλα και των ρεόντων και φευγαλέων, τα
αιώνια. Με τα λίγα δηλαδή και παροδικά χρόνια της παρούσης ζωής μας
μπορούμε, εάν τα ζήσουμε θεάρεστα, να κερδίσουμε την αιώνια Βασιλεία των
Ουρανών».
Πόσο χαριτωμένα ο άγιος
μεταφέρει και παρομοιάζει τη ζωή αυτήν, την πρόσκαιρη, με το επάγγελμα
του εμπόρου! Αν εμπορευτούμε σωστά για τα αιώνια και με φρονιμάδα, θα
έχουμε μεγάλο κέρδος. Διότι και ο έμπορος έτσι εργάζεται. Έχει ως τελικό
σκοπό να κερδίσει, όσο είναι δυνατό περισσότερο.
Πώς και για πράγματα θα
εμπορευτούμε; Επειδή για μας η παρούσα ζωή είναι σύντομη και
αντικειμενικός μας σκοπός είναι η αιωνιότητα, θα αγωνιστούμε σ` αυτά τα
λίγα χρόνια, να ανταλλάξουμε τα πρόσκαιρα και μικρά, τα ρέοντα και
φευγαλέα με τα μεγάλα και τα αιώνια. Η καθημερινότητά μας είναι το
πεδίο δράσης, το στάδιο για την πάλη και την αλλοίωση των παθών, για
την απόκτηση της Χάριτος και των προϋποθέσεων για μια θέση στην
αιωνιότητα. Η διαρκής «ανταλλαγή προϊόντων», με «εμπορικό πνεύμα»,
σύμφωνα με το λόγο του αγίου, να γίνει τρόπος ζωής: «μέχρι
καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως
τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος
τοῦ Χριστοῦ» (Εφεσ. 4,13).
Ο πλέον κατάλληλος «αποδοτικός» και «κερδοφόρος», «εμπορικός οίκος», όπου μπορεί η ψυχή να «εμπορευτεί», για να αποκομίσει τα άγια, είναι ο ναός, η εκκλησία,
όπως ταιριάζει πολύ απλά και λαϊκά να την ονομάζουμε. Μέσα σ` αυτήν, η
ψυχή, νιώθει πως βρίσκεται στην αγκαλιά του Θεού. Ασφαλίζεται από την
παρουσία των αγίων και έχει τη δυνατότητα να στρωθεί με ταπείνωση
μπροστά στα πόδια του Χριστού και να καταθέσει τα φτηνά εμπορεύματά της,
για να ζητήσει την αντικατάστασή τους με τα μέγιστα, τα ουράνια.
Ιδού τι μας λέει ο Κύριος στην επί του Όρους ομιλία:
«ἐὰν οὖν προσφέρῃς τὸ δῶρόν σου ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον κἀκεῖ μνησθῇς ὅτι ὁ
ἀδελφός σου ἔχει τι κατὰ σοῦ, ἄφες ἐκεῖ τὸ δῶρόν σου ἔμπροσθεν τοῦ
θυσιαστηρίου, καὶ ὕπαγε πρῶτον διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ σου, καί τότε ἐλθὼν
πρόσφερε τὸ δῶρόν σου» (Ματθ.5,23-24).
Στο θυσιαστήριο, δηλαδή στο ναό του Θεού, διά της αυτοσυγκέντρωσης και
της προσευχής μπορούμε να συναισθανθούμε την πτωχεία μας και να
σπεύσουμε να επανορθώσουμε, για να έχουμε δικαίωμα συμμετοχής στο μέγα
μυστήριο της θείας Ευχαριστίας.
Είναι φοβερός ο τόπος. Ο
τόπος όπου γίνονται άγια, μόνο άγια πράγματα, τίποτε περισσότερο. Ούτε
ωραία ούτε ευχάριστα ούτε συγκινητικά ούτε καλά ούτε οιοδήποτε άλλο
χαρακτηρισμό επιδεχόμενα, αλλά μόνο άγια. Διότι, αν γίνουν άλλα
πράγματα, τότε μετατρέπεται σε οίκο εμπορίου και σε σπήλαιο ληστών.
Είναι ο τόπος όπου συγκεντρώνεται το σώμα της Εκκλησίας, ο πιστός λαός
και προσεύχεται. Όπου κατεβαίνουν οι άγγελοι και παρίστανται στα άγια
Μυστήρια. Όπου είναι παρών ο ίδιος ο Χριστός και οι πιστοί κοινωνούν το
σώμα και το αίμα του.
Η Εκκλησία, με τα
τροπάριά της με τις ευχές και τις προσευχές της, μας βοηθάει να
κατανοήσουμε στο κατά δύναμη την αξία και το μεγαλείο του ναού.
1.Σ` ένα τροπάριο του Εσπερινού του τρίτου ήχου ψάλλουμε: «Οἱ
ἀναξίως ἐστῶτες, ἐν τῷ ἀχράντῳ σου οἴκῳ, ἑσπερινὸν ὕμνον ἀναμέλπομεν,
ἐκ βαθέων κραυγάζοντες, Χριστὲ ὁ Θεός, ὁ φωτίσας τὸν κόσμον τῇ τριημέρῳ
Ἀναστάσει σου, ἐξελοῦ τὸν λαόν σου, ἐκ χειρὸς τῶν ἐχθρῶν σου,
φιλάνθρωπε».
«Οι αναξίως εστώτες εν τω αχράντω σου οίκω».
Τι λόγος είναι αυτός! Ο οίκος του Θεού είναι άχραντος, αμόλυντος,
αμίαντος κι εμείς στεκόμαστε μέσα ανάξια. Ακόμη και στην καλύτερη
πνευματική κατάσταση να είναι ο άνθρωπος- όπως αυτοί που έγραψαν τα
τροπάρια και πολλοί ήταν άγιοι- ομολογεί πως είναι ανάξιος να στέκεται
μέσα στο ναό. Πόσο μάλλον εμείς, που ακόμη κι αν σταθούμε με τον
ευλαβέστερο τρόπο, είμαστε ανάξιοι να βρισκόμαστε εκεί μέσα. Αυτό λέει
και εννοεί το τροπάριο. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, πως πρέπει να
επανεξετάσουμε και να αναθεωρήσουμε τη στάση και τη συμπεριφορά μας μέσα
στην εκκλησία, ύστερα απ` όλα αυτά.
2.Εμπνεόμενος ο υμνογράφος από τον 64ο
ψαλμό, ο οποίος χαρακτηρίζει το ναό του Σολομώντα θαυμαστό, κάνει μια
προεικόνιση και μας προσφέρει έναν ύμνο για την Παναγία. Την αποκαλεί
ναό άγιο, ακατάλυτο. Τόσο καθαρή ήταν η Παναγία, όπως ο ναός του
Σολομώντα, διότι είχε μέσα τις πλάκες του Μωυσή, τη ράβδο του Ααρών, το
μάννα και προπαντός το νόμο. Η Παναγία κυοφόρησε και γέννησε το
Θεάνθρωπο Χριστό. Άρα το ίδιο ισχύει και για κάθε ορθόδοξο ναό σήμερα.
Είναι παρών ο Χριστός:
«Χαίρε Μαρία Θεοτόκε, ο
ναός ο ακατάλυτος, μάλλον δέ ο άγιος, καθώς βοά ο Προφήτης, Άγιος ο
Ναός σου, θαυμαστός εν δικαιοσύνη».
3.Ένα τροπάριο, απολυτίκιο, στην απόλυση του Όρθρου, πάλι λέει: «Ἐν τῷ Ναῶ ἐστῶτες τῆς δόξης σου, ἐν οὐρανῷ ἑστάναι νομίζομεν, Θεοτόκε, πύλη ἐπουράνιε, ἄνοιξον ἡμῖν τὴν θύραν τοῦ ἐλέους σου».
Καταλαβαίνουμε τι σημαίνει
στο έργο της σωτηρίας ο ναός του Θεού; «Καθώς στεκόμαστε μέσα στο ναό
σου, Θεέ μου, αισθανόμαστε πως βρισκόμαστε πάνω στον ουρανό μαζί με
τους αγγέλους…». Τι τιμή για τον τιποτένιο άνθρωπο! Ανεβαίνει στον
ουρανό δωρεάν. Ή μάλλον κατεβαίνει ο ουρανός στη γη. Μπαίνει ο άνθρωπος
στην εκκλησία και χωρίς πυραύλους και διαστημόπλοια βρίσκεται κατευθείαν
η ψυχή του στους πνευματικούς κόσμους, στα ουράνια.
4.Επίσης, στο απολυτίκιο της Ζωοδόχου Πηγής, ο ναός Της Θεοτόκου χαρακτηρίζεται «παράδεισος»: «Ὁ
Ναός Σου Θεοτόκε, ἀνεδείχθη παράδεισος, ὡς ποταμούς ἀειζώους ἀναβλύζων
ἱάματα ὦ προσερχόμενοι πιστῶς, ὡς Ζωοδόχου ἐκ Πηγῆς, ρῶσιν ἀντλοῦμεν καί
ζωήν την αἰώνιον, πρεσβεύεις γάρ Σύ τῷ ἐκ Σοῦ τεχθέντι, Σωτήρι Χριστῷ σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν». Είναι
επίγειος παράδεισος η εκκλησία της Παναγίας, αλλά και κάθε ναός, όπως
προαναφέραμε και χαρίζει ευλογίες, σ` όσους προσέρχονται με πίστη. Πάλι
φαίνεται το μεγαλείο του και το δέος που πρέπει να αισθάνεται κάθε
καλοπροαίρετη ψυχή, όταν εισέρχεται στον ορθόδοξο ναό.
5.Το δοξαστικό θεοτοκίο των αποστίχων του εσπερινού του Σαββάτου, στον πλάγιο πρώτο ήχο αρχίζει: «Ναὸς καὶ πύλη ὑπάρχεις, παλάτιον καὶ θρόνος τοῦ Βασιλέως, Παρθένε πάνσεμνε…». Ο
ναός έχει την καθαρότητα της Παναγίας μας, η οποία υπήρξε άσπιλη,
αμόλυντη, άφθορη, άχραντη, αγνή, παρθένος, μαζί με όλες τις άλλες χάρες
της αγιότητας. Τι μεγαλειώδης παραλληλισμός. Την Παναγία, την Πλατυτέρα,
μπαίνοντας, την αντικρίζουμε ακριβώς απέναντί μας στην κόγχη του ιερού
και τη βλέπουμε να κρατάει μέσα στην πλατιά αγκαλιά της το Χριστό και
όλη την ανθρωπότητα. Μπορούμε να διανοηθούμε, μετά από αυτά, πόσο
ανάξια τολμάμε και μπαίνουμε στην εκκλησία, αφού μπαίνουμε στην αγκαλιά
της Παναγίας;
6.Μια ευχή ακόμη από την πρωινή προσευχή λέει: «Δόξα
σοι, βασιλεύ, Θεέ παντοκράτορ, ότι τη θεία σου καί φιλανθρώπω προνοία
ηξίωσάς με τον αμαρτωλόν και ανάξιον δούλον σου εξ ύπνου αναστήναι και
τυχείν της εισόδου του αγίου σου οίκου…».
Άγιος ο ναός και άρα, όποιος εισέρχεται ευλαβικά, αγιάζεται. Αντιθέτως η
αταξία και η ασέβεια δεν αγιάζει, μάλλον καταδικάζει.
7.Το φοβερότερο όλων, όταν ο ιερέας στα «ειρηνικά», τα οποία εκφωνούνται σε κάθε θεία Λειτουργία, επικαλείται το Θεό να προστατέψει τον άγιο ναό και όσους εισήλθαν με πίστη και ευλάβεια:
«Ὑπὲρ τοῦ ἁγίου οἴκου τούτου καὶ τῶν μετὰ πίστεως, εὐλαβείας καὶ φόβου Θεοῦ εἰσιόντων ἐν αὐτῷ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν». Οφείλουμε να
επιβεβαιώνουμε με τη συμπεριφορά μας, αυτό για το οποίο η δέηση
παρακαλεί. Την πίστη ότι είναι ιερός χώρος και την ευλάβειά μας, που θα
εκδηλώνεται με τη δέουσα συστολή και αιδώ.
Μετά από αυτές τις λίγες
αναφορές, ανάμεσα στις αμέτρητες, γύρω από την αγιότητα του ναού, πώς
είναι δυνατόν να παραμείνουμε αδιάφοροι. Δεν οφείλουμε να
επανεξετάσουμε τον εαυτό μας, σ` ό,τι αφορά τη συμπεριφορά μας μέσα σ`
αυτόν;
Είναι τόσα πολλά αυτά που
έχουν σχέση με την παρουσία μας και τη συμπεριφορά μας μέσα στην
εκκλησία, ώστε δεν αρκούν, όσες οδηγίες κι αν προτείνονται. Μόνοι μας θα
καταλάβουμε πώς θα πρέπει να κινούμαστε, με το νου και την καρδιά μας
αλλά και με όλο το είναι μας, αφού θα μας καθοδηγεί η σκέψη πως βρισκόμαστε μέσα σε άγιο χώρο, κατενώπιον του Θεού και των αγίων.
Ηλιάδης Σάββας
Δάσκαλος
Κιλκίς, 19-10-1015