ΣΤΟ
ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΠΛΑΝΗΣ
ΠΟΥ
ΚΥΡΙΑΡΧΕΙ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΣΤΑΘΗΤΕ ΟΡΘΙΟΙ
Του
Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου, ἀπό τὴν ἐρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς
(Β΄Θεσ. 2,15), σε κύκλο ἀνδρῶν στὴν
Μητρόπολη, το 1976.
Σὲ
μιὰ ἰταλικὴ πόλι, τὴν Πομπηΐα, ποὺ χάθηκε ἀπὸ τὴν ἔκρηξι ἡφαιστείου, κάνανε ἀνασκαφὲς
καὶ βρῆκαν τοὺς κατοίκους ἀπολιθωμένους· τὸν ἕνα τὴν ὥρα ποὺ πήγαινε νὰ κλέψῃ,
τὸν ἄλλο τὴν ὥρα ποὺ ἔδινε μπουνιὲς σ᾿ ἕναν ἄλλο μέσα σὲ ψωμάδικο, τὸν ἄλλο τὴν
ὥρα ποὺ πόρνευε (καὶ ἐκεῖ ποὺ βρίσκονται αὐτὰ τὰ αἴσχη ὑπάρχει ἀπ᾿ἔξω ἐπιγραφή,
«ἀπαγορεύεται ἡ είσοδος»). Ἔτσι ἀποτόμως ἐξερράγη ὁ Βεζούβιος καὶ τοὺς βρῆκε ἡ
συμφορά. Τί τὸ πέρασες; ἔτσι; δὲν ἔχει ἀφέντη αὐτὸς ὁ κόσμος;
Λένε
λοιπὸν ὅτι, ὅταν ἐξερράγη ὁ Βεζούβιος, ἕνας στρατιώτης, μὲ τὴν ἀσπίδα καὶ τὸ
κράνος, φύλαγε τὴν Πομπηΐα. Καὶ ὅμως δὲν ἄφησε τὴ θέσι του. Δὲν κουνήθηκε
καθόλου. Τὸν βρῆκαν στὴ στάσι αὐτή. Σημεῖο μεγάλο. Πιστὸς στὸ παράγγελμα, τὸ ῥωμαϊκὸ
παράγγελμα «στήκετε».
Ἀλλὰ
γιατί νὰ πᾶμε στὸ Βεζούβιο; Ἐμεῖς ποὺ ζήσαμε τὰ φρικτὰ χρόνια τοῦ πολέμου, ἔχουμε
πολλὰ ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ περιστατικὰ γιὰ νὰ διηγηθοῦμε. Αὐτὴ ἡ νεολαία δὲν ξέρει
τίποτε ἀπ᾿ αὐτά. Κοιτᾷ μόνο τὸ μαλλάκι της καὶ τὸ ἀμερικάνικο σύστημα διατροφῆς.
Γιά πηγαίνετε στὴ Βουλγαρία, στὴν Ἀλβανία, στὴ Μόσχα· ἐκεῖ οἱ νέοι εἶνε
κουρεμένοι, καὶ μαθαίνουν γράμματα δεκαπλάσια ἀπ᾿ αὐτοὺς ἐδῶ. Αὐτοὶ ἐδῶ δὲν ἔχουν
τὸ νοῦ στὰ γράμματα. Τὸ βράδυ ποὺ πᾶνε νὰ κοιμηθοῦνε, τοὺς τραβᾷ ὁ διάβολος ἀπὸ
τὰ σεντόνια. Δὲ᾿ φταῖνε τὰ παιδιά, ἀλλὰ οἱ μεγάλοι.
Χθὲς
ἕνας Ἄγγλος φιλόσοφος δημοσίευσε ἕνα φοβερὸ ἄρθρο γιὰ τὴν τηλεόρασι. Γράφει ἐκεῖ,
ὅτι «μέσα ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν τηλεόρασι θὰ βγῇ ἕνας καινούργιος ἄνθρωπος, ἄνθρωπος χωρὶς
ἰδανικά».
Πῆγα
στὴν Πτολεμαΐδα καὶ ἐπισκέφθηκα ἕνα σπίτι. Χτύπησα τὴν πόρτα καὶ μπῆκα μέσα. Ἦταν
ἕνα ὀρφανὸ παιδάκι ποὺ δὲ᾿ μᾶς πῆρε εἴδησι. Καθόταν, σὰν ἀπολιθωμένο, μπροστὰ
στὴν τηλεόρασι. Στὰ ἑβδομήντα μου χρόνια πρώτη φορὰ εἶδα, πῶς εἶνε ἡ τηλεόρασι.
Τὸ πλησίασα καὶ τοῦ εἶπα· «Τί κάνεις ἐδῶ, παιδάκι μου;». Εἶχε ξεχάσει καὶ
μαθήματα καὶ τὰ πάντα. Κατόπιν ἦλθε καὶ ἡ ἀδελφούλα του, ἀπὸ τὴ δουλειά. Ἕνα ὀρφανὸ
κορίτσι, ἔρημο, ποὺ ἔχασε καὶ τὸν πατέρα καὶ τὴ μάνα ―φοβερὸ πρᾶγμα― καὶ
δούλευε στὴ ΛΙ.ΠΤΟΛ. καὶ προστάτευε τὸ ἄλλο παιδί. «Τί νὰ τὸ κάνω, πάτερ μου»,
μοῦ λέει· «αὐτὴ ἡ τηλεόρασι τὸ ἔχει τρελλάνει. Τὴν ἔχει συνεχῶς ἀνοιχτὴ καὶ
κάθεται καὶ βλέπει σὰ᾿ χαζός».
Ἐγὼ
σᾶς εἶπα τί λέει ὁ Ἄγγλος φιλόσοφος· ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν τηλεόρασι καὶ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ ῥαδιόφωνο
θὰ βγῇ ἕνας καινούργιος ἄνθρωπος, χωρὶς ἰδανικά. Δὲν θὰ σέβεται οὔτε μάνα οὔτε
πατέρα οὔτε τίποτε. Γιατὶ οἱ ἀπατεῶνες ἀπὸ τὴν τηλεόρασι αὐτά σερβίρουν, γιὰ νὰ
διαλύσουν τὸν κόσμο – ἐκτὸς ἀπὸ τὴν τηλεόρασι τῆς Μόσχας, ποὺ δείχνει καθαρῶς ἀγροτικὰ
ἐπιστημονικὰ καὶ ἄλλα τέτοια θέματα. Ἀλλὰ κ᾿ ἐκεῖ δὲν μποροῦν νὰ τοὺς
κρατήσουν. Ποιός μπορεῖ νὰ ἐλέγξῃ αὐτὰ ποὺ βλέπουν. Ἀνοίγουν τὸ κουμπὶ τῆς
τηλεοράσεως καὶ βλέπουν ξένους σταθμούς. Ἔχουν ὑποστῆ καὶ αὐτοὶ τὴ διαφθορά.
Γιατὶ ἕνα παγκόσμιο πνεῦμα πλάνης κυριαρχεῖ στὸν κόσμο. Δὲν μπορεῖ νὰ κρατηθῇ ἡ
«γρίππη» ἔξω ἀπὸ τὰ ῥωσικὰ σύνορα. Εἶνε παγκόσμια ἡ διαφθορά.
«Στήκετε»,
λέει ἐδῶ ὁ ἀπόστολος. Καὶ γιατί νὰ πάρουμε παραδείγματα ξένα; Ἐγὼ ὁ ἴδιος εἶδα,
στοὺς φοβεροὺς πολέμους ποὺ ὑπέστη ἡ πατρίδα μας, τὴ λεβεντιὰ τῶν ἀξιωματικῶν
καὶ στρατιωτῶν μας. Ἂν ἤξεραν ἐκεῖνα τὰ ἡρωϊκὰ παιδιὰ ποὺ σκοτώθηκαν, ὅτι θὰ ἐρχόταν
μιὰ τέτοια νέα γενεά, μιὰ γενεὰ ποὺ δὲν σκέπτεται τὴ λευτεριά, ἀλλὰ μόνο τὸ σὲξ
καὶ τὸ διάβολό τους, δὲν θά ᾿χυναν τὸ αἷμα τους. Ἐκεῖνα ἦταν παιδιὰ ἡρωϊκά,
παιδιὰ λεβέντικα. Ἐμεῖς τὰ κοινωνήσαμε πρὶν πέσουν στὴ μάχη. Μερόνυχτα εἶχαν νὰ
κοιμηθοῦν. Ἔμεναν μὲ τὰ ἄρβυλά τους. Καὶ μάλιστα μερικὰ φυλάγανε σκοποί,
διπλοσκοποί, ἀπὸ δεξιὰ καὶ ἀπὸ ἀριστερά. Γιατὶ δὲν ὑπῆρχε μέτωπο. Ἀπ᾿ ὅπου νά ᾿νε
μπορεῖ νὰ τοὺς ἔρχονταν οἱ σφαῖρες. Φυλάγανε μέρα – νύχτα. Καὶ γιὰ νὰ μὴν τοὺς
πάρῃ ὁ ὕπνος εἶχαν καρφίτσες καὶ κεντοῦσαν τὰ κορμιά τους!
Τώρα
ἡ σημερινὴ γενεὰ δὲ᾿ σκέπτεται τὴ λευτεριά, ἀλλὰ τὸ σὲξ καὶ τὰ γλέντια. Φταῖνε ὅμως
οἱ γονεῖς, ποὺ τοὺς κάνουν ὅλα τὰ χατίρια καὶ δὲν τοὺς λένε ποτὲ ὄχι. Ἀλλὰ ἔννοια
σας, θὰ ἔρθῃ ὥρα, ὅπως σᾶς εἶπα. Ἀφοῦ δὲν θέλουν ν᾿ ἀκούσουν γιὰ λευτεριὰ καὶ
γιὰ μεγάλα ἰδανικά, θὰ γίνουν δοῦλοι κάτω ἀπὸ τὸ μεγάλο «ῥινόκερω» τῶν ἀθέων·
καὶ τότε θὰ ποῦν ἀμάν! Ἀλλὰ θὰ εἶνε ἀργά. Αὐτὸς ὁ ἐκφυλισμὸς ἐκεῖ ὁδηγεῖ.
Λοιπόν,
«στήκετε».
Ὅταν ὁ στρατιώτης στέκεται στὴ θέσι του καὶ φωνάζει «Φύλακες, γρηγορεῖτε», τότε
φυλάει ἄγρυπνος τὴν πατρίδα. Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια ἔτσι φύλαγαν τὰ φρούρια. Γύρω
– γύρω ἦταν στρατιῶτες καὶ φύλαγαν σκοπιὰ ὅλη τὴ νύχτα. Καὶ γιὰ νὰ μὴν κοιμηθοῦν
φώναζε ὁ ἕνας στὸν ἄλλον· «Φύλακες, γρηγορεῖτε».
Σὰν
τὸν στρατιώτη λοιπόν, ποὺ πρέπει νὰ στέκεται στὴ θέσι του ἄγρυπνος ὁ φρουρός,
γιατὶ δὲν ξέρει ποιά ὥρα θὰ τοῦ κάνῃ αἰφνιδιασμὸ ὁ ἐχθρός.
Αὐτὰ
πάθαμε στὸ Ἀμύνταιο. Θὰ ἤμασταν τώρα στὸ Μοναστήρι, καὶ πιὸ πέρα ἀπ᾿ αὐτό. Ἦταν
Ὀκτώβριος μήνας, καὶ ἦταν ἐκεῖ στὸ Ἀμύνταιο συγκεντρωμένος ὁ στρατός μας. Πῆγαν
ἐπὶ σκοποῦ κάποιοι, ποὺ «μᾶς ἀγαπᾶνε πολύ», καὶ κερνοῦσαν τοὺς στρατιῶτες μας
κρασί, ἀπὸ τὸ κρασὶ τοῦ Ἀμυνταίου ποὺ φημίζεται. Καὶ τοὺς μέθυσαν. Εἰδοποίησαν
κατόπιν τοὺς ἐχθρούς, κ᾿ ἐκεῖνοι ἔκαναν αἰφνιδιασμό. Ὁ στρατός μας δὲν μπόρεσε
ν᾿ ἀντισταθῇ. Ἔφτασε πανικόβλητος μέχρι τὸν Ἁλιάκμονα. Κοντέψαμε νὰ χάσουμε τὴ μάχη.
Τὸ
ἴδιο πάθαμε καὶ στὴ Μικρὰ Ἀσία. Γλεντοῦσαν οἱ Ἕλληνες στρατιῶτες καὶ οἱ ἀξιωματικοὶ
στὸ Ἀφιὸν Καραχισάρ, μὲ τὶς πόρνες. Καὶ τὴ νύχτα ἔκανε ἐπίθεσι ὁ Κεμάλ. Τοὺς ἔπιασε
στὸν ὕπνο καὶ τελείωσε ἡ ἱστορία.
Μάλιστα,
ἀγαπητέ μου. Εἶσαι στρατιώτης; θὰ ἐκτελέσῃς τὸ καθῆκον σου. Ἂν δὲν τὸ ἐκτελέσῃς,
θὰ καταστραφῇς.
Θὰ
ἤμασταν τώρα πάνω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι. Ἀλλὰ μόλις καὶ μετὰ βίας κατωρθώσαμε νὰ
κρατήσουμε τὴ Φλώρινα. Καὶ αὐτὸ τὸ ὀφείλουμε στὸν προκάτοχό μου, τὸν ἀείμνηστο
Πολύκαρπο, ποὺ ἦταν ἕνας εὐφυέστατος δεσπότης. Ἔστειλε τὴ νύχτα πρὸς τὰ κάτω ἕνα
παπᾶ καὶ εἰδοποίησε. Ἔτσι ἕνας λόχος, μὲ 10 – 20 ἱππεῖς, καλπάζοντας ἔφτασαν στὴ
Φλώρινα. Μόλις καὶ πρόλαβαν, γιὰ πέντε λεπτά, καὶ παραδόθηκε ἡ πόλι στοὺς Ἕλληνες.
Ἰδού τί παθαίνεις, ὅταν εἶσαι στρατιώτης καὶ δὲν φυλᾷς καλά.
Κοντέψαμε,
ἐξ αἰτίας τῆς τροπῆς τοῦ πολέμου ἐδῶ, νὰ χάσουμε τὴ Θεσσαλονίκη. Διότι ἐδιχάσθη
ὁ στρατός μας. Ὅταν χάναμε στὴ Φλώρινα, διατάζει ὁ Βενιζέλος τὸν Κω᾿σταντῖνο, ἐνῷ
βαδίζαμε μ᾿ ὅλη τὴ στρατιὰ γιὰ τὴ Θεσσαλονίκη, νὰ ἀλλάξῃ πορεία καὶ νὰ πάῃ πρὸς
τὴ Φλώρινα. Παρ᾿ ὅτι ὁ Βενιζέλος ἦταν μεγάλος πολιτικός, δὲν ἦταν ὅμως καὶ
στρατιωτικός.
―Ὄχι, λέει ὁ Κω᾿σταντῖνος, δὲν πᾶμε· ἔχω ἐμπιστοσύνη, θὰ κρατηθῇ ἡ
Φλώρινα.
Ἡ
Κοζάνη εἶχε ἀδειάσει ἀπὸ στρατό. Πῆγαν πρὸς τὴ Θεσσαλονίκη. Καὶ ἔγιναν ἐκεῖ
μυθώδη πράγματα. Ὁ Κω᾿σταντῖνος καλεῖ ἕνα συνταγματάρχη, διοικητὴ τῶν εὐζώνων,
καὶ τοῦ λέει· «Ἐν ὀνόματι τῆς αἰωνίας μας πατρίδος, ἀπόψε θὰ περάσῃς τὸ
Βέρμιο!». Ἦρθε λοιπὸν αὐτὸς τὰ μεσάνυχτα, μὲ ἡρωϊκὰ παιδιά ―ὄχι σὰν τὰ σημερινὰ
μαμμόθρεφτα―, μπρατσωμένα καὶ ἰσχυρά, βοσκοὺς καὶ τσοπαναραίους, τρέχανε μὲ τὰ ἄλογά
τους ὅλη νύχτα, καὶ φτάσανε στὴν Κέλλη. Μόλις τοὺς εἶδαν οἱ ἀντίπαλοι,
σηκώθηκαν κ᾿ ἔφυγαν ὅλοι.
Μὲ
τέτοιους ἡρωϊσμοὺς καὶ θυσίες, ποὺ ἀγνοεῖ ἡ σημερινὴ νεολαία, κρατήσαμε τὴν
πατρίδα μας ἐλεύθερη. Ἐδῶ στὴ Φλώρινα ἔχουμε τὸ μεγαλύτερο νεκροταφεῖο. Εἶνε ἐνταφιασμένοι
500 – 600 στρατιῶτες, τὰ καλύτερα παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος, καὶ ἄλλοι 500 ἀπὸ τὴν ἄλλη
μεριά (στὴν Καστοριά). Παιδιά ἄριστα, ἰδανικὰ παιδιά.
Πρέπει
νὰ εἴμεθα ἕτοιμοι στὶς ἐπάλξεις, ὅπως ὁ στρατιώτης πρέπει νὰ εἶνε πάντοτε ἕτοιμος.
Στὴ
Μικρὰ Ἀσία πιάστηκαν ὅλοι αἰχμάλωτοι. Γιατὶ κουράζονταν καὶ κάθονταν γιὰ νὰ
ξεκουραστοῦν. Καὶ κράπ κράπ, τοὺς ἔπιαναν οἱ Τουρκαλᾶδες. Ἕνα μόνο σύνταγμα δὲν
μπόρεσαν νὰ πιάσουν, τοῦ Πλαστήρα. Ἀλλὰ αὐτὸς ἀγαποῦσε πολὺ τὰ παιδιά. Εἶχε
3.000 στρατιῶτες. Καὶ τοὺς εἶπε· Ἀκοῦστε με, ἂν θέλετε νὰ πᾶμε στὴν πατρίδα
μας· θὰ μὲ ἀκολουθᾶτε παντοῦ. Ἅμα κοιμηθῶ ἐγώ, θὰ κοιμηθῆτε κ᾿ ἐσεῖς… Εἶχε ἕνα
καρφὶ καὶ γιὰ νὰ μὴ κοιμηθῇ κεντοῦσε τὸ σῶμα του· τὸ εἶχε γεμίσει πληγές.
Τώρα,
μέσα ἀπὸ τὴν τηλεόρασι καὶ μέσα ἀπὸ τὴν καλοπέρασι, δὲν ὑπάρχει τίποτε. Χθὲς στὴν
Πτολεμαΐδα μοῦ ἔλεγε ἕνας πατέρας· Τί νὰ κάνω, πάτερ μου; Μοῦ πέταξε τὸ παιδί
μου τὸ πιάτο στὸ κεφάλι. Κι ὅταν θυμᾶμαι, ὅτι στὴν Κοζάνη τὴν κατοχὴ τρώγαμε
φασόλια μὲ ζουμί, δὲν ξέρεις πῶς γίνομαι… Αὐτὸς ὁ ἐκφυλισμὸς καὶ τὸ πνεῦμα τῆς
πλάνης διαδόθηκε. Δυστυχὴς σήμερα ὅποιος εἶνε παπᾶς καὶ δάσκαλος καὶ καθηγητής.
«Κρατῆτε»,
λέει ὁ ἀπόστολος, σταθῆτε ἀκλόνητοι στὴ θέσι σας. Μὴ ὑποχωρήσετε οὔτε βῆμα
ποδός.
Μετὰ
ἀπὸ τὴν ἀντίστασι τῆς Ἑλλάδος σὲ δύο κολοσσοὺς τὸ ᾿40, γράψανε οἱ ξένοι·
«Προσέχετε, μὴ περνᾶτε, καὶ σᾶς δοῦνε οἱ Ἕλληνες».