Κανόνες Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου
Συνεκλήθη
από τον Αυτοκράτορα Μέγα Κωνσταντίνο το 325 μ.Χ. και πραγματοποιήθηκε
στη Νίκαια της Βιθυνίας. Αφορμή της Συνόδου στάθηκε το κίνημα του
Αρειανισμού ενάντια στη θεότητα του Ιησού Χριστού. Αποτέλεσμα της
Συνόδου ήταν είκοσι κανόνες (ανάμεσα στους οποίους το Σύμβολο της
Νίκαιας - Σύμβολο της Πίστεως), ο καθορισμός της ημερομηνίας εορτασμού
του Πάσχα και η καταδίκη του Αρειανισμού.
Κανών Α'
Ει τις εν νόσω υπό ιατρών εχειρουργήθη, ή υπό βαρβάρων εξετμήθη, ούτος μενέτω εν τω κλήρω. Ει δε τις υγιαίνων εαυτόν εξέτεμε, τούτον και εν τω κλήρωεξεταζόμενον, πεπαύσθαι προσήκει· και εκ του δεύρο, μηδένα των τοιούτων χρήναι προάγεσθαι. Ώσπερ δε τούτο πρόδηλον, ότι περί των επιτηδευόντων το πράγμα, και τολμώντων εαυτούς εκτέμνειν είρηται· ούτως, ει τινες υπό βαρβάρων, ή δεσποτών ευνουχίσθησαν, ευρίσκοιντο δε άλλως άξιοι, τους τοιούτους εις κλήρον προσίεται ο κανών.
Κανών Β'
Επειδή πολλά, ήτοι υπό ανάγκης, ή άλλως επειγομένων των ανθρώπων, εγένετο παρά τον κανόνα τον εκκλησιαστικόν, ώστε ανθρώπους από εθνικού βίου άρτι προσελθόντας τη πίστει, και εν ολίγω χρόνω κατηχηθέντας, ευθύς επί το πνευματικόν λουτρόν άγειν, και άμα τω βαπτισθήναι προάγειν εις επισκοπήν, ή εις πρεσβυτέριον, καλώς έδοξεν έχειν, του λοιπού μηδέν τοιούτο γίνεσθαι· και γαρ και χρόνου δεί τω κατηχουμένω, και μετά το βάπτισμα, δοκιμασίας πλείονος. Σαφές γαρ το αποστολικόν γράμμα, το λέγον· Μη νεόφυτον, ίνα μη τυφωθείς εις κρίμα εμπέση, και παγίδα του διαβόλου. Ει δε, προϊόντος του χρόνου, ψυχικόν τι αμάρτημα ευρεθείη περί το πρόσωπον, και ελέγχοιτο υπό δύο, ή τριών μαρτύρων, πεπαύσθω ο τοιούτος του κλήρου. Ο δε παρά ταύτα ποιών, ως υπεναντία τη μεγάλη συνόδω θρασυνόμενος, αυτός κινδυνεύσει περί τον κλήρον.
Κανών Γ'
Απηγόρευσε καθόλου η μεγάλη σύνοδος, μήτε επισκόπω, μήτε πρεσβυτέρω, μήτε διακόνω, μήτε όλως τινί των εν κλήρω, εξείναι συνείσακτον έχειν, πλήν ει μη άρα μητέρα, ή αδελφήν, ή θείαν, ή α μόνα πρόσωπα πάσαν υποψίαν διαπέφευγεν.
Κανών Δ'
Επίσκοπον προσήκει μάλιστα μεν υπό πάντων των εν τη επαρχία καθίστασθαι· ει δε δυσχερές είη το τοιούτο, ή δια κατεπείγουσαν ανάγκην, ή δια μήκος οδού, εξ άπαντος τρεις επί το αυτό συναγομένους, συμψήφων γινομένων και των απόντων, και συντιθεμένων δια γραμμάτων, τότε την χειροτονίαν ποιείσθαι· το δε κύρος των γενομένων δίδοσθαι καθ' εκάστην επαρχίαν τω μητροπολίτη.
Κανών Ε'
Περί των ακοινωνήτων γενομένων, είτε των εν κλήρω, είτε των εν λαϊκώ τάγματι, υπό των καθ' εκάστην επαρχίαν επισκόπων, κρατείτω η γνώμη, κατά τον κανόνα τον διαγορεύοντα, τους υφ' ετέρων αποβληθέντας υφ' ετέρων μη προσίεσθαι. Εξεταζέσθω δε, μη μικροψυχία, ή φιλονεικία, ή τινι τοιαύτη αηδία του επισκόπου, αποσυνάγωγοι γεγένηνται. Ίνα ουν τούτο την πρέπουσαν εξέτασιν λαμβάνοι, καλώς έχειν έδοξεν, εκάστου ενιαυτού, καθ' εκάστην επαρχίαν δις του έτους συνόδους γίνεσθαι, ίνα κοινή πάντων των επισκόπων της επαρχίας επί το αυτό συναγομένων, τα τοιαύτα ζητήματα εξετάζηται, και ούτως οι ομολογουμένως προσκεκρουκότες τω επισκόπω, κατά λόγον ακοινώνητοι παρά πάσιν είναι δόξωσι, μέχρις αν τω κοινώ των επισκόπων δόξη την φιλανθρωποτέραν υπέρ αυτών εκθέσαι ψήφον. Αι δε σύνοδοι γινεσθωοαν, μία μεν προ της Τεσσαρακοστής, ίνα πάσης μικροψυχίας αναιρουμένης, το δώρον καθαρόν προσφέρηται τω Θεώ· δευτέρα δε, περί τον του μετοπώρου καιρόν.
Κανών ΣΤ'
Τα αρχαία έθη κρατείτω, τα εν Αιγύπτω, και Λιβύη και Πενταπόλει, ώστε τον εν Αλεξανδρεία επίσκοπον πάντων τούτων έχειν την εξουσίαν· επειδή και τω εν ώμη επισκόπω τούτο σύνηθές εστιν. Ομοίως δε και κατά την Αντιόχειαν, και εν ταις άλλαις επαρχίαις, τα πρεσβεία σώζεσθαι ταις εκκλησίαις. Καθόλου δε πρόδηλον εκείνο ότι, ει τις χωρίς γνώμης του μητροπολίτου γένοιτο επίσκοπος, τον τοιούτον η μεγάλη σύνοδος ώρισε μη δείν είναι επίσκοπον. Εάν μέντοι τη κοινή πάντων ψήφω, ευλόγω ούση, και κατά κανόνα εκκλησιαστικόν, δύο, ή τρεις δι' οικείαν φιλονεικίαν αντιλέγωσι, κρατείτω η των πλειόνων ψήφος.
Κανών Ζ'
Επειδή συνήθεια κεκράτηκε, και παράδοσις αρχαία, ώστε τον εν Αιλία επίσκοπον τιμάσθαι, εχέτω την ακολουθίαν της τιμής· τη μητροπόλει σωζομένου του οικείου αξιώματος.
Κανών Η'
Περί των ονομαζόντων μεν εαυτούς Καθαρούς ποτε, προσερχομένων δε τη καθολική και αποστολική εκκλησία, έδοξε τη αγία και μεγάλη συνόδω, ώστε χειροθετουμένους αυτούς, μένειν ούτως εν τω κλήρω. Προ πάντων δε τούτο ομολογήσαι αυτούς εγγράφως προσήκει, ότι συνθήσονται και ακολουθήσουσι τοις της καθολικής και αποστολικής εκκλησίας δόγμασι· τουτέστι και διγάμοις κοινωνείν, και τοις εν τω διωγμώ παραπεπτωκόσιν, εφ' ων και χρόνος τέτακται, και καιρός ώρισται· ώστε αυτούς ακολουθείν εν πάσι τοις δόγμασι της καθολικής εκκλησίας. Ένθα μεν ουν πάντες, είτε εν κώμαις, είτε εν πόλεσιν, αυτοί μόνοι ευρίσκοιντο χειροτονηθέντες, οι ευρισκόμενοι εν τω κλήρω, έσονται εν τω αυτώ σχήματι. Ει δε του της καθολικής εκκλησίας επισκόπου, ή πρεσβυτέρου όντος, προσέρχονταί τινες, πρόδηλον, ως ο μεν επίσκοπος της εκκλησίας έξει το αξίωμα του επισκόπου· ο δε ονομαζόμενος παρά τοις λεγομένοις Καθαροίς επίσκοπος, την του πρεσβυτέρου τιμήν έξει· πλήν ει μη άρα δοκοίη τω επισκόπω, της τιμής του ονόματος αυτόν μετέχειν. Ει δε τούτο αυτώ μη αρέσκοι, επινοήσει τόπον ή χωρεπισκόπου, ή πρεσβυτέρου, υπέρ του εν τω κλήρω όλως δοκείν είναιίνα μη εν τη πόλει δύο επίσκοποι ώσιν.
Ει τις εν νόσω υπό ιατρών εχειρουργήθη, ή υπό βαρβάρων εξετμήθη, ούτος μενέτω εν τω κλήρω. Ει δε τις υγιαίνων εαυτόν εξέτεμε, τούτον και εν τω κλήρωεξεταζόμενον, πεπαύσθαι προσήκει· και εκ του δεύρο, μηδένα των τοιούτων χρήναι προάγεσθαι. Ώσπερ δε τούτο πρόδηλον, ότι περί των επιτηδευόντων το πράγμα, και τολμώντων εαυτούς εκτέμνειν είρηται· ούτως, ει τινες υπό βαρβάρων, ή δεσποτών ευνουχίσθησαν, ευρίσκοιντο δε άλλως άξιοι, τους τοιούτους εις κλήρον προσίεται ο κανών.
Κανών Β'
Επειδή πολλά, ήτοι υπό ανάγκης, ή άλλως επειγομένων των ανθρώπων, εγένετο παρά τον κανόνα τον εκκλησιαστικόν, ώστε ανθρώπους από εθνικού βίου άρτι προσελθόντας τη πίστει, και εν ολίγω χρόνω κατηχηθέντας, ευθύς επί το πνευματικόν λουτρόν άγειν, και άμα τω βαπτισθήναι προάγειν εις επισκοπήν, ή εις πρεσβυτέριον, καλώς έδοξεν έχειν, του λοιπού μηδέν τοιούτο γίνεσθαι· και γαρ και χρόνου δεί τω κατηχουμένω, και μετά το βάπτισμα, δοκιμασίας πλείονος. Σαφές γαρ το αποστολικόν γράμμα, το λέγον· Μη νεόφυτον, ίνα μη τυφωθείς εις κρίμα εμπέση, και παγίδα του διαβόλου. Ει δε, προϊόντος του χρόνου, ψυχικόν τι αμάρτημα ευρεθείη περί το πρόσωπον, και ελέγχοιτο υπό δύο, ή τριών μαρτύρων, πεπαύσθω ο τοιούτος του κλήρου. Ο δε παρά ταύτα ποιών, ως υπεναντία τη μεγάλη συνόδω θρασυνόμενος, αυτός κινδυνεύσει περί τον κλήρον.
Κανών Γ'
Απηγόρευσε καθόλου η μεγάλη σύνοδος, μήτε επισκόπω, μήτε πρεσβυτέρω, μήτε διακόνω, μήτε όλως τινί των εν κλήρω, εξείναι συνείσακτον έχειν, πλήν ει μη άρα μητέρα, ή αδελφήν, ή θείαν, ή α μόνα πρόσωπα πάσαν υποψίαν διαπέφευγεν.
Κανών Δ'
Επίσκοπον προσήκει μάλιστα μεν υπό πάντων των εν τη επαρχία καθίστασθαι· ει δε δυσχερές είη το τοιούτο, ή δια κατεπείγουσαν ανάγκην, ή δια μήκος οδού, εξ άπαντος τρεις επί το αυτό συναγομένους, συμψήφων γινομένων και των απόντων, και συντιθεμένων δια γραμμάτων, τότε την χειροτονίαν ποιείσθαι· το δε κύρος των γενομένων δίδοσθαι καθ' εκάστην επαρχίαν τω μητροπολίτη.
Κανών Ε'
Περί των ακοινωνήτων γενομένων, είτε των εν κλήρω, είτε των εν λαϊκώ τάγματι, υπό των καθ' εκάστην επαρχίαν επισκόπων, κρατείτω η γνώμη, κατά τον κανόνα τον διαγορεύοντα, τους υφ' ετέρων αποβληθέντας υφ' ετέρων μη προσίεσθαι. Εξεταζέσθω δε, μη μικροψυχία, ή φιλονεικία, ή τινι τοιαύτη αηδία του επισκόπου, αποσυνάγωγοι γεγένηνται. Ίνα ουν τούτο την πρέπουσαν εξέτασιν λαμβάνοι, καλώς έχειν έδοξεν, εκάστου ενιαυτού, καθ' εκάστην επαρχίαν δις του έτους συνόδους γίνεσθαι, ίνα κοινή πάντων των επισκόπων της επαρχίας επί το αυτό συναγομένων, τα τοιαύτα ζητήματα εξετάζηται, και ούτως οι ομολογουμένως προσκεκρουκότες τω επισκόπω, κατά λόγον ακοινώνητοι παρά πάσιν είναι δόξωσι, μέχρις αν τω κοινώ των επισκόπων δόξη την φιλανθρωποτέραν υπέρ αυτών εκθέσαι ψήφον. Αι δε σύνοδοι γινεσθωοαν, μία μεν προ της Τεσσαρακοστής, ίνα πάσης μικροψυχίας αναιρουμένης, το δώρον καθαρόν προσφέρηται τω Θεώ· δευτέρα δε, περί τον του μετοπώρου καιρόν.
Κανών ΣΤ'
Τα αρχαία έθη κρατείτω, τα εν Αιγύπτω, και Λιβύη και Πενταπόλει, ώστε τον εν Αλεξανδρεία επίσκοπον πάντων τούτων έχειν την εξουσίαν· επειδή και τω εν ώμη επισκόπω τούτο σύνηθές εστιν. Ομοίως δε και κατά την Αντιόχειαν, και εν ταις άλλαις επαρχίαις, τα πρεσβεία σώζεσθαι ταις εκκλησίαις. Καθόλου δε πρόδηλον εκείνο ότι, ει τις χωρίς γνώμης του μητροπολίτου γένοιτο επίσκοπος, τον τοιούτον η μεγάλη σύνοδος ώρισε μη δείν είναι επίσκοπον. Εάν μέντοι τη κοινή πάντων ψήφω, ευλόγω ούση, και κατά κανόνα εκκλησιαστικόν, δύο, ή τρεις δι' οικείαν φιλονεικίαν αντιλέγωσι, κρατείτω η των πλειόνων ψήφος.
Κανών Ζ'
Επειδή συνήθεια κεκράτηκε, και παράδοσις αρχαία, ώστε τον εν Αιλία επίσκοπον τιμάσθαι, εχέτω την ακολουθίαν της τιμής· τη μητροπόλει σωζομένου του οικείου αξιώματος.
Κανών Η'
Περί των ονομαζόντων μεν εαυτούς Καθαρούς ποτε, προσερχομένων δε τη καθολική και αποστολική εκκλησία, έδοξε τη αγία και μεγάλη συνόδω, ώστε χειροθετουμένους αυτούς, μένειν ούτως εν τω κλήρω. Προ πάντων δε τούτο ομολογήσαι αυτούς εγγράφως προσήκει, ότι συνθήσονται και ακολουθήσουσι τοις της καθολικής και αποστολικής εκκλησίας δόγμασι· τουτέστι και διγάμοις κοινωνείν, και τοις εν τω διωγμώ παραπεπτωκόσιν, εφ' ων και χρόνος τέτακται, και καιρός ώρισται· ώστε αυτούς ακολουθείν εν πάσι τοις δόγμασι της καθολικής εκκλησίας. Ένθα μεν ουν πάντες, είτε εν κώμαις, είτε εν πόλεσιν, αυτοί μόνοι ευρίσκοιντο χειροτονηθέντες, οι ευρισκόμενοι εν τω κλήρω, έσονται εν τω αυτώ σχήματι. Ει δε του της καθολικής εκκλησίας επισκόπου, ή πρεσβυτέρου όντος, προσέρχονταί τινες, πρόδηλον, ως ο μεν επίσκοπος της εκκλησίας έξει το αξίωμα του επισκόπου· ο δε ονομαζόμενος παρά τοις λεγομένοις Καθαροίς επίσκοπος, την του πρεσβυτέρου τιμήν έξει· πλήν ει μη άρα δοκοίη τω επισκόπω, της τιμής του ονόματος αυτόν μετέχειν. Ει δε τούτο αυτώ μη αρέσκοι, επινοήσει τόπον ή χωρεπισκόπου, ή πρεσβυτέρου, υπέρ του εν τω κλήρω όλως δοκείν είναιίνα μη εν τη πόλει δύο επίσκοποι ώσιν.
Κανών Θ'
Ει τινες ανεξετάστως προήχθησαν πρεσβύτεροι, ανακρινόμενοι ωμολόγησαν τα αμαρτήματα αυτοίς, και, ομολογησάντων αυτών, παρά κανόνα κινούμενοι οι άνθρωποι τοις τοιούτοις χείρα επιτεθείκασι, τούτους ο κανών ου προσίεται· το γαρ ανεπίληπτον εκδικεί η καθολική εκκλησία.
Κανών Ι'
Όσοι προεχειρίσθησαν των παραπεπτωκότων, κατ' άγνοιαν, ή και προειδότων των προχειρισαμένων, τούτο ου προκρίνει τω κανόνι τω εκκλησιαστικώ· γνωσθέντες γαρ, καθαιρούνται.
Κανών ΙΑ'
Περί των παραβάντων χωρίς ανάγκης, ή χωρίς αφαιρέσεως υπαρχόντων, ή χωρίς κινδύνου, ή τινος τοιούτου, ό γέγονεν επί της τυραννίδος Λικινίου, έδοξε τη συνόδω ει και ανάξιοι ήσαν φιλανθρωπίας, όμως χρηστεύσασθαι εις αυτούς. Όσοι ουν γνησίως μεταμέλονται, τρία έτη εν ακροωμένοις ποιήσουσιν, ως πιστοί, και επτά έτη υποπεσούνται· δύω δε έτη χωρίς προσφοράς κοινωνήσουσι τω λαώ των προσευχών.
Κανών ΙΒ'
Οι δε προσκληθέντες μεν υπό της χάριτος, και την πρώτην ορμήν ενδειξάμενοι, και αποθέμενοι τας ζώνας, μετά δε ταύτα επί τον οικείον έμετον αναδραμόντες, ως κύνες, ως τινάς και αργύρια προέσθαι, και βενεφικίοις κατορθώσαι το αναστρατεύσασθαι· ούτοι δέκα έτη υποπιπτέτωσαν, μετά τον της τριετούς ακροάσεως χρόνον. Εφ' άπασι δε τούτοις, προσήκει εξετάζειν την προαίρεσιν και το είδος της μετανοίας. Όσοι μεν γαρ φόβω, και δάκρυσι, και υπομονή, και αγαθοεργίαις, την επιοτροφήν έργω, και ου σχήματι, επιδείκνυνται, ούτοι πληρώσαντες τον χρόνον τον ωρισμένον της ακροάσεως, εικότως των ευχών κοινωνήσουσι, μετά του εξείναι τω επισκόπω και φιλανθρωπότερόν τι περί αυτών βουλεύσασθαι. Όσοι δε αδιαφόρως ήνεγκαν, και το σχήμα του εισιέναι εις την εκκλησίαν αρκείν εαυτοίς ηγήσαντο προς την επιστροφήν, εξ άπαντος πληρούτωσαν τον χρόνον.
Κανών ΙΓ'
Περί δε των εξοδευόντων, ο παλαιός και κανονικός νόμος φυλαχθήσεται και νυν, ώστε, ει τις εξοδεύοι, του τελευταίου και αναγκαιοτάτου εφοδίου μη αποστερείσθαι. Ει δε απογνωσθείς, και κοινωνίας τυχών, πάλιν εν τοις ζώσιν εξετασθή, μετά των κοινωνούντων της ευχής μόνης έστω. Καθόλου δε, και περί παντός ουτινοσούν εξοδεύοντος, αιτούντος του μετασχείν ευχαριστίας, ο επίσκοπος μετά δοκιμασίας μεταδιδότω της προσφοράς.
Κανών ΙΔ'
Περί των κατηχουμένων, και παραπεσόντων, έδοξε τη αγία και μεγάλη συνόδω, ώστε, τριών ετών αυτούς ακροωμένους μόνον, μετά ταύτα εύχεσθαι μετά των κατηχουμένων.
Κανών ΙΕ'
Δια τον πολύν τάραχον, και τας στάσεις τας γινομένας, έδοξε παντάπασι περιαιρεθήναι την συνήθειαν, την παρά τον αποοτολικόν κανόνα ευρεθείσαν εν τισι μέρεσιν, ώστε από πόλεως εις πόλιν μη μεταβαίνειν, μήτε επίσκοπον, μήτε πρεσβύτερον, μήτε διάκονον. Ει δε τις, μετά τον της αγίας και μεγάλης συνόδου όρόν, τοιούτω τινί επιχειρήσειεν, ή επιδοίη εαυτόν πράγματι τοιούτω, ακυρωθήσεται εξ άπαντος το κατασκεύασμα, και αποκατασταθήσεται τη εκκλησία, εν ή ο επίσκοπος, ή ο πρεσβύτερος εχειροτονήθη.
Κανών ΙΣΤ'
Όσοι ριψοκινδύνως, μήτε τον φόβον του Θεού προ οφθαλμών έχοντες, μήτε τον εκκλησιαστικόν κανόνα ειδότες, αναχωρήσωσι της ιδίας εκκλησίας, πρεσβύτεροι, ή διάκονοι, ή όλως εν τω κανόνι εξεταζόμενοι, ούτοι ουδαμώς δεκτοί οφείλουσιν είναι εν ετέρα εκκλησία· αλλά πάσαν αυτοίς ανάγκην επάγεσθαι χρή, αναστρέφειν εις τας εαυτών παροικίας· ή, επιμένοντας, ακοινωνήτους είναι προσήκει. Ει δε και τολμήσειέ τις υφαρπάσαι τον τω ετέρω διαφέροντα, και χειροτονήσαι εν τη αυτού εκκλησία, μη συγκατατιθεμένου του ιδίου επισκόπου, ου ανεχώρησεν ο εν τω κανόνι εξεταζόμενος, άκυρος έστω η χειροτονία.
Κανών ΙΖ'
Επειδή πολλοί εν τω κανόνι εξεταζόμενοι, την πλεοναξίαν, και την αισχροκέρδειαν διώκοντες, επελάθοντο του θείου γράμματος λέγοντος· Το αργύριον αυτού ουκ έδωκεν επί τόκω· και δανείζοντες, εκατοστάς απαιτούσιν· εδικαίωσεν η αγία και μεγάλη σύνοδος, ως ει τις ευρεθείη μετά τον όρον τούτον τόκους λαμβάνων, εκ μεταχειρίσεως, ή άλλως μετερχόμενος το πράγμα, ή ημιολίας απαιτών, ή όλως έτερόν τι επινοών αισχρού κέρδους ένεκα, καθαιρεθήσεται του κλήρου, και αλλότριος του κανόνος έσται.
Κανών ΙΗ'
Ήλθεν εις την αγίαν και μεγάλην σύνοδον, ότι εν τισι τόποις και πόλεσι, τοις πρεσβυτέροις την ευχαριστίαν οι διάκονοι διδόασιν· όπερ ούτε ο κανών, ούτε η συνήθεια παρέδωκε, τους εξουσίαν μη έχοντας προσφέρειν, τοις προσφέρουσι διδόναι το σώμα του Χριστού. Κακείνο δε εγνωρίσθη, ότι ήδη τινές των διακόνων και προ των επισκόπων της ευχαριστίας άπτονται. Ταύτα ουν πάντα περιηρείσθω, και εμμενέτωσαν οι διάκονοι τοις ιδίοις μέτροις, ειδότες, ότι, του μεν επισκόπου υπηρέται εισί, των δε πρεσβυτέρων ελάττους. Λαμβανέτωσαν δε κατά την τάξιν την ευχαριστίαν μετά τους πρεσβυτέρους, ή του επισκόπου μεταδιδόντος αυτοίς, ή του πρεσβυτέρου. Αλλά μηδέ καθήσθαι εν μέσω των πρεσβυτέρων εξέστω τοις διακόνοις· παρά κανόνα γαρ, και παρά τάξιν εστί το γινόμενον. Ει δε τις μη θέλοι πειθαρχείν και μετά τούτους τους όρους, πεπαύσθω της διακονίας.
Κανών ΙΘ'
Περί των παυλιανισάντων, είτα προσφυγόντων τη καθολική εκκλησία, όρος εκτέθειται αναβαπτίζεσθαι αυτούς εξάπαντος. Ει δε τινες τω παρεληλυθότι χρόνω, εν τω κλήρω εξητάσθησαν, ει μεν άμεμπτοι και ανεπίληπτοι φανείεν αναβαπτισθέντες, χειροτονείσθωσαν υπό του της καθολικής εκκλησίας επισκόπου.
Ει δε η ανάκρισις ανεπιτηδείους αυτούς ευρίσκοι, καθαιρείσθαι αυτούς προσήκει. Ωσαύτως δε και περί των διακονισσών, και όλως περί των εν τω κλήρω εξεταζομένων, ο αυτός τύπος παραφυλαχθήσεται. Εμνήσθημεν δε των διακονισσών των εν τω σχήματι εξετασθεισών, επεί μηδέ χειροθεσίαν τινά έχουσιν, ώστε εξάπαντος εν τοις λαϊκοίς αυτάς εξετάζεσθαι.
Κανών Κ'
Επειδή τινές εισιν εν τη Κυριακή γόνυ κλίνοντες, και εν ταις της Πεντηκοστής ημέραις· υπέρ του πάντα εν πάση παροικία ομοίως παραφυλάττεσθαι, εστώτας έδοξε τη αγία συνόδω τας ευχάς αποδιδόναι τω Θεώ.
Ει τινες ανεξετάστως προήχθησαν πρεσβύτεροι, ανακρινόμενοι ωμολόγησαν τα αμαρτήματα αυτοίς, και, ομολογησάντων αυτών, παρά κανόνα κινούμενοι οι άνθρωποι τοις τοιούτοις χείρα επιτεθείκασι, τούτους ο κανών ου προσίεται· το γαρ ανεπίληπτον εκδικεί η καθολική εκκλησία.
Κανών Ι'
Όσοι προεχειρίσθησαν των παραπεπτωκότων, κατ' άγνοιαν, ή και προειδότων των προχειρισαμένων, τούτο ου προκρίνει τω κανόνι τω εκκλησιαστικώ· γνωσθέντες γαρ, καθαιρούνται.
Κανών ΙΑ'
Περί των παραβάντων χωρίς ανάγκης, ή χωρίς αφαιρέσεως υπαρχόντων, ή χωρίς κινδύνου, ή τινος τοιούτου, ό γέγονεν επί της τυραννίδος Λικινίου, έδοξε τη συνόδω ει και ανάξιοι ήσαν φιλανθρωπίας, όμως χρηστεύσασθαι εις αυτούς. Όσοι ουν γνησίως μεταμέλονται, τρία έτη εν ακροωμένοις ποιήσουσιν, ως πιστοί, και επτά έτη υποπεσούνται· δύω δε έτη χωρίς προσφοράς κοινωνήσουσι τω λαώ των προσευχών.
Κανών ΙΒ'
Οι δε προσκληθέντες μεν υπό της χάριτος, και την πρώτην ορμήν ενδειξάμενοι, και αποθέμενοι τας ζώνας, μετά δε ταύτα επί τον οικείον έμετον αναδραμόντες, ως κύνες, ως τινάς και αργύρια προέσθαι, και βενεφικίοις κατορθώσαι το αναστρατεύσασθαι· ούτοι δέκα έτη υποπιπτέτωσαν, μετά τον της τριετούς ακροάσεως χρόνον. Εφ' άπασι δε τούτοις, προσήκει εξετάζειν την προαίρεσιν και το είδος της μετανοίας. Όσοι μεν γαρ φόβω, και δάκρυσι, και υπομονή, και αγαθοεργίαις, την επιοτροφήν έργω, και ου σχήματι, επιδείκνυνται, ούτοι πληρώσαντες τον χρόνον τον ωρισμένον της ακροάσεως, εικότως των ευχών κοινωνήσουσι, μετά του εξείναι τω επισκόπω και φιλανθρωπότερόν τι περί αυτών βουλεύσασθαι. Όσοι δε αδιαφόρως ήνεγκαν, και το σχήμα του εισιέναι εις την εκκλησίαν αρκείν εαυτοίς ηγήσαντο προς την επιστροφήν, εξ άπαντος πληρούτωσαν τον χρόνον.
Κανών ΙΓ'
Περί δε των εξοδευόντων, ο παλαιός και κανονικός νόμος φυλαχθήσεται και νυν, ώστε, ει τις εξοδεύοι, του τελευταίου και αναγκαιοτάτου εφοδίου μη αποστερείσθαι. Ει δε απογνωσθείς, και κοινωνίας τυχών, πάλιν εν τοις ζώσιν εξετασθή, μετά των κοινωνούντων της ευχής μόνης έστω. Καθόλου δε, και περί παντός ουτινοσούν εξοδεύοντος, αιτούντος του μετασχείν ευχαριστίας, ο επίσκοπος μετά δοκιμασίας μεταδιδότω της προσφοράς.
Κανών ΙΔ'
Περί των κατηχουμένων, και παραπεσόντων, έδοξε τη αγία και μεγάλη συνόδω, ώστε, τριών ετών αυτούς ακροωμένους μόνον, μετά ταύτα εύχεσθαι μετά των κατηχουμένων.
Κανών ΙΕ'
Δια τον πολύν τάραχον, και τας στάσεις τας γινομένας, έδοξε παντάπασι περιαιρεθήναι την συνήθειαν, την παρά τον αποοτολικόν κανόνα ευρεθείσαν εν τισι μέρεσιν, ώστε από πόλεως εις πόλιν μη μεταβαίνειν, μήτε επίσκοπον, μήτε πρεσβύτερον, μήτε διάκονον. Ει δε τις, μετά τον της αγίας και μεγάλης συνόδου όρόν, τοιούτω τινί επιχειρήσειεν, ή επιδοίη εαυτόν πράγματι τοιούτω, ακυρωθήσεται εξ άπαντος το κατασκεύασμα, και αποκατασταθήσεται τη εκκλησία, εν ή ο επίσκοπος, ή ο πρεσβύτερος εχειροτονήθη.
Κανών ΙΣΤ'
Όσοι ριψοκινδύνως, μήτε τον φόβον του Θεού προ οφθαλμών έχοντες, μήτε τον εκκλησιαστικόν κανόνα ειδότες, αναχωρήσωσι της ιδίας εκκλησίας, πρεσβύτεροι, ή διάκονοι, ή όλως εν τω κανόνι εξεταζόμενοι, ούτοι ουδαμώς δεκτοί οφείλουσιν είναι εν ετέρα εκκλησία· αλλά πάσαν αυτοίς ανάγκην επάγεσθαι χρή, αναστρέφειν εις τας εαυτών παροικίας· ή, επιμένοντας, ακοινωνήτους είναι προσήκει. Ει δε και τολμήσειέ τις υφαρπάσαι τον τω ετέρω διαφέροντα, και χειροτονήσαι εν τη αυτού εκκλησία, μη συγκατατιθεμένου του ιδίου επισκόπου, ου ανεχώρησεν ο εν τω κανόνι εξεταζόμενος, άκυρος έστω η χειροτονία.
Κανών ΙΖ'
Επειδή πολλοί εν τω κανόνι εξεταζόμενοι, την πλεοναξίαν, και την αισχροκέρδειαν διώκοντες, επελάθοντο του θείου γράμματος λέγοντος· Το αργύριον αυτού ουκ έδωκεν επί τόκω· και δανείζοντες, εκατοστάς απαιτούσιν· εδικαίωσεν η αγία και μεγάλη σύνοδος, ως ει τις ευρεθείη μετά τον όρον τούτον τόκους λαμβάνων, εκ μεταχειρίσεως, ή άλλως μετερχόμενος το πράγμα, ή ημιολίας απαιτών, ή όλως έτερόν τι επινοών αισχρού κέρδους ένεκα, καθαιρεθήσεται του κλήρου, και αλλότριος του κανόνος έσται.
Κανών ΙΗ'
Ήλθεν εις την αγίαν και μεγάλην σύνοδον, ότι εν τισι τόποις και πόλεσι, τοις πρεσβυτέροις την ευχαριστίαν οι διάκονοι διδόασιν· όπερ ούτε ο κανών, ούτε η συνήθεια παρέδωκε, τους εξουσίαν μη έχοντας προσφέρειν, τοις προσφέρουσι διδόναι το σώμα του Χριστού. Κακείνο δε εγνωρίσθη, ότι ήδη τινές των διακόνων και προ των επισκόπων της ευχαριστίας άπτονται. Ταύτα ουν πάντα περιηρείσθω, και εμμενέτωσαν οι διάκονοι τοις ιδίοις μέτροις, ειδότες, ότι, του μεν επισκόπου υπηρέται εισί, των δε πρεσβυτέρων ελάττους. Λαμβανέτωσαν δε κατά την τάξιν την ευχαριστίαν μετά τους πρεσβυτέρους, ή του επισκόπου μεταδιδόντος αυτοίς, ή του πρεσβυτέρου. Αλλά μηδέ καθήσθαι εν μέσω των πρεσβυτέρων εξέστω τοις διακόνοις· παρά κανόνα γαρ, και παρά τάξιν εστί το γινόμενον. Ει δε τις μη θέλοι πειθαρχείν και μετά τούτους τους όρους, πεπαύσθω της διακονίας.
Κανών ΙΘ'
Περί των παυλιανισάντων, είτα προσφυγόντων τη καθολική εκκλησία, όρος εκτέθειται αναβαπτίζεσθαι αυτούς εξάπαντος. Ει δε τινες τω παρεληλυθότι χρόνω, εν τω κλήρω εξητάσθησαν, ει μεν άμεμπτοι και ανεπίληπτοι φανείεν αναβαπτισθέντες, χειροτονείσθωσαν υπό του της καθολικής εκκλησίας επισκόπου.
Ει δε η ανάκρισις ανεπιτηδείους αυτούς ευρίσκοι, καθαιρείσθαι αυτούς προσήκει. Ωσαύτως δε και περί των διακονισσών, και όλως περί των εν τω κλήρω εξεταζομένων, ο αυτός τύπος παραφυλαχθήσεται. Εμνήσθημεν δε των διακονισσών των εν τω σχήματι εξετασθεισών, επεί μηδέ χειροθεσίαν τινά έχουσιν, ώστε εξάπαντος εν τοις λαϊκοίς αυτάς εξετάζεσθαι.
Κανών Κ'
Επειδή τινές εισιν εν τη Κυριακή γόνυ κλίνοντες, και εν ταις της Πεντηκοστής ημέραις· υπέρ του πάντα εν πάση παροικία ομοίως παραφυλάττεσθαι, εστώτας έδοξε τη αγία συνόδω τας ευχάς αποδιδόναι τω Θεώ.