Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Πέμπτη 19 Μαΐου 2016

Μοναχός ΠΑΥΛΟΣ ὁ Κύπριος (+ 1994), Ἁγιορείτου Μοναχοῦ

Μοναχός ΠΑΥΛΟΣ ὁ Κύπριος (+ 1994), Ἁγιορείτου Μοναχοῦ

Ὑπό Ἁγιορείτου Μοναχοῦ


Ὁ μακαριστός Μοναχός Παῦλος ὁ Κύπριος, ἀποτελεῖ μία τῶν μεγάλων προσωπικοτήτων τοῦ Ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ (Ἑλλαδικοῦ  καί Κυπριακοῦ) κατά τόν παριπεύσαντα 20ο  αἰ. Προσωπικότητα πολύπλευρη, ὑπῆρχε Ζηλωτής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως (ὅπως  καί κάθε μοναχός ὠφείλει νά εἶναι), κοινοβιάτης μοναχός στήν Κύπρο,  ζωγράφος καί ἁγιογράφος, συνθέτης Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν (ἔχω ὑπ’ ὄψη  μου τοῦ ἁγ. Ἀμβροσίου ἐπ. Μεδιολάνων καί τοῦ ἁγ. Νεκταρίου Μητροπ. Πενταπόλεως), ἐκδότης τοῦ πνευματικοῦ  καί ἀφυπνιστικοῦ Περιοδικοῦ «ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ – ΣΩΤΗΡΙΑ», συγγραφέας, ἀρθρογράφος (στόν «Ὀρθόδοξο Τύπο» κ. ἀ.), ὁμιλητής, κ. ἄ.


Ὅμως ἐκτός τῶν προηγουμένων, ὁ π. Παῦλος ὑπῆρξε καί ἀσκητής, κάτι πού στίς ἀναφορές στό πρόσωπό του, δέν ἀναφέρεται σχεδόν καθόλου.  Χάριν ἀσκήσεως τόν βρίσκουμε στήν φοβερή κοιλάδα τοῦ Χοζεβᾶ στούς Ἁγίους Τόπους, συνασκητή τοῦ Ὁσίου Ἰωάννη τοῦ Ρουμάνου,  ἀργότερα δέ σέ σπήλαιο τῆς περιοχῆς τῆς Ἱερᾶς Σκήτης ἁγ. Ἄννης, Ἁγίου Ὄρους.



Ὁ μακαριστός Πατήρ γεννήθηκε τό 1922  στόν ἅγ. Ἀμβρόσιο Κυρηνείας καί ἦταν γιός τοῦ Ἱερέως παπα-Γεωργίου. Σέ ἡλικία 17 ἐτῶν μόνασε στήν περίφημη Ἱερά Μονή Σταυροβουνίου. Ἐκεῖ κατά τήν ρασοφορία του ὀνομάσθηκε Πέτρος καί κατά τήν μεγαλοσχημία του Παῦλος, διδάχθηκε δέ καί τήν Ἁγιογραφία. Νά σημειωθεῖ ἐδώ, ὅτι τόν μοναχικό βίο ἐπέλεξε καί μία κατά σάρκα ἀδελφή του, ἡ ὁποία μόνασε στήν Ἱερά Μονή ἁγ. Γεωργίου Ἀλαμάνου, ὡς Χαριτίνη Μοναχή. Ὅταν μετά τόν Πόλεμο δημιουργήθηκαν ταραχές καί διχοστασίες στή Μονή Σατυροβουνίου σχετικά μέ τό Ἡμερολογιακό Ζήτημα, ὁ π. Παῦλος ἐπέλεξε νά ἀποχωρήσει. Γιά μικρό διάστημα ἔζησε ἀγωνιζόμενος στήν πατρική του οἰκία καί ἀργότερα σέ κελλί τοῦ ἐξωκκλησίου τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, στήν Κοινότητα Μοναγρουλίου. Τελικά τό 1949 μετέβη στά Ἱεροσόλυμα καί ἐγκαταβίωσε στήν φοβερή χαράδρα τοῦ Χοζεβᾶ, ὡς ἐξαρτηματικός/ἐρημήτης τῆς ἱστορικῆς Μονῆς, κοντά στόν Ὅσιο Ἰωάννη τόν Ρουμάνο, μέ τόν ὁποῖο ἀνέπτυξε μεγάλη πνευματική φιλία καί σχέση. Ὁ ταπεινός Ἀββᾶς Ἰωάννης λειτουργοῦσε στο σπήλαιο τοῦ π. Παύλου, ὅπου ὁ μακαριστός εἶχε διαμορφώσει Παρεκκλήσιο. Ὁ π. Παῦλος, μαζί μέ τόν μαθητή τοῦ Ὁσίου Ἰωαννίκιο μοναχό, διακόνησαν στά τοῦ ἐνταφιασμοῦ τοῦ Λειψάνου τοῦ ὁσ. Ἰωάννου (+ 1960), τό ὁποῖο ἀργότερα ἀνακομίσθηκε ἀπό τούς ἰδίους καί τόν Ἡγούμενο τοῦ Χοζεβᾶ ἀρχιμ. Ἀμφιλόχιο ἀδιάφθορο! (1980).



Οἱ συνθῆκες ἀσκήσεως στήν ἔρημο τοῦ Χοζεβᾶ ἦσαν ἐξαιρετικά σκληρές, λόγῳ τῶν ἀκραίων κλιματολογικῶν συνθηκῶν πού  ἐπικρατοῦν στήν περιοχή. «Κάναμε τήν ὑπομονή μας - συνήθιζε νά λέει ὁ Γέροντας - μέχρι πού ἦρθε ὁ Πάπας καί μᾶς ἄνοιξε τά μάτια» (ἀναφερόμενος στήν συνάντηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα Α’  καί τόν Πάπα Παῦλο ΣΤ’ πού ἔγινε στά Ἱεροσόλυμα, τόν Ἰανουάριο τοῦ 1964).  Στή συνέχεια ξέσπασε ὁ Ἀραβο-Ἰσραηλινός Πόλεμος (1967), ὁπότε ὁ Γέροντας ὑποχρεώθηκε νά ἐγκαταλήψει τήν Ἁγία Γῆ  καί νά καταφύγει στό Ἅγιο Ὄρος, ὅπου ἐγκαταβίωσε σέ σπήλαιο τῆς περιοχῆς τῆς Σκήτης ἁγ. Ἄννης. Ἀπό ἐκεῖ βγῆκε μόνον μία φορά τό 1974, κατά τήν εἰσβολή τῶν Τούρκων στήν Κύπρο, γιά νά μεταβεῖ «πρός ἐνίσχυσιν» στήν  ἰδιαιτέρα πατρίδα του. Τότε συνδέθηκε μέ τήν Ἱερά Μονή Παναγίας Γαλακτοτροφούσης Κακορατζιᾶς Λευκωσίας  καί τόν Ἡγούμενό της ἀρχιμ. Χρυσόστομο, σταδιακά ὅμως ἀντιλήφθηκε ὅτι τό κέντρο τοῦ ἀγῶνος ὑπέρ τῆς γνησιότητος τῆς Πίστεως ἦταν ἡ Ἑλλάδα, ὁπότε ἐγκαταβίωσε στήν Ἱερά Μονή Εὐαγγελιστρίας Ἀθηκίων, ὅπως προαναφέρθηκε.



Ὁ γράφων εἶχα τήν ἰδιαίτερη τιμή καί εὐλογία νά τόν γνωρίσω προσωπικά πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του, ὅταν ἐγκαταβίωσε σέ μία καλύβα ἔξω ἀπό τήν ἀνδρική Μονή Εὐαγγελιστρίας Ἀθηκίων Κορινθίας. Ἡ γνωριμία αὐτή σημάδεψε ζωηρά την παιδική μου ἡλικία. Το καλυβάκι του βρισκόταν ἀνάμεσα στά πεῦκα, ἔξω ἀπό τό μοναστήρι καί ἦταν ἁπλούστατο, σχεδόν ἄδειο. Ἀποτελοῦνταν ἀπό δύο χώρους, ὁ ἕνας ἦταν τό  «γραφεῖο» του και ὁ ἄλλος τό κελλί του. Στό «γραφεῖο» δέσποζε μία μεγάλη εἰκόνα τῆς ἁγ. Ἄννης πού εἶχε ἁγιογραφήσει ὁ ἴδιος (τῆς «γιαγιᾶς» μας, ὅπως ἀποκαλοῦσε  χαριτολογῶντας τήν ἁγία Θεοπρομήτορα). Δίπλα στήν εἰκόνα ὑπῆρχε ἕνα μπουκαλάκι ἀπό σιρόπι, τό ὁποῖο πάντα φιλοξενοῦσε ἕνα κλαράκι βασιλικό ἤ ἕνα ἀγριολόλουδο. Ἕνας τοῖχος τοῦ «γραφείου» του καταλαμβάνονταν ἀπό τήν μεγάλη βιβλιοθήκη του. Τά ράφια ἦταν ἁπλές σανίδες στερεωμένες στόν τοῖχο καί τά βιβλίο ἦταν ὅλα ντυμένα μέ τό γνωστό μπλέ χαρτί,  μέ τό ὁποῖο συνήθιζαν νά ντύνουν  οἱ μαθητές τά βιβλία τους κατά τήν μεταπολεμική περίοδο. Τό δέ γραφεῖο του ἦταν δύο τελάρα, τό ἕνα ἐπάνω στό ἄλλο, καί πάνω τους μία παμπάλαια γραφομηχανή. Ἕνα τρίτο τελάρο ἀποτελοῦσε τό…κάθισμα!



Προχωρῶντας στό κελλάκι  πού ἀναπαύονταν,  δέν  ἀντίκρυζες κάποιο κρεββάτι ἤ ἀναπαυτικό στρῶμα, ἀλλά  μία…σέζ λόγκ (ποιός ξέρει ἀπό πού τήν εἶχε οἰκονομήσει!). Στό προσκέφαλο ὑπῆρχαν δύο εἰκόνες, τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας. Εἶχε ἀκόμη ἕνα ἀναλόγιο γιά νά διαβάζει τίς Ἀκολουθίες του  καί ἕνα καντήλι στήν γωνία, νά φωτίζει τό σκοτάδι του. Ὅλα στό κελλάκι του ἦταν παστρικά καί καθαρά, δέν ὑπῆρχε τίποτα τό περιττό, οὔτε κἄν ἡλεκτρικό ρεῦμα (τό ὁποῖο θεωροῦσε πολυτέλεια).



Ἄν καί ἔχουν περάσει τόσα χρόνια, εἶναι σάν νά τόν βλέπω τώρα μπροστά μου, νά μᾶς ὑποδέχεται μέ τό κρύο νερό  καί τήν «ἀφρόζα» (ἕνα εἶδος Κυπριακοῦ ἀναψυκτικοῦ). Φεύγοντας «φίλευε» ὅλους μέ λαχανικά ἀπό τόν κῆπο του (ὁ μακαριστός διατηροῦσε μποστάνι γύρω ἀπό τό καλύβι του).
Ἐξαιρετικά ἁγιόφιλος ὁ μακαριστός, εἶχε πολύ ἀγάπη στήν κοινή μας Μητέρα, τήν Παναγία μας, ὁ Ὁποία καί τόν πῆρε κοντά Της κατά τήν ἑορτή τῆς Κοιμήσεώς Της τό 1994, ἀνταμοίβοντας ἔτσι τούς κόπους του καί τήν ἀγάπη του πρός τό σεπτό Της πρόσωπο. Προσευχόμενος ὁ Γέροντας ἔλεγε τό «Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς»  καί ὄχι τό «πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν» («ἡ Παναγία - ἔλεγε - σώζει, δέν πρεσβεύει»). Εἶχε ἐπίσης μεγάλη εὐλάβεια καί πρός τήν ἁγ. Ἄννα (τήν «γιαγιά μας», ὅπως ἔλεγε) καί τόν ἅγ. Νεκτάριο Πενταπόλεως, οἱ ὁποῖοι τόν εἶχαν θεραπεύσει ἀπό ἰσχυρό πόνο τοῦ αὐτιοῦ (ἀπό ἄσκηση ὁ μακαριστός δέν ἤθελε νά βγεῖ ἀπό τό κελλί του  καί νά πάει στόν γιατρό).
Ἐπανερχόμενος στίς ἀναμνήσεις μου σημειώνω, ὅτι  ἄν καί ἦμουν μικρός καί δέν καταλάβαινα πολλά, ἡ θεωρία του ἀρκοῦσε («Πάτερ, ἀρκεῖ μοι το βλέπεπιν σε»). 


Κάθε Κυριακή ἐρχόνταν  στο μικρό Παρεκκλησάκι τῆς Μονῆς γιά τήν κοινή Ἀκολουθία. Τόν βλέπαμε νά ἔρχεται σάν ἀπό τήν βαθυτάτη ἔρημο! Συγκεντρωμένος στά τῆς Ἀκολουθίας, δέν κινοῦνταν ἀπό τήν θέση του. Μετά τήν Ἀπόλυση, διόρθωνε διακριτικά τά τυχόν λάθη, ἔλεγε δύο – τρεῖς πνευματικές κουβεντοῦλες  καί ἐπέστρεφε στό κελλάκι του, τίποτα περιττό.
Πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του ὁ μακαριστός π. Παῦλος δοκιμάσθηκε ἀπό τήν ἐπάρατη νόσο, τήν ὁποία ὑπέμεινε ἀγόγγυστα, προσευχόμενος καί προετοιμαζόμενος γιά τήν ἔξοδό του ἀπό τοῦ ματαίου τούτου κόσμου. Κοιμήθηκε τήν 15η Αὐγούστου 1994 (ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Παναγίας μας, κατά τό παλαιό ἡμερολόγιο)  καί ἐνταφιάσθηκε στό κοιμητήριο τῆς Μονῆς. Ἡ ἀνακομιδή του ἔγινε ἀπό τόν γράφοντα τό 2004. Τά λείψανα του βρέθηκαν καθαρά καί κροκοβαφή καί φυλάσσονται στό ὀστεοφυλάκιο τῆς Μονῆς, ἐν ἐναμονῇ τῆς κοινῆς ἀναστάσεως.

Τοῦ ἀοιδήμου Μοναχοῦ ΠΑΥΛΟΥ, εἴη αἰωνία ἡ μνήμη, Ἀμήν.