Ὁ Ἅγιος Σπυρίδων.
Ὁ Ἅγιος Σπυρίδων.
Φωτίου Κόντογλου
Γεννήθηκε
στόν καιρό τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου, στό νησί τῆς
Κύπρου, ἀπό γονιούς φτωχούς. Στά μικρά χρόνια του ἤτανε τσομπάνης ·
ἤτανε πολύ ἁπλός σάν τούς ψαράδες πού διάλεξε ὁ Χριστός νά τούς κάνει
μαθητές του. Σάν ἦρθε σέ ἡλικία, παντρεύτηκε, καί μετά χρόνια χήρεψε. Τόση
ἤτανε ἡ ἀρετή του, πού τόν κάνανε ἐπίσκοπο, σέ μία πολιτεία λεγόμενη
Τριμυθούντα, μ’ ὅλο πού ἤτανε ὁλότελα ἀγράμματος. Ἤτανε προστάτης τῶν
φτωχῶν, πατέρας τῶν ὀρφανῶν, δάσκαλος τῶν ἁμαρτωλῶν. Καί εἶχε τέτοια
καθαρότητα καί ἁγιότητα, πού τοῦ δόθηκε ἡ χάρη ἄνωθεν, νά κάνει πολλά
θαύματα γιά τοῦτο ζώντας ἀκόμα, τιμήθηκε σάν ἅγιος καί ὀνομάσθηκε
θαυματουργός.
Σάν
πῆγε κάποτε ἕνας φτωχός νά τόν βοηθήσει γιά νά πληρώσει κάποιο χρέος
του, δέν εἶχε νά τοῦ δώσει τίποτα, καί μέ θαῦμα ἔκανε μαλαματένιο ἕνα
φίδι πού βρέθηκε σ’ ἐκεῖνο τό μέρος, καί τό ἔδωσε στόν φτωχό, κ’ ἐκεῖνος
τό ἔλιωσε καί πλήρωσε τό χρέος του. Πάντα εἶχε μεγάλη ἀγάπη καί
συμπάθεια στούς ἁμαρτωλούς, γι’ αὐτό κάποιοι κλέφτες πού πήγανε μία
νύχτα νά κλέψουνε πρόβατα ἀπό τή μάνδρα του, πού τή συντηροῦσε γιά νά
βοηθᾶ τούς πεινασμένους, τυφλωθήκανε καί δέν μπορούσανε νά φύγουνε, καί
φωνάζανε νά τούς ἐλεήσει. Κι’ ὁ ἅγιος ὄχι μοναχά τους ξανάδωσε τό φῶς
τους, ἀλλά τούς χάρισε κ’ ἕνα κριάρι, γιατί, ὅπως τούς εἶπε, εἴχανε
κακοπαθήσει ὅλη τη νύχτα, κι’ ἀφοῦ τούς νουθέτησε νάναι καλοί ἄνθρωποι,
τούς ἔστειλε στά σπίτια τους. Καί στήν Πρώτη Οἰκουμενική Σύνοδο πού
ἔγινε στή Νίκαια, ἤτανε κι’ ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας ἀνάμεσα στούς τριακοσίους
δέκα ὀκτώ θεοφόρους πατέρας καί παρ’ ὅλο πού δέν γνώριζε γράμματα,
ἀποστόμωσε τόν αἱρεσιάρχην Ἄρειο, πού ἤτανε ὁ πιό σπουδασμένος στά
γράμματα ἀπό ὅλους τούς δεσποτάδες.
Ὅλον
τόν καιρό πού ἔζησε, δέν ἔπαψε νά κάνει θαύματα. Τό μεγαλύτερο ἤτανε ἡ
ἀνάσταση τῆς πεθαμένης κόρης του, πού σηκώθηκε ἀπό τό μνῆμα, καί
μαρτύρησε σέ ποιό μέρος εἶχε φυλάξει τά χρήματα πού τῆς ἐμπιστεύθηκε
κάποια γυναίκα, καί πάλι ξανακοιμήθηκε. Κάποτε πῆγε στόν ἅγιο μία
γυναίκα πού εἶχε ἕνα παιδάκι, καί τῆς πέθανε, καί τόν παρακαλοῦσε μέ
δάκρυα πολλά νά τό ἀναστήσει. Καί ἐκεῖνος τό ἀνάστησε μέ τήν προσευχή
του. Μά ἡ μητέρα του σάν τό εἶδε ζωντανό, ἀπό τήν πολλή χαρά της, πέθανε
ἡ ἴδια. Κι’ ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας ἀνέστησε καί τή γυναίκα.
Ὅταν
ἐλειτουργοῦσε, παραστεκότανε Ἄγγελοι πού τούς βλέπανε μέ τά μάτια τούς
πολλοί ἀπό τούς εὐσεβεῖς χριστιανούς, καί πού ἔλεγε τό Εἰρήνη πᾶσι, οἱ Ἄγγελοι ἀντιφωνούσανε Καί τῷ πνεύματι σου, ἀντί τῶν ψαλτάδων.
Μέ
τέτοια ἀγγελική πολιτεία ἀφοῦ ἔζησε κ’ ἔφθασε σέ βαθύ γῆρας
ποιμαίνοντας τά λογικά πρόβατα, μετέστη πρός Κύριον. Τό δέ ἅγιο λείψανό
του ἔμεινε κάμποσον καιρό στήν Τριμυθούντα, κι’ ἀπό κεῖ τό πήγανε στήν
Κωνσταντινούπολη. Κατά τή βασιλεία τῶν Τούρκων εὑρέθη εἰς τά χέρια ἑνός
εὐλαβοῦς χριστιανοῦ πού τόν λέγανε Βούλγαρη, κι’ αὐτός μέ μεγάλα βάσανα
καί κόπους τό ἔφερε ἕως τήν Ἀλβανία κρυμμένο μέσα σέ τσουβάλια, κι’ ἀπό
κεῖ τό πέρασε μ’ ἕνα καΐκι στήν Κέρκυρα, κι’ ἀπό τότε βρίσκεται σ’ αὐτό
τό νησί. Στό κουβούκλιο στέκεται ὄρθιος ὁ ἅγιος, μέ χέρια σταυρωμένα,
ντυμένος μέ τά ἄμφιά του. Οἱ Κερκυραῖοι ἔχουνε τό ἱερό σκήνωμα σέ μεγάλη
εὐλάβεια, καί τό θεωροῦνε θησαυρό τοῦ νησιοῦ τους.
Πρᾶος καί κληρονόμος τῆς γῆς, Σύ, τῶν πραέων ἀληθῶς ἀναδέδειξαι, Σπυρίδων, πατέρων δόξα.
(Ἀπό τό βιβλίο: Γίγαντες ταπεινοί)̉̉