Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2017

Ἡ Παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου




                    Παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου
        
Εἶπαν ὅτι ἐὰν ὅλα τὰ Εὐαγγέλια εἶχαν χαθεῖ καὶ σώζονταν οἱ δύο παραβολές. Ποὺ ἀναφέρονται μόνον στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ. --τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη καὶ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ --. Θὰ ἦταν δυνατὸν ἀπὸ τὰ δύο αὐτὰ πολύεδρα διαμάντια. Νὰ γινόταν φανερὸ ὅτι ὃ Θεὸς εἶναι Πατέρας καὶ ὄχι ἄγνωστο καὶ ἀπρόσωπο Ὂν.        
Εἶναι ἡ Ἀγάπη καὶ ὄχι ὁ τιμωρός, ὅτι ἡ φύσις τοῦ εἶναι Ἀγάπη.  Ὅτι πατέρας αὐτὸς ἀπὸ ἐκστατικὴ ἀγάπη γιὰ ἐμᾶς ἔγινε ἄνθρωπος. Ὅτι ἦλθε νὰ σώσει τὰ παιδιὰ τοῦ καὶ νὰ ἀποδώσει τὴν τιμὴ ποὺ τοὺς πρέπει, τὴν πρώτη στολή.        
Νὰ σημειώσουμε ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ, εἶναι τὸ κατὰ Παῦλο Εὐαγγέλιον. Κατὰ τὴν παραβολὴ ἕνας νομικὸς ποὺ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη οἱ νομικοὶ εἶχαν την  βεβαιότητα τῆς ὑπεροχῆς τούς. Ἀπέναντι στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀγραμμάτους συμπατριῶτες τους.  Αὐτὸς λοιπὸν νομικὸς ἀπευθύνει ἐρώτηση στὸν Κύριον. ‘Κύριον ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων ‘’. διδάσκαλε ‘διδάσκαλε  'τι ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω.’
Ἐρωτᾶ γιὰ τὴν αἰώνια ζωή, τὴν ὡραιότερη καὶ σημαντικότερη ἀγωνία ποὺ μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ ἔχει ὁ ἄνθρωπος. Ποιὸς ὅμως μπορεῖ νὰ μᾶς δόση τὴν αἰώνια ζωή;  Ἀσφαλῶς μόνο κάποιος ποὺ εἶναι ζωοδότης, ποὺ εἶναι ἴδιος πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ ζωῆς χορηγός.           
Αὐτὸς εἶναι μόνο ἕνας καὶ λέγετε  Ὁδός , λέγετε Ἀλήθεια καὶ ἡ Ζωή.  Αὐτὸς δίνει τὴν αἰώνια ζωὴ δωρεάν, τὴν δίνει ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὰ παιδιὰ τοῦΤὸ μόνο ποὺ θέλει εἶναι δύο πράγματα.          
ἀναγνώριση τῆς Πατρότητας τοῦ ἀπὸ τὰ παιδιὰ τοῦ μὲ ὅλο τοὺς τὸ εἶναι.‘ εἶναι Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεὸν σοῦ ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σοῦ καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ τῆς διανοίας σου'’.       
Καὶ ἡ ἀγάπη τῶν παιδιῶν τοῦ μεταξύ τους. ‘τοὺς καὶ τὸν πλησίον σοῦ ὡς σεαυτόν. ‘’        
Τὸ ἐρώτημα αὐτὸ τοῦ νομικοῦ είναι  ἐπίκαιρο σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες.        
Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἐξαντλεῖται μόνο μὲ τὴν παρουσία τοῦ πάνω στὴ γῆ ἀλλὰ ἔχει συνέχεια.  Εἶναι γιὸς τοῦ Θεοῦ.       
Ὁ Πατέρας καὶ δημιουργὸς μᾶς, ὅπως καὶ κάθε δημιουργὸς εἶναι ἀδύνατο νὰ δεχθοῦμε ὅτι θέλει καὶ κάνει δημιουργήματα.  Ποῦ πεθαίνουν, ποὺ χάνονται, ποὺ ἔχουν χρόνο λήξεως.  Ἀλλιῶς δὲν θὰ ἐρχόταν στὴ γῆ γιὰ νὰ σταυρωθεῖ.   Θὰ μᾶς ἄφηνε στὴν τύχη μᾶς βλέποντας ἀπὸ ψηλὰ νὰ σβήνουμε Χριστὸς ὅμως κατέβητε στὴ γῆ γιὰ νὰ ἀνεβοῦμε ἐμεῖς.         
Πτώχευσε γιὰ νὰ πλουτίσουμε, μπῆκε στὸ χωροχρόνο γιὰ νὰ γίνουμε αἰώνιοι. Αὐτὴ τὴν αἰωνιότητα πρέπει μὲ ἀγωνία νὰ ἀναζητοῦμαι ὄχι ὅμως νομικά.  Ἀγαπήσεις τὸν Θεὸν καὶ τὸν πλησίον δὲν σημαίνει ἁπλὰ νὰ κάνουμε καλὲς πράξεις.         
Πολλὲς φορὲς αὐτὲς γίνονται ἐπειδὴ μᾶς φέρνουν τιμὴ, γιὰ τὸ θεαθῆναι.  Γιὰ νὰ ἀκουστοῦμε, νὰ προβληθοῦμε ὅπως τὸ βλέπουμε στοὺς κοσμικούς.  Ἀλλὰ πρέπει νὰ ‘νὰ  σπλαχνιστοῦμε ‘σπλαχνιστοῦμε  τον πλησίον.         
Νὰ φέρουμε τὸν ἑαυτὸ μᾶς στὴ θέση ἐκείνου.  Ὅπως θὰ θέλαμε ὅταν ὑπάρχει δικὴ μᾶς ἀνάγκη κάποιος νὰ μᾶς λυπηθεί, νὰ σταθεῖ, νὰ μᾶς παρηγορήσει νὰ μᾶς βοηθήσει.         
Πολλὲς φορὲς ὄχι μὲ ὑλικὴ προσφορά, ἀλλὰ μὲ τὸν καλὸ λόγο τὴν παρηγοριά, τὴν συζήτηση.  Τὴν ὑπομονὴ νὰ ἀκούσουμε τὸν πόνο τοῦ, τὴν ἀστοχία τοῦ, νὰ δείξουμε τὴν ὑποστήριξη μᾶς στὸ πρόβλημα τοῦ.         
Ἀκόμη τὴν προσευχὴ μᾶς, τὸ κερὶ μᾶς, τρεῖς μετάνοιες, λίγη νηστεία γιὰ τὴν ἀνάγκη του.  Πράγματα ποὺ δὲν κοστίζουν πολύ, ἀλλὰ εἶναι φορέας ἐλέους ἀπὸ τὸν Κύριον.         
Χαίρετε νὰ βλέπει καὶ νὰ ἀκούει τὰ παιδιὰ τοῦ νὰ ἐνδιαφέρονται γιὰ τὰ ἄλλα καὶ νὰ ἀγαπιοῦνται.   Ἰησοῦς παίρνει τὴν εὐκαιρία ἀπὸ τὸ ἐρώτημα τοῦ νομικοῦ καὶ διδάσκει  τὴν ὡραιότατη  παραβολή Του νομικὸς νομίζει πὼς θὰ τὸν παγιδεύσει, θὰ τὸν παρασύρει, νὰ πεῖ πράγματα ποὺ θὰ ἦταν ἐνάντια στὸν νόμο.           
Ὁ Ἰησοῦς γνωρίζει τὴν πονηρία τοῦ νομικοῦ καὶ τὸν ὑποχρεώνει νὰ δώσει ὁ ἴδιος τὴν ἀπάντηση ποὺ ζητὰ.         
Στὴ συνέχεια τὸν ελέγχει  ὅτι ἐνῶ γνωρίζει τὴν ἀπάντηση δὲν τὴν ἐφαρμόζει ἂν καὶ εἶναι ἡ πρώτη ὑποχρέωση τοῦ νόμου.         
Ἡ ἀπάντηση τοῦ νομικοῦ εἶναι ἡ ἀναφορὰ σὲ δύο βασικὲς ἐντολὲς τῆς Παλαιὰς Διαθήκης.          
Ἀναφέρονται στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ πλησίον.          
Τὸ γνωστὸ σὲ ὅλους τοὺς Εβραίους  ‘τοὺς  ἄκουε Ἰσραήλ’ .          
Μιὰ προσευχὴ ποὺ ἀπήγγειλε καθημερινὰ κάθε Ἰουδαῖος δύο φορὲς τὴν ἡμέρα, τὸ πρωὶ καὶ τὸ ἀπόγευμα.          
Ὁ νομικὸς προσβεβλημένος ἀπὸ τὴν κατάληξη θέλει νὰ δικαιωθεῖ διὰ τὴν ὑποβολὴ μιᾶς τέτοιας κοινότατης ἐρώτησης. Τὴν ἀπάντηση τῆς ὁποίας ὅλοι γνώριζαν ἀφοῦ εἶναι τὸ θέμα τῆς καθημερινῆς τους προσευχῆς. Ἔτσι ὑποβάλλει δεύτερη ἐρώτηση. ‘ἐρώτηση καὶ τὶς ἐστὶ μοῦ πλησίον’;
Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὑπῆρχαν πολλὲς ἀπόψεις στὴν Ἰουδαία γιὰ τὸ ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον. Οἱ νομικοὶ θεωροῦσαν ὡς πλησίον μόνο τοὺς ὅμοιους τοὺς στὴν μόρφωση καὶ τὴν ἀρετή.  Οἱ Φαρισαῖοι δὲν θεωρούσαν  πλησίον τὸν φτωχὸ καὶ ἀγράμματο λαό, παρὰ μόνον τοὺς ἀνθρώπους τῆς τάξεὼς τούς.           
Οἱ Ἐσσαίοι θεωροῦσαν ἀδελφοὺς καὶ πλησίον μόνον αὐτοὺς ποὺ ἦταν ἐντὸς τῆς κοινότητός τουςΚήρυτταν ὅμως τὸ μίσος ἐναντίον κάθε ἀλλοῦ ἀνθρώπου ὄχι Ἐσσαίου.          
Ἐσσαίου 'Θέλει νὰ δικαιώσει τὸν ἑαυτὸ του’, μιὰ παγίδα στὴν ὁποία σκαλώνουν καὶ οἱ Χριστιανοί.   Ὁ πεσμένος ἄνθρωπος σπεύδει καὶ προσπαθεῖ νὰ δικαιωθεῖ.          
Θυμηθεῖτε τὸν Ἀδὰμ ‘Ἀδὰμ  ἡ γυναίκα ποὺ μοῦ ἔδωσες αὐτὴ μὲ ἐξαπάτησε ‘Ἐν  δηλαδὴ ἐσὺ Θεὲ μοῦ, διότι ἐσὺ μοῦ τὴν ἔδωσες.
Ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι ὁ Πατέρας μᾶς δὲν μᾶς προτρέπει σὲ πράγματα ἀνέφικτα, σὲ ἔργα ποὺ δὲν μποροῦν νὰ γίνουν.  Ὅτι μᾶς ζητὰ εἶναι γιὰ τὴν σωτηρία μᾶς καὶ μόνο.         
Ἐν τούτοις προβάλλουμε πολλὲς φορὲς δικαιολογίες γιὰ τὴν ἀνυπακοὴ μᾶς θέλοντας νὰ δικαιολογοῦμε τὰ λάθη μας.         
Ἀδέλφια μοῦ ποτὲ δικαιολογίες ἀλλὰ πάντα γενναῖες ἀποδοχὲς τῶν λαθὼν μᾶς.              
Κατὰ τὴν διήγηση τῆς παραβολῆς κάποιος ταξίδευε ἀπὸ τὴν Ιερουσαλὴμ πρὸς τὴν Ιεριχώ.         
Στὸ δρόμο ἔπεσε θύμα ληστῶν οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ τὸν κακοποίησαν ἀλύπητα τὸν ἄφησαν μισοπεθαμένο.         
Κατὰ συγκυρία ἕνας Ἱερέας διερχόμενος ἀπὸ τὸν ἴδιο δρόμο τὸν εἶδε καὶ τὸν προσπέρασε.         
Μετὰ ἀπὸ λίγο ἕνας Λευίτης ποὺ περνοῦσε καὶ αὐτὸς ἀπὸ εκεί  ἦλθε τὸν εἶδε καὶ τὸν προσπέρασε καὶ αὐτός.         
Βέβαια γεννᾶται τὸ ἐρώτημα γιατὶ ὁ Ἰησοῦς παρουσιάζει τοὺς Ἱερεῖς καὶ τοὺς Λευίτες τόσο ἀδιάφορους καὶ σχεδὸν ἄσπλαχνους.
 Μάλιστα μπροστὰ σὲ ἕνα καταπληγωμένο καὶ μισοπεθαμένο ἄνθρωπο. Ἀπὸ τὴν διήγηση δεν  δίνεται κάποια ἐξήγηση.       
Μήπως φοβήθηκαν ἐνδεχομένως ὅτι μποροῦσαν καὶ αὐτοὶ νὰ πάθουν τὰ ἴδια ἀπὸ τοὺς ἐλλοχεύοντες ληστές;
Μήπως ἡ ἐρημιά  τοῦ χώρου δὲν ἦταν ὁ κατάλληλος τόπος γιὰ ἕνα θρησκευτικὸ ἡγέτη τῶν Ἑβραίων νὰ ἐλεήσει. Ἀφοῦ κανεὶς δὲν θὰ ἔβλεπε τὴν πράξη τοῦ γιὰ νὰ τὸν θαυμάσει.
Τὸ τρίτο πρόσωπο ποὺ ἔρχεται στὴ σκηνὴ τῆς διήγησης δὲν ἦταν Ἰουδαῖος, ἄλλα ἦταν Σαμαρείτης.            
Φυσικὰ στὸ ἄκουσμα καὶ μόνο  Σαμαρείτης οἱ ἀκροατὲς τοῦ ὡς Ἑβραῖοι θὰ εἶχαν ἀγανακτήσει.           
Γνωρίζουμε καλὰ ὅτι ‘ὅτι  δὲν συγχρῶντε Ἰουδαῖοι Σαμαρεῖτες’.          
Αὐτὸς ἔρχεται τὸν μισοπεθαμένο καὶ δυστυχισμένο ἄνθρωπο καὶ μόλις τὸν βλέπει τὸν ‘εὐσπλαχνίστηκε’.          
Εἶναι ἕνα ρῆμα ποὺ χρησιμοποιοῦν οἱ Εὐαγγελιστὲς γιὰ νὰ περιγράψουν τὰ αἰσθήματα τοῦ Ἰησοῦ.  Μπροστὰ σὲ ἀσθενεῖς τοὺς ὁποίους ἐπρόκειτο στὴ συνέχεια νὰ θεραπεύσει.
Ὁ Σαμαρείτης περιποιεῖται τὰ τραύματα τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τόπου ‘''επιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον ‘’. ‘ἐπιχέων'’, δὲν τσιγκουνεύεται τὸ ἔλεος, δὲν τὸ λογαριάζει, εἶναι πολυέλεος καὶ πολυεύσπλαχνος.
 Τὸ λάδι καὶ τὸ κρασὶ ἦταν ἀπαραίτητα ἐφόδια καὶ φάρμακα κάθε ὁδοιπόρου. Σὲ περίπτωση τραυματισμοῦ κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ τοῦ. Τὸ κάνει  αὐτὸ χωρὶς νὰ λογαριάζει τὸν κίνδυνο ποὺ διέτρεχε ἀπὸ τοὺς ληστὲς ποὺ μπορεῖ νὰ καραδοκοῦσαν κρυμμένοι.
Βάζει τὸν πληγωμένο στὸ ὑποζύγιο τοῦ καὶ τὸν μεταφέρει μὲ πολλὴ προσοχὴ σὲ ἕνα πανδοχεῖο ἐνῶ αὐτὸς πεζοπορεῖ. Ἐκεῖ προσωπικὰ φροντίζει τὸν μισοπεθαμένο καὶ τὴν ἑπόμενη μέρα δίνει χρήματα στὸν πανδοχέα.
Μὲ ἐντολὴ  νὰ φροντίσει ὅτι το   περισσότερο χρειαστεῖ ὁ τραυματίας. Μετὰ ἀκολουθεῖ τὸ ἐρώτημα τοῦ Ἰησοῦ πρὸς τὸν νομικό.          
Ποιὸς ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς τρεῖς θεωρεῖς ἐσὺ ὅτι ἔγινε πλησίον σὲ αὐτὸν ποὺ ἔπεσε στοὺς ληστές;
Ὁ Κύριος ἀλλάζει τὸ ἐρώτημα, ρωτᾶ  ποιὸς από  τοὺς τρεῖς ἐνήργησε ὡς πλησίον. Ὁ νομικὸς ἐρωτοῦσε ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον;
Ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα τοῦ δὲν πῆρε, ἀναγκάστηκε ὅμως νὰ ὀμολογήσει. Μετὰ ἀπὸ  τὴν ἐρώτηση  τοῦ Ἰησοῦ, ὅτι ὁ πραγματικὸς πλησίον εἶναι εἶναι '`ο ποιήσας τὸ ἔλαιος μετ' αὐτοῦ ‘’, Ἀποφεύγοντας νὰ ἀναφέρει τὸ ὄνομα Σαμαρείτης ποὺ ἦταν γιὰ τοὺς Ἰουδαίους βδελικτό.
Ὁ Ἰησοῦς τοῦ κάνει καὶ τὶς ἀποστομωτικὲς ὑποδείξεις ποὺ θέλουν πράξεις καὶ ὄχι παχιὰ λόγια. ‘λόγια 'πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως’’  , ποίει ’τοῦτο ποίει καὶ ζήσει’.
Κάθε ἄνθρωπος μάλιστα ὅταν βρίσκεται σὲ ἀνάγκη εἶναι πλησίον μας. Δὲν πρέπει νὰ βάζουμε ὅρια σὅρια  σ'αὐτὸ οὔτε, τὴν φυλή, τὸ ἔθνος, τὴν θρησκεία. Ἀρετὲς τῶν πρώτων χριστιανῶν ποὺ θαύμαζαν οἱ ἐθνικοὶ καὶ βαπτιζόταν.
Ὁ πλησίον πάντα εἶναι τὸ πρόσωπο ποὺ φέρνει ὁ Θεὸς  μπροστά μας. Ὄχι ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα γενικὰ καὶ ἀόριστα, διότι ἡ ἀγάπη σὲ συγκεκριμένο πρόσωπο ἔχει κόστος καὶ θυσία.
Ὃ Σαμαρείτης ἐπιμελήθηκε αὐτοπροσώπως τὸν δυστυχισμένο, δὲν τὸν ἀναθέτει σὲ κάποιο φιλόπτωχο σωματεῖο.  Οὔτε σὲ μία ὀργανωμένη πρόνοια. Τὸν φροντίζει σὰν πρόσωπο καὶ συνάνθρωπο.
Αὐτὸ εἶχε συνέπεια, ὅτι καθυστέρησε μία ἢ δύο ἡμέρες τὸ ταξίδι τοῦ.
Ὅτι διαθέτει τὸ δικὸ τοῦ μεταφορικὸ μέσο γιὰ τὸν τραυματισμένο. 
Ὅτι αὐτὸς βαδίζει μὲ τὰ πόδια ἀργὰ καὶ προσεκτικὰ διότι γίνεται μεταφορὰ πολυτραυματία. Ἀκόμη στὸ πανδοχεῖο τὸν περιποιεῖται προσωπικά, τὸν ἀλλάζει, τὸν φροντίζει, τὸν καθαρίζει. Ἡ ἀγάπη ποὺ τοῦ δείχνει εἶναι ἰσχυρότερη καὶ τοῦ θανάτου.
Ὁ Σαμαρείτης ἀψηφᾶ μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ καὶ τὸν φόβου τοῦ θανάτου ἐξαιτίας τοῦ κινδύνου ποὺ διατρέχει καὶ ὁ ίδιος ἀπὸ τοὺς ληστές.
Ἀλλὰ καὶ τοῦ θανάτου ποὺ μποροῦσε νὰ συμβεὶ στὸ δυστυχισμένο καὶ μισοπεθαμένο ἄνθρωπο.  Οἱ Πατέρες ὅμως δίνουν καὶ τὴν ἀλληγορικὴ ἑρμηνεία τῆς παραβολῆς.
Ὁ ἄνθρωπος, ἡ ἀνθρώπινη φύση μετὰ τὴν πτώση τοῦ Ἀδὰμ κατέβαινε τὰ σκαλοπάτια τῆς ἐμπάθειας καὶ τῆς κτηνώδους ζωῆς. Χωρὶς Θεὸ στὸν ὀπτικὸ τοῦ ὁρίζοντα ἔγινε παιχνίδι στὰ χέρια τῶν ληστῶν δαιμόνων.
Τὸ μίσος τοὺς ἔγινε γνωστὸ μὲ τὸν ἀφανισμὸ τῶν 2.000 γουρουνιῶν ποὺ τὰ ἀφάνισε σὲ μιὰ στιγμή. Στὰ χέρια τους ὁ ἄνθρωπος κακοπάθησε φρικτὰ ἀπὸ τὰ θανατηφόρα κτυπήματα τῆς ἁμαρτίας καὶ ἔγινε ὅλος ἕνα τραῦμα μιὰ πληγὴ.
Τὸν ξεγύμνωσαν ἀπὸ τὰ πάντα καὶ θεωρώντας σίγουρο τὸν ἐπερχόμενο θάνατὸ τοῦ τὸν ἄφησαν ἔρημο ἀπὸ βοήθεια καὶ ἀρωγή.
Μέσα στὴν δυστυχία τοῦ καὶ τὴν ἀνημποριὰ τοῦ ὁ ἄνθρωπος θὰ πέθαινε.
Ὁ Κύριος ἔδωσε τὸν νόμο καὶ τοὺς προφῆτες τὸν Ἱερέα καὶ τὸν Λευίτη. Μπορεῖ νὰ ἤθελαν νὰ βοηθήσουν τὸν ἄνθρωπο ἀλλὰ δὲν εἴχανε δύναμη σωτηρίας.  Νὰ προσέξουμε τὶς λέξεις τοῦ Εὐαγγελίου.  Τὸ πέρασμα τῶν δύο ἱερωμένων ἦταν ‘ἦταν  κατὰ συγκυρία ‘συγκυρία  δηλαδὴ ἔτυχε.
Σαμαρείτης ὅμως ἦλθε στοχευμέναστοχευμένα  ἦλθε κατ'κατ' ΄αὐτὸν ‘’  Ἦλθε διὰ ἐμᾶς, μὲ σκοπὸ τὴν σωτηρία μᾶς, τὴν γιατρειὰ μᾶς, ὄχι τυχαία.           
Ἦλθε νὰ ἐκπληρώσει τὴν προαιώνια βουλὴ τοῦ Πατρός, νὰ κάνει τὰ πάντα καλὰ λίανΟἱ πληγὲς ἦταν ἀνίατες καὶ ἀνίκητες γιὰ τὴν ἀνθρώπινη δύναμη.          
Ὁ Ἀπόστολος τὸ διευκρινίζει λέγοντας. 'Τὸ αἷμα τῶν ταύρων καὶ τράγων δὲν μποροῦσε νὰ συγχωρέση ἁμαρτίες ‘’ Ὁ σοφὸς Δημιουργός, ὁ Κύριος τῆς δόξης  ποὺ οἱ Ιουδαίοι  κοροϊδευτικὰ τὸν ἔλεγαν Σαμαρείτη.         
Ἦλθε ὁ Ἴδιος μὲ στόχο ἐμᾶς, δὲν ἔστειλε οὔτε ἄγγελο οὔτε ἀρχάγγελο γιὰ νὰ σώσει τὸν μισοπεθαμένο.  Ἦλθε Ἰσχυρὸς καὶ πῆρε στὰ χέρια τοῦ τὴν σωτηρία μας.          
Πῆρε ἐπάνω τοῦ τὴν φύση μᾶς γιὰ νὰ μὴν μπορεῖ πλέον ἐχθρὸς παμπόνηρος νὰ τὴν πειράξειΜὲ τὸ πλούσιο λάδι τῆς εὐσπλαχνίας τοῦ καὶ τὸ γλυκὸ κρασὶ τῆς συγχωρητικότητας ποὺ καίει τὶς ἁμαρτίες μας.  Περιποιεῖται καὶ ζωντανεύει τὸν ἄνθρωπον.  Τὸν μεταφέρει μὲ ἀσφάλεια στὸ πανδοχεῖο ποὺ εἶναι Ἐκκλησία.  Στὰ πανδοχεῖα πήγαιναν οἱ ἄνθρωποι μὲ τὰ ζῶα τους.
Στὴν Ἐκκλησία ἔρχονται οἱ ἄνθρωποι μὲ τὰ πάθη τοὺς καὶ ἐκεῖ θεραπεύονται καὶ ἀποκτοῦν τὴν ὑιοθεσίαἘκεῖ μεταλαμβάνουν τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα Τοῦ. Ἐκεῖ ἀπολαμβάνουν τὴν εὐσπλαχνία καὶ τὴν ἀγάπη ΤουΑὐτὸς ἔπηξε τὴν Ἐκκλησία, Αὐτὸς ἐπιμελεῖται προσωπικά  ὅλα τὰ τραύματά μας.
 Τὰ πῆρε στὸ σῶμα Του, τραυματίστηκε ἴδιος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦΠαραμένει ἐπὶ τοῦ σταυροῦ μὲ ἀνοικτὰ τὰ χέρια τοῦ περιμένοντας κάθε πονεμένο, τραυματισμένο, δυστυχισμένο.           Δίνει ἐντολὴ στὸν πανδοχέα, τοὺς Ἀποστόλους, τοὺς Ἱερεῖς καὶ διδασκάλους νὰ ἐπιμεληθοῦν τὸν τραυματία.          
Τοὺς δίνει πρὸς τοῦτο τὰ ἐφόδια τὰ δύο δηνάρια τὴν Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη ἐπαγγελλόμενος τὴν πολλαπλὴ μισθαποδοσία.
ΠΡΟΣΟΧΗ ‘ΠΡΟΣΟΧΗ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθὲ με'’
ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΗ.                                                                              
Ἀθανάσιος Κατσίκης                                                                                   ἀρχιτέκτων