Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2016

ΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΛΕΙΤΟΥΡΓΟN (γ)

ΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΛΕΙΤΟΥΡΓΟN (γ)

π. Δημητρίου Μπόκου

Ἡ μεγαλύτερη εὐεργεσία γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κόσμο ὁλόκληρο, εἶναι ἡ προσφορὰ ὑπὲρ αὐτῶν τῆς Θείας Λειτουργίας. Μιὰ προσφορὰ ποὺ δὲν μετριέται στὴ ζυγαριὰ τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς. Ποὺ δὲν τὴ βλέπουν τὰ μάτια ὁλονῶν, μιὰ καὶ δὲν ἔχουμε ὅλοι μάτια ποὺ νὰ βλέπουν. Πολλοὶ ἀπὸ μᾶς ἀνήκουμε σ’ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν κλείσει τὰ μάτια τους, «ἵνα βλέποντες βλέπωσι καὶ μὴ ἴδωσι» (Μάρκ. 4, 12). Ὑπάρχουν καὶ πράγματα ποὺ δὲν ζυγίζονται μὲ τὰ δικά μας δεδομένα.

Γι’ αὐτὸ καὶ τὰ μάτια μας καλὸ εἶναι νὰ ἐξασκηΘεθοῦν στὸ νὰ βλέπουν «τὰ μὴ βλεπόμενα. Τὰ γὰρ βλεπόμενα πρόσκαιρα, τὰ δὲ μὴ βλεπόμενα αἰώνια» (Β΄ Κορ. 4, 18).

Καὶ ἡ ἀξία τῆς Θείας Λειτουργίας ἀνήκει στὰ μὴ βλεπόμενα, ποὺ ἔχουν ὅμως κέρδος αἰώνιο. Θὰ λέγαμε κιόλας πὼς εἶναι τὸ πιὸ σπουδαῖο ἀπὸ τὰ μὴ βλεπόμενα.

Καὶ αὐτό, γιατὶ μέσῳ τῆς Θείας Λειτουργίας ὁ Θεὸς μᾶς χορηγεῖ τὴν ἀληθινὴ τροφὴ γιὰ νὰ ζήσουμε αἰώνια. Τὴ Σάρκα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, τὰ ὁποῖα εἶναι «βρῶσις καὶ πόσις ἀληθῶς» (Ἰω. 6, 55). Τὴ μόνη τροφὴ ποὺ ἐξασφαλίζει γιὰ πάντα τὴ ζωή, τὴ στιγμὴ ποὺ κάθε ἄλλη τροφὴ εἶναι ἁπλῶς μιὰ μικρὴ ἀναβολὴ στὴν ἐπέλευση τοῦ θανάτου (βλ. καὶ τὸ παραπλήσιο ἄρθρο μας «Τὸ σαρανταλείτουργο [β]»).

Γι’ αὐτὸ καὶ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πρωτίστως τὸ νὰ τελεῖ τὴ Θεία Λειτουργία. Εἶναι ἐδῶ γι’ αὐτὸν τὸν σκοπό. Τρέφει, συντηρεῖ καὶ σώζει τὸν κόσμο τελώντας τὴ Θεία Λειτουργία. Τοῦ παρέχει τὴν ἀθάνατη τροφὴ καὶ τὸ ἀθάνατο νερὸ γιὰ νὰ ζήσει. Τὴ μόνη ἀληθινὴ τροφὴ ποὺ μᾶς ἄφησε πίσω του ὁ Χριστός, γιὰ νὰ πορευθοῦμε καὶ μεῖς «ἐν τῇ ἰσχύι τῆς βρώσεως ἐκείνης» (Γ΄ Βασ. 19, 8) μέχρι τὴ Βασιλεία του.

Ἡ στέρηση τῆς τροφῆς αὐτῆς δὲν ἀναπληρώνεται. Δὲν ὑπάρχει ὑποκατάστατο. Οἱ ἅγιοι τονίζουν ὁμόφωνα τὴ μοναδικὴ αὐτὴ ἀξία τῆς Θείας Λειτουργίας. Καὶ γιὰ τοὺς ζῶντες καὶ γιὰ τοὺς κεκοιμημένους. Ἰδιαίτερα αὐτοὶ οἱ δεύτεροι τὴ χρειάζονται πολὺ περισσότερο ἀπὸ τοὺς πρώτους. Καὶ τὴν περιμένουν σὰν δῶρο ἀπὸ ἐμᾶς, ἀφοῦ αὐτοὶ δὲν μποροῦν πλέον νὰ βοηθήσουν τὸν ἑαυτό τους.

Καὶ ἡ Ἐκκλησία μὲ κάθε εὐκαιρία παρέχει τὴ δυνατότητα αὐτή. Σκορπίζει ἄφθονα τὴ μοναδικὴ αὐτὴ τροφὴ ποὺ ἔχουμε ἀνάγκη γιὰ νὰ ζήσουμε. Τὸ σαρανταλείτουργο εἶναι μιὰ τέτοια θαυμάσια εὐκαιρία, γιὰ μᾶς πρῶτα καὶ γιὰ τοὺς προσφιλεῖς κεκοιμημένους μας κατόπιν.

Γιὰ τὸν Θεὸ βέβαια δὲν ὑπάρχουν νεκροί. Δὲν εἶναι Θεὸς «νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων. Πάντες γὰρ ἐν αὐτῷ ζῶσιν» (Λουκ. 20, 38). Ὅμως, αὐτοὺς ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν ἐπίγεια ζωή, μόνο ἐμεῖς μποροῦμε νὰ τοὺς βοηθήσουμε. Καὶ ἡ καλύτερη βοήθεια εἶναι νὰ προσφέρουμε γιὰ χάρη τους τὴ Θεία Λειτουργία. Καὶ ἡ καλύτερη εὐκαιρία γι’ αὐτὸ εἶναι τὸ σαρανταλείτουργο. Δὲν ἀπομένει παρὰ νὰ τὸ ἐκμεταλλευθοῦμε κατάλληλα. Πῶς γίνεται αὐτό; Συνήθως δίνουμε ἕνα χαρτάκι μὲ τὰ ὀνόματα τῶν δικῶν μας, ζώντων καὶ κεκοιμημένων, νὰ τὰ μνημονεύει ὁ παπάς.

Καὶ τελειώνει ἐκεῖ ἡ ὑποχρέωσή μας. Μὰ αὐτὸ εἶναι τὸ λιγότερο ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε. Σὰν νὰ μᾶς χαρίζουν χιλιάρικο καὶ μεῖς μίζερα νὰ παίρνουμε μόνο ἕνα δεκάρικο. Τί ἐπιπλέον χρειάζεται;

Ἡ ἐνεργὸς συμμετοχή μας. Δὲν λειτουργεῖ μόνος του ὁ ἱερέας. Χρειάζεται καὶ ἐμᾶς νὰ συμπροσευχόμαστε μαζί του. Καὶ ἀφοῦ τὸ σαρανταλείτουργο γίνεται (συνήθως) στὴν περίοδο τῆς (χριστουγεννιάτικης) νηστείας, μποροῦμε νὰ νηστεύουμε καὶ (προετοιμασμένοι κατάλληλα μὲ μετάνοια καὶ ἐξομολόγηση) νὰ κοινωνοῦμε συχνά. «Εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον». Ἡ δική μας προσφορά, ἡ μικρὴ θυσία γιὰ τὴ νηστεία, ἡ μετάνοιά μας καὶ ἡ μετάληψή μας, μποροῦν νὰ γίνονται καὶ ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων μας. Γιὰ τὴν ἄφεση τῶν δικῶν τους ἁμαρτιῶν, γιὰ τὴ δική τους ἀνάπαυση καὶ αἰώνια ζωή. Εἶναι καὶ αὐτοὶ παρόντες στὴ Θεία Λειτουργία, ὅπου μνημονεύονται τὰ ὀνόματά τους. Πάνω στὸ ἅγιο Δισκάριο συνωθοῦνται ζῶντες καὶ κεκοιμημένοι, ἡ Ἐκκλησία ὁλόκληρη, ἐπίγεια καὶ ἐπουράνια, γύρω ἀπὸ τὸν Ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ ποὺ σφαγιάζεται καὶ προσφέρεται «εἰς βρῶσιν τοῖς πιστοῖς». Γύρω ἀπὸ τὴν ἀγαπημένη μας μητέρα, τὴν Παναγία. Γύρω ἀπὸ τοὺς ἄγρυπνους φύλακές μας, τοὺς ἀγγέλους. Γύρω ἀπὸ τοὺς φίλους τοῦ Θεοῦ, τοὺς ἀδελφούς μας ποὺ ἔγιναν εὐάρεστοι ἐνώπιόν του καὶ ἔχουν πιὰ τὸ δικαίωμα ὡς ἅγιοι νὰ πρεσβεύουν ὑπὲρ ἡμῶν. Ἡ πρωτοφανὴς αὐτὴ σύναξη τοῦ σύμπαντος κόσμου γίνεται, μέσα στὸ ἅγιο Ποτήριο, ἕνα μὲ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐν συνεχείᾳ μὲ ἐμᾶς ποὺ μεταλαμβάνουμε αὐτὴ τὴ Θεία Κοινωνία. «Ἵνα ὦσιν ἓν» οἱ πάντες καὶ τὰ πάντα (Ἰω. 17, 11).

Εἶναι νοητὸ λοιπὸν νὰ ἀπουσιάζουμε ἀπὸ τὴ μεγαλειώδη τράπεζα τοῦ Θεοῦ; Ἢ νὰ στεροῦμε στοὺς ἀγαπημένους μας μιὰ τέτοια βοήθεια; Ἡ προσευχή μας καὶ ἡ συμμετοχή μας στὴ Θεία Κοινωνία σώζει καὶ τοὺς κεκοιμημένους μας. Ἂς τὸ δοῦμε καλύτερα αὐτὸ μέσα ἀπὸ ἕνα παράδειγμα.

Ὁ π. Ἀντώνιος, ἡγούμενος τῆς μεγάλης ρωσικῆς μονῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος,διηγεῖται γιὰ τὸν καλλίφωνο διάκονο τῆς μονῆς, ὅτι λίγες ἡμέρες πρὶν τὴν πανήγυρη τῆς μονῆς ζήτησε ἄδεια νὰ πάει σπίτι του γιὰ κάποια δουλειά. Ἡ ἄδεια δόθηκε μὲ τὴν προϋπόθεση ὅτι θὰ ἐπέστρεφε ἐγκαίρως γιὰ τὴν πανήγυρη τῆς μονῆς. Τὴν παραμονὴ τῆς ἑορτῆς ὅμως ὁ διάκονος δὲν εἶχε ἐπιστρέψει ἀκόμη. Ὁ ἡγούμενος ἦταν σὲ μεγάλη ἀνησυχία καὶ στενοχώρια. Λίγο πρὶν ὅμως ἀπὸ τὴν ἀγρυπνία ὁ διάκονος ἦλθε καὶ ὁ ἡγούμενος τοῦ εἶπε: «Ἂν εἶσαι ἕτοιμος, ἔλα νὰ λειτουργήσεις». Ὁ διάκονος λειτούργησε, ἀλλά, κουρασμένος ὅπως ἦταν ἀπὸ τὸ μακρύ του ταξίδι, δὲν εἶχε τὴν πρώτη του καλλιφωνία. Μετὰ τὴ λειτουργία πήγαν στὴν τράπεζα. Ἐκεῖ κάποιος ἀδελφὸς πείραξε τὸν διάκονο γιὰ τὴ φωνή του,ποὺ δὲν ἦταν καλὴ ὅπως πρῶτα, λέγοντάς του: «Κάποιος πῆγε σπίτι του καὶ ἄφησε τὴ φωνή του ἐκεῖ»! Ὁ διάκονος πειράχτηκε καὶ ἄρχισε νὰ φιλονεικεῖ μὲ τὸν μοναχό. Γυρίζοντας στὸ κελλί του, πῆρε ἕναν κουβᾶ καὶ πῆγε νὰ πάρει νερό.

Γέμισε τὸν κουβᾶ, ἀλλὰ ἐπιστρέφοντας, τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ ἄνοιγε τὴν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του, ἔπεσε κάτω νεκρός. Ὁ ἡγούμενος Ἀντώνιος ταράχτηκε πολύ.

Νόμισε ὅτι ὁ διάκονος πέθανε, ἐπειδὴ πιθανὸν ταλαιπωρήθηκε πολὺ στὸ ταξίδι τῆς ἐπιστροφῆς, γιὰ νὰ προλάβει τὴν πανήγυρη, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολή του.

Ἄρχισε λοιπὸν νὰ προσεύχεται θερμὰ γιὰ τὴν ψυχή του καὶ μάλιστα ἔγραψε σὲ ὅλες τὶς ἐκκλησίες νὰ μνημονεύεται τὸ ὄνομά του στὴν Προσκομιδὴ καὶ στὴ Θεία Λειτουργία.

Τὴν παραμονὴ τῆς τεσσαρακοστῆς ἡμέρας ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ διακόνου,ἐνῶ κοιμόταν ὁ ἡγούμενος στὸ κελλί του, ἄκουσε ξαφνικὰ κάποιον νὰ τὸν πλησιάζει. Σηκώθηκε, ἄναψε τὸ φῶς καὶ βλέπει μπροστά του τὸν διάκονο.

– «Ἦλθα νὰ σὲ εὐχαριστήσω», τοῦ εἶπε ἐκεῖνος.

– «Γιατί;»

– «Γιὰ τὶς προσευχές σου γιὰ μένα», τοῦ ἀπάντησε ὁ διάκονος.

– «Δὲν προσευχήθηκα μόνος μου», τοῦ εἶπε ὁ ἡγούμενος. «Ὅλοι οἱ μοναχοὶ προσεύχονται γιὰ σένα. Ἔγραψα ἐντολὴ νὰ γραφτεῖ τὸ ὄνομά σου καὶ νὰ μνημονεύεται παντοῦ».

– «Τὸ ὄνομά μου δὲν γράφτηκε πουθενά, οὔτε τὸ μνημόνευε κανεὶς ἄλλος», εἶπε ὁ διάκονος. (Ἀργότερα ὁ ἡγούμενος ἀνακάλυψε ὅτι ἀπὸ κάποιο λάθος ἡ ἐντολή του δὲν εἶχε ἐκτελεστεῖ).

– «Πῶς πέρασες ἀπὸ τὰ τελώνια;» τὸν ρώτησε ὁ ἡγούμενος.

– «Σὰν ἀστραπή», ἀπάντησε ὁ διάκονος.

– «Πῶς ἔτσι;»

– «Γιατὶ λίγο πρὶν πεθάνω, εἶχα λάβει τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ».

– «Τί εἶπες γιὰ τὴ φιλονεικία σου μὲ τὸν ἀδελφὸ στὴν τράπεζα;»

– «Ὁ Κύριος δὲν μοῦ τὸ ὑπολόγισε».

Ἐκεῖνον τὸν καιρὸ εἶχε πεθάνει καὶ κάποια μοναχὴ ἀπὸ κάποιο Μοναστήρι καὶ ὁ ἡγούμενος ρώτησε τὸν διάκονο τί μερίδα ἔλαβε μετὰ τὸν θάνατό της.

«Αὐτὴ εἶναι ψηλότερα ἀπὸ μένα», εἶπε ὁ διάκονος. Καὶ τὸ ὅραμα ἔσβησε ἐκεῖ.

Ἡ προσευχὴ ὑπὲρ τοῦ διακόνου καὶ ἡ μνημόνευσή του ἔστω καὶ ὑπὸ μόνου τοῦ ἡγουμένου, ἀλλὰ καὶ ἡ Θεία Μετάληψη ποὺ εἶχε λάβει κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου του, καθόρισαν καίρια τὴ μετέπειτα πορεία του. Στὸ φετεινό μας σαρανταλείτουργο λοιπόν, μὲ τὴν προσευχή μας καὶ τὴ συχνότερη συμμετοχὴ στὴ Θεία Κοινωνία, ἂς βοηθήσουμε βέβαια ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους, ἀλλὰ κυρίως καὶ περισσότερο τοὺς κεκοιμημένους μας.

ΚΑΛΟ ΣΑΡΑΝΤΑΗΜΕΡΟ – ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!

Σαρανταήμερο 2016