"Λογισμοί ἁμαρτωλοῦ"
τοῦ Φωτίυ Κόντογλου
Ὅταν μιλήσεις στοὺς ψευτοχριστιανοὺς
γιὰ σκληρὴ ἄσκηση στὸ κορμὶ καὶ στὸ πνεῦμα γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, θυμώνουνε, σὲ λένε φακίρη, εἰδωλολάτρη, βάρβαρο.
Ἂν θέλεις νὰ δοκιμάσεις τὴν πίστη ἑνὸς χριστιανοῦ, μίλησὲ τοῦ γιὰ τὸν ἀσκητισμό. Ὁ πιστὸς θὰ νοιώσει κατάνυξη, ὁ χλιαρός, δηλαδὴ ὁ ψεύτικος, ὁ ἄπιστος, θὰ διαμαρτυρηθεῖ.
Ἂν θέλεις νὰ δοκιμάσεις τὴν πίστη ἑνὸς χριστιανοῦ, μίλησὲ τοῦ γιὰ τὸν ἀσκητισμό. Ὁ πιστὸς θὰ νοιώσει κατάνυξη, ὁ χλιαρός, δηλαδὴ ὁ ψεύτικος, ὁ ἄπιστος, θὰ διαμαρτυρηθεῖ.
Τὶ ἂν λέγει ὁ Χριστός: «Μακάριοι ὅσοι ἀφήσανε τὰ πάντα καὶ μ'
ἀκολουθήσανε», ἢ «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βιάζεται καὶ
οἱ βιασταὶ ἀρπάζουσιν αὐτὴν», καὶ πὼς «θλῖψιν έξετε», καὶ πὼς «στενὴ καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα
εἰς τὴν ζωὴν»; Ἐμεῖς θέλουμε νὰ εἴμαστε Χριστιανοὶ
χωρὶς Χριστό, δηλ. χωρὶς θλίψη πνευματική, χωρὶς νὰ σηκώνουμε τὸν σκληρὸ
σταυρό, ἀλλὰ νὰ περπατᾶμε στὸν πλατὺν
δρόμο. Αὐτοὶ οἱ ψεύτικοι χριστιανοί, σὰν τοὺς μιλᾶ κανένας γιὰ σκληρὴ
καὶ στερημένη ζωή, γιὰ θυσία, γιὰ ἄσκηση, λένε πὼς αὐτὰ δὲν τὰ θέλει ὁ
Χριστός, καὶ πὼς αὐτὰ εἶναι παρακαμώματα.
Μά, ω ἀνόητε ἄνθρωπε, στὸν Χριστιανισμό, τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ παραγίνει. Γιὰ ὅλα τὰ ἀνθρώπινα πράγματα μπορεῖς
νὰ πεις πὼς κάτι τὶ εἶναι παρακανωμένο, μονάχα γιὰ τὸν Χριστιανισμὸ δὲν ὑπάρχει παρακάνωμα. Τὶ παρακάνωμα μπορεῖ νὰ σηκώσει
ἀκόμα τὸ νὰ ἀγαπᾶς αὐτὸν ποὺ σκότωσε τὸν πατέρα σοῦ, τὶ παρακάνωμα μπορεῖς νὰ κάνεις στὸ νὰ σὲ χτυπήσουνε
καὶ στὸ ἄλλο μάγουλο, τὶ παρακάνωμα νὰ γίνει ἀκόμα στὸ νὰ πεινᾶς καὶ νὰ διψᾶς τὴν καταφρόνεση, στὸ νὰ κάνεις ὅσα ζητὰ ὁ Θεὸς ἀπὸ
ἐσένα, δηλ. στὸ ν' ἀγαπᾶς τοὺς ἐχθροὺς σοῦ, νὰ γλυκομιλᾶς αὐτὸν ποὺ σὲ
βρίζει, νὰ μὴν κρίνεις αὐτὸν ποὺ σὲ
δικάζει, νὰ ταπεινώνεσαι μπροστὰ στὸν πιὸ
τιποτένιον ἄνθρωπο, κι' ὅταν τὰ κάνεις ὅλα αὐτά, νὰ λὲς πὼς εἶσαι «ἀχρεῖος δοῦλος»;
Τὶ παρακάνωμα μπορεῖ νὰ γίνει ἀκόμα στὸ νὰ πιστέψεις πὼς θὰ ἀναστηθοῦνε τὰ
σώματὰ μᾶς ἀθάνατα ὡς νὰ ἀνοιγοκλείσει τὸ μάτι, καὶ πὼς ὁ κόσμος ὅλος θ' ἀλλάξει
μονομιᾶς, καὶ πὼς θὰ γίνει ἄλλος καινούριος
κόσμος ἄφθαρτος; Λοιπὸν ὑπάρχει τίποτα στὸν Χριστιανισμὸ
ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ παρακαμωθεί;
Ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἡ ὑπερβολὴ ὅλων τῶν ὑπερβολῶν, τὸ πιὸ ἀπίστευτο ἀπὸ ὅλα τὰ
ἀπίστευτα. Γιὰ τοῦτο ἡ πόρτα ποὺ μπαίνει κανένας
στὴν ἐξωτικὴ χώρα τοῦ Χριστοῦ εἶναι μιὰ μοναχά, ἡ πίστη. Καὶ γιὰ τὴν πίστη δὲν ὑπάρχει κανένα
παρακάνωμα. Ἐνῶ γιὰ τὴν ἀπιστία ὑπάρχει ἡ πονηρὴ
φρονιμάδα, τὸ μέτριο καὶ ὁ συμβιβασμός. Γι' αὐτὸ οἱ τέτοιοι ψευτοχριστιανοὶ
δὲν ἀντέχουνε στὴ φωτιὰ τῆς πίστεως καὶ γυρίσανε τὸν Χριστιανισμὸ σὲ κάποιο σύστημα
ἠθικό, ὠφέλιμο γιὰ τὴν ἐγκόσμια ζωή, ποὺ γι' αὐτὸ δὲν τοὺς χρειάζεται
ὁλότελα ὁ Χριστός. Γιατὶ ὁ ἄπιστος φοβᾶται, ἐνῶ ὅποιος πιστεύει «ὡς λέων πέποιθε», κατὰ τὸν προφήτη.
* Ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν Θεό, φλέγεται χωρὶς νὰ τὸ δείχνει, χαίρεται χωρὶς νὰ γελᾶ, συντρίβεται μέσα στὸν βυθὸ τοῦ
ἑαυτοῦ τοῦ.
* Ἡ ἀγάπη ποὺ μᾶς δίδαξε ὁ Χριστὸς εἶναι ἄλλο πράγμα ἀπὸ τὴ λεγόμενη
φιλανθρωπία. Γιὰ τοῦτο οἱ φιλάνθρωποι δὲν γεύουνται
αὐτὴ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι «νερὸ ποὺ πηδᾶ σὲ ζωὴ αἰώνια». Οἱ φιλανθρωπίες ποὺ κάνουνε οἱ
σημερινοὶ ἄνθρωποι εἶναι ἕνα χρέος κοινωνικό. Αὐτοὶ οἱ φιλάνθρωποι, κι' ὅποιος εἶναι πρακτικὸς
ἄνθρωπος, δὲν εἶναι χριστιανοί.
* Ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν Χριστὸ καὶ τὸ Εὐαγγέλιὸ τοῦ, ἀγαπᾶ τὸ πράγμα ποὺ ἀξίζει νὰ ἀγαπηθεῖ
πιὸ πολὺ ἀπ' ὅλα. Μέσα στὸν Χριστὸ βρίσκεται ό,τί ἀξίζει τὴν ἀγάπη, ἡ ταπείνωση, ὁ πόνος, ἡ πραότητα, ἡ πνευματικὴ θλίψη 'κ ἡ πνευματικὴ
χαρὰ ποὺ εἶναι 'κ οἱ δύο γλυκὲς ὅταν γίνονται στ' ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.
* «Δεῦτε πρὸς μὲ πάντες οἱ κοπιώντες καὶ πεφορτισμένοι, καγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς». Νὰ μᾶς ἀναπαύσεις! Δὲν θέλουμε οὔτε νὰ τὸ
ἀκούσουμε. Μὰ ἐμεῖς δὲν θέλουμε ν'
ἀναπαυθοῦμε. Ἐμεῖς θέλουμε νάμαστε φορτωμένοι, μὲ τὰ πάθη μᾶς, μὲ τὶς ἔχθρες μᾶς, μὲ τοὺς πολέμους, μὲ τὶς φροντίδες τῆς
φιλοδοξίας, τῆς σάρκας, μὲ αἵματα λερωμένοι, μὲ πιστόλια, μὲ κανόνια, μὲ μπόμπες. Τὶ θὰ γίνουμε χωρὶς αὐτά, Κύριε εἰρηνοποιέ; Πὼς θὰ ζήσουμε ἔτσι
ἀναπαυμένοι, μὲ τὶ θὰ γεμίσουμε τὸν ἄδειο τὸν
ἑαυτὸ μᾶς, ἀφοῦ γιὰ μᾶς εἶναι ζωὴ μονάχα αὐτὰ
τὰ πράγματα. Εἰρήνη μᾶς δίνεις, μὰ ἡ εἰρήνη εἶναι ὁ θάνατὸς
μᾶς, ἀφοῦ εἶναι ὁ θάνατος τῶν ἀγαπημένων
μᾶς παθὼν! Ἂν ἔλεγες «'κ ἐγὼ θὰ σᾶς φορτώσω καὶ ἄλλα
τέτοια βάρη, ποὺ δὲν τὰ γνωρίζετε, ἐγὼ θὰ πλουτήσω τὴν ψυχὴ σᾶς καὶ
μὲ ἄλλα τέτοια πλούτη, ποὺ νὰ μὴ εἰρηνέψετε ποτὲ», τότε θὰ ἐρχόμαστε κοντὰ σοῦ, θὰ σὲ παραδεχόμαστε γιὰ Θεὸ
μᾶς.
Ἐμεῖς θέλουμε θεοὺς ποὺ νὰ μᾶς φορτώνουνε, ἐκδικητικούς, σὰν τὸν Ἄρη, σὰν τὸν Δία, σὰν τὸν Κρόνο, ψεῦτες σὰν τὸν Ἑρμῆ, σὰν τοὺς ἄλλους. Ἐμεῖς θέλουμε νὰ ζοῦμε τὴν κακία, γιατὶ αὐτὴ εἶναι ζωντανὴ καὶ δυνατή. «Ναί, έρχου, Κύριε!» Κράζει μὲ χαρὰ ὁ Ἰωάννης στὸν Ἐρχόμενο ἐπὶ Νεφελῶν στὴ Δευτέρα Παρουσία. Πρέπει νάσαι ἅγιος, δίκαιος καὶ μάλιστα νάσαι Ἰωάννης, γιὰ νὰ χαίρεσαι πὼς θάρθει ὁ Χριστὸς καὶ νὰ τὸν περιμένεις. Ἐμεῖς κράζουμε «μὴν ἔλθεις Κύριε». Γιατὶ εἴμαστε ἁμαρτωλοὶ καὶ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Κυρίου καταπάνω μᾶς. Μὲ τὴν «ἀτομικὴ μπόμπα» τὰ συλλογίζουμαι αὐτά. Μόλις μαθεύτηκε, φόβος ἐπέπεσε ἐπὶ πᾶσαν καρδίαν. Μακάριοι ὅσοι εἶναι ἕτοιμοι σὲ κάθε στιγμή! Ἀλλὰ ἀλλοίμονο! Ποιὸς εἶναι ἕτοιμος σὰν τὸν Ἰωάννην τὸν ἁγιώτατο ἀπὸ τοὺς ἁγίους; Ὅλοι μᾶς φοβούμαστε μήπως ἔλθεις ὡς κλέπτης ἐν νυκτὶ (Λουκᾶς ΚΑ').
* Οἱ ἄνθρωποι, ἂν τοὺς βρίσεις ἢ λογοφέρεις μαζὶ τούς, ἢ γράψεις γι' αὐτοὺς κακό, ἔρχεται ὥρα ποὺ μπορεῖ νὰ σοῦ τὸ
συχωρέσουν. (Δὲν βαρυέσαι, ἀδελφέ, ξέχασὲ τά!) Κεῖνο ποὺ δὲν θὰ σοῦ συχωρέσουνε
ποτὲ καὶ γιὰ τὸ ὁποῖο θὰ σὲ μισήσουνε, εἶναι νὰ ζεῖς κατὰ τέτοιον τρόπο, ποὺ νὰ ντρέπουνται ἐκεῖνοι γιὰ
τὴ δικὴ τοὺς τὴ ζωή, νάναι ἡ ζωὴ σοῦ σὰν ἕνας ἔλεγχος τῆς δικῆς τούς.
* Ὅποιος ἀπογεύθηκε κατάκαρδα τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ, δὲν βιάζει τὸν ἑαυτὸ τοῦ νάναι
φτωχός, μὰ θεληματικὰ ποθεῖ τὴ φτώχεια, καὶ χάνει τὴ χαρὰ τοῦ σὰν ἀποκτήσει
κάτι τὶ παραπάνω, ἃς εἶναι καὶ τὸ πιὸ τιποτένιο
πράγμα. Κι' ό,τί εἶναι ταπεινὸ καὶ φτωχικὸ καὶ
καταφρονεμένο, τ' ἀγαπᾶ κρυφὰ μέσα στὴν καρδιὰ
τοῦ χωρὶς νὰ λέγει τίποτα σὲ κανέναν, γιατὶ ὁ ταπεινὸς ἀγαπᾶ τὴ σιωπὴ καὶ τὴ λησμονιὰ: «Ἐγγὺς ὁ Θεὸς τῆς λυπηρὰς καρδίας».
* Μόλις σκορπίσουνε οἱ πειρασμοὶ κι' ἀνοίξει ἡ πόρτα τῆς ψεύτικης χαρὰς καὶ
τῆς ἀναπαύσεως, κλείνει ἡ πόρτα τῆς ἀληθινῆς
εὐφροσύνης. Αὐτὸ τὸ νοιώθει καθαρὰ ὁ
Χριστιανός.
* Προσευχή. Σὲ εὐχαριστῶ, Κύριε πολυέλεε, σὲ ὑμνῶ, σὲ δοξάζω, γιατὶ μ' ἔπλασες ἀπὸ τὸ τίποτα. Ἀλλὰ δὲν μ' ἔπλασες μοναχὰ μιὰ
φορὰ, ἀλλὰ καὶ κάθε μέρα μὲ πλάθεις ἀπὸ
τὸ τίποτα, ἐπειδὴ καὶ κάθε μέρα μὲ βγάζεις
ἀπὸ τὸν ἴσκιο τοῦ θανάτου ποὺ ξαναπέφτω. Μέσα στὸν ἀκαταμέτρητο τὸν
κόσμο, μέσα στὴ μερμηγκιά τῶν ἀνθρώπων, εἶμαι ἕνα τίποτα. Ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἕνα
τίποτα. Καὶ μολαταῦτα τὸν κάθε ἄνθρωπο
τὸν θυμᾶσαι καὶ τὸν βρίσκεις καὶ τὸν τραβᾶς πρὸς ἐσένα, καὶ τὸν ζωοποιεὶς ἀπὸ πεθαμένον, καὶ τὸν ξαναπλάθει τὸ πατρικὸ χέρι
σοῦ, σὰν νὰ εἶναι ὁ καθένας μᾶς μοναχὰ
αὐτὸς στὸν κόσμο. Ἡ κραταιὰ δύναμὴ σοῦ βαστᾶ ὅλη
τὴν κτίση κι' ὅλες τὶς ψυχὲς σὰν νάναι μιὰ καὶ μοναχή. Καὶ τὶς κάνεις νὰ νοιώσουνε τὴν
ἀθανασία σὰν νάναι μιὰ καὶ μονάχη ἡ καθεμιὰ καὶ σὲ νοιώθουνε πατέρα τοὺς σπλαχνικόν, ποὺ δὲν κουράζεται νὰ συχωρᾶ καὶ
νὰ ξαναπλάθει τὸν ἑαυτὸ μᾶς, ποὺ πεθαίνει κάθε ὥρα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.
Ἀξιοπρόσεκτες εὐσεβεῖς σκέψεις τοῦ ἀκαταβλήτου ἀγωνιστοῦ ἀειμνήστου
ΦΩΤΙΟΥ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ † 1965. Ἐκδόσεις "Ὀρθόδοξος Κυψέλη".
ΦΩΤΙΟΥ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ † 1965. Ἐκδόσεις "Ὀρθόδοξος Κυψέλη".