Δεκέμβριος πιά...
π. Κωνσταντίνου Καλλιανού
Διάβηκε
καὶ πάλι ὁ καιρὸς κι ἔφτασε ὁ μῆνας τῆς τρυφερότητας καὶ τῆς στοργῆς,
τῆς νοσταλγίας καὶ τῆς εὐαισθησίας. Ὁ Δεκέμβριος. Ὁ μήνας ποὺ στολίζεται
μὲ τόσες γιορτές, μὲ τὶς θαυμασιες ἐκεῖνες τοῦ Δωδεκαημέρου Γιορτές,
ὅπου ἡ χαρμολύπη σεφανώνει τὴν ψυχή. Γιατὶ τὶς μέρες αὐτὲς τὶς ζεῖ
κανεὶς μέσα ἀπὸ κορυφαῖα Γεγονότα, ὅπως ἐκεῖνο τῆς τοῦ Χριστοῦ
Γεννήσεως: μιᾶς γιορτῆς ποὺ ἐνέχει στὸν πυρήνα της δύο τινα. Τὸ πρῶτο τὴ
συνάντηση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεό, τὸν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης, ὅπως θὰ
εἰπωθεῖ παρακάτω, καὶ τὸ δεύτερο τὴν πρόσπάθεια ὅλων μας νὰ
ἐπιστρέψουμε: στὴν παιδική μας ἡλικία, ὄχι γιατὶ ἐπιθυμοῦμε νὰ
ξαναγίνουμε παιδιά, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ μᾶς συγκινεῖ τόσο ἐκείνη ἡ ἀθωότητα ποὺ
χάσαμε στὴ διαδρομή. Ἀπὸ τὰ παιδικά μας τὰ χρόνια, ἴσαμε τὰ χρόνια τῆς
ἐνηλικίωσης καὶ τῶν γερατειῶν.
Δεκέμβριος
πιά. Εἰσόδευσε κι αὐτὸς, ὥστε νὰ μᾶς προετοιμάσει γιὰ τὶς Γιορτάδες ποὺ
ἔρχονται. Κι αὐτό, γιὰ ν᾿ ἀνασάνει ἡ ψυχὴ εὐωδία θεϊκή, νὰ χαμογελάσει
τὸ σπίτι τὸ στολισμένο καὶ φρεσκοσυγυρισμένο, ὥστε νὰ πεῖ ὁ ποιητής,
«Κοιτάχτε, ὅπου ἔβοσκε ἀνοστιά, χοροπηδάει μιὰ πλάση
ζωντανεμένη στὶς χαρὲς γιορταστικῆς βλαστήσεως» (Τ.Κ. Παπατσώνης)
Ὅμως
ὁ Δεκέμβριος, ποὺ ἀρχίζει μὲ Γιορτὲς χαρισματικές, ὅπως τοῦ Ἁγίου
Νικολάου, ποὺ μᾶς διδάσκει τὴν πραότητα, τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, ὁ ὁποῖος
«ἀγγέλους εἶχε συλλειτουργούντας», οἱ Τρεῖς Παῖδες μὲ τὴν ἀταλάντευτο
Πίστη τους, οἱ Προπάτορες τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ποὺ φωτίζουν τὸ δρόμο μας,
ὅπως οἱ δικοί μας προπάτορες, ὅλοι αὐτοὶ καὶ ὅσοι ἄλλοι προετοιμαζουν
τὴν πνευματικὴ τὴν Τράπεζα τῶν τοῦ Χριστοῦ Γεννῶν. Στὴν ὁποία ὅλοι μας
εἴμαστε κεκλημένοι, ὅμως...Αὐτὸ τὸ ζήτημα ὅμως εἶναι ποὺ μᾶς ἀπωθεῖ,
ὥστε νὰ ἐμβιώσουμε τὸ ὑπέροχο Γεγονὸς τῆς Γιορτῆς, γιατὶ παρασυρόμενοι
ἀπὸ ποικίλους περισπασμοὺς κι ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Κόσμου τούτου,
ἀπεμπολοῦμε τὸ ἀληθινὸ τὸ νόημα τῶν ἠμερῶν καὶ προσπαθοῦμε νὰ
συντονιστοῦμε μὲ τὸ τὶ θὰ μᾶς προσφέρει ἡ ἀγορὰ κι ἡ κατανάλωση, ὥστε νὰ
ἐξασφαλίσουμε ἕνα πρόχειρο γιορταστικὸ κλίμα, στολισμένο μὲ πολύχρωμα
φῶτα, μὲ διάκοσμο ἐξαιρετικό, ὅμως δίχως τὴ θαλπωρὴ ἐκείνη, ἡ ὁποία θὰ
καταφέρει νὰ καταθέσει στὴν ψυχὴ τὴν εἰρήνη, ποὺ δαψιλῶς προσφέρει ὁ
Θεὸς τῆς Εἰρήνης καὶ Πατὴρ οἰκτιρμῶν. Γιατὶ ὅταν τὰ χρόνια ποὺ
διαβαίνουν δὲν ἐπενδυθοῦν σωστὰ μὲ γνήσιο Ἁγιοπνευματικὸ εἰσόδημα,
δηλαδὴ μὲ τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ποὺ ὁδηγεῖ στὴν Ἁγιότητα καὶ τὴ Χάρη,
τότε τίποτε δὲν ὠφελεῖ καί, κυρίως, δὲν ψυχωφελεῖ.
Δεκέμβριος
πιά...Μὲ τὰ Νικολοβάρβαρα, μὲ τὸ προέορτιο κλίμα ποὺ θωπευει τρυφερὰ
τὴν ψυχή, μὲ τὴ συνέχεια τοῦ Σαρανταημέρου, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ στολισμό,
σπιτιῶν δρόμων καταστηματων, ἀκόμα καὶ τῶν πλατειῶν κάποιων ναῶν.
Στολίδια, φῶτα καὶ διάκοσμος, ποὺ συγκινοῦν τέρπουν ἀλλὰ καὶ συνάμα
διδάσκουν. Ναί, διδάσκουν ὅταν ὅλ᾿ αὐτὰ τὰ δεῖς ἀπὸ τὴν ἄλλη τους ὄψη:
τὴ σωτηριολογική. Ἐπειδὴ χρειάζεται πάντα νὰ ἐρευνοῦμε τὰ πράγματα, γιὰ
νὰ κερδίζουμε κάτι ἀπὸ τὴν παρουσία τους. Ἔτσι εἶναι πολὺ εὔκολο πίσω
ἀπὸ τὸ στολισμὸ καὶ τὸν διάκοσμο νὰ ἀναζητήσουμε τὸν δικό μας στόλισμό,
ἐκῖνο δηλα. τό, «λάμπρυνόν μου τὴν στολὴ τῆς ψυχῆς...». Ἄν, λοιπόν, τὰ
ἄψυχα πράγματα στολίζονται μὲ τόση ἐπιμέλεια καὶ χάρη, ποιός ὁ λόγος νὰ
μὴ στολιστεῖ ἡ ψυχή μας;
Τὸ
ἴδιο μποροῦμε νὰ προσέξουμε καὶ στὸ φωτισμό ποὺ κυριαρχεῖ ἔντονος αὐτὲς
τὶς μέρες. Πάντοῦ φῶτα, μικρὰ καὶ μεγάλα, κάθε εἴδους καὶ χρωματισμοῦ.
Καὶ μονάχα ἐκεῖνο «τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως»δὲν ἀναζητοῦμε, ποὺ ἀνέτειλε μὲ
τὴ Γέννησή Του. Ἴσως, μαθημένοι ἀπὸ ἄλλα φῶτα, φῶτα τοῦ συρμοῦ καὶ
τοῦ κόσμου, παρασυρόμαστε κι ἀδιαφοροῦμε, γιὰ μιὰν ἀκόμη χρονιά, γιὰ τὸ
«φῶς τὸ τῆς γνώσεως», ποὺ δαψιλῶς μᾶς προσφέρει ἡ Ἐκκλησία. Φῶς, ποὺ
πρόλαβαν κι ἔλαβαν «Μαγοι καὶ ποιμένες»,ποὺ «ἦλθον προσκυνῆσαι, Χριστὸν
τὸν γεννηθέντα ἐν Βηθλεὲμ τῇ πόλει» .
Καὶ
τὸ ἐρώτημα ἀπομένει μετέωρο πάνω μας: Μήπως, γιὰ μιὰν ἀκόμα χρονιὰ Τὸν
ἐμπάιξουμε, πότε μὲ τὴν ἀπουσία μας ἀπό τὸ Μ. Δεῖπνο πότε μὲ ἀδιαφορία
μας;