Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Δευτέρα 30 Μαΐου 2016

Ὁ παπα-Γεδεών, ὁ Καυσοκαλυβίτης

 
 Ὁ παπα-Γεδεών, καταγόταν ἀπὸ τὴν Δυτικὴ Μακεδονία. Ἐργαζόμενος στὸ Ἅγιον Ὄρος μὲ τὸν πατέρα του καὶ τοὺς συγχωριανούς του, ἀγάπησε τὴν μοναχικὴ ζωὴ καὶ ἐπιθυμοῦσε νὰ τὴν ἀκολουθήσει καὶ αὐτός, ἀλλὰ δὲν τὸ ἀποφάσιζε. Μὲ τὴν βοήθεια ὅμως τοῦ Πνευματικοῦ καὶ τῶν Πατέρων, ἔρχεται στὴν Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων καὶ μονάζει στὴν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου, τὸ 1835.
 
Ἡ Καλύβη, ἀπὸ τὴν περίοδο τοῦ 1822, ποὺ ἦταν ἡ κατοχὴ τοῦ Ὄρους ἀπὸ τοὺς Τούρκους στρατιῶτες, εἶχε ἐγκαταλειφθῆ. Βλέποντας, ἕνας ὑποτακτικὸς τοῦ παπα-Ἰωνᾶ, ὁ Μακρακάκιος, πνευματικὸς ἐγγονὸς τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου, ποὺ τὸν λέγανε ἔτσι γιατὶ ἦταν μακρύς, καὶ ἡσύχαζε σὲ ἄλλο ἡσυχαστήριο, ὅτι δὲν γύρισε πλέον κανεὶς μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν ὑπολοίπων πατέρων, ἀπεφάσισε καὶ ἐζήτησε ἀπὸ τὴν Μεγίστη Λαύρα τὴν Καλύβη τῆς μετανοίας του καὶ τοῦ ἐδόθη ὁμόλογο ἀντὶ 50 γροσίων τὸ 1825. Πρωτύτερα, δὲν ἦταν γραμμένος στὸ ὁμόλογο, γιατὶ εἶχε μεγαλυτέρους στὴν Καλύβη.
 
Σ’ αὐτόν, λοιπόν, ὁ παπα-Γεδεών, ἔγινε ὑποτακτικὸς τὸ 1835. Κάποτε, ἐνῶ καλλιεργοῦσε τὸν κῆπο, ἂν καὶ ἦταν καλὸς ὑποτακτικός, δὲν ὑπήκουσε στὶς ὁδηγίες τοῦ Γέροντα, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶπε νὰ φυτέψει τὰ κρεμμύδια μὲ τὶς ῥίζες πρὸς τὰ ἐπάνω, καί, ὅταν ὁ Γέροντας γιὰ τὴν ἀνυπακοὴ ποὺ ἔκανε τοῦ ἔβαλε κανόνα νὰ κάνει 50 μετάνοιες, ἐκεῖνος ζήτησε 100. 300 τοῦ εἶπε ὁ Γέροντάς του, 500 ζήτησε ὁ Γεδεών. Πῆγε, λοιπόν, νὰ κάνει τὶς μετάνοιες. Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὴ ὥρα βγῆκε καὶ ἅπλωσε τὴν φανέλα του ποὺ ἔσταζε ἀπὸ τὸν ἱδρώτα. Τότε τοῦ λέει ὁ Γέροντας: «Παιδί μου, παπα-Γεδεών, ταπείνωση θέλει ὁ καλός μας Θεός, καὶ ὄχι τοῦμπες ποὺ ἔκανες».
 
Ὁ παπα-Γεδεών, ἦταν ταπεινὸς καὶ καρτερικὸς στοὺς πειρασμούς. Οἱ πατέρες τὸν ἀγαποῦσαν πολύ. Ὅταν ὁ Γέροντας θέλης ενὰ τὸν κάνει ἱερέα, τὸν πῆγε στὴν Μεγίστη Λαύρα γιὰ τὴν καθιερωμένη μετάνοια. Ὅταν οἱ Προϊστάμενοι τῆς Μονῆς, εἶδαν ἀτημέλητο τὸν Γεδεών, μὲ μία βλάχικη κάπα στοὺς ὤμους, εἶπαν μὲ ἔκπληξη στὸν Μακρακάκιο: «Πῶς τὸν ἔφερες μ’ αὐτὰ τὰ ῥοῦχα γερο-Ἀκάκιε, ἀφοῦ ἦλθες νὰ ζητήσεις τὴν εὐλογία τῆς Μονῆς γιὰ νὰ τὸν κάνεις παπᾶ;» Καὶ ὁ ταπεινὸς Καυσοκαλυβίτης, ἀπήντησε: «Δὲν ἔχουμε ἄλλα, Γεροντάδες, αὐτὰ φορᾶμε στὴν Σκήτη».
 
Οἱ προσκυνηταί, ποὺ συχνὰ ἔρχονταν στὴν Καλύβη νὰ δοῦν τὸ σπήλαιο καὶ νὰ προσκυνήσουν τὴν σιαγόνα τοῦ Ὁσίου Ἀκακίου, τὸν εἶχαν σὲ εὐλάβεια καὶ τοῦ ἔστελναν ἀρκετὰ όνόματα γιὰ νὰ κάνει σαρανταλείτουργα. Οἱ πολλὲς Λειτουργίες δὲν ἄμβλυναν μέσα του τὴν αἴσθηση τῆς ἱερότητος τοῦ μυστηρίου. Ἀντιθέτως, τοῦ ἐθέρμαιναν περισσότερο τὴν ἱερατικὴ φλόγα καὶ τὸν ἔκαναν δεκτικότατο στὶς ἐπισκέψεις τῆς Χάριτος. Λειτουργοῦσε πάντοτε μὲ τόση κατάνυξη καὶ εὐλάβεια, ὥστε δὲν ἔλειπαν ἀπὸ τὰ μάτια του τὰ δάκρυα. Ἐργαζόταν τὸ παραδοσιακὸ ἐργόχειρο τῆς Καλύβης, τὰ ἁπλὰ κουτάλια, τὰ καλλιτεχνικά, περίτεχνα κουταλοπήρουνα, ὡραίους χαρτοκόπτες καὶ κτένες. Ἐχρημάτισε Γέροντας τῆς Καλύβης τὸ 1860 καὶ ἀπεβίωσε τὸ 1895, ἐν εἰρήνῃ, πλήρης ἡμερῶν.