Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2016

Ἡ ἀληθινὴ εὐσέβεια (δ)

 
ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ
Ἡ ἀληθινὴ εὐσέβεια (δ)
π. Δημητρίου Μπόκου
Οἱ νου­νε­χεῖς καὶ ἀ­λη­θι­νὰ θε­ο­σε­βεῖς ἄν­θρω­ποι, σὰν τὸν Ἰ­ώβ, δὲν ξε­χνοῦ­σαν πο­τέ, ὅ­τι ἡ γέν­νη­ση τοῦ νέ­ου ἀν­θρώ­που εἶ­ναι ἔρ­γο πρω­τί­στως τοῦ Θε­οῦ (βλ. ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 384, Ἰ­ούλ. 2015). Δὲν πα­ρα­μέ­ρι­ζαν τὸν ἀ­λη­θι­νὸ Δη­μι­ουρ­γό, βά­ζον­τας βέ­βη­λα στὴ θέ­ση του τὸν ἑ­αυ­τό τους. Ἀ­να­γνώ­ρι­ζαν τα­πει­νὰ τὰ ὅ­ριά τους. Ἔ­τσι, ὅ­ταν ἡ Εὔ­α ἀ­πέ­κτη­σε τὸ πρῶ­το της παι­δί, εἶ­πε γε­μά­τη χα­ρά: «Ἀπέκτησα ἄνθρωπο μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ»(Γεν. 4, 1). Δὲν ἐ­πέ­τρε­ψε στὸν λο­γι­σμό της νὰ αὐ­θα­διά­σει, ὅ­τι εἶ­ναι δι­κό της, κα­θα­ρὰ ἀν­θρώ­πι­νο, κα­τόρ­θω­μα αὐ­τό. Καὶ πά­λι, ὅ­ταν γέν­νη­σε τὸν Σήθ, εἶ­πε: «Μοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς ἄλλο παιδὶ ἀντὶ γιὰ τὸν Ἄβελ ποὺ σκότωσε ὁ Κάιν» (Γεν. 4, 25). Ο Ἰ­σα­ὰκ προ­σευ­χό­ταν γιὰ τὴ στεί­ρα σύ­ζυ­γό του καὶ μό­νο ὅ­ταν «τὸν ἄκουσε ὁ Θεός, ἔμεινε ἔγκυος ἡ Ρεβέκκα ἡ γυναίκα του» (Γεν. 25, 21). 

Ὁ Θε­ὸς ἄ­νοι­ξε τὴ μή­τρα τῆς Λεί­ας, σὲ ἀν­τι­στάθ­μι­σμα τῆς πε­ρι­φρό­νη­σης ποὺ ἀν­τι­με­τώ­πι­ζε, καὶ τὴν τί­μη­σε μὲ πολ­λὰ παι­διά. Ὅ­ταν ἀ­πέ­κτη­σε τὸν πρῶ­το της γιό, τὸν Ρου­βήν, εἶ­πε: «Εἶδε ὁ Κύριος τὴν περιφρόνησή μου (ἀπὸ τὸν ἄνδρα μου) καὶ μοῦ ἔδωσε γιό». Ὅ­ταν ἔ­φτα­σε στὸν ἕ­κτο της γιό, τὸν Ζα­βου­λών, εἶ­πε: «Μοῦ χάρισε ὁ Θεὸς ἕνα καλὸ δῶρο κατὰ τὸν καιρὸ αὐτό». Στὰ παράπονα τῆς Ραχὴλ γιὰ τὴν ἀτεκνία της ὁ Ἰακὼβ μὲ θυμὸ ἀπάντησε: «Μήπως εἶμαι Θε­ὸς ἐγώ; Ἐκεῖνος (=ἄρα ὄχι ἐγὼ) σὲ “ἐ­στέ­ρη­σεν ἀπό καρ­πὸν κοι­λί­ας”». Καὶ ὅταν ὁ Θεὸς τὴ «θυ­μή­θη­κε» καὶ ἄνοιξε καὶ «αὐ­τῆς τὴν μή­τραν» καὶ τῆς χά­ρισε τὸν πρῶ­το της γιό, τὸν πάγ­κα­λο Ἰ­ω­σήφ, ἡ Ραχὴλ εἶπε: «Ἀφαίρεσε ὁ Θεός μου τὴ ντροπή μου» (Γεν. κεφ. 29 καὶ 30).Τὰ πα­ρα­δείγ­μα­τα ἀ­πὸ τὴν Ἱ­ε­ρὰ Ἱ­στο­ρί­α εἶ­ναι πάμ­πολ­λα καὶ δεί­χνουν ὅ­λα τὴ στα­θε­ρὴ καὶ ἀ­με­τα­κί­νη­τη πί­στη τῶν θε­ο­σε­βῶν ἀν­θρώ­πων, ὅ­τι ὅ­λα τὰ κα­λά, καὶ ἰ­δι­αί­τε­ρα τὰ παι­διά, εἶ­ναι θέ­μα καὶ δῶ­ρο τοῦ Θε­οῦ.

Καὶ ὁ Θε­ός; Κά­νει πιὸ ἀ­κλό­νη­τη τὴν πε­ποί­θη­ση αὐ­τὴ μὲ τραν­τα­χτὰ θαύ­μα­τα, ποὺ δεί­χνουν ὅ­τι καὶ στὸ θέ­μα αὐ­τὸ τὸν πρῶ­το καὶ κύ­ριο λό­γο ἔ­χει ὁ ἴδιος. Κα­νέ­να ἀν­θρώ­πι­νο θέ­λη­μα, κα­νέ­νας φυ­σι­κὸς νό­μος δὲν μπο­ρεῖ νὰ φέ­ρει στὸν κό­σμο μιὰ νέ­α ὕ­παρ­ξη, ἂν δὲν τὸ θε­λή­σει ὁ Κύ­ριος. Μπρο­στὰ στὴ δι­κή του βού­λη­ση «ὑποχωροῦν οἱ φυσικοὶ νόμοι». «Ὅ­που γὰρ βού­λε­ται Θε­ός, νι­κᾶ­ται φύ­σε­ως τά­ξις».

Ἔ­τσι, δί­νει παι­δὶ στὸν Ἀ­βρα­άμ, ὅ­ταν ἐ­κεῖ­νος εἶ­ναι ἑ­κα­τὸ χρο­νῶν καὶ ἡ Σάρ­ρα ἐ­νε­νήν­τα, καὶ ἑ­πο­μέ­νως μὲ κα­νέ­να φυ­σι­κὸ νό­μο δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ τε­κνο­ποι­ή­σουν. Ἡ Σάρ­ρα μά­λι­στα εἶχε γελάσει μὲ τὴν καρ­διά της, ὅ­ταν ἀνήγγειλε ὁ Θε­ός, ὅ­τι σὲ ἕ­να χρό­νο θὰ εἶ­χε παι­δί. Τὸ θε­ω­ροῦ­σε φύ­σει ἀ­δύ­να­τον. «Ἀ­βρα­ὰμ δὲ καὶ Σάρ­ρα πρε­σβύ­τε­ροι προ­βε­βη­κό­τες ἡ­με­ρῶν», εἶ­χαν γε­ρά­σει πιά, λέ­γει ἡ Γρα­φή, «ἐ­ξέ­λι­πε δὲ τῇ Σάρ­ρᾳ γί­νε­σθαι τὰ γυ­ναι­κεῖ­α»,εἶ­χε πε­ρά­σει ἡ Σάρ­ραπρὸπολ­λοῦ τὴ φά­ση τῆς ἐμ­μη­νό­παυ­σης(Γεν. 18, 11-12).

Ἡ εὐ­λα­βὴς Ἄν­να, γε­μά­τη πό­νο ἐ­πει­δὴ ὁ Κύριος τῆς ἔδωσε στειρότητα («ἀπέκλεισετὰ περὶ τὴν μήτραν αὐτῆς») καὶ «οὐκ ἔ­δω­κεν» εἰς αὐτὴν «παι­δί­ον», ὑ­πο­σχέ­θη­κε, ἂν ἀ­πο­κτή­σει παι­δί, νὰ τὸ ἀ­φι­ε­ρώ­σει στὸν Θε­ό. Καὶ ὅ­ταν τὴ «θυμήθηκε» ὁ Κύριος καὶ συ­νέ­λα­βε καὶ γέν­νη­σε τὸν Σα­μου­ήλ, εἶπε, «ὅτι τὸν ζήτησα καὶ τὸν ἔλαβα ἀπό τὸν Παντοκράτορα Θεὸ καὶ Κύριο» (Α΄Βασ. κεφ. 1).Τὸν θε­ώ­ρη­σε δῶ­ρο τοῦ Θε­οῦ. Πρῶ­τα ἦ­ταν τοῦ Θε­οῦ καὶ με­τὰ δι­κό της παι­δί.

Ἡ ἱ­στο­ρί­α ἐ­πα­να­λαμ­βά­νε­ται πολ­λά­κις, μὲ κο­ρυ­φαῖ­ες πε­ρι­πτώ­σεις τὸν Ζα­χα­ρί­α καὶ τὴν Ἐ­λι­σά­βετ, τὸν Ἰ­ω­α­κεὶμ καὶ τὴν Ἄν­να. Που­θε­νὰ ὁ Θε­ὸς δὲν ἀ­φή­νει πε­ρι­θώ­ρια πα­ρερ­μη­νεί­ας γιὰ τὸ ποι­ὸς εἶ­ναι Κύ­ριος τῆς ζωῆς, πραγ­μα­τι­κὴ πη­γὴ τῆς ζω­ῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅλα τὰ ἅγια ἀνδρόγυνα, ἔχοντας τὴ σαφῆ αὐτὴ ἐπίγνωση, δὲν δίσταζαν νὰ ἀφιερώνουν πρόθυμα στὸν Θεὸ τὰ τέκνα τους.

Ἡ ἀ­να­γνώ­ρι­ση αὐ­τῆς τῆς τά­ξης τοῦ Θε­οῦ συ­νι­στᾶ τὴν ἀ­λη­θι­νὴ θε­ο­σέ­βεια, ποὺ εἶ­χαν ὅ­λοι οἱ δί­και­οι καὶ εὐ­λα­βεῖς, μὲ κορυφαῖο τὸν Ἰώβ. Τὴν τά­ξη αὐ­τὴ κα­λού­μα­στε νὰσε­βόμαστε τα­πει­νὰκι ἐ­μεῖς.
(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 385, Αὔγουστος 2015)
(Τέλος)