Άγιος Ιωάννης ο Χοζεβίτης, Ρουμάνος ησυχαστής στην κοιλάδα του Ιορδάνου
Ἑορτάζει στὶς 5 Αὐγούστου
Ο όσιος Ιωάννης ο Χοζεβίτης γεννήθηκε στις 23 Ιουλίου 1913 στο χωριό Χοροντίστεα – Μποτοσάνι ,της επαρχίας Μπουκοβίνα της Μολδαβίας
Από μικρός έμεινε ορφανός. Τον μεγάλωσε η ευλαβέστατη γιαγιά του Μαρία η οποία είχε πόθο να γίνει μοναχή. Όταν έφτασε σε ηλικία δέκα ετών, αναχώρησε και εκείνη για τα αιώνια και έτσι, την φροντίδα και την μέριμνα του Ηλία ανέλαβε ένας θείος του.Ο Ηλίας ήταν πολύ έξυπνος• ξεχώριζε από τα παιδιά του θείου του και για αυτό τον λόγο τον ζήλευαν και πάντα τον αδικούσαν. Όταν στο τραπέζι κάθονταν πολλά παιδιά αυτός ένιωθε ξένος• έτρωγε λίγο και σηκωνόταν από το τραπέζι σχεδόν νηστικός• έτσι, από μικρός έκλαιγε και νήστευε πάρα πολύ, αποκτώντας με αυτό τον τρόπο αρετές τις οποίες έχει ένας τέλειος μοναχός: ταπείνωση, νηστεία, προσευχή και φτώχεια και στο τέλος προσφυγιά. Ο έφηβος Ηλίας σκεφτόταν τι να κάνει. Οι συμφοιτητές του είχαν όλοι κάνει εγγραφή ο καθένας στο πανεπιστήμιο της αρεσκείας του• αλλά αυτός τι να κάνει; Μια μέρα μετά από πολλή προσευχή, άκουσε καταμεσήμερα μία φωνή να του φωνάζει «Μοναστήρι»! Νιώθοντας στην ψυχή του ένα συγκεκριμένο κάλεσμα από τον Θεό, για μία καθαρή ζωή στον μοναχισμό. Στα 20 χρόνια του μπήκε ως δόκιμος στη Μονή Νεάμτς, στη Ρουμανία, όπου έμεινε για τρία χρόνια, ενώ στις 8 Απριλίου 1936 εκάρη μικρόσχημος μοναχός .Το 1936 επισκέφθηκε τους Αγίους Τόπους και εισήλθε στην αδελφότητα του Αγίου Σάββα,ο ηγούμενος Νικόλαος αφού του έδωσε σωστή βάπτιση με κατάδυση και όχι με ράντισμα όπως γινόταν στην γενέτειρά του την Μπουκοβίνα, τον έκειρε μεγαλόσχημο μοναχό δίνοντάς του το όνομα Ιωάννης, όπου ασκήτεψε και απέκτησε το χάρισμα των δακρύων και της αδιάλειπτης προσευχής.Το 1939,φεύγει μαζί με έναν αδελφό προς την έρημο Φέσκα, η οποία σήμερα λέγεται Κούμραν. Μετακινήθηκαν στο σπήλαιο στην Καλαμώνα, το οποίο βρίσκεται σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από το μοναστήρι του Αγίου Γερασίμου, προς τον Ιορδάνη. Το 1947 στις 13 Μαΐου χειροτονήθηκε διάκονος και στις 14 Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους, ιερέας, και έγινε Ηγούμενος της ρουμανικής σκήτης του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στον Ιορδάνη.
Έπειτα από πέντε χρόνια σκληρής άσκησης αναχώρησε μαζί με τον υποτακτικό του Ιωαννίκιο στο σπήλαιο της Αγίας Άννης στη Χοζεβά, κοντά στη Μονή του Αγίου Γεωργίου του Χοζεβίτου. Εκεί υπέμεινε τη ζέστη της ημέρας και την παγωνιά της νύχτας βασανιζόμενος πάρα πολύ από τους ρευματισμούς του.Στο κελί, μετά την ακολουθία και τον κανόνα του, έγραφε ποιήματα και μετέφραζε από τα ελληνικά στα ρουμανικά. Όλα του τα γραπτά, γράφτηκαν με τόσο ταπεινό και κατανυκτικό πνεύμα, ώστε όσοι τα διαβάζουν αναγκάζονται να δακρύσουν ακόμα και εάν η καρδιά τους είναι πολύ σκληρή. Μελετούσε μέρα και νύχτα, μέχρι που κόντεψε το τέλος του.Έχοντας τον νου καρφωμένο πάντα στα Πάθη του Κυρίου κατάφερε να υποτάξει το σώμα στην ψυχή και να ενωθεί με τον Θεό δια της προσευχής. Εκεί ασκήτεψε επτά χρόνια. Ο όσιος Ιωάννης, προέβλεψε το τέλος του και το έγραψε στον τοίχο του σπηλαίου του. Κοιμήθηκε τα ξημερώματα της 5 Αυγούστου 1960, την παραμονή της Μεταμορφώσεως του Κυρίου θέλοντας να μας δείξη ότι στο αγιασμένο σώμα του πραγματοποιήθηκε ήδη η πνευματική μεταμόρφωσις, με την οποία πρέπει να περάσουμε κι εμείς στην αιωνιότητα.
Ο Γέροντας ιερομ. Πετρωνίος Τανάσε, Δικαίος της Ρουμανικης Σκήτης γράφει για τον όσιο Ιωάννη:
Τον όσιο Ιωάννη τον εγνώρισα προσωπικά το 1933, όταν εισήλθε σαν δόκιμος στο μοναστήρι Νεάμτς της Μολδαβίας. Μου έμεινε ζωντανή στην μνήμη μου η μορφή του εικοσαετούς νέου, που ήτο αδύνατος, με μία φωτεινή μορφή, σιωπηλός και ταπεινός.
Αφού ασπάσθηκε τον μονήρη βίο ο νεαρός Ηλίας, διότι αυτό το όνομα είχε πάρει στο βάπτισμά του, εντυπωσιάσθηκε ιδιαίτερα από την ζωή των μεγάλων ασκητών της Αιγύπτου και της Παλαιστίνης και μέσα στην νεανική και καθαρή καρδιά του είχε ανάψει ένας άσβεστος πόθος για ν᾿ ακολουθήση αυτή την ζωή. Βασανιζόμενος απ᾿ αυτή την επιθυμία, δεν ησύχαζε μέχρις ότου μετέβη και κατεσκήνωσε στην έρημο (Ψαλμ.54,7). Επήγε στην έρημο Ρουβά της Μονής του Χοζεβά, στην κοιλάδα του Ιορδάνου.
Σ᾿ αυτόν τον πόθο και σ᾿ αυτή την επιθυμία του κρύβονται δύο εκκλησιαστικά μυστήρια, τα οποία απεκάλυψε στις εξομολογήσεις του, γραμμένες με την μορφή ποιημάτων και επάνω σ᾿ αυτά θα σταθούμε λίγο στην συνέχεια.
Παρέμεινε μικρό ορφανό από μητέρα και πατέρα ο μικρός Ηλίας και ανατράφηκε από την γιαγιά του Μαρία, γυναίκα με βαθιά πίστι και ευλάβεια στον Θεό.
Όταν ο μικρός άρχισε να μαθαίνη τα γράμματα, η γιαγιά του τον έβαζε να διαβάζη βιβλία του λαού, όπως: Την Επιστολή του Ιησού Χριστού και το Όνειρο της Παναγίας. Αλλά, όταν άκουσε η γιαγιά για τα Πάθη του Ιησού άρχισε να κλαίη απαρηγόρητη. Το κλάμμα της γιαγιάς έσπασε την καρδιά του μικρού Ηλία, ο οποίος και την ερώτησε με αθωότητα:
-Γιατί κλαίς, έτσι δυνατά, γιαγιά; -Και η γιαγιά του είπε το μυστικό: «Όταν ζούσε η μητέρα σου, υποσχέθηκα στον Θεό να πάω σ᾿ ένα άγιο μοναστήρι, να εργασθώ με μετάνοια για την σωτηρία μου. Αλλά πεθαίνοντας οι γονείς σου, ήτο ανάγκη να σε μεγαλώσω εγώ και δεν είχα πλέον ελπίδες να μπω στην μοναχική ζωή. Αλλά παρακαλώ τον Θεό, εσύ να εκπληρώσης τον άγιο αυτό πόθο μου για να έχω κι εγώ την παρηγοριά, ότι σ᾿ εφύλαξα στο όνομα του Θεού σαν ένα κειμήλιο.
Και ο Καλός Θεός δεν παρείδε τα δάκρυα και τους στεναγμούς των δούλων Του, άκουσε και την προσευχή της γιαγιάς. Εφύτευσε στην καθαρά καρδιά του εγγονού της, τον πόθο της αυτόν, που σαν μία μυστική δύναμις, τον ωδήγησε από νέον στην μοναχική ζωή. Γι᾿ αυτό, όταν ο Ηλίας ετελείωσε το Λύκειο, δεν σκέφθηκε το πανεπιστήμιο, ούτε να εξασκήση κάποιο επάγγελμα στην ζωή του, αλλά με μοναδικό τον λογισμό της αφιερώσεως, εισήλθε στο μοναστήρι, για να εκπληρώση και τον πόθο της γιαγιάς. Εδώ είναι το μυστήριο της ευσπλαγχνίας του Θεού, ο Οποίος δεν παρέβλεψε τον πόθο και τον στεναγμού του πιστού δούλου Του, αλλά τον εξεπλήρωσε.
Και συνεχίζεται ακόμη το μυστήριο του πόθου του αγίου Ιωάννου. Η γιαγιά του Μαρία δεν έζησε πλέον πολλά χρόνια και μετετέθη προς Κύριον. Τότε ο Ηλίας, έμεινε για δεύτερη φορά ορφανός και «το παιδί του μηδενός» και απέθεσε όλη την ελπίδα του στον Κύριο, ο Οποίος τον άκουσε και τον παρηγόρησε με θαυμαστό τρόπο.
Ήτο ημέρα του Πάσχα, το απόγευμα, όταν όλο το χωριό είχαν πάει στο κοιμητήριο για να χαρούν λίγο με τους νεκρούς συγγενείς τους με την ελπίδα της αναστάσεώς τους. Εκεί άναψαν κεριά και κανδήλια στους τάφους των αγαπημένων νεκρών τους, ασπάσθηκαν τους σταυρούς των τάφων τους και ησπάζοντο μεταξύ τους με το: «Χριστός Ανέστη».
Ο κόσμος χαιρόταν και οι καμπάνες κτυπούσαν χαρμόσυνα, και μόνο ένα παιδί έκλαιγε με στεναγμούς. Επήγε ν᾿ ανάψη ένα κερί στον φρέσκο τάφο, που ήταν δίπλα στην ξύλινη εκκλησία. Όντας συντετριμμένος από τον πόνο και το δάκρυ, άκουσε μία φωνή σαν να ερχόταν από τον ήχο της καμπάνας, που του έλεγε: «Μη κλαίς σήμερα, παιδί μου, και μη στενοχωριέσαι, διότι, ιδού, είμαι κοντά σου, ο Χριστός Ανέστη!»
Έκπληκτο το παιδί σηκώθηκε και εκύτταξε γύρω να ιδή από που ερχόταν η φωνή. Τότε από το Ιερό Βήμα με τον καπνισμένο τοίχο, είδε τον Αναστάντα Κύριο να του χαμογελά. (Βλέπε στα ποιήματα του Οσίου: Ποίημα «Το μικρό ορφανό», Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη, 1985).
Μ᾿ αυτή την αποκάλυψι, το μικρό ορφανό φωτίσθηκε στην ψυχή από το φωτεινό και πράο πρόσωπο του Αναστάντος Ιησού Χριστού. Σταμάτησε να κλαίη και, όσες φορές άκουγε τον ήχο της καμπάνας, θυμόταν την θεωρία του Αναστάντος Κυρίου και παρηγοριόταν.