«Βόμβα στὰ θεμέλια» τοῦ Ἁγίου Ὄρους: Ἁγιορεῖτες πατέρες διακόπτουν ἐπίσημα τὸ μνημόσυνον τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου – Ἡ Ἐπιστολή τους πρὸς τὴν Ἱερὰν Κοινότητα
Ἀνερτήθη 29 Νοεμβρίου 2016, 12:15 μμ
Ἤταν κάτι ποὺ τὸ περιμέναμε ἀρκετό καιρό. Πολλοί πατέρες στὸ Ἅγιον Ὄρος θεωροῦν ὅτι ἔχουμε φτάσει σὲ ὀριακό σημεῖο ἰδιαίτερα μετὰ τὴν
Σύνοδον τῆς Κρήτης, ἡ ὁποία σύμφωνα μὲ τοὺς ἰδίους ἀλλὰ καὶ μὲ πολλοὺς
διακεκριμένους καθηγητές Θεολόγους εἶναι μία ἄκυρη, αἰρετική καὶ
ψευτοσύνοδος διὰ πολλοὺς καὶ διαφόρους λόγους ποὺ ἔχουμε ἀναλύσει
πάμπολλες φορές μέσα ἀπὸ τὴν σελίδα μας.
Ἡ Ἱερὰ Κοινότης δὲν ἔχει πάρει ἀκόμα θέση σχετικά μὲ τὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης. Μετὰ ἀπό αὐτὴ τὴν ἐξέλιξιν ὅμως εἶναι ἀναγκαῖον νὰ λάβει τεκμηριωμένη θέση, σὲ ἀντίθετη περίπτωσιν θὰ δικαιωθοῦν ὅσοι θεωροῦν σκόπιμη τὴν σιωπὴν ὅλων τῶν διοικητικῶν παραγόντων τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Ἐλπίζουμε καὶ εὐχόμαστε τὸ Ἅγιον Ὄρος νὰ σταθεὶ ἐκεὶ ποὺ τοῦ ὀρίζει ἡ ἱστορία του ὡς «Πνευματικός Φάρος τοῦ Ἔθνους».
Παρακάτω δημοσιεύουμε τὴν ἐπιστολὴν τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων μὲ τίτλον: «ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ».
Ἡ ἀπόφασις τῆς διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου τεκμηριώνεται θεολογικῶς ἀπὸ τοὺς πατέρες. Εἶναι ὑποχρεωτικὸν ὅλοι οἱ πιστοὶ νὰ τὴν διαβάσουν νὰ τὴν μελετήσουν καὶ νὰ τὴ διαδώσουν πρὸς ἐνημέρωσιν ὅλων τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐν Ἁγίῳ Ὄρει τῇ 8η Νοεμβρίου 2016
Σύναξις τῶν Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ
καὶ πασῶν τῶν ἀσωμάτων καὶ ἐπουρανίων Δυνάμεων.
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
τῆς Ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ζωοποιοῦ Τριάδος.
Πρὸς τὴν Ἱερὰ Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ τοὺς Σεβαστοὺς ἁγίους Καθηγουμένους τῶν Ἱερῶν Μονῶν.
“Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς· ὅστις δ᾿ ἄν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς”.(Μτ. Ι, 32)
“Eὐχαριστοῦντες τῷ Θεῷ καὶ Πατρὶ τῷ ἱκανώσαντι ἡμᾶς εἰς τὴν μερίδα τοῦ κλήρου τῶν ἁγίων ἐν τῷ φωτί”, ὅπου κατεξοχὴν εἶναι καὶ λέγεται ὁ μοναχισμός, τὸ ἀκρότατον τῆς εὐαγγελικῆς πολιτείας, ἡ κλήση τῆς ὁποίας ἀπαιτεῖ κατὰ τὸ ἀποστολικὸν λόγιον:
“περιπατῆσαι ὑμᾶς ἀξίως τοῦ Κυρίου εἰς πᾶσαν ἀρέσκειαν ἐν παντὶ ἔργῳ ἀγαθῷ καρποφοροῦντες καὶ αὐξανόμενοι εἰς τὴν ἐπίγνωσιν τοῦ Θεοῦ”, “ ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ έν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ”, αὐτῆς τῆς γνώσεως διὰ τῆς φωτουργοῦ διδασκαλίας τῶν ἁγίων καὶ θεοφόρων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἤλθαμε εἰς ἐπίγνωσιν τῶν κρισίμων δογματικῶν ζητημάτων πίστεως, τὰ ὁποῖα σχετίζονται μὲ τὴν παναίρεσιν τοῦ διαχριστιανικοῦ καὶ διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καὶ τὰ ὁποῖα διενεργοῦνται κατὰ τῆς ἁγίας καὶ ἀμωμήτου ὀρθοδόξου πίστεως. Ἐπὶ 114 συναπτὰ ἔτη, ἀρχῆς γενομένης τὸ 1902, ὁ ἑκάστοτε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως πρωτοστατεῖ, ἔργῳ καὶ λόγῳ, στὴν ἐπιβολὴ τῆς παναιρετικῆς καινοφανοῦς διδασκαλίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Δυστυχῶς, παρατηρεῖται ἐντὸς τῶν περισσοτέρων μονῶν καθὼς καὶ κελλιωτικῶν συνοδειῶν ἡ καλλιέργεια ἑνὸς κλίματος ἀμεριμνίας καὶ ἀδιαφορίας, ἡ ὁποία ἐγγίζει τὰ ὅρια τῆς ἠθελημένης ἄγνοιας, μὲ ἀποτέλεσμα οἱ ἐκεῖ μονάζοντες πατέρες νὰ ἀγνοοῦν ἕως καὶ τὰ βασικότερα περὶ τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Τούτων οὕτως ἐχόντων, κατόπιν πολλῆς καὶ ἐμπόνου προσευχῆς, ἡ φωνὴ τῆς συνείδησεως μᾶς ὑπέδειξε νὰ ξεκινήσουμε ἀγῶνα ὁμολογιακὸ, θεμελιωμένο στὴν ἀντιαιρετικὴ στάση τῶν ὁσίων Πατέρων τοῦ παρελθόντος, ἐξαιρέτως τῶν Ἁγιορειτῶν.
1) Συγκεκριμένα στὸ τελικὸ κείμενο “Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον’’, στὴν παράγραφο 6 ἀναφέρεται: “ Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τὴν ἱστορικὴν ὀνομασίαν τῶν μὴ εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾿ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν”. Ἐδῶ βλέπουμε τὸ παραπλανητικὸ παιχνίδι τῶν χρησιμοποιουμένων ἐκφράσεων. Ἡ χρήση ἀφ’ ἑνὸς μέν τῆς ἐκφράσεως ὅτι ἡ Ἐκκλησία “ἀποδέχεται”, ἀφ’ ἑτέρου δέ, τοῦ χαρακτηρισμοῦ τῶν αἱρετικῶν ὡς “ Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν”, καταφανῶς ὁδηγεῖ στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ ΑκΜΣ (καὶ δι’ αὐτῆς πάντες οἱ ἀποδεχόμενοι αὐτήν), υἱοθέτησε καὶ ἀποδέχθηκε τὴν νέα ἐκκλησιολογία τῆς Β´ Βατικανῆς “συνόδου”, ὅπως ἐκφράστηκε στὰ ἐπίσημα κείμενά της (βλ. κυρίως Lumen Gentium 15, Unitatis Redintegratio 3, ὅπου γίνεται ἀναφορὰ στὴν ὕπαρξη “ Ἐκκλησιῶν καὶ Ἐκκλησιαστικῶν Κοινοτήτων”), συμφώνως πρὸς τὴν ὁποίαν ἡ “ἐκκλησία” διεσπάσθῃ ἐν χρόνῳ, πλὴν τὰ διασπασθέντα μέλη, ἐὰν μὲν διατηροῦν ἐπισκοπάτο καὶ μυστήρια (Βάπτισμα, Χρῖσμα, Εὐχαριστία), καλοῦνται “ Ἐκκλησίες” καὶ θεωρεῖται ὅτι διακρατοῦν περισσότερα στοιχεῖα ἐκκλησιαστικότητος, (οἱ Παπικοὶ ἀναφερόντουσαν στοὺς Ὀρθοδόξους, στοὺς Μονοφυσῖτες, καὶ σὲ τμήματα τοῦ Προτεσταντικοῦ κόσμου, ὅπως π.χ. οἱ Ἀγγλικανοί· στὸ δὲ κείμενο τῶν Σχέσεων, ἡ ἀναφορὰ καλύπτει Μονοφυσῖτες καὶ Προτεστάντες ὅπως ἀνωτέρω, μὲ τὴν προσθήκη τῶν Παπικῶν), ἂν δὲ δὲν διατηροῦν τὰ ἀνωτέρῳ, παρὰ μόνον τὸ Βάπτισμα, ὀνομάζονται “ Ἐκκλησιαστικὲς Κοινότητες” (μ’ αὐτὸ τόσο οἱ Παπικοί, ὅσο καὶ ἡ σύνοδος τῆς Κρήτης ποὺ τοὺς ἀκολουθεῖ, -ἁπλῶς ἀλλάζοντας τό “Κοινότητες” σέ “ Ὁμολογίες”- ἐννοοῦν τοὺς καλβινίζοντες Προτεστάντες).
Ἡ ΑκΜΣ ἀποδέχεται ὅτι ὁ Πάπας καὶ ὅλοι οἱ αἱρετικοὶ δίχος νὰ ἀποκηρύξουν κανένα ἀπὸ τὰ αἱρετικὰ δόγματά τους εἶναι καὶ αὐτοὶ Ἐκκλησίες, ἐνῶ ἀντιθέτως, οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀναθεμάτιζαν καὶ ἀπέκοπταν τοὺς αἱρετικοὺς ὡς σάπια καὶ νεκρὰ μέλη, ὡς παντελῶς ξένα δηλαδὴ πρὸς τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
3) Ὅσον ἀφορᾷ στὸ κείμενο περὶ τοῦ μυστηρίου τοῦ Γάμου, παρατηρεῖται μία ἐσκεμμένα παραπλανητικὴ ἀμφισημία κατὰ τὴν ὁποίαν, ἐνῶ ἀρχικῶς καταγράφεται ἡ σχετικὴ πατερικὴ διδασκαλία ἐπὶ τοῦ θέματος (παράγραφοι ἕως καὶ II,3), κατόπιν αὕτη ἀνατρέπεται πλήρως διὰ τῆς ἐπισήμου ἀποδοχῆς τῶν μικτῶν λεγομένων “γάμων”, μέσω τῆς ἐφαρμογῆς μιᾶς ψευδωνύμου “οἰκονομίας”, ἡ ὁποία καταστρατηγεῖ τόσο τὸ γράμμα, ὅσο καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ 72ου κανόνος τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ Συνόδου (692), μιγνύοντας τὰ ἄμικτα: ὀρθόδοξους καὶ αἱρετικούς. Ἡ συγκεκριμένη ἀπόφαση ἀποτελεῖ τὸ δεύτερο σημεῖο ἀναγνωρίσεως ἐκκλησιαστικότητος τῶν ἀποκεκομμένων ἐκ τῆς Ἐκκλησίας αἱρετικῶν κοινοτήτων, ἀφοῦ γίνεται ἀποδεκτὸ πλέον καὶ συνοδικῶς, τὸ ἔγκυρον τοῦ αἱρετικοῦ βαπτίσματος καὶ κατὰ συνέπειαν τῶν αἱρετικῶν “μυστηρίων” καὶ συνακόλουθα τῆς βαπτισματικῆς θεολογίας:
“Ὁ γάμος Ὀρθοδόξων μεθ᾿ ἑτεροδόξων κωλύεται κατὰ κανονικὴν ἀκρίβειαν (κανὼν 72 τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλῳ Συνόδου). Ἡ δυνατότης ἐφαρμογῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας ὡς πρὸς τὰ κωλύματα γάμου δέον ὅπως ἀντιμετωπίζεται ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἑκάστης αὐτοκεφάλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.” (παράγραφοι II,5,i-ii).
4) Ἀναφορικῶς δὲ πρὸς τὸ κείμενο τῆς Νηστείας, ἰσχύει ὅ,τι ἐλέχθη καὶ γιὰ τὸ κείμενο τοῦ Γάμου: ἕως καὶ τὴν παράγραφο 7, παρουσιάζεται ἡ σχετικὴ ὀρθόδοξη διδασκαλία περὶ νηστείας, ἀκολούθως ὅμως “ἐπιτρέπεται” ἡ κατάλυσίς της (Νηστεία 8), μὲ ἀποτέλεσμα νὰ παραδίδεται τελεσιδίκως ἡ ἀσκητικὴ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση στὸ ἐκκοσμικευμένο καὶ ἀντιασκητικὸ πνεῦμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ ἐδῶ διὰ τῆς ὁδοῦ τῆς «οἰκονομίας»: καταλύονται οἱ ἱεροὶ κανόνες περὶ τῆς νηστείας.
5) Στὴν σύνοδο τῆς Κρήτης δὲν ὑπῆρξε οὔτε κἂν ἡ ἐπίφασις συνοδικότητος ποὺ βλέπουμε στὴν Β’ Βατικανὴ σύνοδο, στὴν ὁποία εἶχε κληθεῖ τὸ σύνολο τῶν ἀνὰ τὴν οἰκουμένη παπικῶν ἐπισκόπων, ἐνῶ στὴν ΑκΜΣ δὲν συμμετεῖχε τό σύνολο τῶν ἐπισκόπων παρὰ μόνον “ἀντιπροσωπεῖες”. Ἡ σύνοδος λειτούργησε σὰν νὰ ἦταν κάποιο πολιτικὸ σῶμα, ὅπου οἱ ἀντιπροσωπεῖες ψήφισαν κατ’ ἀρχὰς ἐσωτερικά, ὅπως καὶ οἱ κοινοβουλευτικὲς ὁμάδες τῶν κομμάτων, μὲ τελικὴ κατάληξη τὴν ψηφοφορία τῶν πρώτων, ὡς ἄλλων πολιτικῶν ἀρχηγῶν. Μὰ οὔτε καὶ πανορθόδοξος ἦταν, ἐφόσον τελικῶς ἔλειψαν τέσσερεις Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες.
Ὄντως ἡ ΑκΜΣ δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὶς προηγούμενες Οἰκουμενικὲς καὶ Τοπικὲς Συνόδους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἐξάλλου, ὅπως χαρακτηριστικὰ δήλωσε ὁ Ἀναστάσιος Ἀλβανίας, συνιστᾶ μία νέου εἴδους “σύνοδο”. Ἡ νέα πραγματικότητα ποὺ διαμορφώνεται μὲ “συνόδους” τύπου Κολυμπαρίου Κρήτης εἶναι ὅτι καταλύεται τὸ συνοδικὸ σύστημα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ εἰσάγεται ἡ ἐκκοσμίκευση ἐντὸς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ὅπου δὲν ὑπάρχει ἡ εὐωδία τοῦ λιβανιοῦ ἀλλὰ ἡ δυσωδία τῶν κοσμικῶν ἀρωμάτων. Ὄντως δὲν ὑπάρχει οὐδαμοῦ ὁ αὐθεντικὸς δογματικὸς λόγος καὶ ἡ ἀκρίβεια ποὺ ἁρμόζει σὲ μία Ὀρθόδοξη Σύνοδο, ὥστε νὰ ἀποπνέει ἐμπιστοσύνη καὶ αὐθεντικότητα.
6) Κλείνοντας, παρατηροῦμε ὅτι σὲ ὅλα τὰ κείμενα τῆς Συνόδου δὲν ὑπάρχει ἡ εὐθύτης τοῦ λόγου, τὸ εὐαγγελικόν «ἔστω ὁ λόγος ὑμῶν ναὶ ναί, οὔ οὔ» (Ματθ. εʹ, 37), ἐκεῖνο μάλιστα ποὺ ἐντυπωσιάζει εἶναι ὅτι οἱ λέξεις ποὺ συστηματικὰ ἀποφεύγονται εἶναι: αἱρετικοί, αἵρεσις καὶ δόγμα. Σκοπὸς βεβαίως τοῦ παρόντος κειμένου δὲν εἶναι ἡ λεπτομερὴς θεολογικὴ ἀνάλυση ἐπὶ τῶν κειμένων τῆς ΑκΜΣ, ἐπ’ αὐτοῦ παραπέμπουμε στὴ θεολογικὴ μελέτη τοῦ ἁγιορείτου Μοναχοῦ Ἐπιφανίου Καψαλιώτου, καθὼς καὶ ἀκαδημαϊκῶν θεολόγων καθηγητῶν. Στὶς ἐν λόγῳ ἐργασίες γίνεται σαφὲς ὅτι πέραν τοῦ κακοδόξου κειμένου τῶν Σχέσεων, καὶ τὰ ἄλλα συνοδικὰ κείμενα: τῆς Ἐγκυκλίου, τοῦ Μηνύματος, καὶ τῆς Ἀποστολῆς, βρίθουν ἀντορθοδόξων θέσεων περὶ τοῦ χαρακτῆρος τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ἀποστολῆς αὐτῆς ἐν τῷ κόσμῳ.
Ἀναπόφευκτα τὸ ἑπόμενο καὶ τελικὸ στάδιο θὰ εἶναι ἡ ὑποταγὴ στὸ πρωτεῖο ἐξουσίας, στὸ ἀλάθητο τοῦ αἱρεσιάρχη Πάπα καὶ «τὸ κοινὸ ποτήριο» , δηλαδὴ στὴ μετατροπὴ τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν σὲ Οὐνιτικές.
Εἶναι γνωστὸ τοῖς πᾶσι ὅτι ὁ νῦν Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης τυγχάνει ὁ κύριος ἐμπνευστὴς ὅλων τῶν κακοδόξων ἀποφάσεων τῆς ΑκΜΣ, καθὼς αὐτὸ ἀποτελοῦσε ὅραμα ζωῆς καὶ ἦταν ὁ διαρκής του στόχος. Οἱ αἱρετικοῦ χαρακτήρα θεολογικὲς θέσεις τοῦ Πατριάρχου -οἱ ὁποῖες ἔλαβαν πλέον καὶ πανορθόδοξον κῦρος- εἶναι ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια γνωστὲς καὶ εἶναι καταγεγραμμένες τόσο σὲ κείμενα, ὅσο καὶ ὡς προφορικὲς δηλώσεις καὶ ἔχουν ἐλεγχθεῖ δημοσίως ἀπὸ θεολογικὲς μελέτες ἐπισκόπων, ἀπὸ τὴ “Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν”, ἀπὸ ἀκαδημαϊκοὺς καθηγητὲς τῆς Θεολογίας, καθὼς καὶ ἀπὸ ἄλλους κληρικοὺς καὶ λαϊκούς. Ἐμεῖς ἀπὸ τὴν πλευρά μας, δώσαμε τὴν ἁγιορειτικὴ μαρτυρία ἐκδίδοντας τὸν συλλογικὸ τόμο «Ἅγιον Ὄρος. Διαχρονικὴ μαρτυρία στοὺς ἀγῶνες ὑπὲρ τῆς πίστεως» τὸ 2014, καὶ τὸν ὁποῖο ὑπέγραψαν τέσσερις ἁγιορεῖτες Ἡγούμενοι καθὼς καὶ πλῆθος κελλιωτῶν καὶ γερόντων. Περιέχει παλαιότερα κείμενα τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος, προβάλλοντας ἔτσι τὴ διαχρονικὴ φωνὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους πρὸς ἐνημέρωση τοῦ πιστοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος ὅμως σήμερα κρατεῖται στὸ σκότος καὶ τὴν ἄγνοια. Στὸ συγκεκριμένο κείμενο, καθὼς καὶ σὲ ἄλλα ποὺ ἔχουν δεῖ κατὰ τὸ παρελθὸν τὸ φῶς τῆς δημοσιότητος, γίνεται σαφὲς ὅτι ὁ Πατριάρχης κηρύττει αἵρεσιν γυμνῇ τῇ κεφαλῇ. Ἐνδεικτικῶς ἀναφέρουμε ὁλίγα ἐκ τῶν (πάρα) πολλῶν:
Τὸ Μάϊο τοῦ 2014 στὴ συνάντησή του μὲ τὸν Πάπα στὰ Ἱεροσόλυμα στὸ λόγον του εἶπε: « Ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία…λόγῳ τῆς ὑπερισχύσεως τῆς ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας καὶ τοῦ πεπερασμένου θελήματος τοῦ ἀνθρωπίνου νοὸς διεσπάσθη ἐν χρόνῳ…αἱ κατὰ τόπους Ἐκκλησίαι ὡδηγήθησαν εἰς διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς πίστεως…» (προσφώνησις Πατριάρχου πρός Πατριάρχην Ἱεροσολύμων 24 Μαΐου 2014 βλ. ἱστολόγιο amen).
Ἔχει πεῖ, «…Ἐφ᾿ ὅσον δηλονότι ἡ μία Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει ὅτι ἄλλη τις Ἐκκλησία εἶναι ταμιοῦχος τῆς χάριτος καὶ ἀρχηγὸς σωτηρίας, ἀποκλείεται, ὡς ἀντιφάσκουσα εἰς τὴν παραδοχὴν ταύτην, ἡ προσπάθεια ἀποσπάσεως πιστῶν ἀπό τῆς μιᾶς καὶ προσαρτήσεως αὐτῶν εἰς τὴν ἑτέραν…δὲν εἶναι ἀνταγωνίστρια τῶν ἄλλων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλ᾿ ἕν σῶμα μετ᾿ αὐτῶν». (Προσφώνησις πρὸς τήν παπικὴν ἀντιπροσωπίαν εἰς τὴν θρονικὴ ἑορτὴ, Κων/πολις 1998, περ. Ἐπίσκεψις).
Σὲ ἄλλη του ὁμιλία εἶπε: « Ἀπηλλαγμένοι λοιπὸν τῶν ἀγκυλώσεων τοῦ παρελθόντος…Κάθε Ἐκκλησία εἶναι ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ ὄχι ἡ ὁλότητά της. Κάθε Ἐκκλησία ἐκπληρώνει τἠν καθολικότητά της, ὅταν εἶναι σὲ κοινωνία μὲ τὶς ἄλλες Ἐκκλησίες…ὁ ἕνας χωρὶς τὸν ἄλλον εἴμαστε πτωχευμένοι» (Ὁμιλία εἰς Γενεύην 17 -2 2008).
Ἡ Ἐκκλησία κατὰ τὸν Πατριάρχη εἶναι διεσπασμένη καὶ διῃρῃμένη. Δὲν ὑπάρχει ἡ ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ μέσα σὲ αὐτὴν τὴν διῃρημένη «Ἐκκλησία» συγκαταλέγει καὶ τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. Πιστεύει στὴν οἰκουμενιστικὴ «θεωρία τῶν κλάδων». Ἐπ᾿ αὐτοῦ δημοσίευσε θεολογικὴ κριτικὴ ἡ ‘’Σύναξις Ὀρθοδόξων κληρικῶν καὶ μοναχῶν’’, ποὺ ἀποδεικνύει τὴν αἱρετικὴ διδασκαλία τοῦ Πατριάρχη.
Κατὰ συνέπειαν, «ὅποιος πιστὸς κληρικὸς καὶ λαϊκὸς ἀμφισβητεῖ ἤ ἀρνεῖται συνειδητὰ τήν ἁγιοπνευματικὴ ἐμπειρικὴ ὀρθόδοξη πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτὴ ὁριοθετεῖται μὲ κάθε ἀκρίβεια στοὺς Ὅρους τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί ἰδιαιτέρως στὰ μονοσήμαντα ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, εὐλόγως ἐκπίπτει ἀπό τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὑποκείμενος σὲ καθαίρεση ἢ ἀφορισμὸ κατὰ τίς Οἰκουμενικὲς Συνόδους». ( βλ. Ζʹ Ἱερὸν Κανόνα τῆς Γʹ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καὶ τὴν μελέτη “Ἡ νέα ἐκκλησιολογία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου”, ἔκδ. Σύναξις Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν, 2015, σελ. 13).
2) Ὁ Πατριάρχης δὲν πιστεύει ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ μοναδικὸς ἀληθινὸς Θεός καὶ Σωτήρας τοῦ κόσμου, ὅπως τὸν ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολον τῆς πίστεώς μας « Καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν…», καὶ τοῦτο ἀποδεικνύεται πάλιν ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ λόγια καὶ ἔργα του. Δὲν πιστεύει εἰς τὸ «Εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα». (Ἐφ. Δʹ, 5).
Τὸ 2001 στὴν νότιο Ἀφρικὴ, δήλωσε ὅτι: « ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, δὲν ἐπιδιώκει νὰ πείση τοὺς ἄλλους γιὰ μία συγκεκριμένη ἀντίληψι τῆς Ἀλήθειας ἢ τῆς Ἀποκαλύψεως ». (ἐκ τῆς ἱστοσελίδος τοῦ Πατριαρχείου).
Ὁ Πατριάρχης λέγοντας ὅτι δὲ χρειάζεται νὰ διδάσκουμε «γιὰ μιὰ συγκεκριμένη ἀντίληψι τῆς Ἀληθείας ἢ τῆς Ἀποκαλύψεως», καταργεῖ τὴν ἱεραποστολὴ καὶ τὸ βάπτισμα· γιὰ αὐτὸ καὶ ἀπαγορεύει τὸ ὀρθόδοξο βάπτισμα στοὺς προσηλύτους.
3) Πιστεύει ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες σώζουν.
Στὴ Γενεύη τὸ 1995 ἔκανε τὴ δαιμονικὴ, βλάσφημη δήλωση: «ΟΛΕΣ ΟΙ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΔΟΙ ΣΩΤΗΡΙΑΣ». (Ἐπίσκεψις ἀρ. 523, σελ. 12).
Ἐὰν ὅλες λοιπὸν οἱ θρησκεῖες σώζουν, γιατί τότε νὰ ἔρθει ὁ Χριστὸς στὴν γῆ; Γιατί νὰ γίνει ἄνθρωπος καὶ νὰ σταυρωθεῖ , ἀφοῦ ὅλες οἱ θρησκεῖες σώζουν; Γιὰ τὸν Πατριάρχη λοιπὸν, ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι Θεός, ὁ χριστιανισμὸς εἶναι ἁπλᾶ μία θρησκεία, ὅπως ὅλες οἱ ἄλλες θρησκεῖες. Καὶ ἀκόμη μνημονεύεται ἡμέρας καὶ νυκτὸς ὡς ὀρθοτομῶν τὸν λόγον τῆς ἀληθείας;…
Στὴν 6η Παγκόσμια Συνάντηση Θρησκείας καὶ Εἰρήνης στὶς 4/11/1994 δηλώνει: «Ἐμεῖς οἱ θρησκευτικοὶ ἡγέτες πρέπει νὰ φέρουμε στὸ προσκήνιο τὶς πνευματικὲς ἀρχὲς τοῦ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ, τῆς ἀδελφωσύνης καὶ τῆς εἰρήνης. Ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸ πετύχουμε αὐτὸ πρέπει νὰ εἴμαστε ἑνωμένοι στὸ πνεῦμα τοῦ ἑνὸς Θεοῦ…Ρωμαιοκοθολικοὶ, καὶ Ὀρθόδοξοι, Προτεστάνται καὶ Ἑβραῖοι, Μουσουλμάνοι καὶ Ἰνδοί, Βουδισταί…». (Ἐπίσκεψις ἀρ. 494, σελ. 23, Γενεύη 1994).
Πιστεύει καὶ κηρύττει ὅτι τὸ Κοράνιο εἶναι “ἴσο μὲ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἱερὸ, ὅπως αὐτή”[1] καὶ ὅτι οἱ Μωαμεθανοὶ μποροῦν νὰ πᾶνε στὸν παράδεισο χωρὶς νὰ πιστεύουν στὸ Χριστό[2]
Ὁ Πατριάρχης στήν Ἀτλάντα τῆς Τζώρτζια τῶν ΗΠΑ, προσφώνησε τόν ἰδιοκτήτη τῆς Coca Cola Μουχτὰρ Κέντ καὶ εἶπε: «Ἔχω ἕνα μικρὸ ἐνθύμιο, μικρό, ἀλλὰ καὶ μεγάλο· ἐνθύμιο στή Δάφνη καί στόν Μουχτάρ. Εἶναι τὸ ἅγιο κοράνιο, τὸ ἱερὸ βιβλίο τῶν μουσουλμάνων ἀδελφῶν μας». (Περιοδικό: Ἅγιον Ὄρος – Διαχρονικὴ μαρτυρία στούς ἀγῶνες τῆς Πίστεως, ἔκδ. Ἁγιορειτῶν Πατέρων, Ἁγ. Ὄρος 2014, σελ. 69).
Πιστεύει καὶ κηρύττει ὅτι πολλὲς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ εἶναι προσωρινές[3], διαφωνώντας ἀκόμα καὶ μὲ τὸν Κύριο!
Ὀνομάζει «εὐλογημένη» καὶ τιμᾷ τὴ Συναγωγὴ τῶν Ἑβραίων, ἐκεῖ ποὺ ὑβρίζεται ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Θεοτόκος[4]. Γιὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο ἡ Συναγωγὴ εἶναι “χῶρος δαιμονίων ποὺ συνάζονται οἱ σταυρωτὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ θεομάχοι”[5].
4) Πιστεύει καὶ κηρύττει τὴν βασικὴ ἀρχὴ τῆς Μασονίας ὅτι δηλαδή: «ἕκαστος νὰ λατρεύῃ τὸν Ἕνα Θεὸν ὡς προτιμᾷ…». «Ὁ Θεὸς εὐαρεστεῖται εἰς τὴν εἰρηνικὴν συμβίωσιν τῶν ἀνθρώπων καὶ μάλιστα, αὐτῶν οἱ ὁποῖοι Τὸν λατρεύουν ἀνεξαρτήτως τῶν διαφορῶν, αἱ ὁποῖαι ὑπάρχουν εἰς τὴν πίστιν μεταξὺ τῶν τριῶν μεγάλων μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν«[6].
5) Ἐπιδιώκει τὴν κατάργηση ἢ τροποποίηση πλειάδος Ἱερῶν Κανόνων, κάτι, ποὺ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, εἶναι γνώρισμα αἱρετικοῦ ἀνθρώπου[7]. Ὀνομάζει τοὺς Ἱ. Κανόνες «τείχη τοῦ αἴσχους«[8]!
6) Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἐπίσης ἐκφράζεται ὑβριστικὰ κατὰ τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, διότι στὴν θρονικὴ ἑορτὴ τὸ 1998, σχετικὰ μὲ τὸ θέμα τοῦ παπισμοῦ καὶ τὶς σχέσεις ποὺ πρέπει νὰ ἔχουμε μαζί τους, εἶπε: «Ἡ μετάνοια ἡμῶν διὰ τὸ παρελθὸν εἶναι ἀπαραίτητος. Δὲν πρέπει νὰ σπαταλήσωμεν τὸν χρόνον εἰς ἀναζήτησιν εὐθυνῶν. Οἱ κληροδοτήσαντες εἰς ἡμᾶς τὴν διάσπασιν προπάτορες ἡμῶν ὑπῆρξαν ἀτυχῆ θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως καὶ εὑρίσκονται ἤδη εἰς χείρας τοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ. Αἰτούμεθα ὑπὲρ αὐτῶν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὀφείλομεν ἐνώπιον αὐτοῦ, ὅπως ἐπανορθώσωμεν τὰ σφάλματα ἐκείνων (!)» (Βλ. Ἐκκλησιαστικὴ Ἀλήθεια, 16/2/1998 καὶ περ. Ἐπίσκεψις).
Φρικιᾶ ὁ κάθε εὐσεβὴς ὀρθόδοξος χριστιανὸς ἀκούγοντας τὰ ἀσεβῶς τολμηθέντα “ρήματα” τοῦ πατριάρχου. Βλασφημεῖται ἅπας ὁ χορὸς τῶν ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποίοι ὡς γνήσιοι ποιμένες τῶν διαπιστευμένων εἰς αὐτοὺς λογικῶν προβάτων, τὸ διεφύλαξαν ἀμόλυντο ἀπὸ τὴ λύμη τῶν αἱρέσεων, μεγαλυτέρα τῶν ὁποίων ἦταν (καὶ παραμένει), αὐτὴ τοῦ ἀθέου παπισμοῦ. Βλασφημοῦνται ἀνερυθριάστως, ὡς δῆθεν ὄργανα τοῦ διαβόλου καὶ ὡς ὑπαίτιοι τοῦ σχίσματος, αὐτοὶ δηλαδὴ, γιὰ τοὺς ὁποίους ψάλλει ἡ Ἐκκλησία:
“Ὅλην συλλεξάμενοι, ποιμαντικὴν ἐπιστήμην, καὶ θυμὸν κινήσαντες, νῦν τὸν δικαιώτατον ἐνδικώτατα, τοὺς βαρεῖς ἤλασαν καὶ λοιμώδεις λύκους, τῇ σφενδόνῃ τῇ τοῦ Πνεύματος, ἐκσφενδονήσαντες, τοῦ τῆς Ἐκκλησίας πληρώματος, πεσόντας ὡς πρὸς θάνατον, καὶ ὡς ἀνιάτως νοσήσαντας, οἱ θείοι Ποιμένες, ὡς δούλοι γνησιώτατοι Χριστοῦ, καὶ τοῦ ἐνθέου κηρύγματος, μύσται ἱερώτατοι.” (στιχηρὸ προσόμοιο αἴνων, ἐκ τῆς Κυριακῆς τῶν ἁγίων Πατέρων)
7) Πιστεύει καὶ κηρύττει -σὲ ἀντίθεση μὲ δεκάδες Συνόδους καὶ ἑκατοντάδες Ἁγίους- ὅτι ἡ παπική «ἐκκλησία» εἶναι κανονικὴ καὶ ὁ Πάπας Ρώμης, κανονικὸς ἐπίσκοπος. Τὸ 1991 στὸ Μπαλαμάντ τοῦ Λιβάνου ἀποδέχτηκε τὸ ἔγκυρον τῶν μυστηρίων τῶν παπικῶν καθὼς καὶ τὴν Οὐνία[9]. Τὸ 1995, ὅπως καὶ τὸ 2014, συνυπέγραψε μὲ τὸν Πάπα «ΚΟΙΝΗΝ ΜΑΡΤΥΡΙΑΝ ΠΙΣΤΕΩΣ». Τὸ 2011, κατήχησε σπουδαστὲς παπικοῦ πανεπιστημίου ὑπὲρ τοῦ Πάπα. “Ὁ Οἰκ. Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος δέχτηκε ἐπίσκεψη ὁμάδος φοιτητῶν τοῦ Ποντιφικικοῦ Ἰνστιτούτου Saint Apollinaire. Ἀπευθυνόμενος στοὺς φοιτητὲς τοὺς προέτρεψε: Ἀκολουθῆστε τὸν Πάπα. Ὁ Πάπας Βενέδικτος ὁ ΙΣΤ΄ εἶναι ἕνας μεγάλος θεολόγος ποὺ κάνει καλὸ σὲ ὅλες τὶς Ἐκκλησίες. Ἀκολουθῆστε τον μὲ ἀγάπη καὶ συμπάθεια”[10].
8) Ἀναγνωρίζει τὶς χειροτονίες τῶν ἀγγλικανῶν[11] καὶ κάνει ἀποδεκτὸ τὸ βάπτισμα τῶν Λουθηρανῶν[12] (ὅπως καὶ γενικῶς πάντων τῶν προτεσταντῶν), ποὺ εἶναι διαστρεβλωτὲς τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὑβριστὲς τῆς Κυρίας Θεοτόκου, περιφρονητὲς τῶν Ἁγίων μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὡς εἰκονομάχοι ποὺ εἶναι, βρίσκονται ὑπὸ τὸν ἀναθεματισμὸ τῆς 7ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἄλλωστε στὸ συνέδριο τοῦ Π.Σ.Ε., τὸ 2006, στὸ Porto Alegre, ἀποδέχτηκε σὲ κοινὴ δήλωση μὲ τοὺς προτεστάντες ὅτι δὲν ὑπάρχει μόνο Μία Ἐκκλησία, ἀλλὰ ὅτι οἱ 348 ἐκκλησίες -μέλη τοῦ Π.Σ.Ε.- εἶναι γνήσιες ἐκκλησίες. Μία δὲ ἀπὸ αὐτὲς εἶναι καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία! Οἱ ποικίλες αἱρετικὲς διδασκαλίες τῶν προτεσταντῶν θεωροῦνται ὡς διαφορετικοὶ τρόποι ἐκφράσεως τῆς ἰδίας πίστεως καὶ ὡς ποικιλία τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δεχόμενος ἔτσι ὅτι τελικὰ δὲν ὑπάρχουν αἱρέσεις! “Αὐτὲς οἱ ἐκκλησίες καλοῦνται νὰ συμβαδίζουν, ἀκόμη καὶ ὅταν διαφωνοῦν”[13].
9) Τὸ Νοέμβριο τοῦ 1993 προέβη σὲ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων ἀνάμεσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ στὴν αἵρεση τῶν μονοφυσιτῶν. Ἡ κάθε πλευρὰ ἀναγνώρισε τὴν ἄλλη ὡς Ὀρθόδοξη. Τὶς καταδίκες καὶ τὰ ἀναθέματα τῆς 4ης Οἰκουμενικῆς πρὸς τοὺς Μονοφυσίτες (ποὺ τὰ ἐπανέλαβαν οἱ ἑπόμενες Σύνοδοι) τὰ ὀνομάζει «παρεξηγήσεις τοῦ παρελθόντος ποὺ ἔχουν ξεπεραστεῖ», ἀφοῦ, «δὲν ὑπάρχει θεολογία ποὺ μᾶς χωρίζει«[14]!
Δι’ ὅλων αὐτῶν ἀποδεικνύεται ὅτι δὲν συκοφαντοῦμε, οὔτε κατηγοροῦμε, μὰ οὔτε καὶ ὑβρίζουμε τὸν Πατριάρχη, ἁπλῶς μὲ τὸ νὰ προβάλλουμε τόσο τὰ ἔργα, ὅσο καὶ τοὺς λόγους του, ἀφήνουμε αὐτὰ νὰ μιλήσουν μόνα τους καὶ νὰ εἶναι αὐτὰ ποὺ καταγγέλλουν τὴν αἵρεσή του. Κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον, ἀποδεικνύουμε ὅτι ἐμεῖς πραγματικὰ τὸν ἀγαποῦμε, διότι ὅποιος ἀγαπᾶ, ὁμιλεῖ καὶ μαρτυρεῖ τὴν ἀλήθεια καὶ δὲν κολακεύει. Εὐχόμεθα ὁλοψύχως νὰ τοῦ χαρίσει ὁ Κύριος τοῦ ἐλέους μετάνοιαν, (ὅπως καί στοὺς λοιπούς, ὁμόφρονες πρὸς αὐτόν, οἰκουμενιστὲς ἐπισκόπους), ὥστε νὰ ἀποκηρύξει τὴν αἵρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Κατόπιν τούτων, ὁ νῦν Πατριάρχης στὴ συνείδηση τῶν Ὀρθοδόξων χριστιανῶν, δὲν ὑφίσταται πλέον ὡς ὀρθόδοξος Πατριάρχης ἀλλὰ ὡς αἱρεσιάρχης, καθὼς καὶ οἱ πρὸ αὐτοῦ αἱρετικοί, ὅπως ὁ Νεστόριος, ὁ Βέκκος κ.ἄ.
Ὡς ἁγιορεῖτες μοναχοί, εἶναι προφανῶς κατανοητὸ ἔχουμε ἰδιαίτερο πρόβλημα συνειδήσεως, καθότι τὸ Ἅγιον Ὄρος ἔχει ἄμεση ἐκκλησιαστικὴ ἀναφορὰ πρὸς αὐτόν. Ὄντως ἡ ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση ποὺ ζοῦμε σήμερα, ὡς πρὸς τὴν προδοσία τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, μᾶς παραπέμπει στὰ ἀλγεινὰ γεγονότα τῶν Συνόδων τῆς Λυών (1274) καὶ τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας (1439-40).
Τὰ 114 ἔτη ἄκρας οἰκονομίας (ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὴν αἱρετικῆς ἐμπνεύσεως ἐγκύκλιο τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Ἰωακεὶμ Γʹ, τὸ 1902) καὶ ἀνοχῆς στοὺς οἰκουμενιστές–λατινόφρονες καὶ φιλενωτικοὺς ἐπισκόπους εἶναι ὑπὲρ τοῦ δέοντος ἀρκετά. Ἡ ζημία ποὺ ἔχει προκαλέσει αὐτὴ ἡ ψευδεπίγραφη “οἰκονομία” στὴ δογματικὴ αὐτοσυνειδησία κλήρου καὶ λαοῦ εἶναι ἤδη τεραστίων διαστάσεων, μὲ συνέπεια τὴν ἀλλοίωση τῶν ὑγειῶς νοουμένων ὀρθοδόξων κριτηρίων τοῦ θεολογεῖν. Σκοπὸς καὶ στόχος τοῦ Ἁγίου Ὄρους πρωτίστως, καθ’ ὅλην τὴν ὑπερχιλιετῆ ἱστορία του, ὑπῆρξε ἡ διαφύλαξη καὶ ὑπεράσπιση τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁσάκις ἀνεφύη αἵρεσις ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, ἡ διαχρονικὴ ἁγιορειτικὴ στάση, θεμελιωμένη καὶ στοιχοῦσα στὴν ἱεροκανονικὴ παράδοση, διδάσκει τὴν αὐτονόητο ὑποχρέωση διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου, ἐν τοῖς μυστηρίοις, τοῦ αἱρετίζοντος πατριάρχου.
“ Ἄνωθεν γὰρ ἡ τοῦ Θεοῦ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τὴν ἐπὶ τῶν ἀδύτων ἀναφορὰν τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως συγκοινωνίαν τελείαν ἐδέξατο τοῦτο. Γέγραπται γὰρ ἐν τῇ ἐξηγήσει τῆς θείας λειτουργίας, ὅτι ἀναφέρει ὁ ἱερουργῶν τὸ τοῦ ἀρχιερέως ὄνομα, «δεικνύων καὶ τὴν πρὸς τὸ ὑπερέχον ὑποταγὴν, καὶ ὅτι κοινωνός ἐστιν αὐτοῦ, τῆς πίστεως καὶ τῶν θείων μυστηρίων διάδοχος» ”. (βλ. V. Laurent-J. Darrouzes, Dossier Grec de I’ Union de Lyon, Paris 1977, σελ. 399).
Ὁ οὐσιαστικὸς λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον ὀφείλουμε νὰ κάνουμε τὴν διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου ἑνὸς αἱρετικοῦ πατριάρχου καὶ ἐπισκόπου εἶναι, ὃτι διὰ τῆς μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματὸς του γινόμεθα καὶ ἐμεῖς συγκοινωνοὶ τῆς αἱρέσεώς του, καίτοι δηλώνουμε ὅτι ἐμεῖς δὲν συμφωνοῦμε.
Ἄλλος Ἁγιορείτης Ὁμολογητὴς ὁ ὅσιος Ἡσαΐας, συνασκητὴς τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, ὅπως τὸν ἀναφέρει ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: «Οὗτος ὁ μακάριος ἔπαθε πολλὰ κακὰ ἀπὸ τὸν βασιλέα Μιχαήλ τὸν Παλαιολόγον τὸν λατινόφρονα, διατὶ δὲν ἤθελε νὰ συγκοινωνήσῃ μὲ τὸν τότε Πατριάρχη τὸν Βέκκον διὰ τὴν καινοτομίαν τοῦ Ὀρθοδόξου Δόγματος, ἀλλὰ θείῳ ζήλῳ κινούμενος ἠγωνίσθη πολλὰ ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ μὲ τὴν ἀκούραστον διδασκαλίαν του ἥνωσεν ὅλους μὲ τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ πλέον τελεώτερον».(βλ. «Ὑπὲρ τῶν Ἱερῶς ἡσυχαζόντων », 2,2,2, Ε.Π.Ε. τομ. Βʹ σελ. 350). σελ. 251).
Κατὰ τὴ νεωτέρα δὲ ἐποχή (1924), ἕνεκα τῆς καινοτόμου καὶ ἀντικανονικῆς εἰσαγωγῆς τοῦ νέου ἡμερολογίου, τὸ ὁποῖο ἀπετέλεσε καὶ τὸ πρῶτο πλῆγμα τοῦ Οίκουμενισμοῦ στὴν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, οἱ τότε πατέρες συνεχίζοντες τὴν πάγια ἁγιορειτικὴ παράδοση ἐπανέλαβαν τὴν διακοπὴ τοῦ πατριαρχικοῦ μνημοσύνου. Ἡ διαχρονικὴ αὐτὴ παράδοση, δυστυχῶς διεκόπη ὑπαιτιότητι τῶν νέων συνοδειῶν, τῶν προερχομένων ἐκ τοῦ κόσμου, καὶ οἱ ὁποῖες τὸ 1971 ἐπανέφεραν τὸ πατριαρχικὸ μνημόσυνο. Νὰ σημειωθεῖ ὅτι ἡ διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου γίνεται ἐπὶ σκοπῷ ἀποφυγῆς τοῦ μολυσμοῦ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος ἐκ τῆς κακοδόξου διδασκαλίας ἢ πρακτικῆς, μὲ ἀπώτερον σκοπὸν τὴν δι’ Ὀρθοδόξου Οἰκουμενικῆς Συνόδου καταδίκης τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας (ἢ πρακτικῆς) καὶ τῶν αἱρεσιαρχῶν ἐπισκόπων.
Ἐπὶ πατριαρχείας Ἀθηναγόρου, τό Ἅγιον Ὄρος, σχεδὸν στὸ σύνολό του, ὁλοψύχως καὶ ὡς ἓν σῶμα, ἀντέδρασε δυναμικὰ καὶ διέκοψε, ὡς ὤφειλε, τὸ μνημόσυνο τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα, (τὸ αὐτὸ ἔπραξαν καὶ κάποιοι ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων Ἱεραρχῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τῶν νέων καλουμένων Χωρῶν). Μάλιστα ὁ Ἀθηναγόρας “σεβόμενος” τὴν ὲλευθερία τῆς συνειδήσεως τῶν Ἁγιορειτῶν δὲν τοὺς ἐδίωξε, (βλ. πατριαρχικὴ Ἐγκύκλιο Ἀριθ. Πρωτ. 140/Κ. 17-9-1968), ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν τακτικὴ τοῦ πατριάρχου Δημητρίου, ὅπως καὶ τοῦ νῦν πατριάρχου Βαρθολομαίου.
Οἱ δυσμενεῖς ἐξελίξεις τῶν δεκαετιῶν τοῦ ’60 καὶ τοῦ ’70, κατὰ τὶς ὁποῖες ὁ Οἰκουμενισμὸς ἦταν σὲ ἔξαρση -ὅπως ἄλλωστε συμβαίνει καὶ σήμερα, ἔχοντας ὅμως ὁδηγήσει τὰ πράγματα σὲ πολὺ χειρότερη κατάσταση- ἀνάγκασε τοὺς ἁγιορεῖτες στὴν ἀπόφαση νὰ δημοσιεύσουν κείμενα ἁγιοπατερικῆς πνοῆς, ποὺ κατεδίκαζαν τὸν Οἰκουμενισμὸ ὀνομάζοντάς τον “αἵρεσιν”, ἀποδεχόμενοι μάλιστα καὶ τὸν χαρακτηρισμὸ ποὺ τοῦ εἶχε δώσει ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, αὐτὸν τῆς παναιρέσεως.
Αἱ Ἱερὲς Μονὲς ποὺ προέβησαν εἰς διακοπὴν τοῦ πατριαρχικοῦ μνημοσύνου:
Ἱ Μ. Ὁσίου Διονυσίου, μὲ ἡγούμενον τὸν Γέροντα Γαβριήλ,
Ἱ. Μ. Καρακάλλου, μὲ ἡγούμενον τὸν Γέροντα Παῦλο,
Ἱ. Μ. Σίμωνος Πέτρας, μὲ ἡγούμενον τὸν Γέροντα Χαράλαμπο,
Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, μὲ ἡγούμενον τὸν Γέροντα Βησσαρίωνα,
Ἱ. Μ Ἁγίου Παύλου, μὲ ἡγούμενον τὸν Γέροντα Ἀνδρέα,
Ἱ. Μ.Ξενοφῶντος, μὲ ἡγούμενον τόν Γέροντα Εὐδόκιμο,
Ἱ.Μ.Ἐσφιγμένου, μὲ ἡγούμενον τὸν Γέροντα Ἀθανάσιον,
Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα μὲ ἡγούμενον τὸν Γέροντα Βασίλειον (διέκοψε τὸ μνημόσυνο τό 1968, ἀλλὰ δυστυχῶς ἦταν καὶ ἡ πρώτη ποὺ τὸ ἐπανέφερε τὸ 1971).
Ἡ Ἱ.Μ. Κουτλουμουσίου, μνημόνευε μόνο στὴν πανήγυρη τῆς Μονῆς ‘’τυπικά’’ μόνον, ὅπως καὶ ἡ Ἱ. Μ. Κωσταμονίτου.
Ἐπίσης, ἀπὸ τὶς τότε Ἰδιόρρυθμες Μονές, στὴν Ἱ. Μ. Μεγίστης Λαύρας, μνημόνευαν μόνο στὸ καθολικό, ‘’τυπικά’’. Πολλοὶ ἱερομόναχοι τῆς Μεγίστης Λαύρας, ὅπως καὶ ὁ πρῶτος ἡγούμενος, μετὰ τὴν κοινοβιοποίησή της τό 1981, γέρων Ἀθανάσιος, ἐνῶ μνημόνευε ‘’τυπικά’’ στὸ Καθολικό τῆς Μονῆς, ὁ ἴδιος στὰ παρεκκλήσια, ὅταν λειτουργοῦσε, δὲν μνημόνευε, ὅπως ἐπίσης καὶ ἄλλοι ἱερομόναχοι τῆς Μονῆς. Τὸ αὐτὸ συνέβαινε καὶ σὲ ἄλλες Μονές, ὅπως π.χ. στὴν Ἱ. Μ. Ἁγίου Παύλου, στὴν ὁποία ὁ παπά-Παῦλος συνέχισε μέχρι τέλους νὰ μὴ μνημονεύει (+1995), καίτοι ἡ Μονὴ μετὰ τὴν παραίτηση ἐκ τῆς ἡγουμενίας τοῦ γέροντος Ἀνδρέα ἐπανέφερε τὸ μνημόσυνο, ἐπὶ ἡγουμενίας γέροντος Παρθενίου. Πάντως, καί ἄλλες Ἱ. Μονές ἀντιδροῦσαν καὶ δὲν ἤθελαν τὸ μνημόσυνο καὶ οἱ ὁποῖες μνημόνευαν περισσότερο ἀπό ‘’εὐγένεια’’. Ἐπίσης σὲ ὅλες τὶς Ἱερὲς Σκῆτες καὶ στὰ περισσότερα κελλιὰ δὲν μνημόνευαν, τόσο ζηλωτὲς ὅσο καὶ μὴ ζηλωτές.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀναφέρουμε, ἐνδεικτικῶς μόνον, τὶς ἀπαντήσεις δύο Ἱερῶν Μονῶν πρὸς τὴν Ἱερὰ Κοινότητα περὶ τοῦ ζητήματος τῆς διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου.
Ἡ Ἱ.Μ. Καρακάλλου εἰς ἀπάντησίν της πρὸς τὴν Ἱερὰ Κοινότητα, εἶχε γράψει τὰ ἑξῆς: ‘’ Ἡ καθ᾽ ἡμᾶς Ἱερὰ Μονὴ ὑπὸ στοιχεῖα ΙΔ΄ ἐν τῇ σημερινῇ Συνάξει 21/9/1972 ἐξήτασε καὶ αὖθις τὸ ἐπίμαχον θέμα τοῦ μνημονεύματος…Ἐπιθυμοῦμε νὰ ἐπαναλάβωμεν τὴν ἐν πεποιθήσει καὶ ἀμετάθετον ἀπόφασιν ἡμῶν περὶ συνεχίσεως τῆς διακοπῆς τοῦ Πατριαρχικοῦ Μνημοσύνου εἰς ἔνδειξιν διαμαρτυρίας, ἐφ᾽ ὅσον ὁ νέος Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Δημήτριος ὁ Α΄ θὰ συνεχίσῃ τὴν τηρουμένην ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου Γραμμῆς, τὴν ὁποίαν εἶχε χαράξει ὁ Ἀθηναγόρας.’’ (βλ. Ο.Τ. ἀρ.φ. 213, 1/7/1974).
Ἡ Ἱ.Μ. Ἁγίου Παύλου, ἐπὶ ἡγουμενίας τοῦ γέροντος Ἀνδρέα, ἀπήντησε ὡσαύτως: “…ἡ ἀπόφασις ἡμῶν εἶναι ὅτι δὲν δυνάμεθα νὰ προχωρήσωμεν εἰς συζήτησιν παρὰ μόνον ἐφ᾽ ὅσον δηλωθῇ ὑπὸ τῆς Α. Παναγιότητος διὰ τοῦ τύπου ὅτι δὲν θὰ ἀκολουθήσῃ τὴν πορείαν τοῦ προκατόχου Αὐτοῦ”. (ὅ. π.)
Ἐπίσης ὁ αὐτὸς ἡγούμενος τῆς Ἱ. Μονῆς π. Ἀνδρέας στὴ σχετική του ἀπάντηση πρὸς τὴν Ἱ. Κοινότητα ἀνέφερε: “Λόγοι ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως δὲν μοῦ ἐπιτρέπουν νὰ ἐπαναλάβω τὸ μνημόσυνον, διότι ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης εἶναι νεωτεριστής, βαδίζει τὰ ἴχνη τοῦ Οἰκουμενιστοῦ Ἀθηναγόρου, τοῦ ὁποίου τὰς ἀπόψεις καὶ τὰ αἱρετικά φρονήματα δὲν κατεδίκασεν”. (ὅ. π).
Κατόπιν ὅλων αὐτῶν ἡ Ἔκτατος Διπλή Ἱερὰ Σύναξις τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος εἰς τὴν ΝΒʹ Συνεδρία, τῆ 13ῃ Νοεμβρίου 1971 καὶ κατόπιν πολλῶν διεργασιῶν ἀπεφάσισε ὅτι: «…ἐπαφίεται εἰς τὴν συνείδησιν ἑκάστου μονῆς ἡ διαμνημόνευσις τοῦ ὀνόματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου».
Πάντως ὀφείλουμε νὰ τονίσουμε ὅτι στὰ θέματα τῆς πίστεως δὲν χωροῦν τυπικότητες καὶ εὐγένειες. Ἡ πίστις δὲν εἶναι θέμα εὐγενείας πρὸς πρόσωπα, ἀλλά ὁμολογίας καὶ τηρήσεως τῆς ἀκριβείας τῶν δογμάτων, ‘’εἰς τὰ τῆς πίστεως οὐ συγχωρεῖ συγκατάβασις’’, ὅπως ἐτόνιζαν οἱ παλαιοὶ ἁγιορεῖτες. Ἀξίζει πάντως ἐδῶ νὰ ἀναφερθοῦμε στὴ πρακτικὴ τῶν τότε ἁγιορειτῶν. Ἐκ τοῦ ἀποτελέσματος καὶ μόνον, δυστυχῶς, κρίνεται ὡς ἀνεπιτυχὴς ἡ τότε προσπάθεια ἀντιμετώπισης τοῦ προελαύνοντος Οἰκουμενισμοῦ καὶ οἱ λόγοι εἷναι πολλοί. Ἀκροθιγῶς σημειώνουμε ὅτι ὑπῆρχε ἡ λανθασμένη αἴσθηση ὅτι τὰ οἰκουμενιστικά “ἀνοίγματα”, ὅπως τὰ ἀποκαλοῦσαν, δὲν χαρακτήριζαν συνολικὰ τὸ Πατριαρχεῖο, ἀλλ’ ἀποκλειστικῶς τὸν τότε Πατριάρχη καὶ κάποιους λίγους συνοδοιπόρους του. Ἐπιστεύετο μάλιστα ὅτι θανόντος τοῦ Ἀθηναγόρου τὰ πάντα θὰ ἐπέστρεφον στὴν ὁμαλότητα. Ἡ κατάληξη εἶναι σὲ ὅλους γνωστή: στὸν ἐνθρονιστήριο λόγο του ὁ νέος Πατριάρχης Δημήτριος ἀνακοίνωσε τὴ συνέχιση τῶν οἰκουμενιστικῶν προσπαθειῶν τοῦ προκατόχου του. Ἐκείνην τὴν κρίσιμη στιγμὴ βρῆκαν οἱ τότε ἁγιορεῖτες νὰ ἐπαναφέρουν τὸ μνημόσυνο, ἐπὶ καταστροφῇ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ-ἀντιοικουμενιστικοῦ ἀγῶνος! Τὸ μήνυμα ποὺ ἐδόθη στοὺς πατριαρχικοὺς ἦταν σαφές: προχωρῆστε! Δυστυχῶς, ἡ ἐλλειπὴς κατανόησις τοῦ ἐφαρμοζομένου ἕως τότε, ιε´ κανόνος τῆς Α´-Β´ συνόδου (861), κατὰ τὴν ὁποία ἡ διακοπὴ μνημοσύνου ἐθεωρεῖτο ὡς ἁπλῶς ἔχουσα σημασίαν “διαμαρτυρίας”, ἐξ οὗ καὶ οἱ προαναφερθεῖσες χάριν “εὐγενείας” παλινωδίες μνημονεύσεως, π.χ. σὲ πανηγύρεις, εἶχαν ὡς ἀφετηρία τὴν ἀποσύνδεση τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ Κανόνος ἀπὸ τὸ σωτηριολογικό του περιεχόμενο. Ἡ τραγικὴ ἐπαναφορὰ τοῦ μνημοσύνου, ἔστω καὶ μὲ τὸ λειψὸ τρόπο ποὺ ἐφαρμοζόταν ἠ διακοπή, πέραν τῆς γενικότερης ζημίας ποὺ προξένησε, δυστυχῶς ἄνοιξε τὴν θύρα καὶ στὶς ποικίλες, κακόβουλες καὶ στρεβλωτικὲς ἑρμηνεῖες τοῦ ἐν λόγῳ ἱεροῦ Κανόνος ποὺ κυριαρχοῦν σήμερα.
Πράγματι, ὁ ὀρθοδόξως νοούμενος ἀντιαιρετικὸς ἀγώνας, ὅπως διαχρονικῶς εἶναι διαπιστωμένο, δὲν χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴ λήψη κάποιων πρακτικῶν ἡμιμέτρων καὶ λύσεων, οἱ ὁποῖες τελικῶς διαιωνίζουν τὴν αἵρεση ἐντὸς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀλλὰ ἀντιθέτως, ἀπὸ τὴν ἐνδεδειγμένη ἔκθεση-διασάφηση, ἀφ’ ἑνὸς τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας καὶ ἀφ’ ἑτέρου, τοῦ δογματικοῦ πυρήνα τῆς αἱρέσεως, δηλαδὴ τῶν βαθυτέρων θεολογικῶν αἰτίων ποὺ ὡδήγησαν στὴν ἐμφάνιση της, ὅσο καὶ τῶν καταστρεπτικῶν συνεπειῶν της. Σκοπὸς ἑπομένως εἶναι ὄχι ἡ διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου καθεαυτή, αὐτὴ ἀποτελεῖ τὸ ἀρχικὸ στάδιο, ἀλλὰ ἡ συνολικὴ θεραπεία τοῦ κακοῦ. Τοῦτο θὰ συμβεῖ διὰ τῆς συγκλήσεως ὀρθοδόξου Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία καὶ συνιστᾶ τὸ τελικὸ στάδιο τοῦ ἀντιαιρετικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἀγῶνος, καὶ στὴν ὁποίαν θὰ καταδικασθεῖ ἡ αἵρεσις καὶ οἱ αἱρετικοί. Τότε μόνον μποροῦμε νὰ ὁμιλοῦμε περὶ πλήρους ἐκκριζώσεως τῆς αἱρέσεως.
Τέλος, ὅπως καὶ στὴ δευτέρα πρὸς ὑμᾶς ἐπιστολή μας, τῆς 20ης Ἰουνίου 2016, σᾶς εἴχαμε ὑποβάλει τὴν θερμὴν παράκλησιν καὶ σᾶς εἴχαμε ἐπισημάνει ὅτι θὰ ἀναμέναμε, ἐντὸς εὐλόγου χρονικοῦ διαστήματος, ἀφοῦ συζητηθεῖ τὸ ὅλον ζήτημα τῆς λεγομένης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου καὶ ὑφ᾽ ὑμῶν, ὡς τὸ κατ᾿ ἐξοχὴν θεσμικὸν ὄργανον τοῦ Ἱεροῦ ἡμῶν Τόπου, νὰ ληφθεῖ μία ξεκάθαρη θέση ἔναντι τῶν συνοδικῶν ἀποφάσεων. Τὸ ἐρώτημα ποὺ ξεκάθαρα τίθεται καὶ τοῦ ὁποίου τὴν ἀπάντηση ἀναμένουν πάντες οἱ ἀγωνιῶντες πιστοὶ εἶναι: αἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου εἶναι ὀρθόδοξες ἢ αἱρετικές;
Ἀντὶ ὅμως τῆς ὀφειλομένης σπουδῆς ὅπου ὤφειλε τὸ καθ’ ὑμᾶς ὄργανο νὰ ἐπιδείξη ἔναντι ἑνὸς τόσο σημαντικοῦ ζητήματος, καίτοι ὡς Ἱερὰ Κοινότης πρὸ τῆς Συνόδου εἴχατε ἐκθέσει δι᾿ ἐπιστολῆς τὴν ἀντίθεσή σας ἐπὶ τινῶν σημαντικῶν θεμάτων πίστεως, ὅσον ἀφορᾶ τὰ προσυνοδικὰ κείμενα, ἀντ’ αὐτοῦ ὑπῆρξε ὄχι μόνον ἡ ἀπόλυτος σιωπή, γιὰ τόσους μῆνες, ἀλλὰ καὶ κάποιες ἐκ τῶν Ἱ. Μονῶν προέτρεξαν καὶ ἐνήργησαν διωγμό, κατὰ παράβασιν τῶν ἁρμοδίων διατάξεων τοῦ Κ.Χ.Α.Ο., ἐναντίον Ἁγιορειτῶν μοναχῶν, πρὶν κἂν συνέλθη ἡ καθιερωμένη Διπλῆ Ἱερὰ Σύναξις. Συγκεκριμένα, κατὰ τοῦ Προϊσταμένου Γέροντος Σάββα μοναχοῦ καὶ τοῦ Γέροντος τοῦ Ἱ.Κ. Ἁγίων Ἀρχαγγέλων-Κουκουζέλη, μοναχοῦ Χερουβείμ, ἐκ τῆς Ἱ.Μ.Μ. Λαύρας, καθὼς καὶ τῶν μοναχῶν Λουκᾶ, Δαμιανοῦ, Ὀνουφρίου καὶ Δανιὴλ δοκίμου, ἐκ τῆς Ἱ. Μ. Χιλανδαρίου.
Ὅπως εἶναι γνωστὸν, ἡ Διπλῆ Σύναξις ἕως καὶ σήμερον δὲν ἔχει λάβει θέση. Ὡς πρὸς τὴν πιθανὴ αἰτία τῆς ἐνόχου σιωπῆς καὶ τῆς ἀποφυγῆς νὰ ἐκδοθεῖ ὑπεύθυνη ἀπόφαση σχετικὰ μὲ τὴν ΑκΜΣ, φῶς ρίχνει ἡ ἐπίσημη ἔκθεση πρὸς τὴν Ἱερά Κοινότητα τοῦ Καθηγουμένου τῆς Ἱ. Μονῆς Σταυρονικήτα Ἀρχιμ. Τύχωνος (ἡ ὁποία δημοσιεύθηκε στὶς 23-9-2016, ἀρ. φυλ. 2132, ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ ἐφημερίδα “Ὀρθόδοξος Τύπος”). Τὸ Ἅγιον Ὄρος ἄλλωστε ἐκπροσωπήθηκε ἐπισήμως εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ συγκεκριμένου ἡγουμένου, ὁ ὁποῖος εἶχε καὶ τὴν θεσμικὴ ἰδιότητα τοῦ συμβούλου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Τὸ τραγικὸν μὲ τὴν ἔκθεσίν του εἶναι ὅτι, παρὰ τὶς κάποιες μικροεπισημάνσεις, περιγράφει τὴν αἱρετικὴ ψευδοσύνοδο ὡς ὀρθοδοξωτάτη.
Μὲ τὴν στάση σας θὰ ἔχετε διαιρέσει τὴν ἁγιορειτικὴ μοναστικὴ κοινότητα.
Συνακόλουθα, θὰ εἶσθε ἐσεῖς ὑπεύθυνοι δημιουργίας σχισμάτων καὶ ὄχι ὅσοι ἁπλῶς θέλουν νά παραμείνουν ὀρθόδοξοι.
Θὰ ἔχετε καταστρέψει τὴ χιλιόχρονη ἑνότητα ὀρθοδόξου μαρτυρίας τοῦ Ἱεροῦ ἡμῶν Τόπου.
Τέλος, ἡ ἀντιπατερικὴ αὐτὴ πορεία θὰ ὁδηγήσει στὴν ἀπαξίωση, δυστυχῶς, τοῦ (ἐπισήμου-θεσμικοῦ) Ἁγίου Ὄρους, στὰ μάτια τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ τοῦ Θεοῦ, καθιστῶντας το σκότος ἀντί, ὡς ὤφειλε, φῶς τοῦ κόσμου (πρβλ. “Φῶς μοναχοῖς ἄγγελοι, φῶς κοσμικοῖς μοναχοί”, Κλῖμαξ, Λόγος 26Α, 25).
Ἴσως ὁ λόγος μας νὰ σᾶς στεναχωρήσει, ἴσως φανεῖ σκληρὸς καὶ ἐλεγκτικός, ἀλλὰ ἂς γνωρίζετε ὅτι δὲν ἔχουμε οὐδεμία ἐμπάθεια πρὸς τὰ θεοτίμητα πρόσωπά σας. Εἶναι ἀποτέλεσμα πόνου καὶ ἀγάπης γιὰ τὴν Ὀρθόδοξο πίστιν μας. Ὁ λόγος τῆς ἀληθείας, εἶναι λόγος Χριστοῦ, καὶ εἶναι δίστομος μάχαιρα, γιατὶ πρέπει πάντα νὰ ὀρθοτομεῖ. Παρακαλοῦμε λοιπὸν τὴν ἀγάπη σας νὰ μελετήσετε ὅσα σᾶς ἐπισημαίνουμε καὶ πατρικῶς νὰ συμπονέσετε, νὰ συμπροβληματιστεῖτε καὶ νὰ προχωρήσετε στὴ θεραπεία τοῦ κακοῦ. Ἀπὸ ἐσᾶς περιμένουμε νὰ ποιμαίνετε ἀγαπητικῶς καὶ ὄχι ἐξουσιαστικῶς: “ποιμάνετε τὸ ἐν ὑμῖν ποίμνιον τοῦ Θεοῦ, ἐπισκοποῦντες μὴ ἀναγκαστικῶς, ἀλλ᾿ ἑκουσίως, μηδὲ αἰσχροκερδῶς, ἀλλὰ προθύμως…τύποι γινόμενοι τοῦ ποιμνίου”. (Αʹ Πετρ. εʹ, 2-3)
Ἅπαντες ἱστάμεθα ἐνώπιον τῶν εὐθυνῶν μας, ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ Κριτοῦ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Ἱστορίας. Ἡ ἕως τοῦ νῦν ἀκολουθουμένη τακτικὴ ἔχει βοηθήσει στὴν ἀνεμπόδιστο ἐξάπλωση τῆς αἱρέσεως, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια. Ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ὑπευθύνων θὰ ζητήσει ὁ Κύριος τό “αἷμα” τῶν ψυχῶν ποὺ τοὺς ἐμπιστεύθηκε. Στὴν κρίσιμη αὐτὴ στιγμὴ ἂς ἀναλογιστεῖ ἕκαστος τί εἴδους Ἅγιον Ὄρος θέλουμε νὰ παραδοθεῖ στὶς ἑπόμενες γενεές, καὶ τί εἴδους μοναχοὶ θὰ ἐγκαταβιώνουν σ’ αὐτό. Ἡ κατάντια τοῦ παπικοῦ μοναχισμοῦ ἂς μᾶς προβληματίσει…
Ἐμεῖς ὡς ἁγιορεῖτες μοναχοὶ διαχωρίζουμε, πλέον, τὴ θέση μας ἔναντι τῆς ἕως τῆς σήμερον ἀκολουθουμένης πορείας. Δὲ συμφωνοῦμε οὔτε συνευδοκοῦμε, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἐπιθυμοῦμε τὴν συμπόρευση μὲ τὴν οἰκουμενιστικὴ ἀποστασία ἐκ τῆς Ὀρθοδοξίας. Δὲν μποροῦμε νὰ συνεχίσουμε νὰ στραγγαλίζουμε τὴν ὀρθόδοξο συνείδησίν μας καὶ νὰ παριστάνουμε ὅτι δὲν καταλαβαίνουμε μὰ οὔτε καὶ νὰ δικαιολογοῦμε συνεχῶς τὰ ἀδικαιολόγητα, καλύπτοντας τὰ αἱρετικὰ φρονήματα τοῦ Πατριάρχου. Ἤλθαμε ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας, κάποιοι ἀπὸ παιδιὰ ἀκόμη, στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀφήσαμε πίσω γονεῖς, οἰκείους, σπουδές, ἐργασίες, μήπως γιὰ νὰ καταντήσουμε αἱρετικοὶ καὶ νὰ μᾶς σέρνει πίσω του ὁ κάθε ἀσεβὴς Πατριάρχης καὶ ἐπίσκοπος; Μὴ γένοιτο! Εὐχόμεθα ὁλοκαρδίως τὴν ἀλλαγὴ πορείας πλεύσεως, τῆς θεσμικῆς Ἀρχῆς τοῦ Ἀγίου Ὄρους, τὴν ἀπόκτηση τῆς χάριτος τῆς ὁμολογίας, τῆς ὁποίας δὲν ὑπάρχει μεγαλυτέρα, εἰδικὰ ἐν καιρῷ κηρυσσομένης αἱρέσεως.
Κατόπιν, ὅλων τῶν ἀνωτέρῳ, πιστεύουμε ὅτι ἀνεδείχθη ἡ ἄκρα σοβαρότης τοῦ θέματος τῆς ἐν Κρήτῃ συνόδου καὶ τῶν σωτηριολογικοῦ χαρακτῆρος ἐπιπτώσεων ποὺ ἔχει γιὰ τοὺς πιστούς. Οὐδεὶς ἁγιορείτης δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶ τά φοβερὰ λόγια τῆς Κυρίας Θεοτόκου, ποὺ εἶπε στὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸ Ζωγραφίτη: “ ἔρχονται οἱ ἐχθροὶ ἐμοῦ καὶ τοῦ Υἱοῦ μου”. Ὅμοιοι πρὸς τοὺς τότε ἑνωτικοὺς λατινόφρονες εἶναι οἱ, ὄντως πολὺ χειρότεροι ἐκείνων, σημερινοὶ οἰκουμενιστές. Ἐμεῖς ὡς ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ καὶ ἁγιορεῖτες μοναχοί, ἀκολουθώντας τοὺς ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, εἰδικὰ τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Πρῶτο καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ ἁγιορεῖτες ὁσιομάρτυρες ἐπὶ Βέκκου, ἐφαρμόζουμε, ὅπως καὶ ἐκεῖνοι, τὸν ιεʹ Ἱερὸν Κανόνα τῆς Α´-Β´ ἐπονομαζομένης συνόδου ἐπὶ Μ. Φωτίου ἐν ἔτει (861) καὶ χάριτι θείᾳ προχωροῦμε εἰς τὴν ἐπιβεβλημένην διακοπὴν τῆς μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ πατριάρχου. Λυπούμεθα, διότι ἡ ὄντως ὀδυνηρὴ καὶ στενάχωρη αὕτη ἀπόφαση ὀφείλεται, καθ᾿ ὁλοκληρίαν, στὴ συνολικὴ αἱρετικὴ πορεία τοῦ Πατριάρχου καὶ τῶν σὺν αὐτῷ, ἐπιστέγασμα τῆς ὁποίας εἶναι οἱ αἱρετικὲς ἀποφάσεις τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης.
Τηροῦμε ὡς Ἁγιορεῖτες πιστὰ τὰ τῶν θεοφόρων Πατέρων:
“Οἵτινες τὴν ὑγιῆ ὀρθόδοξον πίστιν προσποιούμενοι ὁμολογεῖν, κοινωνοῦσι δὲ τοῖς ἑτερόφροσι τοὺς τοιούτους, εἰ μετὰ παραγγελίαν, μὴ ἀποστῶσιν, μὴ μόνον ἀκοινωνήτους ἔχειν, ἀλλὰ μηδ᾿ ἀδελφοὺς καλεῖν” (ἁγ. Μάρκου Ἐφέσου, Ὁμολογία ἐν Φλωρεντία, Τὰ εὑρισκόμενα ἅπαντα τ. Α´, σελ. 422)
“ἐὰν ὁ ἐπίσκοπος ἢ ὁ πρεσβύτερος͵ οἱ ὄντες ὀφθαλμοὶ τῆς Ἐκκλησίας͵ κακῶς ἀναστρέφωνται καὶ σκανδαλίζωσι τὸν λαόν͵ χρὴ αὐτοὺς ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον γὰρ ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον͵ ἢ μετ΄ αὐτῶν ἐμβληθῆναι͵ ὡς μετά Ἄννα καὶ Καϊάφα͵ εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός.” (Μ. Ἀθανασίου, P.G. 26, 1257)
Τέλος, διευκρινίζουμε πρὸς πάντας, ὅτι ὁ ἐκκλησιαστικὸς ἀγώνας τὸν ὁποῖον ἀναλαμβάνουμε γίνεται πρωτίστως γιὰ λόγους σωτηριολογικῆς φύσεως, ἐμμένοντες πιστοὶ στὴν ἐκκλησιολογία τῆς ὀρθοδόξου πατερικῆς παραδόσεως, καὶ ἕνεκα τούτου, ἐντὸς τοῦ Σώματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Δὲν προβαίνουμε εἰς σύστασιν ἑτέρας “ἐκκλησίας”, ἄπαγε τῆς βλασφημίας, οὔτε προσχωροῦμε σὲ κάποια παλαιοημερολογητικὴ ἐπισκοπικὴ παράταξη. Μένοντας πιστοὶ εἰς τὸ Σύμβολον τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, παραμένουμε ἁπλὰ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ καὶ ὁμολογοῦμε τὴ διαχρονικὴ ἁγιοπατερικὴ σωτήριο ἀλήθεια ποὺ παραλάβαμε ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Καταδικάζουμε καὶ ἀναθεματίζουμε τὴν Παναίρεση τοῦ Διαχριστιανικοῦ, Διαθρησκειακοῦ, Συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καθὼς καὶ τὶς ἀποφάσεις τῆς λεγομένης ΑκΜΣ. Ὅ,τι ἄλλο κυκλοφορήσει εἰς βάρος μας, θὰ ἀποτελεῖ κατάπτυστη συκοφαντία.
Ἀγωνιζόμαστε μὲ τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν αἰσιοδοξία ὅτι πράττοντας καθηκόντως τὸ ἀνθρωπίνως δυνατόν, θὰ ἀξιωθοῦμε τοῦ ἐλέους τοῦ φιλανθρώπου Χριστοῦ καὶ ὅτι μὲ τὴ σκέπη τῆς Κυρίας Θεοτόκου, ἐφόρου τοῦ ἱεροῦ ἡμῶν τόπου, θὰ ἔλθουν καλύτερες ἡμέρες γιὰ τὴν φιλτάτη μας ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ καὶ τὴν πατρίδα μας τὴν ΕΛΛΑΔΑ.
Μετὰ τοῦ προσήκοντος σεβασμοῦ.
ΑΓΙΟΡΕΙΤΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ
[1] Ἀντιφώνηση πρὸς τὸν πρόεδρο τοῦ Ἰρὰν Mohamend Khatami στὶς 13/1/2002. “Ἐπίσκεψις”, ἀρ. 606, σελ. 2. Ἐφημ. «Ὀρθόδοξος Τύπος», 15/3/2002, «Ἐπίσκεψις», ἀρ. 563, σελ. 21.
[2] www.romfea.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=3117&Itemid=2, Ἐκκλ. Πρακτορεῖο Εἰδήσεων www.amen.gr 20/1/2013.
[3] Ἐφημ. “ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ”, 21/9/2003.
[4] Νέα Ὑόρκη, 28η Ὀκτ. 2009. Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης παραλαμβάνει τὸ βραβεῖο «Μακκαβαίων» μὲ τὸ ὁποῖο τὸν “τίμησε” ἡ Ἑβραϊκὴ Συναγωγὴ τῆς πόλης.
[5] Λόγος Κατά Ιουδαίων, 2,4,6
[6] Ὁμιλία στὸ Μπαχρέϊν, στὶς 25/9/2000, “Ἐπίσκεψις”, ἀρ. 588, σελ. 16 καθὼς καὶ μήνυμα ποὺ ἔστειλε στοὺς Μουσουλμάνους ὅλου τοῦ κόσμου μὲ τὴν εὐκαιρία τοῦ Ραμαζανίου. Ρεπορτὰζ τοῦ Νίκου Παπαδημητρίου στὸ σταθμὸ “Flash” στὶς 16/12/2001.
[7] Ἀρχιμ. Βαρθολομαίου Ἀρχοντώνη, Περὶ τὴν κωδικοποίησιν τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ τῶν Κανονικῶν Διατάξεων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, Θεσ/κη 1970, σελ. 15.
[8] “Ἐπίσκεψις”, ἀρ. 423, 15/7/1989, σσ. 6-7.
[9] Πορίσματα Διορθόδοξου Συνεδρίου γιὰ τὸν Οἰκουμενισμό, Θεσσαλονίκη 2004, περ. “Θεοδρομία”, τ. 4ο.
[10] http://entoytwnika.blogspot.com/2011/03/blog-post_28.html#ixzz1cja7kdc6
[11] Στεφανίδου Β., Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, σελ. 711.
[12] “Ἐπίσκεψις” ἀρ. 640, 31/10/2004: “Κοινὸν ᾿Ανακοινωθὲν τῆς 13ης συναντήσεως μεταξὺ Θεολόγων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κων/πόλεως καὶ τῆς Εὐαγγελικῆς ᾿Εκκλησίας ἐν Γερμανίᾳ”.
[13] “Ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἐπὶ εὐκαιρίᾳ τῆς 60ης ἐπετείου ἀπὸ τῆς ἱδρύσεως τοῦ Π.Σ.Ε.”, “Θεοδρομία” 1 (Ἰαν.–Μάρτιος 2008), σελ. 145.
[14] www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=816
Ἡ Ἱερὰ Κοινότης δὲν ἔχει πάρει ἀκόμα θέση σχετικά μὲ τὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης. Μετὰ ἀπό αὐτὴ τὴν ἐξέλιξιν ὅμως εἶναι ἀναγκαῖον νὰ λάβει τεκμηριωμένη θέση, σὲ ἀντίθετη περίπτωσιν θὰ δικαιωθοῦν ὅσοι θεωροῦν σκόπιμη τὴν σιωπὴν ὅλων τῶν διοικητικῶν παραγόντων τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Ἐλπίζουμε καὶ εὐχόμαστε τὸ Ἅγιον Ὄρος νὰ σταθεὶ ἐκεὶ ποὺ τοῦ ὀρίζει ἡ ἱστορία του ὡς «Πνευματικός Φάρος τοῦ Ἔθνους».
Παρακάτω δημοσιεύουμε τὴν ἐπιστολὴν τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων μὲ τίτλον: «ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ».
Ἡ ἀπόφασις τῆς διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου τεκμηριώνεται θεολογικῶς ἀπὸ τοὺς πατέρες. Εἶναι ὑποχρεωτικὸν ὅλοι οἱ πιστοὶ νὰ τὴν διαβάσουν νὰ τὴν μελετήσουν καὶ νὰ τὴ διαδώσουν πρὸς ἐνημέρωσιν ὅλων τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐν Ἁγίῳ Ὄρει τῇ 8η Νοεμβρίου 2016
Σύναξις τῶν Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ
καὶ πασῶν τῶν ἀσωμάτων καὶ ἐπουρανίων Δυνάμεων.
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
τῆς Ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ζωοποιοῦ Τριάδος.
Πρὸς τὴν Ἱερὰ Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ τοὺς Σεβαστοὺς ἁγίους Καθηγουμένους τῶν Ἱερῶν Μονῶν.
“Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς· ὅστις δ᾿ ἄν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς”.(Μτ. Ι, 32)
“Eὐχαριστοῦντες τῷ Θεῷ καὶ Πατρὶ τῷ ἱκανώσαντι ἡμᾶς εἰς τὴν μερίδα τοῦ κλήρου τῶν ἁγίων ἐν τῷ φωτί”, ὅπου κατεξοχὴν εἶναι καὶ λέγεται ὁ μοναχισμός, τὸ ἀκρότατον τῆς εὐαγγελικῆς πολιτείας, ἡ κλήση τῆς ὁποίας ἀπαιτεῖ κατὰ τὸ ἀποστολικὸν λόγιον:
“περιπατῆσαι ὑμᾶς ἀξίως τοῦ Κυρίου εἰς πᾶσαν ἀρέσκειαν ἐν παντὶ ἔργῳ ἀγαθῷ καρποφοροῦντες καὶ αὐξανόμενοι εἰς τὴν ἐπίγνωσιν τοῦ Θεοῦ”, “ ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ έν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ”, αὐτῆς τῆς γνώσεως διὰ τῆς φωτουργοῦ διδασκαλίας τῶν ἁγίων καὶ θεοφόρων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἤλθαμε εἰς ἐπίγνωσιν τῶν κρισίμων δογματικῶν ζητημάτων πίστεως, τὰ ὁποῖα σχετίζονται μὲ τὴν παναίρεσιν τοῦ διαχριστιανικοῦ καὶ διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καὶ τὰ ὁποῖα διενεργοῦνται κατὰ τῆς ἁγίας καὶ ἀμωμήτου ὀρθοδόξου πίστεως. Ἐπὶ 114 συναπτὰ ἔτη, ἀρχῆς γενομένης τὸ 1902, ὁ ἑκάστοτε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως πρωτοστατεῖ, ἔργῳ καὶ λόγῳ, στὴν ἐπιβολὴ τῆς παναιρετικῆς καινοφανοῦς διδασκαλίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Δυστυχῶς, παρατηρεῖται ἐντὸς τῶν περισσοτέρων μονῶν καθὼς καὶ κελλιωτικῶν συνοδειῶν ἡ καλλιέργεια ἑνὸς κλίματος ἀμεριμνίας καὶ ἀδιαφορίας, ἡ ὁποία ἐγγίζει τὰ ὅρια τῆς ἠθελημένης ἄγνοιας, μὲ ἀποτέλεσμα οἱ ἐκεῖ μονάζοντες πατέρες νὰ ἀγνοοῦν ἕως καὶ τὰ βασικότερα περὶ τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Τούτων οὕτως ἐχόντων, κατόπιν πολλῆς καὶ ἐμπόνου προσευχῆς, ἡ φωνὴ τῆς συνείδησεως μᾶς ὑπέδειξε νὰ ξεκινήσουμε ἀγῶνα ὁμολογιακὸ, θεμελιωμένο στὴν ἀντιαιρετικὴ στάση τῶν ὁσίων Πατέρων τοῦ παρελθόντος, ἐξαιρέτως τῶν Ἁγιορειτῶν.
Διατὶ αἱ ἀποφάσεις τῆς λεγομένης Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου (ΑκΜΣ), εἶναι αἱρετικές.
Ἡ μελέτη τῶν ἀποφάσεων τῆς λεγομένης Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου (ΑκΜΣ), ὑπὸ τὸ φῶς τῆς ἁγιοπατερικῆς διδασκαλίας καὶ ὄχι κατὰ τὴν ἑκάστου προσωπικὴ γνώμη, μᾶς ὡδήγησε στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ ἐν λόγῳ Σύνοδος ἀντὶ νὰ ὀρθοτομήσει τὸν λόγο τῆς ἀληθείας καὶ νὰ καταδικάσει ὡς ΑΙΡΕΣΗ τὸν Οἰκουμενισμό, ἀντιθέτως τὸν ἐπέβαλε προσδίδοντάς του πανορθόδοξον κῦρος, ἀποδεχομένη τὴν ἐκκλησιαστικότητα τῶν πάλαι ποτὲ καταδεδικασμένων αἱρέσεων τοῦ παπισμοῦ καὶ τοῦ προτεσταντισμοῦ. Ἡ λήψη τῆς συγκεκριμένης ἀποφάσεως καὶ μόνον τὴν καθιστᾶ μία ἀντορθοδόξου πίστεως καὶ ὁμολογίας ψευδοσύνοδο.1) Συγκεκριμένα στὸ τελικὸ κείμενο “Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον’’, στὴν παράγραφο 6 ἀναφέρεται: “ Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τὴν ἱστορικὴν ὀνομασίαν τῶν μὴ εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾿ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν”. Ἐδῶ βλέπουμε τὸ παραπλανητικὸ παιχνίδι τῶν χρησιμοποιουμένων ἐκφράσεων. Ἡ χρήση ἀφ’ ἑνὸς μέν τῆς ἐκφράσεως ὅτι ἡ Ἐκκλησία “ἀποδέχεται”, ἀφ’ ἑτέρου δέ, τοῦ χαρακτηρισμοῦ τῶν αἱρετικῶν ὡς “ Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν”, καταφανῶς ὁδηγεῖ στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ ΑκΜΣ (καὶ δι’ αὐτῆς πάντες οἱ ἀποδεχόμενοι αὐτήν), υἱοθέτησε καὶ ἀποδέχθηκε τὴν νέα ἐκκλησιολογία τῆς Β´ Βατικανῆς “συνόδου”, ὅπως ἐκφράστηκε στὰ ἐπίσημα κείμενά της (βλ. κυρίως Lumen Gentium 15, Unitatis Redintegratio 3, ὅπου γίνεται ἀναφορὰ στὴν ὕπαρξη “ Ἐκκλησιῶν καὶ Ἐκκλησιαστικῶν Κοινοτήτων”), συμφώνως πρὸς τὴν ὁποίαν ἡ “ἐκκλησία” διεσπάσθῃ ἐν χρόνῳ, πλὴν τὰ διασπασθέντα μέλη, ἐὰν μὲν διατηροῦν ἐπισκοπάτο καὶ μυστήρια (Βάπτισμα, Χρῖσμα, Εὐχαριστία), καλοῦνται “ Ἐκκλησίες” καὶ θεωρεῖται ὅτι διακρατοῦν περισσότερα στοιχεῖα ἐκκλησιαστικότητος, (οἱ Παπικοὶ ἀναφερόντουσαν στοὺς Ὀρθοδόξους, στοὺς Μονοφυσῖτες, καὶ σὲ τμήματα τοῦ Προτεσταντικοῦ κόσμου, ὅπως π.χ. οἱ Ἀγγλικανοί· στὸ δὲ κείμενο τῶν Σχέσεων, ἡ ἀναφορὰ καλύπτει Μονοφυσῖτες καὶ Προτεστάντες ὅπως ἀνωτέρω, μὲ τὴν προσθήκη τῶν Παπικῶν), ἂν δὲ δὲν διατηροῦν τὰ ἀνωτέρῳ, παρὰ μόνον τὸ Βάπτισμα, ὀνομάζονται “ Ἐκκλησιαστικὲς Κοινότητες” (μ’ αὐτὸ τόσο οἱ Παπικοί, ὅσο καὶ ἡ σύνοδος τῆς Κρήτης ποὺ τοὺς ἀκολουθεῖ, -ἁπλῶς ἀλλάζοντας τό “Κοινότητες” σέ “ Ὁμολογίες”- ἐννοοῦν τοὺς καλβινίζοντες Προτεστάντες).
- Ἐκτὸς τῶν ἄλλων, εἰδικὰ στὶς παραγράφους 9-11, ἐπικυρώνεται συνοδικὰ, οὐσιαστικὰ, τὸ σύνολο τῶν ἀποφάσεων-κειμένων τοῦ συμβουλίου ‘’Πίστις καὶ Τάξις’’ τοῦ Π.Σ.Ε, ὅσο καὶ αὐτῶν ποὺ ἔχουν παραχθεῖ ἀπὸ τὴ Μικτὴ Θεολογικὴ Ἐπιτροπὴ Παπικῶν καὶ ‘’ὀρθοδόξων’’. Προσδίδεται ἔτσι σὲ ὅλα αὐτὰ πλέον συνοδικὴ ἔγκριση πανορθοδόξου κύρους. Ἀποδέχεται ἑπομένως καὶ ἀναγνωρίζει στὶς αἱρετικὲς κοινότητες ὅτι ἔχουν, καθὼς καὶ οἱ ὀρθόδοξοι, ἀποστολικὴ διαδοχή, ἱερωσύνη, βάπτισμα καὶ αὐθεντικὰ μυστήρια, (βλ. συμπεφωνημένα κείμενα Μονάχου 1981, Μπάρι 1987, Νέου Βάλαμο 1988, Μπαλαμάντ 1993, Ραββένας 2007). Ἐν ὀλίγοις ἀποδομεῖται ὁλόκληρη ἡ ἀποστολικοπαράδοτη, δογματικὴ διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ΑκΜΣ ἀποδέχεται ὅτι ὁ Πάπας καὶ ὅλοι οἱ αἱρετικοὶ δίχος νὰ ἀποκηρύξουν κανένα ἀπὸ τὰ αἱρετικὰ δόγματά τους εἶναι καὶ αὐτοὶ Ἐκκλησίες, ἐνῶ ἀντιθέτως, οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀναθεμάτιζαν καὶ ἀπέκοπταν τοὺς αἱρετικοὺς ὡς σάπια καὶ νεκρὰ μέλη, ὡς παντελῶς ξένα δηλαδὴ πρὸς τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
3) Ὅσον ἀφορᾷ στὸ κείμενο περὶ τοῦ μυστηρίου τοῦ Γάμου, παρατηρεῖται μία ἐσκεμμένα παραπλανητικὴ ἀμφισημία κατὰ τὴν ὁποίαν, ἐνῶ ἀρχικῶς καταγράφεται ἡ σχετικὴ πατερικὴ διδασκαλία ἐπὶ τοῦ θέματος (παράγραφοι ἕως καὶ II,3), κατόπιν αὕτη ἀνατρέπεται πλήρως διὰ τῆς ἐπισήμου ἀποδοχῆς τῶν μικτῶν λεγομένων “γάμων”, μέσω τῆς ἐφαρμογῆς μιᾶς ψευδωνύμου “οἰκονομίας”, ἡ ὁποία καταστρατηγεῖ τόσο τὸ γράμμα, ὅσο καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ 72ου κανόνος τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ Συνόδου (692), μιγνύοντας τὰ ἄμικτα: ὀρθόδοξους καὶ αἱρετικούς. Ἡ συγκεκριμένη ἀπόφαση ἀποτελεῖ τὸ δεύτερο σημεῖο ἀναγνωρίσεως ἐκκλησιαστικότητος τῶν ἀποκεκομμένων ἐκ τῆς Ἐκκλησίας αἱρετικῶν κοινοτήτων, ἀφοῦ γίνεται ἀποδεκτὸ πλέον καὶ συνοδικῶς, τὸ ἔγκυρον τοῦ αἱρετικοῦ βαπτίσματος καὶ κατὰ συνέπειαν τῶν αἱρετικῶν “μυστηρίων” καὶ συνακόλουθα τῆς βαπτισματικῆς θεολογίας:
“Ὁ γάμος Ὀρθοδόξων μεθ᾿ ἑτεροδόξων κωλύεται κατὰ κανονικὴν ἀκρίβειαν (κανὼν 72 τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλῳ Συνόδου). Ἡ δυνατότης ἐφαρμογῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας ὡς πρὸς τὰ κωλύματα γάμου δέον ὅπως ἀντιμετωπίζεται ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἑκάστης αὐτοκεφάλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.” (παράγραφοι II,5,i-ii).
4) Ἀναφορικῶς δὲ πρὸς τὸ κείμενο τῆς Νηστείας, ἰσχύει ὅ,τι ἐλέχθη καὶ γιὰ τὸ κείμενο τοῦ Γάμου: ἕως καὶ τὴν παράγραφο 7, παρουσιάζεται ἡ σχετικὴ ὀρθόδοξη διδασκαλία περὶ νηστείας, ἀκολούθως ὅμως “ἐπιτρέπεται” ἡ κατάλυσίς της (Νηστεία 8), μὲ ἀποτέλεσμα νὰ παραδίδεται τελεσιδίκως ἡ ἀσκητικὴ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση στὸ ἐκκοσμικευμένο καὶ ἀντιασκητικὸ πνεῦμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ ἐδῶ διὰ τῆς ὁδοῦ τῆς «οἰκονομίας»: καταλύονται οἱ ἱεροὶ κανόνες περὶ τῆς νηστείας.
5) Στὴν σύνοδο τῆς Κρήτης δὲν ὑπῆρξε οὔτε κἂν ἡ ἐπίφασις συνοδικότητος ποὺ βλέπουμε στὴν Β’ Βατικανὴ σύνοδο, στὴν ὁποία εἶχε κληθεῖ τὸ σύνολο τῶν ἀνὰ τὴν οἰκουμένη παπικῶν ἐπισκόπων, ἐνῶ στὴν ΑκΜΣ δὲν συμμετεῖχε τό σύνολο τῶν ἐπισκόπων παρὰ μόνον “ἀντιπροσωπεῖες”. Ἡ σύνοδος λειτούργησε σὰν νὰ ἦταν κάποιο πολιτικὸ σῶμα, ὅπου οἱ ἀντιπροσωπεῖες ψήφισαν κατ’ ἀρχὰς ἐσωτερικά, ὅπως καὶ οἱ κοινοβουλευτικὲς ὁμάδες τῶν κομμάτων, μὲ τελικὴ κατάληξη τὴν ψηφοφορία τῶν πρώτων, ὡς ἄλλων πολιτικῶν ἀρχηγῶν. Μὰ οὔτε καὶ πανορθόδοξος ἦταν, ἐφόσον τελικῶς ἔλειψαν τέσσερεις Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες.
Ὄντως ἡ ΑκΜΣ δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὶς προηγούμενες Οἰκουμενικὲς καὶ Τοπικὲς Συνόδους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἐξάλλου, ὅπως χαρακτηριστικὰ δήλωσε ὁ Ἀναστάσιος Ἀλβανίας, συνιστᾶ μία νέου εἴδους “σύνοδο”. Ἡ νέα πραγματικότητα ποὺ διαμορφώνεται μὲ “συνόδους” τύπου Κολυμπαρίου Κρήτης εἶναι ὅτι καταλύεται τὸ συνοδικὸ σύστημα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ εἰσάγεται ἡ ἐκκοσμίκευση ἐντὸς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ὅπου δὲν ὑπάρχει ἡ εὐωδία τοῦ λιβανιοῦ ἀλλὰ ἡ δυσωδία τῶν κοσμικῶν ἀρωμάτων. Ὄντως δὲν ὑπάρχει οὐδαμοῦ ὁ αὐθεντικὸς δογματικὸς λόγος καὶ ἡ ἀκρίβεια ποὺ ἁρμόζει σὲ μία Ὀρθόδοξη Σύνοδο, ὥστε νὰ ἀποπνέει ἐμπιστοσύνη καὶ αὐθεντικότητα.
6) Κλείνοντας, παρατηροῦμε ὅτι σὲ ὅλα τὰ κείμενα τῆς Συνόδου δὲν ὑπάρχει ἡ εὐθύτης τοῦ λόγου, τὸ εὐαγγελικόν «ἔστω ὁ λόγος ὑμῶν ναὶ ναί, οὔ οὔ» (Ματθ. εʹ, 37), ἐκεῖνο μάλιστα ποὺ ἐντυπωσιάζει εἶναι ὅτι οἱ λέξεις ποὺ συστηματικὰ ἀποφεύγονται εἶναι: αἱρετικοί, αἵρεσις καὶ δόγμα. Σκοπὸς βεβαίως τοῦ παρόντος κειμένου δὲν εἶναι ἡ λεπτομερὴς θεολογικὴ ἀνάλυση ἐπὶ τῶν κειμένων τῆς ΑκΜΣ, ἐπ’ αὐτοῦ παραπέμπουμε στὴ θεολογικὴ μελέτη τοῦ ἁγιορείτου Μοναχοῦ Ἐπιφανίου Καψαλιώτου, καθὼς καὶ ἀκαδημαϊκῶν θεολόγων καθηγητῶν. Στὶς ἐν λόγῳ ἐργασίες γίνεται σαφὲς ὅτι πέραν τοῦ κακοδόξου κειμένου τῶν Σχέσεων, καὶ τὰ ἄλλα συνοδικὰ κείμενα: τῆς Ἐγκυκλίου, τοῦ Μηνύματος, καὶ τῆς Ἀποστολῆς, βρίθουν ἀντορθοδόξων θέσεων περὶ τοῦ χαρακτῆρος τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ἀποστολῆς αὐτῆς ἐν τῷ κόσμῳ.
Ἡ λεγομένη ΑκΜΣ ἀποκορύφωμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
Πάντως τὰ τελικῶς γενόμενα στὴν λεγομένη ΑκΜΣ δὲν προξενοῦν ἐντύπωση ὡς κάτι τὸ ἀπρόσμενο, ἀντιθέτως, ἀποτελοῦν τὴν φυσιολογικὴ κατάληξη μιᾶς ὁλοκλήρου πορείας αἱρετικῶν πράξεων καὶ λόγων τοῦ ἑκάστοτε πατριάρχου ἀπὸ τὸ 1902 καὶ ἐντεῦθεν. Τὸ φοβερὸν εἶναι, ὅτι εὐθὺς μετὰ τὴν ΑκΜΣ ὁ νῦν Πατριάρχης ἔδραμε σπουδαίως στὴ διαθρησκειακὴ σύναξη τῆς Ἀσσίζης γιὰ νὰ ἀνάψει καὶ αὐτὸς τὸ κεράκι του στὸν κοινὸ βωμὸ τοῦ Βάαλ τῆς Πανθρησκείας (Αὔγουστος 2016). Τοῦτο ἀποτέλεσε συνέχεια προηγουμένων συμπροσευχῶν μετὰ τῶν ἐχθρῶν τοῦ Χριστοῦ, ὅπως Ἑβραίων, Βουδιστῶν, Ἰνδουϊστῶν, Εἰδωλολατρῶν κ.ἄ. Ἂν αὐτὸ δὲν εἶναι ἄρνηση Χριστοῦ, τότε τί εἶναι; Ὑπηρετεῖ, δυστυχῶς, πιστὰ τὴν Πανθρησκεία τοῦ Ἀντιχρίστου. Αὐτὰ οὐδεὶς αἱρετικός, διὰ μέσῳ τῶν αἰώνων δὲν τόλμησε οὔτε κἂν καὶ νὰ τὰ σκεφθεῖ!Ἀναπόφευκτα τὸ ἑπόμενο καὶ τελικὸ στάδιο θὰ εἶναι ἡ ὑποταγὴ στὸ πρωτεῖο ἐξουσίας, στὸ ἀλάθητο τοῦ αἱρεσιάρχη Πάπα καὶ «τὸ κοινὸ ποτήριο» , δηλαδὴ στὴ μετατροπὴ τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν σὲ Οὐνιτικές.
Εἶναι γνωστὸ τοῖς πᾶσι ὅτι ὁ νῦν Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης τυγχάνει ὁ κύριος ἐμπνευστὴς ὅλων τῶν κακοδόξων ἀποφάσεων τῆς ΑκΜΣ, καθὼς αὐτὸ ἀποτελοῦσε ὅραμα ζωῆς καὶ ἦταν ὁ διαρκής του στόχος. Οἱ αἱρετικοῦ χαρακτήρα θεολογικὲς θέσεις τοῦ Πατριάρχου -οἱ ὁποῖες ἔλαβαν πλέον καὶ πανορθόδοξον κῦρος- εἶναι ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια γνωστὲς καὶ εἶναι καταγεγραμμένες τόσο σὲ κείμενα, ὅσο καὶ ὡς προφορικὲς δηλώσεις καὶ ἔχουν ἐλεγχθεῖ δημοσίως ἀπὸ θεολογικὲς μελέτες ἐπισκόπων, ἀπὸ τὴ “Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν”, ἀπὸ ἀκαδημαϊκοὺς καθηγητὲς τῆς Θεολογίας, καθὼς καὶ ἀπὸ ἄλλους κληρικοὺς καὶ λαϊκούς. Ἐμεῖς ἀπὸ τὴν πλευρά μας, δώσαμε τὴν ἁγιορειτικὴ μαρτυρία ἐκδίδοντας τὸν συλλογικὸ τόμο «Ἅγιον Ὄρος. Διαχρονικὴ μαρτυρία στοὺς ἀγῶνες ὑπὲρ τῆς πίστεως» τὸ 2014, καὶ τὸν ὁποῖο ὑπέγραψαν τέσσερις ἁγιορεῖτες Ἡγούμενοι καθὼς καὶ πλῆθος κελλιωτῶν καὶ γερόντων. Περιέχει παλαιότερα κείμενα τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος, προβάλλοντας ἔτσι τὴ διαχρονικὴ φωνὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους πρὸς ἐνημέρωση τοῦ πιστοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος ὅμως σήμερα κρατεῖται στὸ σκότος καὶ τὴν ἄγνοια. Στὸ συγκεκριμένο κείμενο, καθὼς καὶ σὲ ἄλλα ποὺ ἔχουν δεῖ κατὰ τὸ παρελθὸν τὸ φῶς τῆς δημοσιότητος, γίνεται σαφὲς ὅτι ὁ Πατριάρχης κηρύττει αἵρεσιν γυμνῇ τῇ κεφαλῇ. Ἐνδεικτικῶς ἀναφέρουμε ὁλίγα ἐκ τῶν (πάρα) πολλῶν:
ΔΙΑΤΙ Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΣ
1) Ὁ Πατριάρχης δὲν πιστεύει εἰς τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως, δηλαδὴ εἰς «Μίαν Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν».Τὸ Μάϊο τοῦ 2014 στὴ συνάντησή του μὲ τὸν Πάπα στὰ Ἱεροσόλυμα στὸ λόγον του εἶπε: « Ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία…λόγῳ τῆς ὑπερισχύσεως τῆς ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας καὶ τοῦ πεπερασμένου θελήματος τοῦ ἀνθρωπίνου νοὸς διεσπάσθη ἐν χρόνῳ…αἱ κατὰ τόπους Ἐκκλησίαι ὡδηγήθησαν εἰς διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς πίστεως…» (προσφώνησις Πατριάρχου πρός Πατριάρχην Ἱεροσολύμων 24 Μαΐου 2014 βλ. ἱστολόγιο amen).
Ἔχει πεῖ, «…Ἐφ᾿ ὅσον δηλονότι ἡ μία Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει ὅτι ἄλλη τις Ἐκκλησία εἶναι ταμιοῦχος τῆς χάριτος καὶ ἀρχηγὸς σωτηρίας, ἀποκλείεται, ὡς ἀντιφάσκουσα εἰς τὴν παραδοχὴν ταύτην, ἡ προσπάθεια ἀποσπάσεως πιστῶν ἀπό τῆς μιᾶς καὶ προσαρτήσεως αὐτῶν εἰς τὴν ἑτέραν…δὲν εἶναι ἀνταγωνίστρια τῶν ἄλλων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλ᾿ ἕν σῶμα μετ᾿ αὐτῶν». (Προσφώνησις πρὸς τήν παπικὴν ἀντιπροσωπίαν εἰς τὴν θρονικὴ ἑορτὴ, Κων/πολις 1998, περ. Ἐπίσκεψις).
Σὲ ἄλλη του ὁμιλία εἶπε: « Ἀπηλλαγμένοι λοιπὸν τῶν ἀγκυλώσεων τοῦ παρελθόντος…Κάθε Ἐκκλησία εἶναι ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ ὄχι ἡ ὁλότητά της. Κάθε Ἐκκλησία ἐκπληρώνει τἠν καθολικότητά της, ὅταν εἶναι σὲ κοινωνία μὲ τὶς ἄλλες Ἐκκλησίες…ὁ ἕνας χωρὶς τὸν ἄλλον εἴμαστε πτωχευμένοι» (Ὁμιλία εἰς Γενεύην 17 -2 2008).
Ἡ Ἐκκλησία κατὰ τὸν Πατριάρχη εἶναι διεσπασμένη καὶ διῃρῃμένη. Δὲν ὑπάρχει ἡ ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ μέσα σὲ αὐτὴν τὴν διῃρημένη «Ἐκκλησία» συγκαταλέγει καὶ τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. Πιστεύει στὴν οἰκουμενιστικὴ «θεωρία τῶν κλάδων». Ἐπ᾿ αὐτοῦ δημοσίευσε θεολογικὴ κριτικὴ ἡ ‘’Σύναξις Ὀρθοδόξων κληρικῶν καὶ μοναχῶν’’, ποὺ ἀποδεικνύει τὴν αἱρετικὴ διδασκαλία τοῦ Πατριάρχη.
Κατὰ συνέπειαν, «ὅποιος πιστὸς κληρικὸς καὶ λαϊκὸς ἀμφισβητεῖ ἤ ἀρνεῖται συνειδητὰ τήν ἁγιοπνευματικὴ ἐμπειρικὴ ὀρθόδοξη πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτὴ ὁριοθετεῖται μὲ κάθε ἀκρίβεια στοὺς Ὅρους τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί ἰδιαιτέρως στὰ μονοσήμαντα ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, εὐλόγως ἐκπίπτει ἀπό τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὑποκείμενος σὲ καθαίρεση ἢ ἀφορισμὸ κατὰ τίς Οἰκουμενικὲς Συνόδους». ( βλ. Ζʹ Ἱερὸν Κανόνα τῆς Γʹ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καὶ τὴν μελέτη “Ἡ νέα ἐκκλησιολογία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου”, ἔκδ. Σύναξις Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν, 2015, σελ. 13).
2) Ὁ Πατριάρχης δὲν πιστεύει ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ μοναδικὸς ἀληθινὸς Θεός καὶ Σωτήρας τοῦ κόσμου, ὅπως τὸν ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολον τῆς πίστεώς μας « Καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν…», καὶ τοῦτο ἀποδεικνύεται πάλιν ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ λόγια καὶ ἔργα του. Δὲν πιστεύει εἰς τὸ «Εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα». (Ἐφ. Δʹ, 5).
Τὸ 2001 στὴν νότιο Ἀφρικὴ, δήλωσε ὅτι: « ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, δὲν ἐπιδιώκει νὰ πείση τοὺς ἄλλους γιὰ μία συγκεκριμένη ἀντίληψι τῆς Ἀλήθειας ἢ τῆς Ἀποκαλύψεως ». (ἐκ τῆς ἱστοσελίδος τοῦ Πατριαρχείου).
Ὁ Πατριάρχης λέγοντας ὅτι δὲ χρειάζεται νὰ διδάσκουμε «γιὰ μιὰ συγκεκριμένη ἀντίληψι τῆς Ἀληθείας ἢ τῆς Ἀποκαλύψεως», καταργεῖ τὴν ἱεραποστολὴ καὶ τὸ βάπτισμα· γιὰ αὐτὸ καὶ ἀπαγορεύει τὸ ὀρθόδοξο βάπτισμα στοὺς προσηλύτους.
3) Πιστεύει ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες σώζουν.
Στὴ Γενεύη τὸ 1995 ἔκανε τὴ δαιμονικὴ, βλάσφημη δήλωση: «ΟΛΕΣ ΟΙ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΔΟΙ ΣΩΤΗΡΙΑΣ». (Ἐπίσκεψις ἀρ. 523, σελ. 12).
Ἐὰν ὅλες λοιπὸν οἱ θρησκεῖες σώζουν, γιατί τότε νὰ ἔρθει ὁ Χριστὸς στὴν γῆ; Γιατί νὰ γίνει ἄνθρωπος καὶ νὰ σταυρωθεῖ , ἀφοῦ ὅλες οἱ θρησκεῖες σώζουν; Γιὰ τὸν Πατριάρχη λοιπὸν, ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι Θεός, ὁ χριστιανισμὸς εἶναι ἁπλᾶ μία θρησκεία, ὅπως ὅλες οἱ ἄλλες θρησκεῖες. Καὶ ἀκόμη μνημονεύεται ἡμέρας καὶ νυκτὸς ὡς ὀρθοτομῶν τὸν λόγον τῆς ἀληθείας;…
Στὴν 6η Παγκόσμια Συνάντηση Θρησκείας καὶ Εἰρήνης στὶς 4/11/1994 δηλώνει: «Ἐμεῖς οἱ θρησκευτικοὶ ἡγέτες πρέπει νὰ φέρουμε στὸ προσκήνιο τὶς πνευματικὲς ἀρχὲς τοῦ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ, τῆς ἀδελφωσύνης καὶ τῆς εἰρήνης. Ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸ πετύχουμε αὐτὸ πρέπει νὰ εἴμαστε ἑνωμένοι στὸ πνεῦμα τοῦ ἑνὸς Θεοῦ…Ρωμαιοκοθολικοὶ, καὶ Ὀρθόδοξοι, Προτεστάνται καὶ Ἑβραῖοι, Μουσουλμάνοι καὶ Ἰνδοί, Βουδισταί…». (Ἐπίσκεψις ἀρ. 494, σελ. 23, Γενεύη 1994).
Πιστεύει καὶ κηρύττει ὅτι τὸ Κοράνιο εἶναι “ἴσο μὲ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἱερὸ, ὅπως αὐτή”[1] καὶ ὅτι οἱ Μωαμεθανοὶ μποροῦν νὰ πᾶνε στὸν παράδεισο χωρὶς νὰ πιστεύουν στὸ Χριστό[2]
Ὁ Πατριάρχης στήν Ἀτλάντα τῆς Τζώρτζια τῶν ΗΠΑ, προσφώνησε τόν ἰδιοκτήτη τῆς Coca Cola Μουχτὰρ Κέντ καὶ εἶπε: «Ἔχω ἕνα μικρὸ ἐνθύμιο, μικρό, ἀλλὰ καὶ μεγάλο· ἐνθύμιο στή Δάφνη καί στόν Μουχτάρ. Εἶναι τὸ ἅγιο κοράνιο, τὸ ἱερὸ βιβλίο τῶν μουσουλμάνων ἀδελφῶν μας». (Περιοδικό: Ἅγιον Ὄρος – Διαχρονικὴ μαρτυρία στούς ἀγῶνες τῆς Πίστεως, ἔκδ. Ἁγιορειτῶν Πατέρων, Ἁγ. Ὄρος 2014, σελ. 69).
Πιστεύει καὶ κηρύττει ὅτι πολλὲς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ εἶναι προσωρινές[3], διαφωνώντας ἀκόμα καὶ μὲ τὸν Κύριο!
Ὀνομάζει «εὐλογημένη» καὶ τιμᾷ τὴ Συναγωγὴ τῶν Ἑβραίων, ἐκεῖ ποὺ ὑβρίζεται ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Θεοτόκος[4]. Γιὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο ἡ Συναγωγὴ εἶναι “χῶρος δαιμονίων ποὺ συνάζονται οἱ σταυρωτὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ θεομάχοι”[5].
4) Πιστεύει καὶ κηρύττει τὴν βασικὴ ἀρχὴ τῆς Μασονίας ὅτι δηλαδή: «ἕκαστος νὰ λατρεύῃ τὸν Ἕνα Θεὸν ὡς προτιμᾷ…». «Ὁ Θεὸς εὐαρεστεῖται εἰς τὴν εἰρηνικὴν συμβίωσιν τῶν ἀνθρώπων καὶ μάλιστα, αὐτῶν οἱ ὁποῖοι Τὸν λατρεύουν ἀνεξαρτήτως τῶν διαφορῶν, αἱ ὁποῖαι ὑπάρχουν εἰς τὴν πίστιν μεταξὺ τῶν τριῶν μεγάλων μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν«[6].
5) Ἐπιδιώκει τὴν κατάργηση ἢ τροποποίηση πλειάδος Ἱερῶν Κανόνων, κάτι, ποὺ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, εἶναι γνώρισμα αἱρετικοῦ ἀνθρώπου[7]. Ὀνομάζει τοὺς Ἱ. Κανόνες «τείχη τοῦ αἴσχους«[8]!
6) Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἐπίσης ἐκφράζεται ὑβριστικὰ κατὰ τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, διότι στὴν θρονικὴ ἑορτὴ τὸ 1998, σχετικὰ μὲ τὸ θέμα τοῦ παπισμοῦ καὶ τὶς σχέσεις ποὺ πρέπει νὰ ἔχουμε μαζί τους, εἶπε: «Ἡ μετάνοια ἡμῶν διὰ τὸ παρελθὸν εἶναι ἀπαραίτητος. Δὲν πρέπει νὰ σπαταλήσωμεν τὸν χρόνον εἰς ἀναζήτησιν εὐθυνῶν. Οἱ κληροδοτήσαντες εἰς ἡμᾶς τὴν διάσπασιν προπάτορες ἡμῶν ὑπῆρξαν ἀτυχῆ θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως καὶ εὑρίσκονται ἤδη εἰς χείρας τοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ. Αἰτούμεθα ὑπὲρ αὐτῶν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὀφείλομεν ἐνώπιον αὐτοῦ, ὅπως ἐπανορθώσωμεν τὰ σφάλματα ἐκείνων (!)» (Βλ. Ἐκκλησιαστικὴ Ἀλήθεια, 16/2/1998 καὶ περ. Ἐπίσκεψις).
Φρικιᾶ ὁ κάθε εὐσεβὴς ὀρθόδοξος χριστιανὸς ἀκούγοντας τὰ ἀσεβῶς τολμηθέντα “ρήματα” τοῦ πατριάρχου. Βλασφημεῖται ἅπας ὁ χορὸς τῶν ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποίοι ὡς γνήσιοι ποιμένες τῶν διαπιστευμένων εἰς αὐτοὺς λογικῶν προβάτων, τὸ διεφύλαξαν ἀμόλυντο ἀπὸ τὴ λύμη τῶν αἱρέσεων, μεγαλυτέρα τῶν ὁποίων ἦταν (καὶ παραμένει), αὐτὴ τοῦ ἀθέου παπισμοῦ. Βλασφημοῦνται ἀνερυθριάστως, ὡς δῆθεν ὄργανα τοῦ διαβόλου καὶ ὡς ὑπαίτιοι τοῦ σχίσματος, αὐτοὶ δηλαδὴ, γιὰ τοὺς ὁποίους ψάλλει ἡ Ἐκκλησία:
“Ὅλην συλλεξάμενοι, ποιμαντικὴν ἐπιστήμην, καὶ θυμὸν κινήσαντες, νῦν τὸν δικαιώτατον ἐνδικώτατα, τοὺς βαρεῖς ἤλασαν καὶ λοιμώδεις λύκους, τῇ σφενδόνῃ τῇ τοῦ Πνεύματος, ἐκσφενδονήσαντες, τοῦ τῆς Ἐκκλησίας πληρώματος, πεσόντας ὡς πρὸς θάνατον, καὶ ὡς ἀνιάτως νοσήσαντας, οἱ θείοι Ποιμένες, ὡς δούλοι γνησιώτατοι Χριστοῦ, καὶ τοῦ ἐνθέου κηρύγματος, μύσται ἱερώτατοι.” (στιχηρὸ προσόμοιο αἴνων, ἐκ τῆς Κυριακῆς τῶν ἁγίων Πατέρων)
7) Πιστεύει καὶ κηρύττει -σὲ ἀντίθεση μὲ δεκάδες Συνόδους καὶ ἑκατοντάδες Ἁγίους- ὅτι ἡ παπική «ἐκκλησία» εἶναι κανονικὴ καὶ ὁ Πάπας Ρώμης, κανονικὸς ἐπίσκοπος. Τὸ 1991 στὸ Μπαλαμάντ τοῦ Λιβάνου ἀποδέχτηκε τὸ ἔγκυρον τῶν μυστηρίων τῶν παπικῶν καθὼς καὶ τὴν Οὐνία[9]. Τὸ 1995, ὅπως καὶ τὸ 2014, συνυπέγραψε μὲ τὸν Πάπα «ΚΟΙΝΗΝ ΜΑΡΤΥΡΙΑΝ ΠΙΣΤΕΩΣ». Τὸ 2011, κατήχησε σπουδαστὲς παπικοῦ πανεπιστημίου ὑπὲρ τοῦ Πάπα. “Ὁ Οἰκ. Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος δέχτηκε ἐπίσκεψη ὁμάδος φοιτητῶν τοῦ Ποντιφικικοῦ Ἰνστιτούτου Saint Apollinaire. Ἀπευθυνόμενος στοὺς φοιτητὲς τοὺς προέτρεψε: Ἀκολουθῆστε τὸν Πάπα. Ὁ Πάπας Βενέδικτος ὁ ΙΣΤ΄ εἶναι ἕνας μεγάλος θεολόγος ποὺ κάνει καλὸ σὲ ὅλες τὶς Ἐκκλησίες. Ἀκολουθῆστε τον μὲ ἀγάπη καὶ συμπάθεια”[10].
8) Ἀναγνωρίζει τὶς χειροτονίες τῶν ἀγγλικανῶν[11] καὶ κάνει ἀποδεκτὸ τὸ βάπτισμα τῶν Λουθηρανῶν[12] (ὅπως καὶ γενικῶς πάντων τῶν προτεσταντῶν), ποὺ εἶναι διαστρεβλωτὲς τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὑβριστὲς τῆς Κυρίας Θεοτόκου, περιφρονητὲς τῶν Ἁγίων μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὡς εἰκονομάχοι ποὺ εἶναι, βρίσκονται ὑπὸ τὸν ἀναθεματισμὸ τῆς 7ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἄλλωστε στὸ συνέδριο τοῦ Π.Σ.Ε., τὸ 2006, στὸ Porto Alegre, ἀποδέχτηκε σὲ κοινὴ δήλωση μὲ τοὺς προτεστάντες ὅτι δὲν ὑπάρχει μόνο Μία Ἐκκλησία, ἀλλὰ ὅτι οἱ 348 ἐκκλησίες -μέλη τοῦ Π.Σ.Ε.- εἶναι γνήσιες ἐκκλησίες. Μία δὲ ἀπὸ αὐτὲς εἶναι καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία! Οἱ ποικίλες αἱρετικὲς διδασκαλίες τῶν προτεσταντῶν θεωροῦνται ὡς διαφορετικοὶ τρόποι ἐκφράσεως τῆς ἰδίας πίστεως καὶ ὡς ποικιλία τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δεχόμενος ἔτσι ὅτι τελικὰ δὲν ὑπάρχουν αἱρέσεις! “Αὐτὲς οἱ ἐκκλησίες καλοῦνται νὰ συμβαδίζουν, ἀκόμη καὶ ὅταν διαφωνοῦν”[13].
9) Τὸ Νοέμβριο τοῦ 1993 προέβη σὲ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων ἀνάμεσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ στὴν αἵρεση τῶν μονοφυσιτῶν. Ἡ κάθε πλευρὰ ἀναγνώρισε τὴν ἄλλη ὡς Ὀρθόδοξη. Τὶς καταδίκες καὶ τὰ ἀναθέματα τῆς 4ης Οἰκουμενικῆς πρὸς τοὺς Μονοφυσίτες (ποὺ τὰ ἐπανέλαβαν οἱ ἑπόμενες Σύνοδοι) τὰ ὀνομάζει «παρεξηγήσεις τοῦ παρελθόντος ποὺ ἔχουν ξεπεραστεῖ», ἀφοῦ, «δὲν ὑπάρχει θεολογία ποὺ μᾶς χωρίζει«[14]!
Δι’ ὅλων αὐτῶν ἀποδεικνύεται ὅτι δὲν συκοφαντοῦμε, οὔτε κατηγοροῦμε, μὰ οὔτε καὶ ὑβρίζουμε τὸν Πατριάρχη, ἁπλῶς μὲ τὸ νὰ προβάλλουμε τόσο τὰ ἔργα, ὅσο καὶ τοὺς λόγους του, ἀφήνουμε αὐτὰ νὰ μιλήσουν μόνα τους καὶ νὰ εἶναι αὐτὰ ποὺ καταγγέλλουν τὴν αἵρεσή του. Κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον, ἀποδεικνύουμε ὅτι ἐμεῖς πραγματικὰ τὸν ἀγαποῦμε, διότι ὅποιος ἀγαπᾶ, ὁμιλεῖ καὶ μαρτυρεῖ τὴν ἀλήθεια καὶ δὲν κολακεύει. Εὐχόμεθα ὁλοψύχως νὰ τοῦ χαρίσει ὁ Κύριος τοῦ ἐλέους μετάνοιαν, (ὅπως καί στοὺς λοιπούς, ὁμόφρονες πρὸς αὐτόν, οἰκουμενιστὲς ἐπισκόπους), ὥστε νὰ ἀποκηρύξει τὴν αἵρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Κατόπιν τούτων, ὁ νῦν Πατριάρχης στὴ συνείδηση τῶν Ὀρθοδόξων χριστιανῶν, δὲν ὑφίσταται πλέον ὡς ὀρθόδοξος Πατριάρχης ἀλλὰ ὡς αἱρεσιάρχης, καθὼς καὶ οἱ πρὸ αὐτοῦ αἱρετικοί, ὅπως ὁ Νεστόριος, ὁ Βέκκος κ.ἄ.
Ὡς ἁγιορεῖτες μοναχοί, εἶναι προφανῶς κατανοητὸ ἔχουμε ἰδιαίτερο πρόβλημα συνειδήσεως, καθότι τὸ Ἅγιον Ὄρος ἔχει ἄμεση ἐκκλησιαστικὴ ἀναφορὰ πρὸς αὐτόν. Ὄντως ἡ ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση ποὺ ζοῦμε σήμερα, ὡς πρὸς τὴν προδοσία τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, μᾶς παραπέμπει στὰ ἀλγεινὰ γεγονότα τῶν Συνόδων τῆς Λυών (1274) καὶ τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας (1439-40).
Τὰ 114 ἔτη ἄκρας οἰκονομίας (ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὴν αἱρετικῆς ἐμπνεύσεως ἐγκύκλιο τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Ἰωακεὶμ Γʹ, τὸ 1902) καὶ ἀνοχῆς στοὺς οἰκουμενιστές–λατινόφρονες καὶ φιλενωτικοὺς ἐπισκόπους εἶναι ὑπὲρ τοῦ δέοντος ἀρκετά. Ἡ ζημία ποὺ ἔχει προκαλέσει αὐτὴ ἡ ψευδεπίγραφη “οἰκονομία” στὴ δογματικὴ αὐτοσυνειδησία κλήρου καὶ λαοῦ εἶναι ἤδη τεραστίων διαστάσεων, μὲ συνέπεια τὴν ἀλλοίωση τῶν ὑγειῶς νοουμένων ὀρθοδόξων κριτηρίων τοῦ θεολογεῖν. Σκοπὸς καὶ στόχος τοῦ Ἁγίου Ὄρους πρωτίστως, καθ’ ὅλην τὴν ὑπερχιλιετῆ ἱστορία του, ὑπῆρξε ἡ διαφύλαξη καὶ ὑπεράσπιση τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁσάκις ἀνεφύη αἵρεσις ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, ἡ διαχρονικὴ ἁγιορειτικὴ στάση, θεμελιωμένη καὶ στοιχοῦσα στὴν ἱεροκανονικὴ παράδοση, διδάσκει τὴν αὐτονόητο ὑποχρέωση διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου, ἐν τοῖς μυστηρίοις, τοῦ αἱρετίζοντος πατριάρχου.
Ἡ ἐφαρμογὴ τῆς διακοπῆς τοῦ Πατριαρχικοῦ μνημοσύνου στὸ Ἅγιον Ὄρος.
Εἰδικότερα, κατὰ τὴν χρονικὴ περίοδο ποὺ ἀκολούθησε τὴν ἑνωτικὴ σύνοδο τῆς Λυών (1274), πατριάρχου ὄντος τοῦ λατινόφρονος Ἰωάννου Βέκκου, ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Πρῶτος καθὼς καὶ τὸ σύνολο τῶν ἐν Ἀγίῳ Ὄρει μοναχῶν, ἔχοντας προβεῖ εἰς διακοπὴν τοῦ μνημοσύνου τοῦ πατριάρχου καὶ τοῦ αὐτοκράτορος, ἐδιώχθησαν καὶ -τινὲς ἐξ αὐτῶν- ἐμαρτύρησαν ὑπὸ τῶν ἑνωτικῶν.“ Ἄνωθεν γὰρ ἡ τοῦ Θεοῦ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τὴν ἐπὶ τῶν ἀδύτων ἀναφορὰν τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως συγκοινωνίαν τελείαν ἐδέξατο τοῦτο. Γέγραπται γὰρ ἐν τῇ ἐξηγήσει τῆς θείας λειτουργίας, ὅτι ἀναφέρει ὁ ἱερουργῶν τὸ τοῦ ἀρχιερέως ὄνομα, «δεικνύων καὶ τὴν πρὸς τὸ ὑπερέχον ὑποταγὴν, καὶ ὅτι κοινωνός ἐστιν αὐτοῦ, τῆς πίστεως καὶ τῶν θείων μυστηρίων διάδοχος» ”. (βλ. V. Laurent-J. Darrouzes, Dossier Grec de I’ Union de Lyon, Paris 1977, σελ. 399).
Ὁ οὐσιαστικὸς λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον ὀφείλουμε νὰ κάνουμε τὴν διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου ἑνὸς αἱρετικοῦ πατριάρχου καὶ ἐπισκόπου εἶναι, ὃτι διὰ τῆς μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματὸς του γινόμεθα καὶ ἐμεῖς συγκοινωνοὶ τῆς αἱρέσεώς του, καίτοι δηλώνουμε ὅτι ἐμεῖς δὲν συμφωνοῦμε.
Ἄλλος Ἁγιορείτης Ὁμολογητὴς ὁ ὅσιος Ἡσαΐας, συνασκητὴς τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, ὅπως τὸν ἀναφέρει ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: «Οὗτος ὁ μακάριος ἔπαθε πολλὰ κακὰ ἀπὸ τὸν βασιλέα Μιχαήλ τὸν Παλαιολόγον τὸν λατινόφρονα, διατὶ δὲν ἤθελε νὰ συγκοινωνήσῃ μὲ τὸν τότε Πατριάρχη τὸν Βέκκον διὰ τὴν καινοτομίαν τοῦ Ὀρθοδόξου Δόγματος, ἀλλὰ θείῳ ζήλῳ κινούμενος ἠγωνίσθη πολλὰ ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ μὲ τὴν ἀκούραστον διδασκαλίαν του ἥνωσεν ὅλους μὲ τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ πλέον τελεώτερον».(βλ. «Ὑπὲρ τῶν Ἱερῶς ἡσυχαζόντων », 2,2,2, Ε.Π.Ε. τομ. Βʹ σελ. 350). σελ. 251).
Κατὰ τὴ νεωτέρα δὲ ἐποχή (1924), ἕνεκα τῆς καινοτόμου καὶ ἀντικανονικῆς εἰσαγωγῆς τοῦ νέου ἡμερολογίου, τὸ ὁποῖο ἀπετέλεσε καὶ τὸ πρῶτο πλῆγμα τοῦ Οίκουμενισμοῦ στὴν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, οἱ τότε πατέρες συνεχίζοντες τὴν πάγια ἁγιορειτικὴ παράδοση ἐπανέλαβαν τὴν διακοπὴ τοῦ πατριαρχικοῦ μνημοσύνου. Ἡ διαχρονικὴ αὐτὴ παράδοση, δυστυχῶς διεκόπη ὑπαιτιότητι τῶν νέων συνοδειῶν, τῶν προερχομένων ἐκ τοῦ κόσμου, καὶ οἱ ὁποῖες τὸ 1971 ἐπανέφεραν τὸ πατριαρχικὸ μνημόσυνο. Νὰ σημειωθεῖ ὅτι ἡ διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου γίνεται ἐπὶ σκοπῷ ἀποφυγῆς τοῦ μολυσμοῦ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος ἐκ τῆς κακοδόξου διδασκαλίας ἢ πρακτικῆς, μὲ ἀπώτερον σκοπὸν τὴν δι’ Ὀρθοδόξου Οἰκουμενικῆς Συνόδου καταδίκης τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας (ἢ πρακτικῆς) καὶ τῶν αἱρεσιαρχῶν ἐπισκόπων.
Ἐπὶ πατριαρχείας Ἀθηναγόρου, τό Ἅγιον Ὄρος, σχεδὸν στὸ σύνολό του, ὁλοψύχως καὶ ὡς ἓν σῶμα, ἀντέδρασε δυναμικὰ καὶ διέκοψε, ὡς ὤφειλε, τὸ μνημόσυνο τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα, (τὸ αὐτὸ ἔπραξαν καὶ κάποιοι ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων Ἱεραρχῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τῶν νέων καλουμένων Χωρῶν). Μάλιστα ὁ Ἀθηναγόρας “σεβόμενος” τὴν ὲλευθερία τῆς συνειδήσεως τῶν Ἁγιορειτῶν δὲν τοὺς ἐδίωξε, (βλ. πατριαρχικὴ Ἐγκύκλιο Ἀριθ. Πρωτ. 140/Κ. 17-9-1968), ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν τακτικὴ τοῦ πατριάρχου Δημητρίου, ὅπως καὶ τοῦ νῦν πατριάρχου Βαρθολομαίου.
Οἱ δυσμενεῖς ἐξελίξεις τῶν δεκαετιῶν τοῦ ’60 καὶ τοῦ ’70, κατὰ τὶς ὁποῖες ὁ Οἰκουμενισμὸς ἦταν σὲ ἔξαρση -ὅπως ἄλλωστε συμβαίνει καὶ σήμερα, ἔχοντας ὅμως ὁδηγήσει τὰ πράγματα σὲ πολὺ χειρότερη κατάσταση- ἀνάγκασε τοὺς ἁγιορεῖτες στὴν ἀπόφαση νὰ δημοσιεύσουν κείμενα ἁγιοπατερικῆς πνοῆς, ποὺ κατεδίκαζαν τὸν Οἰκουμενισμὸ ὀνομάζοντάς τον “αἵρεσιν”, ἀποδεχόμενοι μάλιστα καὶ τὸν χαρακτηρισμὸ ποὺ τοῦ εἶχε δώσει ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, αὐτὸν τῆς παναιρέσεως.
Αἱ Ἱερὲς Μονὲς ποὺ προέβησαν εἰς διακοπὴν τοῦ πατριαρχικοῦ μνημοσύνου:
Ἱ Μ. Ὁσίου Διονυσίου, μὲ ἡγούμενον τὸν Γέροντα Γαβριήλ,
Ἱ. Μ. Καρακάλλου, μὲ ἡγούμενον τὸν Γέροντα Παῦλο,
Ἱ. Μ. Σίμωνος Πέτρας, μὲ ἡγούμενον τὸν Γέροντα Χαράλαμπο,
Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, μὲ ἡγούμενον τὸν Γέροντα Βησσαρίωνα,
Ἱ. Μ Ἁγίου Παύλου, μὲ ἡγούμενον τὸν Γέροντα Ἀνδρέα,
Ἱ. Μ.Ξενοφῶντος, μὲ ἡγούμενον τόν Γέροντα Εὐδόκιμο,
Ἱ.Μ.Ἐσφιγμένου, μὲ ἡγούμενον τὸν Γέροντα Ἀθανάσιον,
Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα μὲ ἡγούμενον τὸν Γέροντα Βασίλειον (διέκοψε τὸ μνημόσυνο τό 1968, ἀλλὰ δυστυχῶς ἦταν καὶ ἡ πρώτη ποὺ τὸ ἐπανέφερε τὸ 1971).
Ἡ Ἱ.Μ. Κουτλουμουσίου, μνημόνευε μόνο στὴν πανήγυρη τῆς Μονῆς ‘’τυπικά’’ μόνον, ὅπως καὶ ἡ Ἱ. Μ. Κωσταμονίτου.
Ἐπίσης, ἀπὸ τὶς τότε Ἰδιόρρυθμες Μονές, στὴν Ἱ. Μ. Μεγίστης Λαύρας, μνημόνευαν μόνο στὸ καθολικό, ‘’τυπικά’’. Πολλοὶ ἱερομόναχοι τῆς Μεγίστης Λαύρας, ὅπως καὶ ὁ πρῶτος ἡγούμενος, μετὰ τὴν κοινοβιοποίησή της τό 1981, γέρων Ἀθανάσιος, ἐνῶ μνημόνευε ‘’τυπικά’’ στὸ Καθολικό τῆς Μονῆς, ὁ ἴδιος στὰ παρεκκλήσια, ὅταν λειτουργοῦσε, δὲν μνημόνευε, ὅπως ἐπίσης καὶ ἄλλοι ἱερομόναχοι τῆς Μονῆς. Τὸ αὐτὸ συνέβαινε καὶ σὲ ἄλλες Μονές, ὅπως π.χ. στὴν Ἱ. Μ. Ἁγίου Παύλου, στὴν ὁποία ὁ παπά-Παῦλος συνέχισε μέχρι τέλους νὰ μὴ μνημονεύει (+1995), καίτοι ἡ Μονὴ μετὰ τὴν παραίτηση ἐκ τῆς ἡγουμενίας τοῦ γέροντος Ἀνδρέα ἐπανέφερε τὸ μνημόσυνο, ἐπὶ ἡγουμενίας γέροντος Παρθενίου. Πάντως, καί ἄλλες Ἱ. Μονές ἀντιδροῦσαν καὶ δὲν ἤθελαν τὸ μνημόσυνο καὶ οἱ ὁποῖες μνημόνευαν περισσότερο ἀπό ‘’εὐγένεια’’. Ἐπίσης σὲ ὅλες τὶς Ἱερὲς Σκῆτες καὶ στὰ περισσότερα κελλιὰ δὲν μνημόνευαν, τόσο ζηλωτὲς ὅσο καὶ μὴ ζηλωτές.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀναφέρουμε, ἐνδεικτικῶς μόνον, τὶς ἀπαντήσεις δύο Ἱερῶν Μονῶν πρὸς τὴν Ἱερὰ Κοινότητα περὶ τοῦ ζητήματος τῆς διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου.
Ἡ Ἱ.Μ. Καρακάλλου εἰς ἀπάντησίν της πρὸς τὴν Ἱερὰ Κοινότητα, εἶχε γράψει τὰ ἑξῆς: ‘’ Ἡ καθ᾽ ἡμᾶς Ἱερὰ Μονὴ ὑπὸ στοιχεῖα ΙΔ΄ ἐν τῇ σημερινῇ Συνάξει 21/9/1972 ἐξήτασε καὶ αὖθις τὸ ἐπίμαχον θέμα τοῦ μνημονεύματος…Ἐπιθυμοῦμε νὰ ἐπαναλάβωμεν τὴν ἐν πεποιθήσει καὶ ἀμετάθετον ἀπόφασιν ἡμῶν περὶ συνεχίσεως τῆς διακοπῆς τοῦ Πατριαρχικοῦ Μνημοσύνου εἰς ἔνδειξιν διαμαρτυρίας, ἐφ᾽ ὅσον ὁ νέος Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Δημήτριος ὁ Α΄ θὰ συνεχίσῃ τὴν τηρουμένην ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου Γραμμῆς, τὴν ὁποίαν εἶχε χαράξει ὁ Ἀθηναγόρας.’’ (βλ. Ο.Τ. ἀρ.φ. 213, 1/7/1974).
Ἡ Ἱ.Μ. Ἁγίου Παύλου, ἐπὶ ἡγουμενίας τοῦ γέροντος Ἀνδρέα, ἀπήντησε ὡσαύτως: “…ἡ ἀπόφασις ἡμῶν εἶναι ὅτι δὲν δυνάμεθα νὰ προχωρήσωμεν εἰς συζήτησιν παρὰ μόνον ἐφ᾽ ὅσον δηλωθῇ ὑπὸ τῆς Α. Παναγιότητος διὰ τοῦ τύπου ὅτι δὲν θὰ ἀκολουθήσῃ τὴν πορείαν τοῦ προκατόχου Αὐτοῦ”. (ὅ. π.)
Ἐπίσης ὁ αὐτὸς ἡγούμενος τῆς Ἱ. Μονῆς π. Ἀνδρέας στὴ σχετική του ἀπάντηση πρὸς τὴν Ἱ. Κοινότητα ἀνέφερε: “Λόγοι ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως δὲν μοῦ ἐπιτρέπουν νὰ ἐπαναλάβω τὸ μνημόσυνον, διότι ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης εἶναι νεωτεριστής, βαδίζει τὰ ἴχνη τοῦ Οἰκουμενιστοῦ Ἀθηναγόρου, τοῦ ὁποίου τὰς ἀπόψεις καὶ τὰ αἱρετικά φρονήματα δὲν κατεδίκασεν”. (ὅ. π).
Κατόπιν ὅλων αὐτῶν ἡ Ἔκτατος Διπλή Ἱερὰ Σύναξις τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος εἰς τὴν ΝΒʹ Συνεδρία, τῆ 13ῃ Νοεμβρίου 1971 καὶ κατόπιν πολλῶν διεργασιῶν ἀπεφάσισε ὅτι: «…ἐπαφίεται εἰς τὴν συνείδησιν ἑκάστου μονῆς ἡ διαμνημόνευσις τοῦ ὀνόματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου».
Πάντως ὀφείλουμε νὰ τονίσουμε ὅτι στὰ θέματα τῆς πίστεως δὲν χωροῦν τυπικότητες καὶ εὐγένειες. Ἡ πίστις δὲν εἶναι θέμα εὐγενείας πρὸς πρόσωπα, ἀλλά ὁμολογίας καὶ τηρήσεως τῆς ἀκριβείας τῶν δογμάτων, ‘’εἰς τὰ τῆς πίστεως οὐ συγχωρεῖ συγκατάβασις’’, ὅπως ἐτόνιζαν οἱ παλαιοὶ ἁγιορεῖτες. Ἀξίζει πάντως ἐδῶ νὰ ἀναφερθοῦμε στὴ πρακτικὴ τῶν τότε ἁγιορειτῶν. Ἐκ τοῦ ἀποτελέσματος καὶ μόνον, δυστυχῶς, κρίνεται ὡς ἀνεπιτυχὴς ἡ τότε προσπάθεια ἀντιμετώπισης τοῦ προελαύνοντος Οἰκουμενισμοῦ καὶ οἱ λόγοι εἷναι πολλοί. Ἀκροθιγῶς σημειώνουμε ὅτι ὑπῆρχε ἡ λανθασμένη αἴσθηση ὅτι τὰ οἰκουμενιστικά “ἀνοίγματα”, ὅπως τὰ ἀποκαλοῦσαν, δὲν χαρακτήριζαν συνολικὰ τὸ Πατριαρχεῖο, ἀλλ’ ἀποκλειστικῶς τὸν τότε Πατριάρχη καὶ κάποιους λίγους συνοδοιπόρους του. Ἐπιστεύετο μάλιστα ὅτι θανόντος τοῦ Ἀθηναγόρου τὰ πάντα θὰ ἐπέστρεφον στὴν ὁμαλότητα. Ἡ κατάληξη εἶναι σὲ ὅλους γνωστή: στὸν ἐνθρονιστήριο λόγο του ὁ νέος Πατριάρχης Δημήτριος ἀνακοίνωσε τὴ συνέχιση τῶν οἰκουμενιστικῶν προσπαθειῶν τοῦ προκατόχου του. Ἐκείνην τὴν κρίσιμη στιγμὴ βρῆκαν οἱ τότε ἁγιορεῖτες νὰ ἐπαναφέρουν τὸ μνημόσυνο, ἐπὶ καταστροφῇ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ-ἀντιοικουμενιστικοῦ ἀγῶνος! Τὸ μήνυμα ποὺ ἐδόθη στοὺς πατριαρχικοὺς ἦταν σαφές: προχωρῆστε! Δυστυχῶς, ἡ ἐλλειπὴς κατανόησις τοῦ ἐφαρμοζομένου ἕως τότε, ιε´ κανόνος τῆς Α´-Β´ συνόδου (861), κατὰ τὴν ὁποία ἡ διακοπὴ μνημοσύνου ἐθεωρεῖτο ὡς ἁπλῶς ἔχουσα σημασίαν “διαμαρτυρίας”, ἐξ οὗ καὶ οἱ προαναφερθεῖσες χάριν “εὐγενείας” παλινωδίες μνημονεύσεως, π.χ. σὲ πανηγύρεις, εἶχαν ὡς ἀφετηρία τὴν ἀποσύνδεση τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ Κανόνος ἀπὸ τὸ σωτηριολογικό του περιεχόμενο. Ἡ τραγικὴ ἐπαναφορὰ τοῦ μνημοσύνου, ἔστω καὶ μὲ τὸ λειψὸ τρόπο ποὺ ἐφαρμοζόταν ἠ διακοπή, πέραν τῆς γενικότερης ζημίας ποὺ προξένησε, δυστυχῶς ἄνοιξε τὴν θύρα καὶ στὶς ποικίλες, κακόβουλες καὶ στρεβλωτικὲς ἑρμηνεῖες τοῦ ἐν λόγῳ ἱεροῦ Κανόνος ποὺ κυριαρχοῦν σήμερα.
Πράγματι, ὁ ὀρθοδόξως νοούμενος ἀντιαιρετικὸς ἀγώνας, ὅπως διαχρονικῶς εἶναι διαπιστωμένο, δὲν χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴ λήψη κάποιων πρακτικῶν ἡμιμέτρων καὶ λύσεων, οἱ ὁποῖες τελικῶς διαιωνίζουν τὴν αἵρεση ἐντὸς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀλλὰ ἀντιθέτως, ἀπὸ τὴν ἐνδεδειγμένη ἔκθεση-διασάφηση, ἀφ’ ἑνὸς τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας καὶ ἀφ’ ἑτέρου, τοῦ δογματικοῦ πυρήνα τῆς αἱρέσεως, δηλαδὴ τῶν βαθυτέρων θεολογικῶν αἰτίων ποὺ ὡδήγησαν στὴν ἐμφάνιση της, ὅσο καὶ τῶν καταστρεπτικῶν συνεπειῶν της. Σκοπὸς ἑπομένως εἶναι ὄχι ἡ διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου καθεαυτή, αὐτὴ ἀποτελεῖ τὸ ἀρχικὸ στάδιο, ἀλλὰ ἡ συνολικὴ θεραπεία τοῦ κακοῦ. Τοῦτο θὰ συμβεῖ διὰ τῆς συγκλήσεως ὀρθοδόξου Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία καὶ συνιστᾶ τὸ τελικὸ στάδιο τοῦ ἀντιαιρετικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἀγῶνος, καὶ στὴν ὁποίαν θὰ καταδικασθεῖ ἡ αἵρεσις καὶ οἱ αἱρετικοί. Τότε μόνον μποροῦμε νὰ ὁμιλοῦμε περὶ πλήρους ἐκκριζώσεως τῆς αἱρέσεως.
Ἡ δι’ ἐπιστολῶν ἐνημέρωσις πρὸ καὶ μετὰ τῆς ΑκΜΣ
Ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ἁγιορειτικῆς μοναστικῆς πολιτείας, ἔχοντες λόγον εὐθύνης ἀναφορικὰ πρὸς τὰ θέματα πίστεως καὶ παραδόσεως, θεωρήσαμε ὡς ἐπιβεβλημένο πνευματικὸν καθῆκον μας νὰ κινητοποιηθοῦμε, μετὰ τοῦ ὀφειλομένου σεβασμοῦ καὶ κατὰ τὴν τάξιν. Ἀπευθυνθήκαμε λοιπὸν ἐντὸς τοῦ ἔτους 2016, μὲ δύο δημόσιες ἀνοικτὲς ἐπιστολὲς πρὸς ὑμᾶς, τὴν Ἱερὰ Κοινότητα τοῦ Ἱεροῦ ἡμῶν τόπου καὶ τοὺς Καθηγουμένους τῶν Ἱερῶν Μονῶν. Κατ’ ἀρχάς, στὴν ἐπιστολή μας τῆς 13ης Μαΐου 2016, πρὸ τῆς λεγομένης “ Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου” τοῦ Κολυμπαρίου Κρήτης, σᾶς εἴχαμε υἱκῶς δηλώσει ὅτι, ἐὰν ἡ ἐν λόγῳ σύνοδος δὲν ὀρθοτομήσει τὸν λόγον τῆς ἀληθείας καὶ δὲν καταδικάσει τὴν παναίρεση τοῦ Διαχριστιανικοῦ καὶ Διαθρησκειακοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, θὰ εἴμεθα, ὡς ἐκ τούτου, ὑποχρεωμένοι νὰ ἐφαρμόσουμε τοὺς ἁρμοδίους Ἱεροὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ὁρίζουν τὰ περὶ διακοπῆς μνημοσύνου τοῦ ὀνόματος τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου (δηλ. τοῦ πατριάρχου).Τέλος, ὅπως καὶ στὴ δευτέρα πρὸς ὑμᾶς ἐπιστολή μας, τῆς 20ης Ἰουνίου 2016, σᾶς εἴχαμε ὑποβάλει τὴν θερμὴν παράκλησιν καὶ σᾶς εἴχαμε ἐπισημάνει ὅτι θὰ ἀναμέναμε, ἐντὸς εὐλόγου χρονικοῦ διαστήματος, ἀφοῦ συζητηθεῖ τὸ ὅλον ζήτημα τῆς λεγομένης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου καὶ ὑφ᾽ ὑμῶν, ὡς τὸ κατ᾿ ἐξοχὴν θεσμικὸν ὄργανον τοῦ Ἱεροῦ ἡμῶν Τόπου, νὰ ληφθεῖ μία ξεκάθαρη θέση ἔναντι τῶν συνοδικῶν ἀποφάσεων. Τὸ ἐρώτημα ποὺ ξεκάθαρα τίθεται καὶ τοῦ ὁποίου τὴν ἀπάντηση ἀναμένουν πάντες οἱ ἀγωνιῶντες πιστοὶ εἶναι: αἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου εἶναι ὀρθόδοξες ἢ αἱρετικές;
Ἀντὶ ὅμως τῆς ὀφειλομένης σπουδῆς ὅπου ὤφειλε τὸ καθ’ ὑμᾶς ὄργανο νὰ ἐπιδείξη ἔναντι ἑνὸς τόσο σημαντικοῦ ζητήματος, καίτοι ὡς Ἱερὰ Κοινότης πρὸ τῆς Συνόδου εἴχατε ἐκθέσει δι᾿ ἐπιστολῆς τὴν ἀντίθεσή σας ἐπὶ τινῶν σημαντικῶν θεμάτων πίστεως, ὅσον ἀφορᾶ τὰ προσυνοδικὰ κείμενα, ἀντ’ αὐτοῦ ὑπῆρξε ὄχι μόνον ἡ ἀπόλυτος σιωπή, γιὰ τόσους μῆνες, ἀλλὰ καὶ κάποιες ἐκ τῶν Ἱ. Μονῶν προέτρεξαν καὶ ἐνήργησαν διωγμό, κατὰ παράβασιν τῶν ἁρμοδίων διατάξεων τοῦ Κ.Χ.Α.Ο., ἐναντίον Ἁγιορειτῶν μοναχῶν, πρὶν κἂν συνέλθη ἡ καθιερωμένη Διπλῆ Ἱερὰ Σύναξις. Συγκεκριμένα, κατὰ τοῦ Προϊσταμένου Γέροντος Σάββα μοναχοῦ καὶ τοῦ Γέροντος τοῦ Ἱ.Κ. Ἁγίων Ἀρχαγγέλων-Κουκουζέλη, μοναχοῦ Χερουβείμ, ἐκ τῆς Ἱ.Μ.Μ. Λαύρας, καθὼς καὶ τῶν μοναχῶν Λουκᾶ, Δαμιανοῦ, Ὀνουφρίου καὶ Δανιὴλ δοκίμου, ἐκ τῆς Ἱ. Μ. Χιλανδαρίου.
Ὅπως εἶναι γνωστὸν, ἡ Διπλῆ Σύναξις ἕως καὶ σήμερον δὲν ἔχει λάβει θέση. Ὡς πρὸς τὴν πιθανὴ αἰτία τῆς ἐνόχου σιωπῆς καὶ τῆς ἀποφυγῆς νὰ ἐκδοθεῖ ὑπεύθυνη ἀπόφαση σχετικὰ μὲ τὴν ΑκΜΣ, φῶς ρίχνει ἡ ἐπίσημη ἔκθεση πρὸς τὴν Ἱερά Κοινότητα τοῦ Καθηγουμένου τῆς Ἱ. Μονῆς Σταυρονικήτα Ἀρχιμ. Τύχωνος (ἡ ὁποία δημοσιεύθηκε στὶς 23-9-2016, ἀρ. φυλ. 2132, ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ ἐφημερίδα “Ὀρθόδοξος Τύπος”). Τὸ Ἅγιον Ὄρος ἄλλωστε ἐκπροσωπήθηκε ἐπισήμως εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ συγκεκριμένου ἡγουμένου, ὁ ὁποῖος εἶχε καὶ τὴν θεσμικὴ ἰδιότητα τοῦ συμβούλου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Τὸ τραγικὸν μὲ τὴν ἔκθεσίν του εἶναι ὅτι, παρὰ τὶς κάποιες μικροεπισημάνσεις, περιγράφει τὴν αἱρετικὴ ψευδοσύνοδο ὡς ὀρθοδοξωτάτη.
Ἕκαστος ἐνώπιον τῶν εὐθυνῶν του
Νοιώθουμε τὴν ἀνάγκη νὰ σᾶς ἀπευθύνουμε μία τελευταία ἔκκληση. Ἡ θέσις σας εἶναι «ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς», ἀναλογισθεῖτε τὶς τρομακτικὲς εὐθύνες πού ἔχετε ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. Ὡς Ἱερὰ Κοινότητα καὶ ὡς Καθηγούμενοι, ὅσοι ἀπὸ ἐσᾶς, μὴ γένοιτο, ὑποκύψετε ἀποδεχόμενοι τὶς ἀποφάσεις αὐτῆς τῆς ΑΙΡΕΤΙΚΗΣ ψευδοσυνόδου, καὶ ἐξακολουθήσετε -ἐν συνειδήσει πλέον- νὰ μνημονεύετε ἕναν αἱρετικὸν πατριάρχη, ἂς γνωρίζετε ὅτι ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως θὰ εἶσθε ἀναπολόγητοι, καθότι:Μὲ τὴν στάση σας θὰ ἔχετε διαιρέσει τὴν ἁγιορειτικὴ μοναστικὴ κοινότητα.
Συνακόλουθα, θὰ εἶσθε ἐσεῖς ὑπεύθυνοι δημιουργίας σχισμάτων καὶ ὄχι ὅσοι ἁπλῶς θέλουν νά παραμείνουν ὀρθόδοξοι.
Θὰ ἔχετε καταστρέψει τὴ χιλιόχρονη ἑνότητα ὀρθοδόξου μαρτυρίας τοῦ Ἱεροῦ ἡμῶν Τόπου.
Τέλος, ἡ ἀντιπατερικὴ αὐτὴ πορεία θὰ ὁδηγήσει στὴν ἀπαξίωση, δυστυχῶς, τοῦ (ἐπισήμου-θεσμικοῦ) Ἁγίου Ὄρους, στὰ μάτια τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ τοῦ Θεοῦ, καθιστῶντας το σκότος ἀντί, ὡς ὤφειλε, φῶς τοῦ κόσμου (πρβλ. “Φῶς μοναχοῖς ἄγγελοι, φῶς κοσμικοῖς μοναχοί”, Κλῖμαξ, Λόγος 26Α, 25).
Ἴσως ὁ λόγος μας νὰ σᾶς στεναχωρήσει, ἴσως φανεῖ σκληρὸς καὶ ἐλεγκτικός, ἀλλὰ ἂς γνωρίζετε ὅτι δὲν ἔχουμε οὐδεμία ἐμπάθεια πρὸς τὰ θεοτίμητα πρόσωπά σας. Εἶναι ἀποτέλεσμα πόνου καὶ ἀγάπης γιὰ τὴν Ὀρθόδοξο πίστιν μας. Ὁ λόγος τῆς ἀληθείας, εἶναι λόγος Χριστοῦ, καὶ εἶναι δίστομος μάχαιρα, γιατὶ πρέπει πάντα νὰ ὀρθοτομεῖ. Παρακαλοῦμε λοιπὸν τὴν ἀγάπη σας νὰ μελετήσετε ὅσα σᾶς ἐπισημαίνουμε καὶ πατρικῶς νὰ συμπονέσετε, νὰ συμπροβληματιστεῖτε καὶ νὰ προχωρήσετε στὴ θεραπεία τοῦ κακοῦ. Ἀπὸ ἐσᾶς περιμένουμε νὰ ποιμαίνετε ἀγαπητικῶς καὶ ὄχι ἐξουσιαστικῶς: “ποιμάνετε τὸ ἐν ὑμῖν ποίμνιον τοῦ Θεοῦ, ἐπισκοποῦντες μὴ ἀναγκαστικῶς, ἀλλ᾿ ἑκουσίως, μηδὲ αἰσχροκερδῶς, ἀλλὰ προθύμως…τύποι γινόμενοι τοῦ ποιμνίου”. (Αʹ Πετρ. εʹ, 2-3)
Ἅπαντες ἱστάμεθα ἐνώπιον τῶν εὐθυνῶν μας, ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ Κριτοῦ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Ἱστορίας. Ἡ ἕως τοῦ νῦν ἀκολουθουμένη τακτικὴ ἔχει βοηθήσει στὴν ἀνεμπόδιστο ἐξάπλωση τῆς αἱρέσεως, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια. Ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ὑπευθύνων θὰ ζητήσει ὁ Κύριος τό “αἷμα” τῶν ψυχῶν ποὺ τοὺς ἐμπιστεύθηκε. Στὴν κρίσιμη αὐτὴ στιγμὴ ἂς ἀναλογιστεῖ ἕκαστος τί εἴδους Ἅγιον Ὄρος θέλουμε νὰ παραδοθεῖ στὶς ἑπόμενες γενεές, καὶ τί εἴδους μοναχοὶ θὰ ἐγκαταβιώνουν σ’ αὐτό. Ἡ κατάντια τοῦ παπικοῦ μοναχισμοῦ ἂς μᾶς προβληματίσει…
Ἐμεῖς ὡς ἁγιορεῖτες μοναχοὶ διαχωρίζουμε, πλέον, τὴ θέση μας ἔναντι τῆς ἕως τῆς σήμερον ἀκολουθουμένης πορείας. Δὲ συμφωνοῦμε οὔτε συνευδοκοῦμε, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἐπιθυμοῦμε τὴν συμπόρευση μὲ τὴν οἰκουμενιστικὴ ἀποστασία ἐκ τῆς Ὀρθοδοξίας. Δὲν μποροῦμε νὰ συνεχίσουμε νὰ στραγγαλίζουμε τὴν ὀρθόδοξο συνείδησίν μας καὶ νὰ παριστάνουμε ὅτι δὲν καταλαβαίνουμε μὰ οὔτε καὶ νὰ δικαιολογοῦμε συνεχῶς τὰ ἀδικαιολόγητα, καλύπτοντας τὰ αἱρετικὰ φρονήματα τοῦ Πατριάρχου. Ἤλθαμε ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας, κάποιοι ἀπὸ παιδιὰ ἀκόμη, στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀφήσαμε πίσω γονεῖς, οἰκείους, σπουδές, ἐργασίες, μήπως γιὰ νὰ καταντήσουμε αἱρετικοὶ καὶ νὰ μᾶς σέρνει πίσω του ὁ κάθε ἀσεβὴς Πατριάρχης καὶ ἐπίσκοπος; Μὴ γένοιτο! Εὐχόμεθα ὁλοκαρδίως τὴν ἀλλαγὴ πορείας πλεύσεως, τῆς θεσμικῆς Ἀρχῆς τοῦ Ἀγίου Ὄρους, τὴν ἀπόκτηση τῆς χάριτος τῆς ὁμολογίας, τῆς ὁποίας δὲν ὑπάρχει μεγαλυτέρα, εἰδικὰ ἐν καιρῷ κηρυσσομένης αἱρέσεως.
Κατόπιν, ὅλων τῶν ἀνωτέρῳ, πιστεύουμε ὅτι ἀνεδείχθη ἡ ἄκρα σοβαρότης τοῦ θέματος τῆς ἐν Κρήτῃ συνόδου καὶ τῶν σωτηριολογικοῦ χαρακτῆρος ἐπιπτώσεων ποὺ ἔχει γιὰ τοὺς πιστούς. Οὐδεὶς ἁγιορείτης δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶ τά φοβερὰ λόγια τῆς Κυρίας Θεοτόκου, ποὺ εἶπε στὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸ Ζωγραφίτη: “ ἔρχονται οἱ ἐχθροὶ ἐμοῦ καὶ τοῦ Υἱοῦ μου”. Ὅμοιοι πρὸς τοὺς τότε ἑνωτικοὺς λατινόφρονες εἶναι οἱ, ὄντως πολὺ χειρότεροι ἐκείνων, σημερινοὶ οἰκουμενιστές. Ἐμεῖς ὡς ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ καὶ ἁγιορεῖτες μοναχοί, ἀκολουθώντας τοὺς ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, εἰδικὰ τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Πρῶτο καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ ἁγιορεῖτες ὁσιομάρτυρες ἐπὶ Βέκκου, ἐφαρμόζουμε, ὅπως καὶ ἐκεῖνοι, τὸν ιεʹ Ἱερὸν Κανόνα τῆς Α´-Β´ ἐπονομαζομένης συνόδου ἐπὶ Μ. Φωτίου ἐν ἔτει (861) καὶ χάριτι θείᾳ προχωροῦμε εἰς τὴν ἐπιβεβλημένην διακοπὴν τῆς μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ πατριάρχου. Λυπούμεθα, διότι ἡ ὄντως ὀδυνηρὴ καὶ στενάχωρη αὕτη ἀπόφαση ὀφείλεται, καθ᾿ ὁλοκληρίαν, στὴ συνολικὴ αἱρετικὴ πορεία τοῦ Πατριάρχου καὶ τῶν σὺν αὐτῷ, ἐπιστέγασμα τῆς ὁποίας εἶναι οἱ αἱρετικὲς ἀποφάσεις τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης.
Τηροῦμε ὡς Ἁγιορεῖτες πιστὰ τὰ τῶν θεοφόρων Πατέρων:
“Οἵτινες τὴν ὑγιῆ ὀρθόδοξον πίστιν προσποιούμενοι ὁμολογεῖν, κοινωνοῦσι δὲ τοῖς ἑτερόφροσι τοὺς τοιούτους, εἰ μετὰ παραγγελίαν, μὴ ἀποστῶσιν, μὴ μόνον ἀκοινωνήτους ἔχειν, ἀλλὰ μηδ᾿ ἀδελφοὺς καλεῖν” (ἁγ. Μάρκου Ἐφέσου, Ὁμολογία ἐν Φλωρεντία, Τὰ εὑρισκόμενα ἅπαντα τ. Α´, σελ. 422)
“ἐὰν ὁ ἐπίσκοπος ἢ ὁ πρεσβύτερος͵ οἱ ὄντες ὀφθαλμοὶ τῆς Ἐκκλησίας͵ κακῶς ἀναστρέφωνται καὶ σκανδαλίζωσι τὸν λαόν͵ χρὴ αὐτοὺς ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον γὰρ ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον͵ ἢ μετ΄ αὐτῶν ἐμβληθῆναι͵ ὡς μετά Ἄννα καὶ Καϊάφα͵ εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός.” (Μ. Ἀθανασίου, P.G. 26, 1257)
Τέλος, διευκρινίζουμε πρὸς πάντας, ὅτι ὁ ἐκκλησιαστικὸς ἀγώνας τὸν ὁποῖον ἀναλαμβάνουμε γίνεται πρωτίστως γιὰ λόγους σωτηριολογικῆς φύσεως, ἐμμένοντες πιστοὶ στὴν ἐκκλησιολογία τῆς ὀρθοδόξου πατερικῆς παραδόσεως, καὶ ἕνεκα τούτου, ἐντὸς τοῦ Σώματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Δὲν προβαίνουμε εἰς σύστασιν ἑτέρας “ἐκκλησίας”, ἄπαγε τῆς βλασφημίας, οὔτε προσχωροῦμε σὲ κάποια παλαιοημερολογητικὴ ἐπισκοπικὴ παράταξη. Μένοντας πιστοὶ εἰς τὸ Σύμβολον τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, παραμένουμε ἁπλὰ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ καὶ ὁμολογοῦμε τὴ διαχρονικὴ ἁγιοπατερικὴ σωτήριο ἀλήθεια ποὺ παραλάβαμε ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Καταδικάζουμε καὶ ἀναθεματίζουμε τὴν Παναίρεση τοῦ Διαχριστιανικοῦ, Διαθρησκειακοῦ, Συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καθὼς καὶ τὶς ἀποφάσεις τῆς λεγομένης ΑκΜΣ. Ὅ,τι ἄλλο κυκλοφορήσει εἰς βάρος μας, θὰ ἀποτελεῖ κατάπτυστη συκοφαντία.
Ἀγωνιζόμαστε μὲ τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν αἰσιοδοξία ὅτι πράττοντας καθηκόντως τὸ ἀνθρωπίνως δυνατόν, θὰ ἀξιωθοῦμε τοῦ ἐλέους τοῦ φιλανθρώπου Χριστοῦ καὶ ὅτι μὲ τὴ σκέπη τῆς Κυρίας Θεοτόκου, ἐφόρου τοῦ ἱεροῦ ἡμῶν τόπου, θὰ ἔλθουν καλύτερες ἡμέρες γιὰ τὴν φιλτάτη μας ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ καὶ τὴν πατρίδα μας τὴν ΕΛΛΑΔΑ.
Μετὰ τοῦ προσήκοντος σεβασμοῦ.
ΑΓΙΟΡΕΙΤΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ
[1] Ἀντιφώνηση πρὸς τὸν πρόεδρο τοῦ Ἰρὰν Mohamend Khatami στὶς 13/1/2002. “Ἐπίσκεψις”, ἀρ. 606, σελ. 2. Ἐφημ. «Ὀρθόδοξος Τύπος», 15/3/2002, «Ἐπίσκεψις», ἀρ. 563, σελ. 21.
[2] www.romfea.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=3117&Itemid=2, Ἐκκλ. Πρακτορεῖο Εἰδήσεων www.amen.gr 20/1/2013.
[3] Ἐφημ. “ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ”, 21/9/2003.
[4] Νέα Ὑόρκη, 28η Ὀκτ. 2009. Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης παραλαμβάνει τὸ βραβεῖο «Μακκαβαίων» μὲ τὸ ὁποῖο τὸν “τίμησε” ἡ Ἑβραϊκὴ Συναγωγὴ τῆς πόλης.
[5] Λόγος Κατά Ιουδαίων, 2,4,6
[6] Ὁμιλία στὸ Μπαχρέϊν, στὶς 25/9/2000, “Ἐπίσκεψις”, ἀρ. 588, σελ. 16 καθὼς καὶ μήνυμα ποὺ ἔστειλε στοὺς Μουσουλμάνους ὅλου τοῦ κόσμου μὲ τὴν εὐκαιρία τοῦ Ραμαζανίου. Ρεπορτὰζ τοῦ Νίκου Παπαδημητρίου στὸ σταθμὸ “Flash” στὶς 16/12/2001.
[7] Ἀρχιμ. Βαρθολομαίου Ἀρχοντώνη, Περὶ τὴν κωδικοποίησιν τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ τῶν Κανονικῶν Διατάξεων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, Θεσ/κη 1970, σελ. 15.
[8] “Ἐπίσκεψις”, ἀρ. 423, 15/7/1989, σσ. 6-7.
[9] Πορίσματα Διορθόδοξου Συνεδρίου γιὰ τὸν Οἰκουμενισμό, Θεσσαλονίκη 2004, περ. “Θεοδρομία”, τ. 4ο.
[10] http://entoytwnika.blogspot.com/2011/03/blog-post_28.html#ixzz1cja7kdc6
[11] Στεφανίδου Β., Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, σελ. 711.
[12] “Ἐπίσκεψις” ἀρ. 640, 31/10/2004: “Κοινὸν ᾿Ανακοινωθὲν τῆς 13ης συναντήσεως μεταξὺ Θεολόγων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κων/πόλεως καὶ τῆς Εὐαγγελικῆς ᾿Εκκλησίας ἐν Γερμανίᾳ”.
[13] “Ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἐπὶ εὐκαιρίᾳ τῆς 60ης ἐπετείου ἀπὸ τῆς ἱδρύσεως τοῦ Π.Σ.Ε.”, “Θεοδρομία” 1 (Ἰαν.–Μάρτιος 2008), σελ. 145.
[14] www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=816