Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2016

ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΙ ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣ ΦΙΛΙΠΠΗΣΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ

Posted: 28 Nov 2016 03:31 AM PST
+ Αρχιμ. Δανιήλ Γούβαλη
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του μακαριστού γέροντα

Ξεφυλλίζοντας την επιστολή του απόστολου Παύλου, την προς Φιλιππησίους, την επιστολή της χαράς όπως ονομάστηκε από τις συνεχείς προτροπές  προς τους χριστιανούς των Φιλίππων να χαίρουν, παρατηρούμε ότι κάποια  σημεία της προσφέρουν βοήθεια στον αντιαιρετικό αγώνα.  Φιλλ. Α’1 ήδη ο πρώτος στίχος του πρώτου κεφαλαίου μας είναι χρήσιμος στην καταπολέμηση όλων εκείνων των αιρετικών, που απορρίπτουν την διάκριση κληρικών και λαϊκών μέσα στην χριστιανική εκκλησία.
 

Παῦλος καὶ Τιμόθεος, δοῦλοι Ἰησοῦ Χριστοῦ, πᾶσι τοῖς ἁγίοις ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τοῖς οὖσιν ἐν Φιλίπποις σὺν ἐπισκόποις καὶ διακόνοις.   
 
Εδώ βλέπουμε ότι στους Φιλίππους υπάρχουν οι άγιοι εν Χριστώ δηλαδή οι Χριστιανοί, και υπάρχουν και οι επικεφαλής των Χριστιανών, επίσκοποι και διάκονοι.  Οι πρώτοι είναι λαϊκοί, οι δεύτεροι κληρικοί. 

Εδώ με την λέξη επίσκοποι δηλώνονται οι πρεσβύτεροι όπως ομόφωνα ερμηνεύεται από τους Πατέρας της Εκκλησίας. Στην πρωτοχριστιανική εκκλησία έχουμε περιπτώσεις που με τον όρο επίσκοπος δηλωνόταν όχι ο τρίτος βαθμός την ιεροσύνης αλλά ο δεύτερος, αυτό το βλέπουμε και στην προς Τίτον επιστολή στο πρώτο κεφάλαιο όπου στο α' 5 ομιλεί για πρεσβύτερους και στο α' 6 ονομάζει τους πρεσβύτερους, επισκόπους.

Θα αναφέρουμε ένα παράδειγμα για να κατανοηθούν καλύτερα τα προηγούμενα. Υποθέτουμε ότι έχουμε έναν οργανισμό που διοικούντες αυτόν έχουν τρεις βαθμούς, όσοι ανήκουν στον δεύτερο βαθμό, ονομάζονται διευθυντές, και όσοι στον τρίτο, προϊστάμενοι.  Για κάποια όμως χρονική περίοδο συνέβη ώστε οι του β' βαθμού να αποκαλούνται και διευθυντές και προϊστάμενοι.
Αργότερα όμως καταστάλαξε ώστε  με την λέξη προϊστάμενοι να χαρακτηρίζονται αυτοί που ανήκουν στον τρίτο και ανώτερο βαθμό. Έτσι ακριβώς, στο ξεκίνημα της Χριστιανικής Εκκλησίας, με τον όρο επίσκοπος, προσδιοριζόταν και ο πρεσβύτερος, αργότερα όμως μονιμοποιήθηκε ο όρος για την δήλωση του γ' βαθμού.
 
Αυτό φαίνεται ολοκάθαρα σε κείμενα των αρχών του 2 μ.Χ αιώνος, όπως στις επιστολές του Αγίου Ιγνατίου επίσκοπου Αντιόχειας.
 

Λοιπόν, στην εκκλησία των Φιλίππων, υπάρχουν οι λαϊκοί που χαρακτηρίζονται με τις λέξεις πάντες οι άγιοι, αλλά και οι κληρικοί, που δηλώνονται με τις λέξεις επίσκοποι και διάκονοι Φιλλ β’22 σύμφωνα με αυτό το χωρίο ο Παύλος χαρακτηρίζεται πατέρας, και ο Τιμόθεος υιός,  ὡς πατρὶ τέκνον, ο Τιμόθεος, σὺν ἐμοὶ ἐδούλευσεν εἰς τὸ εὐαγγέλιον, για εμάς του Ορθοδόξους, μέσα στην εκκλησία υπάρχουν οι κληρικοί, που είναι και Πατέρες της εκκλησίας, και οι λαϊκοί που λογίζονται ως πνευματικά τέκνα.  Σε πολλές αιρετικές ομάδες απορρίπτεται αυτή η θέσις.

Κάποτε συζητούσα με έναν Ευαγγελικό, αυτός στην αρχή ήταν Ορθόδοξος, κατόπιν έγινε Ευαγγελικός, και τώρα ανήκει στους Πεντηκοστιανούς. Υποστήριζε ότι μέσα στην εκκλησία δεν υπάρχει διάκρισις κληρικών και λαϊκών και ότι όλοι είμαστε αδελφοί παρέπεμπε και σε σχετικά χωρία από τις επιστολές του απ. Παύλου εγώ του έλεγα σωστό είναι το ότι όλοι είμαστε αδελφοί αυτό όμως δεν αποκλείει ότι μερικοί από τους αδελφούς έχουν και κάποιο ιδιαίτερο αξίωμα μέσα στην Εκκλησία.
 
Στο εδάφιο Πράξεις ιδ' 23 διαβάζουμε, χειροτονήσαντες δὲ αὐτοῖς πρεσβυτέρους κατ᾿ ἐκκλησίαν, ενώ όλοι οι Χριστιανοί της Λυκαονίας και της Πισιδίας ήταν αδελφοί, αδελφοί εν Χριστώ, ωστόσο υπήρχαν ανάμεσα τους κάποιοι λίγοι που χειροτονήθηκαν από τον Παύλο και τον Βαρνάβα πρεσβύτεροι το ένα δεν αναιρεί το άλλο και ο απ. Παύλος έλεγε στους Χριστιανούς της Κορίνθου, ότι, όλοι και αυτός και εκείνοι, είναι μεταξύ τους αδελφοί.

Παράλληλα όμως τους έλεγε ότι αυτός ήταν πνευματικός πατέρας και αυτοί πνευματικά τέκνα. Β' Κοριν δ’14 δεν τα γράφω αυτά για να σας ντροπιάσω αλλά σαν τέκνα μου αγαπητά, τέκνα μου αγαπητά, σας νουθετώ και στον επόμενο στίχο, και εάν ακόμη έχετε μυριάδες δασκάλους στην χριστιανική σας ζωή έχετε μόνο ένα πατέρα και όχι πολλούς, διότι εγώ σας εγέννησα στην εν Χριστώ ζωή δια του Ευαγγελίου.  Αυτή η περικοπή Β' Κορινθ δ'14-15, είναι πολύ αντιπαθητική στους αιρετικούς. 

Φιλλ. β' 22 πνευματικός πατέρας ο Παύλος, πνευματικό τέκνο ο Τιμόθεος, παράβαλε και Α' Πετρ. ε'13 εκεί παρουσιάζεται ως πατέρας ο απ. Πέτρος και ως τέκνο ο Ευαγγελιστής Μάρκος, σας στέλνει χαιρετίσματα ο Μάρκος ο υιός μου.
Αλλά και ο λαός της Παλαιάς Διαθήκης, τους προφήτες του είχε σαν πατέρες.  Δεν έλεγε αδελφέ Ηλία ή αδελφέ Ελισσαίε, αλλά πατέρα μου.  
Στο βιβλίο Β' Βασιλέων ή κατά τους Εβδομήκοντα, Δ' Βασιλειών, βλέπουμε να αποκαλούνται οι 2 αυτοί προφήτες με τις λέξεις, πάτερ, πάτερ. β' 12, ιγ' 14.

Ακόμη και ο βασιλεύς του Ισραήλ, ο Ιωας, απευθυνόμενος προς τον Ελισσαίο λέει: πάτερ, πάτερ, άρμα του Ισραήλ και ιππεύς αυτού.  
H αλήθεια είναι ότι ο Θεός έχει την πατρότητα σε απόλυτο βαθμό, και υπ' αυτήν την έννοια, δεν λογίζεται κανένας άλλο πατέρας, αλλά οι πνευματικοί αρχηγοί του λαού του Θεού, είτε στην Παλαιά Διαθήκη, είτε στην Καινή Διαθήκη, είναι πατέρες με την σχετική έννοια της πατρότητος. Οι πατέρες με την σχετική έννοια είναι αντιπρόσωποι και όργανα του Πατρός με την απόλυτη έννοια.  
Ας μην είναι χοντροκομμένο το μυαλό μας, ας μπορεί να διακρίνει ανάμεσα σε αυτόν που έχει κάποια ιδιότητα σε απεριόριστο βαθμό, και σε αυτόν που την έχει σε περιορισμένο βαθμό.  Αν αυτό δεν μπορεί να γίνει κατανοητό πως θα προχωρήσουμε στα βαθύτερα της  Αγίας Γραφής; 
Φιλλ. β' 6-11: ὃς ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ,  ἀλλ' ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος,  καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ διὸ καὶ ὁ Θεὸς αὐτὸν ὑπερύψωσε καὶ ἐχαρίσατο αὐτῷ ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα,  ἵνα ἐν τῷ ὀνόματι ᾿Ιησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων,  καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσηται ὅτι Κύριος ᾿Ιησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ πατρός.   
Αυτός είναι ο περίφημος Χριστολογικος ύμνος της προς Φιλιπισίους επιστολής, ο οποίος μάλιστα είναι γραμμένος σε ποιητικό στυλ.
Τον έγραψε ο απόστολος ευρισκόμενος σε ιδιαίτερη πνευματική έξαρση. Εδώ καταρχήν γίνεται λόγος για την προΰπαρξη του Χριστού, στην φράση εν μορφή Θεού υπάρχων, δηλώνεται η Θεϊκή φύσις του προϋπάρξαντος Χριστού.
Εδώ οι λέξις μορφή, σημαίνει τρόπο υπάρξεως, υπάρχουσα κατάστασις, μορφή Θεού ίσον ουσία Θεού, Θεός.
 
Όπως ακριβώς ποιο κάτω μορφή δούλου σημαίνει ουσία δούλου, δηλαδή ουσία ανθρώπου, άνθρωπος, μορφή Θεού ίσον πραγματικός Θεός, μορφή δούλου ίσον πραγματικός άνθρωπος.
Η φράσις εν μορφή Θεού, και είναι ίσα Θεώ, αφορούν την Θεϊκή φύση του Χριστού, ενώ το μορφή δούλου, και το εν ομοιώματι ανθρώπων, και το σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος, αφορούν την ανθρώπινη φύση του Χριστού.
 
Η φράσις οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ στο χωρίο β'6, είναι καταπέλτης κατά των αιρετικών που αρνούνται την θεότητα του Ιησού Χριστού.
Ο Χριστός δεν θεώρησε ότι την ισοθεΐα την είχε αρπάξει, ότι ήταν αποτέλεσμα αρπαγής, η ισοθεΐα ήταν κάτι το φυσικό στον Χριστό.
 
Αν ήταν κάτι που το είχε αρπάξει, τότε θα φοβόταν μη το χάσει, και δεν θα αποτολμούσε να ενσαρκωθεί και να ταπεινωθεί όσο κανείς άλλος.  Ουχ αρπαγμον ηγησατο το είναι ίσα Θεω δεν θεώρησε αποτέλεσμα αρπαγής την ισότητά του με τον Θεό. Δεν θεώρησε την ισοθεΐα σαν κάτι που το άρπαξε, οι Ιεχωβίτες θα ήθελαν να διατυπωνόταν αλλιώς η φράσις: ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα αρχαγγέλοις.  Αυτοί έχουν την βλάσφημη άποψη, ότι ο Χριστός, ήταν στην προΰπαρξη του ο αρχάγγελος Μιχαήλ.

Με το να γίνει άνθρωπος ο Χριστός, δεν έχασε αυτό που είχε, αφού η θεϊκή φύσις δεν υφίσταται φθορά ή αλλοίωση, αλλά προσέθεσε στην θεϊκή του φύση την ανθρώπινη.
Αυτό δηλώνεται με την φράση, εαυτόν εκκένωσεν μορφήν δούλου λαβών, εκκένωσε εαυτόν, άδειασε τον εαυτό του, εδώ το άδειασε, το εκκένωσε, θέλει να δείξει την ενσάρκωση και την ταπείνωση του Χριστού.  
Εξωτερικά ο Χριστός φαινόταν σαν ένας άσημος κι ταπεινός άνθρωπος, παρατηρεί επιγραμματικά ο Ιερός Χρυσόστομος, μένων ο ην έλαβε ο ουκ ην, μένοντας ότι ήταν, πήρε και ότι δεν ήταν, μένοντας δηλαδή Θεός, πήρε και την ανθρώπινη φύση. 
 
Έτσι ο Θεός γίνεται θεάνθρωπος.
 
Μετά την κένωση ακολουθεί η ένδοξη ύψωσις ακολουθεί η υπερύψωσις του αναστημένου Χριστού. Αυτό αφορά την ανθρώπινη φύση του Ιησού Χριστού η οποία μετά την Ανάσταση και την Ανάληψη εθεώθηκε και ως τεθεωμένη εκάθισε στα δεξιά του Πατρός, έτσι ο Ιησούς γίνεται Κύριος με την θεϊκή έννοια της λέξεως. 

Ως γνωστόν οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης σε παραθέματα από την Παλαιά Διαθήκη αποδίδουν την λέξης Γιαχβέ με την λέξη Κύριος, παράβαλε Πράξεις β' 21-22, έτσι ο Ιησούς γίνεται Κύριος με την απόλυτη έννοια της κυριότητος, προηγουμένως ήταν Κύριος με αυτή την έννοια ως προς την θεϊκή του φύση, τώρα όμως, γίνεται ως προς την ανθρώπινη φύση του. Γι’ αυτό ο Χριστός την ώρα που επρόκειτο να αναληφθεί εκφράστηκε με τα λόγια ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς Ματθ. κη'18.

Την ημέρα της Πεντηκοστής, αφού ήδη ο Χριστός ανήλθε στα επουράνια ο Πέτρος λέει προς τους Ιουδαίους: ἀσφαλῶς οὖν γινωσκέτω πᾶς οἶκος Ἰσραὴλ ὅτι καὶ Κύριον καὶ Χριστὸν αὐτὸν ὁ Θεὸς ἐποίησε, τοῦτον τὸν Ἰησοῦν ὃν ὑμεῖς ἐσταυρώσατε  Πραξ. β' 36.
 
Κύριον εποίησε πως; Κατά την ανθρώπινη φύση του. Χριστόν εποίησεν πως; Κατά την ανθρώπινη φύση του, δηλαδή ολοκληρώθηκε η θέωσις της ανθρώπινης φύσεώς. 
Η χρήσις της ανθρώπινης φύσεως που άρχισε από την στιγμή της συλλήψεως στην  κοιλία της Παρθένου Μαρίας έφτασε τώρα στο ύψιστο σημείο που μπορούσε να φτάσει.  Η ανθρώπινη φύσις χρίεται από την θεϊκή φύση η ανθρώπινη φύση θεώνεται από την θεϊκή φύση.  Οι αιρετικοί μάρτυρες του Ιεχωβά θα ήθελαν αντί για την φράση "Κύριον εποίησε" να είχε την διατύπωση "Αρχάγγελον εποίησε" αν συνέβαινε κάτι τέτοιο η χαρά τους θα ήταν απροσμέτρητη αλλά η Γραφή δεν πάει με τα νερά τους..
 
Ως γνωστόν αυτοί οι αιρετικοί διδάσκουν ότι ο Χριστός μετά την ανάσταση του μετετράπη σε  πνευματικό πλάσμα και συγκεκριμένα στον αρχάγγελο Μιχαήλ. Στο εδάφιο Ρωμ ι΄12 διαβάζουμε ὁ γὰρ αὐτὸς δηλαδή ο Ιησούς Χριστός, Κύριος πάντων, πλουτῶν εἰς πάντας τοὺς ἐπικαλουμένους αὐτόν˙ η διατύπωσις Κύριος πάντων, παρουσιάζει ωραία και επιγραμματικά την υπερύψωση του Χριστού. 

Για τους μάρτυρες του Ιεχωβά βεβαίως ισχύει ότι, ο αρχάγγελος Μιχαήλ έγινε Κύριος πάντων !!!  Πλήρης διαστρέβλωσις των αληθειών της πίστεως !
 
Σύμφωνα με το 45 κεφ. Ησαΐου όλοι θα γονατίσουν και θα προσκυνήσουν τον Γιαχβέ δηλαδή τον αληθινό Θεό του Ισραήλ, σύμφωνα όμως με την προκειμένη περικοπή της προς Φιλιππησίους επιστολής, όλοι θα γονατίσουν και θα προσκυνήσουν τον Ιησού Χριστό.
Στο όνομα του Ιησού θα γονατίσουν επουράνια επίγεια και καταχθόνια, παν γόνυ κάμψει επουράνιων και επιγείων και καταχθονίων όλα τα λογικά πλάσματα άνθρωποι, άγγελοι, δίκαιοι, αμαρτωλοί είτε από ευλάβεια και λατρευτική αγάπη είτε από φόβο και τρόμο θα προσκυνήσουν τον Κύριο Ιησού Χριστό.
Έτσι η δεσποτεία του Χριστού προσλαμβάνει παγκόσμιες διαστάσεις και εκτός από την λατρευτική προσκύνηση, έχουμε και την ομολογία ότι ο παγκόσμιος κριτής δεν είναι απλώς ο Ιησούς Χριστός, αλλά ο Κύριος Ιησούς Χριστός και όλα αυτά συντελούν στην δόξα του Θεού Πατρός.
Όπως η κατάπτωσις του υιού ατιμάζει τον πάτερα, έτσι και η ανύψωσις του υιού δοξάζει τον πάτερα, οράς πανταχού παρατηρεί ο Ιερός Χρυσόστομος, όταν ο Υιός δοξάζηται τον Πατέρα δοξαζόμενον.
 
Ο Θεός Πατήρ είναι αίτιος της γεννήσεως του Θεού Υιού, έτσι η κατά την ανθρώπινη φύσις ανύψωσις του Χριστού αποβαίνει δόξα του Θεού Πατρός, και η ομολογία Κύριος Ιησούς Χριστός συντελεί στην δόξα του Θεού Πατρός. 

Ας συνεχίσουμε τώρα στο Φιλλ. γ' 18-20, σας το είπα πολλές φορές και τώρα το επαναλαμβάνω κλαίγοντας, ότι πολλοί ζουν και συμπεριφέρονται σαν εχθροί του Σταυρού του Χριστού, το τέλος αυτών είναι η απώλεια, Θεός τους είναι η κοιλία τους και καύχησις τους είναι αυτό που καταισχύνει, οι σκέψεις τους είναι προσκολλημένοι στα επίγεια εμείς όμως έχουμε το πολίτευμα μας στον ουρανό, από όπου περιμένουμε να έρθει ο Σωτήρας μας ο Κύριος Ιησούς Χριστός.
Στην εκκλησία των Φιλίππων είχε εισορμήσει μια ομάδα αιρετικών, οι Ιουδαΐζοντες Χριστιανοί, οι οποίοι εδίδασκαν αντίθετα από όσα ο απ. Παύλος.  Αυτοί οι αιρετικοί είχαν υλόφρονες δοξασίες και δεν αγαπούσαν τον Σταυρό και το πνεύμα του Σταυρού, πάνω από τον Σταυρό του Χριστού τοποθετούσαν κάποιες διατάξεις του μωσαϊκού νόμου, εχθροί του Σταυρού, τα επίγεια φρονώντας, απομακρυσμένοι από την πίστη και ελπίδα του ουρανού.
Αυτοί δεν είχαν κατανοήσει ότι ο Χριστός με την θυσία του πάνω στον Σταυρό, άνοιξε τον ουρανό και μας προορίζει για ουράνιο παράδεισο, ότι ο Σταυρός είναι παραδείσου θυρών ανοικτήριον, γι' αυτούς ο παράδεισος ήταν υλικός, καλά φαγητά για να ευφραίνεται η κοιλιά και διάφορες σαρκικές απολαύσεις. Εχθροί του Σταυρού του Χριστού ων Θεός η κοιλία και η δόξα εν την αισχύνη αυτών, οι τα επίγεια φρονούντες.
 
Όλα αυτά στηλιτεύουν και του σημερινούς αιρετικούς μάρτυρες του Ιεχωβά, οι οποίοι είναι εχθροί του Σταυρού, τον πολεμούν με μανία, οι οποίοι ονειρεύονται επίγειο παράδεισο με τα ποιο εκλεκτά φαγητά, οι οποίοι λένε ότι σε αυτόν τον παράδεισο οι σαρκικές σχέσεις θα προσφέρουν μεγαλύτερη ηδονή από ότι τώρα !! 

Όποιος ξεφυλλίσει βιβλία των μαρτύρων του Ιεχωβά, συχνά θα ιδεί ωραίες πολύχρωμες εικόνες με υπέροχες κουζίνες, εκλεκτά φρούτα, επανθούσες σάρκες....οἱ τὰ ἐπίγεια φρονοῦντες! Φιλ. γ'19.
Ο απόστολος κλαίει για το κατάντημα των ανθρώπων αυτών, κλαίω για τους εχθρούς του Σταυρού του Χριστού, κλαίω γι' αυτούς που ξέχασαν τα ουράνια αγαθά και θεοποίησαν τις υλικές απολαύσεις, κλαίω αυτούς που έκαναν Θεό την κοιλιά τους.
Ας τα ακούσουν αυτά όσοι από τους μάρτυρες του Ιεχωβά είναι καλοπροαίρετοι, η Γραφή καλεί όλους σε ουράνιο Παράδεισο, όλοι ελπίζουμε ουράνιο Παράδεισο, όχι άλλοι ουράνιο, και άλλοι επίγειο.
 
Μια είναι η ελπίδα της κλήσεως σας, εκλήθητε ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑμῶν Εφεσ. δ'4 ἡμῶν γὰρ τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει Φιλ. γ'20˙ όσοι λένε υμών το πολίτευμα επί Γης υπάρχει, διαστρεβλώνουν τις Άγιες Γραφές και είναι αποδοκιμασμένοι από τον Θεό.
Μακριά από τους διαστρευλωτές !
 

Φιλλ. γ' 21, ο οποίος Χριστός, θα μεταμορφώσει το ταπεινό μας σώμα, και θα το κάνει όμοιο με το δικό του ένδοξο σώμα, μετασχηματίσει τὸ σῶμα τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν εἰς τὸ γενέσθαι αὐτὸ σύμμορφον τῷ σώματι τῆς δόξης αὐτοῦ εδώ δηλώνεται ότι η είσοδος στο μέλλοντα αιώνα σχετίζεται με μετασχηματισμόν, το σώμα που έχει την ιδιότητα της φθαρτότητος θα αλλάξει και θα πάρει την ιδιότητα της αφθαρσίας, θα γίνει όμοιο με το ένδοξο σώμα του αναστάντος Χριστού. 
Αυτό το χωρίο πλήττει τους μάρτυρες του Ιεχωβά οι οποίοι πιστεύουν ότι θα διατηρήσουν τα υλικά σώματα για να απολαμβάνουν με αυτά ένα υλικό Παράδεισο με νόστιμα φαγητά.  Ο Παύλος λέει ότι μας αναμένει ουράνιος παράδεισος  με ουράνια αγαθά και για να μπούμε σε αυτόν χρειάζεται ένδοξο σώμα σαν του αναστάντος Χριστού.
Εδώ οι μάρτυρες του Ιεχωβά πλήττονται και από άλλη πλευρά, διότι απορρίπτουν ότι ο αναστάς Χριστός είχε σώμα, γι' αυτούς ο αναστάς Χριστός είναι πνεύμα, πνευματικό πλάσμα, αρχάγγελος, εδώ όμως γίνεται λόγος για σώμα, για σώμα δόξης, η φράσις να γίνει το δικό μας σώμα όμοιο με το ένδοξο σώμα του Χριστού δεν έπρεπε να υπάρχει στην Αγία Γραφή αν οι δοξασίες των Ιεχωβιτών ήταν σωστές.

Στη συνέχεια αναφέρεται ότι εκείνος που θα επιτελέσει αυτό το μεγάλο έργο δηλαδή όλα τα φθαρτά ανθρώπινα σώματα κατά την ημέρα της κοινής αναστάσεως θα τα μεταμορφώσει σε άφθαρτα αυτός θα είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός κατὰ τὴν ἐνέργειαν τοῦ δύνασθαι αὐτὸν καὶ ὑποτάξαι αὐτῷ τὰ πάντα εδώ δηλώνεται ξεκάθαρα ότι ο Χριστός είναι παντοδύναμος. 
Αυτό διάφοροι αιρετικοί όπως οι μ. του Ιεχωβά δεν το παραδέχονται, αλλά εδώ ο Παύλος γράφει ότι ο Χριστός διαθέτει ενέργεια η οποία μπορεί να υποτάξει σε αυτόν τα πάντα,  κατὰ τὴν ἐνέργειαν τοῦ δύνασθαι αὐτὸν καὶ ὑποτάξαι αὐτῷ τὰ πάντα Φιλλ γ' 21
Ο Χριστός όλα μπορεί να τα κάνει, όλα τα υποτάσσει στο θέλημά του, και έτσι διαθέτοντας αυτή την δύναμη μπορεί τα δισεκατομμύρια σώματα των ζώντων ανθρώπων κατά την επιφανή ημέρα της παρουσίας Του να τα μεταμορφώσει από φθαρτά σε άφθαρτα, βέβαια και τους νεκρούς που θα αναστήσει αυτήν την ημέρα θα τους δώσει αφθαρτοποιημενα σώματα. 

Ο Χριστός ανέστησε τον εαυτό του βλέπε Ιωαν. β' 19 λύσατε τὸν ναὸν τοῦτον, καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγερῶ αὐτόν και έδωσε στο σώμα του αφθαρσία και δόξα. 
Ο ίδιος Χριστός σαν παντοδύναμος Θεός, θα χαρίσει σε όλα τα σώματα της αναστάσεως όλων των ανθρώπων, την δόξα της αφθαρσίας και της αθανασίας, ότι ακριβώς χάρισε και στο δικό του σώμα  μετασχηματίσει τὸ σῶμα τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν... σύμμορφον τῷ σώματι τῆς δόξης αὐτοῦ αυτή η αλήθεια τονίζεται και στην πρώτη προς Κορίνθιους επιστολή στο 15ο κεφάλαιο καθὼς ἐφορέσαμεν τὴν εἰκόνα τοῦ χοϊκοῦ, φορέσομεν καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου καθώς μετασχηματίσει το σώμα όλοι μας φορέσαμε το φθαρτό σώμα που κληρονομήσαμε από τον χοϊκόν, χοϊκός εννοείτε ο Αδάμ, αφού η λέξις Αδάμ στην Ελληνική εξηγείτε χοϊκός, χωματένιος.
 

Έτσι όλοι μας θα φορέσουμε άφθαρτο σώμα, όμοιο με αυτό που φόρεσε ο επουράνιος. Επουράνιος είναι όχι ο πρώτος Αδάμ αλλά ο έσχατος Αδάμ ο Χριστός.
Ποιο πάνω στους στίχους 42 και 43 διαβάζουμε, το ίδιο συμβαίνει και με την ανάσταση των νεκρών, όταν το σώμα μπαίνει στην Γη σαν να σπείρεται είναι φθαρτό, θα αναστηθεί άφθαρτο, θάβεται άτιμο άδοξο, θα αναστηθεί ένδοξο, θάβεται ανίσχυρο, θα αναστηθεί ισχυρό, στο κείμενο ο λόγος είναι ποιο ωραίος :οὕτω καὶ ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ· σπείρεται ἐν ἀτιμίᾳ, ἐγείρεται ἐν δόξῃ· σπείρεται ἐν ἀσθενείᾳ, ἐγείρεται ἐν δυνάμει· 

Θαυμάσιες θα είναι οι ιδιότητες του σώματος της αναστάσεως, με τέτοια σώματα θα ταιριάζει αγγελοπρεπής και αγγελοειδής ζωή Ματθ. κβ'30.  Όταν θα αναστηθούν οι νεκροί ούτε παντρεύονται ούτε παντρεύουν, αλλά ζουν όπως οι άγγελοι στον ουρανό.
Αυτά όλα τα απορρίπτουν οι μ. του Ιεχωβά και μιλούν για ανθρώπους που όχι μόνο θα τρώνε και θα πίνουν αλλά και θα παντρεύονται και θα αποκτούν σωρεία απόγονων.  Κάποιος μάρτυς του Ιεχωβά ισχυρίζονταν ότι θα αποκτήσει στον μελλοντικό επίγειο παράδεισο όχι δισέγγονα και τρισέγγονα αλλά δεκαπεντακισέγγονα !!  Αν μάλιστα έτυχε να αποκτήσει παιδί σε αυτήν την ζωή, τότε θα αποκτούσε στην μέλλουσα ζωή δεκαεξακισέγγονα.... 
Δεν ξέρω εάν όλα αυτά είναι ή για γέλια ή για κλάματα, πάντως ένα ξέρω, ότι είναι εντελώς άσχετα με το λόγο του Θεού.
 
Εάν οι μάρτυρες του Ιεχωβά με κάποιες ταχυδακτυλουργίες στα εδάφια την Γραφής και με κάποιες ερμηνευτικές αλχημείες μπορούν και πείθουν οπαδούς τους ότι αυτά υποστηρίζονται από την Γραφή, αυτό δεν μας εντυπωσιάζει, όλοι οι αιρετικοί, όλων των αιώνων, σε όλες τους τις κακοδοξίες, έβρισκαν στηρίγματα στην Αγία Γραφή....

Αναδημοσίευση από http://panosrs.blogspot.com/2009/04/blog-post.html όπου μπορείτε να ακούσετε και την ομιλία του μακαριστού γέροντος.

Η ομορφια της γυναικας χωρις μακιγιάζ

Η ομορφια της γυναικας χωρις μακιγιάζ
Posted: 28 Nov 2016 08:17 AM PST

Δέν τήν μάλωσε γιά αυτό πού έβλεπε, γιατί αυτός έβλεπε πιό βαθιά. Καί τής λέει, γιατί βάφεσαι τόσο πολύ; Καί απαντάει αυτή μέ ειλικρίνεια, γιατί λέει πάτερ θέλω νά φαίνομαι ωραία, θέλω νά φαίνομαι όμορφη. Είναι κακό, πάτερ; Καί της λέει ο πνευματικός της καθόλου κακό, πολύ καλό. Άν ήξερες όμως, της λέει, πόσο ωραία είσαι; Εγώ σέ βλέπω πανέμορφη. Έχεις χαρίσματα, έχεις στήν ψυχή σου μία ωραιότητα πού δέν τήν έχεις καταλάβει. Άν τήν καταλάβεις, δέν θά χρειαστεί νά έχεις αγωνία γιά νά γίνεις όμορφη, γιατί είσαι ήδη όμορφη! Δηλαδή αυτό πού πάμε νά πετύχουμε στήν Εκκλησία, είναι ήδη μές στήν καρδιά μας, μές στόν πυρήνα τής υπάρξεώς μας. Υπάρχει! Ποιό δηλαδή; Η χάρη τού Αγίου Πνεύματος πού τήν έχουμε ήδη μέσα μας.

Νά τό καταλάβουμε, νά τό φανερώσουμε στή ζωή μας καί νά τό ζήσουμε στή σχέση μας.

Η δυναμική του πόνου


Η δυναμική του πόνου

Μοναχού Μωυσή Αγιορείτoυ

Η νοσταλγία του απολεσθέντος παραδείσου δη­μιουργεί δάκρυα πικρά, πόνο δυνατό, πόνο που μπο­ρεί όμως να θεραπεύσει τον αμαρτωλό. Και τότε να έχουμε το παράδοξο, αντιφατικό και οξύμωρο: Υγεία στην ασθένεια! Με την κατάφαση του πόνου, όχι μα­ζοχιστικά, όχι παθητικά, όχι μοιρολατρικά, αλλά με βεβαία πίστη, μ’ επίγνωση, με υπομονή, ως θεϊκή δο­κιμασία και παιδαγωγία, και όχι ως τιμωρία, που επε­ξεργάζεται λύτρωση και σωτηρία. Γεννιέται έτσι ένας άλλος πόνος. Αγαπάς και πονάς, ταπεινώνεσαι και πονάς, υποχωρείς και πονάς. Πονάς όμως διαφορετι­κά, γλυκά, κερδοφόρα. Το ν’ αγαπάς αληθινά σημαί­νει να θυσιάζεσαι. Αποτελεί μία ιδιαίτερα φιλόπονη εργασία, όπως και να ταπεινώνεσαι. Αγαπώντας ενδυναμώνεσαι και χαίρεσαι. Έχεις μια βαθειά ικανοποί­ηση. Μιλώντας για «χαρμολύπη» και «χαροποιόν πένθος», κατά τις ωραίες εκφράσεις των νηπτικών κει­μένων της Εκκλησίας μας, δεν παραδοξολογούμε. Ο πόνος και η συνειδητή κατάφαση σε αυτόν προσφέρει πολύτιμη γνώση, μεγάλη εμπειρία. Η εγνωσμένη παραδοχή της παθολογίας μας θα μας δώσει την υπέροχη και απαραίτητη για την πνευματική ανάβαση αυ­τογνωσία. Η γνήσια πνευματική ζωή είναι μία ηθελη­μένη απόσπαση από τον ψεύτικο εφησυχασμό της κα­λοπέρασης και η είσοδος σε μία καλή αγωνία και ή­ρεμη ανησυχία, όπως έλεγε ο μακαριστός Γέροντας Παΐσιος Αγιορείτης, από την επανάπαυση και τη νωχέλεια σε μία ζωή όλο ωραίες αλλαγές. Μία πορεία προς συνάντηση του πλησίον, που κι εκείνος αγωνιά, άγχεται, δυσκολεύεται, προβληματίζεται, βασανίζεται και πονά.
Ο πόνος λιχνίζει και τελειοποιεί τον άνθρωπο. Ο πόνος από τους άλλους, διά πικρών λόγων και σκοτει­νών έργων, συχνά είναι πιο σκληρός και από της α­σθένειας και του πένθους. Πονά πολύ ο αταπείνωτος άνθρωπος όταν τον υποτιμούν, τον παρεξηγούν, τον μειώνουν, τον ειρωνεύονται, τον κουτσομπολεύουν, κατακρίνουν και συκοφαντούν. Οι συνεχώς κρίνοντες και κατακρίνοντες ασύστολα τους πάντες και τα πά­ντα, δίχως καμιά περίσκεψη κι αιδώ, καταδικάζοντάς τους αναπολόγητα, αμαρτάνουν φοβερά και θέτουν μεγάλο βάρος πάνω τους. Πονούμε τους άλλους, αλλά πονάμε κι εμείς.
Η συνεχής εξουσιαστικότητα στη ζωή δημιουργεί έντονη εχθρότητα, αντιπαλότητα και αντίδραση. Οι ε­ξουσιαστές συνήθως είναι άσπλαχνοι εγωιστές, με υ­περβολική εσωτερική ένδεια, που προσπαθούν να την καλύψουν με πράξεις ισχύος. Ο ανόητος άνθρωπος θέ­λει να γίνει μεγάλος, κάνοντας τους άλλους μικρούς. Ο μεγάλος χριστιανός συγγραφέας Ντοστογιέφσκυ ορθά λέει πως υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν δια­πράξει ποτέ τους έγκλημα και όμως είναι χειρότεροι α­πό εγκληματίες. Μερικοί πεθαίνουν χωρίς να ζήσουν. Λησμονούν ότι είναι άνθρωποι, εικόνες Θεού.
Ο ψυχικός πόνος είναι μια κραυγή της ψυχής για βοήθεια. Μας καλεί να εντείνουμε την πνευματική ό­ραση και ακοή εντός μας. Δεν πρέπει απρόσεκτα να προσπεράσουμε αυτό το κάλεσμα και να παραβλέψου­με το μήνυμα. Όπως ένας πόνος του σώματος μας δη­λώνει ότι κάτι συμβαίνει στον οργανισμό μας και ο­δηγούμεθα στον ιατρό και τις σχετικές εξετάσεις, έτσι καλούμεθα ν’ αποκρυπτογραφήσουμε το σήμα του ψυ­χικού πόνου με τη συνδρομή μάλιστα της κατάλλη­λης μελέτης, της προσευχής και της βοήθειας του έ­μπειρου πνευματικού.

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016

ΔΙΑΚΟΠΗ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΥ ΣΤΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΑΠΟ ΑΓΙΟΡΕΙΤΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ

%cf%80%ce%b1%cf%84%ce%b5%cf%81%ce%b5%cf%83-%ce%b1%ce%b3%ce%b9%ce%bf%ce%bd88888 

ΔΙΑΚΟΠΗ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΥ ΣΤΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΑΠΟ ΑΓΙΟΡΕΙΤΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ

Με μια επιστολή καταπέλτης με τον τίτλο, «ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ» και πατερικώς θεολογούμενη, Αγιορείτες Πατέρες αφ’ ενός διακόπτουν την μνημόνευση του Πατριάρχη αφ’ ετέρου ζητούν από τις ιερές μονές να πάρουν επίσημη θέση στην θρησκευτική παρεκτροπή και αποστασία.


ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ

Ἐν Ἁγίῳ Ὄρει τῇ 8η Νοεμβρίου 2016
Σύναξις τῶν Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ
καὶ πασῶν τῶν ἀσωμάτων καὶ ἐπουρανίων Δυνάμεων.
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
τῆς Ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ζωοποιοῦ Τριάδος.


Πρὸς τὴν Ἱερὰ Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ τοὺς Σεβαστοὺς ἁγίους Καθηγουμένους τῶν Ἱερῶν Μονῶν.


“Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς· ὅστις δ᾿ ἄν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς”.(Μτ. Ι, 32)


“Eὐχαριστοῦντες τῷ Θεῷ καὶ Πατρὶ τῷ ἱκανώσαντι ἡμᾶς εἰς τὴν μερίδα τοῦ κλήρου τῶν ἁγίων ἐν τῷ φωτί”, ὅπου κατεξοχὴν εἶναι καὶ λέγεται ὁ μοναχισμός, τὸ ἀκρότατον τῆς εὐαγγελικῆς πολιτείας, ἡ κλήση τῆς ὁποίας ἀπαιτεῖ κατὰ τὸ ἀποστολικὸν λόγιον: “περιπατῆσαι ὑμᾶς ἀξίως τοῦ Κυρίου εἰς πᾶσαν ἀρέσκειαν ἐν παντὶ ἔργῳ ἀγαθῷ καρποφοροῦντες καὶ αὐξανόμενοι εἰς τὴν ἐπίγνωσιν τοῦ Θεοῦ”, “ ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ έν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ”, αὐτῆς τῆς γνώσεως διὰ τῆς φωτουργοῦ διδασκαλίας τῶν ἁγίων καὶ θεοφόρων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἤλθαμε εἰς ἐπίγνωσιν τῶν κρισίμων δογματικῶν ζητημάτων πίστεως, τὰ ὁποῖα σχετίζονται μὲ τὴν παναίρεσιν τοῦ διαχριστιανικοῦ καὶ διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καὶ τὰ ὁποῖα διενεργοῦνται κατὰ τῆς ἁγίας καὶ ἀμωμήτου ὀρθοδόξου πίστεως. 
Ἐπὶ 114 συναπτὰ ἔτη, ἀρχῆς γενομένης τὸ 1902, ὁ ἑκάστοτε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως πρωτοστατεῖ, ἔργῳ καὶ λόγῳ, στὴν ἐπιβολὴ τῆς παναιρετικῆς καινοφανοῦς διδασκαλίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. 
Δυστυχῶς, παρατηρεῖται ἐντὸς τῶν περισσοτέρων μονῶν καθὼς καὶ κελλιωτικῶν συνοδειῶν ἡ καλλιέργεια ἑνὸς κλίματος ἀμεριμνίας καὶ ἀδιαφορίας, ἡ ὁποία ἐγγίζει τὰ ὅρια τῆς ἠθελημένης ἄγνοιας, μὲ ἀποτέλεσμα οἱ ἐκεῖ μονάζοντες πατέρες νὰ ἀγνοοῦν ἕως καὶ τὰ βασικότερα περὶ τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. 
Τούτων οὕτως ἐχόντων, κατόπιν πολλῆς καὶ ἐμπόνου προσευχῆς, ἡ φωνὴ τῆς συνείδησεως μᾶς ὑπέδειξε νὰ ξεκινήσουμε ἀγῶνα ὁμολογιακὸ, θεμελιωμένο στὴν ἀντιαιρετικὴ στάση τῶν ὁσίων Πατέρων τοῦ παρελθόντος, ἐξαιρέτως τῶν Ἁγιορειτῶν.

Γιατὶ οἱ ἀποφάσεις τῆς λεγομένης Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου (ΑκΜΣ), εἶναι αἱρετικές.

Ἡ μελέτη τῶν ἀποφάσεων τῆς λεγομένης Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου (ΑκΜΣ), ὑπὸ τὸ φῶς τῆς ἁγιοπατερικῆς διδασκαλίας καὶ ὄχι κατὰ τὴν ἑκάστου προσωπικὴ γνώμη, μᾶς ὡδήγησε στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ ἐν λόγῳ Σύνοδος ἀντὶ νὰ ὀρθοτομήσει τὸν λόγο τῆς ἀληθείας καὶ νὰ καταδικάσει ὡς ΑΙΡΕΣΗ τὸν Οἰκουμενισμό, ἀντιθέτως τὸν ἐπέβαλε προσδίδοντάς του πανορθόδοξον κῦρος, ἀποδεχομένη τὴν ἐκκλησιαστικότητα τῶν πάλαι ποτὲ καταδεδικασμένων αἱρέσεων τοῦ παπισμοῦ καὶ τοῦ προτεσταντισμοῦ. Ἡ λήψη τῆς συγκεκριμένης ἀποφάσεως καὶ μόνον τὴν καθιστᾶ μία ἀντορθοδόξου πίστεως καὶ ὁμολογίας ψευδοσύνοδο.

1) Συγκεκριμένα στὸ τελικὸ κείμενο “Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον’’, στὴν παράγραφο 6 ἀναφέρεται: “ Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τὴν ἱστορικὴν ὀνομασίαν τῶν μὴ εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾿ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν”. Ἐδῶ βλέπουμε τὸ παραπλανητικὸ παιχνίδι τῶν χρησιμοποιουμένων ἐκφράσεων. Ἡ χρήση ἀφ’ ἑνὸς μέν τῆς ἐκφράσεως ὅτι ἡ Ἐκκλησία “ἀποδέχεται”, ἀφ’ ἑτέρου δέ, τοῦ χαρακτηρισμοῦ τῶν αἱρετικῶν ὡς “ Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν”, καταφανῶς ὁδηγεῖ στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ ΑκΜΣ (καὶ δι’ αὐτῆς πάντες οἱ ἀποδεχόμενοι αὐτήν), υἱοθέτησε καὶ ἀποδέχθηκε τὴν νέα ἐκκλησιολογία τῆς Β´ Βατικανῆς “συνόδου”, ὅπως ἐκφράστηκε στὰ ἐπίσημα κείμενά της (βλ. κυρίως Lumen Gentium 15, Unitatis Redintegratio 3, ὅπου γίνεται ἀναφορὰ στὴν ὕπαρξη “ Ἐκκλησιῶν καὶ Ἐκκλησιαστικῶν Κοινοτήτων”), συμφώνως πρὸς τὴν ὁποίαν ἡ “ἐκκλησία” διεσπάσθῃ ἐν χρόνῳ, πλὴν τὰ διασπασθέντα μέλη, ἐὰν μὲν διατηροῦν ἐπισκοπάτο καὶ μυστήρια (Βάπτισμα, Χρῖσμα, Εὐχαριστία), καλοῦνται “ Ἐκκλησίες” καὶ θεωρεῖται ὅτι διακρατοῦν περισσότερα στοιχεῖα ἐκκλησιαστικότητος, (οἱ Παπικοὶ ἀναφερόντουσαν στοὺς Ὀρθοδόξους, στοὺς Μονοφυσῖτες, καὶ σὲ τμήματα τοῦ Προτεσταντικοῦ κόσμου, ὅπως π.χ. οἱ Ἀγγλικανοί· στὸ δὲ κείμενο τῶν Σχέσεων, ἡ ἀναφορὰ καλύπτει Μονοφυσῖτες καὶ Προτεστάντες ὅπως ἀνωτέρω, μὲ τὴν προσθήκη τῶν Παπικῶν), ἂν δὲ δὲν διατηροῦν τὰ ἀνωτέρῳ, παρὰ μόνον τὸ Βάπτισμα, ὀνομάζονται “ Ἐκκλησιαστικὲς Κοινότητες” (μ’ αὐτὸ τόσο οἱ Παπικοί, ὅσο καὶ ἡ σύνοδος τῆς Κρήτης ποὺ τοὺς ἀκολουθεῖ, -ἁπλῶς ἀλλάζοντας τό “Κοινότητες” σέ “ Ὁμολογίες”- ἐννοοῦν τοὺς καλβινίζοντες Προτεστάντες).

• Ἐκτὸς τῶν ἄλλων, εἰδικὰ στὶς παραγράφους 9-11, ἐπικυρώνεται συνοδικὰ, οὐσιαστικὰ, τὸ σύνολο τῶν ἀποφάσεων-κειμένων τοῦ συμβουλίου ‘’Πίστις καὶ Τάξις’’ τοῦ Π.Σ.Ε, ὅσο καὶ αὐτῶν ποὺ ἔχουν παραχθεῖ ἀπὸ τὴ Μικτὴ Θεολογικὴ Ἐπιτροπὴ Παπικῶν καὶ ‘’ὀρθοδόξων’’. Προσδίδεται ἔτσι σὲ ὅλα αὐτὰ πλέον συνοδικὴ ἔγκριση πανορθοδόξου κύρους. Ἀποδέχεται ἑπομένως καὶ ἀναγνωρίζει στὶς αἱρετικὲς κοινότητες ὅτι ἔχουν, καθὼς καὶ οἱ ὀρθόδοξοι, ἀποστολικὴ διαδοχή, ἱερωσύνη, βάπτισμα καὶ αὐθεντικὰ μυστήρια, (βλ. συμπεφωνημένα κείμενα Μονάχου 1981, Μπάρι 1987, Νέου Βάλαμο 1988, Μπαλαμάντ 1993, Ραββένας 2007). Ἐν ὀλίγοις ἀποδομεῖται ὁλόκληρη ἡ ἀποστολικοπαράδοτη, δογματικὴ διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ΑκΜΣ ἀποδέχεται ὅτι ὁ Πάπας καὶ ὅλοι οἱ αἱρετικοὶ δίχως νὰ ἀποκηρύξουν κανένα ἀπὸ τὰ αἱρετικὰ δόγματά τους εἶναι καὶ αὐτοὶ Ἐκκλησίες, ἐνῶ ἀντιθέτως, οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀναθεμάτιζαν καὶ ἀπέκοπταν τοὺς αἱρετικοὺς ὡς σάπια καὶ νεκρὰ μέλη, ὡς παντελῶς ξένα δηλαδὴ πρὸς τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.


3) Ὅσον ἀφορᾷ στὸ κείμενο περὶ τοῦ μυστηρίου τοῦ Γάμου, παρατηρεῖται μία ἐσκεμμένα παραπλανητικὴ ἀμφισημία κατὰ τὴν ὁποίαν, ἐνῶ ἀρχικῶς καταγράφεται ἡ σχετικὴ πατερικὴ διδασκαλία ἐπὶ τοῦ θέματος (παράγραφοι ἕως καὶ II,3), κατόπιν αὕτη ἀνατρέπεται πλήρως διὰ τῆς ἐπισήμου ἀποδοχῆς τῶν μικτῶν λεγομένων “γάμων”, μέσω τῆς ἐφαρμογῆς μιᾶς ψευδωνύμου “οἰκονομίας”, ἡ ὁποία καταστρατηγεῖ τόσο τὸ γράμμα, ὅσο καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ 72ου κανόνος τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ Συνόδου (692), μιγνύοντας τὰ ἄμικτα: ὀρθόδοξους καὶ αἱρετικούς. Ἡ συγκεκριμένη ἀπόφαση ἀποτελεῖ τὸ δεύτερο σημεῖο ἀναγνωρίσεως ἐκκλησιαστικότητος τῶν ἀποκεκομμένων ἐκ τῆς Ἐκκλησίας αἱρετικῶν κοινοτήτων, ἀφοῦ γίνεται ἀποδεκτὸ πλέον καὶ συνοδικῶς, τὸ ἔγκυρον τοῦ αἱρετικοῦ βαπτίσματος καὶ κατὰ συνέπειαν τῶν αἱρετικῶν “μυστηρίων” καὶ συνακόλουθα τῆς βαπτισματικῆς θεολογίας:
“Ὁ γάμος Ὀρθοδόξων μεθ᾿ ἑτεροδόξων κωλύεται κατὰ κανονικὴν ἀκρίβειαν (κανὼν 72 τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλῳ Συνόδου). Ἡ δυνατότης ἐφαρμογῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας ὡς πρὸς τὰ κωλύματα γάμου δέον ὅπως ἀντιμετωπίζεται ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἑκάστης αὐτοκεφάλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.” (παράγραφοι II,5,i-ii).


4) Ἀναφορικῶς δὲ πρὸς τὸ κείμενο τῆς Νηστείας, ἰσχύει ὅ,τι ἐλέχθη καὶ γιὰ τὸ κείμενο τοῦ Γάμου: ἕως καὶ τὴν παράγραφο 7, παρουσιάζεται ἡ σχετικὴ ὀρθόδοξη διδασκαλία περὶ νηστείας, ἀκολούθως ὅμως “ἐπιτρέπεται” ἡ κατάλυσίς της (Νηστεία 8), μὲ ἀποτέλεσμα νὰ παραδίδεται τελεσιδίκως ἡ ἀσκητικὴ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση στὸ ἐκκοσμικευμένο καὶ ἀντιασκητικὸ πνεῦμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ ἐδῶ διὰ τῆς ὁδοῦ τῆς «οἰκονομίας»: καταλύονται οἱ ἱεροὶ κανόνες περὶ τῆς νηστείας.


5) Στὴν σύνοδο τῆς Κρήτης δὲν ὑπῆρξε οὔτε κἂν ἡ ἐπίφασις συνοδικότητος ποὺ βλέπουμε στὴν Β’ Βατικανὴ σύνοδο, στὴν ὁποία εἶχε κληθεῖ τὸ σύνολο τῶν ἀνὰ τὴν οἰκουμένη παπικῶν ἐπισκόπων, ἐνῶ στὴν ΑκΜΣ δὲν συμμετεῖχε τό σύνολο τῶν ἐπισκόπων παρὰ μόνον “ἀντιπροσωπεῖες”. Ἡ σύνοδος λειτούργησε σὰν νὰ ἦταν κάποιο πολιτικὸ σῶμα, ὅπου οἱ ἀντιπροσωπεῖες ψήφισαν κατ’ ἀρχὰς ἐσωτερικά, ὅπως καὶ οἱ κοινοβουλευτικὲς ὁμάδες τῶν κομμάτων, μὲ τελικὴ κατάληξη τὴν ψηφοφορία τῶν πρώτων, ὡς ἄλλων πολιτικῶν ἀρχηγῶν. Μὰ οὔτε καὶ πανορθόδοξος ἦταν, ἐφόσον τελικῶς ἔλειψαν τέσσερεις Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες.

Ὄντως ἡ ΑκΜΣ δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὶς προηγούμενες Οἰκουμενικὲς καὶ Τοπικὲς Συνόδους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἐξάλλου, ὅπως χαρακτηριστικὰ δήλωσε ὁ Ἀναστάσιος Ἀλβανίας, συνιστᾶ μία νέου εἴδους “σύνοδο”. Ἡ νέα πραγματικότητα ποὺ διαμορφώνεται μὲ “συνόδους” τύπου Κολυμπαρίου Κρήτης εἶναι ὅτι καταλύεται τὸ συνοδικὸ σύστημα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ εἰσάγεται ἡ ἐκκοσμίκευση ἐντὸς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ὅπου δὲν ὑπάρχει ἡ εὐωδία τοῦ λιβανιοῦ ἀλλὰ ἡ δυσωδία τῶν κοσμικῶν ἀρωμάτων. Ὄντως δὲν ὑπάρχει οὐδαμοῦ ὁ αὐθεντικὸς δογματικὸς λόγος καὶ ἡ ἀκρίβεια ποὺ ἁρμόζει σὲ μία Ὀρθόδοξη Σύνοδο, ὥστε νὰ ἀποπνέει ἐμπιστοσύνη καὶ αὐθεντικότητα.


6) Κλείνοντας, παρατηροῦμε ὅτι σὲ ὅλα τὰ κείμενα τῆς Συνόδου δὲν ὑπάρχει ἡ εὐθύτης τοῦ λόγου, τὸ εὐαγγελικόν «ἔστω ὁ λόγος ὑμῶν ναὶ ναί, οὔ οὔ» (Ματθ. εʹ, 37), ἐκεῖνο μάλιστα ποὺ ἐντυπωσιάζει εἶναι ὅτι οἱ λέξεις ποὺ συστηματικὰ ἀποφεύγονται εἶναι: αἱρετικοί, αἵρεσις καὶ δόγμα. Σκοπὸς βεβαίως τοῦ παρόντος κειμένου δὲν εἶναι ἡ λεπτομερὴς θεολογικὴ ἀνάλυση ἐπὶ τῶν κειμένων τῆς ΑκΜΣ, ἐπ’ αὐτοῦ παραπέμπουμε στὴ θεολογικὴ μελέτη τοῦ ἁγιορείτου Μοναχοῦ Ἐπιφανίου Καψαλιώτου, καθὼς καὶ ἀκαδημαϊκῶν θεολόγων καθηγητῶν. Στὶς ἐν λόγῳ ἐργασίες γίνεται σαφὲς ὅτι πέραν τοῦ κακοδόξου κειμένου τῶν Σχέσεων, καὶ τὰ ἄλλα συνοδικὰ κείμενα: τῆς Ἐγκυκλίου, τοῦ Μηνύματος, καὶ τῆς Ἀποστολῆς, βρίθουν ἀντορθοδόξων θέσεων περὶ τοῦ χαρακτῆρος τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ἀποστολῆς αὐτῆς ἐν τῷ κόσμῳ.
Ἡ λεγομένη ΑκΜΣ ἀποκορύφωμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
Πάντως τὰ τελικῶς γενόμενα στὴν λεγομένη ΑκΜΣ δὲν προξενοῦν ἐντύπωση ὡς κάτι τὸ ἀπρόσμενο, ἀντιθέτως, ἀποτελοῦν τὴν φυσιολογικὴ κατάληξη μιᾶς ὁλοκλήρου πορείας αἱρετικῶν πράξεων καὶ λόγων τοῦ ἑκάστοτε πατριάρχου ἀπὸ τὸ 1902 καὶ ἐντεῦθεν. Τὸ φοβερὸν εἶναι, ὅτι εὐθὺς μετὰ τὴν ΑκΜΣ ὁ νῦν Πατριάρχης ἔδραμε σπουδαίως στὴ διαθρησκειακὴ σύναξη τῆς Ἀσσίζης γιὰ νὰ ἀνάψει καὶ αὐτὸς τὸ κεράκι του στὸν κοινὸ βωμὸ τοῦ Βάαλ τῆς Πανθρησκείας (Αὔγουστος 2016). Τοῦτο ἀποτέλεσε συνέχεια προηγουμένων συμπροσευχῶν μετὰ τῶν ἐχθρῶν τοῦ Χριστοῦ, ὅπως Ἑβραίων, Βουδιστῶν, Ἰνδουϊστῶν, Εἰδωλολατρῶν κ.ἄ. Ἂν αὐτὸ δὲν εἶναι ἄρνηση Χριστοῦ, τότε τί εἶναι; Ὑπηρετεῖ, δυστυχῶς, πιστὰ τὴν Πανθρησκεία τοῦ Ἀντιχρίστου. Αὐτὰ οὐδεὶς αἱρετικός, διὰ μέσῳ τῶν αἰώνων δὲν τόλμησε οὔτε κἂν καὶ νὰ τὰ σκεφθεῖ!


Ἀναπόφευκτα τὸ ἑπόμενο καὶ τελικὸ στάδιο θὰ εἶναι ἡ ὑποταγὴ στὸ πρωτεῖο ἐξουσίας, στὸ ἀλάθητο τοῦ αἱρεσιάρχη Πάπα καὶ «τὸ κοινὸ ποτήριο» , δηλαδὴ στὴ μετατροπὴ τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν σὲ Οὐνιτικές.
Εἶναι γνωστὸ τοῖς πᾶσι ὅτι ὁ νῦν Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης τυγχάνει ὁ κύριος ἐμπνευστὴς ὅλων τῶν κακοδόξων ἀποφάσεων τῆς ΑκΜΣ, καθὼς αὐτὸ ἀποτελοῦσε ὅραμα ζωῆς καὶ ἦταν ὁ διαρκής του στόχος. Οἱ αἱρετικοῦ χαρακτήρα θεολογικὲς θέσεις τοῦ Πατριάρχου -οἱ ὁποῖες ἔλαβαν πλέον καὶ πανορθόδοξον κῦρος- εἶναι ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια γνωστὲς καὶ εἶναι καταγεγραμμένες τόσο σὲ κείμενα, ὅσο καὶ ὡς προφορικὲς δηλώσεις καὶ ἔχουν ἐλεγχθεῖ δημοσίως ἀπὸ θεολογικὲς μελέτες ἐπισκόπων, ἀπὸ τὴ “Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν”, ἀπὸ ἀκαδημαϊκοὺς καθηγητὲς τῆς Θεολογίας, καθὼς καὶ ἀπὸ ἄλλους κληρικοὺς καὶ λαϊκούς. Ἐμεῖς ἀπὸ τὴν πλευρά μας, δώσαμε τὴν ἁγιορειτικὴ μαρτυρία ἐκδίδοντας τὸν συλλογικὸ τόμο «Ἅγιον Ὄρος. Διαχρονικὴ μαρτυρία στοὺς ἀγῶνες ὑπὲρ τῆς πίστεως» τὸ 2014, καὶ τὸν ὁποῖο ὑπέγραψαν τέσσερις ἁγιορεῖτες Ἡγούμενοι καθὼς καὶ πλῆθος κελλιωτῶν καὶ γερόντων. Περιέχει παλαιότερα κείμενα τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος, προβάλλοντας ἔτσι τὴ διαχρονικὴ φωνὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους πρὸς ἐνημέρωση τοῦ πιστοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος ὅμως σήμερα κρατεῖται στὸ σκότος καὶ τὴν ἄγνοια. Στὸ συγκεκριμένο κείμενο, καθὼς καὶ σὲ ἄλλα ποὺ ἔχουν δεῖ κατὰ τὸ παρελθὸν τὸ φῶς τῆς δημοσιότητος, γίνεται σαφὲς ὅτι ὁ Πατριάρχης κηρύττει αἵρεσιν γυμνῇ τῇ κεφαλῇ. Ἐνδεικτικῶς ἀναφέρουμε ὁλίγα ἐκ τῶν (πάρα) πολλῶν:
loading...


ΓΙΑΤΙ Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΣ

1) Ὁ Πατριάρχης δὲν πιστεύει εἰς τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως, δηλαδὴ εἰς «Μίαν Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν».
Τὸ Μάϊο τοῦ 2014 στὴ συνάντησή του μὲ τὸν Πάπα στὰ Ἱεροσόλυμα στὸ λόγον του εἶπε: « Ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία…λόγῳ τῆς ὑπερισχύσεως τῆς ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας καὶ τοῦ πεπερασμένου θελήματος τοῦ ἀνθρωπίνου νοὸς διεσπάσθη ἐν χρόνῳ…αἱ κατὰ τόπους Ἐκκλησίαι ὡδηγήθησαν εἰς διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς πίστεως…» (προσφώνησις Πατριάρχου πρός Πατριάρχην Ἱεροσολύμων 24 Μαΐου 2014 βλ. ἱστολόγιο amen).
Ἔχει πεῖ, «…Ἐφ᾿ ὅσον δηλονότι ἡ μία Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει ὅτι ἄλλη τις Ἐκκλησία εἶναι ταμιοῦχος τῆς χάριτος καὶ ἀρχηγὸς σωτηρίας, ἀποκλείεται, ὡς ἀντιφάσκουσα εἰς τὴν παραδοχὴν ταύτην, ἡ προσπάθεια ἀποσπάσεως πιστῶν ἀπό τῆς μιᾶς καὶ προσαρτήσεως αὐτῶν εἰς τὴν ἑτέραν…δὲν εἶναι ἀνταγωνίστρια τῶν ἄλλων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλ᾿ ἕν σῶμα μετ᾿ αὐτῶν». (Προσφώνησις πρὸς τήν παπικὴν ἀντιπροσωπίαν εἰς τὴν θρονικὴ ἑορτὴ, Κων/πολις 1998, περ. Ἐπίσκεψις).
Σὲ ἄλλη του ὁμιλία εἶπε: « Ἀπηλλαγμένοι λοιπὸν τῶν ἀγκυλώσεων τοῦ παρελθόντος…Κάθε Ἐκκλησία εἶναι ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ ὄχι ἡ ὁλότητά της. Κάθε Ἐκκλησία ἐκπληρώνει τἠν καθολικότητά της, ὅταν εἶναι σὲ κοινωνία μὲ τὶς ἄλλες Ἐκκλησίες…ὁ ἕνας χωρὶς τὸν ἄλλον εἴμαστε πτωχευμένοι» (Ὁμιλία εἰς Γενεύην 17 -2 2008).
Ἡ Ἐκκλησία κατὰ τὸν Πατριάρχη εἶναι διεσπασμένη καὶ διῃρῃμένη. Δὲν ὑπάρχει ἡ ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ μέσα σὲ αὐτὴν τὴν διῃρημένη «Ἐκκλησία» συγκαταλέγει καὶ τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. Πιστεύει στὴν οἰκουμενιστικὴ «θεωρία τῶν κλάδων». Ἐπ᾿ αὐτοῦ δημοσίευσε θεολογικὴ κριτικὴ ἡ ‘’Σύναξις Ὀρθοδόξων κληρικῶν καὶ μοναχῶν’’, ποὺ ἀποδεικνύει τὴν αἱρετικὴ διδασκαλία τοῦ Πατριάρχη.
Κατὰ συνέπειαν, «ὅποιος πιστὸς κληρικὸς καὶ λαϊκὸς ἀμφισβητεῖ ἤ ἀρνεῖται συνειδητὰ τήν ἁγιοπνευματικὴ ἐμπειρικὴ ὀρθόδοξη πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτὴ ὁριοθετεῖται μὲ κάθε ἀκρίβεια στοὺς Ὅρους τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί ἰδιαιτέρως στὰ μονοσήμαντα ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, εὐλόγως ἐκπίπτει ἀπό τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὑποκείμενος σὲ καθαίρεση ἢ ἀφορισμὸ κατὰ τίς Οἰκουμενικὲς Συνόδους». ( βλ. Ζʹ Ἱερὸν Κανόνα τῆς Γʹ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καὶ τὴν μελέτη “Ἡ νέα ἐκκλησιολογία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου”, ἔκδ. Σύναξις Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν, 2015, σελ. 13).


2) Ὁ Πατριάρχης δὲν πιστεύει ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ μοναδικὸς ἀληθινὸς Θεός καὶ Σωτήρας τοῦ κόσμου, ὅπως τὸν ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολον τῆς πίστεώς μας « Καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν…», καὶ τοῦτο ἀποδεικνύεται πάλιν ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ λόγια καὶ ἔργα του. Δὲν πιστεύει εἰς τὸ «Εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα». (Ἐφ. Δʹ, 5).
Τὸ 2001 στὴν νότιο Ἀφρικὴ, δήλωσε ὅτι: « ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, δὲν ἐπιδιώκει νὰ πείση τοὺς ἄλλους γιὰ μία συγκεκριμένη ἀντίληψι τῆς Ἀλήθειας ἢ τῆς Ἀποκαλύψεως ». (ἐκ τῆς ἱστοσελίδος τοῦ Πατριαρχείου).
Ὁ Πατριάρχης λέγοντας ὅτι δὲ χρειάζεται νὰ διδάσκουμε «γιὰ μιὰ συγκεκριμένη ἀντίληψι τῆς Ἀληθείας ἢ τῆς Ἀποκαλύψεως», καταργεῖ τὴν ἱεραποστολὴ καὶ τὸ βάπτισμα• γιὰ αὐτὸ καὶ ἀπαγορεύει τὸ ὀρθόδοξο βάπτισμα στοὺς προσηλύτους.


3) Πιστεύει ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες σώζουν.
Στὴ Γενεύη τὸ 1995 ἔκανε τὴ δαιμονικὴ, βλάσφημη δήλωση:«ΟΛΕΣ ΟΙ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΔΟΙ ΣΩΤΗΡΙΑΣ». (Ἐπίσκεψις ἀρ. 523, σελ. 12).
Ἐὰν ὅλες λοιπὸν οἱ θρησκεῖες σώζουν, γιατί τότε νὰ ἔρθει ὁ Χριστὸς στὴν γῆ; Γιατί νὰ γίνει ἄνθρωπος καὶ νὰ σταυρωθεῖ , ἀφοῦ ὅλες οἱ θρησκεῖες σώζουν; Γιὰ τὸν Πατριάρχη λοιπὸν, ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι Θεός, ὁ χριστιανισμὸς εἶναι ἁπλᾶ μία θρησκεία, ὅπως ὅλες οἱ ἄλλες θρησκεῖες. Καὶ ἀκόμη μνημονεύεται ἡμέρας καὶ νυκτὸς ὡς ὀρθοτομῶν τὸν λόγον τῆς ἀληθείας;…
Στὴν 6η Παγκόσμια Συνάντηση Θρησκείας καὶ Εἰρήνης στὶς 4/11/1994 δηλώνει: «Ἐμεῖς οἱ θρησκευτικοὶ ἡγέτες πρέπει νὰ φέρουμε στὸ προσκήνιο τὶς πνευματικὲς ἀρχὲς τοῦ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ, τῆς ἀδελφωσύνης καὶ τῆς εἰρήνης. Ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸ πετύχουμε αὐτὸ πρέπει νὰ εἴμαστε ἑνωμένοι στὸ πνεῦμα τοῦ ἑνὸς Θεοῦ…Ρωμαιοκοθολικοὶ, καὶ Ὀρθόδοξοι, Προτεστάνται καὶ Ἑβραῖοι, Μουσουλμάνοι καὶ Ἰνδοί, Βουδισταί…». (Ἐπίσκεψις ἀρ. 494, σελ. 23, Γενεύη 1994).
Πιστεύει καὶ κηρύττει ὅτι τὸ Κοράνιο εἶναι “ἴσο μὲ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἱερὸ, ὅπως αὐτή”[1] καὶ ὅτι οἱ Μωαμεθανοὶ μποροῦν νὰ πᾶνε στὸν παράδεισο χωρὶς νὰ πιστεύουν στὸ Χριστό[2]
Ὁ Πατριάρχης στήν Ἀτλάντα τῆς Τζώρτζια τῶν ΗΠΑ, προσφώνησε τόν ἰδιοκτήτη τῆς Coca Cola Μουχτὰρ Κέντ καὶ εἶπε: «Ἔχω ἕνα μικρὸ ἐνθύμιο, μικρό, ἀλλὰ καὶ μεγάλο· ἐνθύμιο στή Δάφνη καί στόν Μουχτάρ. Εἶναι τὸ ἅγιο κοράνιο, τὸ ἱερὸ βιβλίο τῶν μουσουλμάνων ἀδελφῶν μας». (Περιοδικό: Ἅγιον Ὄρος – Διαχρονικὴ μαρτυρία στούς ἀγῶνες τῆς Πίστεως, ἔκδ. Ἁγιορειτῶν Πατέρων, Ἁγ. Ὄρος 2014, σελ. 69).
Πιστεύει καὶ κηρύττει ὅτι πολλὲς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ εἶναι προσωρινές[3], διαφωνώντας ἀκόμα καὶ μὲ τὸν Κύριο!
Ὀνομάζει «εὐλογημένη» καὶ τιμᾷ τὴ Συναγωγὴ τῶν Ἑβραίων, ἐκεῖ ποὺ ὑβρίζεται ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Θεοτόκος[4]. Γιὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο ἡ Συναγωγὴ εἶναι “χῶρος δαιμονίων ποὺ συνάζονται οἱ σταυρωτὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ θεομάχοι”[5].
4) Πιστεύει καὶ κηρύττει τὴν βασικὴ ἀρχὴ τῆς Μασονίας ὅτι δηλαδή: «ἕκαστος νὰ λατρεύῃ τὸν Ἕνα Θεὸν ὡς προτιμᾷ…». «Ὁ Θεὸς εὐαρεστεῖται εἰς τὴν εἰρηνικὴν συμβίωσιν τῶν ἀνθρώπων καὶ μάλιστα, αὐτῶν οἱ ὁποῖοι Τὸν λατρεύουν ἀνεξαρτήτως τῶν διαφορῶν, αἱ ὁποῖαι ὑπάρχουν εἰς τὴν πίστιν μεταξὺ τῶν τριῶν μεγάλων μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν«[6].


5) Ἐπιδιώκει τὴν κατάργηση ἢ τροποποίηση πλειάδος Ἱερῶν Κανόνων, κάτι, ποὺ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, εἶναι γνώρισμα αἱρετικοῦ ἀνθρώπου[7]. Ὀνομάζει τοὺς Ἱ. Κανόνες «τείχη τοῦ αἴσχους«[8]!


6) Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἐπίσης ἐκφράζεται ὑβριστικὰ κατὰ τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, διότι στὴν θρονικὴ ἑορτὴ τὸ 1998, σχετικὰ μὲ τὸ θέμα τοῦ παπισμοῦ καὶ τὶς σχέσεις ποὺ πρέπει νὰ ἔχουμε μαζί τους, εἶπε: «Ἡ μετάνοια ἡμῶν διὰ τὸ παρελθὸν εἶναι ἀπαραίτητος. Δὲν πρέπει νὰ σπαταλήσωμεν τὸν χρόνον εἰς ἀναζήτησιν εὐθυνῶν. Οἱ κληροδοτήσαντες εἰς ἡμᾶς τὴν διάσπασιν προπάτορες ἡμῶν ὑπῆρξαν ἀτυχῆ θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως καὶ εὑρίσκονται ἤδη εἰς χείρας τοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ. Αἰτούμεθα ὑπὲρ αὐτῶν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὀφείλομεν ἐνώπιον αὐτοῦ, ὅπως ἐπανορθώσωμεν τὰ σφάλματα ἐκείνων (!)» (Βλ. Ἐκκλησιαστικὴ Ἀλήθεια, 16/2/1998 καὶ περ. Ἐπίσκεψις).
Φρικιᾶ ὁ κάθε εὐσεβὴς ὀρθόδοξος χριστιανὸς ἀκούγοντας τὰ ἀσεβῶς τολμηθέντα “ρήματα” τοῦ πατριάρχου. Βλασφημεῖται ἅπας ὁ χορὸς τῶν ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποίοι ὡς γνήσιοι ποιμένες τῶν διαπιστευμένων εἰς αὐτοὺς λογικῶν προβάτων, τὸ διεφύλαξαν ἀμόλυντο ἀπὸ τὴ λύμη τῶν αἱρέσεων, μεγαλυτέρα τῶν ὁποίων ἦταν (καὶ παραμένει), αὐτὴ τοῦ ἀθέου παπισμοῦ. Βλασφημοῦνται ἀνερυθριάστως, ὡς δῆθεν ὄργανα τοῦ διαβόλου καὶ ὡς ὑπαίτιοι τοῦ σχίσματος, αὐτοὶ δηλαδὴ, γιὰ τοὺς ὁποίους ψάλλει ἡ Ἐκκλησία:
“Ὅλην συλλεξάμενοι, ποιμαντικὴν ἐπιστήμην, καὶ θυμὸν κινήσαντες, νῦν τὸν δικαιώτατον ἐνδικώτατα, τοὺς βαρεῖς ἤλασαν καὶ λοιμώδεις λύκους, τῇ σφενδόνῃ τῇ τοῦ Πνεύματος, ἐκσφενδονήσαντες, τοῦ τῆς Ἐκκλησίας πληρώματος, πεσόντας ὡς πρὸς θάνατον, καὶ ὡς ἀνιάτως νοσήσαντας, οἱ θείοι Ποιμένες, ὡς δούλοι γνησιώτατοι Χριστοῦ, καὶ τοῦ ἐνθέου κηρύγματος, μύσται ἱερώτατοι.” (στιχηρὸ προσόμοιο αἴνων, ἐκ τῆς Κυριακῆς τῶν ἁγίων Πατέρων)


7) Πιστεύει καὶ κηρύττει -σὲ ἀντίθεση μὲ δεκάδες Συνόδους καὶ ἑκατοντάδες Ἁγίους- ὅτι ἡ παπική «ἐκκλησία» εἶναι κανονικὴ καὶ ὁ Πάπας Ρώμης, κανονικὸς ἐπίσκοπος. Τὸ 1991 στὸ Μπαλαμάντ τοῦ Λιβάνου ἀποδέχτηκε τὸ ἔγκυρον τῶν μυστηρίων τῶν παπικῶν καθὼς καὶ τὴν Οὐνία[9]. Τὸ 1995, ὅπως καὶ τὸ 2014, συνυπέγραψε μὲ τὸν Πάπα «ΚΟΙΝΗΝ ΜΑΡΤΥΡΙΑΝ ΠΙΣΤΕΩΣ». Τὸ 2011, κατήχησε σπουδαστὲς παπικοῦ πανεπιστημίου ὑπὲρ τοῦ Πάπα. “Ὁ Οἰκ. Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος δέχτηκε ἐπίσκεψη ὁμάδος φοιτητῶν τοῦ Ποντιφικικοῦ Ἰνστιτούτου Saint Apollinaire. Ἀπευθυνόμενος στοὺς φοιτητὲς τοὺς προέτρεψε:Ἀκολουθῆστε τὸν Πάπα. Ὁ Πάπας Βενέδικτος ὁ ΙΣΤ΄ εἶναι ἕνας μεγάλος θεολόγος ποὺ κάνει καλὸ σὲ ὅλες τὶς Ἐκκλησίες. Ἀκολουθῆστε τον μὲ ἀγάπη καὶ συμπάθεια”[10].


8) Ἀναγνωρίζει τὶς χειροτονίες τῶν ἀγγλικανῶν[11] καὶ κάνει ἀποδεκτὸ τὸ βάπτισμα τῶν Λουθηρανῶν[12] (ὅπως καὶ γενικῶς πάντων τῶν προτεσταντῶν), ποὺ εἶναι διαστρεβλωτὲς τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὑβριστὲς τῆς Κυρίας Θεοτόκου, περιφρονητὲς τῶν Ἁγίων μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὡς εἰκονομάχοι ποὺ εἶναι, βρίσκονται ὑπὸ τὸν ἀναθεματισμὸ τῆς 7ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἄλλωστε στὸ συνέδριο τοῦ Π.Σ.Ε., τὸ 2006, στὸ Porto Alegre, ἀποδέχτηκε σὲ κοινὴ δήλωση μὲ τοὺς προτεστάντες ὅτι δὲν ὑπάρχει μόνο Μία Ἐκκλησία, ἀλλὰ ὅτι οἱ 348 ἐκκλησίες -μέλη τοῦ Π.Σ.Ε.- εἶναι γνήσιες ἐκκλησίες. Μία δὲ ἀπὸ αὐτὲς εἶναι καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία! Οἱ ποικίλες αἱρετικὲς διδασκαλίες τῶν προτεσταντῶν θεωροῦνται ὡς διαφορετικοὶ τρόποι ἐκφράσεως τῆς ἰδίας πίστεως καὶ ὡς ποικιλία τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δεχόμενος ἔτσι ὅτι τελικὰ δὲν ὑπάρχουν αἱρέσεις! “Αὐτὲς οἱ ἐκκλησίες καλοῦνται νὰ συμβαδίζουν, ἀκόμη καὶ ὅταν διαφωνοῦν”[13].


9) Τὸ Νοέμβριο τοῦ 1993 προέβη σὲ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων ἀνάμεσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ στὴν αἵρεση τῶν μονοφυσιτῶν. Ἡ κάθε πλευρὰ ἀναγνώρισε τὴν ἄλλη ὡς Ὀρθόδοξη. Τὶς καταδίκες καὶ τὰ ἀναθέματα τῆς 4ης Οἰκουμενικῆς πρὸς τοὺς Μονοφυσίτες (ποὺ τὰ ἐπανέλαβαν οἱ ἑπόμενες Σύνοδοι) τὰ ὀνομάζει «παρεξηγήσεις τοῦ παρελθόντος ποὺ ἔχουν ξεπεραστεῖ», ἀφοῦ, «δὲν ὑπάρχει θεολογία ποὺ μᾶς χωρίζει«[14]!


Δι’ ὅλων αὐτῶν ἀποδεικνύεται ὅτι δὲν συκοφαντοῦμε, οὔτε κατηγοροῦμε, μὰ οὔτε καὶ ὑβρίζουμε τὸν Πατριάρχη, ἁπλῶς μὲ τὸ νὰ προβάλλουμε τόσο τὰ ἔργα, ὅσο καὶ τοὺς λόγους του, ἀφήνουμε αὐτὰ νὰ μιλήσουν μόνα τους καὶ νὰ εἶναι αὐτὰ ποὺ καταγγέλλουν τὴν αἵρεσή του. Κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον, ἀποδεικνύουμε ὅτι ἐμεῖς πραγματικὰ τὸν ἀγαποῦμε, διότι ὅποιος ἀγαπᾶ, ὁμιλεῖ καὶ μαρτυρεῖ τὴν ἀλήθεια καὶ δὲν κολακεύει. Εὐχόμεθα ὁλοψύχως νὰ τοῦ χαρίσει ὁ Κύριος τοῦ ἐλέους μετάνοιαν, (ὅπως καί στοὺς λοιπούς, ὁμόφρονες πρὸς αὐτόν, οἰκουμενιστὲς ἐπισκόπους), ὥστε νὰ ἀποκηρύξει τὴν αἵρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Κατόπιν τούτων, ὁ νῦν Πατριάρχης στὴ συνείδηση τῶν Ὀρθοδόξων χριστιανῶν, δὲν ὑφίσταται πλέον ὡς ὀρθόδοξος Πατριάρχης ἀλλὰ ὡς αἱρεσιάρχης, καθὼς καὶ οἱ πρὸ αὐτοῦ αἱρετικοί, ὅπως ὁ Νεστόριος, ὁ Βέκκος κ.ἄ.
Ὡς ἁγιορεῖτες μοναχοί, εἶναι προφανῶς κατανοητὸ ἔχουμε ἰδιαίτερο πρόβλημα συνειδήσεως, καθότι τὸ Ἅγιον Ὄρος ἔχει ἄμεση ἐκκλησιαστικὴ ἀναφορὰ πρὸς αὐτόν. Ὄντως ἡ ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση ποὺ ζοῦμε σήμερα, ὡς πρὸς τὴν προδοσία τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, μᾶς παραπέμπει στὰ ἀλγεινὰ γεγονότα τῶν Συνόδων τῆς Λυών (1274) καὶ τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας (1439-40).
Τὰ 114 ἔτη ἄκρας οἰκονομίας (ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὴν αἱρετικῆς ἐμπνεύσεως ἐγκύκλιο τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Ἰωακεὶμ Γʹ, τὸ 1902) καὶ ἀνοχῆς στοὺς οἰκουμενιστές–λατινόφρονες καὶ φιλενωτικοὺς ἐπισκόπους εἶναι ὑπὲρ τοῦ δέοντος ἀρκετά. 
Ἡ ζημία ποὺ ἔχει προκαλέσει αὐτὴ ἡ ψευδεπίγραφη “οἰκονομία” στὴ δογματικὴ αὐτοσυνειδησία κλήρου καὶ λαοῦ εἶναι ἤδη τεραστίων διαστάσεων, μὲ συνέπεια τὴν ἀλλοίωση τῶν ὑγειῶς νοουμένων ὀρθοδόξων κριτηρίων τοῦ θεολογεῖν.  
Σκοπὸς καὶ στόχος τοῦ Ἁγίου Ὄρους πρωτίστως, καθ’ ὅλην τὴν ὑπερχιλιετῆ ἱστορία του, ὑπῆρξε ἡ διαφύλαξη καὶ ὑπεράσπιση τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁσάκις ἀνεφύη αἵρεσις ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, ἡ διαχρονικὴ ἁγιορειτικὴ στάση, θεμελιωμένη καὶ στοιχοῦσα στὴν ἱεροκανονικὴ παράδοση, διδάσκει τὴν αὐτονόητο ὑποχρέωση διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου, ἐν τοῖς μυστηρίοις, τοῦ αἱρετίζοντος πατριάρχου.


Ἡ ἐφαρμογὴ τῆς διακοπῆς τοῦ Πατριαρχικοῦ μνημοσύνου στὸ Ἅγιον Ὄρος


Εἰδικότερα, κατὰ τὴν χρονικὴ περίοδο ποὺ ἀκολούθησε τὴν ἑνωτικὴ σύνοδο τῆς Λυών (1274), πατριάρχου ὄντος τοῦ λατινόφρονος Ἰωάννου Βέκκου, ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Πρῶτος καθὼς καὶ τὸ σύνολο τῶν ἐν Ἀγίῳ Ὄρει μοναχῶν, ἔχοντας προβεῖ εἰς διακοπὴν τοῦ μνημοσύνου τοῦ πατριάρχου καὶ τοῦ αὐτοκράτορος, ἐδιώχθησαν καὶ -τινὲς ἐξ αὐτῶν- ἐμαρτύρησαν ὑπὸ τῶν ἑνωτικῶν.
“ Ἄνωθεν γὰρ ἡ τοῦ Θεοῦ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τὴν ἐπὶ τῶν ἀδύτων ἀναφορὰν τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως συγκοινωνίαν τελείαν ἐδέξατο τοῦτο. Γέγραπται γὰρ ἐν τῇ ἐξηγήσει τῆς θείας λειτουργίας, ὅτι ἀναφέρει ὁ ἱερουργῶν τὸ τοῦ ἀρχιερέως ὄνομα, «δεικνύων καὶ τὴν πρὸς τὸ ὑπερέχον ὑποταγὴν, καὶ ὅτι κοινωνός ἐστιν αὐτοῦ, τῆς πίστεως καὶ τῶν θείων μυστηρίων διάδοχος» ”. (βλ. V. Laurent-J. Darrouzes, Dossier Grec de I’ Union de Lyon, Paris 1977, σελ. 399).
Ὁ οὐσιαστικὸς λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον ὀφείλουμε νὰ κάνουμε τὴν διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου ἑνὸς αἱρετικοῦ πατριάρχου καὶ ἐπισκόπου εἶναι, ὃτι διὰ τῆς μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματὸς του γινόμεθα καὶ ἐμεῖς συγκοινωνοὶ τῆς αἱρέσεώς του, καίτοι δηλώνουμε ὅτι ἐμεῖς δὲν συμφωνοῦμε.

Ἄλλος Ἁγιορείτης Ὁμολογητὴς ὁ ὅσιος Ἡσαΐας, συνασκητὴς τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, ὅπως τὸν ἀναφέρει ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: «Οὗτος ὁ μακάριος ἔπαθε πολλὰ κακὰ ἀπὸ τὸν βασιλέα Μιχαήλ τὸν Παλαιολόγον τὸν λατινόφρονα, διατὶ δὲν ἤθελε νὰ συγκοινωνήσῃ μὲ τὸν τότε Πατριάρχη τὸν Βέκκον διὰ τὴν καινοτομίαν τοῦ Ὀρθοδόξου Δόγματος, ἀλλὰ θείῳ ζήλῳ κινούμενος ἠγωνίσθη πολλὰ ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ μὲ τὴν ἀκούραστον διδασκαλίαν του ἥνωσεν ὅλους μὲ τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ πλέον τελεώτερον».(βλ. «Ὑπὲρ τῶν Ἱερῶς ἡσυχαζόντων », 2,2,2, Ε.Π.Ε. τομ. Βʹ σελ. 350). σελ. 251).
Κατὰ τὴ νεωτέρα δὲ ἐποχή (1924), ἕνεκα τῆς καινοτόμου καὶ ἀντικανονικῆς εἰσαγωγῆς τοῦ νέου ἡμερολογίου, τὸ ὁποῖο ἀπετέλεσε καὶ τὸ πρῶτο πλῆγμα τοῦ Οίκουμενισμοῦ στὴν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, οἱ τότε πατέρες συνεχίζοντες τὴν πάγια ἁγιορειτικὴ παράδοση ἐπανέλαβαν τὴν διακοπὴ τοῦ πατριαρχικοῦ μνημοσύνου. Ἡ διαχρονικὴ αὐτὴ παράδοση, δυστυχῶς διεκόπη ὑπαιτιότητι τῶν νέων συνοδειῶν, τῶν προερχομένων ἐκ τοῦ κόσμου, καὶ οἱ ὁποῖες τὸ 1971 ἐπανέφεραν τὸ πατριαρχικὸ μνημόσυνο. Νὰ σημειωθεῖ ὅτι ἡ διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου γίνεται ἐπὶ σκοπῷ ἀποφυγῆς τοῦ μολυσμοῦ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος ἐκ τῆς κακοδόξου διδασκαλίας ἢ πρακτικῆς, μὲ ἀπώτερον σκοπὸν τὴν δι’ Ὀρθοδόξου Οἰκουμενικῆς Συνόδου καταδίκης τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας (ἢ πρακτικῆς) καὶ τῶν αἱρεσιαρχῶν ἐπισκόπων.
Ἐπὶ πατριαρχείας Ἀθηναγόρου, τό Ἅγιον Ὄρος, σχεδὸν στὸ σύνολό του, ὁλοψύχως καὶ ὡς ἓν σῶμα, ἀντέδρασε δυναμικὰ καὶ διέκοψε, ὡς ὤφειλε, τὸ μνημόσυνο τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα, (τὸ αὐτὸ ἔπραξαν καὶ κάποιοι ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων Ἱεραρχῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τῶν νέων καλουμένων Χωρῶν). Μάλιστα ὁ Ἀθηναγόρας “σεβόμενος” τὴν ὲλευθερία τῆς συνειδήσεως τῶν Ἁγιορειτῶν δὲν τοὺς ἐδίωξε, (βλ. πατριαρχικὴ Ἐγκύκλιο Ἀριθ. Πρωτ. 140/Κ. 17-9-1968), ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν τακτικὴ τοῦ πατριάρχου Δημητρίου, ὅπως καὶ τοῦ νῦν πατριάρχου Βαρθολομαίου.
Οἱ δυσμενεῖς ἐξελίξεις τῶν δεκαετιῶν τοῦ ’60 καὶ τοῦ ’70, κατὰ τὶς ὁποῖες ὁ Οἰκουμενισμὸς ἦταν σὲ ἔξαρση -ὅπως ἄλλωστε συμβαίνει καὶ σήμερα, ἔχοντας ὅμως ὁδηγήσει τὰ πράγματα σὲ πολὺ χειρότερη κατάσταση- ἀνάγκασε τοὺς ἁγιορεῖτες στὴν ἀπόφαση νὰ δημοσιεύσουν κείμενα ἁγιοπατερικῆς πνοῆς, ποὺ κατεδίκαζαν τὸν Οἰκουμενισμὸ ὀνομάζοντάς τον “αἵρεσιν”, ἀποδεχόμενοι μάλιστα καὶ τὸν χαρακτηρισμὸ ποὺ τοῦ εἶχε δώσει ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, αὐτὸν τῆς παναιρέσεως.
Οἱ Ἱερὲς Μονὲς ποὺ προέβησαν εἰς διακοπὴν τοῦ πατριαρχικοῦ μνημοσύνου:

Ἱ Μ. Ὁσίου Διονυσίου, μὲ ἡγούμενον τὸν Γέροντα Γαβριήλ,

Ἱ. Μ. Καρακάλλου, μὲ ἡγούμενον τὸν Γέροντα Παῦλο,

Ἱ. Μ. Σίμωνος Πέτρας, μὲ ἡγούμενον τὸν Γέροντα Χαράλαμπο,

Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, μὲ ἡγούμενον τὸν Γέροντα Βησσαρίωνα,

Ἱ. Μ Ἁγίου Παύλου, μὲ ἡγούμενον τὸν Γέροντα Ἀνδρέα,

Ἱ. Μ.Ξενοφῶντος, μὲ ἡγούμενον τόν Γέροντα Εὐδόκιμο,

Ἱ.Μ.Ἐσφιγμένου, μὲ ἡγούμενον τὸν Γέροντα Ἀθανάσιον,

Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα μὲ ἡγούμενον τὸν Γέροντα Βασίλειον (διέκοψε τὸ μνημόσυνο τό 1968, ἀλλὰ δυστυχῶς ἦταν καὶ ἡ πρώτη ποὺ τὸ ἐπανέφερε τὸ 1971).

Ἡ Ἱ.Μ. Κουτλουμουσίου, μνημόνευε μόνο στὴν πανήγυρη τῆς Μονῆς ‘’τυπικά’’ μόνον, ὅπως καὶ ἡ Ἱ. Μ. Κωσταμονίτου.

Ἐπίσης, ἀπὸ τὶς τότε Ἰδιόρρυθμες Μονές, στὴν Ἱ. Μ. Μεγίστης Λαύρας, μνημόνευαν μόνο στὸ καθολικό, ‘’τυπικά’’. Πολλοὶ ἱερομόναχοι τῆς Μεγίστης Λαύρας, ὅπως καὶ ὁ πρῶτος ἡγούμενος, μετὰ τὴν κοινοβιοποίησή της τό 1981, γέρων Ἀθανάσιος, ἐνῶ μνημόνευε ‘’τυπικά’’ στὸ Καθολικό τῆς Μονῆς, ὁ ἴδιος στὰ παρεκκλήσια, ὅταν λειτουργοῦσε, δὲν μνημόνευε, ὅπως ἐπίσης καὶ ἄλλοι ἱερομόναχοι τῆς Μονῆς. Τὸ αὐτὸ συνέβαινε καὶ σὲ ἄλλες Μονές, ὅπως π.χ. στὴν Ἱ. Μ. Ἁγίου Παύλου, στὴν ὁποία ὁ παπά-Παῦλος συνέχισε μέχρι τέλους νὰ μὴ μνημονεύει (+1995), καίτοι ἡ Μονὴ μετὰ τὴν παραίτηση ἐκ τῆς ἡγουμενίας τοῦ γέροντος Ἀνδρέα ἐπανέφερε τὸ μνημόσυνο, ἐπὶ ἡγουμενίας γέροντος Παρθενίου. Πάντως, καί ἄλλες Ἱ. Μονές ἀντιδροῦσαν καὶ δὲν ἤθελαν τὸ μνημόσυνο καὶ οἱ ὁποῖες μνημόνευαν περισσότερο ἀπό ‘’εὐγένεια’’. Ἐπίσης σὲ ὅλες τὶς Ἱερὲς Σκῆτες καὶ στὰ περισσότερα κελλιὰ δὲν μνημόνευαν, τόσο ζηλωτὲς ὅσο καὶ μὴ ζηλωτές.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀναφέρουμε, ἐνδεικτικῶς μόνον, τὶς ἀπαντήσεις δύο Ἱερῶν Μονῶν πρὸς τὴν Ἱερὰ Κοινότητα περὶ τοῦ ζητήματος τῆς διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου.

Ἡ Ἱ.Μ. Καρακάλλου εἰς ἀπάντησίν της πρὸς τὴν Ἱερὰ Κοινότητα, εἶχε γράψει τὰ ἑξῆς: ‘’ Ἡ καθ᾽ ἡμᾶς Ἱερὰ Μονὴ ὑπὸ στοιχεῖα ΙΔ΄ ἐν τῇ σημερινῇ Συνάξει 21/9/1972 ἐξήτασε καὶ αὖθις τὸ ἐπίμαχον θέμα τοῦ μνημονεύματος…Ἐπιθυμοῦμε νὰ ἐπαναλάβωμεν τὴν ἐν πεποιθήσει καὶ ἀμετάθετον ἀπόφασιν ἡμῶν περὶ συνεχίσεως τῆς διακοπῆς τοῦ Πατριαρχικοῦ Μνημοσύνου εἰς ἔνδειξιν διαμαρτυρίας, ἐφ᾽ ὅσον ὁ νέος Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Δημήτριος ὁ Α΄ θὰ συνεχίσῃ τὴν τηρουμένην ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου Γραμμῆς, τὴν ὁποίαν εἶχε χαράξει ὁ Ἀθηναγόρας.’’ (βλ. Ο.Τ. ἀρ.φ. 213, 1/7/1974).

Ἡ Ἱ.Μ. Ἁγίου Παύλου, ἐπὶ ἡγουμενίας τοῦ γέροντος Ἀνδρέα, ἀπήντησε ὡσαύτως: “…ἡ ἀπόφασις ἡμῶν εἶναι ὅτι δὲν δυνάμεθα νὰ προχωρήσωμεν εἰς συζήτησιν παρὰ μόνον ἐφ᾽ ὅσον δηλωθῇ ὑπὸ τῆς Α. Παναγιότητος διὰ τοῦ τύπου ὅτι δὲν θὰ ἀκολουθήσῃ τὴν πορείαν τοῦ προκατόχου Αὐτοῦ”. (ὅ. π.)
Ἐπίσης ὁ αὐτὸς ἡγούμενος τῆς Ἱ. Μονῆς π. Ἀνδρέας στὴ σχετική του ἀπάντηση πρὸς τὴν Ἱ. Κοινότητα ἀνέφερε: “Λόγοι ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως δὲν μοῦ ἐπιτρέπουν νὰ ἐπαναλάβω τὸ μνημόσυνον, διότι ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης εἶναι νεωτεριστής, βαδίζει τὰ ἴχνη τοῦ Οἰκουμενιστοῦ Ἀθηναγόρου, τοῦ ὁποίου τὰς ἀπόψεις καὶ τὰ αἱρετικά φρονήματα δὲν κατεδίκασεν”. (ὅ. π).
Κατόπιν ὅλων αὐτῶν ἡ Ἔκτατος Διπλή Ἱερὰ Σύναξις τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος εἰς τὴν ΝΒʹ Συνεδρία, τῆ 13ῃ Νοεμβρίου 1971 καὶ κατόπιν πολλῶν διεργασιῶν ἀπεφάσισε ὅτι: «…ἐπαφίεται εἰς τὴν συνείδησιν ἑκάστου μονῆς ἡ διαμνημόνευσις τοῦ ὀνόματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου».
Πάντως ὀφείλουμε νὰ τονίσουμε ὅτι στὰ θέματα τῆς πίστεως δὲν χωροῦν τυπικότητες καὶ εὐγένειες. Ἡ πίστις δὲν εἶναι θέμα εὐγενείας πρὸς πρόσωπα, ἀλλά ὁμολογίας καὶ τηρήσεως τῆς ἀκριβείας τῶν δογμάτων, ‘’εἰς τὰ τῆς πίστεως οὐ συγχωρεῖ συγκατάβασις’’, ὅπως ἐτόνιζαν οἱ παλαιοὶ ἁγιορεῖτες. Ἀξίζει πάντως ἐδῶ νὰ ἀναφερθοῦμε στὴ πρακτικὴ τῶν τότε ἁγιορειτῶν. Ἐκ τοῦ ἀποτελέσματος καὶ μόνον, δυστυχῶς, κρίνεται ὡς ἀνεπιτυχὴς ἡ τότε προσπάθεια ἀντιμετώπισης τοῦ προελαύνοντος Οἰκουμενισμοῦ καὶ οἱ λόγοι εἷναι πολλοί. Ἀκροθιγῶς σημειώνουμε ὅτι ὑπῆρχε ἡ λανθασμένη αἴσθηση ὅτι τὰ οἰκουμενιστικά “ἀνοίγματα”, ὅπως τὰ ἀποκαλοῦσαν, δὲν χαρακτήριζαν συνολικὰ τὸ Πατριαρχεῖο, ἀλλ’ ἀποκλειστικῶς τὸν τότε Πατριάρχη καὶ κάποιους λίγους συνοδοιπόρους του. Ἐπιστεύετο μάλιστα ὅτι θανόντος τοῦ Ἀθηναγόρου τὰ πάντα θὰ ἐπέστρεφον στὴν ὁμαλότητα. Ἡ κατάληξη εἶναι σὲ ὅλους γνωστή: στὸν ἐνθρονιστήριο λόγο του ὁ νέος Πατριάρχης Δημήτριος ἀνακοίνωσε τὴ συνέχιση τῶν οἰκουμενιστικῶν προσπαθειῶν τοῦ προκατόχου του. Ἐκείνην τὴν κρίσιμη στιγμὴ βρῆκαν οἱ τότε ἁγιορεῖτες νὰ ἐπαναφέρουν τὸ μνημόσυνο, ἐπὶ καταστροφῇ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ-ἀντιοικουμενιστικοῦ ἀγῶνος! Τὸ μήνυμα ποὺ ἐδόθη στοὺς πατριαρχικοὺς ἦταν σαφές: προχωρῆστε! Δυστυχῶς, ἡ ἐλλειπὴς κατανόησις τοῦ ἐφαρμοζομένου ἕως τότε, ιε´ κανόνος τῆς Α´-Β´ συνόδου (861), κατὰ τὴν ὁποία ἡ διακοπὴ μνημοσύνου ἐθεωρεῖτο ὡς ἁπλῶς ἔχουσα σημασίαν “διαμαρτυρίας”, ἐξ οὗ καὶ οἱ προαναφερθεῖσες χάριν “εὐγενείας” παλινωδίες μνημονεύσεως, π.χ. σὲ πανηγύρεις, εἶχαν ὡς ἀφετηρία τὴν ἀποσύνδεση τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ Κανόνος ἀπὸ τὸ σωτηριολογικό του περιεχόμενο. Ἡ τραγικὴ ἐπαναφορὰ τοῦ μνημοσύνου, ἔστω καὶ μὲ τὸ λειψὸ τρόπο ποὺ ἐφαρμοζόταν ἠ διακοπή, πέραν τῆς γενικότερης ζημίας ποὺ προξένησε, δυστυχῶς ἄνοιξε τὴν θύρα καὶ στὶς ποικίλες, κακόβουλες καὶ στρεβλωτικὲς ἑρμηνεῖες τοῦ ἐν λόγῳ ἱεροῦ Κανόνος ποὺ κυριαρχοῦν σήμερα.
Πράγματι, ὁ ὀρθοδόξως νοούμενος ἀντιαιρετικὸς ἀγώνας, ὅπως διαχρονικῶς εἶναι διαπιστωμένο, δὲν χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴ λήψη κάποιων πρακτικῶν ἡμιμέτρων καὶ λύσεων, οἱ ὁποῖες τελικῶς διαιωνίζουν τὴν αἵρεση ἐντὸς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀλλὰ ἀντιθέτως, ἀπὸ τὴν ἐνδεδειγμένη ἔκθεση-διασάφηση, ἀφ’ ἑνὸς τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας καὶ ἀφ’ ἑτέρου, τοῦ δογματικοῦ πυρήνα τῆς αἱρέσεως, δηλαδὴ τῶν βαθυτέρων θεολογικῶν αἰτίων ποὺ ὡδήγησαν στὴν ἐμφάνιση της, ὅσο καὶ τῶν καταστρεπτικῶν συνεπειῶν της. Σκοπὸς ἑπομένως εἶναι ὄχι ἡ διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου καθεαυτή, αὐτὴ ἀποτελεῖ τὸ ἀρχικὸ στάδιο, ἀλλὰ ἡ συνολικὴ θεραπεία τοῦ κακοῦ. Τοῦτο θὰ συμβεῖ διὰ τῆς συγκλήσεως ὀρθοδόξου Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία καὶ συνιστᾶ τὸ τελικὸ στάδιο τοῦ ἀντιαιρετικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἀγῶνος, καὶ στὴν ὁποίαν θὰ καταδικασθεῖ ἡ αἵρεσις καὶ οἱ αἱρετικοί. Τότε μόνον μποροῦμε νὰ ὁμιλοῦμε περὶ πλήρους ἐκκριζώσεως τῆς αἱρέσεως.
Ἡ δι’ ἐπιστολῶν ἐνημέρωσις πρὸ καὶ μετὰ τῆς ΑκΜΣ
Ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ἁγιορειτικῆς μοναστικῆς πολιτείας, ἔχοντες λόγον εὐθύνης ἀναφορικὰ πρὸς τὰ θέματα πίστεως καὶ παραδόσεως, θεωρήσαμε ὡς ἐπιβεβλημένο πνευματικὸν καθῆκον μας νὰ κινητοποιηθοῦμε, μετὰ τοῦ ὀφειλομένου σεβασμοῦ καὶ κατὰ τὴν τάξιν. Ἀπευθυνθήκαμε λοιπὸν ἐντὸς τοῦ ἔτους 2016, μὲ δύο δημόσιες ἀνοικτὲς ἐπιστολὲς πρὸς ὑμᾶς, τὴν Ἱερὰ Κοινότητα τοῦ Ἱεροῦ ἡμῶν τόπου καὶ τοὺς Καθηγουμένους τῶν Ἱερῶν Μονῶν. Κατ’ ἀρχάς, στὴν ἐπιστολή μας τῆς 13ης Μαΐου 2016, πρὸ τῆς λεγομένης “ Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου” τοῦ Κολυμπαρίου Κρήτης, σᾶς εἴχαμε υἱκῶς δηλώσει ὅτι, ἐὰν ἡ ἐν λόγῳ σύνοδος δὲν ὀρθοτομήσει τὸν λόγον τῆς ἀληθείας καὶ δὲν καταδικάσει τὴν παναίρεση τοῦ Διαχριστιανικοῦ καὶ Διαθρησκειακοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, θὰ εἴμεθα, ὡς ἐκ τούτου, ὑποχρεωμένοι νὰ ἐφαρμόσουμε τοὺς ἁρμοδίους Ἱεροὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ὁρίζουν τὰ περὶ διακοπῆς μνημοσύνου τοῦ ὀνόματος τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου (δηλ. τοῦ πατριάρχου).
Τέλος, ὅπως καὶ στὴ δευτέρα πρὸς ὑμᾶς ἐπιστολή μας, τῆς 20ης Ἰουνίου 2016, σᾶς εἴχαμε ὑποβάλει τὴν θερμὴν παράκλησιν καὶ σᾶς εἴχαμε ἐπισημάνει ὅτι θὰ ἀναμέναμε, ἐντὸς εὐλόγου χρονικοῦ διαστήματος, ἀφοῦ συζητηθεῖ τὸ ὅλον ζήτημα τῆς λεγομένης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου καὶ ὑφ᾽ ὑμῶν, ὡς τὸ κατ᾿ ἐξοχὴν θεσμικὸν ὄργανον τοῦ Ἱεροῦ ἡμῶν Τόπου, νὰ ληφθεῖ μία ξεκάθαρη θέση ἔναντι τῶν συνοδικῶν ἀποφάσεων. Τὸ ἐρώτημα ποὺ ξεκάθαρα τίθεται καὶ τοῦ ὁποίου τὴν ἀπάντηση ἀναμένουν πάντες οἱ ἀγωνιῶντες πιστοὶ εἶναι: οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου εἶναι ὀρθόδοξες ἢ αἱρετικές;
Ἀντὶ ὅμως τῆς ὀφειλομένης σπουδῆς ὅπου ὤφειλε τὸ καθ’ ὑμᾶς ὄργανο νὰ ἐπιδείξη ἔναντι ἑνὸς τόσο σημαντικοῦ ζητήματος, καίτοι ὡς Ἱερὰ Κοινότης πρὸ τῆς Συνόδου εἴχατε ἐκθέσει δι᾿ ἐπιστολῆς τὴν ἀντίθεσή σας ἐπὶ τινῶν σημαντικῶν θεμάτων πίστεως, ὅσον ἀφορᾶ τὰ προσυνοδικὰ κείμενα, ἀντ’ αὐτοῦ ὑπῆρξε ὄχι μόνον ἡ ἀπόλυτος σιωπή, γιὰ τόσους μῆνες, ἀλλὰ καὶ κάποιες ἐκ τῶν Ἱ. Μονῶν προέτρεξαν καὶ ἐνήργησαν διωγμό, κατὰ παράβασιν τῶν ἁρμοδίων διατάξεων τοῦ Κ.Χ.Α.Ο., ἐναντίον Ἁγιορειτῶν μοναχῶν, πρὶν κἂν συνέλθη ἡ καθιερωμένη Διπλῆ Ἱερὰ Σύναξις. Συγκεκριμένα, κατὰ τοῦ Προϊσταμένου Γέροντος Σάββα μοναχοῦ καὶ τοῦ Γέροντος τοῦ Ἱ.Κ. Ἁγίων Ἀρχαγγέλων-Κουκουζέλη, μοναχοῦ Χερουβείμ, ἐκ τῆς Ἱ.Μ.Μ. Λαύρας, καθὼς καὶ τῶν μοναχῶν Λουκᾶ, Δαμιανοῦ, Ὀνουφρίου καὶ Δανιὴλ δοκίμου, ἐκ τῆς Ἱ. Μ. Χιλανδαρίου.
Ὅπως εἶναι γνωστὸν, ἡ Διπλῆ Σύναξις ἕως καὶ σήμερον δὲν ἔχει λάβει θέση. Ὡς πρὸς τὴν πιθανὴ αἰτία τῆς ἐνόχου σιωπῆς καὶ τῆς ἀποφυγῆς νὰ ἐκδοθεῖ ὑπεύθυνη ἀπόφαση σχετικὰ μὲ τὴν ΑκΜΣ, φῶς ρίχνει ἡ ἐπίσημη ἔκθεση πρὸς τὴν Ἱερά Κοινότητα τοῦ Καθηγουμένου τῆς Ἱ. Μονῆς Σταυρονικήτα Ἀρχιμ. Τύχωνος (ἡ ὁποία δημοσιεύθηκε στὶς 23-9-2016, ἀρ. φυλ. 2132, ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ ἐφημερίδα “Ὀρθόδοξος Τύπος”). Τὸ Ἅγιον Ὄρος ἄλλωστε ἐκπροσωπήθηκε ἐπισήμως εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ συγκεκριμένου ἡγουμένου, ὁ ὁποῖος εἶχε καὶ τὴν θεσμικὴ ἰδιότητα τοῦ συμβούλου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Τὸ τραγικὸν μὲ τὴν ἔκθεσίν του εἶναι ὅτι, παρὰ τὶς κάποιες μικροεπισημάνσεις, περιγράφει τὴν αἱρετικὴ ψευδοσύνοδο ὡς ὀρθοδοξωτάτη.


Ἕκαστος ἐνώπιον τῶν εὐθυνῶν του


Νοιώθουμε τὴν ἀνάγκη νὰ σᾶς ἀπευθύνουμε μία τελευταία ἔκκληση. Ἡ θέσις σας εἶναι «ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς», ἀναλογισθεῖτε τὶς τρομακτικὲς εὐθύνες πού ἔχετε ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. Ὡς Ἱερὰ Κοινότητα καὶ ὡς Καθηγούμενοι, ὅσοι ἀπὸ ἐσᾶς, μὴ γένοιτο, ὑποκύψετε ἀποδεχόμενοι τὶς ἀποφάσεις αὐτῆς τῆς ΑΙΡΕΤΙΚΗΣ ψευδοσυνόδου, καὶ ἐξακολουθήσετε -ἐν συνειδήσει πλέον- νὰ μνημονεύετε ἕναν αἱρετικὸν πατριάρχη, ἂς γνωρίζετε ὅτι ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως θὰ εἶσθε ἀναπολόγητοι, καθότι:
Μὲ τὴν στάση σας θὰ ἔχετε διαιρέσει τὴν ἁγιορειτικὴ μοναστικὴ κοινότητα.
Συνακόλουθα, θὰ εἶσθε ἐσεῖς ὑπεύθυνοι δημιουργίας σχισμάτων καὶ ὄχι ὅσοι ἁπλῶς θέλουν νά παραμείνουν ὀρθόδοξοι.
Θὰ ἔχετε καταστρέψει τὴ χιλιόχρονη ἑνότητα ὀρθοδόξου μαρτυρίας τοῦ Ἱεροῦ ἡμῶν Τόπου.
Τέλος, ἡ ἀντιπατερικὴ αὐτὴ πορεία θὰ ὁδηγήσει στὴν ἀπαξίωση, δυστυχῶς, τοῦ (ἐπισήμου-θεσμικοῦ) Ἁγίου Ὄρους, στὰ μάτια τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ τοῦ Θεοῦ, καθιστῶντας το σκότος ἀντί, ὡς ὤφειλε, φῶς τοῦ κόσμου (πρβλ. “Φῶς μοναχοῖς ἄγγελοι, φῶς κοσμικοῖς μοναχοί”, Κλῖμαξ, Λόγος 26Α, 25).
Ἴσως ὁ λόγος μας νὰ σᾶς στεναχωρήσει, ἴσως φανεῖ σκληρὸς καὶ ἐλεγκτικός, ἀλλὰ ἂς γνωρίζετε ὅτι δὲν ἔχουμε οὐδεμία ἐμπάθεια πρὸς τὰ θεοτίμητα πρόσωπά σας. Εἶναι ἀποτέλεσμα πόνου καὶ ἀγάπης γιὰ τὴν Ὀρθόδοξο πίστιν μας. Ὁ λόγος τῆς ἀληθείας, εἶναι λόγος Χριστοῦ, καὶ εἶναι δίστομος μάχαιρα, γιατὶ πρέπει πάντα νὰ ὀρθοτομεῖ. Παρακαλοῦμε λοιπὸν τὴν ἀγάπη σας νὰ μελετήσετε ὅσα σᾶς ἐπισημαίνουμε καὶ πατρικῶς νὰ συμπονέσετε, νὰ συμπροβληματιστεῖτε καὶ νὰ προχωρήσετε στὴ θεραπεία τοῦ κακοῦ. Ἀπὸ ἐσᾶς περιμένουμε νὰ ποιμαίνετε ἀγαπητικῶς καὶ ὄχι ἐξουσιαστικῶς: “ποιμάνετε τὸ ἐν ὑμῖν ποίμνιον τοῦ Θεοῦ, ἐπισκοποῦντες μὴ ἀναγκαστικῶς, ἀλλ᾿ ἑκουσίως, μηδὲ αἰσχροκερδῶς, ἀλλὰ προθύμως…τύποι γινόμενοι τοῦ ποιμνίου”. (Αʹ Πετρ. εʹ, 2-3)
Ἅπαντες ἱστάμεθα ἐνώπιον τῶν εὐθυνῶν μας, ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ Κριτοῦ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Ἱστορίας. Ἡ ἕως τοῦ νῦν ἀκολουθουμένη τακτικὴ ἔχει βοηθήσει στὴν ἀνεμπόδιστο ἐξάπλωση τῆς αἱρέσεως, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια. Ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ὑπευθύνων θὰ ζητήσει ὁ Κύριος τό “αἷμα” τῶν ψυχῶν ποὺ τοὺς ἐμπιστεύθηκε. Στὴν κρίσιμη αὐτὴ στιγμὴ ἂς ἀναλογιστεῖ ἕκαστος τί εἴδους Ἅγιον Ὄρος θέλουμε νὰ παραδοθεῖ στὶς ἑπόμενες γενεές, καὶ τί εἴδους μοναχοὶ θὰ ἐγκαταβιώνουν σ’ αὐτό. Ἡ κατάντια τοῦ παπικοῦ μοναχισμοῦ ἂς μᾶς προβληματίσει…
Ἐμεῖς ὡς ἁγιορεῖτες μοναχοὶ διαχωρίζουμε, πλέον, τὴ θέση μας ἔναντι τῆς ἕως τῆς σήμερον ἀκολουθουμένης πορείας. Δὲ συμφωνοῦμε οὔτε συνευδοκοῦμε, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἐπιθυμοῦμε τὴν συμπόρευση μὲ τὴν οἰκουμενιστικὴ ἀποστασία ἐκ τῆς Ὀρθοδοξίας. Δὲν μποροῦμε νὰ συνεχίσουμε νὰ στραγγαλίζουμε τὴν ὀρθόδοξο συνείδησίν μας καὶ νὰ παριστάνουμε ὅτι δὲν καταλαβαίνουμε μὰ οὔτε καὶ νὰ δικαιολογοῦμε συνεχῶς τὰ ἀδικαιολόγητα, καλύπτοντας τὰ αἱρετικὰ φρονήματα τοῦ Πατριάρχου. Ἤρθαμε ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας, κάποιοι ἀπὸ παιδιὰ ἀκόμη, στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀφήσαμε πίσω γονεῖς, οἰκείους, σπουδές, ἐργασίες, μήπως γιὰ νὰ καταντήσουμε αἱρετικοὶ καὶ νὰ μᾶς σέρνει πίσω του ὁ κάθε ἀσεβὴς Πατριάρχης καὶ ἐπίσκοπος; Μὴ γένοιτο! Εὐχόμεθα ὁλοκαρδίως τὴν ἀλλαγὴ πορείας πλεύσεως, τῆς θεσμικῆς Ἀρχῆς τοῦ Ἀγίου Ὄρους, τὴν ἀπόκτηση τῆς χάριτος τῆς ὁμολογίας, τῆς ὁποίας δὲν ὑπάρχει μεγαλυτέρα, εἰδικὰ ἐν καιρῷ κηρυσσομένης αἱρέσεως.
Κατόπιν, ὅλων τῶν ἀνωτέρῳ, πιστεύουμε ὅτι ἀνεδείχθη ἡ ἄκρα σοβαρότης τοῦ θέματος τῆς ἐν Κρήτῃ συνόδου καὶ τῶν σωτηριολογικοῦ χαρακτῆρος ἐπιπτώσεων ποὺ ἔχει γιὰ τοὺς πιστούς. Οὐδεὶς ἁγιορείτης δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶ τά φοβερὰ λόγια τῆς Κυρίας Θεοτόκου, ποὺ εἶπε στὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸ Ζωγραφίτη:“ ἔρχονται οἱ ἐχθροὶ ἐμοῦ καὶ τοῦ Υἱοῦ μου”.Ὅμοιοι πρὸς τοὺς τότε ἑνωτικοὺς λατινόφρονες εἶναι οἱ, ὄντως πολὺ χειρότεροι ἐκείνων, σημερινοὶ οἰκουμενιστές. Ἐμεῖς ὡς ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ καὶ ἁγιορεῖτες μοναχοί, ἀκολουθώντας τοὺς ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, εἰδικὰ τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Πρῶτο καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ ἁγιορεῖτες ὁσιομάρτυρες ἐπὶ Βέκκου,ἐφαρμόζουμε, ὅπως καὶ ἐκεῖνοι, τὸν ιεʹ Ἱερὸν Κανόνα τῆς Α´-Β´ ἐπονομαζομένης συνόδου ἐπὶ Μ. Φωτίου ἐν ἔτει (861) καὶ χάριτι θείᾳ προχωροῦμε εἰς τὴν ἐπιβεβλημένην διακοπὴν τῆς μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ πατριάρχου. Λυπούμεθα, διότι ἡ ὄντως ὀδυνηρὴ καὶ στενάχωρη αὕτη ἀπόφαση ὀφείλεται, καθ᾿ ὁλοκληρίαν, στὴ συνολικὴ αἱρετικὴ πορεία τοῦ Πατριάρχου καὶ τῶν σὺν αὐτῷ, ἐπιστέγασμα τῆς ὁποίας εἶναι οἱ αἱρετικὲς ἀποφάσεις τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης.

Τηροῦμε ὡς Ἁγιορεῖτες πιστὰ τὰ τῶν θεοφόρων Πατέρων:
“Οἵτινες τὴν ὑγιῆ ὀρθόδοξον πίστιν προσποιούμενοι ὁμολογεῖν, κοινωνοῦσι δὲ τοῖς ἑτερόφροσι τοὺς τοιούτους, εἰ μετὰ παραγγελίαν, μὴ ἀποστῶσιν, μὴ μόνον ἀκοινωνήτους ἔχειν, ἀλλὰ μηδ᾿ ἀδελφοὺς καλεῖν” (ἁγ. Μάρκου Ἐφέσου, Ὁμολογία ἐν Φλωρεντία, Τὰ εὑρισκόμενα ἅπαντα τ. Α´, σελ. 422)
“ἐὰν ὁ ἐπίσκοπος ἢ ὁ πρεσβύτερος͵ οἱ ὄντες ὀφθαλμοὶ τῆς Ἐκκλησίας͵ κακῶς ἀναστρέφωνται καὶ σκανδαλίζωσι τὸν λαόν͵ χρὴ αὐτοὺς ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον γὰρ ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον͵ ἢ μετ΄ αὐτῶν ἐμβληθῆναι͵ ὡς μετά Ἄννα καὶ Καϊάφα͵ εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός.” (Μ. Ἀθανασίου, P.G. 26, 1257)
Τέλος, διευκρινίζουμε πρὸς πάντας, ὅτι ὁ ἐκκλησιαστικὸς ἀγώνας τὸν ὁποῖον ἀναλαμβάνουμε γίνεται πρωτίστως γιὰ λόγους σωτηριολογικῆς φύσεως, ἐμμένοντες πιστοὶ στὴν ἐκκλησιολογία τῆς ὀρθοδόξου πατερικῆς παραδόσεως, καὶ ἕνεκα τούτου, ἐντὸς τοῦ Σώματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Δὲν προβαίνουμε εἰς σύστασιν ἑτέρας “ἐκκλησίας”, ἄπαγε τῆς βλασφημίας, οὔτε προσχωροῦμε σὲ κάποια παλαιοημερολογητικὴ ἐπισκοπικὴ παράταξη. Μένοντας πιστοὶ εἰς τὸ Σύμβολον τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, παραμένουμε ἁπλὰ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ καὶ ὁμολογοῦμε τὴ διαχρονικὴ ἁγιοπατερικὴ σωτήριο ἀλήθεια ποὺ παραλάβαμε ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Καταδικάζουμε καὶ ἀναθεματίζουμε τὴν Παναίρεση τοῦ Διαχριστιανικοῦ, Διαθρησκειακοῦ, Συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καθὼς καὶ τὶς ἀποφάσεις τῆς λεγομένης ΑκΜΣ. Ὅ,τι ἄλλο κυκλοφορήσει εἰς βάρος μας, θὰ ἀποτελεῖ κατάπτυστη συκοφαντία.
Ἀγωνιζόμαστε μὲ τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν αἰσιοδοξία ὅτι πράττοντας καθηκόντως τὸ ἀνθρωπίνως δυνατόν, θὰ ἀξιωθοῦμε τοῦ ἐλέους τοῦ φιλανθρώπου Χριστοῦ καὶ ὅτι μὲ τὴ σκέπη τῆς Κυρίας Θεοτόκου, ἐφόρου τοῦ ἱεροῦ ἡμῶν τόπου, θὰ ἔρθουν καλύτερες ἡμέρες γιὰ τὴν φιλτάτη μας ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ καὶ τὴν πατρίδα μας τὴν ΕΛΛΑΔΑ.


Μετὰ τοῦ προσήκοντος σεβασμοῦ.