Ἡ προετοιμαζόμενη Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος πιστὴ διάκονος τοῦ παναιρετικοῦ Οἰκουμενισμοῦ. (5ον).
(Προσδοκίες-Ἱστορικὴ πορεία-Γενικὲς Ἐκτιμήσεις-Συμπεράσματα)
Ἀρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου.
Διευθυντοῦ τοῦ Γραφείου Αἱρέσεων καὶ Παραθρησκειῶν
Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς.
Διευθυντοῦ τοῦ Γραφείου Αἱρέσεων καὶ Παραθρησκειῶν
Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς.
Εν Πειραιεί τὴ 25η Σεπτεμβρίου 2015.
(5ον)
Στὰ πλαίσια τῆς ἀξιολογήσεως τοῦ διαλόγου μὲ τοὺς Παπικοὺς ἐλέχθη, μεταξὺ
ἄλλων, ὅτι «ὁ διάλογος οὗτος καίπερ ὁ σπουδαιότερος πάντων τῶν ἄλλων
καὶ κατὰ τοὺς βυζαντινοὺς χρόνους διεξαχθεὶς ὑπὸ διαφόρους συνθήκας ἄνευ
ἀποτελέσματος, ὡς στηριχθεὶς ἐπὶ μὴ ὀρθῆς βάσεως καὶ ὑπαγορευθεὶς οὐχὶ
ὑπὸ γνησίου χριστιανικοῦ πνεύματος, ἀλλ’ ἐπιβληθεὶς ἔξωθεν διὰ τῆς βίας,
κατὰ τοὺς ἡμετέρους χρόνους εἰσέτι δὲν ἔχει ἀρχίσει ἐπισήμως».[1]Εδώ
παρουσιάζονται οἱ μετὰ τὸ σχίσμα διάλογοι μὲ τοὺς Παπικοὺς ὡς μὴ
ἀποτελεσματικοὶ ἐξ αἰτίας τῆς ἐλλείψεως ὀρθῆς βάσεως καὶ γνησίου
χριστιανικοῦ πνεύματος. Στοὺς διαλόγους αὐτούς, ὅπως γνωρίζουμε, οἱ
ἅγιοι Πατέρες μας ἔμεναν πάντα ἀνυποχώρητοι στὰ ὀρθόδοξα δόγματα καὶ
ἔθεταν πάντα ὡς ἀπαράβατο ὅρο ἑνώσεως τὴν ἀποβολὴ τῶν αἱρετικῶν
διδασκαλιῶν τοῦ Παπισμοῦ καὶ τὴν ἐπιστροφὴ στὴν Ὀρθοδοξία. Ἐπειδή ὅμως
οἱ Παπικοὶ ἐπέμεναν πεισματωδῶς στὶς πλάνες τους, οἱ διάλογοι αὐτοὶ δὲν
καρποφόρησαν. Οἱ μετέχοντες στή «Διασκέψη» ἀπορρίπτουν τὴν πατερικὴ βάση
τοῦ παρελθόντος, ποὺ στηρίζεται στὰ ὀρθόδοξα δόγματα, διότι δῆθεν ἀπ'
αὐτὴ ἀπουσιάζει τὸ γνήσιο χριστιανικὸ πνεῦμα, καὶ φιλοδοξοῦν νὰ
τοποθετήσουν μιὰ νέα βάση στὸ διάλογο, οἰκουμενιστικῆς ἐμπνεύσεως καὶ
προοπτικῆς, ποὺ θὰ ἀποτελέσει τὸ θεμέλιο γιὰ τὴν ἀνοικοδόμηση
«συγκρητιστικοῦ - οὐνιτικοῦ» τύπου ἑνώσεως μὲ τὸν Παπισμό.
Στὴ συνέχεια ἐκφράζεται ἡ πεποίθηση ὅτι «διὰ
τοῦ διαλόγου οἱ Ὀρθόδοξοι προσφέρομεν ὀφειλετικὴν μαρτυρίαν εἰς τὸν
ἑτερόδοξον κόσμον…..», καὶ ὅτι «ὁ διάλογος θὰ ἐπιτρέψει εἰς ἡμᾶς νὰ
ἐκτιμήσωμεν…..τὸ πνευματικὸν μεγαλεῖον, τὴν εὐαγγελικὴν προσπάθειαν, τὴν
θεολογικὴν σοβαρότητα τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Δύσεως, ἴσως δὲ καὶ ὡρισμένας
συμπληρωματικὰς τῶν ἰδικῶν μας ὄψεις τῆς πνευματικῆς ζωῆς αὐτῆς. Ὅ,τι
προέχει εἶναι ὄχι τόσον νὰ ἀντιδικῶμεν μὲ τὰς ἄλλας Ἐκκλησίας, ὅσον τὸ
νὰ δείξωμεν διὰ μιᾶς ἀνανενεωμένης πνευματικῆς ζωῆς παρ’ ἡμῖν καὶ διὰ
τῆς ἐμβαθύνσεως τῆς παραδόσεως, ὅτι μία τοιαύτη νοσηρὰ ἐκβλάστησις, ἢ
παραμόρφωσις τῆς Δύσεως, δύναται νὰ θεραπευθῇ διὰ μιᾶς αὐξούσης
ἐκτιμήσεως τῆς Ὀρθοδοξίας».[2] Ὡστόσο ἡ μέχρι τώρα πεῖρα τῶν διαλόγων ἀπέδειξε, μὲ πάμπολλα ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα,[3] ὅτι ὄχι
μόνο «ὀφειλετικὴν μαρτυρίαν» Ὀρθοδόξου πίστεως δὲν μπορέσαμε νὰ
προσφέρουμε στοὺς αἱρετικοὺς τῆς Δύσεως, ἀλλὰ φθάσαμε δυστυχῶς στὸ
ἀκριβῶς ἀντίθετο ἀποτέλεσμα, νὰ συμμαρτυροῦμε δηλαδὴ στὴν πλάνη καὶ τὴν
αἵρεση, καὶ νὰ ἀναγνωρίζουμε τὶς αἱρέσεις αὐτὲς ὡς ἀληθεῖς ἐκκλησίες! Πέραν τούτου πῶς
εἶναι δυνατὸν οἱ «Ἐκκλησίες τῆς Δύσεως», ποὺ βρίσκονται σὲ πλάνη καὶ
πνευματικὸ σκοτάδι, νὰ διαθέτουν «πνευματικὸν μεγαλεῖον» καὶ «θεολογικήν
σοβαρότητα»; Πῶς μποροῦν ἐπίσης οἱ ἀντιπρόσωποί μας στοὺς διαλόγους νὰ
ἔχουν «ἀνανενεωμένη πνευματικὴ ζωή», ὅταν νοθεύουν τὴν ὀρθόδοξη πίστη
καὶ δὲν βαδίζουν ἐπάνω στὰ ἴχνη τῶν ἁγίων Πατέρων μας; Ὅπου νοθεύεται ἡ πίστη, ἐκεῖ νοθεύεται καὶ ἡ πνευματικὴ ζωή καὶ εἶναι ἀδύνατη ἡ ἀνανέωσή της.
Ἡ Γ΄ Προσυνοδικὴ ἐπεξεργάσθηκε ἐπίσης καὶ τὸ θέμα: «Συμβολὴ
τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς τὴν ἐπικράτησιν τῶν
χριστιανικῶν ἰδεωδῶν τῆς εἰρήνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καὶ
τῆς ἀγάπης μεταξὺ τῶν λαῶν καὶ ἄρσιν τῶν φυλετικῶν διακρίσεων». Στὰ πλαίσια τοῦ ἐν λόγῳ θέματος ἐλέχθη μεταξὺ ἄλλων ὅτι «αἱ
κατὰ τόπους Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι ἐν στενῇ συνεργασίᾳ μεθ’ ὅλων τῶν
ἀγαπώντων τὴν εἰρήνην ὀπαδῶν τῶν λοιπῶν ἐν τῷ κόσμῳ θρησκειῶν, θεωροῦν
χρέος των νὰ ἐργάζωνται διὰ τὴν εἰρήνην ἐπὶ τῆς γῆς καὶ τὴν ἐπικράτησιν
ἀδελφικῶν σχέσεων μεταξὺ τῶν λαῶν».[4]
Οἱ
ἅγιοι καὶ θεοφόροι Πατέρες ξεκαθάρισαν ἅπαξ διὰ παντὸς καὶ σαφέστατα τὸ
θέμα τῆς εἰρήνης καὶ τὸ θέμα τῶν σχέσεων μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ
ἀλλοδόξους, μὲ βάση βεβαίως τὴν εὐαγγελικὴ διδασκαλία καὶ τὶς ἀποφάσεις
τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Κανεὶς δὲν ἀμφιβάλλει ὅτι οἱ πόλεμοι, οἱ
συγκρούσεις, οἱ αἱματοχυσίες καὶ οἱ τρομοκρατικὲς ἐνέργειες, δὲν εἶναι
σύμφωνες μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἐπακόλουθα τῆς ἁμαρτίας
καὶ τῆς ἀποστασίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τότε μόνο θὰ ἐκλείψουν,
ὅταν ὁ ἄνθρωπος θὰ ἐπιστρέψει στὸν Θεὸ ἐν μετανοίᾳ, μέσα στοὺς κόλπους
τῆς Ἐκκλησίας, καὶ θὰ ἐφαρμόσει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐκκλησία
ὑποδεικνύει βέβαια τὸν τρόπον τῆς θεραπείας τοῦ κακοῦ, δὲν μπορεί ὅμως
νὰ μεταβληθεῖ σὲ ἕναν ἐγκόσμιο εἰρηνευτικὸ ὀργανισμό, οὔτε νὰ
ἐγκλωβισθεῖ σὲ ἐγκόσμιους ρόλους, διότι τότε μοιραία ἐκκοσμικεύεται καὶ
ἐκφυλίζεται καὶ χάνει τὴ σωτηριολογική της ἀποστολή. Ἀποστολὴ τῆς
Ἐκκλησίας εἶναι νὰ εἰρηνεύσει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Θεό, ὡς ἀπαραίτητη
προϋπόθεση γιὰ νὰ εἰρηνεύσουν στὴ συνέχεια καὶ οἱ ἄνθρωποι μεταξύ τους.
Ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νὰ προσφέρει τὸν Χριστό, τὸν μόνο
εἰρηνοποιό, ὁ ὁποῖος κατὰ τὸν Ἀπόστολο εἶναι «ἡ εἰρήνη ἡμῶν» (Ἐφ. 2,14) Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ εἰρήνη δὲν ἔχει κοσμικὸ χαρακτήρα καὶ δὲν σημαίνει ἁπλῶς τὴν ἀπουσία πολέμου, ἀλλὰ εἶναι κατὰ τὸν Ἀπόστολο
καρπὸς τοῦ ἁγίου Πνεύματος: «ὁ δὲ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη,
χαρά, εἰρήνη…» (Γαλ. 5,22). Ἐξ ἄλλου καὶ ὁ Χριστὸς ἀντιδιαστέλλει «τὴν
εἰρήνη» τὴν ἰδική του, ποὺ εἶναι καρπὸς τοῦ Πνεύματος, ἀπὸ τὴν «κοσμικὴ
εἰρήνη»: «εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν, οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγὼ
δίδωμι ὑμῖν» (Ιω. 14,27). Σᾶς δίνω δηλαδὴ τὴ ἰδική μου
εἰρήνη, ὄχι σὰν αὐτή, ποὺ δίνει ὁ κόσμος. Αὐτὴ τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ,
καὶ μόνο αὐτὴν, καλεῖται νὰ δώσει ἡ Ἐκκλησία στὸν κόσμο, πού, ὅταν
ὑπάρχει, φέρνει ἀπὸ μόνη της καὶ τὴν ἄλλη εἰρήνη στὸν κόσμο.
Πέραν
τούτου, ἡ εἰρήνη δὲν εἶναι πάντοτε ἐπαινετή, οὔτε ὁ πόλεμος εἶναι
πάντοτε ἐπίμεμπτος. Ὑπάρχει ἐπίμεμπτη εἰρήνη, ὅταν συμβιβαζόμαστε μὲ τὴν
πλάνη καὶ προδίδουμε τὴν ἀλήθεια, καὶ ὑπάρχει ἐπαινετὸς πόλεμος, γιὰ
τὸν ὁποῖο ὁμιλεῖ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, λέγοντας: «Μὴ νομίσητε,
ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπὶ τὴν γῆν, οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἀλλὰ
μάχαιραν. Ἦλθον γὰρ διχάσαι ἄνθρωπον κατὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ θυγατέρα
κατὰ τῆς μητρὸς αὐτῆς καὶ νύμφην κατὰ τῆς πενθερᾶς αὐτῆς καὶ ἐχθροὶ τοῦ
ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ» (Ματθ. 10,34-36). Ὁ ἅγιος
Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, σχολιάζοντας τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ, λέει: «Οὐ γὰρ
πανταχοῦ ὁμόνοια καλόν. Καὶ ἐπὶ τοῦ πύργου ἐκείνου (τῆς Βαβέλ) τὴν
κακὴν εἰρήνην ἡ καλὴ διαφωνία ἔλυσε καὶ ἐποίησεν εἰρήνην».[5] Καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐπιβεβαιώνει: «Κρείττων γὰρ ἐπαινετὸς πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ».[6]
Στὸ κείμενο τῆς Γ΄ Προσυνοδικῆς γίνεται ἀκόμη λόγος γιὰ «στενὴ
συνεργασία μεθ’ ὅλων τῶν ἀγαπώντων τὴν εἰρήνην ὀπαδῶν τῶν λοιπῶν ἐν τῷ
κόσμῳ θρησκειῶν». Πῶς ὅμως μποροῦμε νὰ συμφιλιωθοῦμε καὶ νὰ
συνεργασθοῦμε μὲ τὶς ἄλλες θρησκεῖες, ποὺ βρίσκονται στὸ σκότος τῆς
πλάνης, χωρὶς νὰ προσκρούσουμε στὸν θεόπνευστο λόγο τοῦ Ἀποστόλου: «Μὴ
γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες ἀπίστοις. Τίς γὰρ μετοχὴ δικαιοσύνῃ καὶ ἀνομίᾳ;
Τίς δὲ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος;» (Β΄Κορ. 6,14).
Ὁ
Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Μελέτιος ὁ Δ΄ (Μεταξάκης) συνεκάλεσε τὸ 1923,
ὅπως ἐλέχθη προηγουμένως, γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας,
«Πανορθόδοξο Συνέδριο». Μὲ τὴν πράξη του αὐτὴ καθιερώνει στὸ ἑξῆς,
καινοτομώντας, τὴν τακτικὴ τῶν «Συνεδρίων», ἡ ὁποία καθίσταται πλέον
θεσμὸς στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἐγκαταλείπεται δηλαδή, τουλάχιστον σὲ
πανορθόδοξο ἐπίπεδο, ὁ ἀπὸ αἰώνων καθιερωμένος, καὶ σ’ αὐτοὺς τοὺς
ἴδιους τοὺς Ἀποστόλους ἀναγόμενος, θεσμός τῶν Συνόδων, γιὰ τὴν ἐπίλυση
καὶ ἀντιμετώπιση ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων, ποὺ ἔχουν γενικότερο
πανορθόδοξο οἰκουμενικὸ χαρακτήρα, καὶ υἱοθετεῖται μια
καινοτομία οἰκουμενιστικοῦ χαρακτήρα, ποὺ εἶναι ξένη πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη
Παράδοση καὶ ποὺ ἀνάγει τὴν προέλευσή της στὰ Συνέδρια καὶ στὶς
Συνελεύσεις τῶν Προτεσταντῶν τοῦ Π.Σ.Ε.Ἡ διαφορὰ μεταξὺ
Προτεσταντικῶν «Συνεδρίων» καὶ «Διασκέψεων» ἀφ’ ἑνός, καὶ Ὀρθοδόξων
Συνόδων ἀφ’ ἑτέρου εἶναι οὐσιώδης, διότι στὶς Ὀρθόδοξες Συνόδους
δικαίωμα συμμετοχῆς ἔχουν ὅλοι οἱ ἐν ἐνεργείᾳ ἐπίσκοποι τῶν κατὰ τόπους
Ἐκκλησιῶν, ἐνῶ στὰ Προτεσταντικὰ Συνέδρια καὶ Συνελεύσεις λαμβάνουν
μέρος ὁρισμένοι μόνο ἀντιπρόσωποι ἀπὸ κάθε Προτεσταντικὴ ὁμάδα. Ὁ
ἀποκλεισμὸς τῆς συμμετοχῆς στὰ Συνέδρια καὶ στὶς Συνελεύσεις ὅλων τῶν
ἐπισκόπων, καὶ ἡ συμμετοχὴ σ’ αὐτὰ μόνο ὁρισμένων ἀντιπροσώπων,
δημιουργεῖ σοβαρότατο πρόβλημα. Παρέχει δηλαδὴ τὴ δυνατότητα σὲ
οἰκουμενιστὲς πατριάρχες καὶ ἀρχιεπισκόπους αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν νὰ
ἐπιλέγουν ὡς ἀντιπροσώπους πρόσωπα τῆς ἀρεσκείας τους, ποὺ δὲν
ἐμφοροῦνται ἀπὸ Ὀρθόδοξο φρόνημα, ἀλλὰ διακατέχονται ἀπὸ οἰκουμενιστικὲς
ἀντιλήψεις καὶ πεποιθήσεις.
Στὰ
χρόνια ποὺ ἀκολούθησαν ὁ ὅρος «Συνέδριο» ἀλλάζει ὀνόματα καὶ θὰ
μετονομασθεῖ διαδοχικὰ «Προσύνοδος», «Πανορθόδοξος Διάσκεψις» καὶ
«Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξος Διάσκεψις», ποὺ θὰ ἔχουν οὐσιαστικὰ τὸν ἴδιο
οἰκουμενιστικὸ χαρακτήρα. Ἡ Δ΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη τῆς Γενεύης, τὸ
1968, κατήργησε τὸν ὅρο «Προσύνοδος» καὶ καθιέρωσε στὸ ἑξῆς τὶς
«Προσυνοδικὲς Πανορθόδοξες Διασκέψεις» ὡς ὅρο καὶ ὡς μέθοδο
προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, μὲ τὸ ἑξῆς σκεπτικό: «Ἡ
Διάσκεψις ἀπεφάσισε, “ὅπως ἡ Προσύνοδος ἐγκαταλειφθῇ ὥς τε ὅρος καὶ ὡς
στάδιον προπαρασκευῆς τῆς Συνόδου, διότι οὔτε πρὸς τὰ πράγματα
ἀνταποκρίνεται, οὔτε ἀπαντᾷ ἐν τῇ καθ’ ἡμᾶς Θεολογία τῶν Συνόδων
τοιοῦτος θεσμὸς καὶ ὅρος Προσυνόδου. Ἀποτελεῖ οὗτος νεολογισμόν, διότι ἡ
Ἐκκλησία ἐγνώρισε μόνον Συνόδους Οἰκουμενικάς, ἢ Τοπικάς, μείζονας ἢ
ἐλάσσονας, διαφόρων κατηγοριῶν, ἀλλὰ πάντοτε Συνόδους, οὐδέποτε δέ τι
ἔλαττον τῆς Συνόδου, οἷον Προσύνοδον”».[7]
Ἐὰν ὅμως ὁ ὅρος «Προσύνοδος» εἶναι ἀδόκιμος καὶ ὀρθῶς ἀπορρίφθηκε, ἐξ
ἴσου ἀδόκιμος εἶναι καὶ ὁ ὅρος «Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξος Διάσκεψις», ὄχι
μόνο διότι καὶ αὐτὸς εἶναι ξένος πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ἀλλὰ καὶ
διότι οἱ «Προσυνοδικὲς Διασκέψεις» ἐπέχουν περίπου θέση
«Προσυνόδου», ἀφοῦ καὶ ἐδῶ λαμβάνονται συνοδικῆς ἰσχύος ἀποφάσεις, οἱ
ὁποῖες ἀναμένεται νὰ υἱοθετηθοῦν ἀπὸ τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο.
Πάντως τὸ οὐσιῶδες στὴν προκειμένη περίπτωση εἶναι τὸ γεγονός, ὅτι στὶς
Διασκέψεις αὐτὲς ἐλήφθησαν ἐκ τῶν προτέρων συνοδικοῦ χαρακτῆρος
ἀποφάσεις χωρὶς νὰ δοθεῖ «χῶρος» γιά νὰ λαλήσει τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο στην
μέλλουσα να συνέλθη Ἁγία καὶ μεγάλη Σύνοδο. Κλασικὴ
περίπτωση ποὺ ἀποδεικνύει τὰ πάρα πάνω συμπεράσματά μας, ἀποτελεῖ ἡ
ἐφαρμογὴ τῶν ἀποφάσεων τῆς Δ΄ Προσυνοδικῆς, (2009), ποὺ ἀσχολήθηκε μὲ τὸ
θέμα τῆς Διασπορᾶς, προτοῦ καν ἀποφανθεῖ γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ ἡ μέλλουσα νὰ
συνέλθη Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος. Ὡστόσο οἱ προειλημμένες ἀποφάσεις,
ὅπου ὁ ἀνθρώπινος παράγων παίζει τὸν κυρίαρχο, ἢ καὶ τὸν ἀποκλειστικὸ
ρόλο στὴ λήψη τῶν ἀποφάσεων, ἀποτελοῦν κατ’ οὐσίαν ἐμπαιγμὸ τοῦ ἁγίου
Πνεύματος καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικότερα γνωρίσματα τῆς παναιρέσεως
τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Πῶς εἶναι δυνατὸ μὲ τέτοιου εἴδους ἀνθρώπινες
μεθοδεύσεις, ξένες πρὸς τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, νὰ θεωρηθεῖ μιὰ
τέτοια Σύνοδος ὡς γεγονὸς Πεντηκοστῆς, ὅπου θὰ πνεύσει καὶ θὰ ὁμιλήσει
διὰ τῶν Συνοδικῶν μελῶν τὸ ἴδιο τὸ ἅγιο Πνεύμα; Λοιπόν, ἡ
μέλλουσα νὰ συνέλθει Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, ἂν κάποτε συνέλθει, δὲν θὰ
εἶναι, ὑπ' αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις, τίποτε ἄλλο παρὰ ἕνα «θέατρο
ἐντυπώσεων».(Συνεχίζεται).
[1]Γραμματεία ἐπὶ τῆς προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ΣΥΝΟΔΙΚΑ ΙΙ, …….ο.π. σελ. 113.
[2]Γραμματεία ἐπὶ τῆς προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ΣΥΝΟΔΙΚΑ ΙΙ, …….ο.π. σελ. 115.
[3]Παραπέμπουμε
τὸν ἀναγνώστη σὲ ἐργασία μας μὲ τίτλο «Ἡ Ὀρθοδοξία μπροστὰ στὴ θύελλα
τοῦ συγχρόνου Προτεσταντικοῦ καὶ Παπικοῦ Οἰκουμενισμοῦ», Πειραιὰς
2012, Ἔκδοση Β΄, σελ.41-52 & 86-91.
[4]Μητροπολίτου πρώην Ἑλβετίας Δαμασκηνοῦ, Πρὸς τὴν Ἁγίαν….ο.π. σελ. 87-88.
[5]Βλ. Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, Πάν. Τρεμπέλα, Ἀθῆναι 1951, σ. 212.
[6]Γρηγορίου Θεολόγου, Ἀπολογητικός της εἰς Πόντον φυγῆς 82, ΕΠΕ 1,176.
[7] Περιοδ. «Ἐκκλησία», ἀριθ. 13-14, [1 καὶ 15.7.1968], σελ.309.