Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Δευτέρα 30 Μαΐου 2016

– Είμαι το άλογο του Ιησού Χριστού.

4c7e1e0f8d5f9155ac91c205592a5011_L
book-gift
Κάθε φορά, που φαντάζομαι τον πατέρα μου, τον βλέπω με τον ζυγό γύρω από το λαιμό του, ζευγμένον με το επιτραχήλι.
Τον βλέπω ζευγμένον, σαν ένα άλογο του Ιησού Χριστού.
Ποδεμένον με τις πεταλωμένες μπότες του, να τρέχει από τη μια στην άλλη άκρη της ενορίας, τριάντα ορεινά χιλιόμετρα, που έπρεπε να διατρέξει δύο φορές τη μέρα μερικές φορές. Γι’ αυτό ήταν πάντα αποκαμωμένος. Έτοιμος να σωριαστεί απ’ την κούραση.Όπως κάθε ζευγμένο πλάσμα. Κι όμως δε σταματούσε ποτέ. Ο πατέρας μου λοιπόν αναχωρούσε, χωρίς καμιά καθυστέρηση, μαζί με τον χριστιανό που ερχόταν να τον ζητήσει. Έβγαινε από το πρεσβυτέριο, πριν ακόμη ο άνθρωπος χτυπήσει την πόρτα.

Διότι πάντα ήταν κάτι το επείγον: κάπου ένα ανθρώπινο πλάσμα περίμενε τον Θεό.Και ο πατέρας μου βιαζόταν. Ο πατέρας μου βάδιζε δίπλα στον άνθρωπο μέχρι την πόρτα.Βγαίνοντας απ’ τον περίβολο, τον ιερό χώρο, ο άνθρωπος που είχε έλθει να ζητήσει τον πατέρα μου ανέβαινε στο άλογο.Και ο πατέρας μου βάδιζε πίσω απ’ το άλογο. Ένας ιερεύς ποτέ δεν ανεβαίνει στο άλογο. Αυτή είναι η παράδοση στα ορεινά μέρη μας. Ο πατέρας μου λοιπόν μεταφέροντας τον σάκο, μέσα στον οποίο βρίσκονταν το Σώμα και το Αίμα του Ιησού Χριστού, ο σταυρός και ο «ζυγός», οδοιπορούσε πίσω από τον άνθρωπο, που πήγαινε καβάλα.
Οδοιπορούσε ο φτωχός μου πατέρας, αν και ήταν τόσο εύθραυστος, τόσο αδύνατος, βάδιζε σαν ένα άλογο, πίσω από τον έφιππο άνθρωπο.Ακολουθώντας τις οπλές του αλόγου με τις πεταλωμένες μπότες του, χωρίς να μένει πίσω καθόλου.Μερικές φορές, πολύ σπάνια, έλεγε σε μας τα παιδιά, χαμογελώντας:

– Είμαι το άλογο του Ιησού Χριστού.Ο Θεός καβαλικεύει πάνω μου, σαν σε άλογο…
 

Κι έλεγε την αλήθεια. Γιατί αυτό δεν ήταν ένα αστείο, όπως εμείς το παίρναμε, όταν ήμασταν μικροί. Ο πατέρας μου μετέφερε το Αίμα και το Σώμα του Θεού, όπως ένα άλογο μεταφέρει τον καβαλάρη του. Παντού. Μέρα και νύχτα. Ο Θεός καβαλίκευε πάνω στους ώμους του πατέρα μου, κάθε στιγμή και πήγαινε μέχρι τα βάθη των σκοτεινών δασών με τα έλατα και μέχρι τη σιωπηλή καρδιά των άγριων βουνών.

– Δεν σ’ αγαπούν οι γυιοι και οι θυγατέρες σου εν Χριστώ, έλεγαν στον πατέρα μου, βλέποντάς τον τσακισμένο απ’ την κούραση. Μόλις επέστρεψες στο πρεσβυτέριο κι ήλθαν ξανά να σε φωνάξουν. Μόλις ξάπλωσες και έφτασαν. Σε ξυπνούν. Σε αναγκάζουν να βγαίνεις έξω οποιαδήποτε στιγμή, με οποιονδήποτε καιρό και σε κάνουν να περπατάς ώρες και ώρες με τα πόδια πίσω τους, ενώ εκείνοι προχωρούν καβάλα. Σε σέρνουν έξω χωρίς σταματημό, μέσα στη νύχτα, μέσα στη βροχή, μέσα στη λάσπη και το χιόνι. Οι πιστοί σου σ’ αγαπούν λιγότερο απ’ τα ζώα τους. Διότι ποτέ δε ζητούν απ’ τα κτήνη τους αυτό που ζητούν απ’ τον πατέρα τους, τον ιερέα τους. Γιατί δε σε λυπήθηκαν ποτέ; Γιατί δε σε ευσπλαχνίσθηκαν ποτέ;
 

– Η ευσπλαχνία ταιριάζει συνήθως στους ανθρώπους, τα ζώα, τα πράγματα, μα όχι στον «ιερέα», απάντησε ο πατέρας μου.
Θα ’ταν κουτό ,παράλογο και ασεβές μαζί να τον λυπούνται οι άνθρωποι. Κάθε χριστιανός χτυπώντας την πόρτα του ιερέως, χτυπά στην πραγματικότητα, την πόρτα του Θεού. Διότι ο ιερεύς είναι «αφομοιωμένος τω υιω του Θεού» (Εβρ. ζ΄ 3). Δεν μπορεί να έλθει στη σκέψη ενός χριστιανού αυτή η ασεβής ιδέα πως ο Θεός κουράστηκε, πως ο Θεός νυστάζει, πεινάει ή του πονούν τα πόδια. 
Απ’ τον Θεό μπορεί κανείς να ζητάει τα πάντα οποιαδήποτε ώρα και χωρίςνα χτυπά την πόρτα.

– Όμως ο ιερεύς είναι κι αυτός άνθρωπος, είπα.
– Όχι, απάντησε ο πατέρας μου. Ο ιερεύς δεν είναι άνθρωπος, αλλά η θυσία ενός ανθρώπου, που προστίθεται στη θυσία του Θεού. Κι αυτό είναι η ιεροσύνη.Η απάντηση ήταν ωραία. Έξοχη. Κοκκίνισα απ’ την ευχαρίστηση. Αλλά πρόσθεσα:
– Ωστόσο, πρέπει να ’χεις μερικές ώρες τουλάχιστον για ανάπαυση.
– Όχι, απάντησε ο πατέρας μου. Ο ιερεύς δεν είναι όπως είναι κανείς γεωργός, υπάλληλος ή τεχνίτης. Δε γίνεται κανείς ιερεύς για να έχει ώρες γραφείου με διαλείμματα και μέρες αδείας. Είναι κανείς ιερεύς μόνιμα. Χωρίς διακοπή. Χωρίς ρεπό. Χωρίς καμιά ανάπαυλα. Μέρα και νύχτα. Και,όπως μπορεί κανείς να απευθύνεται στον Θεό οποτεδήποτε, οποιαδήποτε ώρα της μέρας ή της νύχτας και για οποιοδήποτε αίτημα, χωρίς φόβο να τον ενοχλήσει, έτσι μπορεί να ’ρθει στο σπίτι του ιερέως οποτεδήποτε και για οποιοδήποτε λόγο.
 

Βέβαια δεν φθάνομε στο σημείο να έχουμε ιερείς που να μην κοιμούνται, να μην τρώνε και να μην τους πονούν τα πόδια.
Αλλά αυτό είναι μια ατέλεια,που οφείλομε να τη δεχθούμε όπως είναι,διότι η λατρεία δεν είναι παρά μια εικόνα, μια σκιά των ουρανίων πραγματικοτήτων, όπως αποκαλύφθηκε και στον Μωυσή, όταν επρόκειτο να κατασκευάσει τη Σκηνή .Κοίταξε, του ελέχθηκε, θα φτιάξεις τα πάντα σύμφωνα με το υπόδειγμα που σου φανερώθηκε πάνω στο βουνό (Εβρ. η΄ 5).

Η ιεροσύνη, μίμηση της ιεροσύνης του Χριστού, αποκλείει τις διακοπές. Ισχύει μόνιμα και για την αιωνιότητα (Εβρ. στ΄ 7). Ούτε και ο φυσικός θάνατος του ιερέως δεν μπορεί να τη διακόψει. Και αφού η ιεροσύνη δεν μπορεί, να διακοπεί με τον θάνατο, πώς θέλεις να τη διακόψει η πείνα, ο κόπος ή ο ύπνος;
– Είναι κανείς ιερεύς κι ύστερα απ’ τον θάνατο; ρώτησα την πρώτη φορά που το άκουσα αυτό.
– Είναι κανείς ιερεύς για την αιωνιότητα, Αφομοιωμένος τω υιω του Θεού, μένει ιερεύς εις το διηνεκές. (Εβρ. ζ΄ 3).

Επειδή λοιπόν ο ιερεύς είναι αφομοιωμένος με τον Θεό, δεν μπορεί να πεθάνει. Μένει ιερεύς και μέσα στο θάνατο και παρά τον θάνατο. Στην αιωνιότητα. Γι’ αυτό ακριβώς και ενταφιάζουν τον ιερέα ντυμένο με όλα τα ιερατικά του άμφια, που φορεί όταν τελεί την θεία Λειτουργία. Ο ιερεύς ενταφιάζεται με τον Σταυρό, με το Επιτραχήλι, το Φελόνι, το Στιχάρι, τα Επιμανίκια… Όλα και ολόκληρη τη στολή, όπως γίνεται για την πιο επίσημηακολουθία. Διότι ο νεκρός ιερεύς θα πάει να λειτουργήσει στην αληθινή ουράνια Εκκλησία, με τον επίσκοπό του, τον Χριστό.

Για κάθε ιερέα ο θάνατος είναι μια προαγωγή. Περνάει απ’ τη μικρή του επίγεια εκκλησία στον καθεδρικό ναό του ουρανού, για να τελεί την παγκόσμια λειτουργία γύρω απ’ τον Χριστό. Ποτέ λοιπόν δεν πρέπει να θρηνείται ο θάνατος ενός ιερέως. Διότι δεν πεθαίνει ποτέ. Ο θάνατος είναι ο προβιβασμός του.Και επειδή ο ιερεύς μένει ιερεύς παρά τον φυσικό θάνατο, όταν τον βάζουν στον τάφο, ντυμένο με τα άμφια που φοράει για την τέλεση της Λειτουργίας, καλύπτουν το πρόσωπό του με τα ιερά Καλύμματα ή τον Αέρα, το πανί εκείνο με το οποίο καλύπτουν κατά τη λειτουργία το Άγιο Ποτήριο, που περιέχει το Σώμα και το Αίμα του Θεού. Ο Αήρ συμβολίζει τον λίθο, που έκλεινε τον τάφο του Ιησού Χριστού. Η πέτρα αυτή που έκλεισε τον τάφο του Χριστού, σφραγίζει επίσης και τον τάφο κάθε ιερέως. Διότι κάθε ιερεύς είναι αφομοιωμένος με τον Υιό του Θεού.Ακούγοντάς τον, άφησα τα δάκρυα να κυλήσουν πάνω στο άγιο χέρι του πατέρα μου, που έσκυψα και το φίλησα ευλαβικά.

Έτσι λοιπόν κατάλαβα,γιατί ένας άγιος διηγείται,πως αν συναντούσε στο δρόμο έναν άγγελο ή έναν ιερέα, να βαδίζουν ο ένας πλάι στον άλλον, θα γονάτιζε πρώρα εμπρός στον ιερέα, φιλώντας του το χέρι και μόνον ύστερα θα γονάτιζε εμπρός στον άγγελο, για να τον χαιρετίσει. Διότι οι άγγελοι είναι κατώτεροι απ’ τους ιερείς σε τούτο, στο ότι δεν μπορούν να μεταμορφώσουν το ψωμί και το κρασί σε σάρκα και αίμα του Θεού. Τα χέρια όμως του ιερέως το μπορούν…

Παρά την ασύγκριτη ευτυχία να είναι υπηρέτης στον ουρανό, ο πατέρας μου ζούσε την επίγεια ζωή του μέσα σε αφάνταστη σκληρότητα και οδύνη.Κάθε χρόνο ο πατέρας μου γινόταν πιο αδύνατος. Πιο άσαρκος. Πιο άυλος. Στα τριάντα του χρόνια τα μαλλιά του πατέρα μου είχαν ασπρίσει. Στα τριάντα χρόνια ο πατέρας μου είχε γεράσει. Τα δόντια του έπεφταν. Εξ αιτίας της αθλιότητας, εξ αιτίας του υποσιτισμού, εξ αιτίας του κόπου και του μόχθου. Αντίθετα όμως το βλέμμα του γινόταν κάθε χρόνο πιο όμορφο, πιο φωτεινό, πιο ακτινοβόλο και τόσο έντονο ώστε το κεφάλι του έμοιαζε να φωτίζεται μ’ ένα φωτοστέφανο. Παρακολουθούσα ένα ασυνήθιστο γεγονός: όταν ο πατέρας μου παρατηρούσε κάτι τι, το φώτιζε με το βλέμμα του, σαν με κάποιους μυστικούς προβολείς. Βλέποντας αυτό ένοιωσα για πρώτη φορά το γεγονός ότι οι άγιοι, παρατηρώντας τον κόσμο, τον φωτίζουν και τον αγιάζουν.

– Τι κοιτάζεις, ρώτησε ο πατέρας μου, βλέποντάς με βυθισμένο στις σκέψεις.- Είσαι φωτεινός σαν μια εικόνα, του είπα, κοκκινίζοντας. Ο πατέρας μου γέλασε. Δεν ήταν ούτε υπερήφανος ούτε ταπεινός. Για να ’σαι υπερήφανος ή ταπεινός πρέπει πρώτα να ’σαι ένα γήινο πλάσμα. Και εκείνος ήταν όλο και λιγότερο γήινος. Γέλασε,γιατί η φωνή μου έφθασε στα αυτιά του κι αυτό τον είχε ευχαριστήσει. Ο πατέρας μου σπάνια γελούσε. Όταν κανείς είναι κουρασμένος δεν μπορεί να γελάσει. Μα τώρα είχε χαμογελάσει. Κι’ όταν ο πατέρας μου χαμογελούσε έβλεπε κανείς πως είχε χάσει σχεδόν όλα του τα δόντια. Η καρδιά μου σφιγγόταν.

Λυπόμουνα τόσο πολύ για την αθλιότητά του,που μόλις μπορούσα,να κρατήσω τα δάκρυά μου. Και έλεγα,πως αν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός αποφάσιζε μια μέρα να προσφέρει στον ιερέα του, που ήταν και άλογό του μαζί, τον π. Κωνσταντίνο Gheorghiu, που υπέφερε σ’ όλη του τη ζωή απ’ την πείνα, την δυνατότητα να έχει ξαφνικά ψωμί πάνω στο τραπέζι του, ο προλετάριος πατέρας, ο σεβαστός μου πατέρας θα συνέχιζε – παρά το θαύμα- να πεινάει, όπως και στο παρελθόν.
 

Διότι κι αν είχε κάτι δε θα μπορούσε να το φάει, γιατί δεν είχε πια δόντια… Και ούτε σκέψη,πως θα μπορούσε,να βάλει ξένα. Ήμαστε τόσο φτωχοί που ούτε στο όνειρό μας δεν θα τολμούσαμε να πάμε στον οδοντογιατρό…

Βιργκίλ Γκεωργκίου, «Από την 25η ώρα στην αιώνια ώρα», Εκδόσεις Έλαφος σ. 93-95

Πηγή: vimaorthodoxias.gr

Πόση ώρα να Προσεύχομαι; (Υπέροχο δίδαγμα)


posi-ora-na-proseuxomai
book-gift

Ρώτησα κάποτε ένα νέο 16 ετών:
-Αγαπάς, παιδί μου, το Θεό;
-Τον αγαπώ πολύ, πάτερ μου, μου απάντησε αυθόρμητα.
-Προσεύχεσαι σ’ Αυτόν τακτικά;
-Όχι! μου είπε με ειλικρίνεια.
Ο νέος αυτός δεν μπορούσε να συλλάβει την αντίθεση που υπήρχε μεταξύ των δύο απαντήσεών του. Γιατί είναι αδύνατον να αγαπά κανείς πραγματικά το Θεό και να μην προσεύχεται.
Αν έχεις ένα φίλο εξαιρετικά αγαπητό, δεν προσπαθείς να βρεις τρόπους να επικοινωνείς συχνά μαζί του και να συζητάς διάφορα ζητήματα; Έτσι δεν είναι;
Παρακολούθησε, παιδί μου, αυτούς τους αριθμούς που θα σου πω. Είναι εξακριβωμένοι. Ένας άνθρωπος που πέθανε 70 ετών διέθεσε τα χρόνια της ζωής του ως εξής: 15 χρόνια εργάσθηκε, 20 κοιμήθηκε, 2 έτρωγε, 1 ντυνότανε, 9 μήνες πλυνότανε, 7 μήνες ξυριζότανε, 4 μήνες καθάριζε τη μύτη του, 2 μήνες τα δόντια του κλπ.

Παρατήρησες κάτι; Όλα όσα αναφέρονται πιο πάνω αφορούν εξωτερικές ασχολίες. Φροντίδες και μέριμνες για το σώμα.
Όταν όμως, παιδί μου, παρουσιασθείς ενώπιον του Θεού πολύ διαφορετικός θα είναι ο λογαριασμός τον οποίο θα υποχρεωθείς να κάνεις. Θα σε ρωτήσει τότε ο δίκαιος Κριτής:

«Πόσα καλά έκανες; Πόσα κακά;»
«Πόσα καθήκοντα εκτέλεσες και πόσα όχι;»
«Πόσον καιρό προσευχόσουν;»

Μέσα σ’ ένα χρόνο η καρδιά σου χτύπησε 36.792.000 φορές. Απ’ το τεράστιο αυτό ποσό, πόσους παλμούς διέθεσες για το Θεό σου;
«Μα πόσο λοιπόν πρέπει να προσεύχομαι;»

Πρέπει να ξέρεις, παιδί μου, πως ο Θεός δεν υπολογίζει την προσευχή με τη χρονική της διάρκεια, αλλά με το ζήλο, με τη διάθεση, με την καρδιά. Μια μικρή, ζωντανή, ολόθερμη προσευχή αξίζει πολύ περισσότερο από μια άτονη, τυπική, ξερή, έστω και πολύωρη.

Εκείνο που προέχει είναι ο ζήλος και η θερμή διάθεση της καρδιάς. Κάνε την πρωινή και βραδινή σου προσευχή. Μην παραλείπεις όμως καθ’ όλη την ημέρα πολλές φορές να στρέφεις τη σκέψη και την καρδιά σου στο Θεό.

Θα ‘ναι, παιδί μου, ευλογημένη η μέρα σου, όταν τις πρώτες σου τις σκέψεις τις αφιερώνεις στο Θεό. Κι ο ύπνος σου θα είναι ήρεμος και γαλήνιος όταν, πριν παραδοθείς στα χέρια του, στρέψεις και πάλι σ’ Αυτόν τους λογισμούς σου.
Δε σου συνιστώ να προσεύχεσαι στο κρεβάτι! Αν όμως δεν πρόκειται καθόλου να προσευχηθείς αλλιώς, τότε μη σταματήσεις τη συνήθειά σου. Πιστεύω όμως ότι κι εσύ δε θα το βρίσκεις τόσο σωστό, να συνομιλείς με το Θεό και Κύριό σου, και να ‘σαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι σου! Αφήνω πως μπορείς να πάθεις, αυτό που πολλοί νέοι το παθαίνουν, να μην προλάβεις δηλαδή να τελειώσεις την προσευχή σου και… να σε πάρει ο ύπνος!

Σαν φρόνιμος λοιπόν νέος, κάνε την πρωινή σου προσευχή αφού ντυθείς και τη βραδινή σου πριν βγάλεις τα ρούχα σου. Κατόπιν δε, όταν θα πέσεις στο κρεβάτι, εξακολούθησε, αν θέλεις, τις ευσεβείς σου σκέψεις· θα κοιμηθείς έτσι πιο γαλήνια.
Ξέρεις εκείνο το σοφό γνωμικό που λέει «Τίποτε δεν μπορεί να επιτύχει, αν δεν το ευλογήσει ο Θεός»;
Εάν λοιπόν τις μέρες σου δεν τις αρχίζεις ζητώντας τη βοήθεια του Θεού, πώς περιμένεις την ευτυχία;
Κοίταξε γύρω σου, παιδί μου. Όλα τα πλάσματα με το δικό του το καθένα τρόπο, προσεύχονται κι υμνούν τον πάνσοφο Δημιουργό.
Τα φυτά ανοίγουν τ’ άνθη τους και στέλλουν το ζωογόνο άρωμά τους στο Θρόνο του Πλάστη.
Τα πουλιά με τις γλυκές μυριότονες φωνές τους, ποιον άλλον παρά τον Παντοδύναμο υμνούν;
Γι’ Αυτόν βομβίζει η μέλισσα.
Γι’ Αυτόν πετά χαρούμενη η πεταλούδα.

Αυτόν δοξάζουν με τη λάμψη τους οι αστραπές.
Αυτόν υμνολογούν και οι βροντές μ’ όλο το τρομερό τους μεγαλείο.

Ναι! ολόκληρη η φύση θερμά προσεύχεται σ’ Αυτόν, αν και δεν έχει τη συναίσθηση αυτού που κάνει. Κι εσύ, παιδί μου, άνθρωπος με θέληση ελεύθερη, θα αρνηθείς αυτό που πρόθυμα εκτελεί η άλογη φύση;

«Το πιο όμορφο πράγμα που μπορείς ν’ αντικρίσεις στον κόσμο είναι ο άνθρωπος που προσεύχεται».

Αυτή η πρόταση είναι πολύ σωστή. Εκείνος που προσεύχεται ζει σ’ έναν άλλο κόσμο. Άφθονη αναπνέει τη χάρη του Θεού και ξεδιψάει απ’ το γλυκύτατο νερό της θείας παρουσίας.

Σου είπα, παιδί μου, πιο πάνω, ότι η φύση ολόκληρη προσεύχεται. Θέλησα να σου κάνω ένα συμβολισμό, γιατί η προσευχή η αληθινή είναι προνόμιο του ανθρώπου. Μόνο αυτός μπορεί συνειδητά να ανυψώνει την ψυχή του στο Θεό, και να συνομιλεί μαζί Του.

Είναι αλήθεια τιμή μεγάλη για τον άνθρωπο η προσευχή· κι αυτή είναι ένα ακόμη στοιχείο που κάνει να ξεχωρίζει ο άνθρωπος απ’ τ’ άλλα τα δημιουργήματα.

Όταν προσεύχομαι, βρίσκεται σ’ έξαρση η ψυχή μου! Ουράνια αισθήματα με πλημμυρίζουν. Χαρά, ευγνωμοσύνη, αγάπη. Όλα τα νιώθω στον υπέρτατο βαθμό. Πώς λοιπόν να μη δοξολογήσω το Θεό μου για το υπέροχο αυτό δώρο Του;

Με τα φτερά της προσευχής, μπορούμε ν’ ανεβούμε σε ύψη δυσθεώρητα. Μπορούμε να πετάξουμε μέχρις αυτόν τον θρόνο του Θεού, μακριά από τον κόσμο με τις τόσες του μικρότητες.
Με τα φτερά της προσευχής φθάνουμε εκεί, όπου άπληστα χαιρόμαστε το ζωογόνο αέρα της θείας παρουσίας.
Η προσευχή είναι πηγή δυνάμεως για τον αγώνα το σκληρό που φέρνει εμπρός μας η κάθε μέρα.
Λες και αλλάζει ο εαυτός σου, όταν πετάς με τα φτερά της προσευχής.

Έλα λοιπόν, παιδί μου!

Σαν έρχονται οι θλίψεις και σε χτυπούν σα μανιασμένες θύελλες, πέσε στα γόνατα κι άνοιξε την καρδιά σου στον Πατέρα σου.
Μετά την προσευχή θα δεις πόσο θα είσαι αλλαγμένος! Γαλάζιο θα τον βλέπεις τώρα τον ουρανό κι η θάλασσα θα έχει γαληνέψει.  
Ο κατοικών εν βοηθεία του Υψίστου, εν σκέπη του Θεού του ουρανού αυλισθήσεται. Ερεί τω Κυρίω· αντιλήπτωρ μου ει και καταφυγή μου, ο Θεός μου, και ελπιώ επ᾿ αυτόν, ότι αυτός ρύσεταί σε εκ παγίδος θηρευτών και από λόγου ταραχώδους. εν τοις μεταφρένοις αυτού επισκιάσει σοι, και υπό τας πτέρυγας αυτού ελπιείς· όπλω κυκλώσει σε η αλήθεια αυτού. Ου φοβηθήση από φόβου νυκτερινού, από βέλους πετομένου ημέρας, από πράγματος εν σκότει διαπορευομένου, από συμπτώματος και δαιμονίου μεσημβρινού. Πεσείται εκ του κλίτους σου χιλιάς και μυριάς εκ δεξιών σου, προς σε δε ουκ εγγιεί· Πλην τοις οφθαλμοίς σου κατανοήσεις και ανταπόδοσιν αμαρτωλών όψει. Ότι συ, Κύριε, η ελπίς μου· τον ῞Υψιστον έθου καταφυγήν σου. Ου προσελεύσεται προς σε κακά, και μάστιξ ουκ εγγιεί εν τω σκηνώματί σου. Ότι τοις αγγέλοις αυτού εντελείται περί σού του διαφυλάξαι σε εν πάσαις ταίς οδοίς σου. [Από τον 90ο Ψαλμό]
 
Αυτές οι σκέψεις που γεμίζουν παρηγοριά την ψυχή σου γράφτηκαν απ’ τον μεγάλο εκείνο εστεμμένο Ψαλμωδό, κι είναι ένα άριστο βοήθημα γι’ αυτούς που θέλουν να βαδίζουν στη ζωή τους ίσια και τίμια.

Και εσύ, παιδί μου, είσαι ασφαλώς ένας από αυτούς. Γι’ αυτό έχεις μεγάλη ανἀγκη από τη χάρη του Θεού, που ένας μόνο τρόπος υπάρχει να την κερδίσεις. Η προσευχή.
Μη στερείς λοιπόν, παιδί μου, την ατίμητη ψυχή σου απ’ τη ζωογόνα αναπνοή της, αλλά προσεύχου, προσεύχου με ζήλο, ώστε να έλθει η μυριοπόθητη μέρα που θα στεφανωθείς με το στεφάνι της δόξης.

(Από το βιβλίο του Tihamer Toth «Αντίθετα στο ρεύμα» των εκδόσεων «Φώς»)

Πηγή:agiameteora.net

Ναι, έγινε γενοκτονία εις βάρος των Ρωμιών


Ναι, έγινε γενοκτονία εις βάρος των Ρωμιών,
ομολογεί Τούρκος καθηγητής Ιστορίας

Γράφει o Νίκος Χειλαδάκης, Δημοσιογράφος-Συγγραφέας-Τουρκολόγος

Ονομάζεται Onur Yıldırım, είναι Τούρκος καθηγητής ιστορίας έχει σπουδάσει και έχει ζήσει πολλά χρόνια στις ΗΠΑ και είναι άλλο ένα φωτεινό παράδειγμα από την άλλη πλευρά του Αιγαίου που έρχεται να βάλλει γυαλιά σε διάφορους «γραφικούς» της Ελλάδας που αρνούνται την ιστορική πραγματικότητα, αναγνωρίζοντας πως στον Πόντο και στην Μικρά Ασία έγινε γενοκτονία σε βάρος των Ελλήνων.
Τούρκος καθηγητής της ιστορίας, (και δεν είναι η πρώτη φορρά), παραδέχτηκε επίσημα και μάλιστα σε δημοσίευμα της τουρκικής εφημερίδας Sabah, ότι στην διάρκεια της μικρασιατικής καταστροφής εκατοντάδες χιλιάδες Ρωμιοί έχασαν την ζωή τους από τα τουρκικά στρατεύματα.

Συγκεκριμένα ο καθηγητής της ιστορίας, Onur Yıldırım, σε μια σημαντικότατη συνέντευξη που έδωσε στην τουρκική εφημερίδα Sabah, για πρώτη φορά παραδέχεται σε επίσημο πλαίσιο ότι έγινε μια μορφή γενοκτονίας σε βάρος των Ρωμιών της Ανατολίας και του Πόντου την περίοδο του 1922.

Ο Τούρκος καθηγητής που έχει σπουδάσει και έχει ζήσει επί πολλά χρόνια στις ΗΠΑ, ανέφερε στις ερωτήσεις που του έκανε ο δημοσιογράφος της Σαμπάχ, Eçevit Kılıç, πως πράγματι την περίοδο εκείνη οι Ρωμιοί της Μικράς Ασίας έζησαν ένα μεγάλο δράμα καθώς ξεσπιτώθηκαν και πολλοί από αυτούς έχασαν την ζωή τους.
Η συνέντευξη αυτή του Onur Yıldırım ήταν όμως μια πρωτοφανής ομολογία Τούρκου επιστήμονα της ιστορίας για πρώτη φορά στα τουρκικά χρονικά και για τον λόγο αυτό αποκτούσε μεγάλη ιστορική αλλά και πολιτική αξία.

Στην ίδια συνέντευξη ο Onur Yıldırım υπαινίχτηκε για εθνοκάθαρση που έγινε στην Μικρά Ασία και που φυσικά την πλήρωσαν με βαρύ φόρο αίματος οι χριστιανοί, ενώ στην ουσία παραδέχτηκε πως η ανταλλαγή των πληθυσμών έφερε το τελειωτικό χτύπημα και προκάλεσε τον θάνατο σε πολλές χιλιάδες χριστιανών της Μικράς Ασίας καθώς εγκατέλειπαν τις από αιώνων εστίες τους.

Αυτά να τα βλέπουν οι διάφοροι δικοί μας «φωστήρες» της ιστορίας, που με μανία προσπαθούν με κάθε μέσο να αποδημήσουν την ιστορική πραγματικότητα.

Αλλά η ιστορία δεν εξαρτάται από τις ιδεοληψίες τους και τρανταχτή απόδειξη οι ομολογίες των ίδιων των Τούρκων, που φυσικά κινούνται εκτός του επισήμου τουρκικού καθεστώτος που ταυτίζεται με τους δικούς μας τουρκολάγνους.

Ὁ παπα-Γεδεών, ὁ Καυσοκαλυβίτης

 
 Ὁ παπα-Γεδεών, καταγόταν ἀπὸ τὴν Δυτικὴ Μακεδονία. Ἐργαζόμενος στὸ Ἅγιον Ὄρος μὲ τὸν πατέρα του καὶ τοὺς συγχωριανούς του, ἀγάπησε τὴν μοναχικὴ ζωὴ καὶ ἐπιθυμοῦσε νὰ τὴν ἀκολουθήσει καὶ αὐτός, ἀλλὰ δὲν τὸ ἀποφάσιζε. Μὲ τὴν βοήθεια ὅμως τοῦ Πνευματικοῦ καὶ τῶν Πατέρων, ἔρχεται στὴν Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων καὶ μονάζει στὴν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου, τὸ 1835.
 
Ἡ Καλύβη, ἀπὸ τὴν περίοδο τοῦ 1822, ποὺ ἦταν ἡ κατοχὴ τοῦ Ὄρους ἀπὸ τοὺς Τούρκους στρατιῶτες, εἶχε ἐγκαταλειφθῆ. Βλέποντας, ἕνας ὑποτακτικὸς τοῦ παπα-Ἰωνᾶ, ὁ Μακρακάκιος, πνευματικὸς ἐγγονὸς τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου, ποὺ τὸν λέγανε ἔτσι γιατὶ ἦταν μακρύς, καὶ ἡσύχαζε σὲ ἄλλο ἡσυχαστήριο, ὅτι δὲν γύρισε πλέον κανεὶς μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν ὑπολοίπων πατέρων, ἀπεφάσισε καὶ ἐζήτησε ἀπὸ τὴν Μεγίστη Λαύρα τὴν Καλύβη τῆς μετανοίας του καὶ τοῦ ἐδόθη ὁμόλογο ἀντὶ 50 γροσίων τὸ 1825. Πρωτύτερα, δὲν ἦταν γραμμένος στὸ ὁμόλογο, γιατὶ εἶχε μεγαλυτέρους στὴν Καλύβη.
 
Σ’ αὐτόν, λοιπόν, ὁ παπα-Γεδεών, ἔγινε ὑποτακτικὸς τὸ 1835. Κάποτε, ἐνῶ καλλιεργοῦσε τὸν κῆπο, ἂν καὶ ἦταν καλὸς ὑποτακτικός, δὲν ὑπήκουσε στὶς ὁδηγίες τοῦ Γέροντα, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶπε νὰ φυτέψει τὰ κρεμμύδια μὲ τὶς ῥίζες πρὸς τὰ ἐπάνω, καί, ὅταν ὁ Γέροντας γιὰ τὴν ἀνυπακοὴ ποὺ ἔκανε τοῦ ἔβαλε κανόνα νὰ κάνει 50 μετάνοιες, ἐκεῖνος ζήτησε 100. 300 τοῦ εἶπε ὁ Γέροντάς του, 500 ζήτησε ὁ Γεδεών. Πῆγε, λοιπόν, νὰ κάνει τὶς μετάνοιες. Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὴ ὥρα βγῆκε καὶ ἅπλωσε τὴν φανέλα του ποὺ ἔσταζε ἀπὸ τὸν ἱδρώτα. Τότε τοῦ λέει ὁ Γέροντας: «Παιδί μου, παπα-Γεδεών, ταπείνωση θέλει ὁ καλός μας Θεός, καὶ ὄχι τοῦμπες ποὺ ἔκανες».
 
Ὁ παπα-Γεδεών, ἦταν ταπεινὸς καὶ καρτερικὸς στοὺς πειρασμούς. Οἱ πατέρες τὸν ἀγαποῦσαν πολύ. Ὅταν ὁ Γέροντας θέλης ενὰ τὸν κάνει ἱερέα, τὸν πῆγε στὴν Μεγίστη Λαύρα γιὰ τὴν καθιερωμένη μετάνοια. Ὅταν οἱ Προϊστάμενοι τῆς Μονῆς, εἶδαν ἀτημέλητο τὸν Γεδεών, μὲ μία βλάχικη κάπα στοὺς ὤμους, εἶπαν μὲ ἔκπληξη στὸν Μακρακάκιο: «Πῶς τὸν ἔφερες μ’ αὐτὰ τὰ ῥοῦχα γερο-Ἀκάκιε, ἀφοῦ ἦλθες νὰ ζητήσεις τὴν εὐλογία τῆς Μονῆς γιὰ νὰ τὸν κάνεις παπᾶ;» Καὶ ὁ ταπεινὸς Καυσοκαλυβίτης, ἀπήντησε: «Δὲν ἔχουμε ἄλλα, Γεροντάδες, αὐτὰ φορᾶμε στὴν Σκήτη».
 
Οἱ προσκυνηταί, ποὺ συχνὰ ἔρχονταν στὴν Καλύβη νὰ δοῦν τὸ σπήλαιο καὶ νὰ προσκυνήσουν τὴν σιαγόνα τοῦ Ὁσίου Ἀκακίου, τὸν εἶχαν σὲ εὐλάβεια καὶ τοῦ ἔστελναν ἀρκετὰ όνόματα γιὰ νὰ κάνει σαρανταλείτουργα. Οἱ πολλὲς Λειτουργίες δὲν ἄμβλυναν μέσα του τὴν αἴσθηση τῆς ἱερότητος τοῦ μυστηρίου. Ἀντιθέτως, τοῦ ἐθέρμαιναν περισσότερο τὴν ἱερατικὴ φλόγα καὶ τὸν ἔκαναν δεκτικότατο στὶς ἐπισκέψεις τῆς Χάριτος. Λειτουργοῦσε πάντοτε μὲ τόση κατάνυξη καὶ εὐλάβεια, ὥστε δὲν ἔλειπαν ἀπὸ τὰ μάτια του τὰ δάκρυα. Ἐργαζόταν τὸ παραδοσιακὸ ἐργόχειρο τῆς Καλύβης, τὰ ἁπλὰ κουτάλια, τὰ καλλιτεχνικά, περίτεχνα κουταλοπήρουνα, ὡραίους χαρτοκόπτες καὶ κτένες. Ἐχρημάτισε Γέροντας τῆς Καλύβης τὸ 1860 καὶ ἀπεβίωσε τὸ 1895, ἐν εἰρήνῃ, πλήρης ἡμερῶν. 
 

Ο "κάτα φαντασίαν" και ο πραγματικός Χριστιανός


Ο "κάτα φαντασίαν" και ο πραγματικός Χριστιανός
π. Βενέδικτου Νεοσκητιώτη
Αυταπάτη Ορισμός: Νά πιστεύεις λάθος πράγματα γιά τόν εαυτό σου καί συνήθως κολακευτικά.
Παράδειγμα: “Έπρεπε νά τήν δώση σέ μένα τήν θέσι! Εργάζομαι περισσότερο από όλους, είμαι ο πιό έξυπνος καί οι ηγετικές μου ικανότητες είναι παραπάνω από προφανείς”.
Η ίδια η αυταπάτη καί η άγνοια είναι από μόνα τους τό μεγάλο μείον στή ζωή, άν όχι η καταστροφή της.
Καί στήν εκκλησία βλέπουμε ότι η ηθική αυταπάτη αιχμαλώτισε πολλούς από τούς χριστιανούς. Έτσι άλλοι ενώ κυλίονται στήν αμαρτία καί στήν διαφθορά θεωρούν τούς εαυτούς των ηθικούς καί τέλειους.
Άλλοι πάλι, έχοντας κατορθώσει μερικές αρετές νομίζουν, ότι έφθασαν στήν τελειότητα λέγοντας ο καθένας από αυτούς αυτό πού είπε εκείνος ο νεανίσκος τού Ευαγγελίου· «Ταύτα πάντα εφυλαξάμην εκ νεότητος. Τί έτι υστερώ;». Μέ τόν λογισμό αυτό εξαπατούν τόν εαυτό τους καί κοιμούνται μαζί μέ τήν αμαρτία καί μέσα στήν αμαρτία.
Ο «κατά φαντασίαν» Χριστιανός:
1. Δέχεται αμέσως τίς επιδράσεις τής κοσμικής ζωής.
2. Ο προσανατολισμός του είναι κυρίως εξωστρεφής.
3. Η πνευματική του ζωή μειώνεται από τίς εξωτερικές επιδράσεις
4. Είναι πιστός στό βαθμό πού εκείνος φαντάζεται.
5. Στήν εκκλησιαστική του ζωή κυριαρχεί ο σεβασμός τών εκκλησιαστικών τύπων. Η ουσία τών τύπων τόν αφήνει αδιάφορο.
6. Τό αγωνιστικό του ενδιαφέρον γιά τή ζωή τής πίστεως καί τού αγιασμού περιορίζεται στά όρια πού προσδιορίζει η αρχή τής ανώδυνης πνευματικής ζωής, η οποία δεσπόζει σταθερά στό πνεύμα του.
7. Προσέρχεται στά μυστήρια τής Εξομολογήσεως καί τής θείας Ευχαριστίας, επειδή παραδέχεται ότι «κάνουν καλό».
8. Πιστεύει στό Θεό, όταν η ζωή του είναι χωρίς θλίψεις καί δοκιμασίες.
9. Τίς παρεκκλίσεις του από τήν ευαγγελική αλήθεια τίς δικαιολογεί μέ τό επιχείρημα τού δικαιώματος νά αυτοπροσδιορίζεται.
10. Ο κατά φαντασία χριστιανός κυριαρχείται από αισθήματα ανασφάλειας.
11. Φοβάται τόν θάνατο καί υπάρχει μέσα του η αγωνία γιά τό άγνωστο τέλος τής υπάρξεώς του.
Ο πραγματικός Χριστιανός:
1. Η πνευματική του αυτοσυνειδησία είναι ευαγγελική καί αγιοπνευματική. Τόν ενδιαφέρει η ουσία τών εκκλησιαστικών τύπων.
2. Βασικός πνευματικός στόχος είναι ο αδιάλειπτος διάλογός του μέ τόν έσω άνθρωπο τής αμαρτίας. Επιδιώκει τήν νέκρωσι τής αμαρτίας.
3. Στοχεύει παράλληλα στήν εν Χριστώ τελείωσι μέ τήν χάρι τού Θεού.
4. Πυξίδα τής ευαγγελικής του ζωής είναι η πιστή εμμονή του στό θέλημα τού Θεού.
5. Ολόκληρη την ζωή του τήν βιώνει προσευχητικά, κατά τό «αδιαλείπτως προσεύχεσθε».
6. Είναι άνθρωπος τής νήψεως καί τής εγρηγόρσεως.
7. Βαδίζει θεληματικά τήν στενή καί τεθλιμμένη οδό τών θλίψεων καί ποικίλων δοκιμασιών,
8. Ζεί στό πνευματικό κλίμα τής Βασιλείας τών Ουρανών.
9. Τήν γνώσι τού εαυτού του τήν εμπιστεύεται στόν φωτισμό τοϋ Αγίου Πνεύματος. Θέλει νά σκέπτεταί το «δέν είμαι τίποτα, δέν γνωρίζω τίποτα καλό στόν εαυτό μου».
10. Αποκρούει κάθε εσωτερικό λογισμό γιά κατάκτησι κάποιας αρετής ή αγιότητας.
11. Φροντίζει νά αγαπά τόν πλησίον του καί νά ειρηνεύη, κατά τό δυνατόν, μέ αυτόν, αλλά καί νά αναγνωρίζη τόν εαυτό του κατώτερο ενώπιον όλων τών ανθρώπων.
12. Η μνήμη τού θανάτου είναι ο καθημερινός του άρτος, πού τόν στηρίζει στόν δύσκολο δρόμο τής στενής καί τεθλιμμένης οδού.
Αυτά είναι τά γνωρίσματα τής αυταπάτης καί μή καί τού κατά φαντασίαν καί αληθούς Χριστιανού.

Σάββατο 28 Μαΐου 2016

Ὁ διάλογος μὲ τὴν Σαμαρείτιδα καὶ οἱ σύγχρονοι Οἰκουμενιστικοί διάλογοι

Π. Άγγελος Αγγελακόπουλος. Ο διάλογος με την Σαμαρείτιδα και οι σύγχρονοι Οικουμενιστικοί διάλογοι
Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΑ,  ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΚΑΙ Η ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΘΕΣΜΟΘΕΤΗΣΕΩΣ ΤΟΥΣ  ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΛΕΓΟΜΕΝΗΣ «ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ»

Π. Άγγελος Αγγελακόπουλος.

Ἐν Πειραιεῖ 28-5-2015πρωτοπρεσβ. π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Καλλιπόλεως Πειραιῶς
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
Σήμερα, Κυριακή Ε΄ἀπό τοῦ Πάσχα, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τήν ἑορτή τῆς Σαμαρείτιδος.
Εἶναι γνωστός ὁ θεολογικός διάλογος τοῦ Κυρίου μας μέ τήν Σαμαρείτιδα, τήν μετέπειτα ἁγία Φωτεινή. Ἡ εὐαγγελική περικοπή τῆς Σαμαρείτιδος ἀπό τό κατά Ἰωάννην ἅγιο Εὐαγγέλιο παρουσιάζει τόν Μεσσία Χριστό νά στέκεται παρά τό φρέαρ τοῦ Ἰακώβ καί νά συνδιαλέγεται μέ μία αἱρετική καί κατεγνωσμένη γιά τόν ἄστατο βίο της Σαμαρείτιδα. Συνδιαλέγεται αὐτός ὁ ἄχραντος καί ὑψηλός Θεός μέ ἕνα πλάσμα καταφρονημένο καί ἐσκοτισμένο ἀπό τήν φιληδονία καί τίς λανθασμένες ἐπιλογές τοῦ βίου. Καί ἴσως τό πλέον παράδοξο δέν εἶναι ἡ συγκατάβαση τοῦ Θεανθρώπου στόν κόσμο τοῦ θανάτου, ἀλλά ἡ ἐπαφή Του μ'αὐτά τά πλάσματα, πού μυρίζουν καί ἐμπνέουν θάνατο. Ὁ Θεός διαλέγεται καί ἐπιλέγει αὐτό ἀκριβῶς, πού καταφρονεῖται ἀπό τόν ἰουδαϊκό καί σύμπαντα τόν ἀρχαῖο κόσμο, δηλ. τό θῆλυ, τό ἁμαρτωλό, τό ἀλλόθρησκο, τό ἀκοινώνητο. Φυσικά, ἡ κατάληξη εἶναι νά τό μεταμορφώσει σέ ἅγιο καί ξεχωριστό καί κοινωνικό τῆς Θεότητος. Γνωρίζοντας ὁ Κύριος τί κατά βάθος ζητοῦσε ἡ ψυχή τῆς Σαμαρείτιδος, μέ ἄριστο παιδαγωγικό τρόπο τή διαφωτίζει. Τή μεταφέρει ἀπό τήν ὕλη στό πνεῦμα, ὑψώνει τό νοῦ της στίς ἰλιγγιώδεις κορυφές τῶν θείων ἀποκαλύψεων. Καί τέλος ἡ Σαμαρεῖτις ἀκούει ἀπό τόν Κύριο τήν ὑψίστη ἀποκάλυψη· ὅτι αὐτός, μέ τόν ὁποῖο συνομιλεῖ, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Μεσσίας Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου! Ὁ διάλογος τοῦ Κυρίου μὲ τὴ Σαμαρείτιδα εἶναι πλήρης εἰλικρινείας. Ἐπίσης εἶναι ἐλεγκτικός. Ὁ Κύριος ὄχι μόνο κατέρριψε τὶς ἀπόψεις τῆς Σαμαρείτιδος περὶ τῆς λατρευτικῆς ἀξίας τοῦ ὄρους Γαριζείν, σημειώνοντας ὅτι ἡ σωτηρία προέρχεται ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ ἤλεγξε καὶ τὴν ἴδια γιὰ τὴν παράνομη ζωή της[1]. Ἐκτὸς τούτου, οὔτε ὁ Κύριος, ἀλλ’ οὔτε καὶ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ὁμιλώντας, ἔδειξαν ποτὲ σημεῖα ἀνθρωπαρεσκείας, ἀλλ’ ὁ μὲν Κύριος διεκήρυξε στοὺς ἴσως ἐνοχλουμένους ἀπὸ τὸ κήρυγμά Του Ἀποστόλους «μήτι καὶ ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν»[2]; Ὁ δὲ ἅγιος Ἀπ. Παῦλος, καθὼς καταδεικνύει ἡ γεμάτη διωγμοὺς ζωή του, διεκήρυττε·  «οὐ γάρ ἐσμεν ὡς οἱ πολλοὶ καπηλεύοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ὡς ἐξ εἰλικρινείας, ἀλλ’ ὡς ἐκ Θεοῦ κατενώπιον τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ λαλοῦμεν» καὶ «λαλοῦμεν οὐχ ὡς ἀνθρώποις ἀρέσκοντες, ἀλλὰ Θεῷ τῷ δοκιμάζοντι τὰς καρδίας ἡμῶν»[3].
Συγκρίνοντας τόν διάλογο τοῦ Κυρίου μας μετά τῆς Σαμαρείτιδος μέ τούς συγχρόνους οἰκουμενιστικούς θεολογικούς διαλόγους μεταξύ Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν, διαπιστώνουμε ὅτι οἱ σύγχρονοι οἰκουμενιστικοί διάλογοι διαφέρουν ριζικά ἀπό τούς διαλόγους τοῦ Κυρίου καί τῶν Ἁγίων, γιατί διεξάγονται μέ βάση τίς οἰκουμενιστικές ἀρχές τῆς δῆθεν «διευρυμένης ἐκκλησίας» καί τοῦ «δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ». Γι' αὐτόν τόν λόγο ἀποδεικνύονται ὅτι εἶναι ἀνορθόδοξοι καί ἄκαρποι, ἀνειλικρινεῖς καί μή ἐλεγκτικοί, ὑποκριτικοί καί ἀνθρωπάρεσκοι.
Τά κυριότερα σημεῖα τῆς παθολογίας τῶν συγχρόνων οἰκουμενιστικῶν διαλόγων εἶναι ἡ ἔλλειψη ὀρθοδόξου ὁμολογίας ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων, ἡ ἀποσύνδεση τῆς ὁμολογίας ἀπό τήν ἀσκητικότητα, ἡ ἔλλειψη εἰλικρινείας ἐκ μέρους τῶν ἑτεροδόξων, ὁ ὑπερτονισμός τῆς ἀγάπης καί ὁ ὑποτονισμός τῆς ἀληθείας, ἡ πρακτική τοῦ νά μή συζητοῦνται αὐτά, πού χωρίζουν, ἀλλά αὐτά, πού ἑνώνουν, ἡ ἄμβλυνση τῶν ὀρθοδόξων κριτηρίων, ἡ ἀμοιβαία ἀναγνώριση ἐκκλησιαστικότητος, ὁ διάλογος ἐπί ἴσοις ὄροις, ἡ ὑπογραφή κοινῶν αντορθοδόξων κειμένων καί οἱ ἀντικανονικές συμπροσευχές[4].
Μέ κάθε εἰλικρίνεια, ἀνιδιοτέλεια καί μετριοπάθεια θά πρέπει νά τονιστεῖ ὅτι δέν εἴμαστε ἐναντίον τῶν διαλόγων μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῶν αἱρετικῶν ἤ τῶν ἀλλοθρήσκων, μέ τήν βασική προϋπόθεση,  ὅμως, οἱ διάλογοι αὐτοί θά πρέπει νά στηρίζονται σέ σωστές ἐκκλησιολογικές, θεολογικές καί ποιμαντικές ἀρχές καί δόγματα.
Ὁ διάλογος θά πρέπει νά εἶναι διάλογος ἀγάπης ἀπό τή μιά πλευρά, ἀλλά καί ἀληθείας ἀπό τήν ἄλλη. «Ἀγαπῶντες ἐν ἀληθεία καί ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπη». Ὁ διάλογος ὀφείλει νά ἀκολουθεῖ τό παράδειγμα τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος ἦταν καί θετικός, ἀλλά καί ἀρνητικός στόν διάλογο. Πρῶτος ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας διαλέχθηκε μέ τούς ἁμαρτωλούς, π.χ. ὅπως ἀναφέραμε μέ τήν Σαμαρείτιδα. Ἀλλά, ταυτόχρονα, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας ἦταν αὐτός, πού ἀρνήθηκε τόν διάλογο, π.χ. μέ τόν Πιλάτο καί τούς Ἀρχιερεῖς. Ἐπιπροσθέτως, ὁ διάλογος θά πρέπει νά εἶναι σύμφωνος μέ τίς ἐπισημάνσεις τοῦ Ἀπ. Παύλου καί τήν τακτική τῶν ἁγίων Πατέρων. Ἑπομένως, συμφωνοῦμε μέ τόν σωστό, ὀρθόδοξο διάλογο, ἀλλά διαφωνοῦμε μέ τόν οἰκουμενιστικό διάλογο.
Οἱ οἰκουμενιστές ἰσχυρίζονται  ὅτι στούς διαλόγους δίνουν μαρτυρία πίστεως. Ἄς μᾶς δείξουν,  ὅμως, ἕνα τουλάχιστον καρπό μετανοίας καί μεταστροφῆς αἱρετικοῦ ἤ ἀλλοθρήσκου μέσῳ τῶν διαλόγων.  Μετά ἀπό 100 καί πλέον χρόνια διαξαγωγῆς τῶν διαλόγων οὔτε ἕνας αἱρετικός ἤ ἀλλόθρησκος δέν ἐπέστρεψε στήν Ὀρθοδοξία. Εἶναι φοβερή ἡ καταγγελία τοῦ ἐπί 20ετίας συμπροέδρου τῆς Μικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Διαλόγου μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας                     κ. Στυλιανοῦ, ὁ ὁποῖος χαρακτήρισε τόν διάλογο «ἀνόσιο παίγνιο»[5].
Μᾶς κάνει ἐπίσης ἐντύπωση ὅτι, ἐνῶ ἔγιναν καί γίνονται ἐπί ἑκατό χρόνια περίπου οἱ διάλογοι αὐτοί τῆς  Ὀρθοδόξου  Ἐκκλησίας μετά τῶν αἱρετικῶν καί τῶν ἑτεροδόξων, δέν ἔγινε καί δέν γίνεται κανένας διάλογος ἐνδοορθόδοξος. Γιατί ἄραγε; Ὅλος ὁ διάλογος ἐξαντλεῖται πρός τούς αἱρετικούς καί ἀλλοθρήσκους καί παραθεωρεῖται ὁ διάλογος μέ τούς Ὀρθοδόξους.
Ἡ μέλλουσα νά συνέλθει τόν ἑπόμενο μήνα στήν Κρήτη λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος», ἡ ὁποία οὐσιαστικά εἶναι μία διευρυμένη Σύναξη τῶν Προκαθημένων τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, μέ τό ἐπίσημο κείμενό της ὑπό τόν τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον»[6], ἀποπειρᾶται νά νομιμοποιήσει, νά θεσμοθετήσει καί νά κατοχυρώσει ὡς ἐπίσημη γραμμή τῆς Ἐκκλησίας καί μάλιστα μέ συνοδική ἀπόφαση τούς συγχρόνους οἰκουμενιστικούς διαλόγους καί τήν συμμετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σ’αὐτούς. Λέει, λοιπόν, τό κείμενο στις παραγράφους 5 ἕως 15 :  
«5) Οἱ σύγχρονοι διμερεῖς θεολογικοί διάλογοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὡς καί ἡ συμμετοχή αὐτῆς εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν ἐρείδονται ἐπί τῆς συνειδήσεως ταύτης τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ οἰκουμενικοῦ αὐτῆς πνεύματος ἐπί τῷ τέλει τῆς ἀναζητήσεως, βάσει τῆς πίστεως καί τῆς παραδόσεως τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῆς ἀπολεσθείσης ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν.
6) Κατά τήν ὀντολογικήν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νά διαταραχθῇ. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾽αὐτῆς, ἀλλά καί πιστεύει ὅτι αἱ πρός ταύτας σχέσεις αὐτῆς πρέπει νά στηρίζωνται ἐπί τῆς ὑπ’ αὐτῶν ὅσον ἔνεστι ταχυτέρας καί ἀντικειμενικωτέρας ἀποσαφηνίσεως τοῦ ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος καί ἰδιαιτέρως τῆς γενικωτέρας παρ’ αὐταῖς διδασκαλίας περί μυστηρίων, χάριτος, ἱερωσύνης καί ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Οὕτω, ἦτο εὔνους καί θετικῶς διατεθειμένη τόσον διά θεολογικούς, ὅσον καί διά ποιμαντικούς λόγους, πρός θεολογικόν διάλογον μετά διαφόρων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν καί πρός τήν συμμετοχήν γενικώτερον εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν τῶν νεωτέρων χρόνων, ἐν τῇ πεποιθήσει ὅτι διά τοῦ διαλόγου δίδει δυναμικήν μαρτυρίαν τοῦ πληρώματος τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας καί τῶν πνευματικῶν αὐτῆς θησαυρῶν πρός τούς ἐκτός αὐτῆς, μέ ἀντικειμενικόν σκοπόν τήν προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρός τήν ἑνότητα.
7) Ὑπό τό ἀνωτέρω πνεῦμα, ἃπασαι αἱ κατά τόπους Ἁγιώταται Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι συμμετέχουν σήμερον ἐνεργῶς εἰς ἐπισήμους θεολογικούς διάλογους, ἡ δέ πλειονότης ἐξ αὐτῶν καί εἰς διαφόρους ἐθνικούς, περιφερειακούς καί διεθνεῖς διαχριστιανικούς ὀργανισμούς, παρά τήν προκύψασαν βαθεῖαν κρίσιν εἰς τήν Οἰκουμενικήν Kίνησιν. Ἡ πολυσχιδής αὕτη δραστηριότης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πηγάζει ἐκ τοῦ αἰσθήματος ὑπευθυνότητος καί ἐκ τῆς πεποιθήσεως ὅτι ἡ ἀμοιβαία κατανόησις, ἡ συνεργασία καί αἱ κοιναί προσπάθειαι πρός ἀποκατάστασιν τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος τυγχάνουν οὐσιώδεις, «ἵνα μή ἐγκοπήν τινα δῶμεν τῷ Εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ» (Α’ Κορ. 9, 12).
8) Βεβαίως, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, διαλεγομένη μετά τῶν λοιπῶν Χριστιανῶν, δέν παραγνωρίζει τάς δυσκολίας τοῦ τοιούτου ἐγχειρήματος, κατανοεῖ ὅμως ταύτας ἐν τῇ πορείᾳ πρός τήν κοινήν κατανόησιν τῆς παραδόσεως τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας καί ἐπί τῇ ἐλπίδι ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα, ὅπερ «ὅλον συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας» (στιχηρόν ἑσπερινοῦ πεντηκοστῆς), θά «ἀναπληρώσῃ τά ἐλλείποντα» (εὐχή χειροτονίας). Ἐν τῇ ἐννοίᾳ ταύτῃ, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἰς τάς σχέσεις αὐτῆς πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον δέν στηρίζεται μόνον εἰς τάς ἀνθρωπίνας δυνάμεις τῶν διεξαγόντων τούς διάλογους, ἀλλ’ ἀπεκδέχεται πρωτίστως τήν ἐπιστασίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν τῇ χάριτι τοῦ Κυρίου, εὐχηθέντος «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν» (Ἰω. 17, 21).
9) Οἱ σύγχρονοι διμερεῖς θεολογικοί διάλογοι, κηρυχθέντες ὑπό Πανορθοδόξων Διασκέψεων, ἐκφράζουν τήν ὁμόθυμον ἀπόφασιν πασῶν τῶν κατά τόπους ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, αἱ ὁποῖαι ἔχουν χρέος νά συμμετέχουν ἐνεργῶς καί συνεχῶς εἰς τήν διεξαγωγήν αὐτῶν, ἵνα μή παρακωλύηται ἡ ὁμόφωνος μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας πρός δόξαν τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ. Ἐν ᾗ περιπτώσει τοπική τις Ἐκκλησία ἤθελεν ἀποφασίσει νά μή ὁρίσῃ ἐκπροσώπους αὐτῆς εἴς τινα διάλογον ἤ συνέλευσιν διαλόγου, ἐάν ἡ ἀπόφασις αὕτη δέν εἶναι πανορθόδοξος, ὁ διάλογος συνεχίζεται. Πρό τῆς ἐνάρξεως τοῦ διαλόγου ἤ τῆς συνελεύσεως ἀντιστοίχως, ἡ ἀπουσία τοπικῆς Ἐκκλησίας τινός δέον ὅπως συζητηθῇ ὁπωσδήποτε ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐπιτροπῆς τοῦ διαλόγου πρός ἔκφρασιν τῆς ἀλληλεγγύης καί τῆς ἑνότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
10) Τά προβλήματα, τά ὁποῖα ἀνακύπτουν κατά τάς θεολογικάς συζητήσεις τῶν Μεικτῶν Θεολογικῶν Ἐπιτροπῶν δέν συνιστοῦν πάντοτε ἐπαρκῆ αἰτιολόγησιν μονομεροῦς ἀνακλήσεως τῶν ἀντιπροσώπων αὐτῆς ἤ καί ὁριστικῆς διακοπῆς τῆς συμμετοχῆς αὐτῆς ὑπό τινος κατά τόπον Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ ἀποχώρησις ἐκ τοῦ διαλόγου Ἐκκλησίας τινός δέον ὅπως κατά κανόνα ἀποφεύγηται, καταβαλλομένων τῶν δεουσῶν διορθοδόξων προσπαθειῶν διά τήν ἀποκατάστασιν τῆς ἀντιπροσωπευτικῆς ὁλοκληρίας τῆς ἐν τῷ διαλόγῳ τούτῳ ὀρθοδόξου Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς. Ἐάν τοπική τις Ἐκκλησία ἤ καί ἄλλαι τινές Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι ἀρνῶνται νά συμμετάσχουν εἰς τάς συνελεύσεις τῆς Μεικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς ὡρισμένου διαλόγου, ἐπικαλούμεναι σοβαρούς ἐκκλησιολογικούς, κανονικούς, ποιμαντικούς ἤ ἠθικῆς φύσεως λόγους, ἡ Ἐκκλησία ἤ αἱ Ἐκκλησίαι αὗται κοινοποιοῦν ἐγγράφως τήν ἄρνησιν αὐτῶν εἰς τόν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην καί εἰς πάσας τάς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας κατά τά πανορθοδόξως ἰσχύοντα. Κατά τήν πανορθόδοξον διαβούλευσιν ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἀναζητεῖ τὴν ὁμόφωνον συναίνεσιν τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν διὰ τά ἐφεξῆς δέοντα γενέσθαι, συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς ἐπαναξιολογήσεως τῆς πορείας τοῦ συγκεκριμένου θεολογικοῦ διαλόγου, ἐφ᾽ ὅσον τοῦτο κριθῇ ὁμοφώνως ἀναγκαῖον.
11) Ἡ κατά τήν διεξαγωγήν τῶν θεολογικῶν διαλόγων ἀκολουθουμένη μεθοδολογία ἀποσκοπεῖ εἴς τε τήν λύσιν τῶν παραδεδομένων θεολογικῶν διαφορῶν ἤ τῶν τυχόν νέων διαφοροποιήσεων καί εἰς τήν ἀναζήτησιν τῶν κοινῶν στοιχείων τῆς χριστιανικῆς πίστεως, προϋποθέτει δέ τήν σχετικήν πληροφόρησιν τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τῶν διαφόρων ἐξελίξεων τῶν διαλόγων. Ἐν περιπτώσει ἀδυναμίας ὑπερβάσεως συγκεκριμένης τινός θεολογικῆς διαφορᾶς ὁ θεολογικός διάλογος δύναται νά συνεχίζηται, καταγραφομένης τῆς διαπιστωθείσης ἐπί τοῦ συγκεκριμένου θέματος θεολογικῆς διαφωνίας καί ἀνακοινουμένης τῆς διαφωνίας ταύτης πρός πάσας τάς κατά τόπους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας διά τά ἐφεξῆς δέοντα γενέσθαι.
12) Εἶναι εὐνόητον ὅτι κατά τήν διεξαγωγήν τῶν θεολογικῶν διαλόγων κοινός πάντων σκοπός εἶναι ἡ τελική ἀποκατάστασις τῆς ἐν τῇ ὀρθῇ πίστει καί τῇ ἀγάπῃ ἑνότητος. Ὁπωσδήποτε ὅμως αἱ ὑφιστάμεναι θεολογικαί καί ἐκκλησιολογικαί διαφοραί ἐπιτρέπουν ποιάν τινα ἱεράρχησιν ὡς πρός τάς ὑφισταμένας δυσχερείας διά τήν πραγμάτωσιν τοῦ πανορθοδόξως τεθειμένου σκοποῦ. Ἡ ἑτερότης τῶν προβλημάτων ἑκάστου διμεροῦς διαλόγου προϋποθέτει διαφοροποίησιν μέν τῆς τηρηθησομένης ἐν αὐτῷ μεθοδολογίας, ἀλλ’ οὐχί καί διαφοροποίησιν σκοποῦ, διότι ὁ σκοπός εἶναι ἑνιαῖος εἰς πάντας τούς διαλόγους.
13) Ἐν τούτοις, ἐπιβάλλεται, ἐν περιπτώσει ἀνάγκης, ὅπως ἀναληφθῇ προσπάθεια συντονισμοῦ τοῦ ἔργου τῶν διαφόρων Διορθοδόξων Θεολογικῶν Ἐπιτροπῶν, τοσούτῳ μᾶλλον ὅσῳ ἡ ὑπάρχουσα ἄρρηκτος ὀντολογική ἑνότης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρέπει νά ἀποκαλύπτηται καί ἐκδηλοῦται καί ἐν τῷ χώρῳ τῶν διαλόγων τούτων.
14) Ἡ περάτωσις οἱουδήποτε ἐπισήμως κηρυχθέντος θεολογικοῦ διαλόγου συντελεῖται διά τῆς ὁλοκληρώσεως τοῦ ἔργου τῆς ἀντιστοίχου Μεικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς, ὁπότε ὁ Πρόεδρος τῆς Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς ὑποβάλλει ἔκθεσιν πρός τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην, ὁ ὁποῖος, ἐν συμφωνίᾳ καί μετά τῶν Προκαθημένων τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, κηρύσσει τήν λῆξιν τοῦ διαλόγου. Οὐδείς διάλογος θεωρεῖται περατωθείς πρίν ἤ κηρυχθῇ λήξας διά τοιαύτης πανορθοδόξου ἀποφάνσεως.
15) Ἡ μετά τήν τυχόν ἐπιτυχῆ ὁλοκλήρωσιν τοῦ ἔργου θεολογικοῦ τινος διαλόγου πανορθόδοξος ἀπόφασις διά τήν ἀποκατάστασιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας δέον ὅπως ἐρείδηται ἐπί τῆς ὁμοφωνίας πασῶν τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν».
Οἱ παραπάνω πράγραφοι τοῦ κειμένου εἶναι ἀπαράδεκτοι καί θά πρέπει κανονικά νά διαγραφοῦν. Κατ’οἰκονομίαν, ὅμως, μποροῦν νά γίνουν ἀπαραίτητες καί ἀναγκαῖες διορθώσεις. Ἐμεῖς προτείνουμε οἱ παραπάνω παράγραφοι νά γραφοῦν ὡς ἑξῆς :
 Ἡ §5 : «Οἱ σύγχρονοι διμερεῖς θεολογικοί διάλογοι τῶν κατά τόπους Ἁγιωτάτων Ἐκκλησιῶν, ὡς καί ἡ συμμετοχή αὐτῶν εἰς τήν Οἰκουμενιστικήν Κίνησιν, δέον νά ἐρείδονται ἐπί τῆς συνειδήσεως ταύτης τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ οἰκουμενικοῦ αὐτῆς πνεύματος. Ἡ Ἐκκλησία συµµετέχει εἰς τούς διαλόγους µετά τῶν αἱρετικῶν, διά τήν ἐπαναφοράν των εἰς τήν πίστιν, τήν παράδοσιν καί τήν ζωήν αὐτῆς. Ὅμως, ὡς διαπιστοῦται τελευταίως, οἱ διμερεῖς θεολογικοί διάλογοι τῆς Ἐκκλησίας μέ τούς αἱρετικούς ἔχουν ἀναντιρρήτως καὶ πανθομολογουμένως ἀποτύχει, διό καὶ ἐπιβάλλεται ἡ διακοπή τους».
Ἡ §6 : «Κατά τήν ὀντολογικήν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νά διαταραχθῇ. Ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει ὅτι ταυτίζονται τά χαρισµατικά µέ τά κανονικά ὅριά της, καθώς ἐπίσης γνωρίζει ὅτι ὑπάρχουν αἱρέσεις, αἱ ὁποῖαι ἀπεκόπησαν ἐξ αὐτῆς καί δέν εὑρίσκονται ἐν κοινωνίᾳ µετ' αὐτῆς. Πιστεύει ὅτι αἱ πρός ταύτας σχέσεις αὐτῆς πρέπει νά στηρίζωνται ἐπί τῆς ὑπ’ αὐτῶν ὅσον ἔνεστι ταχυτέρας καί ἀντικειμενικωτέρας ἀποσαφηνίσεως τοῦ ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος καί ἰδιαιτέρως τῆς γενικωτέρας παρ’ αὐταῖς διδασκαλίας περί μυστηρίων, χάριτος, ἱερωσύνης καί ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Οὕτω, ἦτο εὔνους καί θετικῶς διατεθειμένη τόσον διά θεολογικούς, ὅσον καί διά ποιμαντικούς λόγους, πρός θεολογικόν διάλογον μετά διαφόρων αἱρέσεων καί πρός τήν συμμετοχήν γενικώτερον εἰς τήν Οἰκουμενιστικήν Κίνησιν τῶν νεωτέρων χρόνων, ἐν τῇ πεποιθήσει ὅτι διά τοῦ διαλόγου δίδει δυναμικήν μαρτυρίαν τοῦ πληρώματος τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας καί τῶν πνευματικῶν αὐτῆς θησαυρῶν πρός τούς αἱρετικούς, μέ ἀντικειμενικόν σκοπόν τήν προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρός τήν ἐπιστροφήν των εἰς τήν Ἐκκλησίαν».   
Ἡ §7 : «Ὑπό τό ἀνωτέρω πνεῦμα, αἱ πλεῖσται κατά τόπους Ἁγιώταται Ἐκκλησίαι συμμετέχουν σήμερον ἐνεργῶς εἰς ἐπισήμους θεολογικούς διάλογους, ἡ δέ πλειονότης ἐξ αὐτῶν καί εἰς διαφόρους ἐθνικούς, περιφερειακούς καί διεθνεῖς ὀργανισμούς, παρά τήν προκύψασαν βαθεῖαν κρίσιν εἰς τήν Οἰκουμενιστικήν Kίνησιν. Ἡ πολυσχιδής αὕτη δραστηριότης πηγάζει ἐκ τοῦ αἰσθήματος ὑπευθυνότητος καί ἐκ τῆς πεποιθήσεως ὅτι ἡ ἀμοιβαία κατανόησις, ἡ συνεργασία καί αἱ κοιναί προσπάθειαι πρός ἐπιστροφήν τῶν αἱρετικῶν εἰς τήν Ἐκκλησίαν τυγχάνουν οὐσιώδεις, «ἵνα μή ἐγκοπήν τινα δῶμεν τῷ Εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ» (Α’ Κορ. 9, 12)».
Ἡ §8 : «Βεβαίως, ἡ Ἐκκλησία, διαλεγομένη μετά τῶν αἱρετικῶν, δέν παραγνωρίζει τάς δυσκολίας τοῦ τοιούτου ἐγχειρήματος, κατανοεῖ ὅμως ταύτας ἐν τῇ πορείᾳ πρός τήν κατανόησιν ἐκ μέρους τῶν αἱρετικῶν τῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας καί ἐπί τῇ ἐλπίδι ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα, ὅπερ «ὅλον συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας» (στιχηρόν ἑσπερινοῦ πεντηκοστῆς), θά «ἀναπληρώσῃ τά ἐλλείποντα» (εὐχή χειροτονίας). Ἐν τῇ ἐννοίᾳ ταύτῃ, ἡ Ἐκκλησία εἰς τάς σχέσεις αὐτῆς πρός τούς αἱρετικούς δέν στηρίζεται μόνον εἰς τάς ἀνθρωπίνας δυνάμεις τῶν διεξαγόντων τούς διάλογους, ἀλλ’ ἀπεκδέχεται πρωτίστως τήν ἐπιστασίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν τῇ χάριτι τοῦ Κυρίου».
Οἱ §9 ἕως 15 πρέπει νά διαγραφοῦν καί νά γραφεῖ : «Θέματα ἀφορῶντα τήν μεθοδολογίαν τῶν διαχριστιανικῶν σχέσεων θά ἐπανεκτιμηθοῦν μετά τήν λῆψιν τῶν ἀποφάσεων τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου».
Τέλος, ἡ §11 : «Ἡ κατά τήν διεξαγωγήν τῶν θεολογικῶν διαλόγων ἀκολουθουμένη μεθοδολογία ἀποσκοπεῖ εἰς τήν λύσιν τῶν κακοδόξων καί αἱρετικῶν παρεκκλίσεων ἀπό τήν διδασκαλίαν τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τῶν ἐννέα Ἁγίων καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων, προϋποθέτει δέ τήν σχετικήν πληροφόρησιν τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τῶν διαφόρων ἐξελίξεων τῶν διαλόγων. Ἐν περιπτώσει ἀδυναμίας ἐπιλύσεως συγκεκριμένης τινός θεολογικῆς διαφορᾶς ὁ θεολογικός διάλογος δέν δύναται νά συνεχίζηται, καταγραφομένης τῆς διαπιστωθείσης ἐπί τοῦ συγκεκριμένου θέματος θεολογικῆς διαφωνίας καί ἀνακοινουμένης τῆς διαφωνίας ταύτης πρός πάσας τάς κατά τόπους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας διά τά ἐφεξῆς δέοντα γενέσθαι».
Ἐπίσης, τό προαναφερθέν κείμενο τῆς Συνόδου στίς παραγράφους 16 ἕως 21 κάνει λόγο γιά τούς διαλόγους σχετικά μέ τό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν» μᾶλλον Αἱρέσεων. Λέει τό κείμενο :
«16) Ἕν ἐκ τῶν κυρίων ὀργάνων ἐν τῇ ἱστορίᾳ τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως εἶναι τό Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν (Π.Σ.Ε.). Ὡρισμέναι Ὀρθόδοξαι Ἐκκλησίαι ὑπῆρξαν ἱδρυτικά μέλη καί ἐν συνεχείᾳ ἅπασαι ἀπέβησαν μέλη αὐτοῦ. Τό Π.Σ.Ε. εἶναι ἕν συγκεκροτημένον διαχριστιανικόν σῶμα, παρά τό γεγονός ὅτι τοῦτο δέν συμπεριλαμβάνει ἁπάσας τάς Χριστιανικάς Ἐκκλησίας καί Ὁμολογίας. Παραλλήλως, ὑφίστανται καί ἄλλοι διαχριστιανικοί ὀργανισμοί καί περιφερειακά ὄργανα, ὡς ἡ Διάσκεψις τῶν Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν (Κ.Ε.Κ.) καί τό Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν Μέσης Ἀνατολῆς (Σ.Ε.Μ.A.). Ταῦτα μετά τοῦ Π.Σ.Ε. πληροῦν σημαντικήν ἀποστολήν διά τήν προώθησιν τῆς ἑνότητος τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι Γεωργίας καί Βουλγαρίας ἀπεχώρησαν ἐκ τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, ἡ μέν πρώτη ἐν ἔτει 1997, ἡ δέ δευτέρα ἐν ἔτει 1998, ὡς ἔχουσαι ἰδίαν αὐτῶν γνώμην περί τοῦ ἔργου τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν καί οὕτω δέν συμμετέχουν εἰς τάς ὑπ᾽ αὐτοῦ καί τῶν ἄλλων διαχριστιανικῶν ὀργανισμῶν δραστηριότητας.
17) Αἱ Ὀρθόδοξοι κατά τόπους Ἐκκλησίαι–μέλη τοῦ Π.Σ.Ε., μετέχουν πλήρως καί ἰσοτίμως ἐν τῷ ὀργανισμῷ τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν καί συμβάλλουν δι’ ὅλων τῶν εἰς τήν διάθεσιν αὐτῶν μέσων εἰς τήν μαρτυρίαν τῆς ἀληθείας καί τήν προαγωγήν τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀπεδέχθη προθύμως τήν ἀπόφασιν τοῦ Π.Σ.Ε. νά ἀνταποκριθῇ εἰς τό αἴτημά της περί συστάσεως Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς διά τήν Ὀρθόδοξον συμμετοχήν εἰς τό Π.Σ.Ε., συμφώνως πρός τήν ἐντολήν τῆς Διορθοδόξου Συναντήσεως τῆς Θεσσαλονίκης (1998). Τά ὑπό τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς καθιερωθέντα κριτήρια, τά ὁποῖα προετάθησαν ὑπό τῶν Ὀρθοδόξων καί ἐγένοντο δεκτά ὑπό τοῦ Π.Σ.Ε., ὡδήγησαν εἰς τήν σύστασιν τῆς Μονίμου Ἐπιτροπῆς Συνεργασίας καί Συναινέσεως, ἐπεκυρώθησαν καί ἐνετάχθησαν εἰς τό Καταστατικόν καί εἰς τόν Κανονισμόν λειτουργίας τοῦ Π.Σ.Ε.
18) Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία πιστή εἰς τήν ἐκκλησιολογίαν αὐτῆς, εἰς τήν ταυτότητα τῆς ἐσωτερικῆς αὐτῆς δομῆς καί εἰς τήν διδασκαλίαν τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, συμμετέχουσα ἐν τῷ ὀργανισμῷ τοῦ Π.Σ.Ε., οὐδόλως ἀποδέχεται τήν ἰδέαν τῆς «ἰσότητος τῶν Ὁμολογιῶν» καί οὐδόλως δύναται νά δεχθῇ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ὥς τινα διομολογιακήν προσαρμογήν. Ἐν τῷ πνεύματι τούτῳ, ἡ ἑνότης ἡ ὁποία ἀναζητεῖται ἐν τῷ Π.Σ.Ε. δέν δύναται νά εἶναι προϊόν μόνον θεολογικῶν συμφωνιῶν, ἀλλά καί τῆς ἐν τοῖς μυστηρίοις τηρουμένης καί βιουμένης ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ ἑνότητος τῆς πίστεως.
19) Αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι–μέλη θεωροῦν ὡς ἀπαραίτητον ὅρον τῆς συμμετοχῆς εἰς τό Π.Σ.Ε τό ἄρθρον-βάσιν τοῦ Καταστατικοῦ αὐτοῦ, συμφώνως τῷ ὁποίῳ, μέλη αὐτοῦ δύνανται νά εἶναι μόνον αἱ Ἐκκλησίαι καί αἱ Ὁμολογίαι, αἱ ἀναγνωρίζουσαι τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν ὡς Θεόν καί Σωτῆρα κατά τάς Γραφάς καί ὁμολογοῦσαι τόν ἐν Τριάδι Θεόν, Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα κατά τό Σύμβολον Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως. Ἔχουν δέ βαθεῖαν τήν πεποίθησιν ὅτι αἱ ἐκκλησιολογικαί προϋποθέσεις τῆς Δηλώσεως τοῦ Toronto (1950), τιτλοφορουμένης «Ἡ Ἐκκλησία, αἱ Ἐκκλησίαι καί τό Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν» εἶναι κεφαλαιώδους σημασίας διά τήν Ὀρθόδοξον συμμετοχήν εἰς τό Συμβούλιον. Ὅθεν, αὐτονόητον, ὅτι τό Π.Σ.Ε. δέν εἶναι καί ἐν οὐδεμιᾷ περιπτώσει ἐπιτρέπεται νά καταστῇ ὑπέρ-Ἐκκλησία. «Σκοπός τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν δέν εἶναι νά διαπραγματεύεται ἑνώσεις μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν, ὅπερ δύναται νά γίνῃ μόνον ὑπό τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐνεργουσῶν ἐξ ἰδίας πρωτοβουλίας, ἀλλά νά φέρῃ τάς Ἐκκλησίας εἰς ζῶσαν ἐπαφήν πρός ἀλλήλας καί νά προαγάγῃ τήν μελέτην καί συζήτησιν τῶν ζητημάτων τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος» (Δήλωσις τοῦ Toronto, § 2).
20) Αἱ προοπτικαί τῶν θεολογικῶν διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετά τῶν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν προσδιορίζονται πάντοτε ἐπί τῇ βάσει τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαμορφωμένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως (κανόνες 7 τῆς Β´ καί 95 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῶν συνόδων).
21) Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐπιθυμεῖ τήν ἐνίσχυσιν τοῦ ἔργου τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καί Τάξις» καί μετ᾽ ἰδιαιτέρου ἐνδιαφέροντος παρακολουθεῖ τήν μέχρι τοῦδε θεολογικήν αὐτῆς προσφοράν. Ἐκτιμᾶ θετικῶς τά ὑπ᾽ αὐτῆς ἐκδοθέντα θεολογικά κείμενα, τῇ σπουδαίᾳ συνεργίᾳ καί ὀρθοδόξων θεολόγων, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν ἀξιόλογον βῆμα εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν διά τη ν προσέγγισιν τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἐν τούτοις ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διατηρεῖ ἐπιφυλάξεις διά κεφαλαιώδη ζητήματα πίστεως καί τάξεως».
Οἱ παραπάνω πράγραφοι τοῦ κειμένου, ὅπως καί οἱ προηγούμενοι, εἶναι ἀπαράδεκτοι καί θά πρέπει κανονικά νά διαγραφοῦν. Κατ’οἰκονομίαν, ὅμως, μποροῦν νά γίνουν ἀπαραίτητες καί ἀναγκαῖες διορθώσεις. Ἐμεῖς προτείνουμε οἱ παραπάνω παράγραφοι νά γραφοῦν ὡς ἑξῆς :
Ἡ §16 : «Ἕν ἐκ τῶν κυρίων ὀργάνων ἐν τῇ ἱστορίᾳ τῆς Οἰκουμενιστικῆς Κινήσεως εἶναι τό «Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν» («Π.Σ.Ε.») ἤ μᾶλλον Αἱρέσεων. Τό «Π.Σ.Ε.» ἀποτελεῖ τὸν κύριο ἐκφραστὴ τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἡ θεολογική ταυτότης τοῦ «Π.Σ.Ε.» παραμένει σαφῶς προτεσταντική καί, ὅπως λειτουργεῖ σήμερα, εἶναι ἕνας ὀμογενοποιητικός μηχανισμός, πού ἀμβλύνει τό δογματικό αἰσθητήριο καί κυοφορεῖ μία ἐπιφανειακή, ἐπικοινωνιακοῦ χαρακτήρος, «ἑνότητα». Παραλλήλως, ὑφίστανται καί ἄλλοι διαχριστιανικοί ὀργανισμοί καί περιφερειακά ὄργανα, ὡς ἡ «Διάσκεψις τῶν Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν» («Κ.Ε.Κ.») καί τό «Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν Μέσης Ἀνατολῆς» («Σ.Ε.Μ.A.»). Ταῦτα μετά τοῦ «Π.Σ.Ε.» οὔτε στὴν ἑνότητα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου βοηθοῦν, ὅπως ἔδειξε ἡ ἀποτυχία τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων καὶ ἡ περιφρόνηση βασικῶν δογμάτων καὶ διδασκαλιῶν τῆς Ἐκκλησίας (Ἱερωσύνη γυναικῶν, γάμος ὁμοφυλοφίλων καὶ πλεῖστα ἄλλα), συγχρόνως δὲ διασποῦν τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι ὀρθῶς ἀντιδροῦν στὴν διαβρωτικὴ καὶ ἀντορθόδοξη δράση τοῦ Συμβουλίου. Ὡρισμέναι κατά τόπους Ἁγιώταται Ἐκκλησίαι ὑπῆρξαν ἱδρυτικά μέλη καί ἐν συνεχείᾳ ἀπέβησαν μέλη τοῦ «Π.Σ.Ε». Τά Πάνσεπτα Πατριαρχεῖα Γεωργίας καί Βουλγαρίας ἀπεχώρησαν ἐκ τοῦ «Π.Σ.Ε.», τό μέν πρῶτο ἐν ἔτει 1997, τό δέ δεύτερο ἐν ἔτει 1998, ὡς ἔχοντα ἀρνητικήν γνώμην περί τοῦ ἔργου τοῦ «Π.Σ.Ε.» καί οὕτω δέν συμμετέχουν εἰς τάς ὑπ᾽ αὐτοῦ καί τῶν ἄλλων ὀργανισμῶν δραστηριότητας».

Ἡ §17 : «Ἡ Ἐκκλησία δέν ἀποδέχεται καθ'ὁλοκληρίαν τήν εἰσήγησην τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς διά τήν συμμετοχήν Αὐτῆς εἰς τό «Π.Σ.Ε.», συμφώνως πρός τήν ἐντολήν τῆς Διορθοδόξου Συναντήσεως τῆς Θεσσαλονίκης (1998), διότι δι’αὐτῆς ἐγκρίθησαν καί προτάσεις γιά «ὀμολογιακή κοινή προσευχή» καί «διομολογιακή κοινή προσευχή», αἱ ὁποῖαι εἰσί ἐντελῶς ἀντίθεται πρός τήν Ὀρθόδοξον ἐκκλησιαστικήν παράδοσιν καί κανονικήν τάξιν, καί ἀποβλέπουσι εἰς τήν προαγωγήν τῆς ὀρατῆς ἑνότητος τῶν αἱρέσεων-μελῶν τοῦ «Π.Σ.Ε.» μέ προτεσταντικάς ἐκκλησιολογικάς προϋποθέσεις. Ἡ Ἐκκλησία, πού εἶναι αὐτὸ τὸ Πανάχραντον Θεανθρώπινον Σῶμα καὶ ὀργανισμὸς τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, δέν ἐπιζητεῖ πλέον τήν «ὀργανικήν» μετοχὴν καὶ συμπερίληψιν Αὐτῆς εἰς τὸ «Π.Σ.Ε», τὸ ὁποῖον, κατ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπον, γίνεται εἷς νέος ἐκκλησιαστικός “ὀργανισμός”, μία “νέα Ἐκκλησία” ὑπεράνω τῶν ‘’ἐκκλησιῶν’’, τῆς ὁποίας ἡ Ἐκκλησία καί οἱ αἱρετικοί ἀποτελοῦν μόνον “μέλη ὀργανικῶς μεταξὺ των συνδεδεμένα’’».

Ἡ §18 : «Ἡ Ἐκκλησία πιστή εἰς τήν ἐκκλησιολογίαν αὐτῆς, εἰς τήν ταυτότητα τῆς ἐσωτερικῆς αὐτῆς δομῆς καί εἰς τήν διδασκαλίαν τῶν ἐννέα Οἰκουμενικῶν Συνόδων, συμμετέχουσα ἐν τῷ ὀργανισμῷ τοῦ «Π.Σ.Ε.», οὐδόλως ἀποδέχεται τήν ἰδέαν τῆς «ἰσότητος τῶν αἱρέσεων» μετά τῆς Ἐκκλησίας καί οὐδόλως δύναται νά δεχθῇ τόν ἐγκεντρισμόν τῶν αἱρετικῶν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ὥς τινα διομολογιακήν προσαρμογήν. Ὁ μοναδικός σκοπός τῆς συμμετοχῆς τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῷ «Π.Σ.Ε.» εἶναι ἡ ἐπιστροφή τῶν αἱρετικῶν εἰς τὴν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν. Τὸ νόημα τῆς παρουσίας τῶν Ὀρθοδόξων ἐν τῷ «Π.Σ.Ε.» εἶναι νὰ βοηθήσουμε εἰς αὐτὴν τὴν ἐπιστροφήν, ἡ ὁποία δέν δύναται νά εἶναι προϊόν μόνον θεολογικῶν συμφωνιῶν, ἀλλά καί τῆς ἐν τοῖς μυστηρίοις τηρουμένης καί βιουμένης ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἑνότητος τῆς πίστεως».

Ἡ §19 : «Αἱ κατά τόπους Ἁγιώταται Ἐκκλησίαι–μέλη θεωροῦν ὡς ἀπαραίτητον ὅρον τῆς συμμετοχῆς εἰς τό «Π.Σ.Ε.» τό ἄρθρον-βάσιν τοῦ Καταστατικοῦ αὐτοῦ, συμφώνως τῷ ὁποίῳ, μέλη αὐτοῦ δύνανται νά εἶναι μόνον αἱ αἱρετικαί κοινότηται, αἱ ἀναγνωρίζουσαι τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν ὡς Θεόν καί Σωτῆρα κατά τάς Γραφάς καί ὁμολογοῦσαι τόν ἐν Τριάδι Θεόν, Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα κατά τό Σύμβολον Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως. Αἱ ἐκκλησιολογικαί προϋποθέσεις τῆς Δηλώσεως τοῦ Toronto (1950), τιτλοφορουμένης «Ἡ Ἐκκλησία, αἱ Ἐκκλησίαι καί τό Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν» εἶναι ἤσσονος σημασίας διά τήν Ὀρθόδοξον συμμετοχήν εἰς τό Συμβούλιον, διότι δέν μπορεί νά εἶναι ἀποδεκτό ἀπό τήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία ὅτι «οἱ ἐκκλησίες ἀναγνωρίζουν ὅτι τό νά ἀποτελεῖ κάποιος  μέλος τῆς ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι πιό περιεκτικό ἀπό τό νά ἀποτελεῖ  μέλος τῆς ἴδιας του τῆς ἐκκλησίας» (Δήλωσις  τοῦ Toronto, § 2). Ὅθεν, αὐτονόητον, ὅτι τό «Π.Σ.Ε.» δέν εἶναι καί ἐν οὐδεμιᾷ περιπτώσει ἐπιτρέπεται νά καταστῇ ὑπέρ-Ἐκκλησία».

Ἡ §20 : «Αἱ προοπτικαί τῶν θεολογικῶν διαλόγων τῆς Ἐκκλησίας µετά τῶν αἱρέσεων γίνονται ἐπί τῇ βάσει τῆς πίστεως καί πράξεως τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως προσδιορίζονται ἀπό τάς ἀποφάσεις τῶν ἐννέα Οἰκουµενικῶν Συνόδων (σχ. βλ. τούς Ἱερούς Κανόνας 46, 47, 50 καί 68 τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, 8 καί 19 τῆς Α΄ Οἰκ. Συν., 7 τῆς Β΄ Οἰκ. Συν., 95 τῆς ΣΤ΄ Οἰκ. Συν., 7 καί 8 τῆς ἐν Λαοδικείᾳ, τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ, 1, 5, 20 καί 47 τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τούς 18 Κανόνας τῆς ἐν Καρθαγένῃ).Ἡ εἰσδοχή τῶν μετανοημένων αἱρετικῶν εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν γίνεται µέ τήν ἀρχήν τῆς ἀκριβείας καί τῆς οἰκονοµίας. Ἡ δέ οἰκονοµία τηρεῖται, ὅταν µία αἵρεσις τελεῖ τό βάπτισµα µέ τριτήν κατάδυσιν καί ἀνάδυσιν κατά τήν ἀποστολικήν καί πατερικήν µορφήν καί τήν ὁµολογίαν τῆς Ἁγίας, ὁµοουσίου καί ἀδιαιρέτου Τριάδος. Ὅμως, διά τήν εἰσδοχήν τῶν αἱρετικῶν εἰς τήν Ἐκκλησίαν, διά τούς ὁποίους προβλέπεται ἡ χρήσις τῆς κατ’ οἰκονομίαν πράξεως, ἀπαιτεῖται α) ρητή καί κατηγορηματική ἄρνησις διά λιβέλου τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν καί τῆς ἰδίας τῆς αἱρέσεως, εἰς τήν ὁποίαν ὑπάγονταν πρίν, β) πλήρης ἀποδοχή τῆς πίστεως «ὡς φρονεῖ ἡ ἁγία τοῦ Θεοῦ καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ ἐκκλησία», γ) ἀναθεματισμός τῶν αἱρεσιαρχῶν τῶν αἱρέσεων, εἰς τάς ὁποίας μέχρι τῶρα ὑπάγονταν, δηλ. τῶν «ἐξάρχων τῶν τοιούτων αἱρέσεων», καί δ) ἀναθεματισμός τῶν ἀποδεχομένων τάς αἱρετικάς διδασκαλίας των.

Ἡ §21 : «Ἡ Ἐκκλησία δέν ἐπιθυμεῖ πλέον τήν ἐνίσχυσιν τοῦ ἔργου τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καί Τάξις». Ἐκτιμᾶ ἀρνητικῶς τά ὑπ᾽ αὐτῆς ἐκδοθέντα κείμενα (σχ. βλ. «Κείμενο Λίμα 1982 – Βάπτισμα, Εὐχαριστία καί Ἱερωσύνη» [ΒΕΜ - Baptism, Eucharist and Ministry]), διότι εἶναι πλήρη προτεσταντικῶν κακοδοξιῶν, διό καί πολλαί κατά τόπους Ἁγιώταται Ἐκκλησίαι ἔχουν διατυπώσει κατ’  επανάληψιν σοβαράς ἐπιφυλάξεις διά τά κείμενα ταύτα. Ἡ Ἐκκλησία ἀντιτίθεται εἰς ὅσα ἀπαράδεκτα, καινοφανή καί ἀνατρεπτικά τῆς εὐαγγελικῆς, πατερικῆς, δογματικῆς καί ἠθικῆς διδασκαλίας συντελούνται σήμερα ἐν τῷ «Π.Σ.Ε.». Ἡ Ἐκκλησία ἐκφράζει τήν κατηγορηματικήν διαφωνίαν αὐτῆς εἰς τά ἐκφυλιστικά φαινόμενα, πού λαμβάνουν χῶρα εἰς τό «Π.Σ.Ε.», ὅπως π.χ. «Λειτουργίας τῆς Λίμα», intercommunion, διαθρησκειακές συμπροσευχές, χειροτονία γυναικῶν, περιεκτική γλώσσα, ἀποδοχή τοῦ σοδομισμοῦ ἐκ πολλῶν αἱρέσεων-μελῶν τοῦ «Π.Σ.Ε.» κ.ο.κ., πρακτικαί αἱ ὁποίαι εἰσί πρόσφατοι καρποί τῆς παλαιᾶς προτεσταντικῆς ἐκκλησιολογικῆς ρίζας».


[1] Ἰω. 4, 17-18,22.
[2] Ἰω. 6, 66-67.
[3] Β΄. Κορ. 2, 17 καί Α΄ Θεσ. 2, 4. Σχ. βλ. ΣΥΝΑΞΗ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ, «Οὐκ ἐσμέν τῶν Πατέρων σοφώτεροι». Ἀναίρεση τῆς ἐπιχειρηματολογίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μέ ἀφορμή τήν ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στή Μεγίστη Λαύρα, 14-11-2011, http://www.theodromia.gr/92BD47EB.el.aspx
[4] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Ποιμαντορική ἐγκύκλιος ἐπί τῆ Κυριακῆ τῆς Ὀρθοδοξίας 2013, http://www.imp.gr/home-4/poimantorikoi-egkygklioi-sebasmiotatou/poimantorikoi-egkygklioi-sebasmiotatou-2013/40-ποιμαντορικοί-εγκύκλιοι-σεβασμιωτάτου-2013/471-ποιμαντορικη-εγκυκλιοσ-επι-τηι-κυριακηι-τησ-ορθοδοξιασ-2013.html
[5] ΜΑΚ. ΑΡΧΙΕΠ. ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ κ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ, «Ἐπειδή ὅμως, μετά τήν 20ετή ἐπίπονη Προεδρία μου εἰς τόν "Ἐπίσημο Θεολογικό Διάλογο" Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν, παραιτήθηκα οἰκειοθελῶς, διά νά μήν ἔχω πλέον οὐδεμίαν σχέση μέ ἕνα τέτοιο "ἀνόσιο παίγνιο", θά πρέπει σήμερα συμπληρωματικῶς, πρός ὅσα ἐδημοσιεύθησαν μέχρι καί προσφάτως, νά δηλώσω ἐπιγραμματικά μόνον τοῦτο : Δέν θά ἐφανταζόμουν ὅτι θά ἐδικαιώνοντο τόσο γρήγορα καί τόσο ἀποκαλυπτικά οἱ ταπεινές κρίσεις μου, περί τοῦ προσώπου καί τοῦ συνολικοῦ ἔργου τοῦ Καρδιναλίου Joseph Ratzinger, πρό τῆς ἀνυψώσεώς του εἰς τόν Παπικό Θρόνο ἀφ’ἑνός, καί τή μετά ταῦτα αἰφνιδία "μεταμόρφωσή" του εἰς τόν πλέον ἀνεπιφύλακτον κήρυκα τῶν μεσαιωνικῶν μυθευμάτων τῆς Παπωσύνης», http://www.romfea.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=503&Itemid=2, http://oodegr.co/oode/papismos/stylianos_papikoi1.htm, http://orthodox-world.pblogs.gr/2008/06/aystralias-stylianos-koroidia-o-dialogos-me-toys-papikoys.html

Τὸ Εὐαγγελικόν Ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς (᾿Ιωάν. δ΄ 5 - 42) ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ


Τὸ Εὐαγγελικόν Ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς (᾿Ιωάν. δ΄ 5 - 42) ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἕρχεται ὁ Κύριος εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ, πλησίον τοῦ χωρίου ὃ ἔδωκεν Ἰακὼβ Ἰωσὴφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ· ἦν δὲ ἐκεῖ πηγὴ τοῦ Ἰακώβ. Ὁ οὖν Ἰησοῦς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ· ὥρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη. Ἔρχεται γυνὴ ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὕδωρ. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· δός μοι πιεῖν. Οἱ γὰρ μαθηταὶ αὐτοῦ ἀπεληλύθεισαν εἰς τὴν πόλιν ἵνα τροφὰς ἀγοράσωσι. Λέγει οὖν αὐτῷ ἡ γυνὴ ἡ Σαμαρεῖτις· πῶς σὺ Ἰουδαῖος ὢν παρ' ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικὸς Σαμαρείτιδος; οὐ γὰρ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις. Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ, καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σὺ ἂν ᾔτησας αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν. Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, οὔτε ἄντλημα ἔχεις, καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ· πόθεν οὖν ἔχεις τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν; Μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν Ἰακώβ, ὃς ἔδωκεν ἡμῖν τὸ φρέαρ, καὶ αὐτὸς ἐξ αὐτοῦ ἔπιε καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ τὰ θρέμματα αὐτοῦ; Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν· ὃς δι' ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον. Λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ γυνή· Κύριε, δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ, ἵνα μὴ διψῶ μηδὲ ἔρχωμαι ἐνθάδε ἀντλεῖν. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· ὕπαγε φώνησον τὸν ἄνδρα σου καὶ ἐλθὲ ἐνθάδε. Ἀπεκρίθη ἡ γυνὴ καὶ εἶπεν· οὐκ ἔχω ἄνδρα. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· καλῶς εἶπας ὅτι ἄνδρα οὐκ ἔχω· πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες, καὶ νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ· τοῦτο ἀληθὲς εἴρηκας.
Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ. Οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ προσεκύνησαν· καὶ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐν Ἱεροσολύμοις ἐστὶν ὁ τόπος ὅπου δεῖ προσκυνεῖν. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· γύναι, πίστευσόν μοι ὅτι ἔρχεται ὥρα ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὄρει τούτῳ οὔτε ἐν Ἱεροσολύμοις προσκυνήσετε τῷ πατρί. Ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν· ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστίν. Ἀλλ' ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ· καὶ γὰρ ὁ πατὴρ τοιούτους ζητεῖ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν. Πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν. Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· οἶδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται ὁ λεγόμενος Χριστός· ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· ἐγώ εἰμι ὁ λαλῶν σοι. Καὶ ἐπὶ τούτῳ ἦλθον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐθαύμασαν ὅτι μετὰ γυναικὸς ἐλάλει· οὐδεὶς μέντοι εἶπε, τί ζητεῖς ἢ τί λαλεῖς μετ' αὐτῆς; Ἀφῆκεν οὖν τὴν ὑδρίαν αὐτῆς ἡ γυνὴ καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ λέγει τοῖς ἀνθρώποις· δεῦτε ἴδετε ἄνθρωπον ὃς εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα· μήτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός; Ἐξῆλθον οὖν ἐκ τῆς πόλεως καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτόν. Ἐν δὲ τῷ μεταξὺ ἠρώτων αὐτὸν οἱ μαθηταὶ λέγοντες· ραββί, φάγε. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐγὼ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἣν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε. Ἔλεγον οὖν οἱ μαθηταὶ πρὸς ἀλλήλους· μή τις ἤνεγκεν αὐτῷ φαγεῖν; Λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἐμὸν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με καὶ τελειώσω αὐτοῦ τὸ ἔργον. Οὐχ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἔτι τετράμηνός ἐστι καὶ ὁ θερισμὸς ἔρχεται; Ἰδοὺ λέγω ὑμῖν, ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί εἰσι πρὸς θερισμὸν ἤδη. Καὶ ὁ θερίζων μισθὸν λαμβάνει καὶ συνάγει καρπὸν εἰς ζωὴν αἰώνιον, ἵνα καὶ ὁ σπείρων ὁμοῦ χαίρῃ καὶ ὁ θερίζων. Ἐν γὰρ τούτῳ ὁ λόγος ἐστὶν ὁ ἀληθινός, ὅτι ἄλλος ἐστὶν ὁ σπείρων καὶ ἄλλος ὁ θερίζων. Ἐγὼ ἀπέστειλα ὑμᾶς θερίζειν ὃ οὐχ ὑμεῖς κεκοπιάκατε· ἄλλοι κεκοπιάκασι, καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν κόπον αὐτῶν εἰσεληλύθατε. Ἐκ δὲ τῆς πόλεως ἐκείνης πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν τῶν Σαμαρειτῶν διὰ τὸν λόγον τῆς γυναικός, μαρτυρούσης ὅτι εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα. Ὡς οὖν ἦλθον πρὸς αὐτὸν οἱ Σαμαρεῖται, ἠρώτων αὐτὸν μεῖναι παρ' αὐτοῖς· καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας. Καὶ πολλῷ πλείους ἐπίστευσαν διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ, τῇ τε γυναικὶ ἔλεγον ὅτι οὐκέτι διὰ τὴν σὴν λαλιὰν πιστεύομεν· αὐτοὶ γὰρ ἀκηκόαμεν, καὶ οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός.

Ἀπόδοσις εἰς τὴν νεοελληνικήν
 
Τόν καιρό ἐκείνο, ἔρχεται ὁ Κύριος εἰς μίαν πόλιν τῆς Σαμαρείας ποὺ λέγεται Συχάρ, κοντὰ εἰς τὸ χωράφι ποὺ ἔδωκε ὁ Ἰακὼβ εἰς τὸν Ἰωσήφ, τὸν υἱόν του. Ἐκεῖ ὑπῆρχε τὸ πηγάδι τοῦ Ἰακώβ. Ὁ Ἰησοῦς, κουρασμένος ἀπὸ τὴν ὁδοιπορίαν, ἐκάθησεν, ὅπως ἦτο κοντὰ εἰς τὸ πηγάδι· ἡ ὥρα ἦτο περίπου ἕξη. Ἔρχεται μιὰ γυναῖκα ἀπὸ τὴν Σαμάρειαν διὰ νὰ πάρῃ νερό. Ὁ Ἰησοῦς τῆς λέγει· δός μου νὰ πιῶ, διότι οἱ μαθηταί του εἶχαν φύγει εἰς τὴν πόλιν διὰ νὰ ἀγοράσουν τρόφιμα. Ἡ Σαμαρεῖτισσα γυναῖκα τοῦ λέγει· πῶς σὺ ποὺ εἶσαι Ἰουδαῖος ζητᾶς νὰ πιῇς ἀπὸ ἐμὲ ποὺ εἶμαι γυναῖκα Σαμαρεῖτις; Διότι οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἐπικοινωνοῦν μὲ τοὺς Σαμαρείτας. Ὁ Ἰησοῦς τῆς ἀπεκρίθη· Ἐὰν ἤξερες τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ καὶ ποιὸν εἶναι ἐκεῖνος ποὺ σοῦ λέγει, δός μου νὰ πιῶ, σὺ θὰ τὸν παρακαλοῦσες καὶ θὰ σοῦ ἔδινε νερὸ ζωντανό. Λέγει εἰς αὐτὸν ἡ γυναῖκα· Κύριε, κουβὰ δὲν ἔχεις καὶ τὸ πηγάδι εἶναι βαθύ, ἀπὸ ποῦ λοιπὸν ἔχεις τὸ νερὸ τὸ ζωντανό; Μήπως εἶσαι σὺ μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν πατέρα μας Ἰακὼβ ποὺ μᾶς ἔδωκε τὸ πηγάδι καὶ ἤπιε ἀπὸ αὐτὸ καὶ ὁ ἴδιος καὶ τὰ παιδιά του καὶ τὰ ζῶα του; Ὁ Ἰησοῦς τῆς ἀπεκρίθη· Ὅποιος πίνει ἀπὸ τὸ νερὸ αὐτὸ θὰ διψάσῃ καὶ πάλιν· ἐκεῖνος ὅμως ποὺ θὰ πιῇ ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ ἐγὼ θὰ τοῦ δώσω, θὰ γίνῃ μιὰ ἐσωτερικὴ πηγὴ νεροῦ ποὺ θὰ ἀναβρύῃ εἰς ζωὴν αἰώνιον. Λέγει εἰς αὐτὸν ἡ γυναῖκα· Κύριε, δός μου τὸ νερὸ αὐτὸ διὰ νὰ μὴ διψῶ οὔτε νὰ ἔρχωμαι ἐδῶ νὰ ἀντλῶ. Ὁ Ἰησοῦς τῆς λέγει· πήγαινε, φώναξε τὸν ἄνδρα σου καὶ ἔλα ἐδῶ. Ἡ γυναῖκα ἀπεκρίθη· δὲν ἔχω ἄνδρα· λέγει εἰς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς· καλὰ εὶπες ὅτι δὲν ἔχεις ἄνδρα, διότι πέντε ἄνδρες ἐπῆρες καὶ τώρα ἐκεῖνον ποὺ ἔχεις δὲν εἶναι ἄνδρας σου· εἰς αὐτὸ εἶπες ἀλήθεια. Λέγει εἰς αὐτὸν ἡ γυναῖκα· Κύριε, βλέπω ὅτι σὺ εἶσαι προφήτης. Οἱ πατέρες μας εἰς τὸ ὄρος τοῦτο ἐλάτρευσαν τὸν Θεόν, ἐνῷ σεῖς λέτε ὅτι εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα εἶναι ὁ τόπος ὅπου πρέπει νὰ λατρεύεται ὁ Θεός. Λέγει εἰς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς· πίστεψέ με, γυναῖκα, ὅτι ἔρχεται ὥρα ποὺ οὔτε εἰς τὸ ὄρος τοῦτο οὔτε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα θὰ λατρεύετε τὸν Πατέρα. Σεῖς λατρεύετε ἐκεῖνο ποὺ δὲν ξέρετε, ἐμεῖς λατρεύομεν ἐκεῖνο ποὺ ξέρουμε, διότι ἡ σωτηρία ἔρχεται ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους. Ἀλλ’ ἔρχεται ἡ ὥρα, καὶ μάλιστα ἦλθε ἤδη, ποὺ οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ θὰ λατρεύσουν τὸν Πατέρα πνευματικὰ καὶ ἀληθινά, διότι τέτοιοι θέλει ὁ Πατέρας νὰ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ τὸν λατρεύουν. Ὁ Θεὸς εἶναι Πνεῦμα καὶ ἐκεῖνοι ποὺ τὸν λατρεύουν πρέπει νὰ τὸν λατρεύουν πνευματικὰ καὶ ἀληθινά. Λέγει εἰς αὐτὸν ἡ γυναῖκα· ξέρω ὅτι θὰ ἔλθῃ ὁ Μεσσίας, ὁ λεγόμενος Χριστός. Ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, θὰ μᾶς τὰ γνωρίσῃ ὅλα. Ὁ Ἰησοῦς τῆς λέγει· Ἐγὼ εἶμαι ποὺ μιλῶ μαζί σου. Τὴν στιγμὴν αὐτὴν ἦλθαν οἱ μαθηταί του καὶ ἀπόρησαν γιατὶ μιλᾶς μαζί της; Ἡ γυναῖκα ἄφησε τὴν στάμνα της, ἐπῆγε εἰς τὴν πόλιν καὶ εἶπε εἰς τοὺς ἀνθρώπους· Ἐλᾶτε νὰ ἰδῆτε ἕναν ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα· μήπως εἶναι αὐτὸς ὁ Χριστός; Ἐβγῆκαν λοιπὸν ἀπὸ τὴν πόλιν καὶ ἤρχοντο σ’ αὐτόν. Ἐν τῷ μεταξὺ τὸν παρακαλοῦσαν οἱ μαθηταὶ καὶ τοῦ ἔλεγαν· Ραββί, φάγε. Αὐτὸς δὲ εἶπε· Ἐγὼ ἔχω φαγητὸν νὰ φάγω, τὸ ὁποῖον σεῖς δὲν ξέρετε. Ἔλεγαν τότε οἱ μαθηταὶ μεταξύ τους· μήπως τοῦ ἔφερε κανεὶς νὰ φάγῃ; Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· τὸ φαγητόν μου εἶναι νὰ κάνω τὸ θέλημα ἐκείνου, ποὺ μὲ ἔστειλε καὶ νὰ τελειώσω τὸ ἔργο του. Δὲν λέτε, τέσσερις μῆνες ἀκόμη καὶ ὁ θερισμὸς ἔρχεται; Σηκῶστε τὰ μάτια σας, σᾶς λέγω, καὶ ἰδέτε τὰ χωράφια ὅτι εἶναι ἄσπρα, ἕτοιμα πρὸς θερισμόν. Ἤδη ὁ θεριστὴς παίρνει μισθὸν καὶ μαζεύει καρπὸν διὰ τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, διὰ νὰ χαίρουν μαζὶ καὶ ὁ σπορεὺς καὶ ὁ θεριστής. Ἐδῶ ἡ παροιμία εἶναι ἀληθινή, ὅτι ἄλλος σπέρνει καὶ ἄλλος θερίζει. Ἐγὼ σᾶς ἔστειλα νὰ θερίσετε ἐκεῖνο, διὰ τὸ ὁποῖον δὲν ἐκοπιάσατε· ἄλλοι ἔχουν κοπιάσει καὶ σεῖς ἐμπήκατε εἰς τὸν κόπον τους. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Σαμαρείτας τὴς πόλεως ἐκείνης ἐπίστεψαν εἰς αὐτὸν ἐξ αἰτίας τῆς μαρτυρίας τῆς γυναῖκας μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα. Ὅταν λοιπὸν ἦλθαν οἱ Σαμαρεῖται πρὸς αὐτόν, τὸν παρακαλοῦσαν νὰ μείνῃ κοντά τους· καὶ ἔμεινε ἐκεῖ δύο ἡμέρες. Καὶ πολὺ περισσότεροι ἐπίστεψαν ἔπειτα ἀπὸ ὅσα τοὺς εἶπε, εἰς δὲ τὴν γυναῖκα ἔλεγαν· Ὁ λόγος ποὺ πιστεύομεν δὲν εἶναι πλέον τὰ ὅσα μᾶς εἶπες, ἀλλὰ διότι τὸν ἀκούσαμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι καὶ ξέρομεν ὅτι αὐτὸς εἶναι ἀληθινὰ ὁ Σωτὴρ τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός.