Πρόλογος
Δίπλα στόν Μητροπολιτικό Ναό Ἀθηνῶν, πού εἶναι κτίσμα τοῦ ἔτους 1862 καί ἔργο ξένων καί Ἑλλήνων ἀρχιτεκτόνων μέ ἐμφανεῖς τίς δυτικές ἐπιδράσεις, σώζεται τό Ναΰδριον, ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος (παλαιότερα τιμώμενο στή μνήμη τῆς Παναγίας τῆς Γοργοϋπηκόου), μνημεῖο τοῦ ια’ αἰῶνος, ἐκφραστικό τῆς Παραδόσεώς μας.
Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο ὅτι στήν τοιχοποιία τοῦ χαρίεντος αὐτοῦ Ναϋδρίου ἔχουν ἐνσωματωθῆ γλυπτά ἀπό ἀρχαίους Ναούς.
Αὐτό ἔκανε ἡ Ἐκκλησία: Ἀπεκάθηρε τήν Ἀρχαία Ἑλλάδα ἀπό τόν παγανισμό καί τήν προσέλαβε στό Σῶμα της, τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ θεηγόρος Ἀπόστολος Παῦλος (πού χρησιμοποιοῦσε τόν ἐξελληνισμένο τύπο τοῦ ὀνόματός του ἀντί τοῦ ἑβραϊκοῦ Σαούλ) ἐκήρυξε τόν ἄγνωστο Θεό, πού ἐσέβοντο οἱ Ἀθηναῖοι χωρίς νά Τόν γνωρίζουν.
Ὁ Παρθενώνας ἔγινε ναός τῆς Παναγίας τῆς Ἀθηνιώτισσας.
Τά πολλά ὡραιότατα βυζαντινά Ἐκκλησάκια τῆς Μεσαιωνικῆς Ἀθήνας, ὑπό τήν σκιάν τοῦ Παρθενῶνος, μαρτυροῦσαν τόν ἑλληνικό καί χριστιανικό χαρακτῆρα τοῦ ἰοστεφοῦς ἄστεως.
Πολλά ἀπό τά ἐκκλησάκια αὐτά (περίπου 75) δυστυχῶς κατηδαφίσθησαν, γιά νά γίνη ἡ ρυμοτομία τῆς νέας πόλεως. Εὐτυχῶς πού σώθηκαν ἔστω καί δέκα πέντε ἀπό αὐτά.
Οἱ βυζαντινοί καί μεταβυζαντινοί Ἕλληνες δέν εἶχαν τό δίλημμα νά διαλέξουν μεταξύ ἀρχαίου ἑλληνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ. Οὔτε ἔπασχαν ἀπό κάποια σχιζοφρένεια λόγῳ τῆς ἑλληνικῆς καί χριστιανικῆς τους ἰδιότητος.
Οἱ ξένοι «προστάται" μας πρῶτοι, θέλησαν τό νέο ἑλληνικό κράτος ὄχι συνέχεια τοῦ βυζαντινοῦ ἑλληνικοῦ ἀλλά μικρό εὐρωπαϊκό κράτος ἀποκομμένο ἀπό τό ἔνδοξο βυζαντινό του παρελθόν, γιά νά ἐξυπηρετήσουν τίς ἰμπεριαλιστικές τους βλέψεις. Τό ὅραμα τῆς Ρωμηοσύνης ἀντικατέστησε τό μικρόπνοο σχῆμα τῆς Μικρᾶς Ἑλλάδος.
Δυστυχῶς τήν νοοτροπία αὐτή υἱοθέτησαν καί μερικοί Νεοέλληνες ὅπως ὁ Κοραῆς, σπουδασμένος στήν Γαλλία.
Γνήσιοι ὅμως Ἕλληνες καί ἀγωνισταί, ὅπως ὁ Μακρυγιάννης, ζοῦσαν τήν ἑνότητα τῶν δύο κόσμων καί σ᾿ αὐτήν εὕρισκαν τήν ταυτότητά τους. Ἔτσι ἔνοιωθαν οἱ ἀγωνισταὶ τοῦ 1821 καί ὅλος ὁ ὑπό τούς Τούρκους ὑπόδουλος σωματικά ἀλλά ἐλεύθερος πνευματικά ὀρθόδοξος ἑλληνικός λαός.
Τελευταῖα ἄνθρωποι ἀνιστόρητοι καλοῦν τούς Ἕλληνες νά ἀποτινάξουν τόν Χριστιανισμό καί νά ἐπανέλθουν στήν Ἀρχαία Ἑλλάδα ἀκόμη καί στήν εἰδωλολατρεία, διότι δῆθεν ὁ Χριστιανισμός ὡς Ἰουδαϊκῆς προελεύσεως κατέστρεψε τήν ἑλληνική παράδοσι καί τόν ἑλληνικό πολιτισμό.
Κάνουν ὅ,τι μποροῦν γιά νά μᾶς πείσουν ὅτι ὁ Ἕλληνας δέν μπορεῖ νά εἶναι καί Χριστιανός. Ὅτι οἱ Βυζαντινοί τῶν χιλίων χρόνων τῆς ἐνδόξου βυζαντινῆς ἱστορίας μας δέν μπορεῖ νά εἶναι Ἕλληνες. Εἰσάγουν μιά τεχνητή πόλωσι πού ποτέ δέν ἐβιώσαμε οἱ Ἕλληνες στήν μακρά ἱστορία μας.
Θέλουν μάλιστα νά μᾶς ἐπιβάλουν τήν πόλωσι αὐτή. Γιατί; Γιά νά πλήξουν τήν Ἐκκλησία. Νά ἀποχριστιανίσουν τούς Ἕλληνες.
Σέ παρόμοια περίπτωσι ὁ Παῦλος εἶχε φωνάξει στούς Γαλάτας : «ὦ ἀνόητοι Γαλάται, τίς ὑμᾶς ἐβάσκανε τῇ ἀληθείᾳ μή πείθεσθαι, οἷς κατ᾿ ὀφθαλμούς Ἰησοῦς Χριστός προεγράφη ἐν ὑμῖν ἐσταυρωμένος;» (Γαλ. γ΄ 1)
Σήμερα θά ἔλεγε «ὦ ἀνόητοι Νεοέλληνες...»
«Ἀλλά τότε μέν οὐκ εἰδότες Θεόν ἐδουλεύσατε τοῖς μή φύσει οὖσι θεοῖς· νῦν δέ γνόντες Θεόν, μᾶλλον δέ γνωσθέντες ὑπό Θεοῦ, πῶς ἐπιστρέφετε πάλιν ἐπί τά ἀσθενῆ καί πτωχά στοιχεῖα, οἷς πάλιν ἄνωθεν δουλεύειν θέλετε; (Γαλ. δ΄ 8-9)
Αὐτοί οἱ κατά τό φαινόμενο ὑπερασπισταί τῆς ἑλληνικότητός μας εἶναι στήν πραγματικότητα ἐπίβουλοι, γιατί εὐνουχίζουν τόν ἑλληνισμό. Ἀφαιροῦν ἀπό τόν ἀρχαῖο ἑλληνισμό ὅ,τι πνευματικώτερο καί ὑψηλότερο εἶχε καί κρατοῦν τήν χονδροειδῆ εἰδωλολατρία του. Ἀφαιροῦν ἀπό τόν ἑλληνικό πολιτισμό μία μεγάλη καί ἀνεπανάληπτη περίοδό του, ὅπως εἶναι τό Βυζάντιο. Ὑπερυψώνουν τόν Παρθενῶνα ἀλλά δέν μποροῦν νά ἰδοῦν τό πλήρωμά του στήν Ἁγιά-Σοφιά. Ἀγνοοῦν τήν ἑλληνοχριστιανική βυζαντινή ἀρχιτεκτονική, ζωγραφική, γλυπτική. Παίζουν τό παιχνίδι τῶν ξένων πού μᾶς συρρίκνωσαν σάν ἔθνος καί θέλουν περαιτέρω νά μᾶς συρρικνώσουν. Συμφωνοῦν μέ τόν Gibbon πού ἐπέγραψε τήν ἱστορία τῶν χιλίων χρόνων τοῦ Βυζαντίου ὡς ἱστορία τῆς πτώσεως τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας (The fall of the Roman Empire). Ὤ τοῦ παραλογισμοῦ! Καμμία αὐτοκρατορία δέν ὑπέστη τόσες ἐπιθέσεις καί δέν ἄντεξε τόσα χρόνια ὅσο ἡ Βυζαντινή. Χίλια χρόνια, κατά τόν Γίββωνα, κράτησε ἡ πτῶσις τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας!
Σάν Ἕλληνες καί Χριστιανοί Ὀρθόδοξοι γιά ὅλα αὐτά πονᾶμε καί διαμαρτυρόμεθα.
Δέν θά ἀφήσωμε τούς Νεοπαγανιστάς νά μᾶς περάσουν τά σχέδιά τους, τά ὁποῖα ἐξυπηρετοῦν τό κίνημα τῆς νέας ἐποχῆς καί τῆς παγκοσμιοποιήσεως, καί πού τελικά γι᾿ αὐτό δέν εἶναι μόνο ἀντιχριστιανικά ἀλλά καί ἀνθελληνικά.
Μέ αὐτό τό πνεῦμα εἶναι γραμμένο καί τό πόνημα τοῦ ἀδελφοῦ τῆς Μονῆς μας Ἱερομονάχου Φιλοθέου.
Ὁ φωτιστής μας Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος μᾶς παραγγέλλει:
- Ἕλληνες, «τῇ ἐλευθερίᾳ ᾗ Χριστὸς ἡμᾶς ἠλευθέρωσε, στήκετε, καί μή πάλιν ζυγῷ δουλείας ἐνέχεσθε» (Γαλ. ε΄ 1).
Ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους
+ Ἀρχιμ. Γεώργιος
________________________________________
Αἴτια καὶ προσπάθειες γιὰ τὴν ἀναβίωσι τῆς ἀρχαίας εἰδωλολατρικῆς θρησκείας τῶν Ἑλλήνων
Μέσα στήν ἀνεμοζάλη τῶν παντοειδῶν φιλοσοφικῶν ρευμάτων καί ἰδεῶν πού κατακλύζουν τόν σύγχρονο κόσμο μας, μέσα στήν δίνη τῆς ἀπάνθρωπης καί ἰσοπεδωτικῆς Νέας Ἐποχῆς καί τῆς ὁλοκληρωτικῆς παγκοσμιοποιήσεως, ὡς καί τῶν διαφόρων θρησκειῶν καί αἱρέσεων καί τοῦ συγκρητιστικοῦ οἰκουμενισμοῦ, ἐδῶ καί μερικά χρόνια μία νέα σχετικά γιά τήν γενιά μας τάσις καί ἰδεολογία κάνει τήν ἐμφάνισί της. Γιά νά ἀκριβολογοῦμε, ἐπανεμφανίζεται μετά ἀπό ὡρισμένες ἀποτυχημένες προσπάθειες στό παρελθόν, ἔχοντας ὡς στόχο τήν ἐπικράτησι στόν ἑλληνικό τουλάχιστον χῶρο.
Ἡ ἰδεολογική αὐτή τάσις-κίνημα σχετίζεται μέ τήν ἀρχαία Ἑλληνική θρησκεία καί ὡς σκοπό ἔχει τήν ἀναβίωσί της, ὅπως μέ ἔμφασι τονίζεται. Ἀποτελεῖ δηλαδή ἕνα εἶδος Νεο-παγανισμοῦ, ἐπιστροφῆς κατά τά λεγόμενα στίς ἀρχαιοελληνικές εἰδωλολατρικές θρησκευτικές δοξασίες.
Εὑρίσκονται μάλιστα οἱ σημερινοί αὐτοί ὀπαδοί τοῦ ἐν Ἑλλάδι κινήματος ἤ ἰδεολογίας, σέ σύνδεσι καί συνεργασία μέ κάποιο διεθνές κίνημα καί ὀργάνωσι γιά τήν ἀναγνώρισι, καταξίωσι καί ἀναζωπύρωσι τῶν κατά τόπους καί λαούς παγανιστικῶν ἀρχαίων θρησκειῶν (Ἵδρυσις τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐθνικῶν Θρησκειῶν», στό Βίλνιους τῆς Λιθουανίας, τό καλοκαίρι τοῦ 1998).
Ἴσως θά ἔλεγε κάποιος ὅτι σήμερα κυκλοφοροῦν τόσα πολλά ρεύματα καί ἰδέες, ὅπως ἤδη ἐλέχθη, πού φυσικό θά ἦταν τρόπον τινα νά ἀκουστοῦν καί τέτοιου εἴδους θεωρίες καί φιλοσοφίες. Ὅμως ἐπειδή ἔχουμε γίνει κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι μάρτυρες σκανδαλισμοῦ ἀδυνάτων ἀδελφῶν, καί γίναμε δέκτες πολλῶν καί ἐπανειλημμένων ἐρωτήσεων καί παρακλήσεων γιά πληροφόρησι σχετικά μέ τό ἐν λόγῳ θέμα, θεωρήσαμε καθῆκον μας νά μή σιωπήσουμε ἀλλά νά ἐγκύψουμε καί νά ἀσχοληθοῦμε. Ἄλλωστε ἔχει ἄμεση σχέσι μέ τήν ἱστορία, τήν καταγωγή καί τήν διαχρονική πορεία αὐτοῦ τοῦ τόπου.
Εἶναι δεδομένο ὅτι προϊόντος τοῦ χρόνου, καθώς πλησιάζουμε πρός τό ὡρισμένο χρονικό σημεῖο γιά τήν τέλεσι ἐν Ἀθήναις τῶν Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων, οἱ ὁποῖοι εἰρήσθω ἐν παρόδῳ ὡς ἀθλητικό καί κοινωνικό γεγονός οὐδεμία σχεδόν σχέσι ἔχουν μέ αὐτούς οἱ ὁποῖοι ἐτελοῦντο κατά τήν ἀρχαιότητα, ὁλονέν καί ὀγκοῦται καί αὐξάνει ἡ διαφήμισις καί προβολή τῶν σχετικῶν ἀναφορῶν περί αὐτῆς τῆς Νεο-εἰδωλολατρείας. Λυπούμαστε πού εἴμαστε ἀναγκασμένοι νά ποῦμε, ὅτι αὐτό δυστυχῶς γίνεται ἀπό ἀνθρώπους πού ἐλάχιστα γνωρίζουν τό πραγματικό πνεῦμα καί τίς διαστάσεις τοῦ ἀρχαίου πνεύματος, ὡς καί τήν χρησιμότητά του στήν σημερινή ἐν Χριστῷ πραγματικότητα.
Εἶναι λυπηρό καί συνάμα ἀνησυχητικό τό γεγονός ὅτι πολλοί, ἀκόμη καί ἐπίσημοι ἄνθρωποι καί φορεῖς τῆς Πολιτείας, ἀντιμετωπίζουν τό θέμα αὐτό ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ, μέ ἀποτέλεσμα ἐνῶ στήν πραγματικότητα ἀμφιβάλλουν γιά τήν σοβαρότητά του, ὄχι μόνο νά ἀνέχωνται καί νά ἐπιτρέπουν, ἀλλά καί νά προάγουν καί νά χρηματοδοτοῦν διάφορα προγράμματα σχετικά μέ τόν νεοεμφανισθέντα αὐτόν παγανισμό. Ἔτσι σύν τῷ χρόνῳ προβάλλονται καί καθιερώνονται στήν ἑλληνική ζωή, μέ τήν ἀνοχή ἤ τήν ἀδιαφορία μας, θεσμοί καί πράξεις, ὡσάν νά ἦσαν ἀπό ὅλους ἐκ παραδόσεως ἀποδεκτά καί θεμιτά.
Πληροφορούμαστε π.χ. γιά τό πόσο ἔχει ἐπιβληθεῖ σιγά-σιγά στήν ἑλληνική κοινή γνώμη ἀλλά καί διεθνῶς, τάχα χάριν κάποιας πολιτιστικῆς καί ἱστορικῆς γιά τήν Ἑλλάδα διαφημίσεως, ἡ τελετή τῆς ἁφῆς τῆς φλόγας γιά τούς Ὀλυμπιακούς Ἀγῶνες. Καί ὅτι ἐνῶ ἀρχικά εἶχε τήν μορφή καλλιτεχνικῆς, θεατρικῆς παραστάσεως, ἔχει ἐξελιχθεῖ σέ ἐπίσημη τελετή, ὡσάν νά ἦτο κάτι τό σοβαρό καί σεβαστό, μέ ὁλονέν αὐξανόμενη τάσι νά ἐπιτηδεύεται ἀναγνώρισις θρησκευτικῆς ἱερότητος.
Ὅλοι μας ἔχουμε εὐθύνη γιά τά ἀνωτέρω.
Πρώτιστα, πολλοί ἀπό ἐμᾶς τούς Χριστιανούς, πού δέν εἴμαστε ὅπως θά μᾶς ἤθελε καί μᾶς παρήγγειλε ὁ ἅγιος Κύριος καί Θεός μας Ἰησοῦς Χριστός: ἅλας τῆς γῆς, φῶς τοῦ κόσμου, παράδειγμα ἤθους καί ζωῆς. Δέν εἴμαστε δυστυχῶς ἄνθρωποι ταπεινοί, ἄνθρωποι ἀγάπης καί θυσίας, ὄντως πνευματικοί, μέ μόνη ἐπιδίωξί μας τήν διακονία τοῦ κόσμου πρός δόξαν Θεοῦ.
Γινόμαστε ἔτσι σκάνδαλο, πρόσκομμα εἰς θάνατον πνευματικόν γιά τούς ἀδυνάτους ἀδελφούς μας. Καί ἐξ αἰτίας μας ἀποξενώνονται ἄνθρωποι ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καί καταφεύγουν σέ ἀρχαῖες, μακρυνές, ξεπερασμένες, θολές πηγές γιά νά ξεδιψάσουν τήν πνευματική δίψα τους, ἐνῶ πλάϊ τους ρέει ἄφθονο τό ζωήρρυτο ὕδωρ τῆς ἀθανασίας.
Ἐπίσης κάποιοι πολιτικοί ἄρχοντες, ἐνῶ ἔχουν εὐθύνη γιά τήν ἀληθινά πνευματική καί πολιτιστική κληρονομιά μας ἀλλά καί μέ αὐτήν νά τροφοδοτοῦν πνευματικά τούς Νεοέλληνες, ἐντούτοις ἀδιαφοροῦν καί δηλητηριάζουν τόν νοῦ καί τίς ψυχές τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν. Οἱ δυνάμενοι πάλι νά κρίνουν ὀρθά, δέν ἀντιδροῦν, τουλάχιστο ὅσο πρέπει, δέν διαμαρτύρονται ὅπως ἁρμόζει σέ ἐλεύθερες συνειδήσεις μέσα σέ χώρα μέ δημοκρατικούς θεσμούς καί νόμους.
Καί ἔτσι οἱ ἐπιτήδειοι καταφέρνουν νά ἐπιτυγχάνουν τούς στόχους τους.
Συμβάλλει καί βοηθεῖ σ᾿ αὐτό καί ἡ ἔξωθεν ἐπιβουλή.
Ποιός νοήμων σήμερα πιά ἀμφιβάλλει γιά τούς καταχθονίους σκοπούς καί μεθοδεύσεις τῆς Νέας Ἐποχῆς; Πόση σύγχυσι ἐπιφέρει μέ τήν ἀνεκτική καί συγκρητιστική μέθοδό της στούς λαούς, στίς μάζες τῶν ἀνθρώπων ὅπως λέγουν, ἔτσι ὥστε νά ἐπιβάλλη στόν κατάλληλο χρόνο πλήρως τήν φιλοσοφία καί ἰδεολογία της στό "ζαλισμένο κοπάδι"! Πόσο καί στήν περίπτωσι αὐτή τῶν Ἑλλήνων Νεο-ειδωλολατρῶν φαίνεται νά συμβάλλη τά μέγιστα, σέ συνδυασμό μέ ἄλλους ἀκηρύκτους ἐχθρούς τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Ἑλληνισμοῦ, στήν διάλυσι τῶν δυνατωτέρων συνεκτικῶν δεσμῶν καί ἁρμῶν του, τήν Ὀρθόδοξο Πίστι στόν Θεάνθρωπο Χριστό καί τήν ἁγία Ἑλληνορθόδοξο Παράδοσί μας, πού χαρακτηρίζουν, συνδέουν καί συνέχουν ἀπό πολλούς αἰῶνες τήν συντριπτική πλειοψηφία τῶν Ἑλλήνων!
Ἡ συστηματική θεώρησις ἐξ ἄλλου τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ κόσμου καί τῆς ἱστορίας ἀπό τούς ξένους (μή Ἕλληνες) καί δή Εὐρωπαίους μελετητές, ἐπηρεασμένους καί καθοδηγουμένους ἀπό τόν Εὐρωπαϊκό (Γερμανικό) Ἰδεαλισμό καί Ρωμαντισμό, πιστεύουμε ὅτι ἐνισχύει τό νεοελληνικό αὐτό κίνημα. Μέ τά ὀρθολογιστικά γυαλιά τῆς Εὐρώπης προσπάθησαν νά «διαβάσουν" τήν καθ᾿ ἡμᾶς ἀρχαιότητα, ἑρμηνεύοντας κατά τό δοκοῦν καί γι᾿ αὐτό παρερμηνεύοντας, τήν οὐσία τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, πού ἦταν μιά καλή ἀνησυχία γιά τόν κόσμο, τήν δημιουργία, τόν ἄνθρωπο καί τόν σκοπό τῆς ζωῆς, καί τόν Θεό.
Ὅπως εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ καθηγητής π. Γεώργιος Μεταλληνός: «Ἡ αὐτοθεοποίηση τοῦ εὐρωπαίου ἀνθρώπου ἔγινε μέ τόν ρατσιοναλισμό, τήν ἀπολυτοποίηση τῆς διάνοιάς του. Μία ἀπό τίς μεγαλύτερες (αὐτ)απάτες τῆς εὐρωπαΐζουσας διανόησής μας εἶναι ἡ ἀναγωγή τοῦ δυτικοῦ ρατσιοναλισμοῦ στήν ἑλληνική ἀρχαιότητα. Ὁ ἀρχαῖος Ἕλληνας ὅμως γνώριζε τά ὅρια τοῦ λόγου καί γι᾿ αὐτό δέν ἔδωσε ποτέ ἀπόλυτη σημασία στό λόγο»1.
Ἀναφέρει δέ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος πώς ὁ ἀρχαιοελληνικός λόγος ρητά δηλώνει ὅτι: «Θεόν νοῆσαι μέν χαλεπόν, φράσαι δέ ἀδύνατον»2, μέ τό ὁποῖο ἀναγνωρίζονται τά περιορισμένα ὅρια καί οἱ δυνατότητες τοῦ ἀνθρωπίνου νοῦ καί λόγου.
Ἔτσι αὐτοί οἱ ὀπαδοί τοῦ Διαφωτισμοῦ καί τοῦ Ὀρθοῦ Λόγου, τώρα πάλι μέ δικές τους ἄμεσες ἤ ἔμμεσες ἐξηγήσεις καί προτροπές, φαίνεται νά εἰσηγοῦνται καί σέ κάποιους συγχρόνους Ἕλληνες τήν ἀναβίωσι ἑνός νέου ἑλληνικοῦ παγανισμοῦ. Σέ ἀνθρώπους πού δέν μποροῦν δυστυχῶς νά ἀντιληφθοῦν τήν ἀπό αἰώνων πνευματική ἐνηλικίωσι τοῦ Ἑλληνισμοῦ, πού κατήργησε ὅσα ἔπραττε ὅταν ἦταν νήπιος. «Ὅταν... ἔλθῃ τό τέλειον, τότε τό ἐκ μέρους καταργηθήσεται. Ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐλάλουν, ὡς νήπιος ἐφρόνουν, ὡς νήπιος ἐλογιζόμην. Ὅτε γέγονα ἀνήρ, κατήργηκα τά τοῦ νηπίου»3.
Ἡ ἴδια τελική κατάργησις ὅμως δέν ἐπῆλθε, παρά τίς προσπάθειες κάποιων καί στό παρελθόν, ὅσες φορές ἐπιχειρήθηκε ἡ ἴδια ἀναβίωσις τῆς εἰδωλολατρείας;
Τί συνέβη τό 361 μ.Χ. ἐπί Αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου!
Ἀνύπαρκτους θεούς καί ψεύδη τιμοῦσε καί ὁ Ἰουλιανός κατά τήν ὀρθή γνώμη συγχρόνου μελετητοῦ: «Αὐτούς θαύμαζε καί σ᾿ αὐτούς θυσίαζε. Δέν καταυγάστηκε ἀπό τό φῶς καί τό πνεῦμα τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, ἀλλά σαγηνεύθηκε ἀπό τήν παραφθορά του, τή λαϊκή καί ἀνωφελή του θρησκευτικότητα... Ἀκόμη καί σήμερα...(σ.σ. πολλοί) πολλές φορές σκέπτονται καί νοοῦν τήν ἀρχαιότητα μέσα ἀπό προϋποθέσεις καί δεδομένα μεταγενέστερων ἐποχῶν, πιθανῶς καί ἄγνωστων στόν κλασικό κόσμο. Ἡ ἐξιδανικευμένη εἰκόνα πού ἔχουν γιά τήν ἀρχαιότητα καλύπτει τίς ἰδεολογικές τους περιπλανήσεις συνδυασμένες μέ τό πλέον βυθῶδες μίσος γιά τόν Χριστιανισμό. Ἀδικοῦν καί τήν ἀρχαία ἑλληνική σκέψη καί τόν πολιτισμό πού ἀκολούθησε καί, σέ κάθε περίπτωση, ὅποιον διαφωνεῖ μαζί τους»4.
Κατά παρόμοιο σχεδόν τρόπο ἐπίστευε, πολύ ἀργότερα, λίγο πρίν τήν πτῶσι τῆς Βασιλευούσης στούς Τούρκους, καί «ὁ Γεώργιος Γεμιστός (ἤ Πλήθων) ἀνήρ σοφώτατος καί πολυμαθέστατος», ὅπως ἀναφέρει εὔστοχα ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ὁ ὁποῖος χαρακτηρίζεται γιά τήν ἀρχαιομάθεια καί ἑλληνομάθειά του, γνήσιος ἐκφραστής καί ὑμνητής τῆς Παραδόσεως καί πιστός Χριστιανός. «Παρά πᾶσαν», λέγει «τήν σοφίαν καί πολυμάθειαν αὐτοῦ ὁ Γεώργιος Γεμιστός ἥμαρτε, καί ἥμαρτε λίαν ἀδικαιολογήτως. Διότι ἐφαντάσθη ὅτι ἦτο δυνατόν νά ἐπανορθώση θεσμούς καί ἤθη ταφέντα ἐσαεί καί κείμενα ὑπό τήν σεσωρευμένην σκωρίαν τοῦ χρόνου. Ἦτο ὁ ὀψιγενής Ἕλλην πλατωνικός τοῦ ΙΕ΄ αἰῶνος, ὁ ὀνειροπολήσας νά ἀρχίση ἐκ νέου κατά τόν χρόνον ἐκεῖνον τό ἔργον τοῦ Ἰουλιανοῦ, ὁ μετά τόν Παραβάτην δεύτερος Παραβάτης»5.
Καί ἐνθυμούμαστε τόν ποιητή Κ. Καβάφη:
«Γιά τές θρησκευτικές μας δοξασίες ―
ὁ κοῦφος Ἰουλιανός εἶπεν «Ἀνέγνων, ἔγνων,
κατέγνων». Τάχατες μᾶς ἐκμηδένισε
μέ τό «κατέγνων"του, ὁ γελοιωδέστατος.
Τέτοιες ξυπνάδες ὅμως πέρασι δέν ἔχουνε σ᾿ ἐμᾶς
τούς Χριστιανούς."Ἀνέγνως, ἀλλ᾿ οὐκ ἔγνως· εἰ γάρ ἔγνως,
οὐκ ἄν κατέγνως" ἀπαντήσαμεν ἀμέσως».6
________________________________________
Θέσεις - Κατηγορίες τῶν νεο-εἰδωλολατρῶν ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν
Πολύ συνοπτικά θά ἀναφέρουμε μερικές ἀπό τίς κυριώτερες, κατά τήν γνώμη μας, θέσεις τῶν ὀπαδῶν τοῦ ἑλληνικοῦ αὐτοῦ νεο-παγανιστικοῦ κινήματος, πού εἶναι ἄλλωστε καί κατηγορίες τους πρός τήν Χριστιανική μας Πίστι καί εὐσέβεια. Ἀπαντοῦμε πρός αὐτές δι᾿ ὀλίγων, μέ ἀγάπη, εἰλικρίνεια καί καλή πρόθεσι, μή ἔχοντας ἄλλον στόχο καί σκοπό, παρά τήν Ἀλήθεια, πού βοηθεῖ καί ἐλευθερώνει ὅλους μας. Πιστεύουμε δέ ὅτι εἶναι ἀρκετά ὥστε νά πληροφορήσουν καί νά στηρίξουν ὅσους προβληματίζονται μέ καλή διάθεσι.
Α. Καταφέρονται κατά τῆς Πίστεώς μας, ἰσχυριζόμενοι ὅτι τάχα ὁ Χριστιανισμός μέ τήν περί ἁμαρτίας καί πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου διδασκαλία του, ὅσο καί μέ τήν ἀναγωγή τῆς ἀληθινῆς εὐτυχίας καί αἰωνίου ἀποκαταστάσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν μάταιο τοῦτο κόσμο στήν οὐράνιο βασιλεία τοῦ Θεοῦ, κατέστρεψε μιά ἀνέμελη, γλυκειά καί ὡραία, ξέγνοιαστη ζωή ἐδῶ πάνω στήν γῆ. Μιά ζωή, ὅπως λέγουν, τῆς χαρᾶς, τοῦ φωτός, τοῦ ἔρωτος. «Ὁ Χριστιανισμός -ἰσχυρίζονται- ἔστρεψε τό βλέμμα τῆς ψυχῆς ἀπό τό ἐνθάδε στό ἐπέκεινα, ἀναβάλλοντας τήν εὐτυχία τοῦ ἀνθρώπου σέ μιά μεταθανάτια ζωή καί ἀρνούμενος τήν παροῦσα ζωή»7, καί ἐπιβάλλοντας δῆθεν ἕνα σκυθρωπό τρόπο ζωῆς, γεμᾶτο στερήσεις καί ἀπαγορεύσεις.
Κατ᾿ ἀρχήν πρέπει νά σημειώσουμε, ὅτι ὑπάρχουν πολλά στοιχεῖα πού ἀποδεικνύουν γιά τόν ἀρχαῖο κόσμο πώς βρισκόταν κάτω ἀπό τήν σκιά καί τό βάρος πολλῶν ἀρνητικῶν γιά τήν ζωή ἀντιλήψεων.
Χωρίς τήν γνῶσι καί τήν κοινωνία τοῦ ἐξ ἀποκαλύψεως ἀληθινοῦ Θεοῦ, τήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου κυβερνᾶ μιά ἄτεγκτη εἰμαρμένη, στήν ὁποία ὑποτάσσονται «θεοί" καί ἄνθρωποι, χωρίς καμμία δυνατότητα καί ἐλπίδα διαφυγῆς. Ὅσο προσπαθεῖ ὁ δυστυχής καί ἄθλιος Οἰδίπους νά ἀποφύγη τήν σκληρή μοῖρα του, τόσο πιό πολύ ἐμπλέκεται στά δίκτυά της. Οἱ τραγικοί ἥρωες εἶναι εὐγενεῖς ἀλλά δυστυχεῖς ὑπάρξεις, τῶν ὁποίων ἡ ἀνταρσία στήν ἀναπότρεπτη μοῖρα τους θά συντριβῆ ἀμείλικτα.
Ὁ ἄνθρωπος κατά τούς ἀρχαίους Ἕλληνες εἶναι «βροτός», «θνητός», καί «σκιᾶς ὄναρ».
Ὅταν ὁ Διομήδης ἐρωτᾶ τόν Γλαῦκο γιά τό γένος του, πρό τῆς μονομαχίας τους, δέχεται τήν ἑξῆς ἀπάντησι, χαρακτηριστική μιᾶς μελαγχολικῆς ἀντιλήψεως τῶν Ἑλλήνων γιά τήν ζωή: «Τυδεΐδη μεγάθυμε, τί ἤ γενεήν ἐρεείνεις; οἴῃ περ φύλλων γενεή, τοίη δε καί ἀνδρῶν· φύλλα τά μέν τ᾿ ἄνεμος χαμάδις χέει, ἄλλα δέ θ᾿ ὕλη τηλεθόωσα φύει, ἔαρος δ᾿ ἐπιγίνεται ὥρη· ὥς ἀνδρῶν γενεή ἡ μέν φύει, ἡ δ᾿ ἀπολήγει».
Δηλ.: «Γιέ τοῦ Τυδέα μεγαλόκαρδε, γιατί ρωτᾶς γιά τή γενιά μου; Τῶν ἀνθρώπων ἡ γενιά εἶναι σάν τή γενιά τῶν φύλλων, πού ἄλλα τά σκορπάει χάμω ὁ ἄνεμος, κι ἄλλα φουντώνουν μέ τήν ἄνοιξη στά πράσινα τά δέντρα. Ἔτσι εἶναι καί τῶν ἀνθρώπων ἡ γενιά. Ἡ μιά φυτρώνει κι᾿ ἡ ἄλλη ἀφανίζεται"8.
Ὁμοίως καί στόν Ἡσίοδο ἡ ἀνθρωπίνη ἱστορία εἶναι μία διαρκής ἔκπτωσις ἀπό τό χρυσό, τό ἀργυρό, τό χαλκό, τό ἡρωικό καί τέλος τό σιδηροῦν γένος, πού διέπει τόν σύγχρονό του ἄνθρωπο. Ὁ μῦθος αὐτός ἀποδίδει τήν ἀθλία μοῖρα τοῦ ἀνθρώπου καί τήν προοδευτική χειροτέρευσι τοῦ ἀνθρωπίνου γένους9.
Κατά τόν Φώτιο Σχοινᾶ: «Τήν ἴδια μελαγχολική καί ἀπαισιόδοξη ἀντίληψη τῆς ζωῆς πού διαπερνᾶ τήν ἑλληνική ψυχή συναντοῦμε καί στήν φιλοσοφία. Γιά τούς Ἕλληνες φιλοσόφους ἐν γένει, ὁ αἰσθητός κόσμος εἶναι μία ἀνταύγεια, μία ὠχρή σκιά τοῦ νοητοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος εἶναι τό ὄντως ὄν. Ὁ αἰσθητός κόσμος δέν ἔχει ἀρχή καί τέλος, ἀλλά συνιστᾶ ἕνα ὀντολογικά καί ἀξιολογικά ὑποδεέστερο τρόπο ὑπάρξεως. Ὁ χρόνος ὡς στοιχεῖο τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου εἶναι μία «κινητή εἰκόνα τῆς αἰωνιότητος" (Πλάτωνος Τίμαιος), ἡ ὁποία αἰωνιότης ἀνήκει ἀποκλειστικά στόν νοητό κόσμο. Ὁμοίως μέ τόν αἰσθητό κόσμο καί ὁ χρόνος δέν ἔχει ἀρχή καί τέλος, ἀλλά ἀνακυκλοῦται ἀεννάως. Εἶναι ἕνας κύκλος πού ἐπαναλαμβάνεται διαρκῶς καί περιοδικά. Ὅ, τι ὑπῆρξε, θά ξαναϋπάρξη τό ἴδιο ἀπαράλλακτα ἤ ἔστω παραπλήσια. Ἡ ψυχή ξέπεσε ἀπό τόν νοητό κόσμο καί ἐγκλωβίστηκε στό σῶμα, πού εἶναι ὁ τάφος της. Ἔτσι ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου στόν παρόντα κόσμο εἶναι μία ἔκπτωσις, ἕνας μειωμένος, ἕνας κατώτερος τρόπος ὑπάρξεως. Ὅ, τι ἀπομένει στόν ἄνθρωπο εἶναι νά προσπαθήση νά διαφύγη ἀπό αὐτόν τόν ἄθλιο τρόπο ὑπάρξεως, νά λυτρωθῆ ἀπό τόν ἐφιάλτη τῶν συνεχῶν ἀνακυκλήσεων καί νά μετατεθῆ στήν ἀκίνητη, μόνιμη, ἀλλά καί παγερή αἰωνιότητα τοῦ νοητοῦ κόσμου»10.
Ἀναφέρει καί ὁ Πλούταρχος σέ παραμυθητικό λόγο του ὅτι, κατά κάποια παράδοσι, ὅταν ὁ βασιλεύς Μίδας συνέλαβε τόν δαίμονα Σειληνό καί τόν ἐρώτησε νά τοῦ πῆ, ποιό πρᾶγμα εἶναι τό πολυτιμώτερο στόν κόσμο αὐτό, ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε:
«...δαίμονος ἐπιπόνου καί τύχης χαλεπῆς ἐφήμερον σπέρμα, τί με βιάζεσθε λέγειν ἅ ὑμῖν ἄρειον μή γνῶναι; μετ᾿ ἀγνοίας γάρ τῶν οἰκείων κακῶν ἀλυπότατος ὁ βίος. ἀνθρώποις δέ πάμπαν οὐκ ἔστι γενέσθαι τό πάντων ἄριστον οὐδέ μετασχεῖν τῆς τοῦ βελτίστου φύσεως· ἄριστον γάρ πᾶσι καί πάσαις τό μή γενέσθαι· τό μέντοι μετά τοῦτο καί πρῶτον τῶν ἀνθρώπῳ ἀνυστῶν, δεύτερον δέ, τό γενομένους ἀποθανεῖν ὡς τάχιστα»11.
Δηλ.: «ἐφήμερε ἄνθρωπε, τέκνο τῆς κακῆς τύχης καί τοῦ πόνου, γιατί μέ πιέζεις νά σοῦ πῶ, αὐτά πού θά ἦταν προτιμότερο νά μή γνώριζες; ἀφοῦ ἡ ζωή θά ἦταν ἀσύγκριτα καλλίτερη, ἄν δέν ἐγνώρίζε ὁ καθένας τίς συμφορές καί τίς θλίψεις του. Δέν μποροῦν δέ παντελῶς οἱ ἄνθρωποι νά ἀποκτήσουν τό μεγαλύτερο ἀγαθό, κι οὔτε νά χαροῦν τό ἀνώτερο ἀπ᾿ αὐτά· ἐπειδή τό καλλίτερο ἀπ᾿ ὅλα τά ἀγαθά γιά ἄνδρες καί γυναῖκες εἶναι τό νά μή εἶχαν ποτέ γεννηθεῖ, νά μή εἶχαν ὑπάρξει. Μετά ἀπό αὐτό τό ἐπιθυμητό ἀγαθό στούς ἀνθρώπους, σέ δεύτερη μοῖρα ἔρχεται τό ἑξῆς: Ἀφοῦ γεννήθηκαν, νά πεθάνουν τό γρηγορώτερο».
Βέβαια, ἄς τονίσουμε, μέσα στήν ἀρνητικότητα καί τήν ἀπαισιοδοξία αὐτή, ἀποδεικνύεται καί περίτρανα διακηρύσσεται ὁ πόθος καί ἡ δίψα τοῦ Ἕλληνος γιά τό ὄντως «καλόν κἀγαθόν», τό τέλειο, τό ἀληθινά ὡραῖο καί ἄφθαρτο. Μή ἀναπαυόμενος στίς πτωχές καί φθαρτές μετριότητες τῆς γηίνης χαρᾶς καί εὐδαιμονίας, χωρίς νά γνωρίζη, ἀναζητεῖ κάτι ἀνώτερο· καί μή εὑρίσκοντάς το τότε ἀκόμη στόν καιρό πρό τῆς Χάριτος, μελαγχολεῖ καί ἀπελπίζεται.
Πῶς λοιπόν τώρα, μετά τήν Θεία Ἀποκάλυψι καί Ἐπιφάνεια, ἡ Ἁγία Ἐκκλησία μας νά ἀποκρύψη ἀπό τούς ἀνθρώπους τό ὄντως χαρμόσυνο μήνυμα, τό ἅγιο Εὐαγγέλιο, τήν πραγματική καί σωτήρια Θεολογία, κοσμολογία καί ἀνθρωπολογία, πού Θεόθεν δέχθηκε; Πῶς νά μή ὁμιλήση καί κατευθύνη τούς πιστούς στήν θέωσι, χάριν μιᾶς οὐτοπικῆς καί ψευδοῦς γηίνης ἀπολαύσεως;
Γιά μᾶς, τούς Χριστιανούς, δέν ἰσχύει ἡ πλατωνική φιλοσοφία ὅτι τό σῶμα εἶναι ἡ φυλακή τῆς ψυχῆς. Ὁ ὅλος ἄνθρωπος, ψυχή καί σῶμα, ἐνδεδυμένος τούς δερματίνους χιτῶνας, ἀγωνίζεται σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο γιά νά κερδίση τήν αἰωνία συνοίκησι μέ τόν Θεό. Ὁ αἰσθητός κόσμος, ὁ χρόνος καί ἡ ζωή δέν ἔχουν μία καταθλιπτική διάστασι, δέν εἶναι φορτία δυσβάστακτα γιά τόν Χριστιανό ἄνθρωπο, ἀφοῦ ἐν Χριστῷ πλέον ἔχουν ἀποκτήσει οὐράνιες καί αἰώνιες διαστάσεις καί προεκτάσεις.
Ὅπως πολύ οὐσιαστικά καί παραστατικά θεολογεῖ ὁ μακαριστός ἅγιος Γέροντας Ἰουστῖνος Πόποβιτς: «... ὁ Κύριος εἰσήγαγε τό ἀνθρώπινο γένος εἰς τό ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ τῆς ἀθανασίας, ὁ ὁποῖος ἐκβάλλει εἰς τήν αἰώνιον ζωήν. Καί ἀπό τότε καί αἱ σκέψεις καί αἱ αἰσθήσεις καί τά ἔργα τῶν ἀνθρώπων τοῦ Χριστοῦ, γίνονται ὅλα μικρά ρυάκια ἀθανασίας, τά ὁποῖα, καθώς περνοῦν μέσα ἀπό τούς βράχους τοῦ χρόνου καί τοῦ χώρου, κελαρύζουν καί τρέχουν μέ χαράν πρός τό χωρίς ὄχθες πέλαγος τῆς θαυμαστῆς αἰωνιότητος καί θεανθρωπότητος τοῦ Χριστοῦ»12.
Ἀγνοοῦν οἱ Νεο-παγανιστές καί ὅσοι ἔχουν τίς ἴδιες ἰδέες μ᾿ αὐτούς, ὅτι ἡ ἐν Χριστῷ ζωή τῶν Χριστιανῶν καί ἡ ἕνωσίς τους μέ τόν Θεό, ἀρχίζει ἀπ᾿ ἐδῶ καί κορυφώνεται στήν μετά θάνατο ζωή. Κατά τόν ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα: «Ἡ ἐν Χριστῷ ζωή φυτρώνει μέν σ᾿ αὐτόν τόν βίο καί ἀπ᾿ αὐτόν λαμβάνει τήν ἀρχή της, ὁλοκληρώνεται ὅμως στόν μέλλοντα, ὅταν φθάσουμε σ᾿ ἐκείνη τήν ἡμέρα• καί οὔτε ὁ παρών βίος μπορεῖ νά τήν ἐντυπώση τελείως στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, οὔτε ὁ μέλλων, ἄν δέν λάβη ἀπό ἐδῶ τίς ἀρχές...»13
Ὁ πιστός Χριστιανός δέν μεταθέτει στό «μετά-θάνατον», στό ἐπέκεινα, τήν χαρά καί τήν εὐτυχία του, ἀλλά τήν γεύεται ἀπό τώρα μέσα στήν ἐν Χριστῷ ζωή καί τόν ἐν Χριστῷ ἀγῶνα του. Ζῆ ἀπό τώρα, μέσα στόν κόσμο αὐτό, μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, μία «ἐγκαινιασμένη" ἐσχατολογία. Πρᾶγμα πού σημαίνει ὅτι ἀπό τήν ζωή αὐτή ὁ ἀγωνιζόμενος πιστός Χριστιανός προ-απολαμβάνει τούς ἀρραβῶνες, τίς προγεύσεις τῆς οὐρανίου μακαριότητος, ἀνερχόμενος ἀπό τήν παθητική καί ὑλώδη ζωή διαδοχικά τά στάδια τῆς μετανοίας, καθάρσεως, φωτισμοῦ καί θεώσεως, κατά τήν ἐμπειρία καί τήν φωτισμένη διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων.
Δέν ἀρνούμαστε αὐτήν τήν ζωή, δέν μισοῦμε τόν ὁρατό τοῦτο κόσμο. Εἶναι ἀνεκτίμητα δῶρα τοῦ Θεοῦ, πού πολύ σεβόμαστε καί μέ τά ὁποῖα -ἔχοντες τίς καλές προτεραιότητες καί ἱεραρχήσεις- μποροῦμε νά ἐπιτύχουμε τήν «καλήν ἐμπορίαν», νά κερδίσουμε τήν «ἀγήρω μακαριότητα», τήν αἰώνιο ζωή.
Πολλοί ἀπό τούς Ἀρχαίους Ἕλληνες φιλοσόφους ἀσχολήθηκαν ἰδιαίτερα μέ τά μεταφυσικά, ἐπιθυμῶντας καί προσπαθῶντας νά ἐμβαθύνουν σέ περισσότερο σταθερούς παράγοντες καί συνθῆκες τῆς ἀνθρωπίνης εὐδαιμονίας. Πολλοί φιλόσοφοι ἄνδρες τῆς ἀρχαιότητος ἀμφισβήτησαν τήν πρόσκαιρη, φθαρτή, γήινη ἀπόλαυσι καί ἡδονή, διαβλέποντας καί διαισθανόμενοι τήν ὕπαρξι μιᾶς ἄλλης οὐράνιας καί ἄφθαρτης, καί ἐλέγχοντας φανερά –καί πολλές φορές καί πολύ σκωπτικά- τούς ὀπαδούς τῆς πρώτης μέ τίς χοϊκές καί παχυλές εἰδωλολατρικές δοξασίες τους. Ὁ Ξενοφάνης, οἱ Τραγικοί, οἱ Σοφιστές, ὁ Σωκράτης, ὁ Ἀριστοτέλης, οἱ Στωικοί, ὁ Πλούταρχος, εἶναι μερικοί ἀπ᾿ αὐτούς.
Κεντρικός καί κύριος ἐκπρόσωπος τούτων ὑπῆρξε ὁ Πλάτων, μέ τήν λίαν ἀξιόλογο σκέψι καί φιλοσοφία του, μέ τήν ὁποία «δίδει ὀντολογική καί ἀξιολογική προτεραιότητα στό Ἐπέκεινα ἔναντι τοῦ παρόντος αἰσθητοῦ, γήινου κόσμου». «Καταδικάζει τήν τέχνη, τό θέατρο, τήν ἄμετρη ἡδονή, γενικά τό Διονυσιακό Πνεῦμα...» Ὁ Φ. Νίτσε τό ἀναγνωρίζει αὐτό, κατηγορῶντας τόν Πλάτωνα μέ βαρειές ἐκφράσεις λέγοντας, ὅτι ἐπέφερε «τήν «ἐκλογίκευσι" καί «ἠθικοποίησι" τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πνεύματος. Μάλιστα ἀποκαλεῖ τόν Πλάτωνα «κατάρα τῆς Εὐρώπης" καί πρό Χριστοῦ χριστιανό καί τοῦ καταλογίζει ὅτι ἀπό αὐτόν προῆλθε ὁ ἐκφυλισμός τοῦ ἀρχαίου πνεύματος καί ἡ ἀλλοτρίωση τοῦ εὐρωπαίου ἀνθρώπου»14.
Β. Κατηγοροῦν τούς Χριστιανούς οἱ Νεο-εἰδωλολάτρες γιά βαρβαρότητα καί ἀπαιδευσία, ἐπειδή φρονοῦν, ὅτι τάχα ἐν ὀνόματι τῆς πίστεως στόν Χριστό κατέστρεψαν τά ἔξοχα ἔργα τέχνης τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνικοῦ κόσμου καί πολιτισμοῦ.
Μή ἔχοντας διάθεσι νά καλύψουμε κάποιες μεμονωμένες ἐνέργειες, μέσα στά συγκεκριμένα πάντοτε δεδομένα τῆς τότε ἐποχῆς καί φυσικά (ἄς μή λησμονῆται αὐτό) μετά ἀπό αἰῶνες ἀπηνῶν διωγμῶν κατά τῶν Χριστιανῶν, ἀναφέρουμε σέ ἀντιδιαστολή ὅτι ὑπάρχουν πολλές ἀναφορές γιά Χριστιανούς πού μέ προσωπική τους πρωτοβουλία ἔσωσαν καί διετήρησαν ἔργα τῆς ἀρχαιότητος.
«Ἡ Helen Saradi π.χ., καταδεικνύει ὅτι ἡ ἐχθρική στάση τῶν χριστιανῶν πρός τά παγανιστικά ἱερά οὔτε γενικό φαινόμενο ὑπῆρξε, οὔτε συστηματική πολιτική. Ἀφ᾿ ἑνός, πολλά παγανιστικά ἱερά ἐρήμωσαν ἐπειδή ἁπλούστατα ἐγκατελείφθησαν...» καί «Ἀφ᾿ ἑτέρου, πολλά ἱερά διατηρήθηκαν εἴτε ἐπειδή ἔγινε σεβαστή ἡ αἰσθητική τους ἀξία, εἴτε ἐπειδή συνέχισαν νά χρησιμοποιοῦνται μετατρεπόμενα σέ χριστιανικές ἐκκλησίες»15.
Ὁ Ἱερός Αὐγουστῖνος μάλιστα τό 399 μ.Χ. ἀπευθυνόμενος στούς Χριστιανούς τῆς Καρθαγένης, τούς ἀποτρέπει «ἀπό τήν εἰσβολή στίς ἰδιοκτησίες τῶν ἐθνικῶν προκειμένου νά καταστρέψουν τά εἴδωλά τους. Εἶναι προτιμότερο ἔλεγε, νά ξερριζώσουμε τά εἴδωλα ἀπό τίς καρδιές τους καί νά προσευχόμαστε γι᾿ αὐτούς, ἀντί νά ἀποπνέουμε μένος ἐναντίον τους»16.
Ἡ ἐκτίμησις πάλι πρός ὅλα τά ὡραῖα τῆς ἀρχαιότητος εἶναι δεδομένη γιά τούς Χριστιανούς. Νά τί λέγει πρός τούς νέους, ὁ Μέγας Ἕλληνας καί Χριστιανός Ἱεράρχης ἅγιος Βασίλειος, προτρέποντάς τους νά ἐπιλέγουν ὅ,τι καλό ὑπάρχει στά γράμματα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων:
«... δέν πρέπει εἰς ὅλα κατά σειράν τά διδάγματα αὐτῶν νά προσέχετε, ἀλλ᾿ ὅταν μέν σᾶς διηγοῦνται κατορθώματα ἤ λόγους ἀνδρῶν ἀγαθῶν, πρέπει ν᾿ ἀγαπᾶτε καί νά μιμῆσθε αὐτούς καί νά προσπαθῆτε, ὅσον εἶναι δυνατόν, ὅμοιοι πρός τούτους νά εἶσθε· ὅταν ὅμως πονηρούς εἰκονίζουν ἀνθρώπους, τάς εἰκόνας ταύτας ν᾿ ἀποφεύγετε πρέπει, μέ φραγμένα τά ὦτα, ὅπως ὁ Ὀδυσσεύς, κατά τήν διήγησίν των, ἀπέφυγε τήν μουσικήν τῶν Σειρήνων, διότι ἡ τῶν κακῶν λόγων συνήθεια καί πρός τάς πράξεις τάς πονηράς ὁδηγεῖ. Διά τοῦτο ἀκριβῶς πρέπει μέ πάντα τρόπον τήν ψυχήν μας νά προφυλάττωμεν, μήπως μέ τῶν λόγων τήν ἡδονήν καί κακόν τι ἀπό ἀπροσεξίαν δεχθῶμεν, ὅπως ὅσοι μέ τό μέλι καταπίνουν καί δηλητήρια.
Δέν θά ἐπαινέσωμεν λοιπόν τούς ποιητάς οὔτε ὅταν εἰκονίζουν ἀνθρώπους ὑβριστάς ἤ ἐμπαίκτας ἤ ἐρωτευμένους ἤ μεθυσμένους, οὔτε ὅταν τήν εὐτυχίαν περιορίζουν εἰς τράπεζαν πλουσίαν καί διεφθαρμένα ᾄσματα· δέν θά προσέξωμεν δέ καθόλου, ὅταν ὁμιλοῦν περί θεῶν καί πρό πάντων ὅταν διηγοῦνται ὅτι οὗτοι εἶναι πολλοί καί μάλιστα οὐδέ εἰρηνεύουν μεταξύ των· διότι, ὡς γνωρίζετε, ἐκεῖνοι πολεμοῦν ἀδελφός πρός ἀδελφόν καί πατήρ τέκνα καί ταῦτα πάλιν κρυφά πολεμοῦν τούς γονεῖς των. Τάς μοιχείας δέ τῶν θεῶν καί τούς ἔρωτας καί τάς φανεράς σαρκικάς αὐτῶν μείξεις, καί μάλιστα τοῦ κορυφαίου ὅλων -ὅπως λέγουν οἱ ποιηταί- καί ἀνωτάτου, τοῦ Διός, ὅσα καί περί ζώων δέ θά ἔλεγε τις χωρίς νά κοκκινήση, αὐτά θά τ᾿ ἀφήσωμεν εἰς τούς ἀνθρώπους τοῦ θεάτρου.
Τά αὐτά ἀκριβῶς ἔχω νά εἴπω καί περί τῶν πεζογράφων, καί μάλιστα ὅταν συγγράφουν πρός διασκέδασιν τῶν ἀκροατῶν. Δέν θά μιμηθῶμεν ἐπίσης καί τῶν ρητόρων τήν τέχνην τῆς ψευδολογίας· διότι οὔτε εἰς τά δικαστήρια οὔτε εἰς τάς ἄλλας πράξεις εἶναι τό ψεῦδος ὠφέλιμον, ἀφοῦ ἐπροτιμήσαμεν τόν ὀρθόν καί ἀληθινόν δρόμον τῆς ζωῆς... Θά προτιμήσωμεν ὅμως νά παραδεχθῶμεν ἐκεῖνα τά διδάγματά των, εἰς τά ὁποῖα τήν ἀρετήν ἐπήνεσαν ἤ τήν κακίαν κατέκριναν. Διότι, ὅπως ἡ ἀπόλαυσις τῶν ἀνθέων διά μέν τούς ἄλλους εἰς μόνην τήν εὐωδίαν καί τό χρῶμα περιορίζεται, ἐνῶ αἱ μέλισσαι, ὡς γνωστόν, καί μέλι ἀπό τούτων λαμβάνουν, ὁμοίως καί ἐδῶ, ὅσοι εἰς τά συγγράμματα ταῦτα δέν ἐπιδιώκουν μόνον τήν ἡδονήν καί τήν χάριν τοῦ λόγου, δύνανται καί ὠφέλειάν τινα ἀπ᾿ αὐτῶν ν᾿ ἀποθησαυρίσουν εἰς τήν ψυχήν.
Πρέπει λοιπόν ἡμεῖς τά συγγράματα ταῦτα σύμφωνα πρός τήν ὅλην εἰκόνα τῶν μελισσῶν νά μελετῶμεν· διότι καί ἐκεῖναι οὔτε εἰς ὅλα τά ἄνθη πετοῦν μέ τόν ἴδιο τρόπον, οὔτε ὅπου ἐπικαθήσουν ὅλα νά λάβουν ἐπιχειροῦν· ἀλλ᾿ ἀφοῦ παραλάβουν ὅσον εἰς τήν ἐργασίαν των χρήσιμον εἶναι, τό ἄλλο ἀφήνουν καί φεύγουν. Καί ἡμεῖς ἄν εἴμεθα φρόνιμοι, θά παραλάβωμεν ἀπό τούτων ὅσα μᾶς εἶναι κατάλληλα καί πρός τήν ἀλήθειαν συγγενῆ, τό δέ ὑπόλοιπον θά παρατρέξωμεν. Καί ὅπως τό τριαντάφυλλον κόπτομεν, ἀλλ᾿ ἀποφεύγομεν τάς ἀκάνθας τοῦ θάμνου του, ὁμοίως καί τῶν συγγραμμάτων τούτων θά παραλάβωμεν ὅ,τι εἶναι ὠφέλιμον, ἀλλά θά προφυλαχθῶμεν ἀπό τά βλαβερά»17.
Ἐπίσης ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐξανίσταται καί διαμαρτύρεται γιά τήν ἀπόφασι τοῦ Ἰουλιανοῦ νά στερήση τήν ἑλληνική παιδεία ἀπό τούς Χριστιανούς18.
Δέν θά ἔπρεπε πάλι νά παραβλέψουμε ὅτι τά πλεῖστα τῶν ἑλληνικῶν χειρογράφων, καί ἔργα Ἑλλήνων φιλοσόφων, διεσώθησαν ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀπό τούς Χριστιανούς καί πιό συγκεκριμένα σέ Μοναστήρια. Ἐπί παραδείγματι στό Ἅγιον Ὄρος σώζονται, συντηροῦνται καί διαφυλάσσονται περισσότερα ἀπό τά μισά ἑλληνικά χειρόγραφα ὅλου τοῦ κόσμου. Τοῦτο μάλιστα, κατά τίς γνῶμες εἰδικῶν ἐπιστημόνων, ἀποτελεῖ μία ἀπό τίς σημαντικώτερες προσφορές τοῦ Ὀρθοδόξου Βυζαντίου στόν πολιτισμό τοῦ Δυτικοῦ Κόσμου, ἄν ὄχι ὅλου τοῦ κόσμου. Ἡ διάσωσις δηλαδή καί παράδοσις τοῦ συνόλου σχεδόν τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας.
Γνωρίζουμε τά ἔργα τῶν ἀρχαίων φιλοσόφων, ποιητῶν, τραγικῶν, ἱστορικῶν -ἀπό τόν Ὄμηρο, τόν Πλάτωνα καί τόν Θουκυδίδη μέχρι τόν Μένανδρο, τόν Λογγίνο καί τόν Πλωτῖνο- στήν συντριπτική τους πλειοψηφία ἀπό χειρογράφους κώδικες πού ἐγράφησαν κυρίως κατά τήν μέση βυζαντινή περίοδο, ὅταν ἀνακαλύφθηκε ἡ μικρογράμματος ἐπισεσυρμένη γραφή. Ἀπό τήν ἀρχαιότητα σώζονται μόνον λίγοι πάπυροι πού περιέχουν συνήθως ἀποσπάσματα τῶν συγγραμμάτων καί τῶν ἔργων τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων σοφῶν καί ποιητῶν. Ἀρκεῖ νά συγκρίνη κανείς, σέ μία κριτική στερεότυπη ἔκδοσι (π.χ. τῆς Ὀξφόρδης), τό πλῆθος τῶν χειρογράφων κωδίκων ἀπό τόν 11ο ἕως τόν 15ο αἰῶνα μέ τόν ἀριθμό τῶν ἀρχαίων παπύρων, γιά νά ἀντιληφθῆ τό μέγεθος τῆς προσφορᾶς τῶν Βυζαντινῶν ἀντιγραφέων πού πολύ ἀγαποῦσαν καί ἐκτιμοῦσαν τόν ὡραῖο ἀρχαιοελληνικό πολιτισμό.
Δέν μαρτυροῦν ὅλ᾿ αὐτά τήν ἐγνωσμένη ἐκτίμησι καί ἀναγνώρισι τοῦ πλούτου τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων τῆς ἀρχαιότητος ἐκ μέρους τῶν Χριστιανῶν;
Ἄν οἱ εἰδωλολάτρες ἄδικα κατηγοροῦν τούς Χριστιανούς γιά συστηματικές βιαιότητες στά ἔργα τέχνης καί πολιτισμοῦ καί ἐν ὀνόματι μάλιστα τῆς εἰς Χριστόν πίστεως, οἱ Χριστιανοί ἀποκρούοντας καί ἀντιστρέφοντας τίς κατηγορίες τούς καταγγέλλουμε γιά ἀνεπανάληπτες καί ἀμίμητες σ᾿ ὅλη τήν Ἱστορία ὠμότητες καί φρικιαστικές ἐκτελέσεις ἑκατομμυρίων ἀνθρωπίνων προσώπων γιά λόγους καί μόνο συνειδήσεως καί πίστεως στόν Χριστό.
Γ. Πολλοί ἀπό τούς Νεο-παγανιστές μᾶς ἐγκαλοῦν ὅτι ἀμελήσαμε, ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες Χριστιανοί, γιά τίς τύχες τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί ἀφοσιωθήκαμε μέ ζῆλο πολύ στά Ἰουδαιο-χριστιανικά πράγματα, μέ ἀποτέλεσμα νά συντελέσουμε ἔτσι κατά πολύ στήν ὑποβάθμισι τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ καί τήν συρρίκνωσι τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Πόσο ἄστοχα ὁμιλοῦν, ὡσάν νά μή ἔγινε τίποτε ἄλλο καλό σ᾿ αὐτόν ἐδῶ τόν τόπο μετά τήν ἀρχαιότητα!
Οἱ Χριστιανοί Ἕλληνες ἀγαπῶντας καί σεβόμενοι τόν ἀληθινό Θεό δέν παραμελοῦσαν, καί δέν παραμελοῦμε, τήν πατρίδα καί τόν ὡραῖο πολιτισμό της.
Τό Χριστοκεντρικό Βυζάντιο, πού τόσο πολέμησαν καί πολεμοῦν ἄνθρωποι πού δέν βλέπουν τήν χριστιανική συνέχεια τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνισμοῦ, ἔχει νά ἐπιδείξη ἄπειρα παραδείγματα φιλοπατρίας καί ἀγάπης πρός τήν ἔνδοξη καταγωγή μας: Χριστιανῶν αὐτοκρατόρων, στρατιωτικῶν, λογίων, ὡς καί ἁπλῶν ἀνθρώπων.
Δόξα τοῦ Ἑλληνισμοῦ δέν εἶναι μόνο ἡ ἀρχαιότητα. Δόξα τοῦ Ἑλληνισμοῦ δέν εἶναι μόνο ἡ φιλοσοφία, οἱ τέχνες καί τά γράμματα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων. Εἶναι, καί διαχρονικά μάλιστα, πολύ ἀνώτερη δόξα καί τιμή γιά τόν Ἑλληνισμό:
α΄. Ὁ ἐκχριστιανισμός πολλῶν λαῶν ἀπό Ἕλληνες Ἱεραποστόλους, μέ οἰκουμενικό πνεῦμα, μέ σεβασμό στά ἰδιαίτερα δεδομένα τους.
β΄. Ἡ θεολογία τῶν Ἑλλήνων Πατέρων, οἱ ὡραῖοι ἀγῶνες τους κατά τῶν αἱρέσεων, ἡ ποιμαντική μέριμνα «ὑπέρ πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν" καί ὑπέρ τοῦ σύμπαντος κόσμου.
γ΄. Ἡ Χριστιανική Ἑλληνική φιλοσοφία τῶν Χριστιανῶν Ἑλλήνων φιλοσόφων, πού ἔχει περίοπτη θέσι δίπλα καί πάνω ἀπό τήν θύραθεν ἀρχαία Ἑλληνική φιλοσοφία, καί ἡ ὁποία μέ τόν ἀληθινό φωτισμό τοῦ Πνεύματος διακρίνει, ἑρμηνεύει καί προσφέρει τήν ἀποκαλυπτική ἀλήθεια γιά τόν κόσμο, τόν ἄνθρωπο, τόν Ὄντως Θεό.
δ΄. Ὁ ἐκχριστιανισμός καί ἐξανθρωπισμός τῶν ἠθῶν, τῆς παιδείας, τοῦ δικαίου.
ε΄. Ἡ καταξίωσις τοῦ ἀπό Χριστοῦ σεβασμοῦ στό ἀνθρώπινο πρόσωπο.
στ΄. Ἡ κατάργησις τῆς δουλείας, τῶν φυλετικῶν διακρίσεων, τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας.
ζ΄. Ἡ κοινωνική ἀποδοχή περί τῆς ἰσότητος τῶν δύο φύλων.
η΄. Ἡ ὡραία καί ἁρμονική ἐν Χριστῷ κοινοτική συμβίωσις μέ κύρια ἔκφρασί της τά πολλά καί μεγάλα ἑλληνικά μοναστήρια, καί τόσα ἄλλα κοινωνικά ἐπιτεύγματα, κατορθώματα, ἀληθινή δόξα καί τοῦ Ἑλληνισμοῦ, διά τῶν Χριστιανῶν Ἑλλήνων.
θ΄. Μετά τήν ἀρχαιότητα καί τό Βυζάντιο, καί στά δύσκολα χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας δοξάσθηκε ὁ Χριστιανικός Ἑλληνισμός. Μέ τήν ἄρσι τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ καί τήν δύναμι τῆς Ἀναστάσεως, τό ὑπόδουλο γένος χάριν τῆς εἰς Χριστόν Πίστεως ἔδειξε μεγάλα ἀποθέματα ἀντοχῆς, καί ὑπεροχῆς ἔναντι τῶν βαρβάρων κατακτητῶν, πράγμα πού τό διετήρησε ἀλώβητο στό πέρασμα αἰώνων δεινῆς σκλαβιᾶς καί ἀτιμώσεων.
ι΄. Τά Χριστιανικά κυρίως ἑλληνικά γράμματα, μέ τόν ἀπόδημο στήν Ἑσπερία Ἑλληνισμό ἀνθοῦν καί τρέφουν τίς ψυχές τῶν ὑποδούλων, γιά νά θεριέψη μέσα στίς ψυχές τῶν Χριστιανῶν «ἐλεύθερων Πολιορκημένων" ἡ ἐλπίδα στήν ἐξέγερσι καί τήν ἐλευθερία.
ια΄. Καί ἡ χριστιανική δύναμις τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς γίνεται πάλι πόλος ἕλξεως πολλῶν ξένων, Φιλελλήνων, καί νέες δόξες καί στεφάνια διεθνῶς ἐπιγράφονται στόν Ἑλληνισμό μέ «τό ἀθάνατο κρασί τοῦ ΄21», «γιά τοῦ Χριστοῦ τήν Πίστη τήν ἁγία καί τῆς Πατρίδος τήν ἐλευθερία».
ιβ΄. Γιά νά φθάσουμε στήν Νεώτερη Ἱστορία μας καί στά ἔπη τοῦ ΄40, μέ τίς ἐμφανίσεις τῆς Παναγίας μας στούς ἥρωες τῆς Πίνδου, καί τό παγκόσμια ἀμίμητο λεχθέν, πώς «οἱ ἥρωες πολεμοῦν σάν τούς Ἕλληνες" (Οὐίνστων Τσώρτσιλ) καί στά ἁγνά Χριστιανά λεβεντόπαιδα τῆς ΕΟΚΑ τῆς Κύπρου.
Ὅλα αὐτά μένουν στήν Ἱστορία ὡς ἔπαινος πολλῶν ξένων διανοουμένων καί θεολόγων καί ἱστορικῶν γιά τόν Ἑλληνισμό, ἀφοῦ τίμια τέκνα του τά κατώρθωσαν.
Ὁ Ἑλληνισμός «"ὁλοκληρώθηκε μέσα στήν Ἐκκλησία" καί μέ τήν νέα ταυτότητά του ὡς Ἑλληνορθοδοξία - ἤ καλύτερα Ὀρθοδοξία – δοξάσθηκε καί μεγαλούργησε στήν κατοπινή του πορεία, ὡς «αἰωνία κατηγορία (σ.σ. δηλ. χαρακτηριστικό) τῆς χριστιανικῆς ὑπάρξεως"» κατά τήν ὁμολογία τοῦ μεγάλου Ρώσσου θεολόγου, π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ19.
Δέν εἶναι στεφάνια δόξης ἀμάραντα ὅλ᾿ αὐτά γιά τόν Ἑλληνισμό; Δέν εἶναι αἰώνιος ἔπαινος τῶν Χριστιανῶν πατριωτῶν Ἑλλήνων πού προστίθεται σ᾿ ἐκεῖνον τῶν ἀρχαίων προγόνων μας;
Ἡ ἀποστασιοποίησις ἀπό τόν ἀληθινό Θεό καί ἡ ἀγνωμοσύνη στά ἅγια αὐτά καί ἱερά, μέ τά ὁποῖα δοξάσθηκε καί μεγαλούργησε τό ἔθνος, εἶναι καί ἡ κυριώτερη αἰτία γιά τίς ὅποιες δύσκολες ἱστορικές στιγμές τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Παιδεία καί πατρικός σωφρονισμός πού ἀποβλέπει στήν διόρθωσι καί ἐπιστροφή στήν ὀρθή πορεία. «Υἱέ μή ὀλιγώρει παιδείας Κυρίου, μηδέ ἐκλύου ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐλεγχόμενος. Ὅν γάρ ἀγαπᾶ Κύριος παιδεύει, μαστιγοῖ δέ πάντα υἱόν ὅν παραδέχεται»20.
Ἄς μή ἀπατώμεθα. Αὐτό τό νόημα ἔχουν οἱ ὑποδουλώσεις, οἱ καταστροφές, οἱ τραγωδίες. Ἐδῶ εὑρίσκεται ἡ ἀπάντησις καί στήν σύγχρονη γεωγραφική καί κοινωνικοπολιτική συρρίκνωσι τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Δ. Μία ἄλλη κατηγορία κατά τῶν Χριστιανῶν εἶναι ὅτι τάχα εἴμαστε μισέλληνες.
Αὐτή βέβαια ἡ κατηγορία συνοδεύεται μέ τήν ἀπαράδεκτη ὅσο καί ἀστεία θεωρία ἐκ μέρους τῶν Νεο-παγανιστῶν περί τῆς ἀνωτερότητος τῆς ἑλληνικῆς φυλῆς ἔναντι τῶν ἄλλων λαῶν. Τοῦτο τό τελευταῖο δέν χρειάζεται καί διά πολλῶν νά ἀντικρουσθῆ, δεδομένων τῶν εὐρύτατα, ἀπό ὅλους σχεδόν τούς νοήμονες ἀνθρώπους, σήμερα στήν ἀρχή τοῦ εἰκοστοῦ πρώτου αἰῶνος διαδεδομένων ἀντι-ἐθνικιστικῶν καί ἀντι-ρατσιστικῶν ἰδεῶν.
Καυχώμαστε, μέ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ, πού εἴμαστε Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί Ἕλληνες, μέ μεγάλη πνευματική εὐθύνη γιά τήν σύγχρονη παρουσία μας στόν κόσμο. Καυχώμαστε μέ μία ταπεινή καύχησι, πρῶτα γιά τήν ἀληθινή καί ἀμώμητο Πίστι στόν Θεάνθρωπο Χριστό. Ἄν καί βεβαίως «τό πολίτευμα ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει»21, ὅμως κατά τό ἀνθρώπινο σεμνά καυχώμαστε καί γιά τήν Πατρίδα μας, γιά τήν ἔνδοξη καταγωγή μας, γιά τήν παγκοσμίως καί διαχρονικά ἀνεγνωρισμένη προσφορά τῶν προγόνων μας στόν πολιτισμό, τίς τέχνες, τίς ἐπιστῆμες, τήν παιδεία, τήν φιλοσοφία.
Ὁ ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος, Πατριάρχης Κων/πόλεως κατά τόν ιδ΄ αἰῶνα, στόν βίο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἐγκωμιάζει τήν πατρίδα τοῦ Ἁγίου, τήν Βασιλεύουσα τῶν πόλεων, καί ταπεινά καυχᾶται γιά τίς ἀρχαῖες, ὡραῖες πνευματικές ρίζες της (τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς σοφίας), ἀλλά πού βέβαια βαπτίσθηκαν στά νάματα τῆς Πίστεως:
«... τό βασιλεύουσαν ἁπασῶν φημι παρά πάντων αὐτήν ἄνωθεν καί προσειρῆσθαι καί εἶναι καί πάσας ὑφ᾿ ἑαυτήν ἔχειν καί ὁμοῦ τῶν ἁπασῶν ἐν ἅπασιν ὑπερέχειν, καί μεγέθει καί κάλλει καί θέσει καί κράσει στοιχείων καί ἀέρων ἐπιτηδειότητι καί ξηρᾷ καί θαλάσσῃ καί τό πανταχόθεν ἐκ γῆς τε καί θαλάσσης ὑφ᾿ Ἑλλήνων τε καί βαρβάρων καί παντός ὁμοῦ γένους δωροφορεῖσθαι. Τό δέ κράτιστον καί ὑπερκείμενον τούτων, τό καί λόγων καί σοφίας ἄνωθεν χρηματίζειν ταύτην μητέρα καί οἰκητήριον Ἑλλήνων ἄντικρυς πεφηνέναι, τήν πάλαι θρυλουμένην Στοάν καί τούς Περιπάτους καί τάς Ἀκαδημίας, εἰς ἑαυτήν ὁμοῦ πάντα συναγαγοῦσαν μετά τῆς εὐσεβείας• καί τήν μέν ἀθεΐαν καί τούς μύθους καί τούς μακρούς λήρους μετά τοῦ ψεύδους καί τῶν παραλογισμῶν, καί τῆς συχνῆς ἀδολεσχίας καί τῆς ἀπάτης... ἀπορρίψασαν, τῇ δ᾿ ἀληθείᾳ, καί τῇ τοῦ ἑνός τρισυποστάτου καί παντοδυνάμου καί παντοκράτορος Θεοῦ πίστει, τῷ τε Σταυρῷ καί τῇ τοῦ Εὐαγγελίου ἁπλότητι κατακοσμήσασαν τήν σοφίαν ἐκείνην καί δούλην εὐγνώμονα καί ὑπηρέτιν ἀναδείξασαν τῆς ἀληθινῆς καί πρώτης σοφίας»22.
Ἡ Κωνσταντινούπολις, λέγει «ἐπαινεῖται ἀπό ὅλους καί εἶναι βασιλίδα ὅλων τῶν πόλεων. Εὑρίσκεται σέ ὑπεροχή ἀπό ὅλες καί σέ ὅλα. Καί σέ μέγεθος, καί σέ ὀμορφιά, καί σχετικά μέ τήν τοποθεσία καί τόν συνδυασμό τῶν φυσικῶν στοιχείων, καί τήν εὐκρασία τῶν ἀέρων καί ἀπό τήν ξηρά καί ἀπό τήν θάλασσα, καί ὅτι ἀπό ὅλους τούς λαούς, καί ἀπό τούς Ἕλληνες καί ἀπό τούς Βαρβάρους καί ἀπό ὅλους τούς λαούς γενικῶς μεγαλύνεται καί λαμβάνει δῶρα καί τιμές. Θεωρεῖται ὅμως ἀνώτερο καί μεγαλύτερο ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, τό ὅτι εἶναι μητέρα πνευματικῶν λόγων καί τῆς ἄνωθεν σοφίας, ἀλλά ταυτόχρονα καί οἰκητήριο τῶν Ἑλλήνων. Ἐπειδή συγκέντρωσε μέσα της τήν παλαιά θρυλική Στοά, τούς Περιπάτους καί τίς Ἀκαδημίες (σ.σ. δηλαδή τήν ἀρχαία Ἑλληνική φιλοσοφία), ἁρμονικά ὅμως καί ὄμορφα συνδυασμένα ὅλ᾿ αὐτά μέ τήν ἀληθινή εὐσέβεια τῆς Ἒκκλησίας τοῦ Χριστοῦ• διότι ἀφοῦ μέν ἀπέρριψε τήν ἀθεΐα καί τούς μύθους καί τίς ἀνιαρές ἀνοησίες μέ τά ψεῦδη καί τούς παραλογισμούς καί τίς συνεχεῖς φλυαρίες τους καί τίς ἀπάτες, καταστόλισε τήν κοσμική ἐκείνη (καί θύραθεν) σοφία μέ τήν ἀλήθεια καί τήν πίστι στόν ἕνα καί τρισυπόστατο καί παντοδύναμο καί παντοκράτορα Θεό, μαζί μέ τόν Σταυρό καί τήν ἁπλότητα τοῦ Εὐαγγελίου. Καί ἔτσι τήν ἀνέδειξε εὐγνώμονα δούλη καί ὑπηρέτρια τῆς ἀληθινῆς καί πρώτης σοφίας».
Διαφαίνεται ἄραγε πουθενά μισελληνισμός σέ τέτοια ὡραῖα κείμενα Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας; Ἤ μήπως ἀντίθετα διακηρύσσεται μιά ταπεινή καί διακριτική καύχησις, γιά ὅ, τι ὡραῖο καί σεμνό ἐδημιούργησε τό ἔνδοξο παρελθόν τῆς πατρίδος μας, τά ὁποῖα ἔτι περισσότερο ἐλάμπρυνε ἡ εἰς Χριστόν Πίστις καί ζωή;
Καυχώμαστε ἐπίσης πού οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες πρόγονοί μας ἦσαν πολύ θεοφοβούμενοι. Εἶναι γνωστό ὅτι πρίν ἀπό κάθε τι μεγάλο προσηύχοντο, προσέφεραν θυσίες καί σπονδές, παρακαλοῦσαν τούς θεούς τους γιά τήν καλή ἔκβασι τοῦ μέλλοντος. Εἶναι παροιμιώδης ἡ ἔκφρασις «ἀπό θεοῦ ἄρχεσθαι" τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων. Ἡ ζωή τους δέν ἦταν ἀνθρωποκεντρική, ὅπως τόσων συγχρόνων μελετητῶν καί ἑρμηνευτῶν τους, ἀλλά θεοκεντρική. Εἶχαν σχεδόν πάντοτε στόν νοῦ καί στόν λόγο τους τήν ἀναφορά τους στόν θεό. Πρότυπο καί παράδειγμα καί ἔλεγχος γιά τόν σημερινό φίλαυτο, ἐγωκεντρικό, οὑμανιστή, σχεδόν ἄθεο ἄνθρωπο.
Καυχώμαστε πού καταγόμαστε ἀπό μιά τέτοια φυλή πού μέ τό ἀνήσυχο πνεῦμα της, πνεῦμα προβληματισμοῦ καί ἐρεύνης, δέν ἀναπαυόταν σέ μιά ὑλιστική ζωή, μέ ἀποκλειστικά γήινο καί ἐμπαθές περιεχόμενο, ἀλλά ἀναζητοῦσε τό ἀνώτερο, τό πνευματικό, τό οὐράνιο. Ἀπ᾿ αὐτούς, παρά τό σκότος τῆς ἀγνωσίας, ἀναπτύχθηκε ὁ ἀρχαῖος ἑλληνικός πολιτισμός, ὁ πόθος γιά τό ὄντως «καλόν κἀγαθόν».
Καυχώμαστε ἐμεῖς οἱ σύγχρονοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί Ἕλληνες πού στά πρόσωπα τῶν μεγάλων ἀρχαίων Ἑλλήνων φιλοσόφων ἀναγνωρίζουμε τρόπον τινα Ἕλληνες πρό Χριστοῦ Προφῆτες καί τούς εἰκονίζουμε στούς ἐξωνάρθηκες τῶν Ἐκκλησιῶν μας.
Κατά τόν Καθηγητή Ν. Ζία: «Ἡ μεγαλωσύνη τῆς Ὀρθοδοξίας ἔγκειται στή δυνατότητα πρόσληψης καί μεταμόρφωσης. Στή θετική στάση ἀποδοχῆς. Ἡ ἀρνητική στάση -ὅταν ὑπάρχη- δέν εἶναι ἐχθρότητα ἤ βδέλυγμα ἀλλά περιχαράκωση καί περιφρούρηση ἀγάπης γιά τυχόν ἀστοχία στόν τελικό στόχο «ἵνα ζωήν ἔχωσι καί περισσόν ἔχωσι..." Ἡ Νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας καί θρίαμβός της εἶναι ἡ κατάφαση τῆς εἰκόνας. Ἡ κατάφαση τῆς ζωῆς καί τοῦ ἀνθρώπου». Μέσα στό διακριτικό αὐτό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας κατανοεῖται καί «ἡ ἱστόρηση τῶν Ἀρχαίων Ἑλλήνων Φιλοσόφων στούς Ὀρθοδόξους ναούς καί κυρίως στούς Νάρθηκες καί τίς Τράπεζες Μοναστηριῶν. Πέραν τοῦ ὅτι ὅλες οἱ σωζόμενες παραστάσεις ἀπαντοῦν κυρίως σέ Μοναστήρια, ἰδιαίτερη σημασία ἔχει τό γεγονός ὅτι βρίσκονται ἱστορημένες μορφές τῶν Ἑλλήνων σοφῶν σέ Μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐκεῖ πού διασώζεται αὐθεντικά ἡ Ὀρθόδοξη παράδοση καί βιώνεται ἡ Ὀρθόδοξη πνευματικότητα μέσα στήν εἰκοσιτετράωρη λειτουργική ζωή»23.
Χαίρονται, πιστεύουμε, κι αὐτοί οἱ ἀγαθοί ἀρχαῖοι Ἕλληνες πού βέβαια θά ἐπίστευσαν στό κήρυγμα τοῦ τριημερεύσαντος στόν τάφο Ἰησοῦ, καί θά καυχῶνται χωρίς ἀμφιβολία γιά τήν καλή ἐξέλιξι καί τόν ἐγκεντρισμό τοῦ Ἑλληνισμοῦ στήν καλλιέλαιο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ24.
Χαίρονται διότι ὁ Ἑλληνισμός δέν ἐδίστασε, στά πρόσωπα τῶν σοφῶν, Χριστιανῶν πλέον Ἑλλήνων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, νά ἐγερθῆ ἀπό τόν ὕπνο τῆς ἀγνωσίας καί τῶν σκιῶν, καί νά παραλάβη τό Φῶς ἀπό τούς ἀγνώμονες Ἰουδαίους καί νά οἰκειοποιηθῆ τήν θεία κληρονομία τους, ἀκούγοντας τό ἐγερτήριο κάλεσμα τῆς Ἐκκλησίας: «ἔγειρε ὁ καθεύδων καί ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν καί ἐπιφαύσει σοι ὁ Χριστός»25.
Καί ὄντως ἠγέρθη ὁ Ἑλληνισμός:
Ἀπό τά αἰνίγματα καί τούς μύθους, στήν ἐξ οὐρανοῦ ἀποκάλυψι.
Ἀπό τήν ἀσχημάτιστη, ἀόριστη ἐλπίδα, στήν Προσδοκία τῶν Ἐθνῶν.
Ἀπό τόν βωμό τοῦ ἀγνώστου Θεοῦ, στό ἱερό βῆμα τῆς Ἐκκλησίας, καί τήν ἐμπειρία ὅτι ὁ Θεός μεθ᾿ ἡμῶν ἐστι, ὁ Ἐμμανουήλ.
Ε. Καταφέρονται ἐπίσης ἐναντίον μας οἱ Νεο-παγανιστές μέ τόν ἰσχυρισμό ὅτι οἱ ρίζες τῆς Πίστεώς μας, καί συγκεκριμένα ἡ Παλαιά Διαθήκη, εἶναι δῆθεν ἁπλῶς Ἑβραϊκή Ἱστορία, συνεπῶς ἑβραϊκή ὑπόθεσις πού δέν ἀφορᾶ ἐμᾶς τούς Ἕλληνες. «Ἄς στραφοῦμε, λοιπόν», λέγουν, «στήν δική μας καταγωγή, τήν ἀρχαία Ἑλλάδα, μέ τόν πολιτισμό, τήν φιλοσοφία, τήν θρησκεία της».
Κατ᾿ ἀρχάς πρέπει νά δηλώσουμε τό προφανές, ὅτι δηλαδή οἱ Χριστιανοί δέν εἴμαστε ρατσιστές καί γι᾿ αὐτό οὔτε ἀντισημιτιστές (πῶς θά μπορούσαμε ἄλλωστε νά εἴμαστε;). Ὁ Ἑβραϊκός λαός εἶναι ἀνθρωπίνως συμπαθής σέ ἐμᾶς, ὅπως ὅλοι οἱ λαοί τοῦ κόσμου καί μάλιστα ἐπειδή μᾶς προσέφερε τόσους Πατριάρχες, Δικαίους καί Προφῆτες τῆς Παλ. Διαθήκης, ὡς καί τούς ἁγίους Ἀποστόλους καί τούς πρώτους Χριστιανούς στήν ἐποχή τῆς Καινῆς Διαθήκης, μέ κορωνίδα βέβαια τήν Πανάχραντο Κυρία Θεοτόκο, καί πάνω ἀπό ὅλα τόν Θεάνθρωπο Κύριο καί Σωτῆρα Ἰησοῦ Χριστό.
Ὡστόσο ἡ Πίστις μας δέν εἶναι «ἰουδαϊκή». Ἀπό πολύ ἐνωρίς στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἔγινε σαφές καί ρητῶς ἐκφράσθηκε ἡ ξεκάθαρη τοποθέτησις τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, ὅτι ἡ εἰς Χριστόν πίστις εἶναι διάφορη τοῦ ἰουδαϊσμοῦ, ἀφοῦ ὁ Κύριος "ἐξηγόρασεν ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου τῷ τιμίῳ Αὐτοῦ αἵματι». Πλήν τῶν σαφῶν παραπομπῶν τῆς Καινῆς Διαθήκης (Πράξεις τῶν Ἀποστόλων), ὅπου ἀναφέρονται στήν ζωή τῶν νέων τότε Χριστιανῶν καταργήσεις παλαιῶν ἰουδαϊκῶν συνηθειῶν καί τυπικῶν, παραθέτουμε καί τήν μαρτυρία τοῦ Ἱερομάρτυρος ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ θεοφόρου, ἐπισκόπου Ἀντιοχείας κατά τήν περίοδο 70-107 μ.Χ., ὁ ὁποῖος ἔγραφε σέ ἐπιστολή του πρός τούς Χριστιανούς τῆς Μαγνησίας: «Ἄτοπον ἐστιν, Χριστόν Ἰησοῦν λαλεῖν, καί ἰουδαΐζειν. Ὁ γάρ Χριστιανισμός οὐκ εἰς Ἰουδαϊσμόν ἐπίστευσεν, ἀλλά Ἰουδαϊσμός εἰς Χριστιανισμόν, ὡς πᾶσα γλῶσσα πιστεύσασα εἰς Θεόν συνήχθη»26.
Ἡ Παλαιά Διαθήκη εἶναι ἡ ἱερά βίβλος τῶν πρώτων Χριστιανῶν, ἰδίως πρίν ἡ Ἐκκλησία ἀποφανθῆ γιά τόν Κανόνα τῶν βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης. Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καί οἱ πρῶτοι πιστοί στόν Χριστό δέν διανοήθηκαν κἄν νά τήν θεωρήσουν "Ἰουδαϊκή», ἡ ἁπλῶς ὡς μία συλλογή τῆς Ἑβραϊκῆς Ἱστορίας, ἀλλά ἀντιθέτως ἀπό πολύ ἐνωρίς τήν ἔνοιωθαν ὡς «Λόγον Θεοῦ», τήν περιέβαλλαν μέ πολύ σεβασμό καί κῦρος, καί τά ἀναγνώσματά της ἦσαν καί εἶναι ἰδιαίτερα προσφιλῆ καί ἐνισχυτικά στόν πνευματικό ἀγῶνα ὅλων τῶν Χριστιανῶν.
Ἀνάλογη εἶναι καί ἡ ἐπίδρασις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στήν
χριστιανική εἰκονογραφία. Συχνά τά θέματα τῶν Χριστιανῶν εἰκονογράφων προέρχονται ἀπό παλαιοδιαθηκικά γεγονότα, τά ὁποῖα προτυπώνουν ἤ συμβολίζουν γεγονότα τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀπό τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ. Π.χ. ὁ Προφήτης Ἰωνᾶς στήν κοιλία τοῦ κήτους, πού προτυπώνει τήν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου.
Οἱ σοφοί Χριστιανοί Ἕλληνες Πατέρες πάντοτε στήν Παλαιά Διαθήκη εἶχαν τίς ἀναφορές τους καί τά συγγράματά τους γέμουν ἀπό παραπομπές σ᾿ αὐτήν. Δέν γνώριζαν αὐτοί τότε τά πράγματα καλλίτερα, γιά νά φυλαχθοῦν (ἄν ὑπῆρχε λόγος ὑπονοίας) ἀπό κάποια ὑποτιθέμενη ἑβραϊκή δολιότητα καί ψεῦδος; Ἦσαν αὐτοί λιγώτερο Ἕλληνες ἀπό τούς ἄλλους Ἕλληνες πού παρέμειναν δέσμιοι τῆς εἰδωλολατρίας;
Πλήν τῶν ἄλλων ἡ Παλαιά Διαθήκη μᾶς ὁμιλεῖ καί γιά τούς «ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ», τούς Προπάτορες τοῦ Κυρίου, κατά τό ἀνθρώπινο, φανερώνοντας ἔτσι τήν ἄρρηκτη συνέχειά της μέ τήν βίβλο τῆς ἐποχῆς τῆς Χάριτος. Ἡ Παλαιά Διαθήκη εἶναι ἡ βάσις γιά τήν Καινή. Εἶναι ἡ προετοιμασία γιά τήν ἔλευσι τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ.
Εἶναι ἐπίσης πασίδηλος ὁ παγκόσμιος χαρακτήρας καί προοπτική της γιά τήν σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Τοῦτο φαίνεται ἐμφανέστατα στούς Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Ὁ ἱστορικός Εὐσέβιος κάνει μία ὡραία ὅσο καί ἀναλυτικώτατη μελέτη γιά τό ὅτι πράγματι τά περί τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης δέν ἀναφέρονται ἀποκλειστικά στούς Ἑβραίους, ἀλλά ἀφοροῦν τήν σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου, πρός καταισχύνη μάλιστα αὐτῶν πού ἀδιαφόρησαν καί ἀπέρριψαν τήν εὐσέβεια πρός τόν μόνο ἀληθῆ Θεό, καί δέν ἐκαρπώθησαν τελικά τίς εὐλογίες Του. Ἀναφέρει χαρακτηριστικά:
«Ὅτι μή ὡς ἔτυχεν μηδέ μάτην τάς παρ᾿ Ἑβραίοις προφητικάς βίβλους διά πάσης σπουδῆς περιέπομεν... Ὅπως τά χρηστότερα περί ἡμῶν τῶν ἀλλοφύλων ἐθνῶν προλαβόντες οἱ παρ᾿ αὐτοῖς προφῆται ἐκήρυττον»27.
Δηλαδή: «Ὄχι χωρίς λόγο, κι οὔτε μάταια, τιμοῦμε καί σεβόμαστε μέ πόθο τά προφητικά βιβλία τῶν Ἑβραίων, ἀφοῦ τά λίαν ἐπωφελῆ καί εὐεργετικά γιά ἐμᾶς τούς Ἕλληνες καί τά λοιπά ξένα πρός αὐτούς ἔθνη, οἱ Προφῆτες τους προανήγγειλλαν».
Καί μάλιστα οἱ Προφῆτες αὐτοί, γιά τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ προετοίμαζαν μέ τίς διδασκαλίες καί προφητεῖες τους ὅλα τά ἔθνη, ὥστε νά ἀποκτήσουν τήν γνῶσι καί εὐσέβεια τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος μόνος ἐγνωρίζετο παλαιά ἀπό τούς Ἑβραίους28.
Οἱ ἅγιοι Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μέ τίς προφητεῖες τους ἀποδεικνύουν, πώς οἱ πολλές ὑποσχέσεις (ἐπαγγελίες) τοῦ Θεοῦ προεμήνυαν τήν εὐλογία καί τήν σωτηρία τῶν ἐθνῶν (σέ ἀντιδιαστολή μέ τό Ἰουδαϊκό ἔθνος), καί ἔλεγαν ὅτι δέν ἐπρόκειτο νά ἐκπληρωθοῦν οἱ ὑποσχέσεις Του παρά μόνο μέ τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ29. Σέ ἐμᾶς δέ τούς πρώην εἰδωλολάτρες (τά ἔθνη) ἁρμόζει νά λέγεται ἡ προσδοκία30 (γλυκειά προσμονή) γιά τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἀποδεικνύεται δέ ἰσόρροπη (ἰσοδύναμη) ἡ ἐλπίδα γιά τίς ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ, ὥστε κατά τοῦτο καθόλου νά μή ὑστεροῦν ἀπό τούς Ἰουδαίους, ὅσοι προέρχονται ἀπό τά λοιπά ἔθνη, καί οἱ ὁποῖοι θά σωθοῦν μέ τήν Χάρι τοῦ Χριστοῦ.
Στήν συνέχεια ὁ Εὐσέβιος ἀναφέρει τό ἐκ τῆς Γενέσεως χωρίον περί τῆς εὐλογίας τοῦ φιλοθέου Ἀβραάμ:
«Ὁ δέ Κύριος εἶπεν, «οὐ μή κρύψω ἀπό Ἀβραάμ τοῦ παιδός μου ἅ ἐγώ ποιῶ; Ἀβραάμ γινόμενος ἔσται εἰς ἔθνος μέγα καί πολύ• καί ἐνευλογηθήσονται ἐν αὐτῷ πάντα τά ἔθνη τῆς γῆς"31. Λέγει ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὅτι δέν θά κρύψει ἀπό τόν θεοφιλῆ Ἀβραάμ αὐτό πού γιά τούς πολλούς ἦταν κρυφό καί μυστικό. Αὐτό δέ ἦταν τό περί τῆς εὐλογίας ὅλων τῶν ἐθνῶν, πού παλαιά μέν ἦταν κρυμμένο ἐξ αἰτίας τοῦ ὅτι ὅλα τά ἔθνη, κατά τούς χρόνους τοῦ Ἀβραάμ, ἐκρατοῦντο ἀπό ἀπερίγραπτη πλάνη δεισιδαιμονίας. Τώρα ὅμως αὐτό φανερώθηκε σέ ἐμᾶς, ἀφοῦ μέ τήν εὐαγγελική διδασκαλία τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ὅλα τά ἔθνη μετέχουν στήν ἴδια εὐλογία μέ τόν Ἀβραάμ, ὅταν μέ τόν ἴδιο τρόπο σέβωνται καί τιμοῦν τόν ἀληθῆ Θεό»32.
Ἄς σημειώσουμε δέ ὅτι ὁ Ἀβραάμ ἦταν Χαλδαῖος στήν καταγωγή καί ἔζησε πολύ πρίν τῆς ἐμφανίσεως Ἑβραϊκοῦ ἔθνους, καί φυσικά πρό τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου. Ὁ ἅγιος Θεός, «ὁ ἐτάζων καρδίας καί νεφρούς», δέν εἶναι προσωπολήπτης. Ἀγαπᾶ ἐξ ἴσου ὅλους τούς ἀνθρώπους καί ὅλους τούς λαούς. Ἀπευθύνει τά σωτήρια καλέσματά Του σέ ὅλους ἀδιακρίτως καί εὐλογεῖ τούς «ἀγαθούς τῇ καρδίᾳ».
Εἶναι γεμάτη ὅλη ἡ Παλαιά Διαθήκη μέ σχετικά νοήματα, πού ἀναφέρονται στόν οἰκουμενικό καί παγκόσμιο αὐτόν χαρακτῆρα τῆς μελλούσης σωτηρίας ὅλων τῶν λαῶν τῆς γῆς, διά τῆς εὐσεβείας πρός τόν μόνο ἀληθῆ Θεό. Ἀναφέρουμε μερικά:
«Μνησθήσονται καί ἐπιστραφήσονται πρός κύριον πάντα τά πέρατα τῆς γῆς, καί προσκυνήσουσιν ἐνώπιον αὐτοῦ πᾶσαι αἱ πατριαί τῶν ἐθνῶν· ὅτι τοῦ κυρίου ἡ βασιλεία, καί αὐτός δεσπόζει τῶν ἐθνῶν»33.
«Πάντα τά ἔθνη κροτήσατε χεῖρας, ἀλαλάξατε τῷ θεῷ ἐν φωνῇ ἀγαλλιάσεως· ὅτι κύριος ὕψιστος, φοβερός, βασιλεύς μέγας ἐπί πᾶσαν τήν γῆν»34.
«Ἀκούσατέ μου νῆσοι, καί προσέχετε ἔθνη. διά χρόνου πολλοῦ στήσεται, λέγει κύριος... ἰδού δέδωκά σε εἰς διαθήκην γένους, εἰς φῶς ἐθνῶν τοῦ εἶναί σε εἰς σωτηρίαν ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς»35.
«Τέρπου καί εὐφραίνου, θύγατερ Σιών, διότι ἰδού ἔρχομαι, καί κατασκηνώσω ἐν μέσῳ σου, λέγει κύριος· καί καταφεύξονται ἔθνη πολλά ἐπί τόν κύριον τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, καί ἔσονται αὐτῷ εἰς λαόν. καί κατασκηνώσουσιν ἐν μέσῳ σου, καί γνώσῃ ὅτι κύριος παντοκράτωρ ἐξαπέστειλέ με πρός σε»36.
«Καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου, καί ἐν ἡμέρᾳ σωτηρίας ἐβοήθησά σοι, καί ἔδωκά σε εἰς διαθήκην ἐθνῶν, τοῦ καταστῆσαι τήν γῆν, καί κληρονομῆσαι κληρονομίας ἐρήμους, λέγοντα τοῖς ἐν δεσμοῖς, ἐξέλθετε, καί τοῖς ἐν τῷ σκότει, ἀνακαλυφθῆναι, καί ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς βοσκηθήσονται, καί ἐν πάσαις ταῖς τρίβοις ἡ νομή αὐτῶν· οὐ πεινάσουσιν οὐδέ διψήσουσιν, οὐδέ πατάξει αὐτούς καύσων οὐδέ ὁ ἥλιος, ἀλλ᾿ ὁ ἐλεῶν παρακαλέσει, καί διά πηγῶν ὑδάτων ἄξει αὐτούς· καί θήσω πᾶν ὄρος εἰς ὁδόν καί πᾶσαν τρίβον εἰς βόσκημα αὐτοῖς. ἰδού οὖτοι πόρρωθεν ἥξουσιν, οὖτοι ἀπό βορρᾶ καί θαλάσσης, ἄλλοι δέ ἐκ γῆς Περσῶν. εὐφράνθητε οὐρανοί καί ἀγαλλιάσθω ἡ γῆ. ῥηξάτωσαν τά ὄρη εὐφροσύνην, ὅτι ἠλέησεν κύριος τόν λαόν αὐτοῦ, καί τούς ταπεινούς τοῦ λαοῦ αὐτοῦ παρεκάλεσεν»37.
Οἱ Ἑβραῖοι, πού ἐκαυχῶντο ὅτι τάχα μόνον αὐτούς (ὡς ἔθνος καί φυλή) ἀπό τά ὑπόλοιπα ἔθνη προτίμησε ὁ Θεός καί ὅτι δῆθεν μόνον αὐτούς ἀξίωσε τῶν θείων ἐπαγγελιῶν Του, καταισχύνονται τώρα ἀπό τίς ἀποδείξεις τοῦ ἐναντίου, ἀφοῦ μαρτυρεῖται (ἀπό τούς ἰδίους μάλιστα τούς Προφῆτες τους), πώς δέν τούς δόθηκε τίποτε περισσότερο ἤ ἀνώτερο ἀπ᾿ ὅ,τι σέ ὅλα τά ἄλλα ἔθνη38.
Μάλιστα προβλέποντες τά μέλλοντα, ὁμιλοῦν οἱ ἅγιοι Προφῆτες ἐν Πνεύματι ἁγίῳ γιά τήν ἀποστροφή τοῦ Θεοῦ πρός τούς ἀποστάτες Ἑβραίους, ὡς καί γιά τήν ἐκπλήρωσι τῶν ἐπαγγελιῶν Του σέ ὅλο τόν κόσμο, σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, σέ ὅλα τά ἔθνη, πού θά δεχθοῦν καί θά ἐγκολπωθοῦν τήν Ἀλήθειά Του: «Οὐκ ἔστι μου θέλημα ἐν ὑμῖν, λέγει κύριος παντοκράτωρ, καί θυσίαν οὐ προσδέξομαι ἐκ τῶν χειρῶν ὑμῶν. διότι ἀπ᾿ ἀνατολῶν ἡλίου καί μέχρι δυσμῶν τό ὄνομα μου δεδόξασται ἐν τοῖς ἔθνεσι, καί ἐν παντί τόπῳ θυμίαμα προσάγεται τῷ ὀνόματί μου, καί θυσία καθαρά. διότι μέγα τό ὄνομά μου ἐν τοῖς ἔθνεσιν, λέγει κύριος παντοκράτωρ, ὑμεῖς δέ βεβηλοῦτε αὐτό»39.
Νά τί λέγει καί ὁ Προφήτης Ἱερεμίας:
«Κύριε ἰσχύς μου καί βοήθειά μου καί καταφυγή μου ἐν ἡμέρᾳ κακῶν. πρός σέ ἔθνη ἥξουσιν ἀπ᾿ ἐσχάτου τῆς γῆς, καί ἐροῦσιν: ὡς ψευδῆ ἐκτήσαντο οἱ πατέρες ἡμῶν εἴδωλα, καί οὐκ ἔστιν ἐν αὐτοῖς ὠφέλεια. εἰ ποιήσει ἑαυτῷ ἄνθρωπος θεούς, καί οὖτοι οὐκ εἰσίν θεοί. διά τοῦτο ἰδού ἐγώ δείξω αὐτοῖς ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ, γνωριῶ αὐτοῖς τήν χεῖρά μου καί τήν δύναμίν μου· καί γνώσονται ὅτι ὄνομά μοι κύριος.
Ἁμαρτία Ἰούδα ἐγγέγραπται ἐν γραφῇ ἐν ὄνυχι ἀδαμαντίνῳ, ἐγκεκολαμμένη ἐπί τοῦ στήθους τῆς καρδίας αὐτῶν, ἡνίκα ἄν μνησθῶσιν τά ἄλση αὐτῶν ἐπί ξύλου δασέος, καί ἐπί βουνῶν μετεώρων, καί ὀρέων ἐν ἀγρῷ. ἰσχύν σου καί θησαυρούς σου εἰς προνομήν δώσω, καί τά ὑψηλά σου διά τάς ἁμαρτίας σου τάς ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις σου. καί ἀφεθήσῃ μόνῃ, καί ταπεινωθήσῃ ἀπό τῆς κληρονομίας σου, ἧς ἔδωκά σοι. καί καταδουλώσω σε τοῖς ἐχθροῖς σου ἐν τῇ γῇ ᾗ οὐκ ἔγνως»40.
Καί ὁ Προφήτης Μιχαίας:
«Ἀκούσατε δή ταῦτα οἱ ἡγούμενοι οἴκου Ἰακώβ καί οἱ κατάλοιποι οἴκου Ἰσραήλ. οἱ βδελυσσόμενοι κρίμα, καί πάντα τά ὀρθά διαστρέφοντες, οἱ οἰκοδομοῦντες Σιών ἐν αἵμασι καί Ἱερουσαλήμ ἐν ἀδικίαις. οἱ ἡγούμενοι αὐτῆς μετά δώρων ἔκρινον, καί οἱ ἱερεῖς αὐτῆς μετά μισθοῦ ἀπεκρίναντο, καί οἱ προφῆται αὐτῆς μετά ἀργυρίου ἐμαντεύοντο, καί ἐπί τόν κύριον ἐπανεπαύοντο, λέγοντες, οὐχί κύριος μεθ᾿ ἡμῶν ἐστιν; οὐ μή ἐπέλθη ἐφ᾿ ἡμᾶς κακά. διά τοῦτο δι᾿ ὑμᾶς Σιών ὡς ἀγρός ἀροτριαθήσεται, καί Ἱερουσαλήμ ὡς ὀπωροφυλάκιον ἔσται, καί τό ὄρος τοῦ οἴκου εἰς ἄλσος δρυμοῦ.
Καί ἔσται ἐπ᾿ ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν ἐμφανές τό ὄρος κυρίου, ἕτοιμον ἐπί τάς κορυφάς τῶν ὀρέων, καί μετεωρισθήσεται ὑπεράνω τῶν βουνῶν· καί σπεύσουσιν ἐπ᾿ αὐτό λαοί, καί πορεύσονται ἔθνη πολλά καί ἐροῦσι, δεῦτε καί ἀναβῶμεν εἰς τό ὄρος κυρίου καί εἰς τόν οἶκον τοῦ θεοῦ Ἰακώβ, καί δείξουσιν ἡμῖν τήν ὁδόν αὐτοῦ, καί πορευσόμεθα ἐν ταῖς τρίβοις αὐτοῦ· ὅτι ἐκ Σιών ἐξελεύσεται νόμος, καί λόγος κυρίου ἐξ Ἱερουσαλήμ»41.
Ἀλλά καί ἀργότερα ἀπό τούς ἐξ Ἑβραίων Χριστιανούς κατεδείχθη ἡ ἀντίθεσις τοῦ ἀληθοῦς πνεύματος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τοῦ Θεοῦ πρός τό στενόκαρδο καί παραμορφωτικό πνεῦμα τῶν Γραμματέων καί Φαρισαίων. Ὁ πρωτομάρτυς Χριστιανός Στέφανος, κυριώτερος ἐκπρόσωπός τους, μέ αὐστηρή γλῶσσα ἔλεγξε δριμύτατα στό συνέδριο αὐτούς τούς παρανόμους Ἰουδαίους, πού ἐκαυχῶντο γιά τήν φυλετική καταγωγή τους ἀπό τούς Προφῆτες καί Δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: «Σκληροτράχηλοι καί ἀπερίτμητοι ταῖς καρδίαις καί τοῖς ὠσίν, ὑμεῖς ἀεἰ τῷ πνεύματι τῷ ἁγίῳ ἀντιπίπτετε, ὡς οἱ πατέρες ὑμῶν καί ὑμεῖς. Τίνα τῶν Προφητῶν οὐκ ἐδίωξαν οἱ πατέρες ὑμῶν;»42
Τέλος ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στούς φοβερούς ἐκείνους λόγους (μέ τά «οὐαί") Του κατά τῶν ὑποκριτῶν Ἰουδαίων, τούς ἀποκαλύπτει ὡς μή ἔχοντας καμμία σχέσι πνευματική μέ τούς Ἁγίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: «Ὥστε μαρτυρεῖτε ἑαυτοῖς ὅτι υἱοί ἐστε τῶν φονευσάντων τούς προφήτας. Καί ὑμεῖς πληρώσατε τό μέτρον τῶν πατέρων ὑμῶν. Ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν!...»43
Ἀντιθέτως ὅσοι ἀποδεχόμαστε τήν Παλαιά Διαθήκη τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ, (ὅπως καί ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες Χριστιανοί) καθιστάμεθα πραγματικοί υἱοί τῶν Πατέρων καί Δικαίων καί τῶν Προφητῶν αὐτῆς, καί γινόμαστε κληρονόμοι της, καί οἱ ὑποθέσεις καί τά νοήματά της γίνονται κληρονομιά μας πρός Θεογνωσία καί σωτηρία μας.
Σήμερα ἰδιαίτερα βλέπουμε νά ἐπαληθεύεται ἡ προφητεία τοῦ δικαίου Συμεών τοῦ Θεοδόχου, πού κατά τήν Ὑπαπαντή τοῦ Χριστοῦ ἀξιώθηκε νά ἰδῆ καί νά βαστάση στά χέρια του τόν Σωτῆρα Κύριο καί νά Τόν δοξάση λέγοντας:
«Νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλόν σου, δέσποτα, κατά τό ρῆμά σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τό σωτήριόν σου, ὅ ἡτοίμασας κατά πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν. φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καί δόξαν λαοῦ σου Ἰσραήλ».
Οἱ ἁγνοί καί ἀγαθοί Ἰσραηλῖτες, «ἐν οἷς δόλος οὐκ ἔστι», μαζί μέ ὅλους τούς λοιπούς ταπεινούς, καί συνάμα δεκτικούς στήν σοφία τοῦ Θεοῦ ἀνθρώπους πάσης φυλῆς καί ἐθνικότητος, ἀναγνωρίζουν τόν «Χριστόν Κυρίου», Τόν προσκυνοῦν, Τόν δέχονται στήν ζωή τους καί ἀνίστανται μέ τήν Χάρι Του στό ὕψος τῆς νέας, τῆς καινῆς ἐν Χριστῷ κτίσεως (εἴ τις ἐν Χριστῷ καινή κτίσις)44.
Ἀντιθέτως οἱ ὑπερήφανοι καί μή δεκτικοί παραμένουν στήν πτῶσι τους ἀδυνατοῦντες νά χαροῦν τήν προσωπική κοινωνία μέ τόν φιλάνθρωπο Πατέρα.
«Καί εὐλόγησεν αὐτούς Συμεών καί εἶπε πρός Μαριάμ τήν μητέρα αὐτοῦ· ἰδού οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καί ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραήλ καί εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον. καί σοῦ δέ αὐτῆς τήν ψυχήν διελεύσεται ρομφαία, ὅπως ἄν ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοί»45.
Ἡ Ἱστορία ὄντως ἐπιβεβαιώνει τήν ἀλήθεια τῆς προφητείας τοῦ δικαίου Συμεών, ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς σέ κάθε ἐποχή εἶναι «σημεῖον ἀντιλεγόμενον». Ἐνῶ δηλ. γιά ὅσους Τόν πιστεύουν εἶναι ἀνάστασις, γιά ὅσους ἀπιστοῦν εἶναι «εἰς πτῶσιν».
Ἡ Πίστις μας δέν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Ἡ εὐσέβειά μας δέν εἶναι ὑπόθεσις τῶν Ἑβραίων (ἄλλωστε αὐτοί τήν κατεφρόνησαν). Δέν εἶναι μόνο γιά τοῦτο ἤ τό ἄλλο ἔθνος. Εἶναι πανανθρώπινη, ἀγκαλιάζει ὅλους τούς ἀνθρώπους, σώζει ὅλον τόν ἄνθρωπο, καί κατέχει τήν πληρότητα καί ὁλότητα τῆς ἀληθείας. Γι᾿ αὐτό λέγεται «Καθολική», ὅπως ὁμολογοῦμε στό «Πιστεύω": «... εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν...»
Ἔτσι κι ἐμεῖς οἱ πρώην ἐθνικοί, εἰδωλολάτρες, Ἕλληνες δεχθήκαμε καί σεβόμαστε τήν Παλαιά Διαθήκη, διότι ἔχει ὡς σκοπό καί προοπτική της τήν πανανθρώπινη, τήν παγκόσμιο σωτηρία. Γι᾿ αὐτό κατά Θεία οἰκονομία μεταφράσθηκε ἐνωρίς (πρό Χριστοῦ) στήν ἑλληνική γλῶσσα ἡ Παλαιά Διαθήκη ἀπό ἑλληνιστές Ἰουδαίους. Εἶναι ἡ γνωστή Μετάφρασις τῶν Ἑβδομήκοντα, πού ἐπέχει πλέον θέσιν πρωτοτύπου σήμερα καί περιποιεῖ καί ἰδιαίτερη τιμή στά ἑλληνικά γράμματα καί τόν Οἰκουμενικό Ἑλληνισμό.
Μέ τήν ἀποδοχή λοιπόν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (ἔχοντάς την ὡς στερεά βάσι), δέν ἀπορρίψαμε τόν Ναζωραῖο ἤ Γαλιλαῖο (ὅπως εἰρωνικά ἤ ὑποτιμητικά Τόν ἀποκαλοῦν) Ἰησοῦν, τόν Θεάνθρωπο Κύριο, ἀλλά Τόν πιστεύσαμε, Τόν ἀνεγνωρίσαμε ὡς Κύριο καί ἀγαθό Δημιουργό τοῦ σύμπαντος.
Τόν ἀκολουθήσαμε μέ ταπείνωσι ἀλλά καί σοφία, «ἀφέντες ἅπαντα» (τά εἴδωλα καί τίς ἀνούσιες καί σκιώδεις δοξασίες), ὅπως οἱ Ἀπόστολοι46.
Μείναμε μαζί Του.
Φάγαμε τόν ἄρτο τόν ἡδύ πού μένει εἰς τόν αἰῶνα.
Καί ἤπιαμε τήν γλυκύτατη πόσι καί μεθύσαμε τήν νηφάλιο μέθη τῶν Ἁγίων.
Καί ἐξέστημεν καί εἴπαμε:
«Κύριε, πρός τίνα ἀπελευσόμεθα; ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις»47.
Καί μείναμε καί γίναμε μαθητές Του καί Τόν διακονήσαμε, γιά τήν σωτηρία μας καί γιά τήν σωτηρία τοῦ σύμπαντος κόσμου.
Καί ἔτσι μαζί μέ τούς Πάρθους καί τούς Μήδους καί τούς Ἐλαμίτες καί τούς κατοικοῦντας τήν Μεσοποταμίαν καί τήν Ἰουδαίαν... καί τήν Ἀσίαν... καί τά μέρη τῆς Λιβύης, καί μαζί μέ τούς Ρωμαίους... καί τούς Ἄραβες...48 ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὅλοι ἐμεῖς οἱ πρώην εἰδωλολάτρες γίναμε ὁ νέος ἐκλεκτός λαός Του, ἡ νεολαία Του, ὁ νέος Ἰσραήλ τῆς Χάριτος.
Αὐτή εἶναι ἡ καταξίωσίς μας.
Ὁ Ἑλληνισμός δέν φοβήθηκε τήν μωρία τοῦ κηρύγματος τοῦ Εὐαγγελίου, δέν πτοήθηκε τήν αἰσχύνη τοῦ Σταυροῦ, ἀλλά προχώρησε καί ἐξῆλθε ἔξω τῆς παρεμβολῆς, ἀκολούθησε τόν Χριστό, φέροντας τόν ὀνειδισμόν Αὐτοῦ, εἰρωνεῖες, διωγμούς, μαρτύρια49. Καί μετά τό βάπτισμά του στόν Χριστό, γέννησε διακόνους τῆς Χάριτός Του: Μάρτυρες, Ἱεράρχες, Ὁσίους, Ὁμολογητές καί Ἀπολογητές, πού μαζί μέ τούς παλαιούς Δικαίους καί Πατριάρχες καί Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης συνιστοῦν τήν χορεία τῶν φίλων τοῦ Θεοῦ. Ὁ εἰλικρινής προβληματισμός, ἡ καλή ἀνησυχία ὑπῆρχε. Καί ὁ σπόρος ἔπεσε «ἐπί τήν γῆν τήν καλήν"50 καί καρποφόρησε καρπόν τριάκοντα καί ἑξήκοντα καί ἑκατόν.
ΣΤ. Λέγουν ἐπίσης, οἱ Νεο-παγανιστές ὅτι ἡ ὅλη ἱερά Βίβλος τῶν Χριστιανῶν, Παλαιά καί Καινή Διαθήκη, εἶναι μία ἀπάτη, μία σκευωρία πού κατασκευάσθηκε μέ δόλο, στοχεύοντας στήν ἐξαπάτησι τῶν ἀνθρώπων καί τελικά στήν ἐπικράτησι τῶν Ἑβραίων. Ἔτσι, λέγουν, ἐπιχειρήθηκε καί κατορθώθηκε τό ξεθεμελίωμα τοῦ ὡραίου ἀρχαίου Ἑλληνικοῦ κόσμου.
Γιά νά μή ἐπιμηκύνεται πολύ ὁ λόγος, θά ἀναφέρω ἐπί τοῦ προκειμένου τά λόγια ἑνός συγχρόνου ἁγίου, ὅσο καί ἑλληνομαθεστάτου καί σοφωτάτου ἀνδρός, τοῦ μακαριστοῦ π. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, σχετικά μέ τήν ἀλήθεια τῆς Καινῆς Διαθήκης. Φρονοῦμε ὅτι ἀναλογικά ἰσχύουν καί γιά τήν Παλαιά:
«Ὁ Pascal κάμνει ἕνα πολύ ὡραῖο συλλογισμό. Λέγει λοιπόν, ὅτι μέ τούς Ἀποστόλους συνέβη ἕν ἐκ τῶν τριῶν: Ἤ ἠπατήθησαν ἤ μᾶς ἐξηπάτησαν ἤ μᾶς εἶπαν τήν ἀλήθεια.
Ἄς πάρουμε τήν πρώτη ἐκδοχή. Δέν εἶναι δυνατόν νά ἠπατήθησαν οἱ Ἀπόστολοι, διότι δέν τά ἔμαθαν ἀπό ἄλλους. Αὐτοί οἱ ἴδιοι ἦσαν αὐτήκοοι καί αὐτόπται μάρτυρες τῶν θαυμάτων τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ δεύτερη ἐκδοχή. Μήπως μᾶς ἐξηπάτησαν; Μήπως μᾶς εἶπαν ψέμματα; Ἀλλά γιατί νά μᾶς ἐξαπατήσουν; Τί θά κέρδιζαν λέγοντας ἕνα τέτοιο ψέμμα; Μήπως χρήματα; Μήπως ἀξιώματα; Μήπως δόξα; Γιά νά πῆ κάποιος ἕνα ψέμμα, περιμένει κάποιο ὄφελος. Ἀντιθέτως οἱ Ἀπόστολοι κηρύσσοντες Χριστόν καί τοῦτον ἐσταυρωμένον καί ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν, τά μόνα πού ἐξησφάλισαν ἦσαν ταλαιπωρίες, κόπους, μαστιγώσεις, λιθοβολισμούς, ναυάγια, πεῖνα, δίψα, γυμνότητα, κινδύνους ἀπό ληστές, ραβδισμούς, φυλακίσεις καί τέλος τόν θάνατον. Κι᾿ ὅλα αὐτά γιά ἕνα ψέμμα;
Καί κάτι ἄλλο. Τί ἦσαν οἱ Ἀπόστολοι πρίν τούς καλέσει ὁ Χριστός; Μήπως ἦσαν φιλόδοξοι πολιτικοί ἤ ὁραματιστές φιλοσοφικῶν καί κοινωνικῶν συστημάτων, πού περίμεναν τήν εὐκαιρία νά κατακτήσουν τήν ἀνθρωπότητα καί νά ἱκανοποιήσουν ἔτσι τήν φιλοδοξία τους; Κάθε ἄλλο. Ἀγράμματοι ψαράδες ἦσαν. Καί τό μόνο πού τούς ἐνδιέφερε ἦταν νά πιάσουν κανένα ψάρι, γιά νά θρέψουν τίς οἰκογένειές τους. Γι᾿ αὐτό καί μετά τήν σταύρωσι τοῦ Κυρίου, παρά τά ὅσα εἶχαν ἀκούσει καί ἰδῆ, ἐπέστρεψαν στά πλοιάριά τους καί τά δίκτυά τους. Δέν ὑπῆρχε σ᾿ αὐτούς οὔτε ἴχνος προδιαθέσεως, γιά ὅσα ἀργότερα ἐπρόκειτο νά γίνουν. Καί μόνον μετά τήν Πεντηκοστή, «ὅτε ἔλαβον δύναμιν ἐξ ὕψους», ἔγιναν οἱ διδάσκαλοι τῆς οἰκουμένης. Ἄρα δέν εἶχαν λόγο νά μᾶς ἐξαπατήσουν οἱ Ἀπόστολοι.
Μένει ἑπομένως ἡ τρίτη ἐκδοχή. Ὅτι μᾶς εἶπαν τήν ἀλήθεια»51.
Ζ. Μία ἄλλη κατηγορία τῶν Νεο-εἰδωλολατρῶν κατά τῆς Ἁγίας Γραφῆς -καί πιό συγκεκριμένα κατά τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης- μέ τήν ὁποία προσπαθοῦν νά "σκανδαλίσουν" τούς πιστούς καί νά τούς δημιουργήσουν ἀμφιβολίες γιά τίς ἱερές μας Γραφές καί τήν Πίστι μας, εἶναι τό ὅτι τάχα περιέχει πολλά ἄτοπα, ἀπαράδεκτα ἤθη καί ἀνάρμοστες συμπεριφορές διαφόρων ἱερῶν γιά τούς Χριστιανούς προσώπων. Ἐπειδή αὐτό ἐκφράζεται καί ἀπό στόματα καί γραφίδες καί ἄλλων ἐχθρῶν τῆς Πίστεώς μας, εἶναι ἀνάγκη νά εἰπωθοῦν γενικῶς καί δι᾿ ὀλίγων τά κάτωθι:
Κατ᾿ ἀρχήν, ἀδυναμίες καί πάθη ἀνθρώπων τά ὁποῖα περιγράφονται στίς Ἅγιες Γραφές, μᾶς πείθουν εὐλόγως ὅτι δέν ἐπινοήθηκε ἀπό ἀνθρώπινη προσπάθεια νά γραφοῦν κείμενα πού νά παρουσιάζουν μιά ἰδεατή, τέλεια ἀνθρωπίνως κατάστασι, ἀλλά ἀντιθέτως ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἐπένευσε σέ ἱερούς συγγραφεῖς, οἱ ὁποῖοι συνέγραψαν τά θεόπνευστα κείμενά τους παραθέτοντας, μαζί μέ τά ἅγια παραδείγματα καί διάφορες ἀτέλειες προσώπων, πού δείχνουν πάντα τήν ἀδυναμία καί φθορά τῆς πεπτωκυίας ἀνθρωπίνης φύσεως.
Ἐξ ἄλλου καί ἡ πνευματική πρόοδος καί θέωσις βαθμηδόν καί κατά στάδια συνήθως ἐνεργεῖται, καί ὄχι ἀθρόως καί ἐν μιᾷ ροπῇ.
Βλέπουμε π.χ. καί στήν Καινή Διαθήκη, πόσες ἀτέλειες ὑπῆρχαν στήν ζωή, τόν λόγο καί τήν σκέψι τῶν ἁγίων Μαθητῶν τοῦ Κυρίου. Παρά τήν στενωτάτη κοινωνία μέ τόν Δεσπότη Χριστό, παρά τίς θεῖες διδαχές πού ἄκουγαν ἀπό τά πανάχραντα χείλη Του, παρά τίς θαυματουργίες καί τά ἔνδοξα πού ἀπόλαυσαν οἱ αἰσθήσεις τους, δέν εἶχαν λάβει ἀκόμη τό πλήρωμα τῆς Χάριτος, γι᾿ αὐτό καί δέν εἶχαν στερηθεῖ τελείως τῶν ἀθρωπίνων ἀδυναμιῶν καί ἀτελειῶν τους. Ὅλα αὐτά εἶναι περισσότερο ἀπό ἐμφανῆ μέσα ἀπό τίς διηγήσεις τῶν ἁγίων Εὐαγγελιστῶν, πού μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ μᾶς διέσωσαν τόν θησαυρό τῆς εἰς Χριστόν πίστεως, ἔστω καί «ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν», ἐν μέσῳ τῶν ἀνθρωπίνων ἀσθενειῶν καί ἀδυναμιῶν, «ἵνα ἡ ὑπερβολή τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ καί μή ἐξ ἡμῶν»52.
Ἄν κάποιος πραγματικά ἐνδιαφέρεται γιά τήν Χριστιανική Πίστι καί τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, νομίζω ὅτι ὀφείλει νά ἀπευθυνθῆ μέ εἰλικρίνεια στούς ἁρμοδίους φορεῖς καί τίς πηγές, ἀπ᾿ ὅπου μπορεῖ νά πληροφορηθῆ ἔγκυρα τήν ὅλη ἀλήθεια. Καί ἡ πιό ἁρμόδια καί ἔγκυρος πηγή ἀληθείας εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ἄν λοιπόν, ἐνῶ ἔχουμε καλή προαίρεσι, κάτι μᾶς «σκανδαλίζη" καί μᾶς ἐνοχλῆ, ἄς ρωτήσουμε τήν Ἐκκλησία. Καί ἐκείνη θά μᾶς βοηθήση νά καταλάβουμε, αὐτό πού δέν μπορούσαμε πρίν. Δέν εἶναι ἄλλωστε εὔκολο καί δυνατό νά μποροῦμε νά γνωρίζουμε, ἐμεῖς οἱ ἀδαεῖς καί ἀρχάριοι, ὅλες τίς λεπτομέρειες, τίς συνθῆκες τῶν γεγονότων καί τῶν λεγομένων τῶν Γραφῶν καί τά βαθύτατα νοήματά τους.
Ὅλοι οἱ ἀνά τούς αἰῶνες πιστοί Χριστιανοί πιστεύουν καί δέχονται τίς Ἅγιες Γραφές ὡς θεόπνευστες καί ἱερές. Ἀνάμεσά τους καί πολλά σοφά καί ἀνήσυχα πνεύματα πού δέν ἀμφισβητοῦν τά ἀνωτέρω. Εὑρέθησαν ὅμως καί κάποιοι πού στήν προσπάθειά τους νά κατανοήσουν τό νόημά τους, σκανδαλίσθηκαν, παρερμήνευσαν καί διεστρέβλωσαν τό περιεχόμενό τους, μέ ἀποτέλεσμα νά παρασυρθοῦν σέ διδασκαλίες, πού ἡ ἀνά τόν κόσμο Οἰκουμενική, Ὀρθόδοξος, Καθολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ χαρακτήρισε ὡς αἱρετικές, καί τούς ἀμετανοήτους αὐτούς διδασκάλους τους αἱρετικούς. Διότι πολλές φορές τά πράγματα δέν εἶναι ὅπως τά ἀντιλαμβανόμαστε μέ μιά πρώτη ἐντύπωσι, ἐξωτερικά. Γι᾿ αὐτό καί στήν Ὀρθόδοξο Πίστι μας διδασκόμαστε, χωρίς μέν νά καταργοῦμε τήν λογική καί τήν νοητική μας δύναμι, νά συμβουλευώμαστε πρωτίστως τήν ἁγία γνῶσι καί πεῖρα τῆς Ἐκκλησίας, τῶν Ἁγίων.
Οἱ Ἅγιοι μέσα ἀπό τόν ἀγῶνα τους γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀνθρώπων ἀπέκτησαν μαζί μέ τίς ἄλλες μεγάλες ἀρετές, καί τήν ἀληθινή σοφία, νά κατανοοῦν τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ τά κεκρυμμένα ἀπό τούς ὀφθαλμούς τῶν ἀμυήτων. Καί ἔτσι, ταπεινά, χωρίς νά τό ἐπιδιώξουν ἔγιναν καί εἶναι οἱ ἀπλανεῖς μας διδάσκαλοι, φῶτα μετά τό Πρῶτο Φῶς. Κοντά σ᾿ αὐτούς αἰσθανόμαστε κι ἐμεῖς ἀσφαλεῖς. Διδασκόμαστε ἀπ᾿ αὐτούς τήν πραγματική, αὐθεντική ἑρμηνεία τῶν Γραφῶν, ἔτσι ὥστε ὄντως νά πληροφορῆται καί νά ἀναπαύεται ἡ ψυχή μας. Τότε καί εἰς βάθος κατανοοῦμε ὅσα πρίν ἀπό λάθος μας παρερμηνεύαμε.
Αὐτή εἶναι ἡ ὀρθή, ταπεινή καί εἰλικρινής πορεία Ὀρθοδοξίας, γιά ὅσους πράγματι ἐπιθυμοῦν τήν κατανόησι τῆς ἀληθείας, καί δέν προσπαθοῦν νά ἐφευρίσκουν καί νά κατασκευάζουν ἐπιχειρήματα περί τοῦ ἀντιθέτου.
Ἡ Παλαιά Διαθήκη εἶναι ὄντως ἐκ Θεοῦ, ἀληθῶς θεόπνευστος.
Ἄν γιά πολλούς ἀπό ἐμᾶς, πού εὑρισκόμαστε ἀκόμη στήν ἀχλύν τῶν παθῶν καί τήν παχυλῆ σαρκική ζωή τοῦ παρόντος αἰῶνος, δέν εἶναι σέ βάθος κατανοητή καί γι᾿ αὐτό στά ἄσοφα μάτια μας πολλά φαντάζουν «σκανδαλιστικά" καί ἀπαράδεκτα, τοῦτο ὄχι μόνο δέν ἀποδεικνύει τό εὐάλωτο τάχα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλά τοὐναντίον πείθει γιά τήν ἀνάγκη ἀναλήψεως ἐκ μέρους μας ἐντατικώτερου ἀγῶνος γιά κάθαρσι καί φωτισμό.
Ἄλλωστε τά πάντα δέν κατανοοῦνται πλήρως μόνο μέ τήν λογική. Αὐτό τό διδασκόμαστε ἀκόμη καί ἀπό τά φυσικά καί ἀνθρώπινα πράγματα.
Ποιός κατανοεῖ πλήρως, μόνο μέ τήν λογική, τό μυστήριο τῆς ζωῆς, τοῦ θανάτου; Ποιός κατέχει μόνο μέ τήν δύναμι τοῦ νοῦ του τίς αἰτίες τῶν ὄντων; Πῶς κατανοεῖται λογικά καί πρακτικά ἡ ἀθανασία τῆς ψυχῆς, τό ἄπειρο τοῦ σύμπαντος, ἡ φυσική ἁρμονία καί νομοτέλεια τοῦ μικροκόσμου καί μακροκόσμου; Πῶς δέν ἀποδεικνύονται πολλά ἀξιώματα, ἐνῶ εἶναι προφανῆς ἡ ἰσχύς τους καί ἡ ἀναγκαιότητά τους στήν φυσική καί τά μαθηματικά; Κι ἄν αὐτά -καί τόσα ἄλλα- στήν ζωή τοῦ ὁρατοῦ κόσμου τούτου, εἶναι δεδομένο ὅτι εἶναι ἀκατάληπτα καί ἀνερμήνευτα ἤ ἔστω ἐλάχιστα ἀποδεικνυόμενα μόνο μέ τήν λογική, πῶς θέλουμε νά κατανοοῦμε διά μιᾶς τά πάντα ἀπό τά πνευματικά καί ἀόρατα καί οὐράνια τοῦ χώρου τῆς Πίστεως;
Γιά τήν κατανόησι πολλῶν ἀποριῶν ζητεῖται ἄλλη βάσις, πέραν τῆς ἐφθαρμένης λογικῆς μας καί πάνω ἀπό τά ἀνθρώπινα.
Ἔτσι ἐμπιστευόμαστε τόν ἅγιο Θεό καί τήν Ἐκκλησία Του.
Καί οἱ «θεοί" τῶν ἐθνῶν53 δέν πέθαναν γιά τήν σωτηρία μου, δέν κοπίασαν, δέν ἀγαποῦν, δέν εἶναι κἄν θεοί, ἀλλά ψεύδονται, καί γι᾿ αὐτό τούς ἀπορρίπτω ἀπό τήν ζωή μου, τούς ἀποστρέφομαι.
Ἐμπιστεύομαι ἀνεπιφύλακτα τόν ἅγιο Θεό πού εἶναι μόνο ἀγάπη. Πού ἀγαπᾶ ἀληθινά τόν ἄνθρωπο. Τόν Θεό καί εὐεργέτη μου, πού ἐργάζεται γιά τό καλό μου, τήν εὐτυχία μου, τήν σωτηρία μου.
Ἐμπιστεύομαι τόν Θεό πού, χωρίς νά ἔχη κάποια ἀνάγκη ὁ ἴδιος (ἀνενδεής ὤν), χωρίς νά ζητᾶ τίποτε ἀπό ἐμᾶς, ἀπέδειξε τρανῶς καί ἀποδεικνύει συνεχῶς τήν ἐκστατική ἀγάπη Του γιά τό πλάσμα Του, τόν ἄνθρωπο.
Ἐμπιστεύομαι τόν Θεό πού ἔγινε, ἀπό ἄπειρη ἀγάπη, ὅμοιος μέ ἐμένα, -χωρίς νά τό ἀξίζω- γιά τήν ἴασι καί σωτηρία μου.
Ἐμπιστεύομαι τόν Κύριο Ἰησοῦ, τόν Θεό μου πού πέθανε καί ἐτάφη καί ἀνέστη γιά ἐμένα, γιά ὅλους μας.
Γι᾿ αὐτό πιστεύω, δηλαδή ἐμπιστεύομαι -κατά τήν ἀρχαία Ἑλληνική σημασία τοῦ ρήματος- τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του.
Ἔχοντας πάντοτε ὑπ᾿ ὄψιν τίς ἰδιαίτερες κοινωνικές, πολιτιστικές καί γενικώτερα ἱστορικές συνθῆκες, μέσα στίς χρονικές περιόδους ὅπου διαδραματίζονται τά γεγονότα, ἐντρυφοῦμε σέ αὐτά, ὠφελούμαστε καί ἐνισχυόμαστε τά μέγιστα· γι᾿ αὐτό καί σεβόμαστε καί τιμοῦμε τήν Παλαιά Διαθήκη. Εἶναι ὁ ἱστορικός χωροχρόνος τῆς σκιώδους παρουσίας τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ καί τῆς ἑτοιμασίας τῶν ἀνθρώπων, γιά τήν ἐξ ὕψους πλήρη ἀποκάλυψι τῆς Χάριτός Του ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν.
Η. Λέγουν πάλι ὅτι τάχα ὁ Χριστιανισμός μιμήθηκε τίς θεωρίες, τούς μύθους καί τίς τελετές τῶν ἀρχαίων εἰδωλολατρῶν, χωρίς νά ἔχη σχεδόν τίποτε αὐθεντικά δικό του.
Χρειάζεται ἄραγε προσπάθεια ἀνασκευῆς αὐτῆς τῆς κατηγορίας τους; Τί κοινό ὑπάρχει μεταξύ Χριστοῦ καί εἰδώλων; Ποιός μπορεῖ νά μᾶς ὑποδείξη κάτι ἀνάλογο τῆς θείας Λειτουργίας τῶν Χριστιανῶν, ὅπου «τά φοβερά τελεσιουργεῖται"; Ἤ κάτι ἀνάλογο μέ τό «Πιστεύω" καί τά ἱερά δόγματα τῆς ἀμώμου Πίστεώς μας; Τί σχέσι ἔχουν οἱ μῦθοι τῶν εἰδωλολατρῶν μέ τήν ἱστορική πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας; Πῶς μποροῦν νά συγκριθοῦν οἱ ἀναισχυντίες καί ἐμπάθειες τῶν ψευδοθεῶν τοῦ Ὀλύμπου μέ τό μοναδικό, ἱστορικό, πανάγιο πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος «ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν οὐδέ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ»54, καί γιά τήν ἀγάπη καί τήν σωτηρία μας ἔγινε ἄνθρωπος καί ὑπέμεινε σταυρό ἑκουσίως;
Γράφει εὔστοχα καί ἀποδεικτικά ἀδελφός Ἱερομόναχος τῆς Μονῆς μας, γιά τό ἐν λόγῳ θέμα:
«Παρατηροῦμε ὅτι οἱ ἀρχέγονες πανανθρώπινες μνῆμες κατεγράφησαν ἀπό τούς λαούς ἀναλόγως πρός τήν παιδεία καί τούς στόχους τους. Ἔτσι π.χ. θεωρῶ ὅτι οἱ περί θεογονίας ἀπόψεις τοῦ Πλάτωνος εἶναι «ἀθηνοκεντρικές», προβάλλουν μία ἀθηναϊκή ὑπεροχή (βλ. π.χ. περί Ἀτλαντίδος), τήν ὁποία δέν συμμερίζονται οὔτε ἄλλοι μεταγενέστεροι Ἕλληνες ἀρχαῖοι συγγραφεῖς (Διόδωρος ὁ Σικελιώτης). Ἐπίσης εἶναι φυσιοκεντρικές, καθόσον προσωποποιοῦν (καί θεοποιοῦν) στοιχεῖα τῆς φύσεως, καί ἐπιπλέον δέν ἀνάγουν στήν γνῶσι τοῦ Δημιουργοῦ τοῦ κόσμου. Ὁ κόσμος γι᾿ αὐτές εἶναι αὐθύπαρκτος καί αἰώνιος καί οἱ θεοί καί οἱ ἄνθρωποι εἶναι μέρη αὐτοῦ τοῦ κόσμου.
Οἱ ἀρχαϊκές πανανθρώπινες προσδοκίες περιγράφηκαν ἀπό τούς λαούς ἀνάλογα καί μέ τά πάθη τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ ἑλληνική μυθολογία εἶναι γεμάτη μέ θεούς καί θεές πού προσωποποιοῦσαν τά πάθη τῶν ἀνθρώπων (Ἀφροδίτη, Ἄρης), τίς προσδοκίες τους (Δήμητρα, Περσεφόνη), τίς ἰδιότητές τους (Ἀθηνᾶ, Ἑρμῆς) ἤ ὅτι οἱ Ἕλληνες μυθολόγοι ἀποδίδουν τά πάθη τῶν ἀνθρώπων στούς θεούς (πολέμους μεταξύ τῶν θεῶν, ἀσέλγειες, κλπ.);
Εἶναι πολύ πετυχημένη ἡ ἄποψις τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, στόν κατά Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου λόγο του, ὅτι ὁ Μωυσῆς ἔχοντας τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος περιέγραψε τίς πανανθρώπινες ἀρχαῖες μνῆμες μέ τρόπο ἁγιοπνευματικό, Χριστοκεντρικό. Στίς ἐξωπαλαιοδιαθηκικές θεογονίες ὁ διάβολος καί οἱ δαίμονές του σφετερίζονται τήν θεία ἐξουσία καί παρουσιάζονται νά χειρίζονται τίς τῦχες τοῦ κόσμου μέ τίς μορφές τοῦ Δία ἤ τοῦ Ὄσιρι κλπ. Ἡ γνώμη τοῦ ἁγίου Κυρίλλου δέν εἶναι ἁπλῶς ἡ χριστιανική ἄποψις τοῦ θέματος, ἀλλά ἔχει ἐπιστημονική βαρύτητα. Ἐξ ὅσων ἔχω μελετήσει ἀπό διάφορες πλευρές, ὑποστηρίζω τήν ἄποψι τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι πρῶτος ἔγραψε γιά τά θέματα αὐτά ὁ Μωυσῆς (τόν 15ο π.Χ. αἰῶνα), οἱ δέ Ἕλληνες ἔγραψαν πολύ μεταγενέστερα (ὁ Ὅμηρος τόν 8ο π.Χ αἰῶνα)»55.
Ἐπίσης «... Δέν εἶναι σωστό νά πιστεύη κανείς ἀβασάνιστα τήν ἄποψι τοῦ καθενός, διότι ὑπάρχουν μεγάλα συμφέροντα. Ἡ Νέα Ἐποχή σήμερα ἔχει ὡς βασικό γνώρισμά της τόν συγκρητισμό (τήν ἐξίσωσι ὅλων τῶν θρησκειῶν) καί γιά νά ἐπιβληθῆ ἔχει ἐπιστρατεύσει ὅσες γνῶμες τῆς φαίνονται χρήσιμες. Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀπό τά πρῶτα χριστιανικά χρόνια ἐγνώριζαν τό πρόβλημα. Ἡ ἀντίθεσίς τους πρός ὅλες τίς ἄλλες μυστηριακές τελετουργίες (μιθραϊκές, ἐλευσίνιες, αἰγυπτιακές, κλπ.) δέν στηριζόταν σέ μελέτες σάν τίς δικές μας, βάσει χειρογράφων ἤ εὑρημάτων ἀπό ἀνασκαφές, ἀλλά ἀπό τήν ζωντανή συναναστροφή μέ τούς ἀνθρώπους πού τίς τελοῦσαν. Εἶχαν γι᾿ αὐτό τόν λόγο αὐθεντική ἄποψι. Πῶς μποροῦσαν ἄλλωστε νά δεχθοῦν ἐπηρεασμούς ἀπό εἰδωλολατρικές τελετουργίες, ὅταν μέ τόση ἀποστροφή ἀπέρριπταν τήν εἰδωλολατρία καί ἑκατομμύρια Χριστιανοί ἔχυσαν τό αἷμα τους γιά τόν λόγο αὐτό;
... Ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει ὅτι τά χριστιανικά μυστήρια καί οἱ χριστιανικές τελετές εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ τελείωσις (ὁλοκλήρωσις) ὅσων ὁ Μωυσῆς καί οἱ Προφῆται σκιωδῶς εἶχαν ὁρίσει νά γίνωνται στήν ἰουδαϊκή συναγωγή. Π.χ. ἀντί τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομῶντος ὁ χριστιανικός ναός, ἀντί τοῦ ἰουδαϊκοῦ πάσχα ἡ θεία Εὐχαριστία56.
Τά χριστιανικά μυστήρια δέν εἶναι εἰδωλολατρικά δάνεια. Πῶς θά τό ἐδέχοντο αὐτό οἱ πρῶτοι ἐξ Ἰουδαίων Χριστιανοί, οἱ ἀπόστολοι Πέτρος καί Παῦλος καί οἱ ἄμεσοι διάδοχοί των, ὅταν ἡ ἀπόστασις πού τούς χώριζε ἀπό τούς εἰδωλολάτρες ἦταν χαώδης; Εἶναι νά ἀπορῆ κανείς πῶς ἀβασάνιστα (ἴσως σκοπίμως) γράφονται βιβλία, τά ὁποῖα βρίσκουν «ἀρχαῖες εἰδωλολατρικές ἐπιβιώσεις"! στά χριστιανικά μυστήρια, π.χ. ναός, ἱερατεῖο, ἄμφια, τελετές, νηστεία, θυσία, λιβάνι, ἑορτές, ἀργίες, κλπ. Δέν βλέπουν ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι θεσμοθετημένα ἀπό τόν Μωυσῆ57 πολύ πρίν ὑπάρξουν γραπτά ἑλληνικά μνημεῖα (πολλῷ μᾶλλον τελετές); Δέν βλέπουν ὅτι ὅλα αὐτά στήν Ἐκκλησία λειτουργοῦν πρός δόξαν τοῦ Θεοῦ καί σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ στίς εἰδωλολατρικές τελετές τάσσονται στήν ὑπηρεσία τῶν δαιμόνων;
... Στήν ἰουδαϊκή λατρεία ὁ Μωυσῆς εἶχε δώσει βαθύτερο πνευματικό (χριστοκεντρικό-σωτηριολογικό) νόημα, τό ὁποῖο συχνά ξεχνοῦσαν οἱ Ἑβραῖοι καί χρειαζόταν ἡ παρέμβασις τοῦ Θεοῦ διά τῶν Προφητῶν πρός διόρθωσιν. Βλέπει κανείς θυσίες, ἀναφορές καί θυμιάματα, ὀργανικά στοιχεῖα τῆς Μωσαϊκῆς λατρείας, νά προκαλοῦν τήν ἀποστροφή τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή δέν ἔχουν σωτηριολογική προοπτική (ταπείνωσι, εἰρήνη αἰσθήσεων καί λογισμῶν, ὑπακοή καί ἐλευθερία ἀπό τήν ἐγωιστική αὐτονομία ἀπό τόν Θεό)58.
Ἐάν κάποιοι ὑποστηρίζουν ὅτι στόν Χριστιανισμό ὑπάρχουν στοιχεῖα ἀρχαιοελληνικῶν τελετῶν καί ἐθίμων, κάνουν λάθος... Καί μόνο οἱ ἀποφάσεις οἰκουμενικῶν καί ἄλλων συνόδων κατά τῶν ἑλληνικῶν ἐπιδράσεων στήν Ἐκκλησία εἶναι ἀρκετές πρός ἀπόδειξιν.
... Οἱ αἱρετικοί καί οἱ ἐθνικοί ἔβλεπαν τίς ὑπερφυσικές δυνάμεις τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων καί θέλησαν νά ἀπομιμηθοῦν τά ἐξωτερικά στοιχεῖα τῶν ἐνεργειῶν τους. Ὅπως μέχρι σήμερα οἱ μάγοι καί μέντιουμ χρησιμοποιοῦν σταυρούς καί εἰκόνες γιά νά κάνουν τά ξόρκια τους, γινόμενοι ὄργανα τῶν δαιμόνων παρά τούς σταυρούς καί τίς εἰκόνες»59.
Λέγει δέ καί ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος ὁ Ἀπολογητής, σ᾿ αὐτούς πού δέν γνωρίζουν τό βάθος τῶν πραγμάτων:
«...τόν Ἰησοῦν λαβόντα ἄρτον καί εὐχαριστήσαντα εἰπεῖν: Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἀνάμνησίν μου, τοῦτ᾿ ἐστι τό σῶμά μου· καί τό ποτήριον ὁμοίως λαβόντα καί εὐχαριστήσαντα εἰπεῖν: Τοῦτο ἐστι τό αἷμά μου: καί μόνοις αὐτοῖς μεταδοῦναι. Ὅπερ καί ἐν τοῖς τοῦ Μίθρα μυστηρίοις παρέδωκαν γίγνεσθαι μιμησάμενοι οἱ πονηροί δαίμονες˙ ὅτι γάρ ἄρτος καί ποτήριον ὕδατος τίθεται ἐν ταῖς τοῦ μυουμένου τελεταῖς... ἤ ἐπίστασθε ἤ μαθεῖν δύνασθε»60.
Δηλαδή:
«Αὐτό πού εἶπε ὁ Κύριος νά κάνουμε «εἰς τήν ἀνάμνησιν Αὐτοῦ», δηλ. στήν θεία Λειτουργία, προσφέροντας ἄρτο καί οἶνο, αὐτό καί στά μυστήρια τοῦ ψευδοθεοῦ Μίθρα κατά μίμησι τῶν Χριστιανῶν ἐδίδαξαν νά γίνεται οἱ πονηροί δαίμονες· κι αὐτό, τό ὅτι δηλ. παρατίθεται ἄρτος καί ποτήριο ὕδατος... στίς τελετές τους γιά τήν μύησι κάποιου νέου μέλους, ἤδη τό γνωρίζετε ἤ μπορεῖτε νά τό μάθετε».
***********
Κοντά στίς κατηγορίες αὐτές τῶν Νεο-παγανιστῶν πού ἀναφέραμε, θά θέλαμε νά ἐπισημάνουμε καί τά ἑξῆς:
Ὑπάρχουν τόσες πολλές τάσεις καί διαφορές μέσα στό ὅλο φάσμα τῶν Νεο-εἰδωλολατρῶν, πού εἶναι δύσκολο νά ἀναλυθοῦν ἀλλά ἀκόμη καί νά ἀναφερθοῦν συστηματικά. Ὑπάρχει δηλαδή μία μεγάλη ποικιλία ρευμάτων, αἱρέσεων, πού ἡ μία σχεδόν ἀναιρεῖ τήν ἄλλη. Γιά παράδειγμα, πολλοί πιστεύουν στό δωδεκάθεο (δώδεκα θεοί τοῦ Ὀλύμπου), ἐνῶ ἄλλοι δέν τό δέχονται αὐτό. Ἀνάμεσα σ᾿ αὐτούς τούς πρώτους εἶναι κι αὐτοί πού διαφωνοῦν ὡς πρός τά ὀνόματα τοῦ καταλόγου τῶν θεῶν. Κάποιοι θεωροῦν τούς θεούς ὡς πραγματικές ὀντότητες, ἐνῶ ἄλλοι ὡς σύμβολα χωρίς καμμία ὀντολογική ὕπαρξι. Πολλοί διέπονται ἀπό ἔντονες ἀντι-Χριστιανικές τάσεις, ἄλλοι εἶναι ὀπαδοί πιό συμβιβαστικῶν θεωριῶν. Κάποιοι τέλος δέχονται τήν δεῖνα ἄποψι γιά τήν δημιουργία τοῦ κόσμου, γιά τόν ἄνθρωπο, κι ἄλλοι πού πρεσβεύουν κάτι ἄλλο. Καί τό φάσμα τῶν διαφοροποιήσεων εἶναι μακρύ καί σχεδόν ἀτέλειωτο, ὅσο ἀτέλειωτος εἶναι καί ὁ κατάλογος τῶν ἀνυπάρκτων θεῶν τῆς ἀρχαιότητος.
Ἐνθυμούμαστε τούς λόγους τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου γιά τήν ἐν σκότει καί ἀγνωσίᾳ θρησκεία τῶν ἀρχαίων:
«.... ἄλλοι ἐξ αὐτῶν», λέγει «ἐθεοποίησαν τόν ἥλιο, τήν σελήνη, τούς ἀστέρας. Ἄλλοι δέ τήν γῆν, τό ὕδωρ, τό πῦρ, τόν ἀέρα, ἐπειδή αὐτά εἶναι ἀναγκαῖα στοιχεῖα γιά τήν ἀνθρώπινη ζωή. Ἄλλοι θαυμάζοντας τούς δυνατούς ἤ τούς ρωμαλέους ἤ τούς ὡραίους, κατέληξαν σύν τῷ χρόνῳ, στήν θεοποίησι καί λατρεία τους. Οἱ πλέον ἐμπαθεῖς ἀπ᾿ αὐτούς θεοποίησαν τά πάθη, δηλ. τόν θυμό, τήν κακουργία, τήν μέθη, τήν ἀσέλγεια κλπ. Ἀπό τούς θεούς ἄλλους μέν τούς ἐτοποθέτησαν στήν γῆ, ἄλλους στόν οὐρανό κι ἄλλους κάτω ἀπό τήν γῆ (στά καταχθόνια). Ἡ τελευταία δέ αὐτή τοποθέτησις ἦτο ἡ μόνη ὀρθή πρᾶξις τους.
Τούς ἐτίμησαν δέ λέγει τούς θεούς τους κάνοντας ἀγάλματα, μέ ζωοθυσίες, μέ ἀσελγεῖς πράξεις, ἀκόμη καί μέ ἀνθρωποθυσίες. Ἀκόμη ἐτίμησαν ὡς θεούς διάφορα τετράποδα καί ἑρπετά, γελοιοποιῶντας ἔτσι φοβερά τόν ἑαυτό τους, ὥστε νά διερωτᾶται κάποιος: ποιοί ἀξίζουν περισσότερη περιφρόνησι, οἱ θεοί αὐτοί ἤ αὐτοί πού προσκυνοῦν τέτοιους θεούς; Μᾶλλον δέ οἱ δεύτεροι, διότι ἐνῶ ἔχουν λογική φύσι, κατήντησαν σέ τέτοια παραλογία καί ἔγιναν παιγνίδια στά χέρια τοῦ πονηροῦ διαβόλου»61.
________________________________________
Ἡ ἀδυναμία τῶν Ἑλλήνων νεο-εἰδωλολατρῶν νὰ ἀντιληφθοῦν τὴν Χριστιανικὴ ἱστορικὴ συνέχεια τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνισμοῦ
Μᾶς κάνει ἐντύπωσι ὅτι πολλοί ἀπό τούς σημερινούς Ἕλληνες Νεο-παγανιστές δέν μποροῦν νά δοῦν τήν συνέχεια καί τήν ὡραία αὐτή ἐξέλιξι τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ κόσμου, καί πέφτουν σέ σοβαρά καί ἀντι-ἐπιστημονικά σφάλματα. Προκειμένου νά στηρίξουν μάλιστα κάποιες ἀστήρικτες θέσεις τους ἤ δέν ἀποδεικνύουν κἄν τά λεγόμενά τους ἤ ἐπιστρατεύουν ἀνιστόρητες ἀποδείξεις καί ἐπιτυγχάνουν ἀκριβῶς τό ἀντίθετο ἀπ᾿ ὅ,τι ἐπιθυμοῦν. Ὄχι μόνο δέν πείθουν μέ τά παρατιθέμενα, ἀλλά ἐνισχύουν ὅσα αὐτοί κατακρίνουν καί καταδικάζουν.
Ἀναφέρεται σέ κάποιο Περιοδικό τους:
«Τό Βατερλώ τῆς Ὀρθοδοξίας ὑπῆρξε ἡ λαϊκή Ἐπανάσταση τοῦ 1821 γιά λευτεριά ἤ θάνατο ἤ ἡ ἀρχή τοῦ τέλους της. Καί μόνον ὅτι ὁ ἐξαθλιωμένος Ἕλληνας, τέως ραγιάς, ἀποφάσισε νά πεθάνει ἤ νά ζήσει λεύτερος (περίεργο νά μήν τοῦ φτάνει ἡ Ὀρθοδοξία, πίστη, παράδεισοι, ἀναστάσεις) αὐτό ἀναιροῦσε στήν πράξη τήν Ὀρθοδοξία στό σύνολό της. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ ἐπαναστατημένος Ἕλληνας καταφεύγει στήν ἀπιστία!...
Εἶχε νά κάνει μ᾿ ἄλλα λόγια, μέ τήν τελεσίδικη ἀπόφασή τους, νά κερδίσουν τή λευτεριά τους ἤ νά πεθάνουν γράφοντας στά παλιά τους τά τσαρούχια τί ἦταν πίστη, ἤ τί ἔλεγε ἡ Ὀρθοδοξία...
Τό ὅτι γλυτώσαμε ἀπό τά πλοκάμια αὐτῆς τῆς κατάρας (χριστιανικός μεσαίωνας δυτικοῦ καί ἀνατολικοῦ τύπου) δέν τό ὀφείλουμε σέ κανένα θαῦμα, οὔτε στόν θεούλη. Τό ὀφείλουμε στούς «ἄπιστους», τούς «αἱρετικούς», τούς «ἀμφισβητίες" καί πολλούς ἄλλους πού ἔπαψαν νά προσκυνάνε τήν ἐξουσία τῆς θρησκείας.
Τό ὀφείλουμε σ αὐτούς πού ὕψωσαν τό ἀνάστημά τους στό σκοτάδι τῶν ρασοφόρων καί τοῦ «θεόθεν" δόγματός τους...
Ἡ Ἐκκλησία, ἡ Ὀρθοδοξία, οὐδέποτε εἶχαν κατά νοῦ νά ὑπηρετήσουν τήν βασική ἀξία τῆς ζωῆς, τήν ἐλευθερία... »62
Θεωροῦμε ὅτι κάθε νηφάλιος, προσεκτικός καί εὐσυνείδητος ἐρευνητής εὔκολα θά χαρακτήριζε τά ἀνωτέρω ὡς ἐμπαθῆ, ἄκρως ἀνακριβῆ, γι᾿ αὐτό καί ἀντι-ἐπιστημονικά καί συκοφαντικά, ἀφοῦ διαστρεβλώνουν τελείως καί τήν ἱστορική πραγματικότητα.
Ἄς ἀναφέρουμε ὀλίγα ἀπό τήν ἱστορική ἀλήθεια πρός ἀντιπαράθεσί τους. Νά τί πράγματι λέγει ἡ Ἱστορία, ἰδού τά ἴδια τά λόγια τῶν Χριστιανῶν ἡρώων τοῦ ΄21:
Ὁ Μάρκος Μπότσαρης γράφει σέ γράμμα του πρός τόν γυιό του:
«Ποιά θέ νἆναι ἡ χαρά σου, ὁπότε θ᾿ ἀφουγκράζεσαι, ὅτι τά πλιό ξακουστά παλληκάρια τοῦ καιροῦ μας ἔχουν τήν μεταλαβιά τους, ἐπειδή δέ γνωρίζουν ἁμαρτίες τοῦ κόσμου; Ὅτι τέτοιο εἶναι τό καλοσυνάτο τῆς ψυχῆς τους, πού ἡ ντροπής τούς κοκκινίζει τό μάγουλο, σάν κοκκινίζουν τά ἀνέβγαλτα κοράσια;
... Ἄς μήν τούς μοιρολογοῦμε ὅσο πρέπει νά τούς χαιρόμασθε (σ.σ. ἐνν. τά παλληκάρια πού ἔπεσαν στήν μάχη). Γιατί εἰς τοῦτον τόν κόσμο ἐδοξάσθηκαν, ὅσο θἆναι πολύτιμο τό αἷμα πού χύνεται παλληκαρήσια διά τήν πατρίδα, κι᾿ ἡ ψυχή τους πάλε στόν κόρφο τοῦ Θεοῦ χαίρεται τήν ἀθάνατη μακαριότητα. Τήν αὐριανή τοῦ χαλασμοῦ ψήνονταν τά παλληκάρια στά τσαντήρια τά Τούρκικα, καί ἀδελφές καί μανάδες ἐγύριζαν τές σοῦβλες, καί τά φριμένα χείλη τῶν παλληκαριῶν ἄλλο δέν ἔλεγαν εἰμή ἐτοῦτο: «Θεέ, θυμήσου μας, ὅτι ἐγγίζομε εἰς τό βασίλειό σου»63.
Ἀναφέρει ἐπίσης ὁ σύγχρονος τοῦ ἀγῶνος Τερτσέτης:
«... ἔπαινος μέγας τοῦ ἔθνους μας εἶναι ὅτι κυριευμένον ἀπό τούς ἀλλοφύλους, καί καλούμενον ἀπό τούς κατακτητάς του εἰς τό συμπόσιον τῶν ἡδονῶν, εἰς τό μεγαλεῖον τῆς ἐξουσίας, ἀρκοῦσε μόνον νά ἐγκαταλείψει τήν πίστιν τῶν Χριστιανῶν, τό ἑλληνικόν ἔθνος ἀπεστράφη τήν προσφοράν τοῦ νικητοῦ, ἐφύλαξε πίστιν εἰς τό πάτριον θρήσκευμα, καί εἰς τήν γλῶσσαν τοῦ Πλάτωνος καί τοῦ Εὐαγγελίου. Τόν ἕνα Χριστιανόν ἔκοβε ὁ τότε βάρβαρος ἐχθρός, ὁ ἄλλος τόν σταυρόν του ἔκανε, οἱ γλῶσσες κομμένες ἀπό τόν ἄγριον στρατιώτην κειτώμενες εἰς τό αἱματωμένον χῶμα, ἀηδονολαλοῦσαν, νά εἰπῶ οὕτως, τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ. Αὐτό... εἶναι τό προτέρημα, τό ὁποῖον ἀποφασίζει καί τά μεγάλα δωρήματα τῶν θείων εὐεργετημάτων»64.
Καί ὁ Μακρυγιάννης ἔγραφε:
«... τέτοια ἠθική εἴχετε ἐσεῖς καί προκοπή, τέτοιους καταντήσετε κ᾿ ἐμᾶς τούς δυστυχεῖς. Ὅμως τοῦ κάκου κοπιάζετε. Ἄν δέν ὑπάρχει σ᾿ ἐσᾶς ἀρετή, ὑπάρχει ἡ δικαιοσύνη τοῦ μεγάλου Θεοῦ, τοῦ ἀληθινοῦ βασιλέα. Ὅτι ἐκεινοῦ ἡ δικαιοσύνη μᾶς ἔσωσε καί θέλει μᾶς σώση. Ὅτι ὅσα εἶπε αὐτός εἶναι ὅλα ἀληθινά καί δίκαια - καί τά δικά σας ψέματα δολερά...
... Ἐσύ Κύριε, θ᾿ ἀναστήσης τούς πεθαμένους Ἕλληνες, τούς ἀπογόνους αὐτεινῶν τῶν περίφημων ἀνθρώπων, ὁποῦ στόλισαν τήν ἀνθρωπότη μ᾿ ἀρετή. Καί μέ τήν δύναμή σου καί τήν δικαιοσύνη σου θέλεις νά ξαναζωντανέψης τούς πεθαμένους. Καί ἡ ἀπόφασή σου ἡ δίκια εἶναι νά ματαειπωθῆ Ἑλλάς, νά λαμπρυνθῆ αὐτείνη καί ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ καί νά ὑπάρξουν οἱ τίμιοι καί ἀγαθοί ἄνθρωποι, ὁποῦ ΄περασπίζονται τό δίκιον... »65.
Καί :
«Αὐτά τά ἔθιμα εἴχαμεν, αὐτόν τόν Χριστόν φοβόμαστε... καί αὐτείνη ἡ θρησκεία μᾶς ξαναλευτέρωσε καί βήκαμεν εἰς τήν κοινωνίαν τοῦ κόσμου, ὁπού ἤμαστε χαμένοι καί σβησμένοι ἀπό τόν κατάλογον ὅλου τοῦ κόσμου τόσες αἰῶνες»66.
Ἄλλες φορές πάλι κάποιοι ἀπό αὐτούς τούς Ἕλληνες Νεο-παγανιστές χρησιμοποιοῦν φαντασίες καί σύγχρονες μυθολογικές ὑποθέσεις τους, γιά νά ἐξάγουν τάχα ἀκλόνητα συμπεράσματα, ὅπως τά κάτωθι φαιδρά:
«... ἡ θεά Ἀθηνά ἀντιπροσωπεύει τόν Σείριο, ὅπως καί ἡ Ἴσις καί ἐξ αὐτῆς προῆλθε ὁ Ἐριχθόνιος ἤ ὁ Ὦρος, καί ἐξ αὐτοῦ κατάγονται οἱ Ἀθηναῖοι, καί κατ᾿ ἐπέκτασιν οἱ Ἕλληνες, τότε ἀποδεικνύεται ὅτι προέρχονται οἱ Ἕλληνες ἀπό τόν Σείριο (Οὐράνιο Ὄλυμπο), δηλαδή ἔχουν ἐξωγήινη προέλευση»67.
Ἤ:
«Οἱ Ἕλληνες λόγῳ καταστροφῶν καί πολέμων (ρωμαϊκή κατοχή, τουρκοκρατία), ἔχασαν τά ἀρχεῖα τους καί τήν γνώση τοῦ ἔνδοξου παρελθόντος τους. Τά ἀρχαιολογικά ὅμως στοιχεῖα πού ἔρχονται στήν ἐπιφάνεια καί τά ἀρχαῖα συγγράμματα φανερώνουν τήν ἐξωγήινη προέλευση τῶν Ἑλλήνων.
Γι᾿ αὐτό οἱ ἐχθροί τῆς Ἑλλάδος, θά κάνουν ὅ,τι μποροῦν γιά νά ἐμποδίσουν νά φανερωθεῖ ἡ ἀλήθεια.
Τό πλήρωμα τοῦ χρόνου ἔφτασε καί οἱ Ἀρχαῖοι Ἀργοναῦτες (Μόες) ἐπιστρέφουν. Οἱ ἱπτάμενοι δίσκοι πού ἐμφανίζονται ἀνά τήν γῆ, ἀφήνουν μαρτυρίες, ὅτι εἶναι ἀπόγονοι τῶν Ἑλλήνων, γι᾿ αὐτό κρατοῦν οἱ ἰθύνοντες μυστική τήν παρουσία τους καί προσπαθοῦν νά τούς καταρρίψουν...»68
Ἤ:
«Τό θέατρο στήν Ἀρχαία Ἑλλάδα χρησίμευε ὡς μία δορυφορική κεραία... Οἱ θεατρικές παραστάσεις ἔκρυβαν συγκλονιστικά μυστικά, τά ὁποῖα τά μετέφεραν στόν Οὐράνιο Ὄλυμπο. Ὅταν γίνονταν οἱ θεατρικές παραστάσεις, οἱ ἱερεῖς εὑρίσκοντο πάντοτε στήν πρώτη σειρά, ἐπειδή αὐτοί κατανοοῦσαν στό ἔπακρον τήν ὑπόθεση τῆς παραστάσεως, καί ἰδιαίτερα βοηθοῦσαν νά μεταφερθῆ ἡ εἰκόνα πού διαδραματιζόταν ἐπάνω στή σκηνή μέ νοερή ὑποβολή ἐπάνω στόν οὐρανό»69.
Γιά νά φθάσουμε ἔτσι στό τελικό, κατ᾿ αὐτούς σοβαροφανές συμπέρασμα, μετά ἀπό ὅλα αὐτά καί πολλά ἄλλα παρόμοια, ὅτι:
«Ἐφόσον ἡ πορεία γιά τόν ἐξανθρωπισμό τοῦ ἀνθρώπου περνᾶ ἀπό τήν μύηση στίς ἀρχές τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, κι ἐφόσον οἱ ἀρχές τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας ἐκπορεύονται κατευθείαν ἀπό τούς κρουνούς τῆς Ἐθνικῆς τῶν Ἑλλήνων θρησκείας, τί ἄλλο ἀπομένει παρά τό λουτρό στά ἱερά καθαρτήρια νερά τῆς πρωταρχικῆς Πηγῆς;»70
Τά λέγουν δέ ὅλα αὐτά παρά τούς «δικούς" τους χρησμούς, πού ἤδη ἔχουν λάβει πρίν ἀπό δεκάδες αἰώνων ἀπό τούς «θεούς», στούς ὁποίους πιστεύουν, ὅτι:
«Χαμαί πέσε δαίδαλος αὐλά, οὐκέτι Φοῖβος ἔχει καλύβαν, οὐ μάντιδα δάφνην, οὐ παγάν λαλέουσαν. Ἀπέσβετο καί λάλον ὕδωρ»71.
Δέν σχολιάζουμε καθόλου τήν αἰσχρή γλῶσσα καί τίς ἐμπαθεῖς ἐκφράσεις πού χρησιμοποιοῦν πολλοί ἀπό τούς συμπαθεῖς Νεο-εἰδωλολάτρες, μέ τά ὁποῖα γίνεται κατάδηλο τό μεγάλο καί βαθύ μίσος τους κατά τῆς Πίστεώς μας.
Δυσκολευόμαστε νά παραθέσουμε ἐδῶ εὔγλωττα παραδείγματα, διότι «αἰσχρόν ἐστι καί λέγειν». Ὑπάρχουν ὅμως πολλά, εὔκαιρα πρός ἀπόδειξιν παντί τῷ αἰτοῦντι.
Ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά συνδιαλεγώμαστε ἤ νά γράφουμε κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο. Ὁ Θεός τῆς ἀγάπης, ὁ ἀρχηγός τῆς σωτηρίας μας, ὁ ἀδικημένος Ἰησοῦς, μᾶς ἐμπνέει μέ τόν σταυρό καί τήν θυσία Του γιά τούς σταυρωτές Του:
«Ἐγώ δέ οὐκ ἀπειθῶ οὐδέ ἀντιλέγω. Τόν νῶτον μου ἔδωκα εἰς μάστιγας, τά δέ σιαγόνας μου εἰς ραπίσματα, τό δέ πρόσωπόν μου οὐκ ἀπέστρεψα ἀπό αἰσχύνης ἐμπτυσμάτων»72.
Παρακολουθοῦμε τά γραφόμενα, λεγόμενα καί τελούμενα ἀπό τούς Νεο-παγανιστές συμπατριῶτες μας.
Δέν ἀπορρίπτουμε τούς ἴδιους, ἀλλά τίς ἰδέες τους.
Δέν μποροῦμε νά ἀποδεχθοῦμε τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο προσεγγίζουν τόν ἀρχαῖο ἑλληνικό κόσμο καί πολιτισμό, τίς παρερμηνεῖες τους γιά τήν ἀρχαία Ἑλληνική φιλοσοφία, ἤ ὁποιεσδήποτε ἄλλες παράξενες ὄντως θεωρίες τους. Ὡστόσο τούς ἴδιους τούς ἀγαπᾶμε. Καί γι᾿ αὐτούς λέγομε τά παρόντα. Ἴσως ὑπάρξουν μερικοί πού θά ἀντιληφθοῦν τήν καλή διάθεσι καί εἰλικρίνεια ἐκ μέρους μας καί δέν θά μᾶς βλέπουν σάν ἐχθρούς καί μισητούς «ἀλλοεθνεῖς».
Καί ποιός γνωρίζει ἄραγε, πόσοι Παῦλοι καί Διονύσιοι καί Δαμάρεις θά ἐγερθοῦν στό μέλλον καί ἐκ μέσου αὐτῶν, καί θά ὑπερβάλουν πολλούς ἀπό ἐμᾶς στόν ζῆλο καί τόν ἀγῶνα γιά τήν δόξα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί τήν σωτηρία τῶν συνανθρώπων μας!
***********
Ὁ ἐν ἁγίοις πατήρ ἡμῶν Νεκτάριος ἐπίσκοπος Πενταπόλεως ὁ θαυματουργός, ἀναφερόμενος σέ ὅ,τι καλό ὑπάρχει στήν ἀρχαία Ἑλληνική φιλοσοφία, δηλ. τόν "σπερματικό λόγο», γράφει:
«Ἡ Ἑλληνική φιλοσοφία ἔγινε γιά τήν Ἑλληνική φυλή παιδαγωγός γιά τήν κατανόηση τῆς ἀλήθειας πού ἀποκαλύφθηκε.
Ὁ ἔρωτας πρός τή φιλοσοφία ἔγινε ἔρωτας πρός τόν Χριστιανισμό καί ἡ φιλοσοφία ἔγινε πίστη στό Χριστό... Ὁ Ἕλληνας, ἀφοῦ γνώρισε τί εἶναι καί ποιός ὀφείλει νά γίνει, ἔβαλε σκοπό του τήν τελειοποίησή του. Ἔγινε ἐραστής τοῦ πνεύματος κι ἐδημιούργησε κόσμο πνευματικό, στόν ὁποῖο ἤθελε νά ζεῖ... Τέτοιος πλάσθηκε νά εἶναι ὁ Ἕλληνας, κι ἔτσι διαμορφώθηκε ὁ ἠθικός του χαρακτήρας. Δέν μποροῦσε παρά νά ἐνθουσιασθεῖ ἀπ᾿ τίς ἀρχές τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ὁ Χριστιανισμός ἦταν ἀγάπη, ὑποσχόταν νά διδάξει στούς ἀνθρώπους τήν ἀλήθεια στήν πιό τέλεια καί πλήρη μορφή της, νά ἐνισχύσει καί ν᾿ ἀνυψώσει τήν φιλοσοφία στήν πιό ὑψηλή της περιωπή. Νά ἀποκαλύψει στήν φιλοσοφία τά μυστήρια πού εἶχαν μείνει καλυμμένα, νά δώσει λύση στά αἰώνια προβλήματα, νά σηκώσει τήν ὀμίχλη πού σκέπαζε τά μάτια τῆς διάνοιας τοῦ ἀνθρώπου, νά τόν σηκώσει ἀπό τόν ὕπνο του, νά τόν ἀπαλλάξει ἀπ᾿ τήν δεισιδαιμονία, νά συνδέσει τήν ἀνθρωπότητα μέ τό δεσμό τῆς ἀδελφικῆς ἀγάπης, νά τόν ὁδηγήσει πρός τόν Θεό καί νά σώσει τόν ἄνθρωπο ἀπ᾿ τήν καταπίεση τοῦ ἀντιπάλου του, χαρίζοντάς του στή μέν παροῦσα ζωή τήν ἀληθινή εὐτυχία, καί στήν μέλλουσα ζωή τήν αἰώνια μακαριότητα. Ὁ Ἕλληνας, ἀφοῦ βρῆκε στό Χριστιανισμό τίς ἀληθινές ἀρχές καί τήν εἰκόνα τοῦ τέλειου καί ἰδανικοῦ του... τόν υἱοθέτησε καί τόν ἔκανε κτῆμα του. Ὁ Χριστιανισμός, σάν πρῶτο δῶρο τοῦ δώρισε μιά νέα ζωή. Κι ὁ Ἕλληνας τόν ὑποστήριξε μέ τούς ἀγῶνες του καί τό αἷμα του.
Ἡ Ἑλληνική φιλοσοφία καθοδηγοῦσε τό Ἑλληνικό ἔθνος στόν Χριστιανισμό... τό μαρτυρεῖ κι ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρέας πού λέγει ὅτι ἡ φιλοσοφία «ἦταν μέν πρίν ἀπό τήν παρουσία τοῦ Κυρίου ἀναγκαία γιά τούς Ἕλληνες, γιά νά τούς ὁδηγεῖ στή δικαιοσύνη. Μετά δέ ἀπ᾿ αὐτήν γίνεται χρήσιμη γιά τήν θεοσέβεια, ὄντας ἕνα εἶδος προπαίδειας γιά ὅσους ἀντιλαμβάνονται τήν πίστη μέ ἀποδείξεις... «Καί "παιδαγωγοῦσε (ἡ φιλοσοφία) κι αὐτό τό Ἑλληνικό ἔθνος, ὅπως ὁ νόμος παιδαγωγοῦσε τούς Ἑβραίους εἰς Χριστόν»73.
Θά ἀποροῦν τά πνεύματα τῶν ἀγαθῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, πού θά ἐπίστευσαν στό κήρυγμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ στόν Ἅδη, τοῦ σταυρωθέντος καί ἀναστάντος, καί θά οἰκτείρουν τούς συγχρόνους νεοέλληνες Παγανιστές, οἱ ὁποῖοι ἐπιμένουν παρά πᾶσαν προσδοκίαν νά παραμένουν στό σκότος τῆς ἀγνωσίας τῆς πρό Χριστοῦ ἐποχῆς καί νά ἀδικοῦν τόν ἑαυτό τους στερῶντας τον ἀπό τό ἄκτιστο φῶς τῆς θεότητός Του.
Ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός ἀναφέρει σέ σχετική ὁμιλία του γιά κάποιο Γερμανό θελόγο πού εἶπε, ὅτι ἄν ὁ Πλάτων ζοῦσε στήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ καί Τόν ἔβλεπε (τόν Κύριο), θά ἔπεφτε στά πόδια Του καί θά ἀναφωνοῦσε σάν τόν ἀπόστολο Θωμᾶ: «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου!"
Λέγει δέ σέ ἄλλη μελέτη του:
«Κάθε δίλημμα σήμερα τοῦ τύπου «Ὀρθοδοξία ἤ Ἑλληνισμός" εἶναι ὄχι μόνο πλαστό, ἀλλά καί ἐθνοκτόνο. Γιατί σημαίνει τάση ἐπιστροφῆς στήν ἀτέλειά μας, στήν παλαιά ἀγωνιώδη ἀναζήτησή μας. Ἐνῶ γιά τόν Ἑλληνισμό, πού διασώζει τήν αὐτοσυνειδησία του, τό ζητούμενο εὑρέθη. Εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. «Εἴδομεν τό φῶς τό ἀληθινόν... εὕρομεν πίστιν ἀληθῆ!" «Εὕρομεν τήν ἀλήθειαν!" Κάθε ἀποδέσμευση τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀπό τήν Ὀρθοδοξία δέν συνιστᾶ μόνο τραγικό διαμελισμό τῆς ὑπάρξεώς μας, ἀλλά καί καθαρό παραλογισμό, ἀφοῦ ἡ τυχόν ἐπιστροφή στόν αὐθεντικό Ἑλληνισμό, θά καταλήξει ὁπωσδήποπτε στήν γνήσια ἐκείνη ἀναζήτηση, πού ὁδήγησε στήν ἕνωσή του μέ τήν Ὀρθοδοξία. Ἔξω ἀπό τή ζήτηση αὐτή ἔμεινε...ὁ παγανισμός καί ὁ διονυσιακός αἰσθησιασμός τοῦ Γραικύλου. Γι᾿ αὐτό, ὅπου χάνεται ἡ Ὀρθοδοξία χάνεται καί ὁ Ἑλληνισμός!»74
Ἐξ ἄλλου ὅπως ἔγραφε ὁ ἀείμνηστος ὀρθόδοξος θεολόγος Παναγιώτης Νέλλας:
«... τήν πραγματική συνέχεια τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας εἶναι προτιμότερο νά τήν ἀναζητήσουμε στούς Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Δέν πρόκειται βέβαια ἀκριβῶς γιά συνέχεια, ὅπως θά τήν ἔβλεπε ἡ ἱστορία τῆς φιλοσοφίας, ἀλλά μᾶλλον γιά γονιμοποίηση. Ἡ ἀρχαία σκέψη γονιμοποιήθηκε ἀπό τήν πίστη καί γέννησε τήν πατερική θεολογία. Βρισκόμαστε ὄχι μπροστά σέ κατασκευές ἀλλά σέ καρπούς, σέ τέκνα. Ἔτσι προχωρεῖ ὅ, τι εἶναι γνήσιο καί ζωντανό μέσα στή ζωή... εἶναι ὁ δρόμος τῆς ζωῆς. Δρόμος ἀνοιχτός καί γιά μᾶς τούς σημερινούς Ἕλληνες»75.
Ἀναφέρει δέ καί ὁ σεβαστός Γέροντάς μου, π. Γεώργιος, σχετικά:
«Οἱ τρεῖς Ἱεράρχαι ἔθεσαν τά θεμέλια τῆς Ἑλληνορθοδοξίας. Ἔγιναν οἱ πρωτεργάται τῆς ἱστορικῆς πορείας τοῦ Ἑλληνορθοδόξου πολιτισμοῦ μας.
Αὐτός ὁ πολιτισμός δοκιμάσθηκε ἔκτοτε μέσα στούς αἰῶνας καί ἄντεξε. Καί εἶναι ζωντανός καί δημιουργικός μέχρι σήμερα.
Παρ᾿ ὅλα αὐτά ὑπάρχουν καί αὐτοί πού τόν ἐπιβουλεύονται καί θέλουν νά χωρίσουν τόν Ἑλληνισμό ἀπό τήν Ὀρθοδοξία, γιατί θέλουν νά διώξουν τόν Χριστό ἀπό τήν Πατρίδα μας καί ἀπό ἄλλα ὀρθόδοξα ἔθνη. Καί τό ἀκόμη χειρότερο, νά ἐπαναφέρουν τήν ἀθεΐα ἤ τήν ἀρχαία εἰδωλολατρική θρησκεία μέ τούς ψευδεῖς Ὀλυμπίους θεούς, τίς θυσίες καί τίς τελετές της.
Θέλουν δηλ. νά ἐπαναφέρουν αὐτά, ἀπό τά ὁποῖα ὁ Χριστός μᾶς ἐλύτρωσε καί αὐτά πού μέ ἀγῶνες πολλούς οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι καί τό μέγα νέφος τῶν Χριστιανῶν Μαρτύρων μέ τό αἷμα τους ἐκαθάρισε.
Ἡ Ἐκκλησία προσέλαβε τόν Ἕλληνα ἄνθρωπο, τόν ἐβάπτισε, τόν ἐκαθάρισε, τόν ἐφώτισε καί τόν ἔκανε Χριστιανό Ἕλληνα. Τώρα θέλουν τόν φωτισμένο Ἕλληνα νά τόν ξεβαπτίσουν καί νά τόν ὑποτάξουν καί πάλι στό σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρείας καί τῆς ἀθεΐας.
Ἀπορεῖ κανείς γιά τό τόλμημα.
Ὁ σοφός Blaise Pascal γράφει κάπου ὅτι ὁ ἄνθρωπος (προφανῶς ὁ ἄπιστος) εἶναι πρόθυμος νά πιστεύση τήν οἱανδήποτε ἀνοησία ἐκτός ἀπό τήν προφανῆ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου...
Εὐχαριστοῦμε τούς Τρεῖς Ἱεράρχας γιά τό πολύτιμο δῶρο πού μᾶς παρέδωσαν, τήν ἁγία Ἑλληνορθόδοξο Παράδοσί μας. Ζητοῦμε τήν εὐλογία τους, νά μή φανοῦμε ἀχάριστοι στήν προσφορά τους, ἀλλά νά τήν κρατήσουμε, νά τήν ἀξιοποιήσουμε καί νά τήν παραδώσουμε στούς μεταγενεστέρους ὡς πολύτιμο κληρονομία»76.
________________________________________
Νέες ἐν Χριστῷ διαστάσεις καὶ διέξοδοι στὶς ἀνησυχίες καὶ τὰ προβλήματα τοῦ ἀρχαίου κόσμου
Παρά τό ἀξιόλογο τοῦ προβληματισμοῦ καί τῆς καλῆς ἐν γένει ἀνησυχίας τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ κόσμου (κυρίως σχετικά μέ τόν ἄνθρωπο καί τήν Δημιουργία), νομίζουμε ὅτι διακρίνονται καθαρώτατα οἱ νέες ἀσύγκριτες διαστάσεις τῆς φιλοσοφίας στόν ἐν Χριστῷ τώρα πλέον ἄνθρωπο. Ξεπερνῶνται ἐπίσης ὡρισμένα ὅρια καί ἀδιέξοδα, πού ἦσαν ἀξεπέραστα γιά τόν ἀνθρώπινο νοῦ κατά τήν ἐποχή πρό τῆς Χάριτος, καί ἀπό τά ὁποῖα μᾶς ἐλύτρωσε ὁ Χριστός.
Ἄς δοῦμε μερικά ἀπ᾿ αὐτά:
α. Διαφοροποιεῖται ριζικά καί ἐμβαθύνει ἡ σχέσις τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Ἡ κοινωνία αὐτή ἀποκτᾶ τό ὀρθό και πνευματικό νόημά της, ὡς κοινωνία Φίλου πρός φίλους, Πατρός πρός τέκνα. Οἱ ἄνθρωποι μποροῦν τώρα ἐν Χριστῷ νά μετέχουν στήν ζωή καί τήν Χάρι τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ, νά γεύωνται καί νά ἀπολαμβάνουν τήν ἀγάπη Του, καί μποροῦν ἔτσι νά ἔχουν οὐσιαστικό νόημα καί αἰώνιο σκοπό γιά ὅ,τι μεγάλο καί πνευματικό στήν ζωή αὐτή.
Ὁ θεῖος ἔρως τῆς Ὀρθοδόξου ἐν Χριστῷ ζωῆς, μέθεξις στήν θεία ἀγάπη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, πού ἕπεται τῆς μετανοίας, τῆς καθάρσεως καί τοῦ φωτισμοῦ τοῦ νοός, ἀνοίγει ἄλλες, ἄγνωστες στήν ἐποχή τῆς ἀρχαιότητος, ὁδούς θεοκοινωνίας, ξεπερνῶντας τόν φόβο καί τίς ἀπροσπέλαστες ἀποστάσεις τῶν εἰδωλικῶν ψευδοθεῶν. «Ἐγώ οὐκέτι φοβοῦμαι τόν Θεόν, ἀγαπῶ γάρ αὐτόν· ἡ γάρ ἀγάπη ἔξω βάλλει τόν φόβον» (Μεγ. Ἀντώνιος).
β. Ἡ ἀνδρεία, ἡ φιλοπατρία καί ἡ ἀρετή, μολονότι ἔχουν νά ἐπιδείξουν ἐκπληκτικά παραδείγματα καί στίς μεταγενέστερες γενεές καί στούς ἄλλους λαούς, πού ὄντως ξεπέρασαν τά ὅρια τῆς ἐποχῆς τους, μένουν ὡστόσο μέχρι κάποιου σημείου, ἀδυνατῶντας νά φθάσουν τό ἦθος τοῦ σταυροῦ καί τῆς ἀναστάσεως τῆς κατά Χριστόν ἀπαθείας, τῆς ταπεινώσεως, τῆς κενωτικῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης, πού ἔχουν ἀπεριόριστες, αἰώνιες διαστάσεις στήν ζωή τῶν χαριτωμένων Χριστιανῶν.
γ. Ἐκεῖ ὅμως πού φαίνεται πασίδηλο τό ἀξεπέραστο ἀδιέξοδο τοῦ ἀρχαίου κόσμου καί φιλοσοφίας εἶναι τό περί θανάτου πρόβλημα.
Εἶναι διάχυτη σ᾿ ὅλη τήν ἀρχαία ἑλληνική γραμματεία ἡ αἴσθησις τοῦ φόβου τοῦ θανάτου, ὁ θρῆνος γιά τήν ἀπώλεια τῶν ἀγαπητῶν προσώπων καί συγγενῶν, ἡ ὀδύνη ἀπό τήν τραυματική ἐμπειρία τῆς τραγωδίας αὐτῆς τοῦ ἀνθρώπου.
Πουθενά δέν διαφαίνεται μελλοντική προσδοκία γιά λύτρωσι ἀπό τό τρομερό ἀδιέξοδο τοῦ θανάτου, παρά μόνο κάποιες προφητικές ἐλπίδες-ψιθυρισμοί-ἀναστεναγμοί.
Λέγει σύγχρονος μελετητής:
«... ὁ ἀρχαῖος Ἕλληνας πίστευε ὅτι ἡ ζωή πού ἀξίζει νά ζῆ κανείς εἶναι ἡ παροῦσα ζωή. Στά ὁμηρικά ἔπη ἡ ψυχή ἑνός σκοτωμένου δέν εἶναι παρά ἕνα ἄσαρκο εἴδωλο, ἕνας ἀπαρηγόρητος ἴσκιος πού περιφέρεται θρηνώντας στόν κάτω κόσμο τήν ἀπώλεια τῆς πραγματικῆς ζωῆς. Ἡ μεταθανάτια ζωή εἶναι μιά ἔκπτωση ἀπό τήν πραγματική ζωή. Στή Νέκυια τῆς Ὀδύσσειας ὁ νεκρός Ἀχιλλεύς λέγει στόν ζωντανό Ὀδυσσέα ὅτι θά προτιμοῦσε νά εἶναι ὁ τελευταῖος τῶν ζωντανῶν στόν πάνω κόσμο, παρά ὁ βασιλεύς τῶν νεκρῶν στόν κάτω κόσμο»77.
Διάφοροι φιλόσοφοι καί τραγωδοί ἐφιλοσόφησαν περί τοῦ θανάτου, στήν προσπάθειά τους νά ἐρευνήσουν καί νά εὕρουν κάποια θετικά σημεῖα ἀναφορᾶς, προκειμένου νά ἀπαλύνουν τό φοβερό ὄντως αὐτό πρόβλημα γιά τόν τότε ἄνθρωπο. Ὡστόσο ἡ σκιά τοῦ θανάτου καλύπτει, παρά τίς φιλότιμες αὐτές προσπάθειες, τούς πάντες καί τά πάντα στόν ἀρχαῖο κόσμο.
«Ὁ φόβος τοῦ θανάτου εἶναι μιά πραγματικότητα. «Καθώς ὁ ἄνθρωπος πλησιάζει τήν προοπτική τοῦ θανάτου», ἔγραφε ὁ Πλάτων, «μπαίνει στήν ψυχή του δέος καί φροντίδα γιά πράγματα πού ποτέ πρίν δέν τόν εἶχαν ἀπασχολήσει"»78.
Καί «ὁ θάνατος καί πᾶν ὅ,τι ἠδύνατο νά ἔχῃ σχέσιν πρός τάς τελευταίας στιγμάς ἐθεωρεῖτο ὡς ἀπαίσιον, καί παρουσίαζε τρομεράς ἰδέας· ἐν τοσούτῳ τάς ἐξέφραζον διά λέξεων ἐμφαινουσῶν εὐάρεστόν τι. Θνήσκειν, ἀποθνήσκειν ἀντικαθίστατο συχνάκις διά τοῦ ἀπογίνεσθαι, οἴχεσθαι, δηλοῦν ἐγκαταλείπειν τήν κατοικίαν καί τήν διαμονήν79. Οἱ δέ νεκροί ἐλέγοντο οἰχόμενοι. Ἐνίοτε τό ἀποθνήσκειν ἐλέγετο ἀπέρχεσθαι, δηλοῦν ἀναχωρεῖν εἰς ταξίδιον»80.
Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό τό γεγονός, ὅτι οἱ Ἀθηναῖοι, πού «εἰς οὐδέν ἕτερον ηὐκαίρουν ἤ λέγειν τι ἤ ἀκούειν καινότερον», κατ᾿ ἐξοχήν φιλόσοφοι ἄνθρωποι, ὅταν ἄκουσαν τόν ἅγιο ἀπόστολο Παῦλο νά τούς ὁμιλῆ περί ἀναστάσεως ἐκ νεκρῶν, «οἱ μέν ἐχλεύαζον, οἱ δέ εἶπον: ἀκουσόμεθά σου περί τούτου καί πάλιν»81, μή μπορῶντας νά ξεπεράσουν τό ἄλυτο καί ἀξεπέραστο ἀκόμη τότε τοῦ θανάτου.
Ἔτσι ἡ προφητεία τοῦ Ἡσαΐου περί τοῦ Χριστοῦ ἔχει ἰδιαίτερη βαρύτητα γιά ὅλο τόν ἀρχαῖο (καί τόν ἑλληνικό) κόσμο:
«Ὁ λαός ὁ καθήμενος ἐν σκότει, ἴδετε φῶς μέγα· οἱ κατοικοῦντες ἐν χώρᾳ καί σκιᾷ θανάτου, φῶς λάμψει ἐφ᾿ ὑμᾶς»... «ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν, υἱός καί ἐδόθη ἡμῖν»82, ὁ σωτήρας Κύριος.
Γι᾿ αὐτό τό Πάσχα, ἡ διάβασις ἀπό τήν ἐνταῦθα παθητή διαγωγή στήν ἀντίπερα ὄχθη τῆς ἀπαθείας καί ἡ νίκη κατά τοῦ θανάτου, γίνεται ἡ Λαμπρά τῶν Ὀρθοδόξων πανήγυρις, ἡ ἑορτή ἑορτῶν, κατά τήν ὁποία «θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν."
Καί ὁ θάνατος γιά τούς πιστούς Χριστιανούς γίνεται γέφυρα, κατάπαυσις, ἡσυχία, κοίμησις, ἀπαρχή νέας ζωῆς.
************
Ἀπόγονοι ὄντες τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καί διατηρῶντας τήν συνέχεια τῆς ἐνδόξου πράγματι ἀρχαίας παρουσίας τοῦ Ἑλληνισμοῦ, χαιρόμαστε καί καυχώμαστε, ὡς ἤδη ἐλέχθη, γιά τήν σπουδαία προσφορά του στόν πολιτισμό καί τήν ἀναζήτησι τῆς ἀληθείας μέσῳ τῆς καλῆς φιλοσοφίας του.
Ταυτόχρονα ὅμως δέν τρέφουμε αὐταπάτες καί δέν παραλογιζόμαστε: «Τά ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδού γέγονε καινά τά πάντα»83.
Τόν διπολικό καί διακριτικό αὐτόν ἄξονα γνώμης, γύρω ἀπό τόν ὁποῖο περιστρέφεται μετά Χριστόν καί ἡ ὀρθή ἐν γένει Ἑλληνική σκέψις, νομίζουμε ὅτι ἀποδίδει καί ἡ ποιητική ἔκφρασις δύο Βυζαντινῶν Ἑλλήνων.
Ὁ Γεώργιος Πισίδης, ποιητής καί ὑμνογράφος τοῦ ζ’ αἰῶνος, λόγιος ἄνθρωπος πού διεκρίνετο γιά τήν ἀρχαιογνωσία του, ἔγραφε γιά τήν τελεσίδικη κατάπαυσι τῆς ἀρχαίας εἰδωλολατρίας:
«Παρῆλθεν ἡ νύξ τῶν πλανήτων μέν λόγων,
κέκμηκεν Ὀρφεύς καί παρῆκε τήν λύραν,
ὁ Φοῖβος αὐτῶν οὐκ ἀνοίγει τό στόμα,
μαραίνεται δρῦς, καί πεφίμωται τρίπους,
Πλάτων σιωπᾶ καί λαλεῖ σκυτεργάτης,
νοσεῖ Γαληνός, ἐκφοβεῖ δέ τάς νόσους
ὁ Πέτρος ἡμῶν τάς σαγήνας ὁ πλέκων...»84
Ἀλλά γιά νά μή νομισθῆ ὅτι ἐχθρικῶς διάκειται ἡ Ὀρθόδοξος Χριστιανική Ἑλληνική πίστις πρός τούς καλούς προγόνους μας, παραθέτουμε καί τό ὡραιότατο ποίημα-εὐχή τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Μαυρόποδος, Ἐπισκόπου Εὐχαΐτων, (ὁ ὁποῖος καί πρῶτος ἐθέσπισε τόν ἀπό κοινοῦ ἑορτασμό τῶν ἁγίων Τριῶν Ἱεραρχῶν) κατά τόν ια’ αἰῶνα:
«Εἴπερ τινας βούλοιο τῶν ἀλλοτρίων
τῆς σῆς ἀπειλῆς ἐξελέσθαι, Χριστέ μου,
Πλάτωνα καί Πλούταρχον ἐξέλοιό μοι·
ἄμφω γάρ εἰσι καί λόγον καί τόν τρόπον
τοῖς σοῖς νόμοις ἔγγιστα προσπεφυκότες·
εἰ δ᾿ ἠγνόησαν ὡς Θεός σύ τῶν ὅλων,
ἐνταῦθα τῆς σῆς χρηστότητος δεῖ μόνον
δι᾿ ἥν ἅπαντας δωρεάν σώζειν θέλεις»85.
Δηλαδή:
«Ἄν κάποιους ἀπ᾿ αὐτούς πού δέν εἶχαν τήν εὐλογία νά σέ γνωρίσουν, θά ἤθελες νά τούς ἐξαιρέσης, Χριστέ μου, ἀπό τήν φοβερή ἀπειλή σου, νά μείνουν στήν αἰωνιότητα μακρυά ἀπό τήν κοινωνία τῆς ἀγάπης σου, κάνε μου τήν χάρι νά ἐξαιρέσης τόν Πλάτωνα καί τόν Πλούταρχο· ἐπειδή καί οἱ δύο αὐτοί βρίσκονται πολύ κοντά στούς ἁγίους νόμους σου, καί κατά τούς λόγους τους ἀλλά καί σύμφωνα καί μέ τήν ζωή τους. Ἄν δέ καί κάποια λάθη ἔπραξαν ἐξ ἀγνοίας, ἐδῶ χρειάζεται μόνο ἡ μεγάλη σου ἀγαθότητα, μέ τήν ὁποία σύ ὡς Θεός τῶν ὅλων, θέλεις νά μᾶς σώζης ὅλους τούς ἀνθρώπους δωρεάν».
________________________________________
Εὐλογητὸς ὁ Θεός ὁ τῶν πατέρων ἡμῶν
Ἕνα ἀπό τά κυριώτερα προφητικά ἀναγνώσματα πού ἀναγινώσκεται τό πρωί τοῦ Μεγάλου Σαββάτου στίς Ἐκκλησίες τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, καί πού φυσικά ἀναφέρεται στίς προτυπώσεις τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, εἶναι τό περί τῆς διασώσεως τῶν ἁγίων Τριῶν Παίδων τῶν ἐν Βαβυλῶνι86.
Κατά τήν αἰχμαλωσία τῶν Ἑβραίων ἀπό τούς Βαβυλωνίους οἱ Τρεῖς Παῖδες, Ἀνανίας, Ἀζαρίας καί Μισαήλ, Ἰουδαῖοι ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ, καθίστανται ἐπιστάτες τῶν πραγμάτων τοῦ βασιλέως Ναβουχοδονόσορ, λόγῳ τῆς ἀρετῆς τους, ὅπως χαρακτηριστικά ἀναφέρει ὁ Συναξαριστής τους τῆς 17ης Δεκεμβρίου. Τότε ὁ κενόδοξος Βασιλεύς τῶν Βαβυλωνίων διέταξε νά κατασκευασθῆ ἕνα τεράστιο χρυσό ἄγαλμα καί νά στηθῆ σέ μιά μεγάλη πεδιάδα, στήν ὁποία ὄφειλαν νά προσαχθοῦν ὅλοι οἱ ἄρχοντες ὑπήκοοί του. Καθώρισε δέ μέ βασιλικό του διάταγμα, ὅτι ἔπρεπε σέ κάποια συγκεκριμένη στιγμή, ὅταν θά ἠχοῦσαν οἱ σάλπιγγες κι ἄλλα μουσικά ὄργανα, ὅλοι νά πέσουν καί νά προσκυνήσουν αὐτό τό ἄγαλμα. Οἱ παραβάτες, ἄν τολμοῦσαν νά ὑπάρξουν, θά ἐτιμωροῦντο ἀμέσως μέ ρίψιμο σέ κάμινο πυρός πού θά ἔκαιε κάπου ἐκεῖ κοντά.
Ἀφοῦ ὄντως ἔγιναν ὅλα, ὅπως διετάχθησαν ἀπό τόν βασιλέα Ναβουχοδονόσορα, ἔγινε ἀντιληπτό ἀπό τούς ὑπασπιστές του ὅτι ὅλοι προσεκύνησαν πλήν τῶν Τριῶν Παίδων. Τότε ἀφοῦ μετεφέρθησαν αὐτοί ἐνώπιον τοῦ βασιλέως καί ἐλέγχθησαν γιά τήν παρακοή τους στό πρόσταγμά του ἀπεκρίθησαν:
- Βασιλεῦ, «Δέν εἶναι ἔργο δικό μας τό νά ἀπαντήσουμε σέ ἐσένα γιά τό θέμα αὐτό. Διότι ὁ Θεός μας πού εἶναι στούς οὐρανούς, καί Τόν Ὁποῖον ἐμεῖς λατρεύουμε, ἔχει τήν δύναμι νά μᾶς ἐλευθερώση ἀπό τήν κάμινο τοῦ πυρός τήν καιομένη. Αὐτός, βασιλεῦ, θά μᾶς λυτρώση καί ἀπό τά χέρια σου. Ἀλλά καί ἄν ὁ Θεός μας δέν θελήση νά τό κάνη αὐτό, σοῦ δηλώνουμε ὅτι, οὔτε τούς θεούς σου λατρεύουμε οὔτε τό χρυσό ἄγαλμα πού ἔστησες προσκυνοῦμε»87.
Τότε ὁ Ναβουχοδονόσορ κατελήφθη ἀπό θυμό καί τά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου του ἀλλοιώθηκαν. Διέταξε ἀμέσως νά καῆ πολύ περισσότερο ἡ κάμινος καί νά ρίξουν μέσα σ᾿ αὐτήν τούς Τρεῖς Παῖδας μέ τίς στολές καί τά ὑποδήματά τους. Αὐτοί ὅμως δέν ἔπαθαν τίποτε, ἀλλά μέσα στήν κάμινο τοῦ πυρός προσευχήθηκαν ταπεινά ἀλλά καί μέ ζῆλο πολύ ὡς ἑξῆς:
«Εὐλογημένος καί δοξασμένος εἶσαι, Κύριε, Σύ ὁ Θεός τῶν πατέρων μας, καί ἄξιος γιά κάθε ὕμνο, καί τό ὄνομά σου εἶναι ἔνδοξο στούς αἰῶνες, διότι εἶσαι δίκαιος σέ ὅλα ὅσα ἔκανες σέ ἐμᾶς, καί ὅλα τά ἔργα σου εἶναι ἀλάθητα καί οἱ δρόμοι σου εἶναι εὐθεῖς καί ὅλες οἱ κρίσεις σου εἶναι ὀρθές, καί δίκαια ἀποφάσισες νά ἐπιφέρης ὅλες ἐκεῖνες τίς τιμωρίες ἐναντίον μας καί ἐναντίον τῆς ἁγίας πόλεως Ἱερουσαλήμ, τῆς πόλεως τῶν πατέρων μας...
... Διότι ἁμαρτήσαμε καί παρεβήκαμε τόν Νόμο Σου μέ τό νά ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό Ἐσένα καί εἴμαστε ἔνοχοι... οὔτε τηρήσαμε... οὔτε κάναμε ὅσα μᾶς παρήγγειλες... Καί τώρα δέν ἔχουμε τήν τόλμη νά ἀνοίξουμε τό στόμα μας...
... Ἀλλ᾿ ὅμως, χάριν τοῦ ἁγίου ὀνόματός Σου... μή μᾶς παραδώσης σέ ὁλοκληρωτική καταστροφή καί μή ἀκυρώσης τήν συμφωνία πού ἔκανες μέ τούς πατέρες μας (νά εἶσαι Σύ ὁ Θεός τους καί αὐτοί νά εἶναι λαός Σου) καί μή μᾶς στερήσης τοῦ ἐλέους Σου, (ὄχι διότι ἐμεῖς εἴμαστε ἄξιοι αὐτοῦ, ἀλλά) χάριν τοῦ ἀγαπημένου Σου Ἀβραάμ καί χάριν τοῦ ἀφωσιωμένου δούλου Σου Ἰσαάκ καί χάριν τοῦ ἁγίου Σου Ἰακώβ... ἄς γίνουμε δεκτοί ἀπό Ἐσένα προσφέροντας (ἀντί ἄλλης θυσίας) ψυχή συντετριμμένη καί ταπεινό φρόνημα. Ὡσάν νά προσφέραμε ὁλοκαυτώματα κριῶν καί ταύρων... ἔτσι ἄς φανῆ ἐνώπιόν Σου σήμερα αὐτή ἡ θυσία μας... διότι ποτέ δέν καταισχύνονται ὅσοι στηρίζονται σέ Ἐσένα.
Καί τώρα εἴμαστε μέ ὅλη τήν καρδιά μας πιστοί δοῦλοι Σου, καί Σέ σεβόμαστε καί ἐπιθυμοῦμε (νά ἰδοῦμε) τό πρόσωπό Σου. Μή μᾶς καταισχύνης, ἀλλά νά μᾶς συμπεριφερθῆς μέ ἐπιείκια σύμφωνα μέ τήν ἄπειρη εὐσπλαγχνία Σου. Ἐλευθέρωσέ μας ἀπό τούς ἐχθρούς μας καί δόξασε ἔτσι τό ὄνομά Σου, Κύριε. Ἄς ἐντραποῦν ὅλοι ἐκεῖνοι πού ταλαιπωροῦν καί βασανίζουν τούς δούλους Σου... καί ἡ δύναμίς τους ἄς συντριβῆ. Γιά νά μάθουν ἔτσι ὅτι Ἐσύ μόνος εἶσαι ὁ ἔνδοξος Κύριος καί Θεός σέ ὅλη τήν οἰκουμένη».
Καί δέν σταματοῦσαν οἱ ὑπηρέτες τοῦ βασιλέως νά δυναμώνουν τήν φωτιά, ὥστε ἔγινε τόσο δυνατή, πού ἔκαυσε καί ἐφόνευσε ὅσους ἀπό τούς Χαλδαίους βρῆκε νά εἶναι πλησίον τῆς καμίνου. Ὅμως μέσα στήν κάμινο κατέβηκε ἄγγελος Κυρίου, παρέμεινε μαζί μέ τούς Τρεῖς Παῖδας καί μετέβαλε τό μέσον τῆς καμίνου σέ δροσερό καί εὐχάριστο μέρος, ἔτσι ὥστε ἡ φωτιά οὔτε στό ἐλάχιστο δέν τούς ἄγγιξε οὔτε τούς ἐνόχλησε. Τότε πάλι, σάν μέ ἕνα στόμα καί οἱ τρεῖς μέσα ἀπό τήν κάμινο, μέ πολύ πόθο καί εὐγνωμοσύνη ἀνελύθησαν σέ μιά δοξολογία καί ὑμνολογία πρός τόν Θεό εὐλογῶντας Τον καί λέγοντας:
«Εὐλογητός εἶ, Κύριε ὁ Θεός τῶν πατέρων ἡμῶν, καί αἰνετός καί ὑπερυψούμενος εἰς τούς αἰῶνας, καί εὐλογημένον τό ὄνομα τῆς δόξης σου τό ἅγιον καί ὑπεραινετόν καί ὑπερυψούμενον εἰς πάντας τούς αἰῶνας...
... εὐλογημένος εἶ ὁ ἐπιβλέπων ἀβύσσους, καθήμενος ἐπί Χερουβείμ καί αἰνετός καί ὑπερυψούμενος εἰς τούς αἰῶνας...
... εὐλογεῖτε, πάντα τά ἔργα Κυρίου τόν Κύριον· ὑμνεῖτε καί ὑπερυψοῦτε αὐτόν εἰς τούς αἰῶνας.
... εὐλογείτε, οὐρανοί... ἄγγελοι... ὕδατα... ἥλιος καί σελήνη... δρόσοι καί νιφετοί... φῶς καί σκότος... ἀστραπαί καί νεφέλαι... γῆ... ὄρη καί βουνοί... θάλασσα καί ποταμοί... κήτη... πετεινά... πάντα τά θηρία καί τά κτήνη, τόν Κύριον· ὑμνεῖτε καί ὑπερυψοῦτε αὐτόν εἰς τούς αἰῶνας.
... εὐλογεῖτε, υἱοί τῶν ἀνθρώπων... ἱερεῖς... ψυχαί δικαίων... ὅσιοι καί ταπεινοί τῇ καρδίᾳ, τόν Κύριον...
... ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ, ὅτι χρηστός, ὅτι εἰς τόν αἰῶνα τό ἔλεος αὐτοῦ...»
Αὐτά ἔλεγαν, καί ὁ βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ τούς ἄκουσε πού ὑμνοῦσαν τόν Θεό, ἐθαύμασε καί ἐξεπλάγη λέγοντας στούς ὑπασπιστές του:
«Δέν ἐρίξαμε ἐμεῖς τρεῖς ἄνδρες δεμένους μέσα στήν κάμινο; Ὅμως ἐγώ βλέπω τέσσερες ἄνδρες λυμένους νά περπατοῦν μέσα στήν κάμινο χωρίς νά ἔχουν καμμία φθορά ἀπό τήν φωτιά. Ἡ δέ μορφή τοῦ τετάρτου ἀνδρός φαίνεται νά ὁμοιάζη μέ μορφή Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ».
Κατόπιν τούς ἔβγαλαν τούς ἁγίους Τρεῖς Παῖδας ἀπό τήν κάμινο καί ὄντως ἦσαν ἀκέραιοι καί χωρίς κανένα σημάδι φωτιᾶς (ἀκόμη καί ὀσμῆς ἀπό τόν καπνό).
Καί ἀνεγνώρισε ὁ Ναβουχοδονόσορ τήν πραγματική δύναμι τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ τῶν Τριῶν Παίδων καί ὡμολόγησε καί εἶπε:
«Εἶναι ἄξιος νά ὑμνῆται καί νά δοξάζεται ὁ Θεός τῶν Τριῶν Παίδων, ὁ Ὁποῖος ἀπέστειλε καί ἔσωσε τούς δούλους Του, πού ἔμειναν πιστοί σέ Αὐτόν καί δέν ὑπήκουσαν στήν ἐντολή τοῦ βασιλέως, ἀλλά παρέδωσαν τά σώματά τους στήν φωτιά, γιά νά μή λατρεύσουν οὔτε νά προσκυνήσουν ὁποιοδήποτε «θεό», παρά μόνο τόν Θεό τους. Καί ἐγώ ἐκδίδω διάταγμα μέ τό ὁποῖο, κάθε λαός, φυλή καί ἔθνος, πού θά βλασφημήση τόν Θεό τῶν Τριῶν Παίδων, θά ἐξολοθρευθῆ, καί οἱ περιουσίες τους θά δημευθοῦν. Διότι δέν ὑπάρχει ἄλλος θεός, πού νά μπορῆ νά σώζη ἔτσι τούς δούλους του».
Καί ὡδήγησε ὁ βασιλεύς τούς Τρεῖς Παῖδας στήν περιοχή τῆς Βαβυλῶνος καί τούς κατέστησε σέ ἀνώτερη τιμή, ἀξιώνοντάς τους μάλιστα νά εἶναι ἡγέτες ὅλων τῶν Ἰουδαίων στήν ἐπικράτειά του.
Κατά τήν ἑρμηνεία τῶν ἁγίων Πατέρων, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, μέ μορφή ἀγγέλου, ἦταν αὐτός πού ἦλθε καί ἐδρόσισε τήν φλόγα καί παρέμεινε μέσα στήν κάμινο μέ τούς ἁγίους Τρεῖς Παῖδας εὐαρεστούμενος μέ τήν μαρτυρική πίστι καί εὐσέβειά τους. Πολύ ὡραῖα δέ συνοψίζει τήν ὅλη διήγησι αὐτή, τό ἀκόλουθο τροπάριο-εἱρμός στήν ζ΄ ᾠδή τῶν κανόνων τῆς ἀκολουθίας τοῦ ὄρθρου:
«Εἰκόνος χρυσῆς ἐν πεδίῳ Δεηρᾷ λατρευομένης οἱ τρεῖς σου Παῖδες κατεπάτησαν ἀθεωτάτου προστάγματος· μέσον δέ πυρός ἐμβληθέντες δροσιζόμενοι ἔψαλλον· εὐλογητός εἶ ὁ Θεός ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν»88.
************
Πολλά σημεῖα, πιστεύουμε ὅτι ὑπάρχουν στήν σημερινή ἐποχή μας πού εἶναι κοινά μέ αὐτά τῆς ἀνωτέρω διηγήσεως.
Ἄραγε δέν βλέπουμε καί δέν ἀκοῦμε καί στίς ἡμέρες μας ἄθεα προστάγματα κενοδόξων καί ματαιοφρόνων ἡγεμόνων, πού θέλουν ὡς ἄλλοι Ναβουχοδονόσορες νά τούς προσκυνοῦν οἱ ὑπήκοοί τους;
Δέν πλεονάζουν τά τυραννικά προστάγματα πού, ἔστω καί μέ ἐξευγενισμένη μορφή δημοκρατικότητος καί τάχα γιά τό καλό τῶν πολιτῶν καί τῆς κοινωνίας, ἀπαιτοῦν καθολική ὑποταγή καί συμμόρφωσι;
Καί ὅσο γιά εἴδωλα... Αὐτά εἶναι τόσο πολύ διαδεδομένα καί εὐκολοεύρετα, σέ τόση ποσότητα καί ποικιλία καί σχήματα καί εἴδη, ὥστε νά ταιριάζουν σέ κάθε ἀπαίτησι, ἐπιθυμία, χαρακτῆρα καί προτίμησι τοῦ ὁποιουδήποτε.
Εἰκόνες χρυσές, ἀγάλματα πού ἀπαιτοῦν λατρεία καί ἀφοσίωσι ὁλοκληρωτική. Πού δέν σοῦ ἐπιτρέπεται νά μείνης ὄρθιος, ἀλλά «ὀφείλεις" νά πέσης (ἀφοῦ περί πτώσεως πρόκειται καί μάλιστα δεινῆς) καί νά τά προσκυνήσης.
Εἶναι χρυσά, γιά νά ἐντυπωσιάζουν. Γιά νά λάμπουν τήν μάταια καί ρέουσα λάμψι, ἀφοῦ δέν ἔχουν τό φῶς τό ἀληθινό. Γιά νά κρύβουν μέ τό ἀκριβό γήινο ὑλικό, καί μάλιστα μέ τήν διακόσμησί τους, τήν γύμνια καί τήν φτώχεια τήν πνευματική, αὐτῶν τῶν μορφῶν πού εἰκονίζουν ἀλλά καί αὐτῶν πού τά κατασκεύασαν.
Τίθενται δέ «ἐν πεδίῳ», σέ κάποια εὐρύχωρη πεδιάδα. Φυσικά σέ μέρος εὐρύχωρο καί πλατύ, ἐπειδή «πλατεῖα ἡ πύλη καί εὐρύχωρος ἡ ὁδός ἡ ἀπάγουσα εἰς τήν ἀπώλειαν καί πολλοί εἰσιν οἱ εἰσερχόμενοι δι᾿ αὐτῆς»89.
Χαμηλά δέ σέ πεδιάδα, κι ὄχι ἐπάνω σέ κάποιο ὑψηλό μέρος, γίνεται ἡ προσκύνησις, ἀφοῦ τά χαμερπῆ καί γήινα δέν προϋποθέτουν τό «ὄρος τό ὑψηλόν" τῆς θείας μεταμορφώσεως, τῆς θείας ἀναβάσεως, κατά τήν ὁποία, «οἱ τῷ ὕψει τῶν ἀρετῶν διαπρέψαντες καί τῆς ἐνθέου δόξης ἀξιωθήσονται»90.
Πόσο ἀλήθεια ταιριάζει καί βολεύει τήν διάδοσι καί ἀναζωπύρωσι τοῦ νέου αὐτοῦ παγανιστικοῦ κινήματος τῶν Νεο-εἰδωλολατρῶν, ἡ κατάπτωσις καί ἐξαχρείωσις τῶν ἠθῶν τῆς ἐποχῆς μας!
Πράγματι μόνο ἄνθρωποι πού ἔχασαν τήν ἀνώτερη σκοπιά-θεώρησι τῆς ζωῆς, μποροῦν νά ἐπιθυμοῦν τά εἴδωλα.
Μόνο ὅσοι ἐξέπεσαν ἀπό τήν πνευματική ἀναζήτησι καί ἀνωτερότητα σέ μιά ὑλόφρονη καί φιλήδονη ζωή, μποροῦν νά παρασύρωνται ἀπό τίς χιμαιρικές ἀπολαύσεις τῶν ψευδῶν καί ἀπατηλῶν «θεοτήτων».
Αὐτοί πού ὡς σκοπό τῆς ζωῆς τους ἔχουν τό γνωστό «ἄρτον καί θεάματα», δηλαδή μία ὑλιστική, φθηνή ὅσο καί οὐτοπική χαρά στόν φθειρόμενο τοῦτο κόσμο, μποροῦν νά ἑλκύωνται ἀπό εἰκόνες χρυσές, ἀπό ἀγάλματα καί βωμούς, ἀπό ἀνόητες μυθοπλασἱες μέ ἀνήκουστες αἰσχρότητες.
Πολλοί ὄντως ἔτσι θέλουν νά ζοῦν, χωρίς ἠθική, χωρίς ὅρια καί φραγμούς. Γι᾿ αὐτό προσπαθοῦν νά ἐφευρίσκουν θεωρίες-ἐπενδύσεις γιά τά πάθη τους καί νά ἀνακαλοῦν ἀπό τό νεκρό καί ξεπερασμένο ἤδη παρελθόν ὅ,τι ἁρμόζει στήν παχυλή καί χαμερπῆ πολιτεία τους.
Νά τί λέγει κάποιος Ἕλληνας Νεο-εἰδωλολάτρης πού ἵδρυσε μάλιστα καί πολυθεϊστικό ναό στό Παρίσι, γιά τήν λατρεία τῶν 12 θεῶν τοῦ Ὀλύμπου: ὁ πολυθεϊσμός «ἀπελευθερώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό ὁποιοδήποτε ἠθικό νόμο. Βάζει τήν ἠθική του πάνω στή φύση καί πουθενά ἀλλοῦ. Δέν ἔχει τήν ἔννοια τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ. Ὑπάρχει μόνο ἡ ἔννοια τοῦ ὡραίου καί τοῦ ἄσχημου... »91
Καί βέβαια, ὅπως ἐλέχθη, εἴδωλα δέν εἶναι μόνο ὅσα ἔχουν ἄμεση ἀναφορά στίς ψευδεῖς θεότητες τοῦ ἀρχαίου κόσμου. Ὑπάρχουν πάμπολλα σύγχρονα εἴδωλα πού προσκυνοῦνται ἀπό ἀνθρώπους, καί πού ἔμμεσα θυμίζουν τά ἀρχαῖα εἴδωλα.
Ὅταν θεοποιῆται, παραδείγματος χάριν, τό σέξ καί οἱ σωματικές ἡδονές κυριαρχοῦν στά ἐνδιαφέροντα καί τίς ἀσχολίες τῶν ἀνθρώπων, ὅταν κάθε εἴδους ἀσέλγεια καί διαστροφή θεωροῦνται θεμιτά καί νόμιμα πράγματα, καί ἡ σαρκολατρία, γυμνῇ πλέον τῇ κεφαλῇ, ἔχη ἤδη λάβει διαστάσεις παγκοσμίας λοιμικῆς νόσου καί ἀναιδῶς διαφημίζεται καί κατά κόρον προβάλλεται, ἄραγε δέν εἶναι σάν νά προσκυνῆται τό ἄγαλμα τῆς ψευδοθεᾶς Ἀφροδίτης ἀπό τούς συγχρόνους ταλαιπώρους ἀνθρώπους;
Δέν εἶναι σάν νά θυσιάζουν ἔτσι ἔμμεσα οἱ πλανεμένοι αὐτοί ἄνθρωποι στόν Διόνυσο ἤ Βάκχο, ἤ νά ἐπικαλοῦνται τούς αἰσχρούς Σειλινούς, τούς Σατύρους καί τίς Μαινάδες;
Ὅταν τό ὅραμα τῶν σημερινῶν δῆθεν Χριστιανῶν Ἑλλήνων καταντᾶ νά περιορίζεται στά πτωχά ὅρια τῆς οἰκονομικῆς ἀνακάμψεως τοῦ κράτους ἤ στήν ἔνταξί του στόν ἕνα διεθνῆ Ὀργανισμό ἤ στό ἄλλο Ἑταιρικό σχῆμα· ὅταν χάριν τούτου τοῦ δῆθεν μεγάλου ὁράματος τοῦ Ἑλληνισμοῦ θυσιάζωνται ἱερά καί σεβάσμια τῆς Παραδόσεώς μας, τοῦ Ἑλληνορθοδόξου ἔθνους μας· ὅλα αὐτά δέν ὁμοιάζουν μέ θυσίες καί σπονδές στόν ψευδοθεό Ἑρμῆ τοῦ δωδεκαθέου;
Ὅταν περιφρονῶντας τίς ἅγιες ἐντολές τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τίς συμβουλές τῆς Ἐκλησίας Του, καί τά τόσα ὠφέλιμα γιά μᾶς καί ὅλη τήν κοινωνία παραδείγματα τῶν Ἁγίων μας, καταπατοῦμε τήν μεγάλη ἀρετή τῆς ἀγάπης, καί ἔτσι μνησικακοῦμε, ἐχθρευώμαστε ἤ δέν συγχωροῦμε τόν πλησίον μας, δέν ὁμοιάζουμε καί ἐμεῖς μέ αὐτούς πού λέγουν ὅτι «βομβαρδίζουν τάχα γιά τήν εἰρήνη τῶν λαῶν" ἤ "ἐπιβάλλουν ὁλοκληρωτική καί ἀναγκαστική παρακολούθησι καί φακέλλωμα χάριν δῆθεν τῆς ἀσφαλείας τῶν πολιτῶν;" Δέν φαίνεται σάν νά θυσιάζουμε καί ἐμεῖς -κατά τήν εὐθύνη πού μᾶς ἀναλογεῖ- στόν ψευδοθεό Ἄρη, τοῦ πολέμου καί τῆς ἐκδικήσεως;
Πόσα ἄλλα τέτοια εἴδωλα εἶναι δυνατόν νά προσκυνοῦμε, ἄν ἀρνούμαστε τόν ἀληθῆ Θεό καί τίς ἅγιες ἐντολές Του! Νομίζουμε ὅτι εἶναι εὔκολο νά εὕρη ὁ καθένας μας σχήματα καί μορφές τέτοιων ψυδοθεῶν, εἴδωλα, πού ἔχουν ἀναφορά στά ἀντίστοιχα πάθη τῶν ἀνθρώπων καί πού συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα προσκυνοῦνται σήμερα στίς ἀρχές τοῦ 21ου μετά Χριστόν αἰῶνα μας, καί ὄχι μόνο ἀπό τούς Ἕλληνες Νεο-παγανιστές.
*************
Ὡστόσο ὑπάρχουν καί σήμερα πολλές ἐπαινετές μορφές πού ὁμοιάζοντας μέ τούς Τρεῖς Παῖδας καταπατοῦν τά ὅποια ἀθεώτατα βασιλικά προστάγματα καί δέν προσκυνοῦν εἴδωλα καί εἰκόνες χρυσές.
Ἔτσι ὁ σύγχρονος Ὀρθόδοξος Χριστιανός Ἕλληνας περιφρονεῖ καί δέν προσκυνᾶ παλαιά καί σημερινά εἴδωλα:
Ὅταν ἀγωνίζεται νά ἀρέση ἡ ζωή του στόν ἅγιο Θεό καί νά μειώνη μέσα του κάθε ἀκάθαρτο πάθος καί ἀδυναμία.
Τοῦτο δέ δέν τό ἐπινόησε, μία «ἀρρωστημένη φαντασία τῶν στερήσεων»92, ὅπως δυστυχῶς ἀγνοῶντας συμπεραίνουν οἱ συμπαθεῖς Νεο-παγανιστές, ἀλλά ἀποτελεῖ τήν μακραίωνα ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία γέννησε, γεννᾶ καί θά γεννᾶ Ἁγίους, ἀνθρώπους πού μέ τόν ἐν Χριστῷ ἀγῶνα γίνονται καθαροί, χαριτωμένοι καί πραγματικοί ἄνθρωποι. Σέ τέτοιους ἀνθρώπους ἔχει ἐφαρμογή τό τοῦ ἀρχαίου Μενάνδρου: «ὡς χαρίεν ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ».
Ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανός Ἕλληνας λατρεύει τόν ζῶντα Θεό καί ὄχι ψευδεῖς θεούς:
Ὅταν προσπαθῆ νά ζῆ πάντοτε κατά συνείδησι, θέτοντας πάνω ἀπό ὅλα τό ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτό ἐκφράζεται στό ἱερό Εὐαγγέλιο καί στήν ζωή τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας. Αὐτό εἶναι πάντοτε καί τό ἀλάθητο καί ἀκλόνητο κριτήριο ἀληθείας γιά ὅλα τά διλήμματα καί τίς ἀπορίες στήν ζωή.
Ὁ σύγχρονος Χριστιανός Ἕλληνας ὑπερβαίνει τίς κοσμικές ἀντιλήψεις καί ὑπερνικᾶ τίς προκλήσεις τῶν καιρῶν (καί ἀθετεῖ βουλάς ἀρχόντων) μή τιμῶντας παράνομα εἰδωλικά προστάγματα:
Ὅταν στοιχοῖ καί ἀκολουθῆ τήν Ἱερά Παράδοσι τοῦ Ἑλληνορθοδόξου γένους μας, μένει σταθερός στίς ἐπιταγές της καί ἐν ὑπακοῇ Χριστοῦ βαδίζει τήν «στενήν καί τεθλιμμένην ὁδόν" πού ὁδηγεῖ στήν καταξίωσι, τήν σωτηρία, τήν κατά Χάριν Θεοῦ θέωσι.
Αὐτή εἶναι ἡ ὁδός τοῦ σταυρωθέντος καί ἀναστάντος Κυρίου, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί πάντων τῶν Ἁγίων.
Οἱ ἅγιοι Τρεῖς Παῖδες ἐν τῷ μέσῳ τῆς φλογός παρεκάλεσαν δοξολόγησαν καί εὐχαρίστησαν τόν ἀληθῆ Θεό, ψάλλοντας καί λέγοντας: «Εὐλογητός ὁ Θεός ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν».
Αὐτός ὁ Θεός τῶν ἁγίων Τριῶν Παίδων εἶναι καί δικός μας Θεός, ὁ μόνος ἀληθινός Θεός, ὁ Θεός τῶν Πατέρων μας.
Δέν εἶναι Αὐτός, σάν τά εἴδωλα τῶν εἰδωλολατρῶν, «ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων», τά ὁποῖα «ὀφθαλμούς ἔχουσι καί οὐκ ὄψονται, ὦτα ἔχουσι καί οὐκ ἐνωτισθήσονται»93.
Δέν εἶναι κάποιος νεώτερος, πρόσφατος θεός πού ἐμεῖς ἤ κάποιοι ἄλλοι ἐποίησαν, κατεσκεύασαν, ἐφεῦραν.
Ἀλλά εἶναι ὁ Δημιουργός πάσης κτίσεως.
Εἶναι ὁ αἰώνιος ἀληθινός Θεός, Αὐτός πού εἶπε στούς Ἰουδαίους: «πρίν Ἀβραάμ γενέσθαι ἐγώ εἰμί»94.
Εἶναι ὁ Θεός τῶν Πατέρων ἡμῶν.
Ὁ Θεός:
Τῶν Πρωτοπλάστων Ἀδάμ καί Εὔας. Αὐτῶν πού παρήκουσαν στήν ἐντολή Του, ἐξέπεσαν τῆς Χάριτός Του καί ἐξωρίσθησαν ἀπό τήν τρυφή τοῦ Παραδείσου, τῆς κοινωνίας τοῦ Θεοῦ στόν τραχύ αὐτόν κόσμο τῆς φθορᾶς. Πού ὅμως ἔκλαυσαν, μετενόησαν, ἐπίστευσαν στό κήρυγμα τῆς ἀγάπης Του, καί ἐσώθησαν.
Τοῦ δικαίου Ἄβελ, υἱοῦ τοῦ Ἀδάμ, τοῦ πρώτου ἀδικοφονευθέντος, εἰς τύπον Χριστοῦ, ἀλλά καί σωθέντος.
Τῶν ἁγίων Πατριαρχῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τῶν δικαίων Ἀβραάμ, Ἰσαάκ, Ἰακώβ, Ἰωσήφ.
Τῶν ἁγίων Προφητῶν.
Τῶν δικαίων Ἰεσσαί, Μελχισεδέκ, Μωσέως, Ἰώβ.
Τοῦ ἁγίου Προφήτου καί βασιλέως Δαυίδ, πού ἔγινε αἰώνιο παράδειγμα ἀληθοῦς μετανοίας.
Ὅλων τῶν ἁγίων ἀνδρῶν καί γυναικῶν, ἀπό Ἀδάμ μέχρι καί τόν ἅγιο Ἰωσήφ, τόν Μνήστορα, πού εὐαρέστησαν μέ τήν ζωή τους στόν Θεό καί ἑτοίμασαν τήν ὁδό τῆς τελείας ἀποκαλύψεως.
Ὁ Θεός μας εἶναι καί ὁ Θεός ὅλων τῶν Ἁγίων στήν ἐποχή τῆς Χάριτος, τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Εἶναι ὁ Θεός, πρώτιστα τῆς Παναγίας μας.
Τί τιμή καί εὐλογία, νά τιμοῦμε καί νά προσκυνοῦμε ὡς Θεό μας τόν Υἱό καί Θεό τῆς Παναχράντου Θεοτόκου Μαρίας, νά ἀποκαλοῦμε Κύριο τόν Θεάνθρωπο Κύριο καί Υἱό Της!
Ἄς ἐνθυμηθοῦμε μόνο, πῶς προφητικά μακαρίζει τόν ἑαυτό της ἡ ἁγία Ἐλισάβετ, ἡ μητέρα τοῦ Προδρόμου, ὅταν τήν ἐπισκέφθηκε ἡ Παναγία, καθ᾿ ὅν χρόνο ἦσαν καί οἱ δύο ἔγκυες: «Πόθεν μοι τοῦτο, ἵνα ἔλθη ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μου πρός με;»95
Ποιός δέν θά μακαρίση ταπεινά τόν ἑαυτό του γι᾿ αὐτήν τήν μεγάλη καταξίωσι, ἄν ἀναλογισθῆ ποιά εἶναι ἡ Κυρία Θεοτόκος, ἡ «Τιμιωτέρα τῶν Χερουβείμ καί ἐνδοξωτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ», τό «μεθόριον κτιστοῦ καί ἀκτίστου"!
Ὁ Θεός μας εἶναι ὁ Θεός τοῦ «μείζονος ἐν γεννητοῖς γυναικῶν», τοῦ ἁγίου Προφήτου Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ Ἰωάννου.
Τῶν μακαρίων καί ἁγίων Ἀποστόλων, τοῦ Μεγάλου Παύλου, τοῦ Ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν, τοῦ Πέτρου, τοῦ Ἰωάννου καί ὅλων τῶν λοιπῶν. Αὐτῶν πού ἔγιναν αὐτόπτες καί αὐτήκοοι τοῦ Κυρίου, καί οἱ ὁποῖοι μέ τά δίχτυα τοῦ κηρύγματος καί μέ τό αἷμα τους ἁλίευσαν τίς πρῶτες ψυχές πρός σωτηρία, καί διέδωσαν τήν ἀληθινή πίστι τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ στόν κόσμο.
Ὁ Θεός μας εἶναι Θεός:
Ὅλων τῶν ἀναριθμήτων ἁγίων Μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας, τῶν ὁποίων οἱ εἰδωλολάτρες, ὁμοϊδεάτες πολλῶν σημερινῶν Νεο-παγανιστῶν, ἔχυσαν ποταμηδόν τό τίμιο αἷμα, ποτίζοντας ἔτσι τόν νεοφυτευθέντα ἀγρό τῆς Πίστεως.
Τοῦ Στεφάνου τοῦ καί πρωτομάρτυρος, τοῦ Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, τοῦ Πολυκάρπου, τοῦ Γεωργίου, τοῦ Δημητρίου, τοῦ Ἀρτεμίου καί τόσων ἄλλων.
Τῶν Πατέρων μας, τῶν ἁγίων Ἱεραρχῶν, καί δή τῶν Ἑλλήνων Μεγάλων καί Οἰκουμενικῶν Διδασκάλων καί Ἱεραρχῶν, Μεγάλου Βασιλείου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ὡς καί πάντων τῶν λοιπῶν ἁγίων Ἱεραρχῶν, οἱ ὁποῖοι σάν τούς Ἀποστόλους «καθ᾿ ἡμέραν ἀπέθνησκαν" γιά τήν ὀρθοτόμησι τῆς ἀληθείας, γιά τήν «μέριμνα πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν», γιά τήν διαποίμανσι καί σωτηρία ψυχῶν.
Εἶναι ὁ Κύριος καί Θεός τῶν ὁσίων ἀσκητῶν, τῶν ἁγίων Μοναχῶν τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι πανσόφως ἐμπορεύθησαν τήν καλή ἐμπορία, μαρτυρικά προτιμήσαντες ἀπό ὁ,τιδήποτε ἄλλο τήν ἐν τῷ κρυπτῷ γλυκυτάτη μυστική κοινωνία μέ τόν Νυμφίο Χριστό. Καί μέ ταπείνωσι καί ἄσκησι καί νῆψι πολλή καθάρισαν τόν ἔσω ἄνθρωπο, ἐφωτίσθησαν, ἁγιάσθησαν, ἔγιναν δοχεῖα τῆς Χάριτος, σκεύη ἐκλογῆς, φῶς τοῦ κόσμου καί ἅλας τῆς γῆς.
Ὁ Θεός μας εἶναι ὁ Θεός πάντων τῶν Ἁγίων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὅλων τῶν αἰώνων.
Εἶναι καί ὁ Θεός, τῶν ἐπ᾿ ἐσχάτων τῶν χρόνων Ἁγίων, Ἑλλήνων καί μή, ὅπως τῶν ἁγίων ἐνδόξων Νεομαρτύρων κατά τούς χρόνους τῆς Τουρκοκρατίας, ἀλλά καί τῶν νεωτέρων, ἁγίου Νεκταρίου ἐπισκόπου Πενταπόλεως, τοῦ θαυματουργοῦ, τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου, τοῦ ἁγίου Νικολάου τοῦ Πλανᾶ, τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τοῦ ἁγίου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκου, τοῦ ἁγίου Σάββα τοῦ ἐν Καλύμνῳ, τοῦ ἁγίου Παναγῆ Μπασιᾶ, καί ὅσων ἄλλων προσφάτως καί ἐπισήμως ἀνεκηρύχθησαν ἀπό τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία.
Εἶναι ἐπίσης ὁ Θεός τῶν Πατέρων μας, τῶν συγχρόνων χαριτωμένων καί ἁγίων ἀνδρῶν, ὅπως τῶν ἐξ Ἁγίου Ὄρους Γέροντος Παϊσίου, Ἐφραίμ τοῦ Κατουνακιώτου, Ἰωσήφ τοῦ Σπηλαιώτου, πατρός Πορφυρίου τοῦ ἐν Ἀθήναις, πατρός Σωφρονίου τοῦ ἐν Essex τῆς Ἀγγλίας, ὡς καί Φιλοθέου Ζερβάκου (μαθητοῦ τοῦ ἁγίου Νεκταρίου), Ἰακώβου τοῦ ἐν Εὐβοίᾳ καί Ἐπιφανίου ἐν Ἀθήναις, καί τόσων ἄλλων, διά νά μή μακρύνουμε τόν σχεδόν ἀτέλειωτο κατάλογό τους, πού ἔζησαν ἐν μέσῳ 20ου αἰῶνος καί εὐαρέστησαν Θεῷ καί ἀνθρώποις.
Μᾶς ἀξίωσε καί ἐμᾶς, τά εὐτελῆ τέκνα Του, ὁ ἐλεήμων Κύριος νά γνωρίσουμε μερικούς ἀπό τούς τελευταίους.
Καί ἀπολαύσαμε τήν Χάρι πού τούς δόθηκε.
Καρπωθήκαμε τά πλούσια δῶρα τῆς ἀγάπης τους.
Στερεωθήκαμε μέ τούς λόγους τῆς σοφίας τους ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.
Γευθήκαμε τήν γλυκύτητα τῆς πατρικῆς καρδιᾶς τους.
Προστατευθήκαμε καί δυναμώσαμε μέ τήν παρρησιασμένη προσευχή τους πρός τόν οἰκεῖο Δεσπότη καί Κύριό τους.
Τούς εἴδαμε, τούς ἀκούσαμε, τούς χαρήκαμε νά προσεύχωνται, νά ὁμιλοῦν, νά σιωποῦν, νά στέκωνται, νά γονατίζουν, νά χαίρωνται καί νά λυποῦνται, πάντοτε γιά τόν Χριστό.
Τούς εἴδαμε νά προσκυνοῦν μόνο τόν ἀληθινό ἐν Τριάδι Θεό.
Καί περιγράφουμε «ἅ ἀκηκόαμεν, ἅ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ἅ ἐθεασάμεθα καί αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν»96.
Δέν εὑρίσκονται τέτοιες μορφές ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Δέν ὑπάρχουν τέτοια ἀναστήματα μακρυά ἀπό τόν Χριστό.
Δέν ἔχουν νά μᾶς ἐπιδείξουν τέτοιες μορφές οἱ Νεο-εἰδωλωλάτρες, τέτοια πρόσωπα εἰρηνικά, φωτεινά, γλυκύτατα, πρᾶα, ἄδολα, μέ τόση Χάρι, καί τόση ἀγάπη.
Αὐτοί δέν εἶναι σάν πολλούς ἀπό ἐμᾶς. Δέν ὁμιλοῦν ἀφ᾿ ἑαυτῶν.
Κινοῦνται ὑπό τοῦ Πνεύματος.
Στόν καθαρό νοῦ, λόγο καί βίο τους ἀποτυπώνεται ἐναργῶς ἡ Ἀλήθεια, ὁ Χριστός.
Δέν μπορεῖς νά ἀντισταθῆς διαλεκτικά ἤ νά ἀντιλέξης στόν λόγο τους, ἐπειδή ἀπόδειξις τῆς ἀληθείας τους εἶναι τό ἀξιόπιστο τοῦ προσώπου καί τῆς ἁγίας ζωῆς τους.
«Βούλεται γάρ ἡμῖν ὁ λόγος μή ἐξεῖναι διαπιστεῖν τοῖς ὑπό τῶν θεοφόρων ἀνδρῶν εἰρημένοις, ἀλλ᾿ ἀπόδειξιν εἶναι τοῦ λόγου τό ἐκείνων ἀξιόπιστον, πάσης δυνάμεως λογικῆς καί ἀντιλογικῆς ἰσχυρότερον»97.
Καί βέβαια σέ κάθε λόγο, μπορεῖς ἴσως νά ἀντιτάξης καί κάποιο ἀντίλογο. Τί ὅμως θά μπορέση νά ἀντιπαραθέση κανείς ἐμπρός στήν ζωή ἑνός ἁγίου;
«Λόγῳ παλαίει πᾶς λόγος, βίῳ δέ τίς;»98
Ἔτσι οἱ Ἅγιοι πείθουν μέ τήν ζωή καί τήν ἁγιότητά τους.
Εἶναι οἱ σύμβουλοί μας, οἱ παρηγορητές μας, οἱ φίλοι μας, οἱ προστάτες μας.
Εἶναι οἱ Πατέρες μας.
Εὐλογητός ὁ Θεός ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν!
Ἀπό αὐτούς ὅλους, παλαιούς καί νέους, στηριζόμαστε κι ἐμεῖς καί ἐλπίζουμε.
Αὐτῶν τούς ἱερούς Ναούς τιμοῦμε καί σεβόμαστε.
Τίς εἰκόνες τους κατασπαζόμαστε.
Τά ἅγια λείψανά τους προσκυνοῦμε.
Τά ἱερά συγγράμματά τους μελετοῦμε καί σ᾿ αὐτά κατατρυφοῦμε.
Ἀπ᾿ αὐτούς μαθαίνουμε πῶς νά πιστεύουμε, πῶς νά μετανοοῦμε, πῶς νά διαφυλάττουμε τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, πῶς νά ζοῦμε καί νά πεθαίνουμε ἐν Χριστῷ.
Κοντά σ᾿ ὅλους αὐτούς σπουδαία θέσι γιά τόν καθένα μας πιστό ἔχει ἡ ἐν Χριστῷ σχέσις μας μέ τόν Γέροντα, τόν πνευματικό μας Πατέρα.
Αὐτός εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ, γίνεται ὁ ὁδηγητής, ὁ διορθωτής, ὁ ἀλείπτης, ὁ νυμφαγωγός, ὁ Πατέρας.
Κατά τό ἀποστολικό: «ἐάν γάρ μυρίους παιδαγωγούς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ᾿ οὐ πολλούς πατέρας· ἐν γάρ Χριστῷ Ἰησοῦ διά τοῦ εὐαγγελίου ἐγώ ὑμᾶς ἐγέννησα»99.
Αὐτόν πού μᾶς γέννησε πνευματικά ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, θέλουμε καί ἐμεῖς νά μιμηθοῦμε, πάλι κατά τήν Ἀποστολική ἐπιταγή: «παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, μιμηταί μου γίνεσθε»100.
Ἡ ὑπακοή καί εὐαρέστησις στόν Γέροντα, στόν Χριστό μεταβαίνει καί ἀναφέρεται. Ἔτσι καί ὁ λόγος καί ἡ εὐχή του, γιά τό πνευματικό τέκνο, τόν ὑποτακτικό, ἔχουν τήν ἰσχύ καί τήν Χάρι τοῦ Χριστοῦ.
Γι᾿ αὐτό καί εἶναι ἐγνωσμένης ἀξίας πνευματικῆς ἡ ρῆσις εὐλαβῶν Χριστιανῶν καί δή μοναχῶν ὑποτακτικῶν:
«Ὁ Θεός τοῦ Πατρός μου, ἐλέησόν με!»
***********
Αὐτοί εἶναι οἱ Πατέρες μας, ἡ μετά τόν Θεό καύχησίς μας, ἡ δόξα μας, ἡ ἁγία κληρονομιά μας
Νά γιατί ἐμεῖς δέν προσκυνοῦμε καί δέν λατρεύουμε θεούς ἀλλοτρίους, παρά μόνο τόν ἀληθῆ Θεό, τόν Θεό τῶν Πατέρων ἡμῶν!
Αὐτόν τόν Θεό, πού τούς ἐκάλεσε, ἐκαθάρισε, ἐφώτισε, ἁγίασε καί ἐδόξασε.
Αὐτόν τόν ἴδιο Θεό κι ἐμεῖς προσκυνοῦμε μέ τήν ἴδια Ὀρθόδοξο Πίστι καί εὐσέβεια, ὅπως καί οἱ ἅγιοι Πατέρες μας.
Γι᾿ αὐτό ἀδιαφοροῦμε καί δέν θέλουμε νά ἀκοῦμε γιά ψευδωνύμους ἄλλους θεούς, παλαιούς ἤ νέους, «οἵ τόν οὐρανόν καί τήν γῆν οὐκ ἐποίησαν» καί γι᾿ αὐτό «ἀπολέσθωσαν»101.
Καί ἡ Ἐκκλησία, μακρυά ἀπό σύγχυσι κάθε εἰδωλικῆς πλάνης καί φαντασίας, σέ πολλά σημεῖα στίς ἱερές ἀκολουθίες της, ἰδιαίτερα δέ στήν ἑβδόμη καί τήν ὀγδόη ᾠδή τῶν κανόνων τοῦ ὄρθρου, πού εἶναι καί ἀφιερωμένες στούς ἁγίους Τρεῖς Παῖδας, ἀναφέρει τά λόγια τῶν ὕμνων τους μέ παράλληλα καί ἀντίστοιχα νοήματα, σχετικά καί μέ τήν μνήμη τῶν καθ᾿ ἡμέραν ἑορταζομένων Ἁγίων.
«Ὁ τῶν Πατέρων Θεός εὐλογητός εἶ».
«Ὑμνεῖτε καί ὑπερυψοῦτε Αὐτόν εἰς τούς αἰῶνας».
Κατακλείει δέ κάθε ἱερά σύναξί της λέγοντας τήν ταπεινή εὐχή:
«Δι᾿ εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, ἐλέησον ἡμᾶς! Ἀμήν.»
________________________________________
Σὲ ἀναζήτησι τῆς ἀληθείας
Πολλά εἶναι τά ἀρνητικά πού χαρακτηρίζουν μιά ἐποχή. Καί βέβαια θά ἔλεγε κανείς ὅτι οἱ ἄνθρωποι εἶναι σχεδόν πάντοτε οἱ ἴδιοι σ᾿ ὅλες τίς ἐποχές (ἴδια ἡ φύσις, τά ἴδια πάθη, ἐγωισμοί, ματαιοδοξίες κλπ.). Ὡστόσο ὑπάρχουν πολλές διαφορές ἀπό γενεά σέ γενεά, ἀπό ἐποχή σέ ἐποχή.
Ζῶντας στήν ἐποχή μας καί βλέποντας καί πίσω στήν Ἱστορία, νομίζω ὅτι μποροῦμε νά εὕρουμε κάτι πού σύμφωνα μέ τήν ταπεινή γνώμη μου χαρακτηρίζει κατά πολύ τήν γενιά πού διερχόμαστε. Φρονῶ ὅτι αὐτό εἶναι ἡ ἄνευ ὅρων καταξίωσις τοῦ ὑποκειμενικοῦ, ἤ ἡ ἀπολυτοποίησις τοῦ σχετικοῦ. Μέ ἄλλα λόγια δηλαδή, πολλοί ἄνθρωποι σχεδόν παραδέχονται ἀπουσία τῆς ἀπολύτου Ἀληθείας στόν κόσμο.
Ἔτσι τοποθετεῖται ἀπό πολλούς στήν ἴδια μοῖρα τό ψευδές μέ τό ἀληθές, ἐξισώνεται τό καλό μέ τό κακό, γίνεται ἀποδεκτό ἐπί ἴσοις ὅροις τό φαῦλο, τό ἄσχημο, τό διαστρεβλωμένο, τό ἐξωπραγματικό μέ τό ἀγαθό, τό ὡραῖο, τό ἀκέραιο, τό πραγματικό.
Χωρίς νά ἐπιθυμοῦμε νά ἀναλύσουμε ἐδῶ σέ βάθος τά αἴτια αὐτοῦ τοῦ φαινομένου, νομίζουμε ὅτι πηγάζει ἀπό μιά ἐπίπλαστη καί πονηρή ἀνεκτικότητα τῶν κάθε εἴδους ἰδεῶν καί γνωμῶν, μέ σκοπό τήν ἐξασφάλισι μιᾶς κατ᾿ ἐπίφασιν ἐλευθερίας καί κοσμικῆς ἀταραξίας πού εἶναι συνυφασμένη μέ τήν εὐμάρεια καί τήν φιλαυτία.
Καί τό ἀποτέλεσμα εἶναι, οἱ νέοι (κι ὄχι μόνο) ἄνθρωποι νά πέφτουν σέ σύγχυσι μή μπορῶντας νά διακρίνουν μέσα σ᾿ αὐτήν τήν ζάλη καί τρικυμία τό γνήσιο, τό αὐθεντικό ἀπό τό νόθο. Καί συχνά πέφτουν πολλοί ἀπ᾿ αὐτούς θύματα διαφόρων ἀρνητικῶν ἐπιρροῶν, πού μέ τεχνητούς συγχρόνους τρόπους προσπαθοῦν γιά ἰδιοτελεῖς σκοπούς νά «πείσουν», νά ξεγελάσουν, νά ἀγρεύσουν ὀπαδούς.
Σκεπτόμενος κανείς ὅλα τά ἀνωτέρω, δέν μπορεῖ παρά νά ἐνθυμηθῆ μιά ἐρώτησι πού ἐτέθη στήν ἱστορία ἀπό φιλοσοφοῦντα ἄρχοντα τῶν Ρωμαίων: «Τί ἐστιν ἀλήθεια;»102 καί στήν ὁποία ἐρώτησι δέν δόθηκε ποτέ ἀπάντησις ἀπό τόν Ἐρωτώμενο πρός τόν ἐρωτῶντα Ἡγεμόνα.
Στό πρόσωπο τοῦ Ἡγεμόνος ἐκείνου φαίνεται νά ἐρωτᾶ, ἄλλοτε ἐναγωνίως κι ἄλλοτε χωρίς νά περιμένη συγκεκριμένη ἀπάντησι, ὁ σημερινός ἄνθρωπος:
«Τί εἶναι ἀλήθεια; Ποιός μᾶς πείθει γιά τό τί πράγματι εἶναι τό ἀληθινό, τό σωστό, τό ἀντικειμενικά ὡραῖο, ἀγαθό, ἀκέραιο, τό ἀπόλυτο;
Ὑπάρχει κανείς πού νά μπορῆ νά τά ὁρίση ὅλ᾿ αὐτά;
Τί εἶναι τέλος πάντων αὐτή ἡ ἀλήθεια;»
Κάθε ἄνθρωπος πού σέβεται τόν ἑαυτό του, ἀργά ἤ γρήγορα ἔρχεται ἀντιμέτωπος μέ τά ἐρωτήματα αὐτά.
Σημασία βέβαια ἔχει, νά μή ἐρωτοῦμε ἀδιάφορα, σχεδόν νυσταγμένα, ὅπως ἐρώτησε τότε ἐκεῖνος ὁ Ρωμαῖος Ἡγεμόνας.
Περιμένουμε πράγματι ἀπάντησι;
Πιστεύουμε ὅτι μπορεῖ ἀπ᾿ αὐτήν τήν ἀπάντησι νά κριθοῦν πολλά, νά ἀλλάξη ἐνδεχομένως ὅλη ἡ ζωή μας;
Εἴμαστε ἕτοιμοι νά ἀπαρνηθοῦμε τήν γνώμη μας, τά δικά μας, τόν ἑαυτό μας τόν ἴδιο, ἄν ὄντως εἰλικρινά πεισθοῦμε ἀπό τήν ἀπάντησι αὐτή;
Ἤ μήπως ρωτοῦμε κι ἐμεῖς ἄραγε σάν ἐκεῖνον τόν Ἡγεμόνα;
«Τί ἐστιν ἀλήθεια;»
Τί κι ἄν πάρουμε ἀπάντησι; Δέν ἀλλάζει τίποτε στήν ζωή μας.
Ἐμεῖς γνωρίζουμε ἀπό πρίν τί θά κάνουμε, ἀκόμη κι ἄν ἐλέγχωνται ὡς ψεύτικα τά δικά μας, οἱ γνῶμες μας:
« - Ἐγώ σ᾿ ἐρωτῶ. Ἀπάντησέ μου ἐσύ, ἄσχετα ἄν δέν πρόκειται ποτέ νά παραιτηθῶ ἀπό τά δικά μου.
Θά μοῦ λέγης ἐσύ, θά ἀπαντῶ ἐγώ κάτι ἄλλο. Θά ὑπερασπίζωμαι τήν γνώμη μου, μόνο καί μόνο γιά νά μή σ᾿ ἀφήσω νά νομίσης, ὅτι δέν ἔχω κι ἐγώ κάποια γνώμη, κάτι δικό μου. Δέν μέ πειράζει πού μοῦ τό ἀποδεικνύεις ὅτι εἶναι λάθος. Ἐγώ εἶμαι πιό «δημοκρατικός». Κρατῶ τό δικό μου, ἀλλά δέχομαι καί τό δικό σου, ἔστω κι ἄν φαίνεται ὅτι ἀναιρεῖ τό δικό μου. Δέν μποροῦν στό κάτω-κάτω νά συνυπάρξουν καί τά δύο; Γιατί νά μή μποροῦν νά ζήσουν τό ἀληθινό μαζί μέ τό ψεύτικο; Ἐμένα μέ βολεύει τό δεύτερο. Ἐσύ κράτα τό πρῶτο. Στήν σημερινή «ἐλεύθερη ἀπό ἠθικές δεσμεύσεις" κοινωνία μας ὅλα εἶναι ἀποδεκτά, φιλικά, ὄμορφα. Μή μοῦ λές λοιπόν νά θάψω τήν γνώμη μου, γιατί ἔχω ἐπενδύσει σ᾿ αὐτήν, κι ἄς εἶναι νεκρή. Εἶναι ὅμως δική μου. Ἄφησέ με στήν ἡσυχία μου. Δέν θά ἀπαρνηθῶ τόν ἑαυτό μου. Δέν πρόκειται νά μέ πείσης, κἄν μέ πείσης».
«Ὁ δέ Ἰησοῦς ἐσιώπα»103.
Δέν λαμβάνουμε ποτέ ἀπάντησι, ὅταν ἐρωτοῦμε μέ παρόμοιο τρόπο καί νόημα.
Οἱ ἀληθινά μεγάλοι ἄνθρωποι δέν ἐρωτοῦν ἔτσι. Δέν λέγουν τέτοια λόγια.
Δέν μίλησε ἔτσι ὁ Σωκράτης, γι᾿ αὐτό καί δέν δέχτηκε νά ζήση μέ ὑποκρισίες, ἀναιρῶντας τόν ἑαυτό του καί συμβιβαζόμενος. Πίστευε σχεδόν προφητικά ὅτι θά τόν δικαίωνε, ὅποτε ἔκρινε σωστό, Ἐκεῖνος πού θά ἐρχόταν γιά νά ξυπνήση τούς Ἀθηναίους καί ὅσους ἄλλους ἐκοιμῶντο τόν ὕπνο τῆς ἀγνωσίας104.
Δέν ἀντέδρασε ἔτσι ὁ Πλάτων, πού συγκλονίστηκε ἀπό τήν εἰλικρινῆ, ἁπλῆ ἀποδεικτική μέθοδο τοῦ διδασκάλου του· ἀντιθέτως ἐγκατέλειψε ὅλα ὅσα ἔκαμε ἕως τότε καί τόν ἀκολούθησε στήν φιλοσοφία.
Δέν ἔπραξαν ἔτσι ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καί ἡ Δάμαρις, οἱ Ἀθηναῖοι, ὅταν ἄκουσαν γιά καινούριο Θεό καί καινή κτίσι, ἐν μέσῳ τοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου τους.
Δέν ἐδίστασαν οἱ πτωχοί ἀλλά ἁγνοί ἁλιεῖς τῆς Γαλιλαίας, ὅταν ἐκλήθησαν νά γίνουν ἁλιεῖς ἀνθρώπων.
Δέν ἔμεινε σέ δικαιολογίες καί προφάσεις ὁ Σαούλ, ὅταν ἐννόησε ὅτι ἐβάδιζε ἀκριβῶς ἀντίθετα ἀπό ὅ,τι ἔπρεπε, κι ὅτι ὁ ζῆλος του μέχρι τότε ἦταν «οὐ κατ᾿ ἐπίγνωσιν».
Δέν παρέμειναν στίς πρώην εἰδωλολατρικές τους πεποιθήσεις τόσοι καί τόσοι εὐσυνείδητοι ἄνθρωποι, ἀλλά μόλις ἀντελήφθησαν τήν πλάνη τῶν εἰδώλων, προσέτρεξαν μέ ἀληθινή μετάνοια καί πόθο πολύ στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτό πράγματι ἔκαναν ὁ ἅγιος Κυπριανός (πρώην μάγος καί θαυματοποιός), οἱ ἅγιοι Καλλίνικος, Ἴνδης, Ἀθανάσιος, Ἀναστάσιος (πρώην ἱερεῖς τῶν εἰδώλων), ἡ ἁγία Δόμνα (πρώην ἱέρεια τῶν εἰδώλων), ὁ ἅγιος Πορφύριος ὁ ἀπό μίμων (γελωτοποιός).
Ἐπιλήψει με ὁ χρόνος διηγούμενον τόσα καί τόσα παραπλήσια παραδείγματα, μαζί μ᾿ αὐτά τά ἐλάχιστα πού ἀνέφερα, ἀνθρώπων τῶν ὁποίων σημαδεύτηκε καί ἄλλαξε ριζικά ἡ ζωή, ἀπό τό χρονικό σημεῖο πού ἔγινε ἡ συνάντησίς τους μέ τήν Ἀλήθεια. Καί ἡ ἀλλαγή τους αὐτή εἶχε πολλές κι ὄχι εὔκολες συνέπειες.
Συνοδεύτηκε ἀπό εἰρωνεῖες, διωγμούς, βασανιστήρια, θάνατο. Ἐπειδή ὅλοι αὐτοί οἱ συνεπεῖς στήν ἀπόλυτη Ἀλήθεια ἄνθρωποι ἐθεωρήθησαν προδότες τῶν πατρώων παραδόσεων, ἐπιλήσμονες τῶν ἰδανικῶν τῆς φυλῆς τους, ἀποβλητέα ὄντα ἀπό τήν κοινωνία τῶν συμπατριωτῶν τους, παραδείγματα πρός ἀποφυγή, βδελυκτές προσωπικότητες πού ἔπρεπε νά στιγματισθοῦν καί νά διωχθοῦν.
Καί γίνονται ὅλοι αὐτοί Μάρτυρες τῆς Ἀληθείας.
Ἔκαναν μία ἡρωική ἔξοδο πρός τήν ὄντως ἐλευθερία. Ἐξῆλθαν ἀπό τήν μέχρι τότε δική τους γνώμη, τά πιστεύω τους, τίς θεωρίες, τίς παραδόσεις. Ἐπειδή ἄκουσαν τήν φωνή τῆς Ἀληθείας νά τούς παραγγέλλη: «ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καί ἐκ τῆς συγγενείας σου καί ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου καί δεῦρο εἰς τήν γῆν ἥν ἄν σοι δείξω... καί εὐλογήσω σε καί μεγαλυνῶ τό ὄνομά σου καί ἔσῃ εὐλογημένος... »105
Σ᾿ αὐτούς καί τόσους ἄλλους πού πραγματικά (μέ συνέπεια) καί εἰλικρινῆ προαίρεσι καί ζῆλο ἐρώτησαν «τίς ἐστιν ἡ ἀλήθεια», «Ποιός" καί ὄχι ἁπλῶς "τί" εἶναι ἡ ἀλήθεια, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐναργῶς ἀπάντησε στήν καρδία τους:
«Ἐγώ εἰμι ἡ Ἀλήθεια»106.
Καί εὐλογήθηκε ἡ ζωή τους, ἡ πορεία τους, ὁ λόγος τους. Ἐπειδή δέν ἐδίστασαν νά περιφρονήσουν τήν σχετική ἀνθρωπίνη γνώμη τους, γιά νά ὑπακούσουν στήν ἀπόλυτη Ἀλήθεια, πού πράγματι ἐλευθέρωσε τούς ἴδιους, καί μ᾿ αὐτούς ὅλους ἐμᾶς τούς μεταγενεστέρους .
«Γνώσεσθε τήν ἀλήθεια καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς»107.
Περί αὐτοῦ τοῦ πράγματος ἔγραφε καί ὁ μακαριστός Ρῶσσος ἅγιος Γέροντας Σωφρόνιος τοῦ Essex, πρώην Ἁγιορείτης, ὁ ὁποῖος καί ἄφησε στήν ἐσχάτη αὐτή γενιά μας, ὡς ἀτίμητη κληρονομία τήν μακαρία ἐμπειρία του περί τῆς Ἀληθείας:
«Δέν προτίθεμαι νά γράψω περί τινος Ἀληθείας ἀνακαλυφθείσης ὑπ᾿ ἐμοῦ καί ἀγνώστου μέχρι τοῦδε εἰς τόν κόσμον. Γράφω περί τοῦ πῶς ἐδόθη εἰς ἐμέ νά ζήσω τήν μετάνοιάν μου. Τό πνεῦμα ἡμῶν πεινᾷ καί διψᾷ νά γνωρίσῃ τήν Ἀλήθειαν, τουτέστιν ἐκεῖνο τό Πρωταρχικόν Ὄν, ὅπερ ὑπό οὐδενός περιορίζεται: τό ἀπόλυτον ὄντως Ὄν, περί τοῦ ὁποίου ὡμίλησαν οἱ Προφῆται τῆς Παλαιᾶς καί ἐμαρτύρησαν οἱ Ἀπόστολοι τῆς Καινῆς Διαθήκης...
... Δέν δημιουργοῦμεν ἡμεῖς τόν Θεόν «κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ᾿ ὁμοίωσιν». Ἐν εὐλαβεῖ προσευχῇ ἀναμένομεν ὅτι Οὗτος θά εἰσακούσῃ τῆς κραυγῆς ἡμῶν καί θά δώσῃ εἰς ἡμᾶς περί Ἑαυτοῦ «σημεῖον». Ἐν τῇ ὀδύνῃ ἡμῶν διανοίγομεν ἑαυτούς, ἵνα λάβωμεν ἀπάντησιν-ἀποκάλυψιν προερχομένην ἐξ Αὐτοῦ. Ἐπιθυμοῦμεν νά "γνωρίσωμεν" Αὐτόν, τόν Αἴτιον τοῦ εἶναι ἡμῶν, «καθώς ἐστιν». Ἀπεκαλύφθη εἰς τούς πατέρας καί προπάτορας ἡμῶν, καί ἡμεῖς εὐλαβῶς διαφυλάττωμεν ὡς πολύτιμον μαργαρίτην τήν κληρονομηθεῖσαν ἐξ αὐτῶν μαρτυρίαν. Ἐμπιστευόμενοι εἰς αὐτούς δίδομεν πίστιν εἰς τήν παρακαταθήκην αὐτῶν, ἀλλά συγχρόνως, ὡς ὁ Μωϋσῆς, κράζομεν πρός Αὐτόν: «Δός ἡμῖν τοῦ γνῶναί Σε, καθώς Σύ εἶ ἐν τῇ αἰωνιότητί Σου». Ἄλλο πρᾶγμα εἶναι «ἡ πίστις ἐξ ἀκοῆς" (Ρωμ. ι’, 17) καί ἐντελῶς ἄλλο «τό γνῶναί Σε"»108.
Γι᾿ αὐτήν τήν ἀπόλυτη Ἀλήθεια, τήν ἐνυπόστατη Ἀλήθεια, τόν Θεό τῆς Ἀγάπης, τόν Ναζωραῖο, Γαλιλαῖο (ἤ ὅπως ἀλλοιῶς εἰρωνικά καί χλευαστικά θέλουν νά Τόν προσφωνοῦν καί οἱ Νεο-παγανιστές Ἕλληνες), τόν Κύριο Ἰησοῦν, τόν σταυρωθέντα καί ἀναστάντα, κι ἐμεῖς γίναμε καί μένουμε Χριστιανοί.
Δίπλα στούς μεγάλους, τούς ἁγίους, κι ἐμεῖς οἱ σημερινοί Χριστιανοί τοῦ 21ου αἰῶνος, ἀνάλογα μέ τά πνευματικά μέτρα μας, ζοῦμε καί χαιρόμαστε τήν Πίστι μας μέ μιά ταπεινή, ἀλλά ἀληθινή κι ὄχι πλαστή ἐμπειρία, τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἀπευθυνόμενοι σ᾿ ὅλους τούς συμπατριῶτες μας Ἕλληνες πού δέν γνώρισαν ἀκόμη ἀπό κοντά τόν Χριστό, ἀλλά καί κυρίως στούς συμπαθεῖς Νεο-εἰδωλολάτρες, πιστεύουμε ὅτι, ὅσοι ἀπ᾿ αὐτούς καλοπροαίρετα ψάχνουν τήν Ἀλήθεια, μέ τήν ἀνήσυχη καί εἰλικρινῆ Ἑλληνική καρδιά τους, δέν θά ἀργήσουν νά συναντήσουν στήν Ἐκκλησία τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τόν Προσωπικό ἀληθινό Θεό. Αὐτός θά τούς βοηθήση νά εὕρουν τόν χαμένο πολύτιμο ἑαυτό τους, τήν ὄντως ἐλευθερία τους, τήν ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο, γιά νά ἀναπαυθοῦν μέ μιά βαθειά ἀνάπαυσι, πού δέν εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου».
Ἡ πίστις στόν Χριστό, εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή πίστις πού μπορεῖ νά ἀπαντήση στά σύγχρονα ἐρωτήματα τῶν ἀνθρώπων, νά ἐξαγάγη ἀπό ἀδιέξοδα καί ἀπελπισίες, νά λυτρώση ἀπό διλήμματα, ἀπό τρικυμίες καί ζάλες τῆς ζωῆς τόν κάθε ἄνθρωπο.
Τούς προτείνουμε κι ἐμεῖς τόν διαχρονικῆς ἀξίας λόγο ἀγάπης τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν, ἁγίου Παύλου, πρός τούς Ἀθηναίους109. Αὐτόν ἄς ἀναγνώσουν μέ μεγάλη προσοχή, χωρίς προκαταλήψεις νά μελετήσουν, νά ἐμβαθύνουν καί μέ ταπείνωσι νά φυλάξουν στήν ψυχή τους. Καί εἴμαστε βέβαιοι ὅτι τά σπέρματα τῆς ἀληθείας δέν θά ἀργήσουν νά ἀποδώσουν ἀγαθούς καρπούς εὐσεβείας.
________________________________________
Ἀγωνία γιὰ τὴν σημερινὴ πορεία τοῦ Ἑλληνισμοῦ
Μέ πόση ὄντως προσευχή, πόνο καί ἀγωνία, γιά τίς σημερινές τύχες τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὀφείλουμε νά βλέπουμε τήν σημερινή ἀποστασία καί ἀπιστία πολλῶν!
Τί πόνος, ἀλήθεια, νά βλέπη κανείς σήμερα, μετά ἀπό 20 αἰῶνες συνεποῦς καί ἀδιακόπου διακονίας στό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ἑλληνισμός νά κινδυνεύη νά ἀποστατήση, νά γίνη ἐπιλήσμων τῆς ξεχωριστῆς αὐτῆς εὐλογίας του ἀπό τόν Θεό, νά ξεχνᾶ τήν ἀληθινή δόξα του, καί νά ἀνοητεύη ἀποζητῶντας καί ἐπιθυμῶντας ψεύτικη δόξα παρ᾿ ἀνθρώπων!
Τί πόνος νά βλέπη κανείς κάποιους Ἕλληνες, ἄρχοντες καί διανοουμένους, νά ἐργάζωνται κατά τῆς Πίστεως, δουλεύοντας κατ᾿ οὐσίαν γιά ξένα συμφέροντα, γινόμενοι πατραλοῖες καί μητραλοῖες, πρός ἐξοβελισμό τῶν Χριστιανικῶν ἱερῶν Παραδόσεων καί ἠθῶν!
Καί δύναται ὁ Κύριος καί «ἐκ λίθων ἐγεῖραι τέκνα»110. Μπορεῖ καί δέν εἶναι διόλου ἀπίθανο, ἄν δέν ἀλλάξουμε τρόπο σκέψεως καί ζωῆς, νά ἐπαναλάβη ὁ ἅγιος Θεός, ὅ,τι ἔκανε καί μέ τόν παλαιό Ἰσραήλ, τόν πάλαι ποτε ἐκλεκτό λαό Του.
Μέ τί πόνο τούς ἔλεγε ὁ Κύριος: «... Λαέ μου, παιδιά μου, ἐσεῖς πού φονεύατε τούς Προφῆτες Μου, καί λιθοβολούσατε αὐτούς πού σᾶς ἔστελνα, πόσες φορές προσπάθησα νά σᾶς συνάξω, ὅπως ἀκριβῶς συνάγει ἡ ὄρνιθα τά πουλάκια της κάτω ἀπό τά φτερά της, ἀλλά δέν τό θελήσατε! Λοιπόν, νά! Τώρα ὁ οἶκος σας μένει ἔρημος»111.
Ἤ : «Ὁ πρωτότοκος υἱός μου, ὁ Ἰσραήλ, (ὁ λαός δηλαδή πού τόν ἀγάπησα καί τόν ἐτίμησα ἰδιαίτερα) μέ ἐγκατέλειψε, ἐμένα πού εἶμαι ἡ (ἀστείρευτη) πηγή ἀπό τήν ὁποία ἀναβλύζουν τά ὕδατα τῆς ζωῆς καί κατεσκεύασε γιά τόν ἑαυτό του πηγάδι κατεστραμμένο (πού δέν μπορεῖ νά συγκρατήση τό νερό)... Δέν σᾶς ὑποφέρω πλέον· θά καλέσω τούς εἰδωλολάτρες, πού κι αὐτοί εἶναι πλάσματά μου, καί ἐκεῖνοι θά (γίνουν μέλη τῆς Ἐκκλησίας μου καί θά) μέ δοξάσουν...»112
Τί φοβερό νά ἐπαναληφθοῦν οἱ λόγοι αὐτοί τοῦ Κυρίου καί σέ μᾶς, τούς Ἕλληνες! Τί πόνος γιά τούς Ἕλληνες Ἁγίους ὅλων τῶν ἐποχῶν, νά βλέπουν ἀπό τόν οὐρανό τήν πνευματική (κι ὄχι μόνο) ἐρήμωσι τοῦ Ἑλληνισμοῦ!
Ἄν ἐπαναλάβουμε τό ἔγκλημα τοῦ Ἰσραήλ, τήν ἀγνωμοσύνη καί τήν προδοσία του, καί ἀπιστήσουμε κι ἐμεῖς ὅπως αὐτός, τότε ὄντως θά μείνουμε ἔρημοι κι ἐμεῖς ἀπό τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία δέν θά θιγῆ, ἡ νύμφη τοῦ Χριστοῦ δέν φθείρεται. Ὁ Ἑλληνισμός θά θιγῆ, θά ἐρημωθῆ.
Ἄλλα ἔθνη θά λάβουν τήν κληρονομιά μας καί τήν Χάρι τῆς διακονίας. Μήπως εἶναι ἀπίθανο νά ἰδοῦμε ἄλλους λαούς, πού τώρα οὔτε κἄν φανταζόμαστε, ὡς μελλοντικούς διακόνους τοῦ κηρύγματος τοῦ Εὐαγγελίου; Λαούς ἀπό τήν Ἀφρική ἤ τήν Ἀσία ἤ τήν Ἀμερική ἤ ἀπό ἄλλα πολύ ἀπομακρυσμένα ἀπό ἐμᾶς ἔθνη, πού ταπεινά θά δεχθοῦν τήν κλῆσι γιά τήν συνέχισι τῆς διακονίας τοῦ Κυρίου;
*************
Ὅμως ζῆ Κύριος ὁ Θεός! Μέ τήν Χάρι Του δέν θά γίνη τίποτε τέτοιο.
Ὑπάρχει τό ἐκλεκτό λεῖμμα τοῦ Θεοῦ.
Ὑπάρχουν πολύ περισσότεροι ἀπό δέκα δίκαιοι στόν ἁγιασμένο τόπο μας113. Ψυχές πού ἀναπαύουν πολύ τόν Θεό μέ τήν ὅλη ζωή τους, χάριν τῶν ὁποίων δέν θά ἐπιτρέψη ἡ ἀγάπη Του τήν ἐρήμωσι αὐτή. Δέν θά ἐπιτρέψουμε νά γίνη τόπος ἐρημώσεως ὁ ἁγιασμένος τόπος τῆς Χριστιανικῆς Ἑλλάδος μας, πού εἶναι ζυμωμένος σέ κάθε σπιθαμή του μέ αἵματα μαρτύρων, ἱδρῶτες Ὁσίων καί δάκρυα ἁγίων Χριστιανῶν. Πιστεύουμε ὅτι ὅλες οἱ δυσκολίες καί οἱ πειρασμοί εἶναι νεφύδρια πού "θᾶττον παρελεύσονται», μέ τήν δύναμι τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ καί τήν εὐχή τῶν Ἑλλήνων Πατέρων μας.
Οἱ ψυχές τῶν συγχρόνων Ἑλλήνων διψοῦν καί ποθοῦν τόν ἀληθινό Θεό τῶν Ὀρθοδόξων, ἔστω κι ἄν πολλοί βιωματικά ἀκόμη Τόν ἀγνοοῦν.
Ἄν καί ἡ Πίστις μας δέν βασίζεται σέ στατιστικές καί ἐξωτερικές μετρήσεις καί σημεῖα, ἀφοῦ «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ἡμῶν ἐστι» καί «οὐκ ἔρχεται... μετά παρατηρήσεως»114, ὡστόσο ἀναφέρουμε ὅτι ἔχουμε καί πολλά καλά σημάδια γιά τήν πνευματική ἀνάνηψι πολλῶν Ἑλλήνων. Ἔχουμε μαρτυρίες καί ἀποδείξεις περί τούτου:
Κατά τίς μεγάλες ἑορτές τῆς Πίστεώς μας, καί δή τό Πάσχα, οἱ ἱεροί Ναοί μας κατακλύζονται ἀπό τά πλήθη τῶν Χριστιανῶν, καί νέων μάλιστα ἀνθρώπων.
Στίς καλές Ἐνορίες καί τά Μοναστήρια μας ἀναπαύονται πνευματικά καί ξεδιψοῦν πολλές ψυχές καθημερινά, μέ τήν ἐξομολόγησι καί τίς ἱερές ἀκολουθίες.
Στό Ἅγιον Ὄρος πολλές χιλιάδες, νέων κυρίως, Ἑλλήνων καταφθάνουν κατ᾿ ἔτος, προσκυνητές τῆς Παναγίας καί τοῦ Υἱοῦ της. Οἱ πλεῖστοι ἀπό αὐτούς ἐξομολογοῦνται, νηστεύουν, ἀγρυπνοῦν, προσεύχονται, ἐνώνονται μέ τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του.
Πολλές νέες οἰκογένειες ἀγωνίζονται νά τηροῦν τόν ἅγιο Νόμο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, μέ ἐξομολόγησι, μέ τακτικό Ἐκκλησιασμό, μέ τίς νηστεῖες, συχνή θεία Κοινωνία.
Παρά τήν πολεμική καί ἐχθρότητα πολλῶν, ὁ Χριστός ζῆ στίς ψυχές τῶν συγχρόνων Ἑλλήνων.
Ἀγωνιζόμαστε καί θά ἀγωνιζώμαστε ὄχι γιά ἰδεολογίες, ὄχι γιά προσωπική καταξίωσι καί δόξα, ὄχι γιά εὐτελεῖς, ἰδιοτελεῖς, ἐφήμερους σκοπούς. Ἀγωνιζόμαστε, ἐμεῖς οἱ σύγχρονοι Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες, γιά νά παραδώσουμε τήν εὐλογημένη Πατρίδα μας στίς ἑπόμενες γενιές, ὅπως τήν παραλάβαμε ἀπό τούς Ἁγίους μας, ἀπό τούς Ὀρθοδόξους ἥρωές μας, ἀπό τούς Χριστιανούς ἀγωνιστές τοῦ ἔθνους, ἀπό τούς εὐσεβεῖς γονεῖς καί Διδασκάλους μας.
Κι ὅλα αὐτά γιά τίς ἀθάνατες ψυχές τῶν συμπατριωτῶν μας Ἑλλήνων, ἀλλά κι ὅλου τοῦ κόσμου, τοῦ παρόντος καί τοῦ μέλλοντος.
________________________________________
Ἀντὶ Ἐπιλόγου
Οἱ παλαιοί Πατέρες τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τότε ἀκόμη πού ἔφθινε ἀριθμητικά τό Περιβόλι τῆς Παναγίας, ἀγωνιοῦσαν μέν γιά τό μέλλον τοῦ Ἱεροῦ ἡμῶν Τόπου ἀλλά μέ μιά ἡρεμία, πού προερχόταν ἀπό τήν ἐμπιστοσύνη τους στήν Χάρι τῆς Κυρίας Θεοτόκου καί τοῦ Υἱοῦ της.
Ἔλεγαν π.χ.: «Δικό της εἶναι τό Περιβόλι, ἄν θέλη νά ἐρημώση, Περιβολάρισσα εἶναι, ποιός θά τήν ἐλέγξη; Ἀλλά ἡ Παναγία τ᾿ ἀγαπᾶ τό Περιβολάκι της, δέν θ᾿ ἀφήση».
Δέν ἀγωνιοῦσαν γιά τόν ἑαυτό τους. Ἦσαν ἄλλωστε γεροντάκια οἱ περισσότεροι. Τί μποροῦσαν νά ἐλπίζουν στόν κόσμο αὐτό; Εἶχαν ὅμως μέσα τους στενοχώρια γιά τίς ἐπερχόμενες γενιές, ἄν τό Ὄρος ἔμενε χέρσο πνευματικά, ἄν ἐρήμωνε. Ἡ προσευχή καί ὁ πόνος τους ἦταν γιά τόσες ψυχές πού δέν θά μποροῦσαν νά χαροῦν πνευματικά, νά ἐνωθοῦν μέ τόν Χριστό, ἄν διεκόπτετο ἡ πνευματική ζωή στό Ἅγιον Ὄρος.
Καί ἀνθρωπίνως ὄντως φαινόταν μή ἀναστρέψιμη ἡ λειψανδρία τῶν Ἱερῶν Μονῶν καί λοιπῶν ἱερῶν Καθιδρυμάτων του.
Εἶχαν δέ ἐκπονηθῆ ἀπό δημόσια καί πολιτικά πρόσωπα προγράμματα, γιά τήν συστηματική μουσειοποίησι τοῦ Ἁγίου Ὄρους
Ὅμως «ἔχει ὁ Θεός καί ἡ Παναγία», ἔλεγαν οἱ Γέροντες στό Ὄρος.
Καί ἤξεραν αὐτοί καλλίτερα, καί δέν διαψεύστηκαν.
Ἄν συμπονέσης τόν συνάνθρωπο, τόν ἀδελφό, γιά τόν Χριστό, γιά τήν σωτηρία του, σοῦ δίδεται ὡς δῶρο καί κατανοεῖς κάτι ἀπό τήν μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Κι ὅταν νοιώσης τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μέσα σου, βιωματικά, τότε δέν ἀπελπίζεσαι, ἀκόμη κι ὅταν ὅλα φαίνωνται δυσοίωνα γύρω σου.
Εἶναι ἡ ἐλπίδα τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ, πού δέν καταισχύνει115.
Κάτι ἐλάχιστο ἀπό αὐτήν τήν ἀγάπη γιά τόσες ψυχές «ὑπέρ ὧν Χριστός ἀπέθανε» ἐκίνησε καί ἐμᾶς τούς ταπεινούς μοναχούς, νά ἀσχοληθοῦμε μέ τό θέμα πού ἀναπτύξαμε, ἀφήνοντας γιά λίγο τήν φίλη ἡσυχία, γιά τήν ὁποία καί «ἐξήλθομεν τοῦ κόσμου».
Γνωρίζουμε ὅτι δέν εἴμαστε οἱ εἰδικοί, οἱ εἰδήμονες. Ὅτι ἄλλοι ἅγιοι ἀδελφοί, ἁρμόδιοι, μέ χαρίσματα καί ἀρετές καί γνώσεις εἰδικές, μποροῦν καί πείθουν καί ἁλιεύουν τίς ψυχές πρός σωτηρίαν.
Ὑπάρχουν ἐξ ἄλλου πολλά καί περιώνυμα συγγράμματα ἁγίων ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων καί Ἀπολογητῶν τῆς Πίστεως, τά ὁποῖα ἀπαντοῦν σέ ὅλα τά ἐπιχειρήματα καί τίς θεωρίες τῶν συγχρόνων Νεο-εἰδωλολατρῶν, ἱκανά νά πείσουν ὅλους ὅσους διαθέτουν εἰλικρίνεια, εὐσυνειδησία καί συνέπεια στήν σκέψι καί τόν προβληματισμό τους.
Γι᾿ αὐτό ἄλλωστε δέν ἐπεχειρήσαμε συστηματική ἐξέτασι καί ἀνάλυσι, ἀλλά πολύ εὐσύνοπτα προσπαθήσαμε νά ἐκφράσουμε τήν ἀγωνία μας, τόν πόνο μας γιά τόν Ἑλληνισμό καί τίς ἀθάνατες ψυχές συμπατριωτῶν μας Ἑλλήνων, γιά ὅσους ἀφελῶς καί χωρίς πολλή σκέψι ἐπηρεάζονται ἀπό σύγχρονες καί παλαιές εἰδωλικές πλάνες, οἱ ὁποῖες πνέουν σήμερα, ὡς μή ὤφελε, καί στόν ἁγιοτόκο καί ἁγιασμένο τόπο μας.
Πιστεύουμε καί ἐλπίζουμε «ἡ θεία Χάρις, ἡ πάντοτε τά ἀσθενῆ θεραπεύουσα καί τά ἐλλείποντα ἀναπληροῦσα», νά πληροφορήση τίς ψυχές τους, παραβλέποντας τά δικά μας ὑστερήματα καί τίς ἀδυναμίες, καί νά ἀποδώση πλουσίους καί πολλαπλασίους τούς καρπούς ἀληθοῦς εὐσεβείας σ᾿ αὐτούς καί σ᾿ ὅλη τήν φιλόχριστο Πατρίδα μας. Ἀμήν!
Ἱερομόναχος Φιλόθεος
Ἱερά Μονή Ὁσίου Γρηγορίου
Ἅγιον Ὄρος
17 Δεκεμβρίου 2001
Δίπλα στόν Μητροπολιτικό Ναό Ἀθηνῶν, πού εἶναι κτίσμα τοῦ ἔτους 1862 καί ἔργο ξένων καί Ἑλλήνων ἀρχιτεκτόνων μέ ἐμφανεῖς τίς δυτικές ἐπιδράσεις, σώζεται τό Ναΰδριον, ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος (παλαιότερα τιμώμενο στή μνήμη τῆς Παναγίας τῆς Γοργοϋπηκόου), μνημεῖο τοῦ ια’ αἰῶνος, ἐκφραστικό τῆς Παραδόσεώς μας.
Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο ὅτι στήν τοιχοποιία τοῦ χαρίεντος αὐτοῦ Ναϋδρίου ἔχουν ἐνσωματωθῆ γλυπτά ἀπό ἀρχαίους Ναούς.
Αὐτό ἔκανε ἡ Ἐκκλησία: Ἀπεκάθηρε τήν Ἀρχαία Ἑλλάδα ἀπό τόν παγανισμό καί τήν προσέλαβε στό Σῶμα της, τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ θεηγόρος Ἀπόστολος Παῦλος (πού χρησιμοποιοῦσε τόν ἐξελληνισμένο τύπο τοῦ ὀνόματός του ἀντί τοῦ ἑβραϊκοῦ Σαούλ) ἐκήρυξε τόν ἄγνωστο Θεό, πού ἐσέβοντο οἱ Ἀθηναῖοι χωρίς νά Τόν γνωρίζουν.
Ὁ Παρθενώνας ἔγινε ναός τῆς Παναγίας τῆς Ἀθηνιώτισσας.
Τά πολλά ὡραιότατα βυζαντινά Ἐκκλησάκια τῆς Μεσαιωνικῆς Ἀθήνας, ὑπό τήν σκιάν τοῦ Παρθενῶνος, μαρτυροῦσαν τόν ἑλληνικό καί χριστιανικό χαρακτῆρα τοῦ ἰοστεφοῦς ἄστεως.
Πολλά ἀπό τά ἐκκλησάκια αὐτά (περίπου 75) δυστυχῶς κατηδαφίσθησαν, γιά νά γίνη ἡ ρυμοτομία τῆς νέας πόλεως. Εὐτυχῶς πού σώθηκαν ἔστω καί δέκα πέντε ἀπό αὐτά.
Οἱ βυζαντινοί καί μεταβυζαντινοί Ἕλληνες δέν εἶχαν τό δίλημμα νά διαλέξουν μεταξύ ἀρχαίου ἑλληνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ. Οὔτε ἔπασχαν ἀπό κάποια σχιζοφρένεια λόγῳ τῆς ἑλληνικῆς καί χριστιανικῆς τους ἰδιότητος.
Οἱ ξένοι «προστάται" μας πρῶτοι, θέλησαν τό νέο ἑλληνικό κράτος ὄχι συνέχεια τοῦ βυζαντινοῦ ἑλληνικοῦ ἀλλά μικρό εὐρωπαϊκό κράτος ἀποκομμένο ἀπό τό ἔνδοξο βυζαντινό του παρελθόν, γιά νά ἐξυπηρετήσουν τίς ἰμπεριαλιστικές τους βλέψεις. Τό ὅραμα τῆς Ρωμηοσύνης ἀντικατέστησε τό μικρόπνοο σχῆμα τῆς Μικρᾶς Ἑλλάδος.
Δυστυχῶς τήν νοοτροπία αὐτή υἱοθέτησαν καί μερικοί Νεοέλληνες ὅπως ὁ Κοραῆς, σπουδασμένος στήν Γαλλία.
Γνήσιοι ὅμως Ἕλληνες καί ἀγωνισταί, ὅπως ὁ Μακρυγιάννης, ζοῦσαν τήν ἑνότητα τῶν δύο κόσμων καί σ᾿ αὐτήν εὕρισκαν τήν ταυτότητά τους. Ἔτσι ἔνοιωθαν οἱ ἀγωνισταὶ τοῦ 1821 καί ὅλος ὁ ὑπό τούς Τούρκους ὑπόδουλος σωματικά ἀλλά ἐλεύθερος πνευματικά ὀρθόδοξος ἑλληνικός λαός.
Τελευταῖα ἄνθρωποι ἀνιστόρητοι καλοῦν τούς Ἕλληνες νά ἀποτινάξουν τόν Χριστιανισμό καί νά ἐπανέλθουν στήν Ἀρχαία Ἑλλάδα ἀκόμη καί στήν εἰδωλολατρεία, διότι δῆθεν ὁ Χριστιανισμός ὡς Ἰουδαϊκῆς προελεύσεως κατέστρεψε τήν ἑλληνική παράδοσι καί τόν ἑλληνικό πολιτισμό.
Κάνουν ὅ,τι μποροῦν γιά νά μᾶς πείσουν ὅτι ὁ Ἕλληνας δέν μπορεῖ νά εἶναι καί Χριστιανός. Ὅτι οἱ Βυζαντινοί τῶν χιλίων χρόνων τῆς ἐνδόξου βυζαντινῆς ἱστορίας μας δέν μπορεῖ νά εἶναι Ἕλληνες. Εἰσάγουν μιά τεχνητή πόλωσι πού ποτέ δέν ἐβιώσαμε οἱ Ἕλληνες στήν μακρά ἱστορία μας.
Θέλουν μάλιστα νά μᾶς ἐπιβάλουν τήν πόλωσι αὐτή. Γιατί; Γιά νά πλήξουν τήν Ἐκκλησία. Νά ἀποχριστιανίσουν τούς Ἕλληνες.
Σέ παρόμοια περίπτωσι ὁ Παῦλος εἶχε φωνάξει στούς Γαλάτας : «ὦ ἀνόητοι Γαλάται, τίς ὑμᾶς ἐβάσκανε τῇ ἀληθείᾳ μή πείθεσθαι, οἷς κατ᾿ ὀφθαλμούς Ἰησοῦς Χριστός προεγράφη ἐν ὑμῖν ἐσταυρωμένος;» (Γαλ. γ΄ 1)
Σήμερα θά ἔλεγε «ὦ ἀνόητοι Νεοέλληνες...»
«Ἀλλά τότε μέν οὐκ εἰδότες Θεόν ἐδουλεύσατε τοῖς μή φύσει οὖσι θεοῖς· νῦν δέ γνόντες Θεόν, μᾶλλον δέ γνωσθέντες ὑπό Θεοῦ, πῶς ἐπιστρέφετε πάλιν ἐπί τά ἀσθενῆ καί πτωχά στοιχεῖα, οἷς πάλιν ἄνωθεν δουλεύειν θέλετε; (Γαλ. δ΄ 8-9)
Αὐτοί οἱ κατά τό φαινόμενο ὑπερασπισταί τῆς ἑλληνικότητός μας εἶναι στήν πραγματικότητα ἐπίβουλοι, γιατί εὐνουχίζουν τόν ἑλληνισμό. Ἀφαιροῦν ἀπό τόν ἀρχαῖο ἑλληνισμό ὅ,τι πνευματικώτερο καί ὑψηλότερο εἶχε καί κρατοῦν τήν χονδροειδῆ εἰδωλολατρία του. Ἀφαιροῦν ἀπό τόν ἑλληνικό πολιτισμό μία μεγάλη καί ἀνεπανάληπτη περίοδό του, ὅπως εἶναι τό Βυζάντιο. Ὑπερυψώνουν τόν Παρθενῶνα ἀλλά δέν μποροῦν νά ἰδοῦν τό πλήρωμά του στήν Ἁγιά-Σοφιά. Ἀγνοοῦν τήν ἑλληνοχριστιανική βυζαντινή ἀρχιτεκτονική, ζωγραφική, γλυπτική. Παίζουν τό παιχνίδι τῶν ξένων πού μᾶς συρρίκνωσαν σάν ἔθνος καί θέλουν περαιτέρω νά μᾶς συρρικνώσουν. Συμφωνοῦν μέ τόν Gibbon πού ἐπέγραψε τήν ἱστορία τῶν χιλίων χρόνων τοῦ Βυζαντίου ὡς ἱστορία τῆς πτώσεως τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας (The fall of the Roman Empire). Ὤ τοῦ παραλογισμοῦ! Καμμία αὐτοκρατορία δέν ὑπέστη τόσες ἐπιθέσεις καί δέν ἄντεξε τόσα χρόνια ὅσο ἡ Βυζαντινή. Χίλια χρόνια, κατά τόν Γίββωνα, κράτησε ἡ πτῶσις τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας!
Σάν Ἕλληνες καί Χριστιανοί Ὀρθόδοξοι γιά ὅλα αὐτά πονᾶμε καί διαμαρτυρόμεθα.
Δέν θά ἀφήσωμε τούς Νεοπαγανιστάς νά μᾶς περάσουν τά σχέδιά τους, τά ὁποῖα ἐξυπηρετοῦν τό κίνημα τῆς νέας ἐποχῆς καί τῆς παγκοσμιοποιήσεως, καί πού τελικά γι᾿ αὐτό δέν εἶναι μόνο ἀντιχριστιανικά ἀλλά καί ἀνθελληνικά.
Μέ αὐτό τό πνεῦμα εἶναι γραμμένο καί τό πόνημα τοῦ ἀδελφοῦ τῆς Μονῆς μας Ἱερομονάχου Φιλοθέου.
Ὁ φωτιστής μας Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος μᾶς παραγγέλλει:
- Ἕλληνες, «τῇ ἐλευθερίᾳ ᾗ Χριστὸς ἡμᾶς ἠλευθέρωσε, στήκετε, καί μή πάλιν ζυγῷ δουλείας ἐνέχεσθε» (Γαλ. ε΄ 1).
Ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους
+ Ἀρχιμ. Γεώργιος
________________________________________
Αἴτια καὶ προσπάθειες γιὰ τὴν ἀναβίωσι τῆς ἀρχαίας εἰδωλολατρικῆς θρησκείας τῶν Ἑλλήνων
Μέσα στήν ἀνεμοζάλη τῶν παντοειδῶν φιλοσοφικῶν ρευμάτων καί ἰδεῶν πού κατακλύζουν τόν σύγχρονο κόσμο μας, μέσα στήν δίνη τῆς ἀπάνθρωπης καί ἰσοπεδωτικῆς Νέας Ἐποχῆς καί τῆς ὁλοκληρωτικῆς παγκοσμιοποιήσεως, ὡς καί τῶν διαφόρων θρησκειῶν καί αἱρέσεων καί τοῦ συγκρητιστικοῦ οἰκουμενισμοῦ, ἐδῶ καί μερικά χρόνια μία νέα σχετικά γιά τήν γενιά μας τάσις καί ἰδεολογία κάνει τήν ἐμφάνισί της. Γιά νά ἀκριβολογοῦμε, ἐπανεμφανίζεται μετά ἀπό ὡρισμένες ἀποτυχημένες προσπάθειες στό παρελθόν, ἔχοντας ὡς στόχο τήν ἐπικράτησι στόν ἑλληνικό τουλάχιστον χῶρο.
Ἡ ἰδεολογική αὐτή τάσις-κίνημα σχετίζεται μέ τήν ἀρχαία Ἑλληνική θρησκεία καί ὡς σκοπό ἔχει τήν ἀναβίωσί της, ὅπως μέ ἔμφασι τονίζεται. Ἀποτελεῖ δηλαδή ἕνα εἶδος Νεο-παγανισμοῦ, ἐπιστροφῆς κατά τά λεγόμενα στίς ἀρχαιοελληνικές εἰδωλολατρικές θρησκευτικές δοξασίες.
Εὑρίσκονται μάλιστα οἱ σημερινοί αὐτοί ὀπαδοί τοῦ ἐν Ἑλλάδι κινήματος ἤ ἰδεολογίας, σέ σύνδεσι καί συνεργασία μέ κάποιο διεθνές κίνημα καί ὀργάνωσι γιά τήν ἀναγνώρισι, καταξίωσι καί ἀναζωπύρωσι τῶν κατά τόπους καί λαούς παγανιστικῶν ἀρχαίων θρησκειῶν (Ἵδρυσις τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐθνικῶν Θρησκειῶν», στό Βίλνιους τῆς Λιθουανίας, τό καλοκαίρι τοῦ 1998).
Ἴσως θά ἔλεγε κάποιος ὅτι σήμερα κυκλοφοροῦν τόσα πολλά ρεύματα καί ἰδέες, ὅπως ἤδη ἐλέχθη, πού φυσικό θά ἦταν τρόπον τινα νά ἀκουστοῦν καί τέτοιου εἴδους θεωρίες καί φιλοσοφίες. Ὅμως ἐπειδή ἔχουμε γίνει κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι μάρτυρες σκανδαλισμοῦ ἀδυνάτων ἀδελφῶν, καί γίναμε δέκτες πολλῶν καί ἐπανειλημμένων ἐρωτήσεων καί παρακλήσεων γιά πληροφόρησι σχετικά μέ τό ἐν λόγῳ θέμα, θεωρήσαμε καθῆκον μας νά μή σιωπήσουμε ἀλλά νά ἐγκύψουμε καί νά ἀσχοληθοῦμε. Ἄλλωστε ἔχει ἄμεση σχέσι μέ τήν ἱστορία, τήν καταγωγή καί τήν διαχρονική πορεία αὐτοῦ τοῦ τόπου.
Εἶναι δεδομένο ὅτι προϊόντος τοῦ χρόνου, καθώς πλησιάζουμε πρός τό ὡρισμένο χρονικό σημεῖο γιά τήν τέλεσι ἐν Ἀθήναις τῶν Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων, οἱ ὁποῖοι εἰρήσθω ἐν παρόδῳ ὡς ἀθλητικό καί κοινωνικό γεγονός οὐδεμία σχεδόν σχέσι ἔχουν μέ αὐτούς οἱ ὁποῖοι ἐτελοῦντο κατά τήν ἀρχαιότητα, ὁλονέν καί ὀγκοῦται καί αὐξάνει ἡ διαφήμισις καί προβολή τῶν σχετικῶν ἀναφορῶν περί αὐτῆς τῆς Νεο-εἰδωλολατρείας. Λυπούμαστε πού εἴμαστε ἀναγκασμένοι νά ποῦμε, ὅτι αὐτό δυστυχῶς γίνεται ἀπό ἀνθρώπους πού ἐλάχιστα γνωρίζουν τό πραγματικό πνεῦμα καί τίς διαστάσεις τοῦ ἀρχαίου πνεύματος, ὡς καί τήν χρησιμότητά του στήν σημερινή ἐν Χριστῷ πραγματικότητα.
Εἶναι λυπηρό καί συνάμα ἀνησυχητικό τό γεγονός ὅτι πολλοί, ἀκόμη καί ἐπίσημοι ἄνθρωποι καί φορεῖς τῆς Πολιτείας, ἀντιμετωπίζουν τό θέμα αὐτό ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ, μέ ἀποτέλεσμα ἐνῶ στήν πραγματικότητα ἀμφιβάλλουν γιά τήν σοβαρότητά του, ὄχι μόνο νά ἀνέχωνται καί νά ἐπιτρέπουν, ἀλλά καί νά προάγουν καί νά χρηματοδοτοῦν διάφορα προγράμματα σχετικά μέ τόν νεοεμφανισθέντα αὐτόν παγανισμό. Ἔτσι σύν τῷ χρόνῳ προβάλλονται καί καθιερώνονται στήν ἑλληνική ζωή, μέ τήν ἀνοχή ἤ τήν ἀδιαφορία μας, θεσμοί καί πράξεις, ὡσάν νά ἦσαν ἀπό ὅλους ἐκ παραδόσεως ἀποδεκτά καί θεμιτά.
Πληροφορούμαστε π.χ. γιά τό πόσο ἔχει ἐπιβληθεῖ σιγά-σιγά στήν ἑλληνική κοινή γνώμη ἀλλά καί διεθνῶς, τάχα χάριν κάποιας πολιτιστικῆς καί ἱστορικῆς γιά τήν Ἑλλάδα διαφημίσεως, ἡ τελετή τῆς ἁφῆς τῆς φλόγας γιά τούς Ὀλυμπιακούς Ἀγῶνες. Καί ὅτι ἐνῶ ἀρχικά εἶχε τήν μορφή καλλιτεχνικῆς, θεατρικῆς παραστάσεως, ἔχει ἐξελιχθεῖ σέ ἐπίσημη τελετή, ὡσάν νά ἦτο κάτι τό σοβαρό καί σεβαστό, μέ ὁλονέν αὐξανόμενη τάσι νά ἐπιτηδεύεται ἀναγνώρισις θρησκευτικῆς ἱερότητος.
Ὅλοι μας ἔχουμε εὐθύνη γιά τά ἀνωτέρω.
Πρώτιστα, πολλοί ἀπό ἐμᾶς τούς Χριστιανούς, πού δέν εἴμαστε ὅπως θά μᾶς ἤθελε καί μᾶς παρήγγειλε ὁ ἅγιος Κύριος καί Θεός μας Ἰησοῦς Χριστός: ἅλας τῆς γῆς, φῶς τοῦ κόσμου, παράδειγμα ἤθους καί ζωῆς. Δέν εἴμαστε δυστυχῶς ἄνθρωποι ταπεινοί, ἄνθρωποι ἀγάπης καί θυσίας, ὄντως πνευματικοί, μέ μόνη ἐπιδίωξί μας τήν διακονία τοῦ κόσμου πρός δόξαν Θεοῦ.
Γινόμαστε ἔτσι σκάνδαλο, πρόσκομμα εἰς θάνατον πνευματικόν γιά τούς ἀδυνάτους ἀδελφούς μας. Καί ἐξ αἰτίας μας ἀποξενώνονται ἄνθρωποι ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καί καταφεύγουν σέ ἀρχαῖες, μακρυνές, ξεπερασμένες, θολές πηγές γιά νά ξεδιψάσουν τήν πνευματική δίψα τους, ἐνῶ πλάϊ τους ρέει ἄφθονο τό ζωήρρυτο ὕδωρ τῆς ἀθανασίας.
Ἐπίσης κάποιοι πολιτικοί ἄρχοντες, ἐνῶ ἔχουν εὐθύνη γιά τήν ἀληθινά πνευματική καί πολιτιστική κληρονομιά μας ἀλλά καί μέ αὐτήν νά τροφοδοτοῦν πνευματικά τούς Νεοέλληνες, ἐντούτοις ἀδιαφοροῦν καί δηλητηριάζουν τόν νοῦ καί τίς ψυχές τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν. Οἱ δυνάμενοι πάλι νά κρίνουν ὀρθά, δέν ἀντιδροῦν, τουλάχιστο ὅσο πρέπει, δέν διαμαρτύρονται ὅπως ἁρμόζει σέ ἐλεύθερες συνειδήσεις μέσα σέ χώρα μέ δημοκρατικούς θεσμούς καί νόμους.
Καί ἔτσι οἱ ἐπιτήδειοι καταφέρνουν νά ἐπιτυγχάνουν τούς στόχους τους.
Συμβάλλει καί βοηθεῖ σ᾿ αὐτό καί ἡ ἔξωθεν ἐπιβουλή.
Ποιός νοήμων σήμερα πιά ἀμφιβάλλει γιά τούς καταχθονίους σκοπούς καί μεθοδεύσεις τῆς Νέας Ἐποχῆς; Πόση σύγχυσι ἐπιφέρει μέ τήν ἀνεκτική καί συγκρητιστική μέθοδό της στούς λαούς, στίς μάζες τῶν ἀνθρώπων ὅπως λέγουν, ἔτσι ὥστε νά ἐπιβάλλη στόν κατάλληλο χρόνο πλήρως τήν φιλοσοφία καί ἰδεολογία της στό "ζαλισμένο κοπάδι"! Πόσο καί στήν περίπτωσι αὐτή τῶν Ἑλλήνων Νεο-ειδωλολατρῶν φαίνεται νά συμβάλλη τά μέγιστα, σέ συνδυασμό μέ ἄλλους ἀκηρύκτους ἐχθρούς τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Ἑλληνισμοῦ, στήν διάλυσι τῶν δυνατωτέρων συνεκτικῶν δεσμῶν καί ἁρμῶν του, τήν Ὀρθόδοξο Πίστι στόν Θεάνθρωπο Χριστό καί τήν ἁγία Ἑλληνορθόδοξο Παράδοσί μας, πού χαρακτηρίζουν, συνδέουν καί συνέχουν ἀπό πολλούς αἰῶνες τήν συντριπτική πλειοψηφία τῶν Ἑλλήνων!
Ἡ συστηματική θεώρησις ἐξ ἄλλου τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ κόσμου καί τῆς ἱστορίας ἀπό τούς ξένους (μή Ἕλληνες) καί δή Εὐρωπαίους μελετητές, ἐπηρεασμένους καί καθοδηγουμένους ἀπό τόν Εὐρωπαϊκό (Γερμανικό) Ἰδεαλισμό καί Ρωμαντισμό, πιστεύουμε ὅτι ἐνισχύει τό νεοελληνικό αὐτό κίνημα. Μέ τά ὀρθολογιστικά γυαλιά τῆς Εὐρώπης προσπάθησαν νά «διαβάσουν" τήν καθ᾿ ἡμᾶς ἀρχαιότητα, ἑρμηνεύοντας κατά τό δοκοῦν καί γι᾿ αὐτό παρερμηνεύοντας, τήν οὐσία τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, πού ἦταν μιά καλή ἀνησυχία γιά τόν κόσμο, τήν δημιουργία, τόν ἄνθρωπο καί τόν σκοπό τῆς ζωῆς, καί τόν Θεό.
Ὅπως εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ καθηγητής π. Γεώργιος Μεταλληνός: «Ἡ αὐτοθεοποίηση τοῦ εὐρωπαίου ἀνθρώπου ἔγινε μέ τόν ρατσιοναλισμό, τήν ἀπολυτοποίηση τῆς διάνοιάς του. Μία ἀπό τίς μεγαλύτερες (αὐτ)απάτες τῆς εὐρωπαΐζουσας διανόησής μας εἶναι ἡ ἀναγωγή τοῦ δυτικοῦ ρατσιοναλισμοῦ στήν ἑλληνική ἀρχαιότητα. Ὁ ἀρχαῖος Ἕλληνας ὅμως γνώριζε τά ὅρια τοῦ λόγου καί γι᾿ αὐτό δέν ἔδωσε ποτέ ἀπόλυτη σημασία στό λόγο»1.
Ἀναφέρει δέ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος πώς ὁ ἀρχαιοελληνικός λόγος ρητά δηλώνει ὅτι: «Θεόν νοῆσαι μέν χαλεπόν, φράσαι δέ ἀδύνατον»2, μέ τό ὁποῖο ἀναγνωρίζονται τά περιορισμένα ὅρια καί οἱ δυνατότητες τοῦ ἀνθρωπίνου νοῦ καί λόγου.
Ἔτσι αὐτοί οἱ ὀπαδοί τοῦ Διαφωτισμοῦ καί τοῦ Ὀρθοῦ Λόγου, τώρα πάλι μέ δικές τους ἄμεσες ἤ ἔμμεσες ἐξηγήσεις καί προτροπές, φαίνεται νά εἰσηγοῦνται καί σέ κάποιους συγχρόνους Ἕλληνες τήν ἀναβίωσι ἑνός νέου ἑλληνικοῦ παγανισμοῦ. Σέ ἀνθρώπους πού δέν μποροῦν δυστυχῶς νά ἀντιληφθοῦν τήν ἀπό αἰώνων πνευματική ἐνηλικίωσι τοῦ Ἑλληνισμοῦ, πού κατήργησε ὅσα ἔπραττε ὅταν ἦταν νήπιος. «Ὅταν... ἔλθῃ τό τέλειον, τότε τό ἐκ μέρους καταργηθήσεται. Ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐλάλουν, ὡς νήπιος ἐφρόνουν, ὡς νήπιος ἐλογιζόμην. Ὅτε γέγονα ἀνήρ, κατήργηκα τά τοῦ νηπίου»3.
Ἡ ἴδια τελική κατάργησις ὅμως δέν ἐπῆλθε, παρά τίς προσπάθειες κάποιων καί στό παρελθόν, ὅσες φορές ἐπιχειρήθηκε ἡ ἴδια ἀναβίωσις τῆς εἰδωλολατρείας;
Τί συνέβη τό 361 μ.Χ. ἐπί Αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου!
Ἀνύπαρκτους θεούς καί ψεύδη τιμοῦσε καί ὁ Ἰουλιανός κατά τήν ὀρθή γνώμη συγχρόνου μελετητοῦ: «Αὐτούς θαύμαζε καί σ᾿ αὐτούς θυσίαζε. Δέν καταυγάστηκε ἀπό τό φῶς καί τό πνεῦμα τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, ἀλλά σαγηνεύθηκε ἀπό τήν παραφθορά του, τή λαϊκή καί ἀνωφελή του θρησκευτικότητα... Ἀκόμη καί σήμερα...(σ.σ. πολλοί) πολλές φορές σκέπτονται καί νοοῦν τήν ἀρχαιότητα μέσα ἀπό προϋποθέσεις καί δεδομένα μεταγενέστερων ἐποχῶν, πιθανῶς καί ἄγνωστων στόν κλασικό κόσμο. Ἡ ἐξιδανικευμένη εἰκόνα πού ἔχουν γιά τήν ἀρχαιότητα καλύπτει τίς ἰδεολογικές τους περιπλανήσεις συνδυασμένες μέ τό πλέον βυθῶδες μίσος γιά τόν Χριστιανισμό. Ἀδικοῦν καί τήν ἀρχαία ἑλληνική σκέψη καί τόν πολιτισμό πού ἀκολούθησε καί, σέ κάθε περίπτωση, ὅποιον διαφωνεῖ μαζί τους»4.
Κατά παρόμοιο σχεδόν τρόπο ἐπίστευε, πολύ ἀργότερα, λίγο πρίν τήν πτῶσι τῆς Βασιλευούσης στούς Τούρκους, καί «ὁ Γεώργιος Γεμιστός (ἤ Πλήθων) ἀνήρ σοφώτατος καί πολυμαθέστατος», ὅπως ἀναφέρει εὔστοχα ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ὁ ὁποῖος χαρακτηρίζεται γιά τήν ἀρχαιομάθεια καί ἑλληνομάθειά του, γνήσιος ἐκφραστής καί ὑμνητής τῆς Παραδόσεως καί πιστός Χριστιανός. «Παρά πᾶσαν», λέγει «τήν σοφίαν καί πολυμάθειαν αὐτοῦ ὁ Γεώργιος Γεμιστός ἥμαρτε, καί ἥμαρτε λίαν ἀδικαιολογήτως. Διότι ἐφαντάσθη ὅτι ἦτο δυνατόν νά ἐπανορθώση θεσμούς καί ἤθη ταφέντα ἐσαεί καί κείμενα ὑπό τήν σεσωρευμένην σκωρίαν τοῦ χρόνου. Ἦτο ὁ ὀψιγενής Ἕλλην πλατωνικός τοῦ ΙΕ΄ αἰῶνος, ὁ ὀνειροπολήσας νά ἀρχίση ἐκ νέου κατά τόν χρόνον ἐκεῖνον τό ἔργον τοῦ Ἰουλιανοῦ, ὁ μετά τόν Παραβάτην δεύτερος Παραβάτης»5.
Καί ἐνθυμούμαστε τόν ποιητή Κ. Καβάφη:
«Γιά τές θρησκευτικές μας δοξασίες ―
ὁ κοῦφος Ἰουλιανός εἶπεν «Ἀνέγνων, ἔγνων,
κατέγνων». Τάχατες μᾶς ἐκμηδένισε
μέ τό «κατέγνων"του, ὁ γελοιωδέστατος.
Τέτοιες ξυπνάδες ὅμως πέρασι δέν ἔχουνε σ᾿ ἐμᾶς
τούς Χριστιανούς."Ἀνέγνως, ἀλλ᾿ οὐκ ἔγνως· εἰ γάρ ἔγνως,
οὐκ ἄν κατέγνως" ἀπαντήσαμεν ἀμέσως».6
________________________________________
Θέσεις - Κατηγορίες τῶν νεο-εἰδωλολατρῶν ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν
Πολύ συνοπτικά θά ἀναφέρουμε μερικές ἀπό τίς κυριώτερες, κατά τήν γνώμη μας, θέσεις τῶν ὀπαδῶν τοῦ ἑλληνικοῦ αὐτοῦ νεο-παγανιστικοῦ κινήματος, πού εἶναι ἄλλωστε καί κατηγορίες τους πρός τήν Χριστιανική μας Πίστι καί εὐσέβεια. Ἀπαντοῦμε πρός αὐτές δι᾿ ὀλίγων, μέ ἀγάπη, εἰλικρίνεια καί καλή πρόθεσι, μή ἔχοντας ἄλλον στόχο καί σκοπό, παρά τήν Ἀλήθεια, πού βοηθεῖ καί ἐλευθερώνει ὅλους μας. Πιστεύουμε δέ ὅτι εἶναι ἀρκετά ὥστε νά πληροφορήσουν καί νά στηρίξουν ὅσους προβληματίζονται μέ καλή διάθεσι.
Α. Καταφέρονται κατά τῆς Πίστεώς μας, ἰσχυριζόμενοι ὅτι τάχα ὁ Χριστιανισμός μέ τήν περί ἁμαρτίας καί πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου διδασκαλία του, ὅσο καί μέ τήν ἀναγωγή τῆς ἀληθινῆς εὐτυχίας καί αἰωνίου ἀποκαταστάσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν μάταιο τοῦτο κόσμο στήν οὐράνιο βασιλεία τοῦ Θεοῦ, κατέστρεψε μιά ἀνέμελη, γλυκειά καί ὡραία, ξέγνοιαστη ζωή ἐδῶ πάνω στήν γῆ. Μιά ζωή, ὅπως λέγουν, τῆς χαρᾶς, τοῦ φωτός, τοῦ ἔρωτος. «Ὁ Χριστιανισμός -ἰσχυρίζονται- ἔστρεψε τό βλέμμα τῆς ψυχῆς ἀπό τό ἐνθάδε στό ἐπέκεινα, ἀναβάλλοντας τήν εὐτυχία τοῦ ἀνθρώπου σέ μιά μεταθανάτια ζωή καί ἀρνούμενος τήν παροῦσα ζωή»7, καί ἐπιβάλλοντας δῆθεν ἕνα σκυθρωπό τρόπο ζωῆς, γεμᾶτο στερήσεις καί ἀπαγορεύσεις.
Κατ᾿ ἀρχήν πρέπει νά σημειώσουμε, ὅτι ὑπάρχουν πολλά στοιχεῖα πού ἀποδεικνύουν γιά τόν ἀρχαῖο κόσμο πώς βρισκόταν κάτω ἀπό τήν σκιά καί τό βάρος πολλῶν ἀρνητικῶν γιά τήν ζωή ἀντιλήψεων.
Χωρίς τήν γνῶσι καί τήν κοινωνία τοῦ ἐξ ἀποκαλύψεως ἀληθινοῦ Θεοῦ, τήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου κυβερνᾶ μιά ἄτεγκτη εἰμαρμένη, στήν ὁποία ὑποτάσσονται «θεοί" καί ἄνθρωποι, χωρίς καμμία δυνατότητα καί ἐλπίδα διαφυγῆς. Ὅσο προσπαθεῖ ὁ δυστυχής καί ἄθλιος Οἰδίπους νά ἀποφύγη τήν σκληρή μοῖρα του, τόσο πιό πολύ ἐμπλέκεται στά δίκτυά της. Οἱ τραγικοί ἥρωες εἶναι εὐγενεῖς ἀλλά δυστυχεῖς ὑπάρξεις, τῶν ὁποίων ἡ ἀνταρσία στήν ἀναπότρεπτη μοῖρα τους θά συντριβῆ ἀμείλικτα.
Ὁ ἄνθρωπος κατά τούς ἀρχαίους Ἕλληνες εἶναι «βροτός», «θνητός», καί «σκιᾶς ὄναρ».
Ὅταν ὁ Διομήδης ἐρωτᾶ τόν Γλαῦκο γιά τό γένος του, πρό τῆς μονομαχίας τους, δέχεται τήν ἑξῆς ἀπάντησι, χαρακτηριστική μιᾶς μελαγχολικῆς ἀντιλήψεως τῶν Ἑλλήνων γιά τήν ζωή: «Τυδεΐδη μεγάθυμε, τί ἤ γενεήν ἐρεείνεις; οἴῃ περ φύλλων γενεή, τοίη δε καί ἀνδρῶν· φύλλα τά μέν τ᾿ ἄνεμος χαμάδις χέει, ἄλλα δέ θ᾿ ὕλη τηλεθόωσα φύει, ἔαρος δ᾿ ἐπιγίνεται ὥρη· ὥς ἀνδρῶν γενεή ἡ μέν φύει, ἡ δ᾿ ἀπολήγει».
Δηλ.: «Γιέ τοῦ Τυδέα μεγαλόκαρδε, γιατί ρωτᾶς γιά τή γενιά μου; Τῶν ἀνθρώπων ἡ γενιά εἶναι σάν τή γενιά τῶν φύλλων, πού ἄλλα τά σκορπάει χάμω ὁ ἄνεμος, κι ἄλλα φουντώνουν μέ τήν ἄνοιξη στά πράσινα τά δέντρα. Ἔτσι εἶναι καί τῶν ἀνθρώπων ἡ γενιά. Ἡ μιά φυτρώνει κι᾿ ἡ ἄλλη ἀφανίζεται"8.
Ὁμοίως καί στόν Ἡσίοδο ἡ ἀνθρωπίνη ἱστορία εἶναι μία διαρκής ἔκπτωσις ἀπό τό χρυσό, τό ἀργυρό, τό χαλκό, τό ἡρωικό καί τέλος τό σιδηροῦν γένος, πού διέπει τόν σύγχρονό του ἄνθρωπο. Ὁ μῦθος αὐτός ἀποδίδει τήν ἀθλία μοῖρα τοῦ ἀνθρώπου καί τήν προοδευτική χειροτέρευσι τοῦ ἀνθρωπίνου γένους9.
Κατά τόν Φώτιο Σχοινᾶ: «Τήν ἴδια μελαγχολική καί ἀπαισιόδοξη ἀντίληψη τῆς ζωῆς πού διαπερνᾶ τήν ἑλληνική ψυχή συναντοῦμε καί στήν φιλοσοφία. Γιά τούς Ἕλληνες φιλοσόφους ἐν γένει, ὁ αἰσθητός κόσμος εἶναι μία ἀνταύγεια, μία ὠχρή σκιά τοῦ νοητοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος εἶναι τό ὄντως ὄν. Ὁ αἰσθητός κόσμος δέν ἔχει ἀρχή καί τέλος, ἀλλά συνιστᾶ ἕνα ὀντολογικά καί ἀξιολογικά ὑποδεέστερο τρόπο ὑπάρξεως. Ὁ χρόνος ὡς στοιχεῖο τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου εἶναι μία «κινητή εἰκόνα τῆς αἰωνιότητος" (Πλάτωνος Τίμαιος), ἡ ὁποία αἰωνιότης ἀνήκει ἀποκλειστικά στόν νοητό κόσμο. Ὁμοίως μέ τόν αἰσθητό κόσμο καί ὁ χρόνος δέν ἔχει ἀρχή καί τέλος, ἀλλά ἀνακυκλοῦται ἀεννάως. Εἶναι ἕνας κύκλος πού ἐπαναλαμβάνεται διαρκῶς καί περιοδικά. Ὅ, τι ὑπῆρξε, θά ξαναϋπάρξη τό ἴδιο ἀπαράλλακτα ἤ ἔστω παραπλήσια. Ἡ ψυχή ξέπεσε ἀπό τόν νοητό κόσμο καί ἐγκλωβίστηκε στό σῶμα, πού εἶναι ὁ τάφος της. Ἔτσι ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου στόν παρόντα κόσμο εἶναι μία ἔκπτωσις, ἕνας μειωμένος, ἕνας κατώτερος τρόπος ὑπάρξεως. Ὅ, τι ἀπομένει στόν ἄνθρωπο εἶναι νά προσπαθήση νά διαφύγη ἀπό αὐτόν τόν ἄθλιο τρόπο ὑπάρξεως, νά λυτρωθῆ ἀπό τόν ἐφιάλτη τῶν συνεχῶν ἀνακυκλήσεων καί νά μετατεθῆ στήν ἀκίνητη, μόνιμη, ἀλλά καί παγερή αἰωνιότητα τοῦ νοητοῦ κόσμου»10.
Ἀναφέρει καί ὁ Πλούταρχος σέ παραμυθητικό λόγο του ὅτι, κατά κάποια παράδοσι, ὅταν ὁ βασιλεύς Μίδας συνέλαβε τόν δαίμονα Σειληνό καί τόν ἐρώτησε νά τοῦ πῆ, ποιό πρᾶγμα εἶναι τό πολυτιμώτερο στόν κόσμο αὐτό, ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε:
«...δαίμονος ἐπιπόνου καί τύχης χαλεπῆς ἐφήμερον σπέρμα, τί με βιάζεσθε λέγειν ἅ ὑμῖν ἄρειον μή γνῶναι; μετ᾿ ἀγνοίας γάρ τῶν οἰκείων κακῶν ἀλυπότατος ὁ βίος. ἀνθρώποις δέ πάμπαν οὐκ ἔστι γενέσθαι τό πάντων ἄριστον οὐδέ μετασχεῖν τῆς τοῦ βελτίστου φύσεως· ἄριστον γάρ πᾶσι καί πάσαις τό μή γενέσθαι· τό μέντοι μετά τοῦτο καί πρῶτον τῶν ἀνθρώπῳ ἀνυστῶν, δεύτερον δέ, τό γενομένους ἀποθανεῖν ὡς τάχιστα»11.
Δηλ.: «ἐφήμερε ἄνθρωπε, τέκνο τῆς κακῆς τύχης καί τοῦ πόνου, γιατί μέ πιέζεις νά σοῦ πῶ, αὐτά πού θά ἦταν προτιμότερο νά μή γνώριζες; ἀφοῦ ἡ ζωή θά ἦταν ἀσύγκριτα καλλίτερη, ἄν δέν ἐγνώρίζε ὁ καθένας τίς συμφορές καί τίς θλίψεις του. Δέν μποροῦν δέ παντελῶς οἱ ἄνθρωποι νά ἀποκτήσουν τό μεγαλύτερο ἀγαθό, κι οὔτε νά χαροῦν τό ἀνώτερο ἀπ᾿ αὐτά· ἐπειδή τό καλλίτερο ἀπ᾿ ὅλα τά ἀγαθά γιά ἄνδρες καί γυναῖκες εἶναι τό νά μή εἶχαν ποτέ γεννηθεῖ, νά μή εἶχαν ὑπάρξει. Μετά ἀπό αὐτό τό ἐπιθυμητό ἀγαθό στούς ἀνθρώπους, σέ δεύτερη μοῖρα ἔρχεται τό ἑξῆς: Ἀφοῦ γεννήθηκαν, νά πεθάνουν τό γρηγορώτερο».
Βέβαια, ἄς τονίσουμε, μέσα στήν ἀρνητικότητα καί τήν ἀπαισιοδοξία αὐτή, ἀποδεικνύεται καί περίτρανα διακηρύσσεται ὁ πόθος καί ἡ δίψα τοῦ Ἕλληνος γιά τό ὄντως «καλόν κἀγαθόν», τό τέλειο, τό ἀληθινά ὡραῖο καί ἄφθαρτο. Μή ἀναπαυόμενος στίς πτωχές καί φθαρτές μετριότητες τῆς γηίνης χαρᾶς καί εὐδαιμονίας, χωρίς νά γνωρίζη, ἀναζητεῖ κάτι ἀνώτερο· καί μή εὑρίσκοντάς το τότε ἀκόμη στόν καιρό πρό τῆς Χάριτος, μελαγχολεῖ καί ἀπελπίζεται.
Πῶς λοιπόν τώρα, μετά τήν Θεία Ἀποκάλυψι καί Ἐπιφάνεια, ἡ Ἁγία Ἐκκλησία μας νά ἀποκρύψη ἀπό τούς ἀνθρώπους τό ὄντως χαρμόσυνο μήνυμα, τό ἅγιο Εὐαγγέλιο, τήν πραγματική καί σωτήρια Θεολογία, κοσμολογία καί ἀνθρωπολογία, πού Θεόθεν δέχθηκε; Πῶς νά μή ὁμιλήση καί κατευθύνη τούς πιστούς στήν θέωσι, χάριν μιᾶς οὐτοπικῆς καί ψευδοῦς γηίνης ἀπολαύσεως;
Γιά μᾶς, τούς Χριστιανούς, δέν ἰσχύει ἡ πλατωνική φιλοσοφία ὅτι τό σῶμα εἶναι ἡ φυλακή τῆς ψυχῆς. Ὁ ὅλος ἄνθρωπος, ψυχή καί σῶμα, ἐνδεδυμένος τούς δερματίνους χιτῶνας, ἀγωνίζεται σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο γιά νά κερδίση τήν αἰωνία συνοίκησι μέ τόν Θεό. Ὁ αἰσθητός κόσμος, ὁ χρόνος καί ἡ ζωή δέν ἔχουν μία καταθλιπτική διάστασι, δέν εἶναι φορτία δυσβάστακτα γιά τόν Χριστιανό ἄνθρωπο, ἀφοῦ ἐν Χριστῷ πλέον ἔχουν ἀποκτήσει οὐράνιες καί αἰώνιες διαστάσεις καί προεκτάσεις.
Ὅπως πολύ οὐσιαστικά καί παραστατικά θεολογεῖ ὁ μακαριστός ἅγιος Γέροντας Ἰουστῖνος Πόποβιτς: «... ὁ Κύριος εἰσήγαγε τό ἀνθρώπινο γένος εἰς τό ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ τῆς ἀθανασίας, ὁ ὁποῖος ἐκβάλλει εἰς τήν αἰώνιον ζωήν. Καί ἀπό τότε καί αἱ σκέψεις καί αἱ αἰσθήσεις καί τά ἔργα τῶν ἀνθρώπων τοῦ Χριστοῦ, γίνονται ὅλα μικρά ρυάκια ἀθανασίας, τά ὁποῖα, καθώς περνοῦν μέσα ἀπό τούς βράχους τοῦ χρόνου καί τοῦ χώρου, κελαρύζουν καί τρέχουν μέ χαράν πρός τό χωρίς ὄχθες πέλαγος τῆς θαυμαστῆς αἰωνιότητος καί θεανθρωπότητος τοῦ Χριστοῦ»12.
Ἀγνοοῦν οἱ Νεο-παγανιστές καί ὅσοι ἔχουν τίς ἴδιες ἰδέες μ᾿ αὐτούς, ὅτι ἡ ἐν Χριστῷ ζωή τῶν Χριστιανῶν καί ἡ ἕνωσίς τους μέ τόν Θεό, ἀρχίζει ἀπ᾿ ἐδῶ καί κορυφώνεται στήν μετά θάνατο ζωή. Κατά τόν ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα: «Ἡ ἐν Χριστῷ ζωή φυτρώνει μέν σ᾿ αὐτόν τόν βίο καί ἀπ᾿ αὐτόν λαμβάνει τήν ἀρχή της, ὁλοκληρώνεται ὅμως στόν μέλλοντα, ὅταν φθάσουμε σ᾿ ἐκείνη τήν ἡμέρα• καί οὔτε ὁ παρών βίος μπορεῖ νά τήν ἐντυπώση τελείως στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, οὔτε ὁ μέλλων, ἄν δέν λάβη ἀπό ἐδῶ τίς ἀρχές...»13
Ὁ πιστός Χριστιανός δέν μεταθέτει στό «μετά-θάνατον», στό ἐπέκεινα, τήν χαρά καί τήν εὐτυχία του, ἀλλά τήν γεύεται ἀπό τώρα μέσα στήν ἐν Χριστῷ ζωή καί τόν ἐν Χριστῷ ἀγῶνα του. Ζῆ ἀπό τώρα, μέσα στόν κόσμο αὐτό, μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, μία «ἐγκαινιασμένη" ἐσχατολογία. Πρᾶγμα πού σημαίνει ὅτι ἀπό τήν ζωή αὐτή ὁ ἀγωνιζόμενος πιστός Χριστιανός προ-απολαμβάνει τούς ἀρραβῶνες, τίς προγεύσεις τῆς οὐρανίου μακαριότητος, ἀνερχόμενος ἀπό τήν παθητική καί ὑλώδη ζωή διαδοχικά τά στάδια τῆς μετανοίας, καθάρσεως, φωτισμοῦ καί θεώσεως, κατά τήν ἐμπειρία καί τήν φωτισμένη διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων.
Δέν ἀρνούμαστε αὐτήν τήν ζωή, δέν μισοῦμε τόν ὁρατό τοῦτο κόσμο. Εἶναι ἀνεκτίμητα δῶρα τοῦ Θεοῦ, πού πολύ σεβόμαστε καί μέ τά ὁποῖα -ἔχοντες τίς καλές προτεραιότητες καί ἱεραρχήσεις- μποροῦμε νά ἐπιτύχουμε τήν «καλήν ἐμπορίαν», νά κερδίσουμε τήν «ἀγήρω μακαριότητα», τήν αἰώνιο ζωή.
Πολλοί ἀπό τούς Ἀρχαίους Ἕλληνες φιλοσόφους ἀσχολήθηκαν ἰδιαίτερα μέ τά μεταφυσικά, ἐπιθυμῶντας καί προσπαθῶντας νά ἐμβαθύνουν σέ περισσότερο σταθερούς παράγοντες καί συνθῆκες τῆς ἀνθρωπίνης εὐδαιμονίας. Πολλοί φιλόσοφοι ἄνδρες τῆς ἀρχαιότητος ἀμφισβήτησαν τήν πρόσκαιρη, φθαρτή, γήινη ἀπόλαυσι καί ἡδονή, διαβλέποντας καί διαισθανόμενοι τήν ὕπαρξι μιᾶς ἄλλης οὐράνιας καί ἄφθαρτης, καί ἐλέγχοντας φανερά –καί πολλές φορές καί πολύ σκωπτικά- τούς ὀπαδούς τῆς πρώτης μέ τίς χοϊκές καί παχυλές εἰδωλολατρικές δοξασίες τους. Ὁ Ξενοφάνης, οἱ Τραγικοί, οἱ Σοφιστές, ὁ Σωκράτης, ὁ Ἀριστοτέλης, οἱ Στωικοί, ὁ Πλούταρχος, εἶναι μερικοί ἀπ᾿ αὐτούς.
Κεντρικός καί κύριος ἐκπρόσωπος τούτων ὑπῆρξε ὁ Πλάτων, μέ τήν λίαν ἀξιόλογο σκέψι καί φιλοσοφία του, μέ τήν ὁποία «δίδει ὀντολογική καί ἀξιολογική προτεραιότητα στό Ἐπέκεινα ἔναντι τοῦ παρόντος αἰσθητοῦ, γήινου κόσμου». «Καταδικάζει τήν τέχνη, τό θέατρο, τήν ἄμετρη ἡδονή, γενικά τό Διονυσιακό Πνεῦμα...» Ὁ Φ. Νίτσε τό ἀναγνωρίζει αὐτό, κατηγορῶντας τόν Πλάτωνα μέ βαρειές ἐκφράσεις λέγοντας, ὅτι ἐπέφερε «τήν «ἐκλογίκευσι" καί «ἠθικοποίησι" τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πνεύματος. Μάλιστα ἀποκαλεῖ τόν Πλάτωνα «κατάρα τῆς Εὐρώπης" καί πρό Χριστοῦ χριστιανό καί τοῦ καταλογίζει ὅτι ἀπό αὐτόν προῆλθε ὁ ἐκφυλισμός τοῦ ἀρχαίου πνεύματος καί ἡ ἀλλοτρίωση τοῦ εὐρωπαίου ἀνθρώπου»14.
Β. Κατηγοροῦν τούς Χριστιανούς οἱ Νεο-εἰδωλολάτρες γιά βαρβαρότητα καί ἀπαιδευσία, ἐπειδή φρονοῦν, ὅτι τάχα ἐν ὀνόματι τῆς πίστεως στόν Χριστό κατέστρεψαν τά ἔξοχα ἔργα τέχνης τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνικοῦ κόσμου καί πολιτισμοῦ.
Μή ἔχοντας διάθεσι νά καλύψουμε κάποιες μεμονωμένες ἐνέργειες, μέσα στά συγκεκριμένα πάντοτε δεδομένα τῆς τότε ἐποχῆς καί φυσικά (ἄς μή λησμονῆται αὐτό) μετά ἀπό αἰῶνες ἀπηνῶν διωγμῶν κατά τῶν Χριστιανῶν, ἀναφέρουμε σέ ἀντιδιαστολή ὅτι ὑπάρχουν πολλές ἀναφορές γιά Χριστιανούς πού μέ προσωπική τους πρωτοβουλία ἔσωσαν καί διετήρησαν ἔργα τῆς ἀρχαιότητος.
«Ἡ Helen Saradi π.χ., καταδεικνύει ὅτι ἡ ἐχθρική στάση τῶν χριστιανῶν πρός τά παγανιστικά ἱερά οὔτε γενικό φαινόμενο ὑπῆρξε, οὔτε συστηματική πολιτική. Ἀφ᾿ ἑνός, πολλά παγανιστικά ἱερά ἐρήμωσαν ἐπειδή ἁπλούστατα ἐγκατελείφθησαν...» καί «Ἀφ᾿ ἑτέρου, πολλά ἱερά διατηρήθηκαν εἴτε ἐπειδή ἔγινε σεβαστή ἡ αἰσθητική τους ἀξία, εἴτε ἐπειδή συνέχισαν νά χρησιμοποιοῦνται μετατρεπόμενα σέ χριστιανικές ἐκκλησίες»15.
Ὁ Ἱερός Αὐγουστῖνος μάλιστα τό 399 μ.Χ. ἀπευθυνόμενος στούς Χριστιανούς τῆς Καρθαγένης, τούς ἀποτρέπει «ἀπό τήν εἰσβολή στίς ἰδιοκτησίες τῶν ἐθνικῶν προκειμένου νά καταστρέψουν τά εἴδωλά τους. Εἶναι προτιμότερο ἔλεγε, νά ξερριζώσουμε τά εἴδωλα ἀπό τίς καρδιές τους καί νά προσευχόμαστε γι᾿ αὐτούς, ἀντί νά ἀποπνέουμε μένος ἐναντίον τους»16.
Ἡ ἐκτίμησις πάλι πρός ὅλα τά ὡραῖα τῆς ἀρχαιότητος εἶναι δεδομένη γιά τούς Χριστιανούς. Νά τί λέγει πρός τούς νέους, ὁ Μέγας Ἕλληνας καί Χριστιανός Ἱεράρχης ἅγιος Βασίλειος, προτρέποντάς τους νά ἐπιλέγουν ὅ,τι καλό ὑπάρχει στά γράμματα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων:
«... δέν πρέπει εἰς ὅλα κατά σειράν τά διδάγματα αὐτῶν νά προσέχετε, ἀλλ᾿ ὅταν μέν σᾶς διηγοῦνται κατορθώματα ἤ λόγους ἀνδρῶν ἀγαθῶν, πρέπει ν᾿ ἀγαπᾶτε καί νά μιμῆσθε αὐτούς καί νά προσπαθῆτε, ὅσον εἶναι δυνατόν, ὅμοιοι πρός τούτους νά εἶσθε· ὅταν ὅμως πονηρούς εἰκονίζουν ἀνθρώπους, τάς εἰκόνας ταύτας ν᾿ ἀποφεύγετε πρέπει, μέ φραγμένα τά ὦτα, ὅπως ὁ Ὀδυσσεύς, κατά τήν διήγησίν των, ἀπέφυγε τήν μουσικήν τῶν Σειρήνων, διότι ἡ τῶν κακῶν λόγων συνήθεια καί πρός τάς πράξεις τάς πονηράς ὁδηγεῖ. Διά τοῦτο ἀκριβῶς πρέπει μέ πάντα τρόπον τήν ψυχήν μας νά προφυλάττωμεν, μήπως μέ τῶν λόγων τήν ἡδονήν καί κακόν τι ἀπό ἀπροσεξίαν δεχθῶμεν, ὅπως ὅσοι μέ τό μέλι καταπίνουν καί δηλητήρια.
Δέν θά ἐπαινέσωμεν λοιπόν τούς ποιητάς οὔτε ὅταν εἰκονίζουν ἀνθρώπους ὑβριστάς ἤ ἐμπαίκτας ἤ ἐρωτευμένους ἤ μεθυσμένους, οὔτε ὅταν τήν εὐτυχίαν περιορίζουν εἰς τράπεζαν πλουσίαν καί διεφθαρμένα ᾄσματα· δέν θά προσέξωμεν δέ καθόλου, ὅταν ὁμιλοῦν περί θεῶν καί πρό πάντων ὅταν διηγοῦνται ὅτι οὗτοι εἶναι πολλοί καί μάλιστα οὐδέ εἰρηνεύουν μεταξύ των· διότι, ὡς γνωρίζετε, ἐκεῖνοι πολεμοῦν ἀδελφός πρός ἀδελφόν καί πατήρ τέκνα καί ταῦτα πάλιν κρυφά πολεμοῦν τούς γονεῖς των. Τάς μοιχείας δέ τῶν θεῶν καί τούς ἔρωτας καί τάς φανεράς σαρκικάς αὐτῶν μείξεις, καί μάλιστα τοῦ κορυφαίου ὅλων -ὅπως λέγουν οἱ ποιηταί- καί ἀνωτάτου, τοῦ Διός, ὅσα καί περί ζώων δέ θά ἔλεγε τις χωρίς νά κοκκινήση, αὐτά θά τ᾿ ἀφήσωμεν εἰς τούς ἀνθρώπους τοῦ θεάτρου.
Τά αὐτά ἀκριβῶς ἔχω νά εἴπω καί περί τῶν πεζογράφων, καί μάλιστα ὅταν συγγράφουν πρός διασκέδασιν τῶν ἀκροατῶν. Δέν θά μιμηθῶμεν ἐπίσης καί τῶν ρητόρων τήν τέχνην τῆς ψευδολογίας· διότι οὔτε εἰς τά δικαστήρια οὔτε εἰς τάς ἄλλας πράξεις εἶναι τό ψεῦδος ὠφέλιμον, ἀφοῦ ἐπροτιμήσαμεν τόν ὀρθόν καί ἀληθινόν δρόμον τῆς ζωῆς... Θά προτιμήσωμεν ὅμως νά παραδεχθῶμεν ἐκεῖνα τά διδάγματά των, εἰς τά ὁποῖα τήν ἀρετήν ἐπήνεσαν ἤ τήν κακίαν κατέκριναν. Διότι, ὅπως ἡ ἀπόλαυσις τῶν ἀνθέων διά μέν τούς ἄλλους εἰς μόνην τήν εὐωδίαν καί τό χρῶμα περιορίζεται, ἐνῶ αἱ μέλισσαι, ὡς γνωστόν, καί μέλι ἀπό τούτων λαμβάνουν, ὁμοίως καί ἐδῶ, ὅσοι εἰς τά συγγράμματα ταῦτα δέν ἐπιδιώκουν μόνον τήν ἡδονήν καί τήν χάριν τοῦ λόγου, δύνανται καί ὠφέλειάν τινα ἀπ᾿ αὐτῶν ν᾿ ἀποθησαυρίσουν εἰς τήν ψυχήν.
Πρέπει λοιπόν ἡμεῖς τά συγγράματα ταῦτα σύμφωνα πρός τήν ὅλην εἰκόνα τῶν μελισσῶν νά μελετῶμεν· διότι καί ἐκεῖναι οὔτε εἰς ὅλα τά ἄνθη πετοῦν μέ τόν ἴδιο τρόπον, οὔτε ὅπου ἐπικαθήσουν ὅλα νά λάβουν ἐπιχειροῦν· ἀλλ᾿ ἀφοῦ παραλάβουν ὅσον εἰς τήν ἐργασίαν των χρήσιμον εἶναι, τό ἄλλο ἀφήνουν καί φεύγουν. Καί ἡμεῖς ἄν εἴμεθα φρόνιμοι, θά παραλάβωμεν ἀπό τούτων ὅσα μᾶς εἶναι κατάλληλα καί πρός τήν ἀλήθειαν συγγενῆ, τό δέ ὑπόλοιπον θά παρατρέξωμεν. Καί ὅπως τό τριαντάφυλλον κόπτομεν, ἀλλ᾿ ἀποφεύγομεν τάς ἀκάνθας τοῦ θάμνου του, ὁμοίως καί τῶν συγγραμμάτων τούτων θά παραλάβωμεν ὅ,τι εἶναι ὠφέλιμον, ἀλλά θά προφυλαχθῶμεν ἀπό τά βλαβερά»17.
Ἐπίσης ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐξανίσταται καί διαμαρτύρεται γιά τήν ἀπόφασι τοῦ Ἰουλιανοῦ νά στερήση τήν ἑλληνική παιδεία ἀπό τούς Χριστιανούς18.
Δέν θά ἔπρεπε πάλι νά παραβλέψουμε ὅτι τά πλεῖστα τῶν ἑλληνικῶν χειρογράφων, καί ἔργα Ἑλλήνων φιλοσόφων, διεσώθησαν ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀπό τούς Χριστιανούς καί πιό συγκεκριμένα σέ Μοναστήρια. Ἐπί παραδείγματι στό Ἅγιον Ὄρος σώζονται, συντηροῦνται καί διαφυλάσσονται περισσότερα ἀπό τά μισά ἑλληνικά χειρόγραφα ὅλου τοῦ κόσμου. Τοῦτο μάλιστα, κατά τίς γνῶμες εἰδικῶν ἐπιστημόνων, ἀποτελεῖ μία ἀπό τίς σημαντικώτερες προσφορές τοῦ Ὀρθοδόξου Βυζαντίου στόν πολιτισμό τοῦ Δυτικοῦ Κόσμου, ἄν ὄχι ὅλου τοῦ κόσμου. Ἡ διάσωσις δηλαδή καί παράδοσις τοῦ συνόλου σχεδόν τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας.
Γνωρίζουμε τά ἔργα τῶν ἀρχαίων φιλοσόφων, ποιητῶν, τραγικῶν, ἱστορικῶν -ἀπό τόν Ὄμηρο, τόν Πλάτωνα καί τόν Θουκυδίδη μέχρι τόν Μένανδρο, τόν Λογγίνο καί τόν Πλωτῖνο- στήν συντριπτική τους πλειοψηφία ἀπό χειρογράφους κώδικες πού ἐγράφησαν κυρίως κατά τήν μέση βυζαντινή περίοδο, ὅταν ἀνακαλύφθηκε ἡ μικρογράμματος ἐπισεσυρμένη γραφή. Ἀπό τήν ἀρχαιότητα σώζονται μόνον λίγοι πάπυροι πού περιέχουν συνήθως ἀποσπάσματα τῶν συγγραμμάτων καί τῶν ἔργων τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων σοφῶν καί ποιητῶν. Ἀρκεῖ νά συγκρίνη κανείς, σέ μία κριτική στερεότυπη ἔκδοσι (π.χ. τῆς Ὀξφόρδης), τό πλῆθος τῶν χειρογράφων κωδίκων ἀπό τόν 11ο ἕως τόν 15ο αἰῶνα μέ τόν ἀριθμό τῶν ἀρχαίων παπύρων, γιά νά ἀντιληφθῆ τό μέγεθος τῆς προσφορᾶς τῶν Βυζαντινῶν ἀντιγραφέων πού πολύ ἀγαποῦσαν καί ἐκτιμοῦσαν τόν ὡραῖο ἀρχαιοελληνικό πολιτισμό.
Δέν μαρτυροῦν ὅλ᾿ αὐτά τήν ἐγνωσμένη ἐκτίμησι καί ἀναγνώρισι τοῦ πλούτου τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων τῆς ἀρχαιότητος ἐκ μέρους τῶν Χριστιανῶν;
Ἄν οἱ εἰδωλολάτρες ἄδικα κατηγοροῦν τούς Χριστιανούς γιά συστηματικές βιαιότητες στά ἔργα τέχνης καί πολιτισμοῦ καί ἐν ὀνόματι μάλιστα τῆς εἰς Χριστόν πίστεως, οἱ Χριστιανοί ἀποκρούοντας καί ἀντιστρέφοντας τίς κατηγορίες τούς καταγγέλλουμε γιά ἀνεπανάληπτες καί ἀμίμητες σ᾿ ὅλη τήν Ἱστορία ὠμότητες καί φρικιαστικές ἐκτελέσεις ἑκατομμυρίων ἀνθρωπίνων προσώπων γιά λόγους καί μόνο συνειδήσεως καί πίστεως στόν Χριστό.
Γ. Πολλοί ἀπό τούς Νεο-παγανιστές μᾶς ἐγκαλοῦν ὅτι ἀμελήσαμε, ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες Χριστιανοί, γιά τίς τύχες τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί ἀφοσιωθήκαμε μέ ζῆλο πολύ στά Ἰουδαιο-χριστιανικά πράγματα, μέ ἀποτέλεσμα νά συντελέσουμε ἔτσι κατά πολύ στήν ὑποβάθμισι τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ καί τήν συρρίκνωσι τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Πόσο ἄστοχα ὁμιλοῦν, ὡσάν νά μή ἔγινε τίποτε ἄλλο καλό σ᾿ αὐτόν ἐδῶ τόν τόπο μετά τήν ἀρχαιότητα!
Οἱ Χριστιανοί Ἕλληνες ἀγαπῶντας καί σεβόμενοι τόν ἀληθινό Θεό δέν παραμελοῦσαν, καί δέν παραμελοῦμε, τήν πατρίδα καί τόν ὡραῖο πολιτισμό της.
Τό Χριστοκεντρικό Βυζάντιο, πού τόσο πολέμησαν καί πολεμοῦν ἄνθρωποι πού δέν βλέπουν τήν χριστιανική συνέχεια τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνισμοῦ, ἔχει νά ἐπιδείξη ἄπειρα παραδείγματα φιλοπατρίας καί ἀγάπης πρός τήν ἔνδοξη καταγωγή μας: Χριστιανῶν αὐτοκρατόρων, στρατιωτικῶν, λογίων, ὡς καί ἁπλῶν ἀνθρώπων.
Δόξα τοῦ Ἑλληνισμοῦ δέν εἶναι μόνο ἡ ἀρχαιότητα. Δόξα τοῦ Ἑλληνισμοῦ δέν εἶναι μόνο ἡ φιλοσοφία, οἱ τέχνες καί τά γράμματα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων. Εἶναι, καί διαχρονικά μάλιστα, πολύ ἀνώτερη δόξα καί τιμή γιά τόν Ἑλληνισμό:
α΄. Ὁ ἐκχριστιανισμός πολλῶν λαῶν ἀπό Ἕλληνες Ἱεραποστόλους, μέ οἰκουμενικό πνεῦμα, μέ σεβασμό στά ἰδιαίτερα δεδομένα τους.
β΄. Ἡ θεολογία τῶν Ἑλλήνων Πατέρων, οἱ ὡραῖοι ἀγῶνες τους κατά τῶν αἱρέσεων, ἡ ποιμαντική μέριμνα «ὑπέρ πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν" καί ὑπέρ τοῦ σύμπαντος κόσμου.
γ΄. Ἡ Χριστιανική Ἑλληνική φιλοσοφία τῶν Χριστιανῶν Ἑλλήνων φιλοσόφων, πού ἔχει περίοπτη θέσι δίπλα καί πάνω ἀπό τήν θύραθεν ἀρχαία Ἑλληνική φιλοσοφία, καί ἡ ὁποία μέ τόν ἀληθινό φωτισμό τοῦ Πνεύματος διακρίνει, ἑρμηνεύει καί προσφέρει τήν ἀποκαλυπτική ἀλήθεια γιά τόν κόσμο, τόν ἄνθρωπο, τόν Ὄντως Θεό.
δ΄. Ὁ ἐκχριστιανισμός καί ἐξανθρωπισμός τῶν ἠθῶν, τῆς παιδείας, τοῦ δικαίου.
ε΄. Ἡ καταξίωσις τοῦ ἀπό Χριστοῦ σεβασμοῦ στό ἀνθρώπινο πρόσωπο.
στ΄. Ἡ κατάργησις τῆς δουλείας, τῶν φυλετικῶν διακρίσεων, τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας.
ζ΄. Ἡ κοινωνική ἀποδοχή περί τῆς ἰσότητος τῶν δύο φύλων.
η΄. Ἡ ὡραία καί ἁρμονική ἐν Χριστῷ κοινοτική συμβίωσις μέ κύρια ἔκφρασί της τά πολλά καί μεγάλα ἑλληνικά μοναστήρια, καί τόσα ἄλλα κοινωνικά ἐπιτεύγματα, κατορθώματα, ἀληθινή δόξα καί τοῦ Ἑλληνισμοῦ, διά τῶν Χριστιανῶν Ἑλλήνων.
θ΄. Μετά τήν ἀρχαιότητα καί τό Βυζάντιο, καί στά δύσκολα χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας δοξάσθηκε ὁ Χριστιανικός Ἑλληνισμός. Μέ τήν ἄρσι τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ καί τήν δύναμι τῆς Ἀναστάσεως, τό ὑπόδουλο γένος χάριν τῆς εἰς Χριστόν Πίστεως ἔδειξε μεγάλα ἀποθέματα ἀντοχῆς, καί ὑπεροχῆς ἔναντι τῶν βαρβάρων κατακτητῶν, πράγμα πού τό διετήρησε ἀλώβητο στό πέρασμα αἰώνων δεινῆς σκλαβιᾶς καί ἀτιμώσεων.
ι΄. Τά Χριστιανικά κυρίως ἑλληνικά γράμματα, μέ τόν ἀπόδημο στήν Ἑσπερία Ἑλληνισμό ἀνθοῦν καί τρέφουν τίς ψυχές τῶν ὑποδούλων, γιά νά θεριέψη μέσα στίς ψυχές τῶν Χριστιανῶν «ἐλεύθερων Πολιορκημένων" ἡ ἐλπίδα στήν ἐξέγερσι καί τήν ἐλευθερία.
ια΄. Καί ἡ χριστιανική δύναμις τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς γίνεται πάλι πόλος ἕλξεως πολλῶν ξένων, Φιλελλήνων, καί νέες δόξες καί στεφάνια διεθνῶς ἐπιγράφονται στόν Ἑλληνισμό μέ «τό ἀθάνατο κρασί τοῦ ΄21», «γιά τοῦ Χριστοῦ τήν Πίστη τήν ἁγία καί τῆς Πατρίδος τήν ἐλευθερία».
ιβ΄. Γιά νά φθάσουμε στήν Νεώτερη Ἱστορία μας καί στά ἔπη τοῦ ΄40, μέ τίς ἐμφανίσεις τῆς Παναγίας μας στούς ἥρωες τῆς Πίνδου, καί τό παγκόσμια ἀμίμητο λεχθέν, πώς «οἱ ἥρωες πολεμοῦν σάν τούς Ἕλληνες" (Οὐίνστων Τσώρτσιλ) καί στά ἁγνά Χριστιανά λεβεντόπαιδα τῆς ΕΟΚΑ τῆς Κύπρου.
Ὅλα αὐτά μένουν στήν Ἱστορία ὡς ἔπαινος πολλῶν ξένων διανοουμένων καί θεολόγων καί ἱστορικῶν γιά τόν Ἑλληνισμό, ἀφοῦ τίμια τέκνα του τά κατώρθωσαν.
Ὁ Ἑλληνισμός «"ὁλοκληρώθηκε μέσα στήν Ἐκκλησία" καί μέ τήν νέα ταυτότητά του ὡς Ἑλληνορθοδοξία - ἤ καλύτερα Ὀρθοδοξία – δοξάσθηκε καί μεγαλούργησε στήν κατοπινή του πορεία, ὡς «αἰωνία κατηγορία (σ.σ. δηλ. χαρακτηριστικό) τῆς χριστιανικῆς ὑπάρξεως"» κατά τήν ὁμολογία τοῦ μεγάλου Ρώσσου θεολόγου, π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ19.
Δέν εἶναι στεφάνια δόξης ἀμάραντα ὅλ᾿ αὐτά γιά τόν Ἑλληνισμό; Δέν εἶναι αἰώνιος ἔπαινος τῶν Χριστιανῶν πατριωτῶν Ἑλλήνων πού προστίθεται σ᾿ ἐκεῖνον τῶν ἀρχαίων προγόνων μας;
Ἡ ἀποστασιοποίησις ἀπό τόν ἀληθινό Θεό καί ἡ ἀγνωμοσύνη στά ἅγια αὐτά καί ἱερά, μέ τά ὁποῖα δοξάσθηκε καί μεγαλούργησε τό ἔθνος, εἶναι καί ἡ κυριώτερη αἰτία γιά τίς ὅποιες δύσκολες ἱστορικές στιγμές τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Παιδεία καί πατρικός σωφρονισμός πού ἀποβλέπει στήν διόρθωσι καί ἐπιστροφή στήν ὀρθή πορεία. «Υἱέ μή ὀλιγώρει παιδείας Κυρίου, μηδέ ἐκλύου ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐλεγχόμενος. Ὅν γάρ ἀγαπᾶ Κύριος παιδεύει, μαστιγοῖ δέ πάντα υἱόν ὅν παραδέχεται»20.
Ἄς μή ἀπατώμεθα. Αὐτό τό νόημα ἔχουν οἱ ὑποδουλώσεις, οἱ καταστροφές, οἱ τραγωδίες. Ἐδῶ εὑρίσκεται ἡ ἀπάντησις καί στήν σύγχρονη γεωγραφική καί κοινωνικοπολιτική συρρίκνωσι τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Δ. Μία ἄλλη κατηγορία κατά τῶν Χριστιανῶν εἶναι ὅτι τάχα εἴμαστε μισέλληνες.
Αὐτή βέβαια ἡ κατηγορία συνοδεύεται μέ τήν ἀπαράδεκτη ὅσο καί ἀστεία θεωρία ἐκ μέρους τῶν Νεο-παγανιστῶν περί τῆς ἀνωτερότητος τῆς ἑλληνικῆς φυλῆς ἔναντι τῶν ἄλλων λαῶν. Τοῦτο τό τελευταῖο δέν χρειάζεται καί διά πολλῶν νά ἀντικρουσθῆ, δεδομένων τῶν εὐρύτατα, ἀπό ὅλους σχεδόν τούς νοήμονες ἀνθρώπους, σήμερα στήν ἀρχή τοῦ εἰκοστοῦ πρώτου αἰῶνος διαδεδομένων ἀντι-ἐθνικιστικῶν καί ἀντι-ρατσιστικῶν ἰδεῶν.
Καυχώμαστε, μέ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ, πού εἴμαστε Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί Ἕλληνες, μέ μεγάλη πνευματική εὐθύνη γιά τήν σύγχρονη παρουσία μας στόν κόσμο. Καυχώμαστε μέ μία ταπεινή καύχησι, πρῶτα γιά τήν ἀληθινή καί ἀμώμητο Πίστι στόν Θεάνθρωπο Χριστό. Ἄν καί βεβαίως «τό πολίτευμα ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει»21, ὅμως κατά τό ἀνθρώπινο σεμνά καυχώμαστε καί γιά τήν Πατρίδα μας, γιά τήν ἔνδοξη καταγωγή μας, γιά τήν παγκοσμίως καί διαχρονικά ἀνεγνωρισμένη προσφορά τῶν προγόνων μας στόν πολιτισμό, τίς τέχνες, τίς ἐπιστῆμες, τήν παιδεία, τήν φιλοσοφία.
Ὁ ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος, Πατριάρχης Κων/πόλεως κατά τόν ιδ΄ αἰῶνα, στόν βίο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἐγκωμιάζει τήν πατρίδα τοῦ Ἁγίου, τήν Βασιλεύουσα τῶν πόλεων, καί ταπεινά καυχᾶται γιά τίς ἀρχαῖες, ὡραῖες πνευματικές ρίζες της (τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς σοφίας), ἀλλά πού βέβαια βαπτίσθηκαν στά νάματα τῆς Πίστεως:
«... τό βασιλεύουσαν ἁπασῶν φημι παρά πάντων αὐτήν ἄνωθεν καί προσειρῆσθαι καί εἶναι καί πάσας ὑφ᾿ ἑαυτήν ἔχειν καί ὁμοῦ τῶν ἁπασῶν ἐν ἅπασιν ὑπερέχειν, καί μεγέθει καί κάλλει καί θέσει καί κράσει στοιχείων καί ἀέρων ἐπιτηδειότητι καί ξηρᾷ καί θαλάσσῃ καί τό πανταχόθεν ἐκ γῆς τε καί θαλάσσης ὑφ᾿ Ἑλλήνων τε καί βαρβάρων καί παντός ὁμοῦ γένους δωροφορεῖσθαι. Τό δέ κράτιστον καί ὑπερκείμενον τούτων, τό καί λόγων καί σοφίας ἄνωθεν χρηματίζειν ταύτην μητέρα καί οἰκητήριον Ἑλλήνων ἄντικρυς πεφηνέναι, τήν πάλαι θρυλουμένην Στοάν καί τούς Περιπάτους καί τάς Ἀκαδημίας, εἰς ἑαυτήν ὁμοῦ πάντα συναγαγοῦσαν μετά τῆς εὐσεβείας• καί τήν μέν ἀθεΐαν καί τούς μύθους καί τούς μακρούς λήρους μετά τοῦ ψεύδους καί τῶν παραλογισμῶν, καί τῆς συχνῆς ἀδολεσχίας καί τῆς ἀπάτης... ἀπορρίψασαν, τῇ δ᾿ ἀληθείᾳ, καί τῇ τοῦ ἑνός τρισυποστάτου καί παντοδυνάμου καί παντοκράτορος Θεοῦ πίστει, τῷ τε Σταυρῷ καί τῇ τοῦ Εὐαγγελίου ἁπλότητι κατακοσμήσασαν τήν σοφίαν ἐκείνην καί δούλην εὐγνώμονα καί ὑπηρέτιν ἀναδείξασαν τῆς ἀληθινῆς καί πρώτης σοφίας»22.
Ἡ Κωνσταντινούπολις, λέγει «ἐπαινεῖται ἀπό ὅλους καί εἶναι βασιλίδα ὅλων τῶν πόλεων. Εὑρίσκεται σέ ὑπεροχή ἀπό ὅλες καί σέ ὅλα. Καί σέ μέγεθος, καί σέ ὀμορφιά, καί σχετικά μέ τήν τοποθεσία καί τόν συνδυασμό τῶν φυσικῶν στοιχείων, καί τήν εὐκρασία τῶν ἀέρων καί ἀπό τήν ξηρά καί ἀπό τήν θάλασσα, καί ὅτι ἀπό ὅλους τούς λαούς, καί ἀπό τούς Ἕλληνες καί ἀπό τούς Βαρβάρους καί ἀπό ὅλους τούς λαούς γενικῶς μεγαλύνεται καί λαμβάνει δῶρα καί τιμές. Θεωρεῖται ὅμως ἀνώτερο καί μεγαλύτερο ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, τό ὅτι εἶναι μητέρα πνευματικῶν λόγων καί τῆς ἄνωθεν σοφίας, ἀλλά ταυτόχρονα καί οἰκητήριο τῶν Ἑλλήνων. Ἐπειδή συγκέντρωσε μέσα της τήν παλαιά θρυλική Στοά, τούς Περιπάτους καί τίς Ἀκαδημίες (σ.σ. δηλαδή τήν ἀρχαία Ἑλληνική φιλοσοφία), ἁρμονικά ὅμως καί ὄμορφα συνδυασμένα ὅλ᾿ αὐτά μέ τήν ἀληθινή εὐσέβεια τῆς Ἒκκλησίας τοῦ Χριστοῦ• διότι ἀφοῦ μέν ἀπέρριψε τήν ἀθεΐα καί τούς μύθους καί τίς ἀνιαρές ἀνοησίες μέ τά ψεῦδη καί τούς παραλογισμούς καί τίς συνεχεῖς φλυαρίες τους καί τίς ἀπάτες, καταστόλισε τήν κοσμική ἐκείνη (καί θύραθεν) σοφία μέ τήν ἀλήθεια καί τήν πίστι στόν ἕνα καί τρισυπόστατο καί παντοδύναμο καί παντοκράτορα Θεό, μαζί μέ τόν Σταυρό καί τήν ἁπλότητα τοῦ Εὐαγγελίου. Καί ἔτσι τήν ἀνέδειξε εὐγνώμονα δούλη καί ὑπηρέτρια τῆς ἀληθινῆς καί πρώτης σοφίας».
Διαφαίνεται ἄραγε πουθενά μισελληνισμός σέ τέτοια ὡραῖα κείμενα Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας; Ἤ μήπως ἀντίθετα διακηρύσσεται μιά ταπεινή καί διακριτική καύχησις, γιά ὅ, τι ὡραῖο καί σεμνό ἐδημιούργησε τό ἔνδοξο παρελθόν τῆς πατρίδος μας, τά ὁποῖα ἔτι περισσότερο ἐλάμπρυνε ἡ εἰς Χριστόν Πίστις καί ζωή;
Καυχώμαστε ἐπίσης πού οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες πρόγονοί μας ἦσαν πολύ θεοφοβούμενοι. Εἶναι γνωστό ὅτι πρίν ἀπό κάθε τι μεγάλο προσηύχοντο, προσέφεραν θυσίες καί σπονδές, παρακαλοῦσαν τούς θεούς τους γιά τήν καλή ἔκβασι τοῦ μέλλοντος. Εἶναι παροιμιώδης ἡ ἔκφρασις «ἀπό θεοῦ ἄρχεσθαι" τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων. Ἡ ζωή τους δέν ἦταν ἀνθρωποκεντρική, ὅπως τόσων συγχρόνων μελετητῶν καί ἑρμηνευτῶν τους, ἀλλά θεοκεντρική. Εἶχαν σχεδόν πάντοτε στόν νοῦ καί στόν λόγο τους τήν ἀναφορά τους στόν θεό. Πρότυπο καί παράδειγμα καί ἔλεγχος γιά τόν σημερινό φίλαυτο, ἐγωκεντρικό, οὑμανιστή, σχεδόν ἄθεο ἄνθρωπο.
Καυχώμαστε πού καταγόμαστε ἀπό μιά τέτοια φυλή πού μέ τό ἀνήσυχο πνεῦμα της, πνεῦμα προβληματισμοῦ καί ἐρεύνης, δέν ἀναπαυόταν σέ μιά ὑλιστική ζωή, μέ ἀποκλειστικά γήινο καί ἐμπαθές περιεχόμενο, ἀλλά ἀναζητοῦσε τό ἀνώτερο, τό πνευματικό, τό οὐράνιο. Ἀπ᾿ αὐτούς, παρά τό σκότος τῆς ἀγνωσίας, ἀναπτύχθηκε ὁ ἀρχαῖος ἑλληνικός πολιτισμός, ὁ πόθος γιά τό ὄντως «καλόν κἀγαθόν».
Καυχώμαστε ἐμεῖς οἱ σύγχρονοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί Ἕλληνες πού στά πρόσωπα τῶν μεγάλων ἀρχαίων Ἑλλήνων φιλοσόφων ἀναγνωρίζουμε τρόπον τινα Ἕλληνες πρό Χριστοῦ Προφῆτες καί τούς εἰκονίζουμε στούς ἐξωνάρθηκες τῶν Ἐκκλησιῶν μας.
Κατά τόν Καθηγητή Ν. Ζία: «Ἡ μεγαλωσύνη τῆς Ὀρθοδοξίας ἔγκειται στή δυνατότητα πρόσληψης καί μεταμόρφωσης. Στή θετική στάση ἀποδοχῆς. Ἡ ἀρνητική στάση -ὅταν ὑπάρχη- δέν εἶναι ἐχθρότητα ἤ βδέλυγμα ἀλλά περιχαράκωση καί περιφρούρηση ἀγάπης γιά τυχόν ἀστοχία στόν τελικό στόχο «ἵνα ζωήν ἔχωσι καί περισσόν ἔχωσι..." Ἡ Νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας καί θρίαμβός της εἶναι ἡ κατάφαση τῆς εἰκόνας. Ἡ κατάφαση τῆς ζωῆς καί τοῦ ἀνθρώπου». Μέσα στό διακριτικό αὐτό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας κατανοεῖται καί «ἡ ἱστόρηση τῶν Ἀρχαίων Ἑλλήνων Φιλοσόφων στούς Ὀρθοδόξους ναούς καί κυρίως στούς Νάρθηκες καί τίς Τράπεζες Μοναστηριῶν. Πέραν τοῦ ὅτι ὅλες οἱ σωζόμενες παραστάσεις ἀπαντοῦν κυρίως σέ Μοναστήρια, ἰδιαίτερη σημασία ἔχει τό γεγονός ὅτι βρίσκονται ἱστορημένες μορφές τῶν Ἑλλήνων σοφῶν σέ Μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐκεῖ πού διασώζεται αὐθεντικά ἡ Ὀρθόδοξη παράδοση καί βιώνεται ἡ Ὀρθόδοξη πνευματικότητα μέσα στήν εἰκοσιτετράωρη λειτουργική ζωή»23.
Χαίρονται, πιστεύουμε, κι αὐτοί οἱ ἀγαθοί ἀρχαῖοι Ἕλληνες πού βέβαια θά ἐπίστευσαν στό κήρυγμα τοῦ τριημερεύσαντος στόν τάφο Ἰησοῦ, καί θά καυχῶνται χωρίς ἀμφιβολία γιά τήν καλή ἐξέλιξι καί τόν ἐγκεντρισμό τοῦ Ἑλληνισμοῦ στήν καλλιέλαιο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ24.
Χαίρονται διότι ὁ Ἑλληνισμός δέν ἐδίστασε, στά πρόσωπα τῶν σοφῶν, Χριστιανῶν πλέον Ἑλλήνων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, νά ἐγερθῆ ἀπό τόν ὕπνο τῆς ἀγνωσίας καί τῶν σκιῶν, καί νά παραλάβη τό Φῶς ἀπό τούς ἀγνώμονες Ἰουδαίους καί νά οἰκειοποιηθῆ τήν θεία κληρονομία τους, ἀκούγοντας τό ἐγερτήριο κάλεσμα τῆς Ἐκκλησίας: «ἔγειρε ὁ καθεύδων καί ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν καί ἐπιφαύσει σοι ὁ Χριστός»25.
Καί ὄντως ἠγέρθη ὁ Ἑλληνισμός:
Ἀπό τά αἰνίγματα καί τούς μύθους, στήν ἐξ οὐρανοῦ ἀποκάλυψι.
Ἀπό τήν ἀσχημάτιστη, ἀόριστη ἐλπίδα, στήν Προσδοκία τῶν Ἐθνῶν.
Ἀπό τόν βωμό τοῦ ἀγνώστου Θεοῦ, στό ἱερό βῆμα τῆς Ἐκκλησίας, καί τήν ἐμπειρία ὅτι ὁ Θεός μεθ᾿ ἡμῶν ἐστι, ὁ Ἐμμανουήλ.
Ε. Καταφέρονται ἐπίσης ἐναντίον μας οἱ Νεο-παγανιστές μέ τόν ἰσχυρισμό ὅτι οἱ ρίζες τῆς Πίστεώς μας, καί συγκεκριμένα ἡ Παλαιά Διαθήκη, εἶναι δῆθεν ἁπλῶς Ἑβραϊκή Ἱστορία, συνεπῶς ἑβραϊκή ὑπόθεσις πού δέν ἀφορᾶ ἐμᾶς τούς Ἕλληνες. «Ἄς στραφοῦμε, λοιπόν», λέγουν, «στήν δική μας καταγωγή, τήν ἀρχαία Ἑλλάδα, μέ τόν πολιτισμό, τήν φιλοσοφία, τήν θρησκεία της».
Κατ᾿ ἀρχάς πρέπει νά δηλώσουμε τό προφανές, ὅτι δηλαδή οἱ Χριστιανοί δέν εἴμαστε ρατσιστές καί γι᾿ αὐτό οὔτε ἀντισημιτιστές (πῶς θά μπορούσαμε ἄλλωστε νά εἴμαστε;). Ὁ Ἑβραϊκός λαός εἶναι ἀνθρωπίνως συμπαθής σέ ἐμᾶς, ὅπως ὅλοι οἱ λαοί τοῦ κόσμου καί μάλιστα ἐπειδή μᾶς προσέφερε τόσους Πατριάρχες, Δικαίους καί Προφῆτες τῆς Παλ. Διαθήκης, ὡς καί τούς ἁγίους Ἀποστόλους καί τούς πρώτους Χριστιανούς στήν ἐποχή τῆς Καινῆς Διαθήκης, μέ κορωνίδα βέβαια τήν Πανάχραντο Κυρία Θεοτόκο, καί πάνω ἀπό ὅλα τόν Θεάνθρωπο Κύριο καί Σωτῆρα Ἰησοῦ Χριστό.
Ὡστόσο ἡ Πίστις μας δέν εἶναι «ἰουδαϊκή». Ἀπό πολύ ἐνωρίς στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἔγινε σαφές καί ρητῶς ἐκφράσθηκε ἡ ξεκάθαρη τοποθέτησις τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, ὅτι ἡ εἰς Χριστόν πίστις εἶναι διάφορη τοῦ ἰουδαϊσμοῦ, ἀφοῦ ὁ Κύριος "ἐξηγόρασεν ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου τῷ τιμίῳ Αὐτοῦ αἵματι». Πλήν τῶν σαφῶν παραπομπῶν τῆς Καινῆς Διαθήκης (Πράξεις τῶν Ἀποστόλων), ὅπου ἀναφέρονται στήν ζωή τῶν νέων τότε Χριστιανῶν καταργήσεις παλαιῶν ἰουδαϊκῶν συνηθειῶν καί τυπικῶν, παραθέτουμε καί τήν μαρτυρία τοῦ Ἱερομάρτυρος ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ θεοφόρου, ἐπισκόπου Ἀντιοχείας κατά τήν περίοδο 70-107 μ.Χ., ὁ ὁποῖος ἔγραφε σέ ἐπιστολή του πρός τούς Χριστιανούς τῆς Μαγνησίας: «Ἄτοπον ἐστιν, Χριστόν Ἰησοῦν λαλεῖν, καί ἰουδαΐζειν. Ὁ γάρ Χριστιανισμός οὐκ εἰς Ἰουδαϊσμόν ἐπίστευσεν, ἀλλά Ἰουδαϊσμός εἰς Χριστιανισμόν, ὡς πᾶσα γλῶσσα πιστεύσασα εἰς Θεόν συνήχθη»26.
Ἡ Παλαιά Διαθήκη εἶναι ἡ ἱερά βίβλος τῶν πρώτων Χριστιανῶν, ἰδίως πρίν ἡ Ἐκκλησία ἀποφανθῆ γιά τόν Κανόνα τῶν βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης. Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καί οἱ πρῶτοι πιστοί στόν Χριστό δέν διανοήθηκαν κἄν νά τήν θεωρήσουν "Ἰουδαϊκή», ἡ ἁπλῶς ὡς μία συλλογή τῆς Ἑβραϊκῆς Ἱστορίας, ἀλλά ἀντιθέτως ἀπό πολύ ἐνωρίς τήν ἔνοιωθαν ὡς «Λόγον Θεοῦ», τήν περιέβαλλαν μέ πολύ σεβασμό καί κῦρος, καί τά ἀναγνώσματά της ἦσαν καί εἶναι ἰδιαίτερα προσφιλῆ καί ἐνισχυτικά στόν πνευματικό ἀγῶνα ὅλων τῶν Χριστιανῶν.
Ἀνάλογη εἶναι καί ἡ ἐπίδρασις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στήν
χριστιανική εἰκονογραφία. Συχνά τά θέματα τῶν Χριστιανῶν εἰκονογράφων προέρχονται ἀπό παλαιοδιαθηκικά γεγονότα, τά ὁποῖα προτυπώνουν ἤ συμβολίζουν γεγονότα τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀπό τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ. Π.χ. ὁ Προφήτης Ἰωνᾶς στήν κοιλία τοῦ κήτους, πού προτυπώνει τήν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου.
Οἱ σοφοί Χριστιανοί Ἕλληνες Πατέρες πάντοτε στήν Παλαιά Διαθήκη εἶχαν τίς ἀναφορές τους καί τά συγγράματά τους γέμουν ἀπό παραπομπές σ᾿ αὐτήν. Δέν γνώριζαν αὐτοί τότε τά πράγματα καλλίτερα, γιά νά φυλαχθοῦν (ἄν ὑπῆρχε λόγος ὑπονοίας) ἀπό κάποια ὑποτιθέμενη ἑβραϊκή δολιότητα καί ψεῦδος; Ἦσαν αὐτοί λιγώτερο Ἕλληνες ἀπό τούς ἄλλους Ἕλληνες πού παρέμειναν δέσμιοι τῆς εἰδωλολατρίας;
Πλήν τῶν ἄλλων ἡ Παλαιά Διαθήκη μᾶς ὁμιλεῖ καί γιά τούς «ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ», τούς Προπάτορες τοῦ Κυρίου, κατά τό ἀνθρώπινο, φανερώνοντας ἔτσι τήν ἄρρηκτη συνέχειά της μέ τήν βίβλο τῆς ἐποχῆς τῆς Χάριτος. Ἡ Παλαιά Διαθήκη εἶναι ἡ βάσις γιά τήν Καινή. Εἶναι ἡ προετοιμασία γιά τήν ἔλευσι τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ.
Εἶναι ἐπίσης πασίδηλος ὁ παγκόσμιος χαρακτήρας καί προοπτική της γιά τήν σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Τοῦτο φαίνεται ἐμφανέστατα στούς Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Ὁ ἱστορικός Εὐσέβιος κάνει μία ὡραία ὅσο καί ἀναλυτικώτατη μελέτη γιά τό ὅτι πράγματι τά περί τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης δέν ἀναφέρονται ἀποκλειστικά στούς Ἑβραίους, ἀλλά ἀφοροῦν τήν σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου, πρός καταισχύνη μάλιστα αὐτῶν πού ἀδιαφόρησαν καί ἀπέρριψαν τήν εὐσέβεια πρός τόν μόνο ἀληθῆ Θεό, καί δέν ἐκαρπώθησαν τελικά τίς εὐλογίες Του. Ἀναφέρει χαρακτηριστικά:
«Ὅτι μή ὡς ἔτυχεν μηδέ μάτην τάς παρ᾿ Ἑβραίοις προφητικάς βίβλους διά πάσης σπουδῆς περιέπομεν... Ὅπως τά χρηστότερα περί ἡμῶν τῶν ἀλλοφύλων ἐθνῶν προλαβόντες οἱ παρ᾿ αὐτοῖς προφῆται ἐκήρυττον»27.
Δηλαδή: «Ὄχι χωρίς λόγο, κι οὔτε μάταια, τιμοῦμε καί σεβόμαστε μέ πόθο τά προφητικά βιβλία τῶν Ἑβραίων, ἀφοῦ τά λίαν ἐπωφελῆ καί εὐεργετικά γιά ἐμᾶς τούς Ἕλληνες καί τά λοιπά ξένα πρός αὐτούς ἔθνη, οἱ Προφῆτες τους προανήγγειλλαν».
Καί μάλιστα οἱ Προφῆτες αὐτοί, γιά τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ προετοίμαζαν μέ τίς διδασκαλίες καί προφητεῖες τους ὅλα τά ἔθνη, ὥστε νά ἀποκτήσουν τήν γνῶσι καί εὐσέβεια τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος μόνος ἐγνωρίζετο παλαιά ἀπό τούς Ἑβραίους28.
Οἱ ἅγιοι Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μέ τίς προφητεῖες τους ἀποδεικνύουν, πώς οἱ πολλές ὑποσχέσεις (ἐπαγγελίες) τοῦ Θεοῦ προεμήνυαν τήν εὐλογία καί τήν σωτηρία τῶν ἐθνῶν (σέ ἀντιδιαστολή μέ τό Ἰουδαϊκό ἔθνος), καί ἔλεγαν ὅτι δέν ἐπρόκειτο νά ἐκπληρωθοῦν οἱ ὑποσχέσεις Του παρά μόνο μέ τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ29. Σέ ἐμᾶς δέ τούς πρώην εἰδωλολάτρες (τά ἔθνη) ἁρμόζει νά λέγεται ἡ προσδοκία30 (γλυκειά προσμονή) γιά τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἀποδεικνύεται δέ ἰσόρροπη (ἰσοδύναμη) ἡ ἐλπίδα γιά τίς ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ, ὥστε κατά τοῦτο καθόλου νά μή ὑστεροῦν ἀπό τούς Ἰουδαίους, ὅσοι προέρχονται ἀπό τά λοιπά ἔθνη, καί οἱ ὁποῖοι θά σωθοῦν μέ τήν Χάρι τοῦ Χριστοῦ.
Στήν συνέχεια ὁ Εὐσέβιος ἀναφέρει τό ἐκ τῆς Γενέσεως χωρίον περί τῆς εὐλογίας τοῦ φιλοθέου Ἀβραάμ:
«Ὁ δέ Κύριος εἶπεν, «οὐ μή κρύψω ἀπό Ἀβραάμ τοῦ παιδός μου ἅ ἐγώ ποιῶ; Ἀβραάμ γινόμενος ἔσται εἰς ἔθνος μέγα καί πολύ• καί ἐνευλογηθήσονται ἐν αὐτῷ πάντα τά ἔθνη τῆς γῆς"31. Λέγει ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὅτι δέν θά κρύψει ἀπό τόν θεοφιλῆ Ἀβραάμ αὐτό πού γιά τούς πολλούς ἦταν κρυφό καί μυστικό. Αὐτό δέ ἦταν τό περί τῆς εὐλογίας ὅλων τῶν ἐθνῶν, πού παλαιά μέν ἦταν κρυμμένο ἐξ αἰτίας τοῦ ὅτι ὅλα τά ἔθνη, κατά τούς χρόνους τοῦ Ἀβραάμ, ἐκρατοῦντο ἀπό ἀπερίγραπτη πλάνη δεισιδαιμονίας. Τώρα ὅμως αὐτό φανερώθηκε σέ ἐμᾶς, ἀφοῦ μέ τήν εὐαγγελική διδασκαλία τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ὅλα τά ἔθνη μετέχουν στήν ἴδια εὐλογία μέ τόν Ἀβραάμ, ὅταν μέ τόν ἴδιο τρόπο σέβωνται καί τιμοῦν τόν ἀληθῆ Θεό»32.
Ἄς σημειώσουμε δέ ὅτι ὁ Ἀβραάμ ἦταν Χαλδαῖος στήν καταγωγή καί ἔζησε πολύ πρίν τῆς ἐμφανίσεως Ἑβραϊκοῦ ἔθνους, καί φυσικά πρό τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου. Ὁ ἅγιος Θεός, «ὁ ἐτάζων καρδίας καί νεφρούς», δέν εἶναι προσωπολήπτης. Ἀγαπᾶ ἐξ ἴσου ὅλους τούς ἀνθρώπους καί ὅλους τούς λαούς. Ἀπευθύνει τά σωτήρια καλέσματά Του σέ ὅλους ἀδιακρίτως καί εὐλογεῖ τούς «ἀγαθούς τῇ καρδίᾳ».
Εἶναι γεμάτη ὅλη ἡ Παλαιά Διαθήκη μέ σχετικά νοήματα, πού ἀναφέρονται στόν οἰκουμενικό καί παγκόσμιο αὐτόν χαρακτῆρα τῆς μελλούσης σωτηρίας ὅλων τῶν λαῶν τῆς γῆς, διά τῆς εὐσεβείας πρός τόν μόνο ἀληθῆ Θεό. Ἀναφέρουμε μερικά:
«Μνησθήσονται καί ἐπιστραφήσονται πρός κύριον πάντα τά πέρατα τῆς γῆς, καί προσκυνήσουσιν ἐνώπιον αὐτοῦ πᾶσαι αἱ πατριαί τῶν ἐθνῶν· ὅτι τοῦ κυρίου ἡ βασιλεία, καί αὐτός δεσπόζει τῶν ἐθνῶν»33.
«Πάντα τά ἔθνη κροτήσατε χεῖρας, ἀλαλάξατε τῷ θεῷ ἐν φωνῇ ἀγαλλιάσεως· ὅτι κύριος ὕψιστος, φοβερός, βασιλεύς μέγας ἐπί πᾶσαν τήν γῆν»34.
«Ἀκούσατέ μου νῆσοι, καί προσέχετε ἔθνη. διά χρόνου πολλοῦ στήσεται, λέγει κύριος... ἰδού δέδωκά σε εἰς διαθήκην γένους, εἰς φῶς ἐθνῶν τοῦ εἶναί σε εἰς σωτηρίαν ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς»35.
«Τέρπου καί εὐφραίνου, θύγατερ Σιών, διότι ἰδού ἔρχομαι, καί κατασκηνώσω ἐν μέσῳ σου, λέγει κύριος· καί καταφεύξονται ἔθνη πολλά ἐπί τόν κύριον τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, καί ἔσονται αὐτῷ εἰς λαόν. καί κατασκηνώσουσιν ἐν μέσῳ σου, καί γνώσῃ ὅτι κύριος παντοκράτωρ ἐξαπέστειλέ με πρός σε»36.
«Καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου, καί ἐν ἡμέρᾳ σωτηρίας ἐβοήθησά σοι, καί ἔδωκά σε εἰς διαθήκην ἐθνῶν, τοῦ καταστῆσαι τήν γῆν, καί κληρονομῆσαι κληρονομίας ἐρήμους, λέγοντα τοῖς ἐν δεσμοῖς, ἐξέλθετε, καί τοῖς ἐν τῷ σκότει, ἀνακαλυφθῆναι, καί ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς βοσκηθήσονται, καί ἐν πάσαις ταῖς τρίβοις ἡ νομή αὐτῶν· οὐ πεινάσουσιν οὐδέ διψήσουσιν, οὐδέ πατάξει αὐτούς καύσων οὐδέ ὁ ἥλιος, ἀλλ᾿ ὁ ἐλεῶν παρακαλέσει, καί διά πηγῶν ὑδάτων ἄξει αὐτούς· καί θήσω πᾶν ὄρος εἰς ὁδόν καί πᾶσαν τρίβον εἰς βόσκημα αὐτοῖς. ἰδού οὖτοι πόρρωθεν ἥξουσιν, οὖτοι ἀπό βορρᾶ καί θαλάσσης, ἄλλοι δέ ἐκ γῆς Περσῶν. εὐφράνθητε οὐρανοί καί ἀγαλλιάσθω ἡ γῆ. ῥηξάτωσαν τά ὄρη εὐφροσύνην, ὅτι ἠλέησεν κύριος τόν λαόν αὐτοῦ, καί τούς ταπεινούς τοῦ λαοῦ αὐτοῦ παρεκάλεσεν»37.
Οἱ Ἑβραῖοι, πού ἐκαυχῶντο ὅτι τάχα μόνον αὐτούς (ὡς ἔθνος καί φυλή) ἀπό τά ὑπόλοιπα ἔθνη προτίμησε ὁ Θεός καί ὅτι δῆθεν μόνον αὐτούς ἀξίωσε τῶν θείων ἐπαγγελιῶν Του, καταισχύνονται τώρα ἀπό τίς ἀποδείξεις τοῦ ἐναντίου, ἀφοῦ μαρτυρεῖται (ἀπό τούς ἰδίους μάλιστα τούς Προφῆτες τους), πώς δέν τούς δόθηκε τίποτε περισσότερο ἤ ἀνώτερο ἀπ᾿ ὅ,τι σέ ὅλα τά ἄλλα ἔθνη38.
Μάλιστα προβλέποντες τά μέλλοντα, ὁμιλοῦν οἱ ἅγιοι Προφῆτες ἐν Πνεύματι ἁγίῳ γιά τήν ἀποστροφή τοῦ Θεοῦ πρός τούς ἀποστάτες Ἑβραίους, ὡς καί γιά τήν ἐκπλήρωσι τῶν ἐπαγγελιῶν Του σέ ὅλο τόν κόσμο, σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, σέ ὅλα τά ἔθνη, πού θά δεχθοῦν καί θά ἐγκολπωθοῦν τήν Ἀλήθειά Του: «Οὐκ ἔστι μου θέλημα ἐν ὑμῖν, λέγει κύριος παντοκράτωρ, καί θυσίαν οὐ προσδέξομαι ἐκ τῶν χειρῶν ὑμῶν. διότι ἀπ᾿ ἀνατολῶν ἡλίου καί μέχρι δυσμῶν τό ὄνομα μου δεδόξασται ἐν τοῖς ἔθνεσι, καί ἐν παντί τόπῳ θυμίαμα προσάγεται τῷ ὀνόματί μου, καί θυσία καθαρά. διότι μέγα τό ὄνομά μου ἐν τοῖς ἔθνεσιν, λέγει κύριος παντοκράτωρ, ὑμεῖς δέ βεβηλοῦτε αὐτό»39.
Νά τί λέγει καί ὁ Προφήτης Ἱερεμίας:
«Κύριε ἰσχύς μου καί βοήθειά μου καί καταφυγή μου ἐν ἡμέρᾳ κακῶν. πρός σέ ἔθνη ἥξουσιν ἀπ᾿ ἐσχάτου τῆς γῆς, καί ἐροῦσιν: ὡς ψευδῆ ἐκτήσαντο οἱ πατέρες ἡμῶν εἴδωλα, καί οὐκ ἔστιν ἐν αὐτοῖς ὠφέλεια. εἰ ποιήσει ἑαυτῷ ἄνθρωπος θεούς, καί οὖτοι οὐκ εἰσίν θεοί. διά τοῦτο ἰδού ἐγώ δείξω αὐτοῖς ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ, γνωριῶ αὐτοῖς τήν χεῖρά μου καί τήν δύναμίν μου· καί γνώσονται ὅτι ὄνομά μοι κύριος.
Ἁμαρτία Ἰούδα ἐγγέγραπται ἐν γραφῇ ἐν ὄνυχι ἀδαμαντίνῳ, ἐγκεκολαμμένη ἐπί τοῦ στήθους τῆς καρδίας αὐτῶν, ἡνίκα ἄν μνησθῶσιν τά ἄλση αὐτῶν ἐπί ξύλου δασέος, καί ἐπί βουνῶν μετεώρων, καί ὀρέων ἐν ἀγρῷ. ἰσχύν σου καί θησαυρούς σου εἰς προνομήν δώσω, καί τά ὑψηλά σου διά τάς ἁμαρτίας σου τάς ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις σου. καί ἀφεθήσῃ μόνῃ, καί ταπεινωθήσῃ ἀπό τῆς κληρονομίας σου, ἧς ἔδωκά σοι. καί καταδουλώσω σε τοῖς ἐχθροῖς σου ἐν τῇ γῇ ᾗ οὐκ ἔγνως»40.
Καί ὁ Προφήτης Μιχαίας:
«Ἀκούσατε δή ταῦτα οἱ ἡγούμενοι οἴκου Ἰακώβ καί οἱ κατάλοιποι οἴκου Ἰσραήλ. οἱ βδελυσσόμενοι κρίμα, καί πάντα τά ὀρθά διαστρέφοντες, οἱ οἰκοδομοῦντες Σιών ἐν αἵμασι καί Ἱερουσαλήμ ἐν ἀδικίαις. οἱ ἡγούμενοι αὐτῆς μετά δώρων ἔκρινον, καί οἱ ἱερεῖς αὐτῆς μετά μισθοῦ ἀπεκρίναντο, καί οἱ προφῆται αὐτῆς μετά ἀργυρίου ἐμαντεύοντο, καί ἐπί τόν κύριον ἐπανεπαύοντο, λέγοντες, οὐχί κύριος μεθ᾿ ἡμῶν ἐστιν; οὐ μή ἐπέλθη ἐφ᾿ ἡμᾶς κακά. διά τοῦτο δι᾿ ὑμᾶς Σιών ὡς ἀγρός ἀροτριαθήσεται, καί Ἱερουσαλήμ ὡς ὀπωροφυλάκιον ἔσται, καί τό ὄρος τοῦ οἴκου εἰς ἄλσος δρυμοῦ.
Καί ἔσται ἐπ᾿ ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν ἐμφανές τό ὄρος κυρίου, ἕτοιμον ἐπί τάς κορυφάς τῶν ὀρέων, καί μετεωρισθήσεται ὑπεράνω τῶν βουνῶν· καί σπεύσουσιν ἐπ᾿ αὐτό λαοί, καί πορεύσονται ἔθνη πολλά καί ἐροῦσι, δεῦτε καί ἀναβῶμεν εἰς τό ὄρος κυρίου καί εἰς τόν οἶκον τοῦ θεοῦ Ἰακώβ, καί δείξουσιν ἡμῖν τήν ὁδόν αὐτοῦ, καί πορευσόμεθα ἐν ταῖς τρίβοις αὐτοῦ· ὅτι ἐκ Σιών ἐξελεύσεται νόμος, καί λόγος κυρίου ἐξ Ἱερουσαλήμ»41.
Ἀλλά καί ἀργότερα ἀπό τούς ἐξ Ἑβραίων Χριστιανούς κατεδείχθη ἡ ἀντίθεσις τοῦ ἀληθοῦς πνεύματος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τοῦ Θεοῦ πρός τό στενόκαρδο καί παραμορφωτικό πνεῦμα τῶν Γραμματέων καί Φαρισαίων. Ὁ πρωτομάρτυς Χριστιανός Στέφανος, κυριώτερος ἐκπρόσωπός τους, μέ αὐστηρή γλῶσσα ἔλεγξε δριμύτατα στό συνέδριο αὐτούς τούς παρανόμους Ἰουδαίους, πού ἐκαυχῶντο γιά τήν φυλετική καταγωγή τους ἀπό τούς Προφῆτες καί Δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: «Σκληροτράχηλοι καί ἀπερίτμητοι ταῖς καρδίαις καί τοῖς ὠσίν, ὑμεῖς ἀεἰ τῷ πνεύματι τῷ ἁγίῳ ἀντιπίπτετε, ὡς οἱ πατέρες ὑμῶν καί ὑμεῖς. Τίνα τῶν Προφητῶν οὐκ ἐδίωξαν οἱ πατέρες ὑμῶν;»42
Τέλος ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στούς φοβερούς ἐκείνους λόγους (μέ τά «οὐαί") Του κατά τῶν ὑποκριτῶν Ἰουδαίων, τούς ἀποκαλύπτει ὡς μή ἔχοντας καμμία σχέσι πνευματική μέ τούς Ἁγίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: «Ὥστε μαρτυρεῖτε ἑαυτοῖς ὅτι υἱοί ἐστε τῶν φονευσάντων τούς προφήτας. Καί ὑμεῖς πληρώσατε τό μέτρον τῶν πατέρων ὑμῶν. Ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν!...»43
Ἀντιθέτως ὅσοι ἀποδεχόμαστε τήν Παλαιά Διαθήκη τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ, (ὅπως καί ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες Χριστιανοί) καθιστάμεθα πραγματικοί υἱοί τῶν Πατέρων καί Δικαίων καί τῶν Προφητῶν αὐτῆς, καί γινόμαστε κληρονόμοι της, καί οἱ ὑποθέσεις καί τά νοήματά της γίνονται κληρονομιά μας πρός Θεογνωσία καί σωτηρία μας.
Σήμερα ἰδιαίτερα βλέπουμε νά ἐπαληθεύεται ἡ προφητεία τοῦ δικαίου Συμεών τοῦ Θεοδόχου, πού κατά τήν Ὑπαπαντή τοῦ Χριστοῦ ἀξιώθηκε νά ἰδῆ καί νά βαστάση στά χέρια του τόν Σωτῆρα Κύριο καί νά Τόν δοξάση λέγοντας:
«Νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλόν σου, δέσποτα, κατά τό ρῆμά σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τό σωτήριόν σου, ὅ ἡτοίμασας κατά πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν. φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καί δόξαν λαοῦ σου Ἰσραήλ».
Οἱ ἁγνοί καί ἀγαθοί Ἰσραηλῖτες, «ἐν οἷς δόλος οὐκ ἔστι», μαζί μέ ὅλους τούς λοιπούς ταπεινούς, καί συνάμα δεκτικούς στήν σοφία τοῦ Θεοῦ ἀνθρώπους πάσης φυλῆς καί ἐθνικότητος, ἀναγνωρίζουν τόν «Χριστόν Κυρίου», Τόν προσκυνοῦν, Τόν δέχονται στήν ζωή τους καί ἀνίστανται μέ τήν Χάρι Του στό ὕψος τῆς νέας, τῆς καινῆς ἐν Χριστῷ κτίσεως (εἴ τις ἐν Χριστῷ καινή κτίσις)44.
Ἀντιθέτως οἱ ὑπερήφανοι καί μή δεκτικοί παραμένουν στήν πτῶσι τους ἀδυνατοῦντες νά χαροῦν τήν προσωπική κοινωνία μέ τόν φιλάνθρωπο Πατέρα.
«Καί εὐλόγησεν αὐτούς Συμεών καί εἶπε πρός Μαριάμ τήν μητέρα αὐτοῦ· ἰδού οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καί ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραήλ καί εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον. καί σοῦ δέ αὐτῆς τήν ψυχήν διελεύσεται ρομφαία, ὅπως ἄν ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοί»45.
Ἡ Ἱστορία ὄντως ἐπιβεβαιώνει τήν ἀλήθεια τῆς προφητείας τοῦ δικαίου Συμεών, ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς σέ κάθε ἐποχή εἶναι «σημεῖον ἀντιλεγόμενον». Ἐνῶ δηλ. γιά ὅσους Τόν πιστεύουν εἶναι ἀνάστασις, γιά ὅσους ἀπιστοῦν εἶναι «εἰς πτῶσιν».
Ἡ Πίστις μας δέν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Ἡ εὐσέβειά μας δέν εἶναι ὑπόθεσις τῶν Ἑβραίων (ἄλλωστε αὐτοί τήν κατεφρόνησαν). Δέν εἶναι μόνο γιά τοῦτο ἤ τό ἄλλο ἔθνος. Εἶναι πανανθρώπινη, ἀγκαλιάζει ὅλους τούς ἀνθρώπους, σώζει ὅλον τόν ἄνθρωπο, καί κατέχει τήν πληρότητα καί ὁλότητα τῆς ἀληθείας. Γι᾿ αὐτό λέγεται «Καθολική», ὅπως ὁμολογοῦμε στό «Πιστεύω": «... εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν...»
Ἔτσι κι ἐμεῖς οἱ πρώην ἐθνικοί, εἰδωλολάτρες, Ἕλληνες δεχθήκαμε καί σεβόμαστε τήν Παλαιά Διαθήκη, διότι ἔχει ὡς σκοπό καί προοπτική της τήν πανανθρώπινη, τήν παγκόσμιο σωτηρία. Γι᾿ αὐτό κατά Θεία οἰκονομία μεταφράσθηκε ἐνωρίς (πρό Χριστοῦ) στήν ἑλληνική γλῶσσα ἡ Παλαιά Διαθήκη ἀπό ἑλληνιστές Ἰουδαίους. Εἶναι ἡ γνωστή Μετάφρασις τῶν Ἑβδομήκοντα, πού ἐπέχει πλέον θέσιν πρωτοτύπου σήμερα καί περιποιεῖ καί ἰδιαίτερη τιμή στά ἑλληνικά γράμματα καί τόν Οἰκουμενικό Ἑλληνισμό.
Μέ τήν ἀποδοχή λοιπόν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (ἔχοντάς την ὡς στερεά βάσι), δέν ἀπορρίψαμε τόν Ναζωραῖο ἤ Γαλιλαῖο (ὅπως εἰρωνικά ἤ ὑποτιμητικά Τόν ἀποκαλοῦν) Ἰησοῦν, τόν Θεάνθρωπο Κύριο, ἀλλά Τόν πιστεύσαμε, Τόν ἀνεγνωρίσαμε ὡς Κύριο καί ἀγαθό Δημιουργό τοῦ σύμπαντος.
Τόν ἀκολουθήσαμε μέ ταπείνωσι ἀλλά καί σοφία, «ἀφέντες ἅπαντα» (τά εἴδωλα καί τίς ἀνούσιες καί σκιώδεις δοξασίες), ὅπως οἱ Ἀπόστολοι46.
Μείναμε μαζί Του.
Φάγαμε τόν ἄρτο τόν ἡδύ πού μένει εἰς τόν αἰῶνα.
Καί ἤπιαμε τήν γλυκύτατη πόσι καί μεθύσαμε τήν νηφάλιο μέθη τῶν Ἁγίων.
Καί ἐξέστημεν καί εἴπαμε:
«Κύριε, πρός τίνα ἀπελευσόμεθα; ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις»47.
Καί μείναμε καί γίναμε μαθητές Του καί Τόν διακονήσαμε, γιά τήν σωτηρία μας καί γιά τήν σωτηρία τοῦ σύμπαντος κόσμου.
Καί ἔτσι μαζί μέ τούς Πάρθους καί τούς Μήδους καί τούς Ἐλαμίτες καί τούς κατοικοῦντας τήν Μεσοποταμίαν καί τήν Ἰουδαίαν... καί τήν Ἀσίαν... καί τά μέρη τῆς Λιβύης, καί μαζί μέ τούς Ρωμαίους... καί τούς Ἄραβες...48 ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὅλοι ἐμεῖς οἱ πρώην εἰδωλολάτρες γίναμε ὁ νέος ἐκλεκτός λαός Του, ἡ νεολαία Του, ὁ νέος Ἰσραήλ τῆς Χάριτος.
Αὐτή εἶναι ἡ καταξίωσίς μας.
Ὁ Ἑλληνισμός δέν φοβήθηκε τήν μωρία τοῦ κηρύγματος τοῦ Εὐαγγελίου, δέν πτοήθηκε τήν αἰσχύνη τοῦ Σταυροῦ, ἀλλά προχώρησε καί ἐξῆλθε ἔξω τῆς παρεμβολῆς, ἀκολούθησε τόν Χριστό, φέροντας τόν ὀνειδισμόν Αὐτοῦ, εἰρωνεῖες, διωγμούς, μαρτύρια49. Καί μετά τό βάπτισμά του στόν Χριστό, γέννησε διακόνους τῆς Χάριτός Του: Μάρτυρες, Ἱεράρχες, Ὁσίους, Ὁμολογητές καί Ἀπολογητές, πού μαζί μέ τούς παλαιούς Δικαίους καί Πατριάρχες καί Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης συνιστοῦν τήν χορεία τῶν φίλων τοῦ Θεοῦ. Ὁ εἰλικρινής προβληματισμός, ἡ καλή ἀνησυχία ὑπῆρχε. Καί ὁ σπόρος ἔπεσε «ἐπί τήν γῆν τήν καλήν"50 καί καρποφόρησε καρπόν τριάκοντα καί ἑξήκοντα καί ἑκατόν.
ΣΤ. Λέγουν ἐπίσης, οἱ Νεο-παγανιστές ὅτι ἡ ὅλη ἱερά Βίβλος τῶν Χριστιανῶν, Παλαιά καί Καινή Διαθήκη, εἶναι μία ἀπάτη, μία σκευωρία πού κατασκευάσθηκε μέ δόλο, στοχεύοντας στήν ἐξαπάτησι τῶν ἀνθρώπων καί τελικά στήν ἐπικράτησι τῶν Ἑβραίων. Ἔτσι, λέγουν, ἐπιχειρήθηκε καί κατορθώθηκε τό ξεθεμελίωμα τοῦ ὡραίου ἀρχαίου Ἑλληνικοῦ κόσμου.
Γιά νά μή ἐπιμηκύνεται πολύ ὁ λόγος, θά ἀναφέρω ἐπί τοῦ προκειμένου τά λόγια ἑνός συγχρόνου ἁγίου, ὅσο καί ἑλληνομαθεστάτου καί σοφωτάτου ἀνδρός, τοῦ μακαριστοῦ π. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, σχετικά μέ τήν ἀλήθεια τῆς Καινῆς Διαθήκης. Φρονοῦμε ὅτι ἀναλογικά ἰσχύουν καί γιά τήν Παλαιά:
«Ὁ Pascal κάμνει ἕνα πολύ ὡραῖο συλλογισμό. Λέγει λοιπόν, ὅτι μέ τούς Ἀποστόλους συνέβη ἕν ἐκ τῶν τριῶν: Ἤ ἠπατήθησαν ἤ μᾶς ἐξηπάτησαν ἤ μᾶς εἶπαν τήν ἀλήθεια.
Ἄς πάρουμε τήν πρώτη ἐκδοχή. Δέν εἶναι δυνατόν νά ἠπατήθησαν οἱ Ἀπόστολοι, διότι δέν τά ἔμαθαν ἀπό ἄλλους. Αὐτοί οἱ ἴδιοι ἦσαν αὐτήκοοι καί αὐτόπται μάρτυρες τῶν θαυμάτων τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ δεύτερη ἐκδοχή. Μήπως μᾶς ἐξηπάτησαν; Μήπως μᾶς εἶπαν ψέμματα; Ἀλλά γιατί νά μᾶς ἐξαπατήσουν; Τί θά κέρδιζαν λέγοντας ἕνα τέτοιο ψέμμα; Μήπως χρήματα; Μήπως ἀξιώματα; Μήπως δόξα; Γιά νά πῆ κάποιος ἕνα ψέμμα, περιμένει κάποιο ὄφελος. Ἀντιθέτως οἱ Ἀπόστολοι κηρύσσοντες Χριστόν καί τοῦτον ἐσταυρωμένον καί ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν, τά μόνα πού ἐξησφάλισαν ἦσαν ταλαιπωρίες, κόπους, μαστιγώσεις, λιθοβολισμούς, ναυάγια, πεῖνα, δίψα, γυμνότητα, κινδύνους ἀπό ληστές, ραβδισμούς, φυλακίσεις καί τέλος τόν θάνατον. Κι᾿ ὅλα αὐτά γιά ἕνα ψέμμα;
Καί κάτι ἄλλο. Τί ἦσαν οἱ Ἀπόστολοι πρίν τούς καλέσει ὁ Χριστός; Μήπως ἦσαν φιλόδοξοι πολιτικοί ἤ ὁραματιστές φιλοσοφικῶν καί κοινωνικῶν συστημάτων, πού περίμεναν τήν εὐκαιρία νά κατακτήσουν τήν ἀνθρωπότητα καί νά ἱκανοποιήσουν ἔτσι τήν φιλοδοξία τους; Κάθε ἄλλο. Ἀγράμματοι ψαράδες ἦσαν. Καί τό μόνο πού τούς ἐνδιέφερε ἦταν νά πιάσουν κανένα ψάρι, γιά νά θρέψουν τίς οἰκογένειές τους. Γι᾿ αὐτό καί μετά τήν σταύρωσι τοῦ Κυρίου, παρά τά ὅσα εἶχαν ἀκούσει καί ἰδῆ, ἐπέστρεψαν στά πλοιάριά τους καί τά δίκτυά τους. Δέν ὑπῆρχε σ᾿ αὐτούς οὔτε ἴχνος προδιαθέσεως, γιά ὅσα ἀργότερα ἐπρόκειτο νά γίνουν. Καί μόνον μετά τήν Πεντηκοστή, «ὅτε ἔλαβον δύναμιν ἐξ ὕψους», ἔγιναν οἱ διδάσκαλοι τῆς οἰκουμένης. Ἄρα δέν εἶχαν λόγο νά μᾶς ἐξαπατήσουν οἱ Ἀπόστολοι.
Μένει ἑπομένως ἡ τρίτη ἐκδοχή. Ὅτι μᾶς εἶπαν τήν ἀλήθεια»51.
Ζ. Μία ἄλλη κατηγορία τῶν Νεο-εἰδωλολατρῶν κατά τῆς Ἁγίας Γραφῆς -καί πιό συγκεκριμένα κατά τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης- μέ τήν ὁποία προσπαθοῦν νά "σκανδαλίσουν" τούς πιστούς καί νά τούς δημιουργήσουν ἀμφιβολίες γιά τίς ἱερές μας Γραφές καί τήν Πίστι μας, εἶναι τό ὅτι τάχα περιέχει πολλά ἄτοπα, ἀπαράδεκτα ἤθη καί ἀνάρμοστες συμπεριφορές διαφόρων ἱερῶν γιά τούς Χριστιανούς προσώπων. Ἐπειδή αὐτό ἐκφράζεται καί ἀπό στόματα καί γραφίδες καί ἄλλων ἐχθρῶν τῆς Πίστεώς μας, εἶναι ἀνάγκη νά εἰπωθοῦν γενικῶς καί δι᾿ ὀλίγων τά κάτωθι:
Κατ᾿ ἀρχήν, ἀδυναμίες καί πάθη ἀνθρώπων τά ὁποῖα περιγράφονται στίς Ἅγιες Γραφές, μᾶς πείθουν εὐλόγως ὅτι δέν ἐπινοήθηκε ἀπό ἀνθρώπινη προσπάθεια νά γραφοῦν κείμενα πού νά παρουσιάζουν μιά ἰδεατή, τέλεια ἀνθρωπίνως κατάστασι, ἀλλά ἀντιθέτως ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἐπένευσε σέ ἱερούς συγγραφεῖς, οἱ ὁποῖοι συνέγραψαν τά θεόπνευστα κείμενά τους παραθέτοντας, μαζί μέ τά ἅγια παραδείγματα καί διάφορες ἀτέλειες προσώπων, πού δείχνουν πάντα τήν ἀδυναμία καί φθορά τῆς πεπτωκυίας ἀνθρωπίνης φύσεως.
Ἐξ ἄλλου καί ἡ πνευματική πρόοδος καί θέωσις βαθμηδόν καί κατά στάδια συνήθως ἐνεργεῖται, καί ὄχι ἀθρόως καί ἐν μιᾷ ροπῇ.
Βλέπουμε π.χ. καί στήν Καινή Διαθήκη, πόσες ἀτέλειες ὑπῆρχαν στήν ζωή, τόν λόγο καί τήν σκέψι τῶν ἁγίων Μαθητῶν τοῦ Κυρίου. Παρά τήν στενωτάτη κοινωνία μέ τόν Δεσπότη Χριστό, παρά τίς θεῖες διδαχές πού ἄκουγαν ἀπό τά πανάχραντα χείλη Του, παρά τίς θαυματουργίες καί τά ἔνδοξα πού ἀπόλαυσαν οἱ αἰσθήσεις τους, δέν εἶχαν λάβει ἀκόμη τό πλήρωμα τῆς Χάριτος, γι᾿ αὐτό καί δέν εἶχαν στερηθεῖ τελείως τῶν ἀθρωπίνων ἀδυναμιῶν καί ἀτελειῶν τους. Ὅλα αὐτά εἶναι περισσότερο ἀπό ἐμφανῆ μέσα ἀπό τίς διηγήσεις τῶν ἁγίων Εὐαγγελιστῶν, πού μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ μᾶς διέσωσαν τόν θησαυρό τῆς εἰς Χριστόν πίστεως, ἔστω καί «ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν», ἐν μέσῳ τῶν ἀνθρωπίνων ἀσθενειῶν καί ἀδυναμιῶν, «ἵνα ἡ ὑπερβολή τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ καί μή ἐξ ἡμῶν»52.
Ἄν κάποιος πραγματικά ἐνδιαφέρεται γιά τήν Χριστιανική Πίστι καί τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, νομίζω ὅτι ὀφείλει νά ἀπευθυνθῆ μέ εἰλικρίνεια στούς ἁρμοδίους φορεῖς καί τίς πηγές, ἀπ᾿ ὅπου μπορεῖ νά πληροφορηθῆ ἔγκυρα τήν ὅλη ἀλήθεια. Καί ἡ πιό ἁρμόδια καί ἔγκυρος πηγή ἀληθείας εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ἄν λοιπόν, ἐνῶ ἔχουμε καλή προαίρεσι, κάτι μᾶς «σκανδαλίζη" καί μᾶς ἐνοχλῆ, ἄς ρωτήσουμε τήν Ἐκκλησία. Καί ἐκείνη θά μᾶς βοηθήση νά καταλάβουμε, αὐτό πού δέν μπορούσαμε πρίν. Δέν εἶναι ἄλλωστε εὔκολο καί δυνατό νά μποροῦμε νά γνωρίζουμε, ἐμεῖς οἱ ἀδαεῖς καί ἀρχάριοι, ὅλες τίς λεπτομέρειες, τίς συνθῆκες τῶν γεγονότων καί τῶν λεγομένων τῶν Γραφῶν καί τά βαθύτατα νοήματά τους.
Ὅλοι οἱ ἀνά τούς αἰῶνες πιστοί Χριστιανοί πιστεύουν καί δέχονται τίς Ἅγιες Γραφές ὡς θεόπνευστες καί ἱερές. Ἀνάμεσά τους καί πολλά σοφά καί ἀνήσυχα πνεύματα πού δέν ἀμφισβητοῦν τά ἀνωτέρω. Εὑρέθησαν ὅμως καί κάποιοι πού στήν προσπάθειά τους νά κατανοήσουν τό νόημά τους, σκανδαλίσθηκαν, παρερμήνευσαν καί διεστρέβλωσαν τό περιεχόμενό τους, μέ ἀποτέλεσμα νά παρασυρθοῦν σέ διδασκαλίες, πού ἡ ἀνά τόν κόσμο Οἰκουμενική, Ὀρθόδοξος, Καθολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ χαρακτήρισε ὡς αἱρετικές, καί τούς ἀμετανοήτους αὐτούς διδασκάλους τους αἱρετικούς. Διότι πολλές φορές τά πράγματα δέν εἶναι ὅπως τά ἀντιλαμβανόμαστε μέ μιά πρώτη ἐντύπωσι, ἐξωτερικά. Γι᾿ αὐτό καί στήν Ὀρθόδοξο Πίστι μας διδασκόμαστε, χωρίς μέν νά καταργοῦμε τήν λογική καί τήν νοητική μας δύναμι, νά συμβουλευώμαστε πρωτίστως τήν ἁγία γνῶσι καί πεῖρα τῆς Ἐκκλησίας, τῶν Ἁγίων.
Οἱ Ἅγιοι μέσα ἀπό τόν ἀγῶνα τους γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀνθρώπων ἀπέκτησαν μαζί μέ τίς ἄλλες μεγάλες ἀρετές, καί τήν ἀληθινή σοφία, νά κατανοοῦν τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ τά κεκρυμμένα ἀπό τούς ὀφθαλμούς τῶν ἀμυήτων. Καί ἔτσι, ταπεινά, χωρίς νά τό ἐπιδιώξουν ἔγιναν καί εἶναι οἱ ἀπλανεῖς μας διδάσκαλοι, φῶτα μετά τό Πρῶτο Φῶς. Κοντά σ᾿ αὐτούς αἰσθανόμαστε κι ἐμεῖς ἀσφαλεῖς. Διδασκόμαστε ἀπ᾿ αὐτούς τήν πραγματική, αὐθεντική ἑρμηνεία τῶν Γραφῶν, ἔτσι ὥστε ὄντως νά πληροφορῆται καί νά ἀναπαύεται ἡ ψυχή μας. Τότε καί εἰς βάθος κατανοοῦμε ὅσα πρίν ἀπό λάθος μας παρερμηνεύαμε.
Αὐτή εἶναι ἡ ὀρθή, ταπεινή καί εἰλικρινής πορεία Ὀρθοδοξίας, γιά ὅσους πράγματι ἐπιθυμοῦν τήν κατανόησι τῆς ἀληθείας, καί δέν προσπαθοῦν νά ἐφευρίσκουν καί νά κατασκευάζουν ἐπιχειρήματα περί τοῦ ἀντιθέτου.
Ἡ Παλαιά Διαθήκη εἶναι ὄντως ἐκ Θεοῦ, ἀληθῶς θεόπνευστος.
Ἄν γιά πολλούς ἀπό ἐμᾶς, πού εὑρισκόμαστε ἀκόμη στήν ἀχλύν τῶν παθῶν καί τήν παχυλῆ σαρκική ζωή τοῦ παρόντος αἰῶνος, δέν εἶναι σέ βάθος κατανοητή καί γι᾿ αὐτό στά ἄσοφα μάτια μας πολλά φαντάζουν «σκανδαλιστικά" καί ἀπαράδεκτα, τοῦτο ὄχι μόνο δέν ἀποδεικνύει τό εὐάλωτο τάχα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλά τοὐναντίον πείθει γιά τήν ἀνάγκη ἀναλήψεως ἐκ μέρους μας ἐντατικώτερου ἀγῶνος γιά κάθαρσι καί φωτισμό.
Ἄλλωστε τά πάντα δέν κατανοοῦνται πλήρως μόνο μέ τήν λογική. Αὐτό τό διδασκόμαστε ἀκόμη καί ἀπό τά φυσικά καί ἀνθρώπινα πράγματα.
Ποιός κατανοεῖ πλήρως, μόνο μέ τήν λογική, τό μυστήριο τῆς ζωῆς, τοῦ θανάτου; Ποιός κατέχει μόνο μέ τήν δύναμι τοῦ νοῦ του τίς αἰτίες τῶν ὄντων; Πῶς κατανοεῖται λογικά καί πρακτικά ἡ ἀθανασία τῆς ψυχῆς, τό ἄπειρο τοῦ σύμπαντος, ἡ φυσική ἁρμονία καί νομοτέλεια τοῦ μικροκόσμου καί μακροκόσμου; Πῶς δέν ἀποδεικνύονται πολλά ἀξιώματα, ἐνῶ εἶναι προφανῆς ἡ ἰσχύς τους καί ἡ ἀναγκαιότητά τους στήν φυσική καί τά μαθηματικά; Κι ἄν αὐτά -καί τόσα ἄλλα- στήν ζωή τοῦ ὁρατοῦ κόσμου τούτου, εἶναι δεδομένο ὅτι εἶναι ἀκατάληπτα καί ἀνερμήνευτα ἤ ἔστω ἐλάχιστα ἀποδεικνυόμενα μόνο μέ τήν λογική, πῶς θέλουμε νά κατανοοῦμε διά μιᾶς τά πάντα ἀπό τά πνευματικά καί ἀόρατα καί οὐράνια τοῦ χώρου τῆς Πίστεως;
Γιά τήν κατανόησι πολλῶν ἀποριῶν ζητεῖται ἄλλη βάσις, πέραν τῆς ἐφθαρμένης λογικῆς μας καί πάνω ἀπό τά ἀνθρώπινα.
Ἔτσι ἐμπιστευόμαστε τόν ἅγιο Θεό καί τήν Ἐκκλησία Του.
Καί οἱ «θεοί" τῶν ἐθνῶν53 δέν πέθαναν γιά τήν σωτηρία μου, δέν κοπίασαν, δέν ἀγαποῦν, δέν εἶναι κἄν θεοί, ἀλλά ψεύδονται, καί γι᾿ αὐτό τούς ἀπορρίπτω ἀπό τήν ζωή μου, τούς ἀποστρέφομαι.
Ἐμπιστεύομαι ἀνεπιφύλακτα τόν ἅγιο Θεό πού εἶναι μόνο ἀγάπη. Πού ἀγαπᾶ ἀληθινά τόν ἄνθρωπο. Τόν Θεό καί εὐεργέτη μου, πού ἐργάζεται γιά τό καλό μου, τήν εὐτυχία μου, τήν σωτηρία μου.
Ἐμπιστεύομαι τόν Θεό πού, χωρίς νά ἔχη κάποια ἀνάγκη ὁ ἴδιος (ἀνενδεής ὤν), χωρίς νά ζητᾶ τίποτε ἀπό ἐμᾶς, ἀπέδειξε τρανῶς καί ἀποδεικνύει συνεχῶς τήν ἐκστατική ἀγάπη Του γιά τό πλάσμα Του, τόν ἄνθρωπο.
Ἐμπιστεύομαι τόν Θεό πού ἔγινε, ἀπό ἄπειρη ἀγάπη, ὅμοιος μέ ἐμένα, -χωρίς νά τό ἀξίζω- γιά τήν ἴασι καί σωτηρία μου.
Ἐμπιστεύομαι τόν Κύριο Ἰησοῦ, τόν Θεό μου πού πέθανε καί ἐτάφη καί ἀνέστη γιά ἐμένα, γιά ὅλους μας.
Γι᾿ αὐτό πιστεύω, δηλαδή ἐμπιστεύομαι -κατά τήν ἀρχαία Ἑλληνική σημασία τοῦ ρήματος- τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του.
Ἔχοντας πάντοτε ὑπ᾿ ὄψιν τίς ἰδιαίτερες κοινωνικές, πολιτιστικές καί γενικώτερα ἱστορικές συνθῆκες, μέσα στίς χρονικές περιόδους ὅπου διαδραματίζονται τά γεγονότα, ἐντρυφοῦμε σέ αὐτά, ὠφελούμαστε καί ἐνισχυόμαστε τά μέγιστα· γι᾿ αὐτό καί σεβόμαστε καί τιμοῦμε τήν Παλαιά Διαθήκη. Εἶναι ὁ ἱστορικός χωροχρόνος τῆς σκιώδους παρουσίας τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ καί τῆς ἑτοιμασίας τῶν ἀνθρώπων, γιά τήν ἐξ ὕψους πλήρη ἀποκάλυψι τῆς Χάριτός Του ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν.
Η. Λέγουν πάλι ὅτι τάχα ὁ Χριστιανισμός μιμήθηκε τίς θεωρίες, τούς μύθους καί τίς τελετές τῶν ἀρχαίων εἰδωλολατρῶν, χωρίς νά ἔχη σχεδόν τίποτε αὐθεντικά δικό του.
Χρειάζεται ἄραγε προσπάθεια ἀνασκευῆς αὐτῆς τῆς κατηγορίας τους; Τί κοινό ὑπάρχει μεταξύ Χριστοῦ καί εἰδώλων; Ποιός μπορεῖ νά μᾶς ὑποδείξη κάτι ἀνάλογο τῆς θείας Λειτουργίας τῶν Χριστιανῶν, ὅπου «τά φοβερά τελεσιουργεῖται"; Ἤ κάτι ἀνάλογο μέ τό «Πιστεύω" καί τά ἱερά δόγματα τῆς ἀμώμου Πίστεώς μας; Τί σχέσι ἔχουν οἱ μῦθοι τῶν εἰδωλολατρῶν μέ τήν ἱστορική πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας; Πῶς μποροῦν νά συγκριθοῦν οἱ ἀναισχυντίες καί ἐμπάθειες τῶν ψευδοθεῶν τοῦ Ὀλύμπου μέ τό μοναδικό, ἱστορικό, πανάγιο πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος «ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν οὐδέ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ»54, καί γιά τήν ἀγάπη καί τήν σωτηρία μας ἔγινε ἄνθρωπος καί ὑπέμεινε σταυρό ἑκουσίως;
Γράφει εὔστοχα καί ἀποδεικτικά ἀδελφός Ἱερομόναχος τῆς Μονῆς μας, γιά τό ἐν λόγῳ θέμα:
«Παρατηροῦμε ὅτι οἱ ἀρχέγονες πανανθρώπινες μνῆμες κατεγράφησαν ἀπό τούς λαούς ἀναλόγως πρός τήν παιδεία καί τούς στόχους τους. Ἔτσι π.χ. θεωρῶ ὅτι οἱ περί θεογονίας ἀπόψεις τοῦ Πλάτωνος εἶναι «ἀθηνοκεντρικές», προβάλλουν μία ἀθηναϊκή ὑπεροχή (βλ. π.χ. περί Ἀτλαντίδος), τήν ὁποία δέν συμμερίζονται οὔτε ἄλλοι μεταγενέστεροι Ἕλληνες ἀρχαῖοι συγγραφεῖς (Διόδωρος ὁ Σικελιώτης). Ἐπίσης εἶναι φυσιοκεντρικές, καθόσον προσωποποιοῦν (καί θεοποιοῦν) στοιχεῖα τῆς φύσεως, καί ἐπιπλέον δέν ἀνάγουν στήν γνῶσι τοῦ Δημιουργοῦ τοῦ κόσμου. Ὁ κόσμος γι᾿ αὐτές εἶναι αὐθύπαρκτος καί αἰώνιος καί οἱ θεοί καί οἱ ἄνθρωποι εἶναι μέρη αὐτοῦ τοῦ κόσμου.
Οἱ ἀρχαϊκές πανανθρώπινες προσδοκίες περιγράφηκαν ἀπό τούς λαούς ἀνάλογα καί μέ τά πάθη τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ ἑλληνική μυθολογία εἶναι γεμάτη μέ θεούς καί θεές πού προσωποποιοῦσαν τά πάθη τῶν ἀνθρώπων (Ἀφροδίτη, Ἄρης), τίς προσδοκίες τους (Δήμητρα, Περσεφόνη), τίς ἰδιότητές τους (Ἀθηνᾶ, Ἑρμῆς) ἤ ὅτι οἱ Ἕλληνες μυθολόγοι ἀποδίδουν τά πάθη τῶν ἀνθρώπων στούς θεούς (πολέμους μεταξύ τῶν θεῶν, ἀσέλγειες, κλπ.);
Εἶναι πολύ πετυχημένη ἡ ἄποψις τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, στόν κατά Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου λόγο του, ὅτι ὁ Μωυσῆς ἔχοντας τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος περιέγραψε τίς πανανθρώπινες ἀρχαῖες μνῆμες μέ τρόπο ἁγιοπνευματικό, Χριστοκεντρικό. Στίς ἐξωπαλαιοδιαθηκικές θεογονίες ὁ διάβολος καί οἱ δαίμονές του σφετερίζονται τήν θεία ἐξουσία καί παρουσιάζονται νά χειρίζονται τίς τῦχες τοῦ κόσμου μέ τίς μορφές τοῦ Δία ἤ τοῦ Ὄσιρι κλπ. Ἡ γνώμη τοῦ ἁγίου Κυρίλλου δέν εἶναι ἁπλῶς ἡ χριστιανική ἄποψις τοῦ θέματος, ἀλλά ἔχει ἐπιστημονική βαρύτητα. Ἐξ ὅσων ἔχω μελετήσει ἀπό διάφορες πλευρές, ὑποστηρίζω τήν ἄποψι τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι πρῶτος ἔγραψε γιά τά θέματα αὐτά ὁ Μωυσῆς (τόν 15ο π.Χ. αἰῶνα), οἱ δέ Ἕλληνες ἔγραψαν πολύ μεταγενέστερα (ὁ Ὅμηρος τόν 8ο π.Χ αἰῶνα)»55.
Ἐπίσης «... Δέν εἶναι σωστό νά πιστεύη κανείς ἀβασάνιστα τήν ἄποψι τοῦ καθενός, διότι ὑπάρχουν μεγάλα συμφέροντα. Ἡ Νέα Ἐποχή σήμερα ἔχει ὡς βασικό γνώρισμά της τόν συγκρητισμό (τήν ἐξίσωσι ὅλων τῶν θρησκειῶν) καί γιά νά ἐπιβληθῆ ἔχει ἐπιστρατεύσει ὅσες γνῶμες τῆς φαίνονται χρήσιμες. Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀπό τά πρῶτα χριστιανικά χρόνια ἐγνώριζαν τό πρόβλημα. Ἡ ἀντίθεσίς τους πρός ὅλες τίς ἄλλες μυστηριακές τελετουργίες (μιθραϊκές, ἐλευσίνιες, αἰγυπτιακές, κλπ.) δέν στηριζόταν σέ μελέτες σάν τίς δικές μας, βάσει χειρογράφων ἤ εὑρημάτων ἀπό ἀνασκαφές, ἀλλά ἀπό τήν ζωντανή συναναστροφή μέ τούς ἀνθρώπους πού τίς τελοῦσαν. Εἶχαν γι᾿ αὐτό τόν λόγο αὐθεντική ἄποψι. Πῶς μποροῦσαν ἄλλωστε νά δεχθοῦν ἐπηρεασμούς ἀπό εἰδωλολατρικές τελετουργίες, ὅταν μέ τόση ἀποστροφή ἀπέρριπταν τήν εἰδωλολατρία καί ἑκατομμύρια Χριστιανοί ἔχυσαν τό αἷμα τους γιά τόν λόγο αὐτό;
... Ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει ὅτι τά χριστιανικά μυστήρια καί οἱ χριστιανικές τελετές εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ τελείωσις (ὁλοκλήρωσις) ὅσων ὁ Μωυσῆς καί οἱ Προφῆται σκιωδῶς εἶχαν ὁρίσει νά γίνωνται στήν ἰουδαϊκή συναγωγή. Π.χ. ἀντί τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομῶντος ὁ χριστιανικός ναός, ἀντί τοῦ ἰουδαϊκοῦ πάσχα ἡ θεία Εὐχαριστία56.
Τά χριστιανικά μυστήρια δέν εἶναι εἰδωλολατρικά δάνεια. Πῶς θά τό ἐδέχοντο αὐτό οἱ πρῶτοι ἐξ Ἰουδαίων Χριστιανοί, οἱ ἀπόστολοι Πέτρος καί Παῦλος καί οἱ ἄμεσοι διάδοχοί των, ὅταν ἡ ἀπόστασις πού τούς χώριζε ἀπό τούς εἰδωλολάτρες ἦταν χαώδης; Εἶναι νά ἀπορῆ κανείς πῶς ἀβασάνιστα (ἴσως σκοπίμως) γράφονται βιβλία, τά ὁποῖα βρίσκουν «ἀρχαῖες εἰδωλολατρικές ἐπιβιώσεις"! στά χριστιανικά μυστήρια, π.χ. ναός, ἱερατεῖο, ἄμφια, τελετές, νηστεία, θυσία, λιβάνι, ἑορτές, ἀργίες, κλπ. Δέν βλέπουν ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι θεσμοθετημένα ἀπό τόν Μωυσῆ57 πολύ πρίν ὑπάρξουν γραπτά ἑλληνικά μνημεῖα (πολλῷ μᾶλλον τελετές); Δέν βλέπουν ὅτι ὅλα αὐτά στήν Ἐκκλησία λειτουργοῦν πρός δόξαν τοῦ Θεοῦ καί σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ στίς εἰδωλολατρικές τελετές τάσσονται στήν ὑπηρεσία τῶν δαιμόνων;
... Στήν ἰουδαϊκή λατρεία ὁ Μωυσῆς εἶχε δώσει βαθύτερο πνευματικό (χριστοκεντρικό-σωτηριολογικό) νόημα, τό ὁποῖο συχνά ξεχνοῦσαν οἱ Ἑβραῖοι καί χρειαζόταν ἡ παρέμβασις τοῦ Θεοῦ διά τῶν Προφητῶν πρός διόρθωσιν. Βλέπει κανείς θυσίες, ἀναφορές καί θυμιάματα, ὀργανικά στοιχεῖα τῆς Μωσαϊκῆς λατρείας, νά προκαλοῦν τήν ἀποστροφή τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή δέν ἔχουν σωτηριολογική προοπτική (ταπείνωσι, εἰρήνη αἰσθήσεων καί λογισμῶν, ὑπακοή καί ἐλευθερία ἀπό τήν ἐγωιστική αὐτονομία ἀπό τόν Θεό)58.
Ἐάν κάποιοι ὑποστηρίζουν ὅτι στόν Χριστιανισμό ὑπάρχουν στοιχεῖα ἀρχαιοελληνικῶν τελετῶν καί ἐθίμων, κάνουν λάθος... Καί μόνο οἱ ἀποφάσεις οἰκουμενικῶν καί ἄλλων συνόδων κατά τῶν ἑλληνικῶν ἐπιδράσεων στήν Ἐκκλησία εἶναι ἀρκετές πρός ἀπόδειξιν.
... Οἱ αἱρετικοί καί οἱ ἐθνικοί ἔβλεπαν τίς ὑπερφυσικές δυνάμεις τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων καί θέλησαν νά ἀπομιμηθοῦν τά ἐξωτερικά στοιχεῖα τῶν ἐνεργειῶν τους. Ὅπως μέχρι σήμερα οἱ μάγοι καί μέντιουμ χρησιμοποιοῦν σταυρούς καί εἰκόνες γιά νά κάνουν τά ξόρκια τους, γινόμενοι ὄργανα τῶν δαιμόνων παρά τούς σταυρούς καί τίς εἰκόνες»59.
Λέγει δέ καί ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος ὁ Ἀπολογητής, σ᾿ αὐτούς πού δέν γνωρίζουν τό βάθος τῶν πραγμάτων:
«...τόν Ἰησοῦν λαβόντα ἄρτον καί εὐχαριστήσαντα εἰπεῖν: Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἀνάμνησίν μου, τοῦτ᾿ ἐστι τό σῶμά μου· καί τό ποτήριον ὁμοίως λαβόντα καί εὐχαριστήσαντα εἰπεῖν: Τοῦτο ἐστι τό αἷμά μου: καί μόνοις αὐτοῖς μεταδοῦναι. Ὅπερ καί ἐν τοῖς τοῦ Μίθρα μυστηρίοις παρέδωκαν γίγνεσθαι μιμησάμενοι οἱ πονηροί δαίμονες˙ ὅτι γάρ ἄρτος καί ποτήριον ὕδατος τίθεται ἐν ταῖς τοῦ μυουμένου τελεταῖς... ἤ ἐπίστασθε ἤ μαθεῖν δύνασθε»60.
Δηλαδή:
«Αὐτό πού εἶπε ὁ Κύριος νά κάνουμε «εἰς τήν ἀνάμνησιν Αὐτοῦ», δηλ. στήν θεία Λειτουργία, προσφέροντας ἄρτο καί οἶνο, αὐτό καί στά μυστήρια τοῦ ψευδοθεοῦ Μίθρα κατά μίμησι τῶν Χριστιανῶν ἐδίδαξαν νά γίνεται οἱ πονηροί δαίμονες· κι αὐτό, τό ὅτι δηλ. παρατίθεται ἄρτος καί ποτήριο ὕδατος... στίς τελετές τους γιά τήν μύησι κάποιου νέου μέλους, ἤδη τό γνωρίζετε ἤ μπορεῖτε νά τό μάθετε».
***********
Κοντά στίς κατηγορίες αὐτές τῶν Νεο-παγανιστῶν πού ἀναφέραμε, θά θέλαμε νά ἐπισημάνουμε καί τά ἑξῆς:
Ὑπάρχουν τόσες πολλές τάσεις καί διαφορές μέσα στό ὅλο φάσμα τῶν Νεο-εἰδωλολατρῶν, πού εἶναι δύσκολο νά ἀναλυθοῦν ἀλλά ἀκόμη καί νά ἀναφερθοῦν συστηματικά. Ὑπάρχει δηλαδή μία μεγάλη ποικιλία ρευμάτων, αἱρέσεων, πού ἡ μία σχεδόν ἀναιρεῖ τήν ἄλλη. Γιά παράδειγμα, πολλοί πιστεύουν στό δωδεκάθεο (δώδεκα θεοί τοῦ Ὀλύμπου), ἐνῶ ἄλλοι δέν τό δέχονται αὐτό. Ἀνάμεσα σ᾿ αὐτούς τούς πρώτους εἶναι κι αὐτοί πού διαφωνοῦν ὡς πρός τά ὀνόματα τοῦ καταλόγου τῶν θεῶν. Κάποιοι θεωροῦν τούς θεούς ὡς πραγματικές ὀντότητες, ἐνῶ ἄλλοι ὡς σύμβολα χωρίς καμμία ὀντολογική ὕπαρξι. Πολλοί διέπονται ἀπό ἔντονες ἀντι-Χριστιανικές τάσεις, ἄλλοι εἶναι ὀπαδοί πιό συμβιβαστικῶν θεωριῶν. Κάποιοι τέλος δέχονται τήν δεῖνα ἄποψι γιά τήν δημιουργία τοῦ κόσμου, γιά τόν ἄνθρωπο, κι ἄλλοι πού πρεσβεύουν κάτι ἄλλο. Καί τό φάσμα τῶν διαφοροποιήσεων εἶναι μακρύ καί σχεδόν ἀτέλειωτο, ὅσο ἀτέλειωτος εἶναι καί ὁ κατάλογος τῶν ἀνυπάρκτων θεῶν τῆς ἀρχαιότητος.
Ἐνθυμούμαστε τούς λόγους τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου γιά τήν ἐν σκότει καί ἀγνωσίᾳ θρησκεία τῶν ἀρχαίων:
«.... ἄλλοι ἐξ αὐτῶν», λέγει «ἐθεοποίησαν τόν ἥλιο, τήν σελήνη, τούς ἀστέρας. Ἄλλοι δέ τήν γῆν, τό ὕδωρ, τό πῦρ, τόν ἀέρα, ἐπειδή αὐτά εἶναι ἀναγκαῖα στοιχεῖα γιά τήν ἀνθρώπινη ζωή. Ἄλλοι θαυμάζοντας τούς δυνατούς ἤ τούς ρωμαλέους ἤ τούς ὡραίους, κατέληξαν σύν τῷ χρόνῳ, στήν θεοποίησι καί λατρεία τους. Οἱ πλέον ἐμπαθεῖς ἀπ᾿ αὐτούς θεοποίησαν τά πάθη, δηλ. τόν θυμό, τήν κακουργία, τήν μέθη, τήν ἀσέλγεια κλπ. Ἀπό τούς θεούς ἄλλους μέν τούς ἐτοποθέτησαν στήν γῆ, ἄλλους στόν οὐρανό κι ἄλλους κάτω ἀπό τήν γῆ (στά καταχθόνια). Ἡ τελευταία δέ αὐτή τοποθέτησις ἦτο ἡ μόνη ὀρθή πρᾶξις τους.
Τούς ἐτίμησαν δέ λέγει τούς θεούς τους κάνοντας ἀγάλματα, μέ ζωοθυσίες, μέ ἀσελγεῖς πράξεις, ἀκόμη καί μέ ἀνθρωποθυσίες. Ἀκόμη ἐτίμησαν ὡς θεούς διάφορα τετράποδα καί ἑρπετά, γελοιοποιῶντας ἔτσι φοβερά τόν ἑαυτό τους, ὥστε νά διερωτᾶται κάποιος: ποιοί ἀξίζουν περισσότερη περιφρόνησι, οἱ θεοί αὐτοί ἤ αὐτοί πού προσκυνοῦν τέτοιους θεούς; Μᾶλλον δέ οἱ δεύτεροι, διότι ἐνῶ ἔχουν λογική φύσι, κατήντησαν σέ τέτοια παραλογία καί ἔγιναν παιγνίδια στά χέρια τοῦ πονηροῦ διαβόλου»61.
________________________________________
Ἡ ἀδυναμία τῶν Ἑλλήνων νεο-εἰδωλολατρῶν νὰ ἀντιληφθοῦν τὴν Χριστιανικὴ ἱστορικὴ συνέχεια τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνισμοῦ
Μᾶς κάνει ἐντύπωσι ὅτι πολλοί ἀπό τούς σημερινούς Ἕλληνες Νεο-παγανιστές δέν μποροῦν νά δοῦν τήν συνέχεια καί τήν ὡραία αὐτή ἐξέλιξι τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ κόσμου, καί πέφτουν σέ σοβαρά καί ἀντι-ἐπιστημονικά σφάλματα. Προκειμένου νά στηρίξουν μάλιστα κάποιες ἀστήρικτες θέσεις τους ἤ δέν ἀποδεικνύουν κἄν τά λεγόμενά τους ἤ ἐπιστρατεύουν ἀνιστόρητες ἀποδείξεις καί ἐπιτυγχάνουν ἀκριβῶς τό ἀντίθετο ἀπ᾿ ὅ,τι ἐπιθυμοῦν. Ὄχι μόνο δέν πείθουν μέ τά παρατιθέμενα, ἀλλά ἐνισχύουν ὅσα αὐτοί κατακρίνουν καί καταδικάζουν.
Ἀναφέρεται σέ κάποιο Περιοδικό τους:
«Τό Βατερλώ τῆς Ὀρθοδοξίας ὑπῆρξε ἡ λαϊκή Ἐπανάσταση τοῦ 1821 γιά λευτεριά ἤ θάνατο ἤ ἡ ἀρχή τοῦ τέλους της. Καί μόνον ὅτι ὁ ἐξαθλιωμένος Ἕλληνας, τέως ραγιάς, ἀποφάσισε νά πεθάνει ἤ νά ζήσει λεύτερος (περίεργο νά μήν τοῦ φτάνει ἡ Ὀρθοδοξία, πίστη, παράδεισοι, ἀναστάσεις) αὐτό ἀναιροῦσε στήν πράξη τήν Ὀρθοδοξία στό σύνολό της. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ ἐπαναστατημένος Ἕλληνας καταφεύγει στήν ἀπιστία!...
Εἶχε νά κάνει μ᾿ ἄλλα λόγια, μέ τήν τελεσίδικη ἀπόφασή τους, νά κερδίσουν τή λευτεριά τους ἤ νά πεθάνουν γράφοντας στά παλιά τους τά τσαρούχια τί ἦταν πίστη, ἤ τί ἔλεγε ἡ Ὀρθοδοξία...
Τό ὅτι γλυτώσαμε ἀπό τά πλοκάμια αὐτῆς τῆς κατάρας (χριστιανικός μεσαίωνας δυτικοῦ καί ἀνατολικοῦ τύπου) δέν τό ὀφείλουμε σέ κανένα θαῦμα, οὔτε στόν θεούλη. Τό ὀφείλουμε στούς «ἄπιστους», τούς «αἱρετικούς», τούς «ἀμφισβητίες" καί πολλούς ἄλλους πού ἔπαψαν νά προσκυνάνε τήν ἐξουσία τῆς θρησκείας.
Τό ὀφείλουμε σ αὐτούς πού ὕψωσαν τό ἀνάστημά τους στό σκοτάδι τῶν ρασοφόρων καί τοῦ «θεόθεν" δόγματός τους...
Ἡ Ἐκκλησία, ἡ Ὀρθοδοξία, οὐδέποτε εἶχαν κατά νοῦ νά ὑπηρετήσουν τήν βασική ἀξία τῆς ζωῆς, τήν ἐλευθερία... »62
Θεωροῦμε ὅτι κάθε νηφάλιος, προσεκτικός καί εὐσυνείδητος ἐρευνητής εὔκολα θά χαρακτήριζε τά ἀνωτέρω ὡς ἐμπαθῆ, ἄκρως ἀνακριβῆ, γι᾿ αὐτό καί ἀντι-ἐπιστημονικά καί συκοφαντικά, ἀφοῦ διαστρεβλώνουν τελείως καί τήν ἱστορική πραγματικότητα.
Ἄς ἀναφέρουμε ὀλίγα ἀπό τήν ἱστορική ἀλήθεια πρός ἀντιπαράθεσί τους. Νά τί πράγματι λέγει ἡ Ἱστορία, ἰδού τά ἴδια τά λόγια τῶν Χριστιανῶν ἡρώων τοῦ ΄21:
Ὁ Μάρκος Μπότσαρης γράφει σέ γράμμα του πρός τόν γυιό του:
«Ποιά θέ νἆναι ἡ χαρά σου, ὁπότε θ᾿ ἀφουγκράζεσαι, ὅτι τά πλιό ξακουστά παλληκάρια τοῦ καιροῦ μας ἔχουν τήν μεταλαβιά τους, ἐπειδή δέ γνωρίζουν ἁμαρτίες τοῦ κόσμου; Ὅτι τέτοιο εἶναι τό καλοσυνάτο τῆς ψυχῆς τους, πού ἡ ντροπής τούς κοκκινίζει τό μάγουλο, σάν κοκκινίζουν τά ἀνέβγαλτα κοράσια;
... Ἄς μήν τούς μοιρολογοῦμε ὅσο πρέπει νά τούς χαιρόμασθε (σ.σ. ἐνν. τά παλληκάρια πού ἔπεσαν στήν μάχη). Γιατί εἰς τοῦτον τόν κόσμο ἐδοξάσθηκαν, ὅσο θἆναι πολύτιμο τό αἷμα πού χύνεται παλληκαρήσια διά τήν πατρίδα, κι᾿ ἡ ψυχή τους πάλε στόν κόρφο τοῦ Θεοῦ χαίρεται τήν ἀθάνατη μακαριότητα. Τήν αὐριανή τοῦ χαλασμοῦ ψήνονταν τά παλληκάρια στά τσαντήρια τά Τούρκικα, καί ἀδελφές καί μανάδες ἐγύριζαν τές σοῦβλες, καί τά φριμένα χείλη τῶν παλληκαριῶν ἄλλο δέν ἔλεγαν εἰμή ἐτοῦτο: «Θεέ, θυμήσου μας, ὅτι ἐγγίζομε εἰς τό βασίλειό σου»63.
Ἀναφέρει ἐπίσης ὁ σύγχρονος τοῦ ἀγῶνος Τερτσέτης:
«... ἔπαινος μέγας τοῦ ἔθνους μας εἶναι ὅτι κυριευμένον ἀπό τούς ἀλλοφύλους, καί καλούμενον ἀπό τούς κατακτητάς του εἰς τό συμπόσιον τῶν ἡδονῶν, εἰς τό μεγαλεῖον τῆς ἐξουσίας, ἀρκοῦσε μόνον νά ἐγκαταλείψει τήν πίστιν τῶν Χριστιανῶν, τό ἑλληνικόν ἔθνος ἀπεστράφη τήν προσφοράν τοῦ νικητοῦ, ἐφύλαξε πίστιν εἰς τό πάτριον θρήσκευμα, καί εἰς τήν γλῶσσαν τοῦ Πλάτωνος καί τοῦ Εὐαγγελίου. Τόν ἕνα Χριστιανόν ἔκοβε ὁ τότε βάρβαρος ἐχθρός, ὁ ἄλλος τόν σταυρόν του ἔκανε, οἱ γλῶσσες κομμένες ἀπό τόν ἄγριον στρατιώτην κειτώμενες εἰς τό αἱματωμένον χῶμα, ἀηδονολαλοῦσαν, νά εἰπῶ οὕτως, τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ. Αὐτό... εἶναι τό προτέρημα, τό ὁποῖον ἀποφασίζει καί τά μεγάλα δωρήματα τῶν θείων εὐεργετημάτων»64.
Καί ὁ Μακρυγιάννης ἔγραφε:
«... τέτοια ἠθική εἴχετε ἐσεῖς καί προκοπή, τέτοιους καταντήσετε κ᾿ ἐμᾶς τούς δυστυχεῖς. Ὅμως τοῦ κάκου κοπιάζετε. Ἄν δέν ὑπάρχει σ᾿ ἐσᾶς ἀρετή, ὑπάρχει ἡ δικαιοσύνη τοῦ μεγάλου Θεοῦ, τοῦ ἀληθινοῦ βασιλέα. Ὅτι ἐκεινοῦ ἡ δικαιοσύνη μᾶς ἔσωσε καί θέλει μᾶς σώση. Ὅτι ὅσα εἶπε αὐτός εἶναι ὅλα ἀληθινά καί δίκαια - καί τά δικά σας ψέματα δολερά...
... Ἐσύ Κύριε, θ᾿ ἀναστήσης τούς πεθαμένους Ἕλληνες, τούς ἀπογόνους αὐτεινῶν τῶν περίφημων ἀνθρώπων, ὁποῦ στόλισαν τήν ἀνθρωπότη μ᾿ ἀρετή. Καί μέ τήν δύναμή σου καί τήν δικαιοσύνη σου θέλεις νά ξαναζωντανέψης τούς πεθαμένους. Καί ἡ ἀπόφασή σου ἡ δίκια εἶναι νά ματαειπωθῆ Ἑλλάς, νά λαμπρυνθῆ αὐτείνη καί ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ καί νά ὑπάρξουν οἱ τίμιοι καί ἀγαθοί ἄνθρωποι, ὁποῦ ΄περασπίζονται τό δίκιον... »65.
Καί :
«Αὐτά τά ἔθιμα εἴχαμεν, αὐτόν τόν Χριστόν φοβόμαστε... καί αὐτείνη ἡ θρησκεία μᾶς ξαναλευτέρωσε καί βήκαμεν εἰς τήν κοινωνίαν τοῦ κόσμου, ὁπού ἤμαστε χαμένοι καί σβησμένοι ἀπό τόν κατάλογον ὅλου τοῦ κόσμου τόσες αἰῶνες»66.
Ἄλλες φορές πάλι κάποιοι ἀπό αὐτούς τούς Ἕλληνες Νεο-παγανιστές χρησιμοποιοῦν φαντασίες καί σύγχρονες μυθολογικές ὑποθέσεις τους, γιά νά ἐξάγουν τάχα ἀκλόνητα συμπεράσματα, ὅπως τά κάτωθι φαιδρά:
«... ἡ θεά Ἀθηνά ἀντιπροσωπεύει τόν Σείριο, ὅπως καί ἡ Ἴσις καί ἐξ αὐτῆς προῆλθε ὁ Ἐριχθόνιος ἤ ὁ Ὦρος, καί ἐξ αὐτοῦ κατάγονται οἱ Ἀθηναῖοι, καί κατ᾿ ἐπέκτασιν οἱ Ἕλληνες, τότε ἀποδεικνύεται ὅτι προέρχονται οἱ Ἕλληνες ἀπό τόν Σείριο (Οὐράνιο Ὄλυμπο), δηλαδή ἔχουν ἐξωγήινη προέλευση»67.
Ἤ:
«Οἱ Ἕλληνες λόγῳ καταστροφῶν καί πολέμων (ρωμαϊκή κατοχή, τουρκοκρατία), ἔχασαν τά ἀρχεῖα τους καί τήν γνώση τοῦ ἔνδοξου παρελθόντος τους. Τά ἀρχαιολογικά ὅμως στοιχεῖα πού ἔρχονται στήν ἐπιφάνεια καί τά ἀρχαῖα συγγράμματα φανερώνουν τήν ἐξωγήινη προέλευση τῶν Ἑλλήνων.
Γι᾿ αὐτό οἱ ἐχθροί τῆς Ἑλλάδος, θά κάνουν ὅ,τι μποροῦν γιά νά ἐμποδίσουν νά φανερωθεῖ ἡ ἀλήθεια.
Τό πλήρωμα τοῦ χρόνου ἔφτασε καί οἱ Ἀρχαῖοι Ἀργοναῦτες (Μόες) ἐπιστρέφουν. Οἱ ἱπτάμενοι δίσκοι πού ἐμφανίζονται ἀνά τήν γῆ, ἀφήνουν μαρτυρίες, ὅτι εἶναι ἀπόγονοι τῶν Ἑλλήνων, γι᾿ αὐτό κρατοῦν οἱ ἰθύνοντες μυστική τήν παρουσία τους καί προσπαθοῦν νά τούς καταρρίψουν...»68
Ἤ:
«Τό θέατρο στήν Ἀρχαία Ἑλλάδα χρησίμευε ὡς μία δορυφορική κεραία... Οἱ θεατρικές παραστάσεις ἔκρυβαν συγκλονιστικά μυστικά, τά ὁποῖα τά μετέφεραν στόν Οὐράνιο Ὄλυμπο. Ὅταν γίνονταν οἱ θεατρικές παραστάσεις, οἱ ἱερεῖς εὑρίσκοντο πάντοτε στήν πρώτη σειρά, ἐπειδή αὐτοί κατανοοῦσαν στό ἔπακρον τήν ὑπόθεση τῆς παραστάσεως, καί ἰδιαίτερα βοηθοῦσαν νά μεταφερθῆ ἡ εἰκόνα πού διαδραματιζόταν ἐπάνω στή σκηνή μέ νοερή ὑποβολή ἐπάνω στόν οὐρανό»69.
Γιά νά φθάσουμε ἔτσι στό τελικό, κατ᾿ αὐτούς σοβαροφανές συμπέρασμα, μετά ἀπό ὅλα αὐτά καί πολλά ἄλλα παρόμοια, ὅτι:
«Ἐφόσον ἡ πορεία γιά τόν ἐξανθρωπισμό τοῦ ἀνθρώπου περνᾶ ἀπό τήν μύηση στίς ἀρχές τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, κι ἐφόσον οἱ ἀρχές τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας ἐκπορεύονται κατευθείαν ἀπό τούς κρουνούς τῆς Ἐθνικῆς τῶν Ἑλλήνων θρησκείας, τί ἄλλο ἀπομένει παρά τό λουτρό στά ἱερά καθαρτήρια νερά τῆς πρωταρχικῆς Πηγῆς;»70
Τά λέγουν δέ ὅλα αὐτά παρά τούς «δικούς" τους χρησμούς, πού ἤδη ἔχουν λάβει πρίν ἀπό δεκάδες αἰώνων ἀπό τούς «θεούς», στούς ὁποίους πιστεύουν, ὅτι:
«Χαμαί πέσε δαίδαλος αὐλά, οὐκέτι Φοῖβος ἔχει καλύβαν, οὐ μάντιδα δάφνην, οὐ παγάν λαλέουσαν. Ἀπέσβετο καί λάλον ὕδωρ»71.
Δέν σχολιάζουμε καθόλου τήν αἰσχρή γλῶσσα καί τίς ἐμπαθεῖς ἐκφράσεις πού χρησιμοποιοῦν πολλοί ἀπό τούς συμπαθεῖς Νεο-εἰδωλολάτρες, μέ τά ὁποῖα γίνεται κατάδηλο τό μεγάλο καί βαθύ μίσος τους κατά τῆς Πίστεώς μας.
Δυσκολευόμαστε νά παραθέσουμε ἐδῶ εὔγλωττα παραδείγματα, διότι «αἰσχρόν ἐστι καί λέγειν». Ὑπάρχουν ὅμως πολλά, εὔκαιρα πρός ἀπόδειξιν παντί τῷ αἰτοῦντι.
Ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά συνδιαλεγώμαστε ἤ νά γράφουμε κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο. Ὁ Θεός τῆς ἀγάπης, ὁ ἀρχηγός τῆς σωτηρίας μας, ὁ ἀδικημένος Ἰησοῦς, μᾶς ἐμπνέει μέ τόν σταυρό καί τήν θυσία Του γιά τούς σταυρωτές Του:
«Ἐγώ δέ οὐκ ἀπειθῶ οὐδέ ἀντιλέγω. Τόν νῶτον μου ἔδωκα εἰς μάστιγας, τά δέ σιαγόνας μου εἰς ραπίσματα, τό δέ πρόσωπόν μου οὐκ ἀπέστρεψα ἀπό αἰσχύνης ἐμπτυσμάτων»72.
Παρακολουθοῦμε τά γραφόμενα, λεγόμενα καί τελούμενα ἀπό τούς Νεο-παγανιστές συμπατριῶτες μας.
Δέν ἀπορρίπτουμε τούς ἴδιους, ἀλλά τίς ἰδέες τους.
Δέν μποροῦμε νά ἀποδεχθοῦμε τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο προσεγγίζουν τόν ἀρχαῖο ἑλληνικό κόσμο καί πολιτισμό, τίς παρερμηνεῖες τους γιά τήν ἀρχαία Ἑλληνική φιλοσοφία, ἤ ὁποιεσδήποτε ἄλλες παράξενες ὄντως θεωρίες τους. Ὡστόσο τούς ἴδιους τούς ἀγαπᾶμε. Καί γι᾿ αὐτούς λέγομε τά παρόντα. Ἴσως ὑπάρξουν μερικοί πού θά ἀντιληφθοῦν τήν καλή διάθεσι καί εἰλικρίνεια ἐκ μέρους μας καί δέν θά μᾶς βλέπουν σάν ἐχθρούς καί μισητούς «ἀλλοεθνεῖς».
Καί ποιός γνωρίζει ἄραγε, πόσοι Παῦλοι καί Διονύσιοι καί Δαμάρεις θά ἐγερθοῦν στό μέλλον καί ἐκ μέσου αὐτῶν, καί θά ὑπερβάλουν πολλούς ἀπό ἐμᾶς στόν ζῆλο καί τόν ἀγῶνα γιά τήν δόξα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί τήν σωτηρία τῶν συνανθρώπων μας!
***********
Ὁ ἐν ἁγίοις πατήρ ἡμῶν Νεκτάριος ἐπίσκοπος Πενταπόλεως ὁ θαυματουργός, ἀναφερόμενος σέ ὅ,τι καλό ὑπάρχει στήν ἀρχαία Ἑλληνική φιλοσοφία, δηλ. τόν "σπερματικό λόγο», γράφει:
«Ἡ Ἑλληνική φιλοσοφία ἔγινε γιά τήν Ἑλληνική φυλή παιδαγωγός γιά τήν κατανόηση τῆς ἀλήθειας πού ἀποκαλύφθηκε.
Ὁ ἔρωτας πρός τή φιλοσοφία ἔγινε ἔρωτας πρός τόν Χριστιανισμό καί ἡ φιλοσοφία ἔγινε πίστη στό Χριστό... Ὁ Ἕλληνας, ἀφοῦ γνώρισε τί εἶναι καί ποιός ὀφείλει νά γίνει, ἔβαλε σκοπό του τήν τελειοποίησή του. Ἔγινε ἐραστής τοῦ πνεύματος κι ἐδημιούργησε κόσμο πνευματικό, στόν ὁποῖο ἤθελε νά ζεῖ... Τέτοιος πλάσθηκε νά εἶναι ὁ Ἕλληνας, κι ἔτσι διαμορφώθηκε ὁ ἠθικός του χαρακτήρας. Δέν μποροῦσε παρά νά ἐνθουσιασθεῖ ἀπ᾿ τίς ἀρχές τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ὁ Χριστιανισμός ἦταν ἀγάπη, ὑποσχόταν νά διδάξει στούς ἀνθρώπους τήν ἀλήθεια στήν πιό τέλεια καί πλήρη μορφή της, νά ἐνισχύσει καί ν᾿ ἀνυψώσει τήν φιλοσοφία στήν πιό ὑψηλή της περιωπή. Νά ἀποκαλύψει στήν φιλοσοφία τά μυστήρια πού εἶχαν μείνει καλυμμένα, νά δώσει λύση στά αἰώνια προβλήματα, νά σηκώσει τήν ὀμίχλη πού σκέπαζε τά μάτια τῆς διάνοιας τοῦ ἀνθρώπου, νά τόν σηκώσει ἀπό τόν ὕπνο του, νά τόν ἀπαλλάξει ἀπ᾿ τήν δεισιδαιμονία, νά συνδέσει τήν ἀνθρωπότητα μέ τό δεσμό τῆς ἀδελφικῆς ἀγάπης, νά τόν ὁδηγήσει πρός τόν Θεό καί νά σώσει τόν ἄνθρωπο ἀπ᾿ τήν καταπίεση τοῦ ἀντιπάλου του, χαρίζοντάς του στή μέν παροῦσα ζωή τήν ἀληθινή εὐτυχία, καί στήν μέλλουσα ζωή τήν αἰώνια μακαριότητα. Ὁ Ἕλληνας, ἀφοῦ βρῆκε στό Χριστιανισμό τίς ἀληθινές ἀρχές καί τήν εἰκόνα τοῦ τέλειου καί ἰδανικοῦ του... τόν υἱοθέτησε καί τόν ἔκανε κτῆμα του. Ὁ Χριστιανισμός, σάν πρῶτο δῶρο τοῦ δώρισε μιά νέα ζωή. Κι ὁ Ἕλληνας τόν ὑποστήριξε μέ τούς ἀγῶνες του καί τό αἷμα του.
Ἡ Ἑλληνική φιλοσοφία καθοδηγοῦσε τό Ἑλληνικό ἔθνος στόν Χριστιανισμό... τό μαρτυρεῖ κι ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρέας πού λέγει ὅτι ἡ φιλοσοφία «ἦταν μέν πρίν ἀπό τήν παρουσία τοῦ Κυρίου ἀναγκαία γιά τούς Ἕλληνες, γιά νά τούς ὁδηγεῖ στή δικαιοσύνη. Μετά δέ ἀπ᾿ αὐτήν γίνεται χρήσιμη γιά τήν θεοσέβεια, ὄντας ἕνα εἶδος προπαίδειας γιά ὅσους ἀντιλαμβάνονται τήν πίστη μέ ἀποδείξεις... «Καί "παιδαγωγοῦσε (ἡ φιλοσοφία) κι αὐτό τό Ἑλληνικό ἔθνος, ὅπως ὁ νόμος παιδαγωγοῦσε τούς Ἑβραίους εἰς Χριστόν»73.
Θά ἀποροῦν τά πνεύματα τῶν ἀγαθῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, πού θά ἐπίστευσαν στό κήρυγμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ στόν Ἅδη, τοῦ σταυρωθέντος καί ἀναστάντος, καί θά οἰκτείρουν τούς συγχρόνους νεοέλληνες Παγανιστές, οἱ ὁποῖοι ἐπιμένουν παρά πᾶσαν προσδοκίαν νά παραμένουν στό σκότος τῆς ἀγνωσίας τῆς πρό Χριστοῦ ἐποχῆς καί νά ἀδικοῦν τόν ἑαυτό τους στερῶντας τον ἀπό τό ἄκτιστο φῶς τῆς θεότητός Του.
Ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός ἀναφέρει σέ σχετική ὁμιλία του γιά κάποιο Γερμανό θελόγο πού εἶπε, ὅτι ἄν ὁ Πλάτων ζοῦσε στήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ καί Τόν ἔβλεπε (τόν Κύριο), θά ἔπεφτε στά πόδια Του καί θά ἀναφωνοῦσε σάν τόν ἀπόστολο Θωμᾶ: «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου!"
Λέγει δέ σέ ἄλλη μελέτη του:
«Κάθε δίλημμα σήμερα τοῦ τύπου «Ὀρθοδοξία ἤ Ἑλληνισμός" εἶναι ὄχι μόνο πλαστό, ἀλλά καί ἐθνοκτόνο. Γιατί σημαίνει τάση ἐπιστροφῆς στήν ἀτέλειά μας, στήν παλαιά ἀγωνιώδη ἀναζήτησή μας. Ἐνῶ γιά τόν Ἑλληνισμό, πού διασώζει τήν αὐτοσυνειδησία του, τό ζητούμενο εὑρέθη. Εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. «Εἴδομεν τό φῶς τό ἀληθινόν... εὕρομεν πίστιν ἀληθῆ!" «Εὕρομεν τήν ἀλήθειαν!" Κάθε ἀποδέσμευση τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀπό τήν Ὀρθοδοξία δέν συνιστᾶ μόνο τραγικό διαμελισμό τῆς ὑπάρξεώς μας, ἀλλά καί καθαρό παραλογισμό, ἀφοῦ ἡ τυχόν ἐπιστροφή στόν αὐθεντικό Ἑλληνισμό, θά καταλήξει ὁπωσδήποπτε στήν γνήσια ἐκείνη ἀναζήτηση, πού ὁδήγησε στήν ἕνωσή του μέ τήν Ὀρθοδοξία. Ἔξω ἀπό τή ζήτηση αὐτή ἔμεινε...ὁ παγανισμός καί ὁ διονυσιακός αἰσθησιασμός τοῦ Γραικύλου. Γι᾿ αὐτό, ὅπου χάνεται ἡ Ὀρθοδοξία χάνεται καί ὁ Ἑλληνισμός!»74
Ἐξ ἄλλου ὅπως ἔγραφε ὁ ἀείμνηστος ὀρθόδοξος θεολόγος Παναγιώτης Νέλλας:
«... τήν πραγματική συνέχεια τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας εἶναι προτιμότερο νά τήν ἀναζητήσουμε στούς Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Δέν πρόκειται βέβαια ἀκριβῶς γιά συνέχεια, ὅπως θά τήν ἔβλεπε ἡ ἱστορία τῆς φιλοσοφίας, ἀλλά μᾶλλον γιά γονιμοποίηση. Ἡ ἀρχαία σκέψη γονιμοποιήθηκε ἀπό τήν πίστη καί γέννησε τήν πατερική θεολογία. Βρισκόμαστε ὄχι μπροστά σέ κατασκευές ἀλλά σέ καρπούς, σέ τέκνα. Ἔτσι προχωρεῖ ὅ, τι εἶναι γνήσιο καί ζωντανό μέσα στή ζωή... εἶναι ὁ δρόμος τῆς ζωῆς. Δρόμος ἀνοιχτός καί γιά μᾶς τούς σημερινούς Ἕλληνες»75.
Ἀναφέρει δέ καί ὁ σεβαστός Γέροντάς μου, π. Γεώργιος, σχετικά:
«Οἱ τρεῖς Ἱεράρχαι ἔθεσαν τά θεμέλια τῆς Ἑλληνορθοδοξίας. Ἔγιναν οἱ πρωτεργάται τῆς ἱστορικῆς πορείας τοῦ Ἑλληνορθοδόξου πολιτισμοῦ μας.
Αὐτός ὁ πολιτισμός δοκιμάσθηκε ἔκτοτε μέσα στούς αἰῶνας καί ἄντεξε. Καί εἶναι ζωντανός καί δημιουργικός μέχρι σήμερα.
Παρ᾿ ὅλα αὐτά ὑπάρχουν καί αὐτοί πού τόν ἐπιβουλεύονται καί θέλουν νά χωρίσουν τόν Ἑλληνισμό ἀπό τήν Ὀρθοδοξία, γιατί θέλουν νά διώξουν τόν Χριστό ἀπό τήν Πατρίδα μας καί ἀπό ἄλλα ὀρθόδοξα ἔθνη. Καί τό ἀκόμη χειρότερο, νά ἐπαναφέρουν τήν ἀθεΐα ἤ τήν ἀρχαία εἰδωλολατρική θρησκεία μέ τούς ψευδεῖς Ὀλυμπίους θεούς, τίς θυσίες καί τίς τελετές της.
Θέλουν δηλ. νά ἐπαναφέρουν αὐτά, ἀπό τά ὁποῖα ὁ Χριστός μᾶς ἐλύτρωσε καί αὐτά πού μέ ἀγῶνες πολλούς οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι καί τό μέγα νέφος τῶν Χριστιανῶν Μαρτύρων μέ τό αἷμα τους ἐκαθάρισε.
Ἡ Ἐκκλησία προσέλαβε τόν Ἕλληνα ἄνθρωπο, τόν ἐβάπτισε, τόν ἐκαθάρισε, τόν ἐφώτισε καί τόν ἔκανε Χριστιανό Ἕλληνα. Τώρα θέλουν τόν φωτισμένο Ἕλληνα νά τόν ξεβαπτίσουν καί νά τόν ὑποτάξουν καί πάλι στό σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρείας καί τῆς ἀθεΐας.
Ἀπορεῖ κανείς γιά τό τόλμημα.
Ὁ σοφός Blaise Pascal γράφει κάπου ὅτι ὁ ἄνθρωπος (προφανῶς ὁ ἄπιστος) εἶναι πρόθυμος νά πιστεύση τήν οἱανδήποτε ἀνοησία ἐκτός ἀπό τήν προφανῆ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου...
Εὐχαριστοῦμε τούς Τρεῖς Ἱεράρχας γιά τό πολύτιμο δῶρο πού μᾶς παρέδωσαν, τήν ἁγία Ἑλληνορθόδοξο Παράδοσί μας. Ζητοῦμε τήν εὐλογία τους, νά μή φανοῦμε ἀχάριστοι στήν προσφορά τους, ἀλλά νά τήν κρατήσουμε, νά τήν ἀξιοποιήσουμε καί νά τήν παραδώσουμε στούς μεταγενεστέρους ὡς πολύτιμο κληρονομία»76.
________________________________________
Νέες ἐν Χριστῷ διαστάσεις καὶ διέξοδοι στὶς ἀνησυχίες καὶ τὰ προβλήματα τοῦ ἀρχαίου κόσμου
Παρά τό ἀξιόλογο τοῦ προβληματισμοῦ καί τῆς καλῆς ἐν γένει ἀνησυχίας τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ κόσμου (κυρίως σχετικά μέ τόν ἄνθρωπο καί τήν Δημιουργία), νομίζουμε ὅτι διακρίνονται καθαρώτατα οἱ νέες ἀσύγκριτες διαστάσεις τῆς φιλοσοφίας στόν ἐν Χριστῷ τώρα πλέον ἄνθρωπο. Ξεπερνῶνται ἐπίσης ὡρισμένα ὅρια καί ἀδιέξοδα, πού ἦσαν ἀξεπέραστα γιά τόν ἀνθρώπινο νοῦ κατά τήν ἐποχή πρό τῆς Χάριτος, καί ἀπό τά ὁποῖα μᾶς ἐλύτρωσε ὁ Χριστός.
Ἄς δοῦμε μερικά ἀπ᾿ αὐτά:
α. Διαφοροποιεῖται ριζικά καί ἐμβαθύνει ἡ σχέσις τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Ἡ κοινωνία αὐτή ἀποκτᾶ τό ὀρθό και πνευματικό νόημά της, ὡς κοινωνία Φίλου πρός φίλους, Πατρός πρός τέκνα. Οἱ ἄνθρωποι μποροῦν τώρα ἐν Χριστῷ νά μετέχουν στήν ζωή καί τήν Χάρι τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ, νά γεύωνται καί νά ἀπολαμβάνουν τήν ἀγάπη Του, καί μποροῦν ἔτσι νά ἔχουν οὐσιαστικό νόημα καί αἰώνιο σκοπό γιά ὅ,τι μεγάλο καί πνευματικό στήν ζωή αὐτή.
Ὁ θεῖος ἔρως τῆς Ὀρθοδόξου ἐν Χριστῷ ζωῆς, μέθεξις στήν θεία ἀγάπη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, πού ἕπεται τῆς μετανοίας, τῆς καθάρσεως καί τοῦ φωτισμοῦ τοῦ νοός, ἀνοίγει ἄλλες, ἄγνωστες στήν ἐποχή τῆς ἀρχαιότητος, ὁδούς θεοκοινωνίας, ξεπερνῶντας τόν φόβο καί τίς ἀπροσπέλαστες ἀποστάσεις τῶν εἰδωλικῶν ψευδοθεῶν. «Ἐγώ οὐκέτι φοβοῦμαι τόν Θεόν, ἀγαπῶ γάρ αὐτόν· ἡ γάρ ἀγάπη ἔξω βάλλει τόν φόβον» (Μεγ. Ἀντώνιος).
β. Ἡ ἀνδρεία, ἡ φιλοπατρία καί ἡ ἀρετή, μολονότι ἔχουν νά ἐπιδείξουν ἐκπληκτικά παραδείγματα καί στίς μεταγενέστερες γενεές καί στούς ἄλλους λαούς, πού ὄντως ξεπέρασαν τά ὅρια τῆς ἐποχῆς τους, μένουν ὡστόσο μέχρι κάποιου σημείου, ἀδυνατῶντας νά φθάσουν τό ἦθος τοῦ σταυροῦ καί τῆς ἀναστάσεως τῆς κατά Χριστόν ἀπαθείας, τῆς ταπεινώσεως, τῆς κενωτικῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης, πού ἔχουν ἀπεριόριστες, αἰώνιες διαστάσεις στήν ζωή τῶν χαριτωμένων Χριστιανῶν.
γ. Ἐκεῖ ὅμως πού φαίνεται πασίδηλο τό ἀξεπέραστο ἀδιέξοδο τοῦ ἀρχαίου κόσμου καί φιλοσοφίας εἶναι τό περί θανάτου πρόβλημα.
Εἶναι διάχυτη σ᾿ ὅλη τήν ἀρχαία ἑλληνική γραμματεία ἡ αἴσθησις τοῦ φόβου τοῦ θανάτου, ὁ θρῆνος γιά τήν ἀπώλεια τῶν ἀγαπητῶν προσώπων καί συγγενῶν, ἡ ὀδύνη ἀπό τήν τραυματική ἐμπειρία τῆς τραγωδίας αὐτῆς τοῦ ἀνθρώπου.
Πουθενά δέν διαφαίνεται μελλοντική προσδοκία γιά λύτρωσι ἀπό τό τρομερό ἀδιέξοδο τοῦ θανάτου, παρά μόνο κάποιες προφητικές ἐλπίδες-ψιθυρισμοί-ἀναστεναγμοί.
Λέγει σύγχρονος μελετητής:
«... ὁ ἀρχαῖος Ἕλληνας πίστευε ὅτι ἡ ζωή πού ἀξίζει νά ζῆ κανείς εἶναι ἡ παροῦσα ζωή. Στά ὁμηρικά ἔπη ἡ ψυχή ἑνός σκοτωμένου δέν εἶναι παρά ἕνα ἄσαρκο εἴδωλο, ἕνας ἀπαρηγόρητος ἴσκιος πού περιφέρεται θρηνώντας στόν κάτω κόσμο τήν ἀπώλεια τῆς πραγματικῆς ζωῆς. Ἡ μεταθανάτια ζωή εἶναι μιά ἔκπτωση ἀπό τήν πραγματική ζωή. Στή Νέκυια τῆς Ὀδύσσειας ὁ νεκρός Ἀχιλλεύς λέγει στόν ζωντανό Ὀδυσσέα ὅτι θά προτιμοῦσε νά εἶναι ὁ τελευταῖος τῶν ζωντανῶν στόν πάνω κόσμο, παρά ὁ βασιλεύς τῶν νεκρῶν στόν κάτω κόσμο»77.
Διάφοροι φιλόσοφοι καί τραγωδοί ἐφιλοσόφησαν περί τοῦ θανάτου, στήν προσπάθειά τους νά ἐρευνήσουν καί νά εὕρουν κάποια θετικά σημεῖα ἀναφορᾶς, προκειμένου νά ἀπαλύνουν τό φοβερό ὄντως αὐτό πρόβλημα γιά τόν τότε ἄνθρωπο. Ὡστόσο ἡ σκιά τοῦ θανάτου καλύπτει, παρά τίς φιλότιμες αὐτές προσπάθειες, τούς πάντες καί τά πάντα στόν ἀρχαῖο κόσμο.
«Ὁ φόβος τοῦ θανάτου εἶναι μιά πραγματικότητα. «Καθώς ὁ ἄνθρωπος πλησιάζει τήν προοπτική τοῦ θανάτου», ἔγραφε ὁ Πλάτων, «μπαίνει στήν ψυχή του δέος καί φροντίδα γιά πράγματα πού ποτέ πρίν δέν τόν εἶχαν ἀπασχολήσει"»78.
Καί «ὁ θάνατος καί πᾶν ὅ,τι ἠδύνατο νά ἔχῃ σχέσιν πρός τάς τελευταίας στιγμάς ἐθεωρεῖτο ὡς ἀπαίσιον, καί παρουσίαζε τρομεράς ἰδέας· ἐν τοσούτῳ τάς ἐξέφραζον διά λέξεων ἐμφαινουσῶν εὐάρεστόν τι. Θνήσκειν, ἀποθνήσκειν ἀντικαθίστατο συχνάκις διά τοῦ ἀπογίνεσθαι, οἴχεσθαι, δηλοῦν ἐγκαταλείπειν τήν κατοικίαν καί τήν διαμονήν79. Οἱ δέ νεκροί ἐλέγοντο οἰχόμενοι. Ἐνίοτε τό ἀποθνήσκειν ἐλέγετο ἀπέρχεσθαι, δηλοῦν ἀναχωρεῖν εἰς ταξίδιον»80.
Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό τό γεγονός, ὅτι οἱ Ἀθηναῖοι, πού «εἰς οὐδέν ἕτερον ηὐκαίρουν ἤ λέγειν τι ἤ ἀκούειν καινότερον», κατ᾿ ἐξοχήν φιλόσοφοι ἄνθρωποι, ὅταν ἄκουσαν τόν ἅγιο ἀπόστολο Παῦλο νά τούς ὁμιλῆ περί ἀναστάσεως ἐκ νεκρῶν, «οἱ μέν ἐχλεύαζον, οἱ δέ εἶπον: ἀκουσόμεθά σου περί τούτου καί πάλιν»81, μή μπορῶντας νά ξεπεράσουν τό ἄλυτο καί ἀξεπέραστο ἀκόμη τότε τοῦ θανάτου.
Ἔτσι ἡ προφητεία τοῦ Ἡσαΐου περί τοῦ Χριστοῦ ἔχει ἰδιαίτερη βαρύτητα γιά ὅλο τόν ἀρχαῖο (καί τόν ἑλληνικό) κόσμο:
«Ὁ λαός ὁ καθήμενος ἐν σκότει, ἴδετε φῶς μέγα· οἱ κατοικοῦντες ἐν χώρᾳ καί σκιᾷ θανάτου, φῶς λάμψει ἐφ᾿ ὑμᾶς»... «ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν, υἱός καί ἐδόθη ἡμῖν»82, ὁ σωτήρας Κύριος.
Γι᾿ αὐτό τό Πάσχα, ἡ διάβασις ἀπό τήν ἐνταῦθα παθητή διαγωγή στήν ἀντίπερα ὄχθη τῆς ἀπαθείας καί ἡ νίκη κατά τοῦ θανάτου, γίνεται ἡ Λαμπρά τῶν Ὀρθοδόξων πανήγυρις, ἡ ἑορτή ἑορτῶν, κατά τήν ὁποία «θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν."
Καί ὁ θάνατος γιά τούς πιστούς Χριστιανούς γίνεται γέφυρα, κατάπαυσις, ἡσυχία, κοίμησις, ἀπαρχή νέας ζωῆς.
************
Ἀπόγονοι ὄντες τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καί διατηρῶντας τήν συνέχεια τῆς ἐνδόξου πράγματι ἀρχαίας παρουσίας τοῦ Ἑλληνισμοῦ, χαιρόμαστε καί καυχώμαστε, ὡς ἤδη ἐλέχθη, γιά τήν σπουδαία προσφορά του στόν πολιτισμό καί τήν ἀναζήτησι τῆς ἀληθείας μέσῳ τῆς καλῆς φιλοσοφίας του.
Ταυτόχρονα ὅμως δέν τρέφουμε αὐταπάτες καί δέν παραλογιζόμαστε: «Τά ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδού γέγονε καινά τά πάντα»83.
Τόν διπολικό καί διακριτικό αὐτόν ἄξονα γνώμης, γύρω ἀπό τόν ὁποῖο περιστρέφεται μετά Χριστόν καί ἡ ὀρθή ἐν γένει Ἑλληνική σκέψις, νομίζουμε ὅτι ἀποδίδει καί ἡ ποιητική ἔκφρασις δύο Βυζαντινῶν Ἑλλήνων.
Ὁ Γεώργιος Πισίδης, ποιητής καί ὑμνογράφος τοῦ ζ’ αἰῶνος, λόγιος ἄνθρωπος πού διεκρίνετο γιά τήν ἀρχαιογνωσία του, ἔγραφε γιά τήν τελεσίδικη κατάπαυσι τῆς ἀρχαίας εἰδωλολατρίας:
«Παρῆλθεν ἡ νύξ τῶν πλανήτων μέν λόγων,
κέκμηκεν Ὀρφεύς καί παρῆκε τήν λύραν,
ὁ Φοῖβος αὐτῶν οὐκ ἀνοίγει τό στόμα,
μαραίνεται δρῦς, καί πεφίμωται τρίπους,
Πλάτων σιωπᾶ καί λαλεῖ σκυτεργάτης,
νοσεῖ Γαληνός, ἐκφοβεῖ δέ τάς νόσους
ὁ Πέτρος ἡμῶν τάς σαγήνας ὁ πλέκων...»84
Ἀλλά γιά νά μή νομισθῆ ὅτι ἐχθρικῶς διάκειται ἡ Ὀρθόδοξος Χριστιανική Ἑλληνική πίστις πρός τούς καλούς προγόνους μας, παραθέτουμε καί τό ὡραιότατο ποίημα-εὐχή τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Μαυρόποδος, Ἐπισκόπου Εὐχαΐτων, (ὁ ὁποῖος καί πρῶτος ἐθέσπισε τόν ἀπό κοινοῦ ἑορτασμό τῶν ἁγίων Τριῶν Ἱεραρχῶν) κατά τόν ια’ αἰῶνα:
«Εἴπερ τινας βούλοιο τῶν ἀλλοτρίων
τῆς σῆς ἀπειλῆς ἐξελέσθαι, Χριστέ μου,
Πλάτωνα καί Πλούταρχον ἐξέλοιό μοι·
ἄμφω γάρ εἰσι καί λόγον καί τόν τρόπον
τοῖς σοῖς νόμοις ἔγγιστα προσπεφυκότες·
εἰ δ᾿ ἠγνόησαν ὡς Θεός σύ τῶν ὅλων,
ἐνταῦθα τῆς σῆς χρηστότητος δεῖ μόνον
δι᾿ ἥν ἅπαντας δωρεάν σώζειν θέλεις»85.
Δηλαδή:
«Ἄν κάποιους ἀπ᾿ αὐτούς πού δέν εἶχαν τήν εὐλογία νά σέ γνωρίσουν, θά ἤθελες νά τούς ἐξαιρέσης, Χριστέ μου, ἀπό τήν φοβερή ἀπειλή σου, νά μείνουν στήν αἰωνιότητα μακρυά ἀπό τήν κοινωνία τῆς ἀγάπης σου, κάνε μου τήν χάρι νά ἐξαιρέσης τόν Πλάτωνα καί τόν Πλούταρχο· ἐπειδή καί οἱ δύο αὐτοί βρίσκονται πολύ κοντά στούς ἁγίους νόμους σου, καί κατά τούς λόγους τους ἀλλά καί σύμφωνα καί μέ τήν ζωή τους. Ἄν δέ καί κάποια λάθη ἔπραξαν ἐξ ἀγνοίας, ἐδῶ χρειάζεται μόνο ἡ μεγάλη σου ἀγαθότητα, μέ τήν ὁποία σύ ὡς Θεός τῶν ὅλων, θέλεις νά μᾶς σώζης ὅλους τούς ἀνθρώπους δωρεάν».
________________________________________
Εὐλογητὸς ὁ Θεός ὁ τῶν πατέρων ἡμῶν
Ἕνα ἀπό τά κυριώτερα προφητικά ἀναγνώσματα πού ἀναγινώσκεται τό πρωί τοῦ Μεγάλου Σαββάτου στίς Ἐκκλησίες τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, καί πού φυσικά ἀναφέρεται στίς προτυπώσεις τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, εἶναι τό περί τῆς διασώσεως τῶν ἁγίων Τριῶν Παίδων τῶν ἐν Βαβυλῶνι86.
Κατά τήν αἰχμαλωσία τῶν Ἑβραίων ἀπό τούς Βαβυλωνίους οἱ Τρεῖς Παῖδες, Ἀνανίας, Ἀζαρίας καί Μισαήλ, Ἰουδαῖοι ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ, καθίστανται ἐπιστάτες τῶν πραγμάτων τοῦ βασιλέως Ναβουχοδονόσορ, λόγῳ τῆς ἀρετῆς τους, ὅπως χαρακτηριστικά ἀναφέρει ὁ Συναξαριστής τους τῆς 17ης Δεκεμβρίου. Τότε ὁ κενόδοξος Βασιλεύς τῶν Βαβυλωνίων διέταξε νά κατασκευασθῆ ἕνα τεράστιο χρυσό ἄγαλμα καί νά στηθῆ σέ μιά μεγάλη πεδιάδα, στήν ὁποία ὄφειλαν νά προσαχθοῦν ὅλοι οἱ ἄρχοντες ὑπήκοοί του. Καθώρισε δέ μέ βασιλικό του διάταγμα, ὅτι ἔπρεπε σέ κάποια συγκεκριμένη στιγμή, ὅταν θά ἠχοῦσαν οἱ σάλπιγγες κι ἄλλα μουσικά ὄργανα, ὅλοι νά πέσουν καί νά προσκυνήσουν αὐτό τό ἄγαλμα. Οἱ παραβάτες, ἄν τολμοῦσαν νά ὑπάρξουν, θά ἐτιμωροῦντο ἀμέσως μέ ρίψιμο σέ κάμινο πυρός πού θά ἔκαιε κάπου ἐκεῖ κοντά.
Ἀφοῦ ὄντως ἔγιναν ὅλα, ὅπως διετάχθησαν ἀπό τόν βασιλέα Ναβουχοδονόσορα, ἔγινε ἀντιληπτό ἀπό τούς ὑπασπιστές του ὅτι ὅλοι προσεκύνησαν πλήν τῶν Τριῶν Παίδων. Τότε ἀφοῦ μετεφέρθησαν αὐτοί ἐνώπιον τοῦ βασιλέως καί ἐλέγχθησαν γιά τήν παρακοή τους στό πρόσταγμά του ἀπεκρίθησαν:
- Βασιλεῦ, «Δέν εἶναι ἔργο δικό μας τό νά ἀπαντήσουμε σέ ἐσένα γιά τό θέμα αὐτό. Διότι ὁ Θεός μας πού εἶναι στούς οὐρανούς, καί Τόν Ὁποῖον ἐμεῖς λατρεύουμε, ἔχει τήν δύναμι νά μᾶς ἐλευθερώση ἀπό τήν κάμινο τοῦ πυρός τήν καιομένη. Αὐτός, βασιλεῦ, θά μᾶς λυτρώση καί ἀπό τά χέρια σου. Ἀλλά καί ἄν ὁ Θεός μας δέν θελήση νά τό κάνη αὐτό, σοῦ δηλώνουμε ὅτι, οὔτε τούς θεούς σου λατρεύουμε οὔτε τό χρυσό ἄγαλμα πού ἔστησες προσκυνοῦμε»87.
Τότε ὁ Ναβουχοδονόσορ κατελήφθη ἀπό θυμό καί τά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου του ἀλλοιώθηκαν. Διέταξε ἀμέσως νά καῆ πολύ περισσότερο ἡ κάμινος καί νά ρίξουν μέσα σ᾿ αὐτήν τούς Τρεῖς Παῖδας μέ τίς στολές καί τά ὑποδήματά τους. Αὐτοί ὅμως δέν ἔπαθαν τίποτε, ἀλλά μέσα στήν κάμινο τοῦ πυρός προσευχήθηκαν ταπεινά ἀλλά καί μέ ζῆλο πολύ ὡς ἑξῆς:
«Εὐλογημένος καί δοξασμένος εἶσαι, Κύριε, Σύ ὁ Θεός τῶν πατέρων μας, καί ἄξιος γιά κάθε ὕμνο, καί τό ὄνομά σου εἶναι ἔνδοξο στούς αἰῶνες, διότι εἶσαι δίκαιος σέ ὅλα ὅσα ἔκανες σέ ἐμᾶς, καί ὅλα τά ἔργα σου εἶναι ἀλάθητα καί οἱ δρόμοι σου εἶναι εὐθεῖς καί ὅλες οἱ κρίσεις σου εἶναι ὀρθές, καί δίκαια ἀποφάσισες νά ἐπιφέρης ὅλες ἐκεῖνες τίς τιμωρίες ἐναντίον μας καί ἐναντίον τῆς ἁγίας πόλεως Ἱερουσαλήμ, τῆς πόλεως τῶν πατέρων μας...
... Διότι ἁμαρτήσαμε καί παρεβήκαμε τόν Νόμο Σου μέ τό νά ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό Ἐσένα καί εἴμαστε ἔνοχοι... οὔτε τηρήσαμε... οὔτε κάναμε ὅσα μᾶς παρήγγειλες... Καί τώρα δέν ἔχουμε τήν τόλμη νά ἀνοίξουμε τό στόμα μας...
... Ἀλλ᾿ ὅμως, χάριν τοῦ ἁγίου ὀνόματός Σου... μή μᾶς παραδώσης σέ ὁλοκληρωτική καταστροφή καί μή ἀκυρώσης τήν συμφωνία πού ἔκανες μέ τούς πατέρες μας (νά εἶσαι Σύ ὁ Θεός τους καί αὐτοί νά εἶναι λαός Σου) καί μή μᾶς στερήσης τοῦ ἐλέους Σου, (ὄχι διότι ἐμεῖς εἴμαστε ἄξιοι αὐτοῦ, ἀλλά) χάριν τοῦ ἀγαπημένου Σου Ἀβραάμ καί χάριν τοῦ ἀφωσιωμένου δούλου Σου Ἰσαάκ καί χάριν τοῦ ἁγίου Σου Ἰακώβ... ἄς γίνουμε δεκτοί ἀπό Ἐσένα προσφέροντας (ἀντί ἄλλης θυσίας) ψυχή συντετριμμένη καί ταπεινό φρόνημα. Ὡσάν νά προσφέραμε ὁλοκαυτώματα κριῶν καί ταύρων... ἔτσι ἄς φανῆ ἐνώπιόν Σου σήμερα αὐτή ἡ θυσία μας... διότι ποτέ δέν καταισχύνονται ὅσοι στηρίζονται σέ Ἐσένα.
Καί τώρα εἴμαστε μέ ὅλη τήν καρδιά μας πιστοί δοῦλοι Σου, καί Σέ σεβόμαστε καί ἐπιθυμοῦμε (νά ἰδοῦμε) τό πρόσωπό Σου. Μή μᾶς καταισχύνης, ἀλλά νά μᾶς συμπεριφερθῆς μέ ἐπιείκια σύμφωνα μέ τήν ἄπειρη εὐσπλαγχνία Σου. Ἐλευθέρωσέ μας ἀπό τούς ἐχθρούς μας καί δόξασε ἔτσι τό ὄνομά Σου, Κύριε. Ἄς ἐντραποῦν ὅλοι ἐκεῖνοι πού ταλαιπωροῦν καί βασανίζουν τούς δούλους Σου... καί ἡ δύναμίς τους ἄς συντριβῆ. Γιά νά μάθουν ἔτσι ὅτι Ἐσύ μόνος εἶσαι ὁ ἔνδοξος Κύριος καί Θεός σέ ὅλη τήν οἰκουμένη».
Καί δέν σταματοῦσαν οἱ ὑπηρέτες τοῦ βασιλέως νά δυναμώνουν τήν φωτιά, ὥστε ἔγινε τόσο δυνατή, πού ἔκαυσε καί ἐφόνευσε ὅσους ἀπό τούς Χαλδαίους βρῆκε νά εἶναι πλησίον τῆς καμίνου. Ὅμως μέσα στήν κάμινο κατέβηκε ἄγγελος Κυρίου, παρέμεινε μαζί μέ τούς Τρεῖς Παῖδας καί μετέβαλε τό μέσον τῆς καμίνου σέ δροσερό καί εὐχάριστο μέρος, ἔτσι ὥστε ἡ φωτιά οὔτε στό ἐλάχιστο δέν τούς ἄγγιξε οὔτε τούς ἐνόχλησε. Τότε πάλι, σάν μέ ἕνα στόμα καί οἱ τρεῖς μέσα ἀπό τήν κάμινο, μέ πολύ πόθο καί εὐγνωμοσύνη ἀνελύθησαν σέ μιά δοξολογία καί ὑμνολογία πρός τόν Θεό εὐλογῶντας Τον καί λέγοντας:
«Εὐλογητός εἶ, Κύριε ὁ Θεός τῶν πατέρων ἡμῶν, καί αἰνετός καί ὑπερυψούμενος εἰς τούς αἰῶνας, καί εὐλογημένον τό ὄνομα τῆς δόξης σου τό ἅγιον καί ὑπεραινετόν καί ὑπερυψούμενον εἰς πάντας τούς αἰῶνας...
... εὐλογημένος εἶ ὁ ἐπιβλέπων ἀβύσσους, καθήμενος ἐπί Χερουβείμ καί αἰνετός καί ὑπερυψούμενος εἰς τούς αἰῶνας...
... εὐλογεῖτε, πάντα τά ἔργα Κυρίου τόν Κύριον· ὑμνεῖτε καί ὑπερυψοῦτε αὐτόν εἰς τούς αἰῶνας.
... εὐλογείτε, οὐρανοί... ἄγγελοι... ὕδατα... ἥλιος καί σελήνη... δρόσοι καί νιφετοί... φῶς καί σκότος... ἀστραπαί καί νεφέλαι... γῆ... ὄρη καί βουνοί... θάλασσα καί ποταμοί... κήτη... πετεινά... πάντα τά θηρία καί τά κτήνη, τόν Κύριον· ὑμνεῖτε καί ὑπερυψοῦτε αὐτόν εἰς τούς αἰῶνας.
... εὐλογεῖτε, υἱοί τῶν ἀνθρώπων... ἱερεῖς... ψυχαί δικαίων... ὅσιοι καί ταπεινοί τῇ καρδίᾳ, τόν Κύριον...
... ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ, ὅτι χρηστός, ὅτι εἰς τόν αἰῶνα τό ἔλεος αὐτοῦ...»
Αὐτά ἔλεγαν, καί ὁ βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ τούς ἄκουσε πού ὑμνοῦσαν τόν Θεό, ἐθαύμασε καί ἐξεπλάγη λέγοντας στούς ὑπασπιστές του:
«Δέν ἐρίξαμε ἐμεῖς τρεῖς ἄνδρες δεμένους μέσα στήν κάμινο; Ὅμως ἐγώ βλέπω τέσσερες ἄνδρες λυμένους νά περπατοῦν μέσα στήν κάμινο χωρίς νά ἔχουν καμμία φθορά ἀπό τήν φωτιά. Ἡ δέ μορφή τοῦ τετάρτου ἀνδρός φαίνεται νά ὁμοιάζη μέ μορφή Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ».
Κατόπιν τούς ἔβγαλαν τούς ἁγίους Τρεῖς Παῖδας ἀπό τήν κάμινο καί ὄντως ἦσαν ἀκέραιοι καί χωρίς κανένα σημάδι φωτιᾶς (ἀκόμη καί ὀσμῆς ἀπό τόν καπνό).
Καί ἀνεγνώρισε ὁ Ναβουχοδονόσορ τήν πραγματική δύναμι τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ τῶν Τριῶν Παίδων καί ὡμολόγησε καί εἶπε:
«Εἶναι ἄξιος νά ὑμνῆται καί νά δοξάζεται ὁ Θεός τῶν Τριῶν Παίδων, ὁ Ὁποῖος ἀπέστειλε καί ἔσωσε τούς δούλους Του, πού ἔμειναν πιστοί σέ Αὐτόν καί δέν ὑπήκουσαν στήν ἐντολή τοῦ βασιλέως, ἀλλά παρέδωσαν τά σώματά τους στήν φωτιά, γιά νά μή λατρεύσουν οὔτε νά προσκυνήσουν ὁποιοδήποτε «θεό», παρά μόνο τόν Θεό τους. Καί ἐγώ ἐκδίδω διάταγμα μέ τό ὁποῖο, κάθε λαός, φυλή καί ἔθνος, πού θά βλασφημήση τόν Θεό τῶν Τριῶν Παίδων, θά ἐξολοθρευθῆ, καί οἱ περιουσίες τους θά δημευθοῦν. Διότι δέν ὑπάρχει ἄλλος θεός, πού νά μπορῆ νά σώζη ἔτσι τούς δούλους του».
Καί ὡδήγησε ὁ βασιλεύς τούς Τρεῖς Παῖδας στήν περιοχή τῆς Βαβυλῶνος καί τούς κατέστησε σέ ἀνώτερη τιμή, ἀξιώνοντάς τους μάλιστα νά εἶναι ἡγέτες ὅλων τῶν Ἰουδαίων στήν ἐπικράτειά του.
Κατά τήν ἑρμηνεία τῶν ἁγίων Πατέρων, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, μέ μορφή ἀγγέλου, ἦταν αὐτός πού ἦλθε καί ἐδρόσισε τήν φλόγα καί παρέμεινε μέσα στήν κάμινο μέ τούς ἁγίους Τρεῖς Παῖδας εὐαρεστούμενος μέ τήν μαρτυρική πίστι καί εὐσέβειά τους. Πολύ ὡραῖα δέ συνοψίζει τήν ὅλη διήγησι αὐτή, τό ἀκόλουθο τροπάριο-εἱρμός στήν ζ΄ ᾠδή τῶν κανόνων τῆς ἀκολουθίας τοῦ ὄρθρου:
«Εἰκόνος χρυσῆς ἐν πεδίῳ Δεηρᾷ λατρευομένης οἱ τρεῖς σου Παῖδες κατεπάτησαν ἀθεωτάτου προστάγματος· μέσον δέ πυρός ἐμβληθέντες δροσιζόμενοι ἔψαλλον· εὐλογητός εἶ ὁ Θεός ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν»88.
************
Πολλά σημεῖα, πιστεύουμε ὅτι ὑπάρχουν στήν σημερινή ἐποχή μας πού εἶναι κοινά μέ αὐτά τῆς ἀνωτέρω διηγήσεως.
Ἄραγε δέν βλέπουμε καί δέν ἀκοῦμε καί στίς ἡμέρες μας ἄθεα προστάγματα κενοδόξων καί ματαιοφρόνων ἡγεμόνων, πού θέλουν ὡς ἄλλοι Ναβουχοδονόσορες νά τούς προσκυνοῦν οἱ ὑπήκοοί τους;
Δέν πλεονάζουν τά τυραννικά προστάγματα πού, ἔστω καί μέ ἐξευγενισμένη μορφή δημοκρατικότητος καί τάχα γιά τό καλό τῶν πολιτῶν καί τῆς κοινωνίας, ἀπαιτοῦν καθολική ὑποταγή καί συμμόρφωσι;
Καί ὅσο γιά εἴδωλα... Αὐτά εἶναι τόσο πολύ διαδεδομένα καί εὐκολοεύρετα, σέ τόση ποσότητα καί ποικιλία καί σχήματα καί εἴδη, ὥστε νά ταιριάζουν σέ κάθε ἀπαίτησι, ἐπιθυμία, χαρακτῆρα καί προτίμησι τοῦ ὁποιουδήποτε.
Εἰκόνες χρυσές, ἀγάλματα πού ἀπαιτοῦν λατρεία καί ἀφοσίωσι ὁλοκληρωτική. Πού δέν σοῦ ἐπιτρέπεται νά μείνης ὄρθιος, ἀλλά «ὀφείλεις" νά πέσης (ἀφοῦ περί πτώσεως πρόκειται καί μάλιστα δεινῆς) καί νά τά προσκυνήσης.
Εἶναι χρυσά, γιά νά ἐντυπωσιάζουν. Γιά νά λάμπουν τήν μάταια καί ρέουσα λάμψι, ἀφοῦ δέν ἔχουν τό φῶς τό ἀληθινό. Γιά νά κρύβουν μέ τό ἀκριβό γήινο ὑλικό, καί μάλιστα μέ τήν διακόσμησί τους, τήν γύμνια καί τήν φτώχεια τήν πνευματική, αὐτῶν τῶν μορφῶν πού εἰκονίζουν ἀλλά καί αὐτῶν πού τά κατασκεύασαν.
Τίθενται δέ «ἐν πεδίῳ», σέ κάποια εὐρύχωρη πεδιάδα. Φυσικά σέ μέρος εὐρύχωρο καί πλατύ, ἐπειδή «πλατεῖα ἡ πύλη καί εὐρύχωρος ἡ ὁδός ἡ ἀπάγουσα εἰς τήν ἀπώλειαν καί πολλοί εἰσιν οἱ εἰσερχόμενοι δι᾿ αὐτῆς»89.
Χαμηλά δέ σέ πεδιάδα, κι ὄχι ἐπάνω σέ κάποιο ὑψηλό μέρος, γίνεται ἡ προσκύνησις, ἀφοῦ τά χαμερπῆ καί γήινα δέν προϋποθέτουν τό «ὄρος τό ὑψηλόν" τῆς θείας μεταμορφώσεως, τῆς θείας ἀναβάσεως, κατά τήν ὁποία, «οἱ τῷ ὕψει τῶν ἀρετῶν διαπρέψαντες καί τῆς ἐνθέου δόξης ἀξιωθήσονται»90.
Πόσο ἀλήθεια ταιριάζει καί βολεύει τήν διάδοσι καί ἀναζωπύρωσι τοῦ νέου αὐτοῦ παγανιστικοῦ κινήματος τῶν Νεο-εἰδωλολατρῶν, ἡ κατάπτωσις καί ἐξαχρείωσις τῶν ἠθῶν τῆς ἐποχῆς μας!
Πράγματι μόνο ἄνθρωποι πού ἔχασαν τήν ἀνώτερη σκοπιά-θεώρησι τῆς ζωῆς, μποροῦν νά ἐπιθυμοῦν τά εἴδωλα.
Μόνο ὅσοι ἐξέπεσαν ἀπό τήν πνευματική ἀναζήτησι καί ἀνωτερότητα σέ μιά ὑλόφρονη καί φιλήδονη ζωή, μποροῦν νά παρασύρωνται ἀπό τίς χιμαιρικές ἀπολαύσεις τῶν ψευδῶν καί ἀπατηλῶν «θεοτήτων».
Αὐτοί πού ὡς σκοπό τῆς ζωῆς τους ἔχουν τό γνωστό «ἄρτον καί θεάματα», δηλαδή μία ὑλιστική, φθηνή ὅσο καί οὐτοπική χαρά στόν φθειρόμενο τοῦτο κόσμο, μποροῦν νά ἑλκύωνται ἀπό εἰκόνες χρυσές, ἀπό ἀγάλματα καί βωμούς, ἀπό ἀνόητες μυθοπλασἱες μέ ἀνήκουστες αἰσχρότητες.
Πολλοί ὄντως ἔτσι θέλουν νά ζοῦν, χωρίς ἠθική, χωρίς ὅρια καί φραγμούς. Γι᾿ αὐτό προσπαθοῦν νά ἐφευρίσκουν θεωρίες-ἐπενδύσεις γιά τά πάθη τους καί νά ἀνακαλοῦν ἀπό τό νεκρό καί ξεπερασμένο ἤδη παρελθόν ὅ,τι ἁρμόζει στήν παχυλή καί χαμερπῆ πολιτεία τους.
Νά τί λέγει κάποιος Ἕλληνας Νεο-εἰδωλολάτρης πού ἵδρυσε μάλιστα καί πολυθεϊστικό ναό στό Παρίσι, γιά τήν λατρεία τῶν 12 θεῶν τοῦ Ὀλύμπου: ὁ πολυθεϊσμός «ἀπελευθερώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό ὁποιοδήποτε ἠθικό νόμο. Βάζει τήν ἠθική του πάνω στή φύση καί πουθενά ἀλλοῦ. Δέν ἔχει τήν ἔννοια τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ. Ὑπάρχει μόνο ἡ ἔννοια τοῦ ὡραίου καί τοῦ ἄσχημου... »91
Καί βέβαια, ὅπως ἐλέχθη, εἴδωλα δέν εἶναι μόνο ὅσα ἔχουν ἄμεση ἀναφορά στίς ψευδεῖς θεότητες τοῦ ἀρχαίου κόσμου. Ὑπάρχουν πάμπολλα σύγχρονα εἴδωλα πού προσκυνοῦνται ἀπό ἀνθρώπους, καί πού ἔμμεσα θυμίζουν τά ἀρχαῖα εἴδωλα.
Ὅταν θεοποιῆται, παραδείγματος χάριν, τό σέξ καί οἱ σωματικές ἡδονές κυριαρχοῦν στά ἐνδιαφέροντα καί τίς ἀσχολίες τῶν ἀνθρώπων, ὅταν κάθε εἴδους ἀσέλγεια καί διαστροφή θεωροῦνται θεμιτά καί νόμιμα πράγματα, καί ἡ σαρκολατρία, γυμνῇ πλέον τῇ κεφαλῇ, ἔχη ἤδη λάβει διαστάσεις παγκοσμίας λοιμικῆς νόσου καί ἀναιδῶς διαφημίζεται καί κατά κόρον προβάλλεται, ἄραγε δέν εἶναι σάν νά προσκυνῆται τό ἄγαλμα τῆς ψευδοθεᾶς Ἀφροδίτης ἀπό τούς συγχρόνους ταλαιπώρους ἀνθρώπους;
Δέν εἶναι σάν νά θυσιάζουν ἔτσι ἔμμεσα οἱ πλανεμένοι αὐτοί ἄνθρωποι στόν Διόνυσο ἤ Βάκχο, ἤ νά ἐπικαλοῦνται τούς αἰσχρούς Σειλινούς, τούς Σατύρους καί τίς Μαινάδες;
Ὅταν τό ὅραμα τῶν σημερινῶν δῆθεν Χριστιανῶν Ἑλλήνων καταντᾶ νά περιορίζεται στά πτωχά ὅρια τῆς οἰκονομικῆς ἀνακάμψεως τοῦ κράτους ἤ στήν ἔνταξί του στόν ἕνα διεθνῆ Ὀργανισμό ἤ στό ἄλλο Ἑταιρικό σχῆμα· ὅταν χάριν τούτου τοῦ δῆθεν μεγάλου ὁράματος τοῦ Ἑλληνισμοῦ θυσιάζωνται ἱερά καί σεβάσμια τῆς Παραδόσεώς μας, τοῦ Ἑλληνορθοδόξου ἔθνους μας· ὅλα αὐτά δέν ὁμοιάζουν μέ θυσίες καί σπονδές στόν ψευδοθεό Ἑρμῆ τοῦ δωδεκαθέου;
Ὅταν περιφρονῶντας τίς ἅγιες ἐντολές τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τίς συμβουλές τῆς Ἐκλησίας Του, καί τά τόσα ὠφέλιμα γιά μᾶς καί ὅλη τήν κοινωνία παραδείγματα τῶν Ἁγίων μας, καταπατοῦμε τήν μεγάλη ἀρετή τῆς ἀγάπης, καί ἔτσι μνησικακοῦμε, ἐχθρευώμαστε ἤ δέν συγχωροῦμε τόν πλησίον μας, δέν ὁμοιάζουμε καί ἐμεῖς μέ αὐτούς πού λέγουν ὅτι «βομβαρδίζουν τάχα γιά τήν εἰρήνη τῶν λαῶν" ἤ "ἐπιβάλλουν ὁλοκληρωτική καί ἀναγκαστική παρακολούθησι καί φακέλλωμα χάριν δῆθεν τῆς ἀσφαλείας τῶν πολιτῶν;" Δέν φαίνεται σάν νά θυσιάζουμε καί ἐμεῖς -κατά τήν εὐθύνη πού μᾶς ἀναλογεῖ- στόν ψευδοθεό Ἄρη, τοῦ πολέμου καί τῆς ἐκδικήσεως;
Πόσα ἄλλα τέτοια εἴδωλα εἶναι δυνατόν νά προσκυνοῦμε, ἄν ἀρνούμαστε τόν ἀληθῆ Θεό καί τίς ἅγιες ἐντολές Του! Νομίζουμε ὅτι εἶναι εὔκολο νά εὕρη ὁ καθένας μας σχήματα καί μορφές τέτοιων ψυδοθεῶν, εἴδωλα, πού ἔχουν ἀναφορά στά ἀντίστοιχα πάθη τῶν ἀνθρώπων καί πού συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα προσκυνοῦνται σήμερα στίς ἀρχές τοῦ 21ου μετά Χριστόν αἰῶνα μας, καί ὄχι μόνο ἀπό τούς Ἕλληνες Νεο-παγανιστές.
*************
Ὡστόσο ὑπάρχουν καί σήμερα πολλές ἐπαινετές μορφές πού ὁμοιάζοντας μέ τούς Τρεῖς Παῖδας καταπατοῦν τά ὅποια ἀθεώτατα βασιλικά προστάγματα καί δέν προσκυνοῦν εἴδωλα καί εἰκόνες χρυσές.
Ἔτσι ὁ σύγχρονος Ὀρθόδοξος Χριστιανός Ἕλληνας περιφρονεῖ καί δέν προσκυνᾶ παλαιά καί σημερινά εἴδωλα:
Ὅταν ἀγωνίζεται νά ἀρέση ἡ ζωή του στόν ἅγιο Θεό καί νά μειώνη μέσα του κάθε ἀκάθαρτο πάθος καί ἀδυναμία.
Τοῦτο δέ δέν τό ἐπινόησε, μία «ἀρρωστημένη φαντασία τῶν στερήσεων»92, ὅπως δυστυχῶς ἀγνοῶντας συμπεραίνουν οἱ συμπαθεῖς Νεο-παγανιστές, ἀλλά ἀποτελεῖ τήν μακραίωνα ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία γέννησε, γεννᾶ καί θά γεννᾶ Ἁγίους, ἀνθρώπους πού μέ τόν ἐν Χριστῷ ἀγῶνα γίνονται καθαροί, χαριτωμένοι καί πραγματικοί ἄνθρωποι. Σέ τέτοιους ἀνθρώπους ἔχει ἐφαρμογή τό τοῦ ἀρχαίου Μενάνδρου: «ὡς χαρίεν ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ».
Ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανός Ἕλληνας λατρεύει τόν ζῶντα Θεό καί ὄχι ψευδεῖς θεούς:
Ὅταν προσπαθῆ νά ζῆ πάντοτε κατά συνείδησι, θέτοντας πάνω ἀπό ὅλα τό ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτό ἐκφράζεται στό ἱερό Εὐαγγέλιο καί στήν ζωή τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας. Αὐτό εἶναι πάντοτε καί τό ἀλάθητο καί ἀκλόνητο κριτήριο ἀληθείας γιά ὅλα τά διλήμματα καί τίς ἀπορίες στήν ζωή.
Ὁ σύγχρονος Χριστιανός Ἕλληνας ὑπερβαίνει τίς κοσμικές ἀντιλήψεις καί ὑπερνικᾶ τίς προκλήσεις τῶν καιρῶν (καί ἀθετεῖ βουλάς ἀρχόντων) μή τιμῶντας παράνομα εἰδωλικά προστάγματα:
Ὅταν στοιχοῖ καί ἀκολουθῆ τήν Ἱερά Παράδοσι τοῦ Ἑλληνορθοδόξου γένους μας, μένει σταθερός στίς ἐπιταγές της καί ἐν ὑπακοῇ Χριστοῦ βαδίζει τήν «στενήν καί τεθλιμμένην ὁδόν" πού ὁδηγεῖ στήν καταξίωσι, τήν σωτηρία, τήν κατά Χάριν Θεοῦ θέωσι.
Αὐτή εἶναι ἡ ὁδός τοῦ σταυρωθέντος καί ἀναστάντος Κυρίου, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί πάντων τῶν Ἁγίων.
Οἱ ἅγιοι Τρεῖς Παῖδες ἐν τῷ μέσῳ τῆς φλογός παρεκάλεσαν δοξολόγησαν καί εὐχαρίστησαν τόν ἀληθῆ Θεό, ψάλλοντας καί λέγοντας: «Εὐλογητός ὁ Θεός ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν».
Αὐτός ὁ Θεός τῶν ἁγίων Τριῶν Παίδων εἶναι καί δικός μας Θεός, ὁ μόνος ἀληθινός Θεός, ὁ Θεός τῶν Πατέρων μας.
Δέν εἶναι Αὐτός, σάν τά εἴδωλα τῶν εἰδωλολατρῶν, «ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων», τά ὁποῖα «ὀφθαλμούς ἔχουσι καί οὐκ ὄψονται, ὦτα ἔχουσι καί οὐκ ἐνωτισθήσονται»93.
Δέν εἶναι κάποιος νεώτερος, πρόσφατος θεός πού ἐμεῖς ἤ κάποιοι ἄλλοι ἐποίησαν, κατεσκεύασαν, ἐφεῦραν.
Ἀλλά εἶναι ὁ Δημιουργός πάσης κτίσεως.
Εἶναι ὁ αἰώνιος ἀληθινός Θεός, Αὐτός πού εἶπε στούς Ἰουδαίους: «πρίν Ἀβραάμ γενέσθαι ἐγώ εἰμί»94.
Εἶναι ὁ Θεός τῶν Πατέρων ἡμῶν.
Ὁ Θεός:
Τῶν Πρωτοπλάστων Ἀδάμ καί Εὔας. Αὐτῶν πού παρήκουσαν στήν ἐντολή Του, ἐξέπεσαν τῆς Χάριτός Του καί ἐξωρίσθησαν ἀπό τήν τρυφή τοῦ Παραδείσου, τῆς κοινωνίας τοῦ Θεοῦ στόν τραχύ αὐτόν κόσμο τῆς φθορᾶς. Πού ὅμως ἔκλαυσαν, μετενόησαν, ἐπίστευσαν στό κήρυγμα τῆς ἀγάπης Του, καί ἐσώθησαν.
Τοῦ δικαίου Ἄβελ, υἱοῦ τοῦ Ἀδάμ, τοῦ πρώτου ἀδικοφονευθέντος, εἰς τύπον Χριστοῦ, ἀλλά καί σωθέντος.
Τῶν ἁγίων Πατριαρχῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τῶν δικαίων Ἀβραάμ, Ἰσαάκ, Ἰακώβ, Ἰωσήφ.
Τῶν ἁγίων Προφητῶν.
Τῶν δικαίων Ἰεσσαί, Μελχισεδέκ, Μωσέως, Ἰώβ.
Τοῦ ἁγίου Προφήτου καί βασιλέως Δαυίδ, πού ἔγινε αἰώνιο παράδειγμα ἀληθοῦς μετανοίας.
Ὅλων τῶν ἁγίων ἀνδρῶν καί γυναικῶν, ἀπό Ἀδάμ μέχρι καί τόν ἅγιο Ἰωσήφ, τόν Μνήστορα, πού εὐαρέστησαν μέ τήν ζωή τους στόν Θεό καί ἑτοίμασαν τήν ὁδό τῆς τελείας ἀποκαλύψεως.
Ὁ Θεός μας εἶναι καί ὁ Θεός ὅλων τῶν Ἁγίων στήν ἐποχή τῆς Χάριτος, τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Εἶναι ὁ Θεός, πρώτιστα τῆς Παναγίας μας.
Τί τιμή καί εὐλογία, νά τιμοῦμε καί νά προσκυνοῦμε ὡς Θεό μας τόν Υἱό καί Θεό τῆς Παναχράντου Θεοτόκου Μαρίας, νά ἀποκαλοῦμε Κύριο τόν Θεάνθρωπο Κύριο καί Υἱό Της!
Ἄς ἐνθυμηθοῦμε μόνο, πῶς προφητικά μακαρίζει τόν ἑαυτό της ἡ ἁγία Ἐλισάβετ, ἡ μητέρα τοῦ Προδρόμου, ὅταν τήν ἐπισκέφθηκε ἡ Παναγία, καθ᾿ ὅν χρόνο ἦσαν καί οἱ δύο ἔγκυες: «Πόθεν μοι τοῦτο, ἵνα ἔλθη ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μου πρός με;»95
Ποιός δέν θά μακαρίση ταπεινά τόν ἑαυτό του γι᾿ αὐτήν τήν μεγάλη καταξίωσι, ἄν ἀναλογισθῆ ποιά εἶναι ἡ Κυρία Θεοτόκος, ἡ «Τιμιωτέρα τῶν Χερουβείμ καί ἐνδοξωτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ», τό «μεθόριον κτιστοῦ καί ἀκτίστου"!
Ὁ Θεός μας εἶναι ὁ Θεός τοῦ «μείζονος ἐν γεννητοῖς γυναικῶν», τοῦ ἁγίου Προφήτου Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ Ἰωάννου.
Τῶν μακαρίων καί ἁγίων Ἀποστόλων, τοῦ Μεγάλου Παύλου, τοῦ Ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν, τοῦ Πέτρου, τοῦ Ἰωάννου καί ὅλων τῶν λοιπῶν. Αὐτῶν πού ἔγιναν αὐτόπτες καί αὐτήκοοι τοῦ Κυρίου, καί οἱ ὁποῖοι μέ τά δίχτυα τοῦ κηρύγματος καί μέ τό αἷμα τους ἁλίευσαν τίς πρῶτες ψυχές πρός σωτηρία, καί διέδωσαν τήν ἀληθινή πίστι τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ στόν κόσμο.
Ὁ Θεός μας εἶναι Θεός:
Ὅλων τῶν ἀναριθμήτων ἁγίων Μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας, τῶν ὁποίων οἱ εἰδωλολάτρες, ὁμοϊδεάτες πολλῶν σημερινῶν Νεο-παγανιστῶν, ἔχυσαν ποταμηδόν τό τίμιο αἷμα, ποτίζοντας ἔτσι τόν νεοφυτευθέντα ἀγρό τῆς Πίστεως.
Τοῦ Στεφάνου τοῦ καί πρωτομάρτυρος, τοῦ Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, τοῦ Πολυκάρπου, τοῦ Γεωργίου, τοῦ Δημητρίου, τοῦ Ἀρτεμίου καί τόσων ἄλλων.
Τῶν Πατέρων μας, τῶν ἁγίων Ἱεραρχῶν, καί δή τῶν Ἑλλήνων Μεγάλων καί Οἰκουμενικῶν Διδασκάλων καί Ἱεραρχῶν, Μεγάλου Βασιλείου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ὡς καί πάντων τῶν λοιπῶν ἁγίων Ἱεραρχῶν, οἱ ὁποῖοι σάν τούς Ἀποστόλους «καθ᾿ ἡμέραν ἀπέθνησκαν" γιά τήν ὀρθοτόμησι τῆς ἀληθείας, γιά τήν «μέριμνα πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν», γιά τήν διαποίμανσι καί σωτηρία ψυχῶν.
Εἶναι ὁ Κύριος καί Θεός τῶν ὁσίων ἀσκητῶν, τῶν ἁγίων Μοναχῶν τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι πανσόφως ἐμπορεύθησαν τήν καλή ἐμπορία, μαρτυρικά προτιμήσαντες ἀπό ὁ,τιδήποτε ἄλλο τήν ἐν τῷ κρυπτῷ γλυκυτάτη μυστική κοινωνία μέ τόν Νυμφίο Χριστό. Καί μέ ταπείνωσι καί ἄσκησι καί νῆψι πολλή καθάρισαν τόν ἔσω ἄνθρωπο, ἐφωτίσθησαν, ἁγιάσθησαν, ἔγιναν δοχεῖα τῆς Χάριτος, σκεύη ἐκλογῆς, φῶς τοῦ κόσμου καί ἅλας τῆς γῆς.
Ὁ Θεός μας εἶναι ὁ Θεός πάντων τῶν Ἁγίων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὅλων τῶν αἰώνων.
Εἶναι καί ὁ Θεός, τῶν ἐπ᾿ ἐσχάτων τῶν χρόνων Ἁγίων, Ἑλλήνων καί μή, ὅπως τῶν ἁγίων ἐνδόξων Νεομαρτύρων κατά τούς χρόνους τῆς Τουρκοκρατίας, ἀλλά καί τῶν νεωτέρων, ἁγίου Νεκταρίου ἐπισκόπου Πενταπόλεως, τοῦ θαυματουργοῦ, τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου, τοῦ ἁγίου Νικολάου τοῦ Πλανᾶ, τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τοῦ ἁγίου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκου, τοῦ ἁγίου Σάββα τοῦ ἐν Καλύμνῳ, τοῦ ἁγίου Παναγῆ Μπασιᾶ, καί ὅσων ἄλλων προσφάτως καί ἐπισήμως ἀνεκηρύχθησαν ἀπό τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία.
Εἶναι ἐπίσης ὁ Θεός τῶν Πατέρων μας, τῶν συγχρόνων χαριτωμένων καί ἁγίων ἀνδρῶν, ὅπως τῶν ἐξ Ἁγίου Ὄρους Γέροντος Παϊσίου, Ἐφραίμ τοῦ Κατουνακιώτου, Ἰωσήφ τοῦ Σπηλαιώτου, πατρός Πορφυρίου τοῦ ἐν Ἀθήναις, πατρός Σωφρονίου τοῦ ἐν Essex τῆς Ἀγγλίας, ὡς καί Φιλοθέου Ζερβάκου (μαθητοῦ τοῦ ἁγίου Νεκταρίου), Ἰακώβου τοῦ ἐν Εὐβοίᾳ καί Ἐπιφανίου ἐν Ἀθήναις, καί τόσων ἄλλων, διά νά μή μακρύνουμε τόν σχεδόν ἀτέλειωτο κατάλογό τους, πού ἔζησαν ἐν μέσῳ 20ου αἰῶνος καί εὐαρέστησαν Θεῷ καί ἀνθρώποις.
Μᾶς ἀξίωσε καί ἐμᾶς, τά εὐτελῆ τέκνα Του, ὁ ἐλεήμων Κύριος νά γνωρίσουμε μερικούς ἀπό τούς τελευταίους.
Καί ἀπολαύσαμε τήν Χάρι πού τούς δόθηκε.
Καρπωθήκαμε τά πλούσια δῶρα τῆς ἀγάπης τους.
Στερεωθήκαμε μέ τούς λόγους τῆς σοφίας τους ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.
Γευθήκαμε τήν γλυκύτητα τῆς πατρικῆς καρδιᾶς τους.
Προστατευθήκαμε καί δυναμώσαμε μέ τήν παρρησιασμένη προσευχή τους πρός τόν οἰκεῖο Δεσπότη καί Κύριό τους.
Τούς εἴδαμε, τούς ἀκούσαμε, τούς χαρήκαμε νά προσεύχωνται, νά ὁμιλοῦν, νά σιωποῦν, νά στέκωνται, νά γονατίζουν, νά χαίρωνται καί νά λυποῦνται, πάντοτε γιά τόν Χριστό.
Τούς εἴδαμε νά προσκυνοῦν μόνο τόν ἀληθινό ἐν Τριάδι Θεό.
Καί περιγράφουμε «ἅ ἀκηκόαμεν, ἅ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ἅ ἐθεασάμεθα καί αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν»96.
Δέν εὑρίσκονται τέτοιες μορφές ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Δέν ὑπάρχουν τέτοια ἀναστήματα μακρυά ἀπό τόν Χριστό.
Δέν ἔχουν νά μᾶς ἐπιδείξουν τέτοιες μορφές οἱ Νεο-εἰδωλωλάτρες, τέτοια πρόσωπα εἰρηνικά, φωτεινά, γλυκύτατα, πρᾶα, ἄδολα, μέ τόση Χάρι, καί τόση ἀγάπη.
Αὐτοί δέν εἶναι σάν πολλούς ἀπό ἐμᾶς. Δέν ὁμιλοῦν ἀφ᾿ ἑαυτῶν.
Κινοῦνται ὑπό τοῦ Πνεύματος.
Στόν καθαρό νοῦ, λόγο καί βίο τους ἀποτυπώνεται ἐναργῶς ἡ Ἀλήθεια, ὁ Χριστός.
Δέν μπορεῖς νά ἀντισταθῆς διαλεκτικά ἤ νά ἀντιλέξης στόν λόγο τους, ἐπειδή ἀπόδειξις τῆς ἀληθείας τους εἶναι τό ἀξιόπιστο τοῦ προσώπου καί τῆς ἁγίας ζωῆς τους.
«Βούλεται γάρ ἡμῖν ὁ λόγος μή ἐξεῖναι διαπιστεῖν τοῖς ὑπό τῶν θεοφόρων ἀνδρῶν εἰρημένοις, ἀλλ᾿ ἀπόδειξιν εἶναι τοῦ λόγου τό ἐκείνων ἀξιόπιστον, πάσης δυνάμεως λογικῆς καί ἀντιλογικῆς ἰσχυρότερον»97.
Καί βέβαια σέ κάθε λόγο, μπορεῖς ἴσως νά ἀντιτάξης καί κάποιο ἀντίλογο. Τί ὅμως θά μπορέση νά ἀντιπαραθέση κανείς ἐμπρός στήν ζωή ἑνός ἁγίου;
«Λόγῳ παλαίει πᾶς λόγος, βίῳ δέ τίς;»98
Ἔτσι οἱ Ἅγιοι πείθουν μέ τήν ζωή καί τήν ἁγιότητά τους.
Εἶναι οἱ σύμβουλοί μας, οἱ παρηγορητές μας, οἱ φίλοι μας, οἱ προστάτες μας.
Εἶναι οἱ Πατέρες μας.
Εὐλογητός ὁ Θεός ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν!
Ἀπό αὐτούς ὅλους, παλαιούς καί νέους, στηριζόμαστε κι ἐμεῖς καί ἐλπίζουμε.
Αὐτῶν τούς ἱερούς Ναούς τιμοῦμε καί σεβόμαστε.
Τίς εἰκόνες τους κατασπαζόμαστε.
Τά ἅγια λείψανά τους προσκυνοῦμε.
Τά ἱερά συγγράμματά τους μελετοῦμε καί σ᾿ αὐτά κατατρυφοῦμε.
Ἀπ᾿ αὐτούς μαθαίνουμε πῶς νά πιστεύουμε, πῶς νά μετανοοῦμε, πῶς νά διαφυλάττουμε τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, πῶς νά ζοῦμε καί νά πεθαίνουμε ἐν Χριστῷ.
Κοντά σ᾿ ὅλους αὐτούς σπουδαία θέσι γιά τόν καθένα μας πιστό ἔχει ἡ ἐν Χριστῷ σχέσις μας μέ τόν Γέροντα, τόν πνευματικό μας Πατέρα.
Αὐτός εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ, γίνεται ὁ ὁδηγητής, ὁ διορθωτής, ὁ ἀλείπτης, ὁ νυμφαγωγός, ὁ Πατέρας.
Κατά τό ἀποστολικό: «ἐάν γάρ μυρίους παιδαγωγούς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ᾿ οὐ πολλούς πατέρας· ἐν γάρ Χριστῷ Ἰησοῦ διά τοῦ εὐαγγελίου ἐγώ ὑμᾶς ἐγέννησα»99.
Αὐτόν πού μᾶς γέννησε πνευματικά ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, θέλουμε καί ἐμεῖς νά μιμηθοῦμε, πάλι κατά τήν Ἀποστολική ἐπιταγή: «παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, μιμηταί μου γίνεσθε»100.
Ἡ ὑπακοή καί εὐαρέστησις στόν Γέροντα, στόν Χριστό μεταβαίνει καί ἀναφέρεται. Ἔτσι καί ὁ λόγος καί ἡ εὐχή του, γιά τό πνευματικό τέκνο, τόν ὑποτακτικό, ἔχουν τήν ἰσχύ καί τήν Χάρι τοῦ Χριστοῦ.
Γι᾿ αὐτό καί εἶναι ἐγνωσμένης ἀξίας πνευματικῆς ἡ ρῆσις εὐλαβῶν Χριστιανῶν καί δή μοναχῶν ὑποτακτικῶν:
«Ὁ Θεός τοῦ Πατρός μου, ἐλέησόν με!»
***********
Αὐτοί εἶναι οἱ Πατέρες μας, ἡ μετά τόν Θεό καύχησίς μας, ἡ δόξα μας, ἡ ἁγία κληρονομιά μας
Νά γιατί ἐμεῖς δέν προσκυνοῦμε καί δέν λατρεύουμε θεούς ἀλλοτρίους, παρά μόνο τόν ἀληθῆ Θεό, τόν Θεό τῶν Πατέρων ἡμῶν!
Αὐτόν τόν Θεό, πού τούς ἐκάλεσε, ἐκαθάρισε, ἐφώτισε, ἁγίασε καί ἐδόξασε.
Αὐτόν τόν ἴδιο Θεό κι ἐμεῖς προσκυνοῦμε μέ τήν ἴδια Ὀρθόδοξο Πίστι καί εὐσέβεια, ὅπως καί οἱ ἅγιοι Πατέρες μας.
Γι᾿ αὐτό ἀδιαφοροῦμε καί δέν θέλουμε νά ἀκοῦμε γιά ψευδωνύμους ἄλλους θεούς, παλαιούς ἤ νέους, «οἵ τόν οὐρανόν καί τήν γῆν οὐκ ἐποίησαν» καί γι᾿ αὐτό «ἀπολέσθωσαν»101.
Καί ἡ Ἐκκλησία, μακρυά ἀπό σύγχυσι κάθε εἰδωλικῆς πλάνης καί φαντασίας, σέ πολλά σημεῖα στίς ἱερές ἀκολουθίες της, ἰδιαίτερα δέ στήν ἑβδόμη καί τήν ὀγδόη ᾠδή τῶν κανόνων τοῦ ὄρθρου, πού εἶναι καί ἀφιερωμένες στούς ἁγίους Τρεῖς Παῖδας, ἀναφέρει τά λόγια τῶν ὕμνων τους μέ παράλληλα καί ἀντίστοιχα νοήματα, σχετικά καί μέ τήν μνήμη τῶν καθ᾿ ἡμέραν ἑορταζομένων Ἁγίων.
«Ὁ τῶν Πατέρων Θεός εὐλογητός εἶ».
«Ὑμνεῖτε καί ὑπερυψοῦτε Αὐτόν εἰς τούς αἰῶνας».
Κατακλείει δέ κάθε ἱερά σύναξί της λέγοντας τήν ταπεινή εὐχή:
«Δι᾿ εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, ἐλέησον ἡμᾶς! Ἀμήν.»
________________________________________
Σὲ ἀναζήτησι τῆς ἀληθείας
Πολλά εἶναι τά ἀρνητικά πού χαρακτηρίζουν μιά ἐποχή. Καί βέβαια θά ἔλεγε κανείς ὅτι οἱ ἄνθρωποι εἶναι σχεδόν πάντοτε οἱ ἴδιοι σ᾿ ὅλες τίς ἐποχές (ἴδια ἡ φύσις, τά ἴδια πάθη, ἐγωισμοί, ματαιοδοξίες κλπ.). Ὡστόσο ὑπάρχουν πολλές διαφορές ἀπό γενεά σέ γενεά, ἀπό ἐποχή σέ ἐποχή.
Ζῶντας στήν ἐποχή μας καί βλέποντας καί πίσω στήν Ἱστορία, νομίζω ὅτι μποροῦμε νά εὕρουμε κάτι πού σύμφωνα μέ τήν ταπεινή γνώμη μου χαρακτηρίζει κατά πολύ τήν γενιά πού διερχόμαστε. Φρονῶ ὅτι αὐτό εἶναι ἡ ἄνευ ὅρων καταξίωσις τοῦ ὑποκειμενικοῦ, ἤ ἡ ἀπολυτοποίησις τοῦ σχετικοῦ. Μέ ἄλλα λόγια δηλαδή, πολλοί ἄνθρωποι σχεδόν παραδέχονται ἀπουσία τῆς ἀπολύτου Ἀληθείας στόν κόσμο.
Ἔτσι τοποθετεῖται ἀπό πολλούς στήν ἴδια μοῖρα τό ψευδές μέ τό ἀληθές, ἐξισώνεται τό καλό μέ τό κακό, γίνεται ἀποδεκτό ἐπί ἴσοις ὅροις τό φαῦλο, τό ἄσχημο, τό διαστρεβλωμένο, τό ἐξωπραγματικό μέ τό ἀγαθό, τό ὡραῖο, τό ἀκέραιο, τό πραγματικό.
Χωρίς νά ἐπιθυμοῦμε νά ἀναλύσουμε ἐδῶ σέ βάθος τά αἴτια αὐτοῦ τοῦ φαινομένου, νομίζουμε ὅτι πηγάζει ἀπό μιά ἐπίπλαστη καί πονηρή ἀνεκτικότητα τῶν κάθε εἴδους ἰδεῶν καί γνωμῶν, μέ σκοπό τήν ἐξασφάλισι μιᾶς κατ᾿ ἐπίφασιν ἐλευθερίας καί κοσμικῆς ἀταραξίας πού εἶναι συνυφασμένη μέ τήν εὐμάρεια καί τήν φιλαυτία.
Καί τό ἀποτέλεσμα εἶναι, οἱ νέοι (κι ὄχι μόνο) ἄνθρωποι νά πέφτουν σέ σύγχυσι μή μπορῶντας νά διακρίνουν μέσα σ᾿ αὐτήν τήν ζάλη καί τρικυμία τό γνήσιο, τό αὐθεντικό ἀπό τό νόθο. Καί συχνά πέφτουν πολλοί ἀπ᾿ αὐτούς θύματα διαφόρων ἀρνητικῶν ἐπιρροῶν, πού μέ τεχνητούς συγχρόνους τρόπους προσπαθοῦν γιά ἰδιοτελεῖς σκοπούς νά «πείσουν», νά ξεγελάσουν, νά ἀγρεύσουν ὀπαδούς.
Σκεπτόμενος κανείς ὅλα τά ἀνωτέρω, δέν μπορεῖ παρά νά ἐνθυμηθῆ μιά ἐρώτησι πού ἐτέθη στήν ἱστορία ἀπό φιλοσοφοῦντα ἄρχοντα τῶν Ρωμαίων: «Τί ἐστιν ἀλήθεια;»102 καί στήν ὁποία ἐρώτησι δέν δόθηκε ποτέ ἀπάντησις ἀπό τόν Ἐρωτώμενο πρός τόν ἐρωτῶντα Ἡγεμόνα.
Στό πρόσωπο τοῦ Ἡγεμόνος ἐκείνου φαίνεται νά ἐρωτᾶ, ἄλλοτε ἐναγωνίως κι ἄλλοτε χωρίς νά περιμένη συγκεκριμένη ἀπάντησι, ὁ σημερινός ἄνθρωπος:
«Τί εἶναι ἀλήθεια; Ποιός μᾶς πείθει γιά τό τί πράγματι εἶναι τό ἀληθινό, τό σωστό, τό ἀντικειμενικά ὡραῖο, ἀγαθό, ἀκέραιο, τό ἀπόλυτο;
Ὑπάρχει κανείς πού νά μπορῆ νά τά ὁρίση ὅλ᾿ αὐτά;
Τί εἶναι τέλος πάντων αὐτή ἡ ἀλήθεια;»
Κάθε ἄνθρωπος πού σέβεται τόν ἑαυτό του, ἀργά ἤ γρήγορα ἔρχεται ἀντιμέτωπος μέ τά ἐρωτήματα αὐτά.
Σημασία βέβαια ἔχει, νά μή ἐρωτοῦμε ἀδιάφορα, σχεδόν νυσταγμένα, ὅπως ἐρώτησε τότε ἐκεῖνος ὁ Ρωμαῖος Ἡγεμόνας.
Περιμένουμε πράγματι ἀπάντησι;
Πιστεύουμε ὅτι μπορεῖ ἀπ᾿ αὐτήν τήν ἀπάντησι νά κριθοῦν πολλά, νά ἀλλάξη ἐνδεχομένως ὅλη ἡ ζωή μας;
Εἴμαστε ἕτοιμοι νά ἀπαρνηθοῦμε τήν γνώμη μας, τά δικά μας, τόν ἑαυτό μας τόν ἴδιο, ἄν ὄντως εἰλικρινά πεισθοῦμε ἀπό τήν ἀπάντησι αὐτή;
Ἤ μήπως ρωτοῦμε κι ἐμεῖς ἄραγε σάν ἐκεῖνον τόν Ἡγεμόνα;
«Τί ἐστιν ἀλήθεια;»
Τί κι ἄν πάρουμε ἀπάντησι; Δέν ἀλλάζει τίποτε στήν ζωή μας.
Ἐμεῖς γνωρίζουμε ἀπό πρίν τί θά κάνουμε, ἀκόμη κι ἄν ἐλέγχωνται ὡς ψεύτικα τά δικά μας, οἱ γνῶμες μας:
« - Ἐγώ σ᾿ ἐρωτῶ. Ἀπάντησέ μου ἐσύ, ἄσχετα ἄν δέν πρόκειται ποτέ νά παραιτηθῶ ἀπό τά δικά μου.
Θά μοῦ λέγης ἐσύ, θά ἀπαντῶ ἐγώ κάτι ἄλλο. Θά ὑπερασπίζωμαι τήν γνώμη μου, μόνο καί μόνο γιά νά μή σ᾿ ἀφήσω νά νομίσης, ὅτι δέν ἔχω κι ἐγώ κάποια γνώμη, κάτι δικό μου. Δέν μέ πειράζει πού μοῦ τό ἀποδεικνύεις ὅτι εἶναι λάθος. Ἐγώ εἶμαι πιό «δημοκρατικός». Κρατῶ τό δικό μου, ἀλλά δέχομαι καί τό δικό σου, ἔστω κι ἄν φαίνεται ὅτι ἀναιρεῖ τό δικό μου. Δέν μποροῦν στό κάτω-κάτω νά συνυπάρξουν καί τά δύο; Γιατί νά μή μποροῦν νά ζήσουν τό ἀληθινό μαζί μέ τό ψεύτικο; Ἐμένα μέ βολεύει τό δεύτερο. Ἐσύ κράτα τό πρῶτο. Στήν σημερινή «ἐλεύθερη ἀπό ἠθικές δεσμεύσεις" κοινωνία μας ὅλα εἶναι ἀποδεκτά, φιλικά, ὄμορφα. Μή μοῦ λές λοιπόν νά θάψω τήν γνώμη μου, γιατί ἔχω ἐπενδύσει σ᾿ αὐτήν, κι ἄς εἶναι νεκρή. Εἶναι ὅμως δική μου. Ἄφησέ με στήν ἡσυχία μου. Δέν θά ἀπαρνηθῶ τόν ἑαυτό μου. Δέν πρόκειται νά μέ πείσης, κἄν μέ πείσης».
«Ὁ δέ Ἰησοῦς ἐσιώπα»103.
Δέν λαμβάνουμε ποτέ ἀπάντησι, ὅταν ἐρωτοῦμε μέ παρόμοιο τρόπο καί νόημα.
Οἱ ἀληθινά μεγάλοι ἄνθρωποι δέν ἐρωτοῦν ἔτσι. Δέν λέγουν τέτοια λόγια.
Δέν μίλησε ἔτσι ὁ Σωκράτης, γι᾿ αὐτό καί δέν δέχτηκε νά ζήση μέ ὑποκρισίες, ἀναιρῶντας τόν ἑαυτό του καί συμβιβαζόμενος. Πίστευε σχεδόν προφητικά ὅτι θά τόν δικαίωνε, ὅποτε ἔκρινε σωστό, Ἐκεῖνος πού θά ἐρχόταν γιά νά ξυπνήση τούς Ἀθηναίους καί ὅσους ἄλλους ἐκοιμῶντο τόν ὕπνο τῆς ἀγνωσίας104.
Δέν ἀντέδρασε ἔτσι ὁ Πλάτων, πού συγκλονίστηκε ἀπό τήν εἰλικρινῆ, ἁπλῆ ἀποδεικτική μέθοδο τοῦ διδασκάλου του· ἀντιθέτως ἐγκατέλειψε ὅλα ὅσα ἔκαμε ἕως τότε καί τόν ἀκολούθησε στήν φιλοσοφία.
Δέν ἔπραξαν ἔτσι ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καί ἡ Δάμαρις, οἱ Ἀθηναῖοι, ὅταν ἄκουσαν γιά καινούριο Θεό καί καινή κτίσι, ἐν μέσῳ τοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου τους.
Δέν ἐδίστασαν οἱ πτωχοί ἀλλά ἁγνοί ἁλιεῖς τῆς Γαλιλαίας, ὅταν ἐκλήθησαν νά γίνουν ἁλιεῖς ἀνθρώπων.
Δέν ἔμεινε σέ δικαιολογίες καί προφάσεις ὁ Σαούλ, ὅταν ἐννόησε ὅτι ἐβάδιζε ἀκριβῶς ἀντίθετα ἀπό ὅ,τι ἔπρεπε, κι ὅτι ὁ ζῆλος του μέχρι τότε ἦταν «οὐ κατ᾿ ἐπίγνωσιν».
Δέν παρέμειναν στίς πρώην εἰδωλολατρικές τους πεποιθήσεις τόσοι καί τόσοι εὐσυνείδητοι ἄνθρωποι, ἀλλά μόλις ἀντελήφθησαν τήν πλάνη τῶν εἰδώλων, προσέτρεξαν μέ ἀληθινή μετάνοια καί πόθο πολύ στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτό πράγματι ἔκαναν ὁ ἅγιος Κυπριανός (πρώην μάγος καί θαυματοποιός), οἱ ἅγιοι Καλλίνικος, Ἴνδης, Ἀθανάσιος, Ἀναστάσιος (πρώην ἱερεῖς τῶν εἰδώλων), ἡ ἁγία Δόμνα (πρώην ἱέρεια τῶν εἰδώλων), ὁ ἅγιος Πορφύριος ὁ ἀπό μίμων (γελωτοποιός).
Ἐπιλήψει με ὁ χρόνος διηγούμενον τόσα καί τόσα παραπλήσια παραδείγματα, μαζί μ᾿ αὐτά τά ἐλάχιστα πού ἀνέφερα, ἀνθρώπων τῶν ὁποίων σημαδεύτηκε καί ἄλλαξε ριζικά ἡ ζωή, ἀπό τό χρονικό σημεῖο πού ἔγινε ἡ συνάντησίς τους μέ τήν Ἀλήθεια. Καί ἡ ἀλλαγή τους αὐτή εἶχε πολλές κι ὄχι εὔκολες συνέπειες.
Συνοδεύτηκε ἀπό εἰρωνεῖες, διωγμούς, βασανιστήρια, θάνατο. Ἐπειδή ὅλοι αὐτοί οἱ συνεπεῖς στήν ἀπόλυτη Ἀλήθεια ἄνθρωποι ἐθεωρήθησαν προδότες τῶν πατρώων παραδόσεων, ἐπιλήσμονες τῶν ἰδανικῶν τῆς φυλῆς τους, ἀποβλητέα ὄντα ἀπό τήν κοινωνία τῶν συμπατριωτῶν τους, παραδείγματα πρός ἀποφυγή, βδελυκτές προσωπικότητες πού ἔπρεπε νά στιγματισθοῦν καί νά διωχθοῦν.
Καί γίνονται ὅλοι αὐτοί Μάρτυρες τῆς Ἀληθείας.
Ἔκαναν μία ἡρωική ἔξοδο πρός τήν ὄντως ἐλευθερία. Ἐξῆλθαν ἀπό τήν μέχρι τότε δική τους γνώμη, τά πιστεύω τους, τίς θεωρίες, τίς παραδόσεις. Ἐπειδή ἄκουσαν τήν φωνή τῆς Ἀληθείας νά τούς παραγγέλλη: «ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καί ἐκ τῆς συγγενείας σου καί ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου καί δεῦρο εἰς τήν γῆν ἥν ἄν σοι δείξω... καί εὐλογήσω σε καί μεγαλυνῶ τό ὄνομά σου καί ἔσῃ εὐλογημένος... »105
Σ᾿ αὐτούς καί τόσους ἄλλους πού πραγματικά (μέ συνέπεια) καί εἰλικρινῆ προαίρεσι καί ζῆλο ἐρώτησαν «τίς ἐστιν ἡ ἀλήθεια», «Ποιός" καί ὄχι ἁπλῶς "τί" εἶναι ἡ ἀλήθεια, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐναργῶς ἀπάντησε στήν καρδία τους:
«Ἐγώ εἰμι ἡ Ἀλήθεια»106.
Καί εὐλογήθηκε ἡ ζωή τους, ἡ πορεία τους, ὁ λόγος τους. Ἐπειδή δέν ἐδίστασαν νά περιφρονήσουν τήν σχετική ἀνθρωπίνη γνώμη τους, γιά νά ὑπακούσουν στήν ἀπόλυτη Ἀλήθεια, πού πράγματι ἐλευθέρωσε τούς ἴδιους, καί μ᾿ αὐτούς ὅλους ἐμᾶς τούς μεταγενεστέρους .
«Γνώσεσθε τήν ἀλήθεια καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς»107.
Περί αὐτοῦ τοῦ πράγματος ἔγραφε καί ὁ μακαριστός Ρῶσσος ἅγιος Γέροντας Σωφρόνιος τοῦ Essex, πρώην Ἁγιορείτης, ὁ ὁποῖος καί ἄφησε στήν ἐσχάτη αὐτή γενιά μας, ὡς ἀτίμητη κληρονομία τήν μακαρία ἐμπειρία του περί τῆς Ἀληθείας:
«Δέν προτίθεμαι νά γράψω περί τινος Ἀληθείας ἀνακαλυφθείσης ὑπ᾿ ἐμοῦ καί ἀγνώστου μέχρι τοῦδε εἰς τόν κόσμον. Γράφω περί τοῦ πῶς ἐδόθη εἰς ἐμέ νά ζήσω τήν μετάνοιάν μου. Τό πνεῦμα ἡμῶν πεινᾷ καί διψᾷ νά γνωρίσῃ τήν Ἀλήθειαν, τουτέστιν ἐκεῖνο τό Πρωταρχικόν Ὄν, ὅπερ ὑπό οὐδενός περιορίζεται: τό ἀπόλυτον ὄντως Ὄν, περί τοῦ ὁποίου ὡμίλησαν οἱ Προφῆται τῆς Παλαιᾶς καί ἐμαρτύρησαν οἱ Ἀπόστολοι τῆς Καινῆς Διαθήκης...
... Δέν δημιουργοῦμεν ἡμεῖς τόν Θεόν «κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ᾿ ὁμοίωσιν». Ἐν εὐλαβεῖ προσευχῇ ἀναμένομεν ὅτι Οὗτος θά εἰσακούσῃ τῆς κραυγῆς ἡμῶν καί θά δώσῃ εἰς ἡμᾶς περί Ἑαυτοῦ «σημεῖον». Ἐν τῇ ὀδύνῃ ἡμῶν διανοίγομεν ἑαυτούς, ἵνα λάβωμεν ἀπάντησιν-ἀποκάλυψιν προερχομένην ἐξ Αὐτοῦ. Ἐπιθυμοῦμεν νά "γνωρίσωμεν" Αὐτόν, τόν Αἴτιον τοῦ εἶναι ἡμῶν, «καθώς ἐστιν». Ἀπεκαλύφθη εἰς τούς πατέρας καί προπάτορας ἡμῶν, καί ἡμεῖς εὐλαβῶς διαφυλάττωμεν ὡς πολύτιμον μαργαρίτην τήν κληρονομηθεῖσαν ἐξ αὐτῶν μαρτυρίαν. Ἐμπιστευόμενοι εἰς αὐτούς δίδομεν πίστιν εἰς τήν παρακαταθήκην αὐτῶν, ἀλλά συγχρόνως, ὡς ὁ Μωϋσῆς, κράζομεν πρός Αὐτόν: «Δός ἡμῖν τοῦ γνῶναί Σε, καθώς Σύ εἶ ἐν τῇ αἰωνιότητί Σου». Ἄλλο πρᾶγμα εἶναι «ἡ πίστις ἐξ ἀκοῆς" (Ρωμ. ι’, 17) καί ἐντελῶς ἄλλο «τό γνῶναί Σε"»108.
Γι᾿ αὐτήν τήν ἀπόλυτη Ἀλήθεια, τήν ἐνυπόστατη Ἀλήθεια, τόν Θεό τῆς Ἀγάπης, τόν Ναζωραῖο, Γαλιλαῖο (ἤ ὅπως ἀλλοιῶς εἰρωνικά καί χλευαστικά θέλουν νά Τόν προσφωνοῦν καί οἱ Νεο-παγανιστές Ἕλληνες), τόν Κύριο Ἰησοῦν, τόν σταυρωθέντα καί ἀναστάντα, κι ἐμεῖς γίναμε καί μένουμε Χριστιανοί.
Δίπλα στούς μεγάλους, τούς ἁγίους, κι ἐμεῖς οἱ σημερινοί Χριστιανοί τοῦ 21ου αἰῶνος, ἀνάλογα μέ τά πνευματικά μέτρα μας, ζοῦμε καί χαιρόμαστε τήν Πίστι μας μέ μιά ταπεινή, ἀλλά ἀληθινή κι ὄχι πλαστή ἐμπειρία, τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἀπευθυνόμενοι σ᾿ ὅλους τούς συμπατριῶτες μας Ἕλληνες πού δέν γνώρισαν ἀκόμη ἀπό κοντά τόν Χριστό, ἀλλά καί κυρίως στούς συμπαθεῖς Νεο-εἰδωλολάτρες, πιστεύουμε ὅτι, ὅσοι ἀπ᾿ αὐτούς καλοπροαίρετα ψάχνουν τήν Ἀλήθεια, μέ τήν ἀνήσυχη καί εἰλικρινῆ Ἑλληνική καρδιά τους, δέν θά ἀργήσουν νά συναντήσουν στήν Ἐκκλησία τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τόν Προσωπικό ἀληθινό Θεό. Αὐτός θά τούς βοηθήση νά εὕρουν τόν χαμένο πολύτιμο ἑαυτό τους, τήν ὄντως ἐλευθερία τους, τήν ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο, γιά νά ἀναπαυθοῦν μέ μιά βαθειά ἀνάπαυσι, πού δέν εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου».
Ἡ πίστις στόν Χριστό, εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή πίστις πού μπορεῖ νά ἀπαντήση στά σύγχρονα ἐρωτήματα τῶν ἀνθρώπων, νά ἐξαγάγη ἀπό ἀδιέξοδα καί ἀπελπισίες, νά λυτρώση ἀπό διλήμματα, ἀπό τρικυμίες καί ζάλες τῆς ζωῆς τόν κάθε ἄνθρωπο.
Τούς προτείνουμε κι ἐμεῖς τόν διαχρονικῆς ἀξίας λόγο ἀγάπης τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν, ἁγίου Παύλου, πρός τούς Ἀθηναίους109. Αὐτόν ἄς ἀναγνώσουν μέ μεγάλη προσοχή, χωρίς προκαταλήψεις νά μελετήσουν, νά ἐμβαθύνουν καί μέ ταπείνωσι νά φυλάξουν στήν ψυχή τους. Καί εἴμαστε βέβαιοι ὅτι τά σπέρματα τῆς ἀληθείας δέν θά ἀργήσουν νά ἀποδώσουν ἀγαθούς καρπούς εὐσεβείας.
________________________________________
Ἀγωνία γιὰ τὴν σημερινὴ πορεία τοῦ Ἑλληνισμοῦ
Μέ πόση ὄντως προσευχή, πόνο καί ἀγωνία, γιά τίς σημερινές τύχες τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὀφείλουμε νά βλέπουμε τήν σημερινή ἀποστασία καί ἀπιστία πολλῶν!
Τί πόνος, ἀλήθεια, νά βλέπη κανείς σήμερα, μετά ἀπό 20 αἰῶνες συνεποῦς καί ἀδιακόπου διακονίας στό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ἑλληνισμός νά κινδυνεύη νά ἀποστατήση, νά γίνη ἐπιλήσμων τῆς ξεχωριστῆς αὐτῆς εὐλογίας του ἀπό τόν Θεό, νά ξεχνᾶ τήν ἀληθινή δόξα του, καί νά ἀνοητεύη ἀποζητῶντας καί ἐπιθυμῶντας ψεύτικη δόξα παρ᾿ ἀνθρώπων!
Τί πόνος νά βλέπη κανείς κάποιους Ἕλληνες, ἄρχοντες καί διανοουμένους, νά ἐργάζωνται κατά τῆς Πίστεως, δουλεύοντας κατ᾿ οὐσίαν γιά ξένα συμφέροντα, γινόμενοι πατραλοῖες καί μητραλοῖες, πρός ἐξοβελισμό τῶν Χριστιανικῶν ἱερῶν Παραδόσεων καί ἠθῶν!
Καί δύναται ὁ Κύριος καί «ἐκ λίθων ἐγεῖραι τέκνα»110. Μπορεῖ καί δέν εἶναι διόλου ἀπίθανο, ἄν δέν ἀλλάξουμε τρόπο σκέψεως καί ζωῆς, νά ἐπαναλάβη ὁ ἅγιος Θεός, ὅ,τι ἔκανε καί μέ τόν παλαιό Ἰσραήλ, τόν πάλαι ποτε ἐκλεκτό λαό Του.
Μέ τί πόνο τούς ἔλεγε ὁ Κύριος: «... Λαέ μου, παιδιά μου, ἐσεῖς πού φονεύατε τούς Προφῆτες Μου, καί λιθοβολούσατε αὐτούς πού σᾶς ἔστελνα, πόσες φορές προσπάθησα νά σᾶς συνάξω, ὅπως ἀκριβῶς συνάγει ἡ ὄρνιθα τά πουλάκια της κάτω ἀπό τά φτερά της, ἀλλά δέν τό θελήσατε! Λοιπόν, νά! Τώρα ὁ οἶκος σας μένει ἔρημος»111.
Ἤ : «Ὁ πρωτότοκος υἱός μου, ὁ Ἰσραήλ, (ὁ λαός δηλαδή πού τόν ἀγάπησα καί τόν ἐτίμησα ἰδιαίτερα) μέ ἐγκατέλειψε, ἐμένα πού εἶμαι ἡ (ἀστείρευτη) πηγή ἀπό τήν ὁποία ἀναβλύζουν τά ὕδατα τῆς ζωῆς καί κατεσκεύασε γιά τόν ἑαυτό του πηγάδι κατεστραμμένο (πού δέν μπορεῖ νά συγκρατήση τό νερό)... Δέν σᾶς ὑποφέρω πλέον· θά καλέσω τούς εἰδωλολάτρες, πού κι αὐτοί εἶναι πλάσματά μου, καί ἐκεῖνοι θά (γίνουν μέλη τῆς Ἐκκλησίας μου καί θά) μέ δοξάσουν...»112
Τί φοβερό νά ἐπαναληφθοῦν οἱ λόγοι αὐτοί τοῦ Κυρίου καί σέ μᾶς, τούς Ἕλληνες! Τί πόνος γιά τούς Ἕλληνες Ἁγίους ὅλων τῶν ἐποχῶν, νά βλέπουν ἀπό τόν οὐρανό τήν πνευματική (κι ὄχι μόνο) ἐρήμωσι τοῦ Ἑλληνισμοῦ!
Ἄν ἐπαναλάβουμε τό ἔγκλημα τοῦ Ἰσραήλ, τήν ἀγνωμοσύνη καί τήν προδοσία του, καί ἀπιστήσουμε κι ἐμεῖς ὅπως αὐτός, τότε ὄντως θά μείνουμε ἔρημοι κι ἐμεῖς ἀπό τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία δέν θά θιγῆ, ἡ νύμφη τοῦ Χριστοῦ δέν φθείρεται. Ὁ Ἑλληνισμός θά θιγῆ, θά ἐρημωθῆ.
Ἄλλα ἔθνη θά λάβουν τήν κληρονομιά μας καί τήν Χάρι τῆς διακονίας. Μήπως εἶναι ἀπίθανο νά ἰδοῦμε ἄλλους λαούς, πού τώρα οὔτε κἄν φανταζόμαστε, ὡς μελλοντικούς διακόνους τοῦ κηρύγματος τοῦ Εὐαγγελίου; Λαούς ἀπό τήν Ἀφρική ἤ τήν Ἀσία ἤ τήν Ἀμερική ἤ ἀπό ἄλλα πολύ ἀπομακρυσμένα ἀπό ἐμᾶς ἔθνη, πού ταπεινά θά δεχθοῦν τήν κλῆσι γιά τήν συνέχισι τῆς διακονίας τοῦ Κυρίου;
*************
Ὅμως ζῆ Κύριος ὁ Θεός! Μέ τήν Χάρι Του δέν θά γίνη τίποτε τέτοιο.
Ὑπάρχει τό ἐκλεκτό λεῖμμα τοῦ Θεοῦ.
Ὑπάρχουν πολύ περισσότεροι ἀπό δέκα δίκαιοι στόν ἁγιασμένο τόπο μας113. Ψυχές πού ἀναπαύουν πολύ τόν Θεό μέ τήν ὅλη ζωή τους, χάριν τῶν ὁποίων δέν θά ἐπιτρέψη ἡ ἀγάπη Του τήν ἐρήμωσι αὐτή. Δέν θά ἐπιτρέψουμε νά γίνη τόπος ἐρημώσεως ὁ ἁγιασμένος τόπος τῆς Χριστιανικῆς Ἑλλάδος μας, πού εἶναι ζυμωμένος σέ κάθε σπιθαμή του μέ αἵματα μαρτύρων, ἱδρῶτες Ὁσίων καί δάκρυα ἁγίων Χριστιανῶν. Πιστεύουμε ὅτι ὅλες οἱ δυσκολίες καί οἱ πειρασμοί εἶναι νεφύδρια πού "θᾶττον παρελεύσονται», μέ τήν δύναμι τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ καί τήν εὐχή τῶν Ἑλλήνων Πατέρων μας.
Οἱ ψυχές τῶν συγχρόνων Ἑλλήνων διψοῦν καί ποθοῦν τόν ἀληθινό Θεό τῶν Ὀρθοδόξων, ἔστω κι ἄν πολλοί βιωματικά ἀκόμη Τόν ἀγνοοῦν.
Ἄν καί ἡ Πίστις μας δέν βασίζεται σέ στατιστικές καί ἐξωτερικές μετρήσεις καί σημεῖα, ἀφοῦ «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ἡμῶν ἐστι» καί «οὐκ ἔρχεται... μετά παρατηρήσεως»114, ὡστόσο ἀναφέρουμε ὅτι ἔχουμε καί πολλά καλά σημάδια γιά τήν πνευματική ἀνάνηψι πολλῶν Ἑλλήνων. Ἔχουμε μαρτυρίες καί ἀποδείξεις περί τούτου:
Κατά τίς μεγάλες ἑορτές τῆς Πίστεώς μας, καί δή τό Πάσχα, οἱ ἱεροί Ναοί μας κατακλύζονται ἀπό τά πλήθη τῶν Χριστιανῶν, καί νέων μάλιστα ἀνθρώπων.
Στίς καλές Ἐνορίες καί τά Μοναστήρια μας ἀναπαύονται πνευματικά καί ξεδιψοῦν πολλές ψυχές καθημερινά, μέ τήν ἐξομολόγησι καί τίς ἱερές ἀκολουθίες.
Στό Ἅγιον Ὄρος πολλές χιλιάδες, νέων κυρίως, Ἑλλήνων καταφθάνουν κατ᾿ ἔτος, προσκυνητές τῆς Παναγίας καί τοῦ Υἱοῦ της. Οἱ πλεῖστοι ἀπό αὐτούς ἐξομολογοῦνται, νηστεύουν, ἀγρυπνοῦν, προσεύχονται, ἐνώνονται μέ τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του.
Πολλές νέες οἰκογένειες ἀγωνίζονται νά τηροῦν τόν ἅγιο Νόμο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, μέ ἐξομολόγησι, μέ τακτικό Ἐκκλησιασμό, μέ τίς νηστεῖες, συχνή θεία Κοινωνία.
Παρά τήν πολεμική καί ἐχθρότητα πολλῶν, ὁ Χριστός ζῆ στίς ψυχές τῶν συγχρόνων Ἑλλήνων.
Ἀγωνιζόμαστε καί θά ἀγωνιζώμαστε ὄχι γιά ἰδεολογίες, ὄχι γιά προσωπική καταξίωσι καί δόξα, ὄχι γιά εὐτελεῖς, ἰδιοτελεῖς, ἐφήμερους σκοπούς. Ἀγωνιζόμαστε, ἐμεῖς οἱ σύγχρονοι Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες, γιά νά παραδώσουμε τήν εὐλογημένη Πατρίδα μας στίς ἑπόμενες γενιές, ὅπως τήν παραλάβαμε ἀπό τούς Ἁγίους μας, ἀπό τούς Ὀρθοδόξους ἥρωές μας, ἀπό τούς Χριστιανούς ἀγωνιστές τοῦ ἔθνους, ἀπό τούς εὐσεβεῖς γονεῖς καί Διδασκάλους μας.
Κι ὅλα αὐτά γιά τίς ἀθάνατες ψυχές τῶν συμπατριωτῶν μας Ἑλλήνων, ἀλλά κι ὅλου τοῦ κόσμου, τοῦ παρόντος καί τοῦ μέλλοντος.
________________________________________
Ἀντὶ Ἐπιλόγου
Οἱ παλαιοί Πατέρες τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τότε ἀκόμη πού ἔφθινε ἀριθμητικά τό Περιβόλι τῆς Παναγίας, ἀγωνιοῦσαν μέν γιά τό μέλλον τοῦ Ἱεροῦ ἡμῶν Τόπου ἀλλά μέ μιά ἡρεμία, πού προερχόταν ἀπό τήν ἐμπιστοσύνη τους στήν Χάρι τῆς Κυρίας Θεοτόκου καί τοῦ Υἱοῦ της.
Ἔλεγαν π.χ.: «Δικό της εἶναι τό Περιβόλι, ἄν θέλη νά ἐρημώση, Περιβολάρισσα εἶναι, ποιός θά τήν ἐλέγξη; Ἀλλά ἡ Παναγία τ᾿ ἀγαπᾶ τό Περιβολάκι της, δέν θ᾿ ἀφήση».
Δέν ἀγωνιοῦσαν γιά τόν ἑαυτό τους. Ἦσαν ἄλλωστε γεροντάκια οἱ περισσότεροι. Τί μποροῦσαν νά ἐλπίζουν στόν κόσμο αὐτό; Εἶχαν ὅμως μέσα τους στενοχώρια γιά τίς ἐπερχόμενες γενιές, ἄν τό Ὄρος ἔμενε χέρσο πνευματικά, ἄν ἐρήμωνε. Ἡ προσευχή καί ὁ πόνος τους ἦταν γιά τόσες ψυχές πού δέν θά μποροῦσαν νά χαροῦν πνευματικά, νά ἐνωθοῦν μέ τόν Χριστό, ἄν διεκόπτετο ἡ πνευματική ζωή στό Ἅγιον Ὄρος.
Καί ἀνθρωπίνως ὄντως φαινόταν μή ἀναστρέψιμη ἡ λειψανδρία τῶν Ἱερῶν Μονῶν καί λοιπῶν ἱερῶν Καθιδρυμάτων του.
Εἶχαν δέ ἐκπονηθῆ ἀπό δημόσια καί πολιτικά πρόσωπα προγράμματα, γιά τήν συστηματική μουσειοποίησι τοῦ Ἁγίου Ὄρους
Ὅμως «ἔχει ὁ Θεός καί ἡ Παναγία», ἔλεγαν οἱ Γέροντες στό Ὄρος.
Καί ἤξεραν αὐτοί καλλίτερα, καί δέν διαψεύστηκαν.
Ἄν συμπονέσης τόν συνάνθρωπο, τόν ἀδελφό, γιά τόν Χριστό, γιά τήν σωτηρία του, σοῦ δίδεται ὡς δῶρο καί κατανοεῖς κάτι ἀπό τήν μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Κι ὅταν νοιώσης τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μέσα σου, βιωματικά, τότε δέν ἀπελπίζεσαι, ἀκόμη κι ὅταν ὅλα φαίνωνται δυσοίωνα γύρω σου.
Εἶναι ἡ ἐλπίδα τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ, πού δέν καταισχύνει115.
Κάτι ἐλάχιστο ἀπό αὐτήν τήν ἀγάπη γιά τόσες ψυχές «ὑπέρ ὧν Χριστός ἀπέθανε» ἐκίνησε καί ἐμᾶς τούς ταπεινούς μοναχούς, νά ἀσχοληθοῦμε μέ τό θέμα πού ἀναπτύξαμε, ἀφήνοντας γιά λίγο τήν φίλη ἡσυχία, γιά τήν ὁποία καί «ἐξήλθομεν τοῦ κόσμου».
Γνωρίζουμε ὅτι δέν εἴμαστε οἱ εἰδικοί, οἱ εἰδήμονες. Ὅτι ἄλλοι ἅγιοι ἀδελφοί, ἁρμόδιοι, μέ χαρίσματα καί ἀρετές καί γνώσεις εἰδικές, μποροῦν καί πείθουν καί ἁλιεύουν τίς ψυχές πρός σωτηρίαν.
Ὑπάρχουν ἐξ ἄλλου πολλά καί περιώνυμα συγγράμματα ἁγίων ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων καί Ἀπολογητῶν τῆς Πίστεως, τά ὁποῖα ἀπαντοῦν σέ ὅλα τά ἐπιχειρήματα καί τίς θεωρίες τῶν συγχρόνων Νεο-εἰδωλολατρῶν, ἱκανά νά πείσουν ὅλους ὅσους διαθέτουν εἰλικρίνεια, εὐσυνειδησία καί συνέπεια στήν σκέψι καί τόν προβληματισμό τους.
Γι᾿ αὐτό ἄλλωστε δέν ἐπεχειρήσαμε συστηματική ἐξέτασι καί ἀνάλυσι, ἀλλά πολύ εὐσύνοπτα προσπαθήσαμε νά ἐκφράσουμε τήν ἀγωνία μας, τόν πόνο μας γιά τόν Ἑλληνισμό καί τίς ἀθάνατες ψυχές συμπατριωτῶν μας Ἑλλήνων, γιά ὅσους ἀφελῶς καί χωρίς πολλή σκέψι ἐπηρεάζονται ἀπό σύγχρονες καί παλαιές εἰδωλικές πλάνες, οἱ ὁποῖες πνέουν σήμερα, ὡς μή ὤφελε, καί στόν ἁγιοτόκο καί ἁγιασμένο τόπο μας.
Πιστεύουμε καί ἐλπίζουμε «ἡ θεία Χάρις, ἡ πάντοτε τά ἀσθενῆ θεραπεύουσα καί τά ἐλλείποντα ἀναπληροῦσα», νά πληροφορήση τίς ψυχές τους, παραβλέποντας τά δικά μας ὑστερήματα καί τίς ἀδυναμίες, καί νά ἀποδώση πλουσίους καί πολλαπλασίους τούς καρπούς ἀληθοῦς εὐσεβείας σ᾿ αὐτούς καί σ᾿ ὅλη τήν φιλόχριστο Πατρίδα μας. Ἀμήν!
Ἱερομόναχος Φιλόθεος
Ἱερά Μονή Ὁσίου Γρηγορίου
Ἅγιον Ὄρος
17 Δεκεμβρίου 2001