«Τὰ κόμματα εἶναι σὰν τὰ λουλούδια τοῦ διαβόλου»
«ΠΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΨΕΥΣΤΗΣ» ΛΕΓΕΙ Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΔΑΫΙΔ
Τί ἦταν αὐτὸ τὸ Κιλελὲρ ποὺ ξεσήκωνε τὸν πονεμένο κόσμο καὶ τὸν μάζευε σ᾽ ἕνα ὕψωμα θεσσαλικοῦ λόφου; Μὲ τὰ μάτια μου ἔβλεπα τὰ λεωφορεῖα κατάμεστα κόσμου, γιὰ νὰ γιορτάση τὸ Κιλελέρ. Ὁ κόσμος αὐτὸς ἦταν αὐτοὶ ποὺ τοὺς χάρισε ὁ Παπαδόπουλος τὰ χρέη τὰ ἀγροτικὰ καὶ πῆγε στὰ χωριά τους δρόμους, φῶς καὶ νερό. Καὶ τώρα συνάζεται νὰ γιορτάση τάχατες ἐργατικὴ γιορτή, ἀπὸ τὴν ὁποία ποτὲ δὲν εἶδε μηδὲ νερό, μηδὲ φῶς, μηδὲ δρόμο, μηδὲ ἐξόφληση τῶν ἀπέραντων χρεωστουμένων στὶς τράπεζες καὶ δῶθε-κεῖθε. Καὶ ὅμως, πλανεμένος ἀπὸ τὸν μεγάλο πλάνο, φώναζε Κιλελὲρ στὰ χωριά του, Κιλελὲρ στὶς πόλεις του, Κιλελὲρ στοὺς δρόμους του, καὶ δὲν ἐκτιμοῦσε τὴν ἀπαλλαγή του ἀπὸ τὸ μεγάλο βάρος τῶν ἀγροτικῶν χρεῶν καὶ ὅλες τὶς εὐκολίες ποὺ ἀπήλαυσε στὴν ἀγροτικὴ ζωή. Ἔλεγα καθ᾽ ἑαυτόν: «῍Η ὁ πλάνος εἶναι μεγάλος ἢ ὁ κόσμος εἶναι ἐκτροχιασμένος καὶ δὲν καταλαβαίνει τὶ κάνει καὶ ποῦ πορεύεται. Ψηλὰ τὰ βουνὰ τοῦ ψεύδους καὶ τῆς ἀπάτης».
Κάποτε πρέπει νὰ τὰ ποῦμε. Κάποτε πρέπει νὰ βγάλουμε τὰ κάστανα ἔξω ἀπὸ τὴν φωτιά. Ἂς ζεματιστοῦνε τὰ χέρια μας. Δὲν καῖμε κανένα. Δὲν φαρμακώνουμε κανένα. Τὴν ἀλήθεια λέμε. Οἱ κομματικοποιημένες γιορτὲς εἶναι σὰν τὰ ἄγουρα φροῦτα, ποὺ ὅποιος τὶς δοκιμάζει παθαίνει αὐτὸ ποὺ ὠνόμαζε ὁ λαὸς θέρμη. Ἂς βγοῦμε ἀπὸ τὴν θέρμη αὐτήν. Ἀρκετὰ χρόνια τὴν ὑποφέραμε, ἀλλὰ δὲν τὴν ἀντέξαμε. Εἶναι τρομερά, εἶναι δυσβάστακτα αὐτὰ ποὺ κατεργάζονται τὰ κόμματα. Τὰ κόμματα εἶναι σὰν τὰ λουλούδια τοῦ διαβόλου. Φαίνονται ὄμορφα, ἀλλὰ δὲν εὐωδιάζουν ποτέ. Φαίνονται χρήσιμα, ἀλλὰ δὲν ὠφελοῦνε κανένα. Κι ἂν τὰ περιδιαβῆ κανείς, πτωμαΐνη μυρίζουνε. Ἀνώφελα πλουμιὰ θὰ τὰ χαρακτηρίσουμε πιὸ ξεκάθαρα. Δὲν βράζονται, δὲν πίνονται. Εἶναι σὰν τὰ λουλούδια ποὺ θέλουν τώρα νὰ φυτέψουν στὶς αὐλὲς καθ᾽ ὑπόδειξιν τῆς κυβερνήσεως.
Ὅ,τι ἀνθρώπινο στήνεται χωρὶς τὴν συνεργία τοῦ Θεοῦ, γρήγορα θὰ μηδενιστῆ, θὰ εἶναι ἕνα τίποτα μέσα στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου.
Μεριάστε ἀπὸ τὸ ψέμα. Τρῶμε κι ἐμεῖς ψωμάκι. Ἕως πότε θὰ τρῶμε σανό; Ἕως πότε τὰ βουτήματά μας θά ᾽ναι ἀπὸ ἄχυρα; Οἱ ἄκαρπες καὶ ἀνωφελεῖς κομματικὲς γιορτὲς καὶ πανηγύρεις μοιάζουν μὲ βοῦρλα ποὺ φυτρώνουν στὰ τέλματα. Σταματᾶτε νὰ μᾶς βουρλίζετε. Σταματᾶτε νὰ φτιάχνετε τυροβόλια γιὰ τὴν ἄνεργη νεολαία μας, ἀφοῦ δὲν ἔχει τυρὶ νὰ βάλη μέσα καὶ κάθε μέρα καταφεύγει σὲ ξένες χῶρες, γιὰ νὰ δῆ προκοπὴ καὶ νὰ φάη ψωμί. Ἀφῆστε τὰ Πολυτεχνεῖα νὰ κάνουν τὴν δουλειά τους καὶ μὴ κομματικοποιῆτε τὶς ἀνώτατες σχολές, γιατὶ βοῦρλα καὶ ψαθιὰ θὰ φυτρώσουν στὶς αὐλές τους.
Μεγάλες μπουκιὲς σᾶς βάζω στὸ στόμα. Πιέστε νερό· θὰ σᾶς βοηθήση στὴν κατάποση. Ὄχι πιὰ ψέματα, ὄχι παραμυθιάσματα. Δῶστε ἄνεση στὸν κόσμο νὰ φυσήξουν οἱ αὖρες τῆς ἀλήθειας, νὰ ἐξορκιστῆ τὸ ψέμα καὶ ὁ ἀρχηγὸς τοῦ ψεύδους. Ὄχι ἁλυσίδες στὸν κόσμο, ὄχι δεσμά, ὄχι πίκρες καὶ βάσανα. Ἄνεση, ἀνάπαυση, ξεκούραση, κατάπαυση. Ὥς πότε θὰ περπατᾶμε βλέποντας τὶς μύτες τῶν παπουτσιῶν μας; Ἀφῆστε μας νὰ σηκώσουμε κεφάλι.
Μοῦ ἐξωμολογήθηκε κάποτε ἕνας γέρος ἐκεῖ στὰ βουνὰ τῆς Ρούμελης. Φύλαγε σκοπιὰ στὰ Γιάννενα πρὸ τῆς ἀνταλλαγῆς τῶν πληθυσμῶν. Ἀπὸ τὴν σκοπιά του ἕνα μῆνα στόχευε τὸν χότζα στὸν μιναρέ. Ὁπότε κάποια στιγμὴ τὸν βρῆκε τὸ βλῆμα στὸν σταυρὸ τῆς κεφαλῆς καὶ ἔπεσε ἀπὸ τὸν μιναρὲ πτῶμα ἐξαίσιον. Δημιουργεῖται διπλωματικὸ θέμα. Στὰ φανερὰ τιμωρεῖται, στὰ κρυφὰ βραβεύεται. Ἐπιστρέφοντας ὅμως στὴν πατρίδα του, τὴν ἄλλη μέρα σκότωσε τὴν νύφη του. Πῆγε στὶς ἀγροτικὲς φυλακὲς τῶν Πατρῶν. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν ἡσύχασε. Κάθε ὅπλο τοῦ τὸ στέρησαν, ἄλλως καὶ ἄλλους θὰ εἶχε τουφεκίσει. Ἡ ἱστορία πάντοτε διδάσκει καὶ πάντοτε μᾶς δίνει τὰ πικρὰ μαθήματα τῆς ζωῆς.
Μακάρι νὰ μὴν ὑπάρχουνε φυλακισμένοι, ἀλλὰ ἐγγυηθῆτε τὴν δυνατότητα τῆς φύλαξης τῶν ἀνυπεράσπιστων. Δὲν βρίσκω καμμιὰ ἐποχὴ χωρὶς νὰ ἔχη φυλακές. Ἂν τὸ πετύχετε ἐσεῖς, μακάριοι καὶ τρισμακάριοι νὰ εἶστε. Θὰ ἐγκαινιάσετε μιὰ νέα ἐποχή. Δὲν τὸ πιστεύω ὅμως, γιατὶ –ὅπως ἔλεγαν οἱ παλιοί– «τὸ αἷμα ζητάει αἷμα». Καὶ τὰ καλὰ ἀκόμα ποὺ προσπαθεῖτε νὰ προσφέρετε, ψεύτικα εἶναι. Μᾶλλον προσπαθεῖτε νὰ βάλετε πάλι στὴν φυλακή τὸν Χριστὸ, ποὺ εἶναι ἡ ἀλήθεια, τὸ φῶς, ἡ ζωή.
Δὲν σᾶς λέγω ὑπερβολές. Κρατῶ μέτρο στὴν κουβέντα μου. Σκεφθεῖτε πόσο ψηλὸ βουνὸ ὑπῆρξε τὸ ψέμα τοῦ μπολσεβικισμοῦ: «Ρίξτε τὶς ἐκκλησίες. Σταματᾶτε τὸ Εὐαγγέλιο· ὄπιο εἶναι καὶ σᾶς κοιμίζει. Σκοτῶστε τοὺς παπᾶδες, φυλακίστε τους καὶ τυραννίστε τους», ὅπως ἔκαναν καὶ ἐδῶ τὰ χρόνια τοῦ συμμοριτοπολέμου. Ὅλες αὐτὲς οἱ μεγαλοστομίες ἔκαναν ἕνα πύργο μέχρι τὸν οὐρανό. Κι ἕνα πρωί, ἕνα μικρὸ παιδάκι μ᾽ ἕνα στουπὶ ἔκαψε τὸν πύργο… Ὅλες αὐτὲς οἱ κοσμογονικὲς ὑποσχέσεις δὲν προσέφεραν τίποτε στὸν λαό, παρὰ μόνον τρόμο, ἀβεβαιότητα, μαρτύρια καὶ βάσανα πρωτόγνωρα στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας.
Ἕνας νέος, τὰ χρόνια ἐκεῖνα τῆς ρωσσικῆς «εὐδαιμονίας», εἶπε στὴν μάννα του «μάννα, τίποτε δὲν μοῦ προσφέρης» καὶ πῆρε τὸν δρόμο νὰ συναντήση τὴν «μεγάλη μάννα», τὴν Ρωσσία. Μετὰ ἀπὸ λίγο, γυρίζοντας στὸ σπίτι του, εἶπε στὴν μάννα του καὶ στὸ περιβάλλον του καὶ σὲ μένα ποὺ τὸν ἐρώτησα:
– Ἀπήλαυσες τίποτε στὴν «μεγάλη μάννα» ποὺ πῆγες;
– Μάννα δὲν ὑπάρχει στὸν κόσμο παρὰ μόνον μία, ἡ Παναγία. Ἔζησα κάτω ἀπὸ φοβερὴ παρακολούθηση. Πάντοτε κάποιος ὑπῆρχε πίσω ἀπὸ κάθε πρόσωπο, πόσῳ μᾶλλον σὲ μένα ποὺ ἤμουν Ἕλληνας. Πείνασα, δίψασα, πάγωσα. Ἡ μόνη μάννα στὸν κόσμο ποὺ διαθέτει ζεστὴ ἀγκαλιὰ εἶναι ἡ Παναγία!
Ὅλα ὅσα προσφέρουν τὰ κόμματα εἶναι τὰ λεγόμενα καμένα χαρτιά. Ὁ λαὸς θὰ ἐξακολουθῆ νὰ πεινᾶ, νὰ διψᾶ, νὰ γυμνητεύη, νὰ προσπαθῆ νὰ κλώση κλωστὴ χωρὶς μαλλί. Ξαναδιαβάστε τὸ Εὐαγγέλιο, ξαναπροσπαθῆστε γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ τὸν δρόμο τοῦ Ναζωραίου καὶ θὰ βγῆτε στὸ φῶς καὶ θὰ φωτιστοῦνε τὰ σύμπαντα, ὄχι ἀπὸ σᾶς, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Χριστό, διότι τὸ λάθος μας εἶναι ὅτι πιστεύουμε πὼς ἐμεῖς εἴμαστε τὸ φῶς. Ὄχι ἄλλα ψέματα, ὄχι ἄλλες κοροϊδίες. Περπατῆστε ἐν ἀληθείᾳ, ἐν μιᾷ Θεότητι, τὴν ὁποία δοξάζουμε καὶ προσκυνοῦμε. Ἂς βάλουμε τέρμα στὴν ἀπάτη. Ἕνα μικρὸ λιθαράκι στὴν Ἑλλάδα, ποὺ συνεχῶς κυλᾶ καὶ γκρεμίζεται, μπορεῖ νὰ σταματήση τὴν κατρακύλα ποὺ τῆς δώσατε.
Στὸ νησὶ τῆς Πάτμου εἶδα σὲ μιὰ μεγάλη κατωφέρεια τοῦ ἐδάφους νὰ στέκεται ἀπὸ πολλὰ χρόνια ὄρθιος ἕνας βράχος. Καὶ μοῦ εἶπαν οἱ ἐντόπιοι ὅτι αὐτὸν τὸν βράχο τὸν σταμάτησε θαυματουργικὰ ὁ ὅσιος Χριστόδουλος. Ἐνῶ κυλοῦσε, τὸν σταύρωσε μὲ τὸ ραβδί του καὶ στάθηκε ὄρθιος, χωρὶς ποτὲ πιὰ νὰ μετακινηθῆ. Πῆγα πράγματι καὶ ἔφερα γυροβολιὰ τὸν βράχο καὶ εἶδα ὅτι τὸν κρατοῦσε ὄρθιο μιὰ πολὺ μικρὴ πέτρα. Μακάρι οἱ ὅσιοι Πατέρες μας, ποὺ ἔλαβαν τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, νὰ βάλουν ἕνα πετραδάκι αὐτὴν τὴν ὥρα καὶ νὰ σταματήσουνε τὸ κατρακύλισμα τῆς Ἑλλάδος. Κοινὸς ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κάνη, παρὰ μόνον ἅγιος. Ὅσιε πατὴρ ἡμῶν Χριστόδουλε Λατρηνέ, σταμάτα, σταυροσημειώνοντας μὲ τὸ ραβδί σου, τῆς Ἑλλάδος τὸ κατρακύλισμα. Ἀμήν.
Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης