Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2015

Ἡ Σημασία τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ διὰ τὸν σημερινὸν ἂνθρωπον

Ἡ Σημασία τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ διὰ τὸν σημερινὸν ἂνθρωπον

του Ιωάννη Καραβιδόπουλου, Ομότ.Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.,










Το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής πριν από τα Χριστούγεννα, παρμένο από την αρχή του ευαγγελίου του Ματθαίου, περιέχει την κατά σάρκα γενεαλογία του Χριστού και εν συνεχεία την οικονομία του Θεού για την εκ Πνεύματος Αγίου και εκ της Παρθένου Μαρίας γέννησή του(Ματθ. 1, 1-25). Στη σημασία του γεγονότος αυτού για τον κάθε άνθρωπο ας στρέψουμε σήμερα την προσοχή μας.

Μέσα σε ατμόσφαιρα χαράς και αγαλλιάσεως πανη­γυρίζει η Εκκλησία μας κάθε χρόνο τη Γέννηση του Χριστού και ψάλλει ωραίους ύμνους προς τον ενανθρωπήσαντα και αναπλάσαντα τη φθαρμένη ανθρώπινη φύση Θεό. Γιατί κατά βάθος η Γέννηση του Χριστού υποδηλώνει την αναδημιουργία του ανθρώπου. Η Ορθόδοξη υμνογραφία και θεολογία εξαίρουν τη μεγάλη ανθρωπολογική σημασία της θείας ενανθρωπήσεως: Από την απελπιστική φθορά και από το χάος του καταστροφικού μίσους σώζει τον άνθρωπο η φιλανθρωπία του Θεού που παίρνει σάρκα και οστά μέσα στην ιστορία στο πρόσωπο του Ίησού Χριστού- κι όχι μόνο τον λυ­τρώνει από τη σίγουρη καταστροφή, αλλά και τον οδηγεί στο «αρχαίον κάλλος», τον θεώνει, κατά τη γνωστή πατερική ορολογία.

Αυτό που δεν θα μπορούσε ποτέ να πετύχει ο άνθρω­πος ένεκα της υποδουλώσεώς του στη δύναμη της φθοράς και της αμαρτίας, προσφέρεται από τον γεννηθέντα εκ Πνεύματος Αγίου και εκ της Παρθένου Μα­ρίας. Ακριβώς δε η εκ Πνεύματος Αγίου προέλευση του Σωτήρα δείχνει με τρόπο εύγλωττο ότι η σωτηρία δεν ήταν δυνατό να προέλθει από τα χαλάσματα και τα συν­τρίμμια της αναπόφευκτα καταδικασμένης σε θάνατο ανθρωπότητας, αλλά από τον ουρανό, από το Πνεύμα του Θεού, από την πηγή της ζωής.

Μιλάμε πολλές φορές για τη σημαντική ανθρωπολογική αλλαγή που σημαίνει η Γέννηση του Χριστού σαν νάναι μόνο μια σχετική βέβαια με μας αλλά και ανεξάρτητη από μας αντικειμενική κατάσταση και ξεχνάμε να συ­σχετίσουμε άμεσα και ζωντανά, δυναμικά και υπαρξιακά ο καθένας ξεχωριστά τον εαυτό του με το σημαντικό γεγο­νός της Γεννήσεως. Πρέπει να παραδεχθούμε ότι σ’ αυτήν την προσωπική του καθενός παράλειψη οφείλεται η τρα­γική αντίφαση κατά την οποία, ενώ ο Χριστός γεννήθηκε για να σώσει τον άνθρωπο από τη φθορά της αμαρτίας και του θανάτου, οι άνθρωποι καθημερινά φθείρονται, καταστρέφονται και καταστρέφουν τους άλλους. Ενώ οι άγ­γελοι ψάλλουν το χαρμόσυνο μήνυμα ότι «ετέχθη ημίν Σωτήρ» και ήλθε «επί γης ειρήνη» (Λουκ. 2, 11. 14), παράλληλα τα μέσα επικοινωνίας και ενημερώσεως μάς μεταφέρουν θλιβερές ειδήσεις πολέμων καί καταστροφών.

Ή Γέννηση του Χριστού αποκτά νόημα ως υπαρξιακό γεγονός του κάθε ανθρώπου στην ιδιαιτερότητα και μοναδικότητά του, στο προσωπικό πρόβλημα και την αγωνία του, στο φόβο του για τον άφανισμό του και στην ελπίδα του για τη ζωή. Όσο ο «ήλιος της δικαιοσύνης» δεν ανατέλλει μέσα στην ψυχή του κάθε ανθρώπου, άδικα αυτός περιμένει το φωτισμό της ανθρωπότητας στη γενικότητά της· όσο η σωτηρία δεν γίνεται γεγονός προσωπικό του, αδικαιολόγητη θάναι η απορία και διαμαρτυρία του για τη γενική επικράτηση του μίσους, του εγκλήματος, του πολέμου· κι όσο η Γέννηση του Χριστού μένει απλώς ενα σημαντικό πλην όμως μακρινό ιστορικό γεγονός ή μια συγκινητική μόνο γιορτή της Εκκλησίας και δεν συντελείται μέσα στον κάθε άνθρωπο, μάταια θα άναζητούμε τις εμφανείς συνέπειές της.

O Θεός της αγάπης και της ειρήνης σαρκώνεται μέσα στην ιστορία τέμνοντάς την αποφασιστικά σαν φω­τεινό ορόσημο σε προχριστιανικό σκότος και σε χριστιανικό φως, σε προχριστιανική ατμόσφαιρα «οσμής θανά­του» και σε χριστιανική ελπίδα αναστάσεως. Αν η ζωή των ανθρώπων σήμερα φέρει τα παραπάνω προχριστιανικά χαρακτηριστικά, η αιτία δεν βρίσκεται έξω από τον εαυτό τους. Ή Γέννηση του Χριστού δεν σημαίνει αναγκαστική επικράτηση της αγάπης και της ειρήνης, αλλ’ αποτελεί αφετηρία και δυνατότητα αλλαγής του ανθρώπου σε τρόπο ώστε, αν ακούσει και ενστερνισθεί το θείο μή­νυμα, να μεταβληθεΐ ριζικά: Να παύσει να βλέπει το συ­νάνθρωπό του σαν εχθρό έναντι του οποίου αμύνεται συ­νεχώς και μάλιστα πολλές φορές επιτιθέμενος για να εξασφαλίσει περισσότερο την οντότητά του, αλλά να τον βλέπει σαν αδελφό για τον οποίο επίσης γεννήθηκε, σταυ­ρώθηκε και αναστήθηκε ο Υιός του Θεού.
Πολλοί ξένοι θεολόγοι χαρακτηρίζουν την Όρθόδοξη Εκκλησία σαν κατ’ εξοχή «Εκκλησία της Άναστά­σεως». Κι είναι σωστό. Εξίσου σωστό όμως είναι ότι οι Πατέρες και θεολόγοι της Εκκλησίας μας στρέφουν συ­νεχώς τις σκέψεις τους γύρω από το «μυστήριο» της ενανθρωπήσεως που αποτελεί το θεμέλιο και το επίκεντρο της θεολογίας τους, που συνιστά την προϋπόθεση της σωτη­ρίας των ανθρώπων, που σημαίνει την αλλαγή και ανακαίνιση των πάντων. Γι’ αυτό και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος χαρακτηρίζει τη γιορτή της Γεννήσεως του Χριστού ως «μητρόπολιν πασών των εορτών».

Πέρα όμως από τις χρήσιμες ασφαλώς θεολογικές διατυπώσεις για το μυστήριο της σαρκώσεως του Λόγου, πέρα από την αναγνώριση της ανθρωπολογικής σπουδαιότητας και της αναπλαστικής δυνάμεώς της, πέρα και μέσα από την πανηγυρική ατμόσφαιρα των ωραίων εκκλη­σιαστικών ύμνων εκείνο που χρειάζεται για τη φανέρωση των συνεπειών της Γεννήσεως του Χριστού είναι το προ­σωπικό ταπεινό γονάτισμα του καθενός μπροστά στη φάτνη, η απόφαση διαλόγου υπαρξιακού με τον γεννηθέντα και πάντοτε παρόντα μέσα στον κόσμο Σωτήρα. Άλλωστε η μεγάλη αυτή γιορτή παρά τη λειτουργική επανάληψή της κάθε χρόνο δεν χάνει την αξία της, δεδομένου ότι, καθώς σημειώνει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ο Χριστός «εφάπαξ κατά σάρκα  γεννηθείς αεί γεννάται τοις θέλουσι».