Ὁ Σταυρὸς ποὺ ἀνοίγει τὶς στράτες
τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Ἀνανία Κουστένη
Τὶ εἶναι ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ; Ἡ ἀπόδειξις τοῦ Θεοῦ διὰ τὸν ἂνθρωπον. Ὃταν ἒχουμε λογισμούς ἢ σκέψεις ὃτι ὁ Θεός δὲν μᾶς ἀγαπᾶ ἢ μᾶς ξέχασε, ἢ μᾶς βασανίζει ἢ ὀ,τι ἂλλο, ἀς σκεπτόμεθα τὸ Σταυρὸν καὶ τὸν Ἐσταυρωμένον. Αὐτὸ εἶναι ἡ μέγιστη ἀπόδειξις τῆς ἀγάπης. Καὶ ἐὰν μᾶς ἀδικοῦν, καὶ ἐὰν μᾶς δυσκολεύουν, καὶ ἐὰν μᾶς ἀρπάζουν τὰ ὑπάρχοντα, καὶ ἐὰν ἀπειλεῖται ἡ ζωή μᾶς, καὶ ἐὰν μᾶς τραυματίζουν, καὶ ἐὰν μᾶς πονοῦν ψυχικῶς ἢ σωματικῶς, ἀς μεταφερόμεθα σ’ ἐκεῖνον ποὺ ἀδίκως ἐσφάγη καὶ ἀδίκως ἀπέθανε διὰ τὴν δικαιοσύνην, τὴν σωτηρίαν ἡμῶν καὶ διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν.
Σχετικοποιεῖται λοιπὸν κάθε πόνος, κάθε ἂδικία, κάθε τι ἀντίθετον ποὺ γίνεται σ’ ἐμᾶς, ὅταν σκεφτοῦμε καὶ ἐπισκεφθοῦμε νοερῶς τὸν τίμιον καὶ ζωοποιὸ Σταυρόν. Δι’ αὐτο καὶ ἡ Ἐκκλησία μας στὰ μέσα τῆς ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τὸν προβάλλει, τὸν ὑψώνει νὰ τὸν δοῦμε, νὰ πάρουμε δύναμιν, νὰ παρηγορηθοῦμε, νὰ χαροῦμε, νὰ δοξολογήσουμε καὶ νὰ ἀσφαλιστοῦμε.
Ὁ τίμιος καὶ ζωοποιὸς Σταυρὸς ἄνοιξε τὶς στράτες, καὶ πρὸς τὸν οὐρανόν καὶ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ μία του διάστασις, ἡ κάθετη, συμβολίζει καὶ ἐκφράζει δυναμικὰ καὶ πραγματικὰ τὴν διάνοιξιν τῆς ὁδοῦ πρὸς τὸν οὐρανόν, διατὶ μὲ τὴν παράβασίν μας, μὲ τὴν ὑποτίμησιν ποὺ κάναμε στὸν ἐαυτόν μας, γίναμε ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ. Τὸ λέγει ὁ μέγας ἀπόστολος Παῦλος, «ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ ὄντες ἀπηλλάγημεν διὰ τοῦ θανάτου του υἱοῦ αὐτοῦ». Δὲν λέγει «ἐχθρὸς ἡμῶν ὁ Θεὸς ὤν», ἀλλὰ «ἐχθροὶ ἡμεῖς ὄντες ὑπάρχοντες », ἐνῶ εἴμαστε ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς δὲν ἐχθρεύεται, ἐμεῖς γινόμαστε ἐχθροί Του.
Ἐμεῖς τοῦ βάζουμε τὰ ὀπίσθια, ἐμεῖς τὸν ἀρνούμεθα. Ἐκεῖνος ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ ἀρνηθει τὸν ἐαυτόν Του, ποὺ εἶναι ἡ αὐτοαγάπη, ἡ αὐτοζωΐα, ἡ αὐτοκαλοσύνη καὶ τὰ πάντα. Δι’ αὐτὸ καὶ μᾶς δέχεται ξανὰ καὶ μᾶς συγχωρει καὶ μᾶς κρατάει κοντά Του καὶ μᾶς ἐλεεῖ, ἡμέρα καὶ νύκτα, σὲ σημεῖον ποὺ ἐξοργίζει καὶ τὸν σατανὰ ἀκόμη. Τοῦ λέγει αὐτός ¨ «αὐτοὶ δὲ σὲ θέλουν, αὐτοί σὲ ἀρνοῦνται, αὐτοὶ σοῦ βάζουν τὰ ὀπίσθια, αὐτοὶ σὲ βρίζουν, αὐτοὶ καταπατοῦν τὶς ἐντολές σου. Και ἒσὺ λοιπόν ἀκόμα τοὺς ἀγαπᾶς, ἀκόμα τοὺς θέλεις, ἀκόμα τοὺς συγχωρεῖς;» Ε, αὐτός εἶναι ὁ Χριστός μας, τὶ νὰ κάνουμε;
Δι’ αὐτό καὶ ὁ Ἰησοὺς Χριστός μας εῖναι τὸ πᾶν. Εῖναι ἡ πρώτη καὶ ἡ στερνή μας ἀγάπη, τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὠμέγα, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος. Τὸ λέγουμε αὐτὸ πολλὲς φορές, διατί εῖναι τὸ κέντρον καὶ ἡ οὐσία. Καὶ ἔγινε κατάδικος εἰς τὸν Γολγοθᾶ διὰ νὰ γίνει καταδικός τοῦ καθενός. Και αὒτὸ ἀκριβῶς ἐνστερνίζεται ἡ ἁγία του Ἐκκλησία. Αὐτή Του τὴν ἀγάπην, αὐτὸ τὸ μεγαλεῖον. Δι’ αὐτὸ καὶ τὸν ἔχει Νυμφῖον της, καὶ ὅπως ἀγαπάει ἡ νύμφη τὸν νυμφῖον, ἔτσι καὶ ἡ νύμφη Ἐκκλησία, δηλαδὴ ἐμεῖς καὶ οἱ ἅγιοι, ἀγαποῦμε τὸν Χριστόν μας.
Εἴδατε πὼς ἐκφράζεται ἡ Εκκλησία μὲ ὄρους ἀγαπητικούς, μὲ ὄρους ἐρωτικούς, μὲ ὄρους τρυφερούς, μὲ ὄρους στοργικούς. Ἀπευθύνεται εἰς τὴν ἀγάπην μας, διατὶ μόνον ἐὰν κερδίσεις τὴν ἀγάπην καποίου, τὰ κέρδισες ὅλα. Ἐὰν δὲν τὴν κερδίσεις, καὶ ὅλα τὰ ἄλλα νὰ τὰ ἔχεις, δὲν ἔχεις τίποτα. Οἱ ἀπόστολοι δὲν εἴχαν τίποτα. Εἶχαν ὅμως τὴν αγάπην εἰς τὸν Χριστὸν καὶ εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων καί, ὅπως λέγει ὁ μέγας Παῦλος, «ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ τὰ πάντα κατέχοντες ».
τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Ἀνανία Κουστένη
Τὶ εἶναι ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ; Ἡ ἀπόδειξις τοῦ Θεοῦ διὰ τὸν ἂνθρωπον. Ὃταν ἒχουμε λογισμούς ἢ σκέψεις ὃτι ὁ Θεός δὲν μᾶς ἀγαπᾶ ἢ μᾶς ξέχασε, ἢ μᾶς βασανίζει ἢ ὀ,τι ἂλλο, ἀς σκεπτόμεθα τὸ Σταυρὸν καὶ τὸν Ἐσταυρωμένον. Αὐτὸ εἶναι ἡ μέγιστη ἀπόδειξις τῆς ἀγάπης. Καὶ ἐὰν μᾶς ἀδικοῦν, καὶ ἐὰν μᾶς δυσκολεύουν, καὶ ἐὰν μᾶς ἀρπάζουν τὰ ὑπάρχοντα, καὶ ἐὰν ἀπειλεῖται ἡ ζωή μᾶς, καὶ ἐὰν μᾶς τραυματίζουν, καὶ ἐὰν μᾶς πονοῦν ψυχικῶς ἢ σωματικῶς, ἀς μεταφερόμεθα σ’ ἐκεῖνον ποὺ ἀδίκως ἐσφάγη καὶ ἀδίκως ἀπέθανε διὰ τὴν δικαιοσύνην, τὴν σωτηρίαν ἡμῶν καὶ διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν.
Σχετικοποιεῖται λοιπὸν κάθε πόνος, κάθε ἂδικία, κάθε τι ἀντίθετον ποὺ γίνεται σ’ ἐμᾶς, ὅταν σκεφτοῦμε καὶ ἐπισκεφθοῦμε νοερῶς τὸν τίμιον καὶ ζωοποιὸ Σταυρόν. Δι’ αὐτο καὶ ἡ Ἐκκλησία μας στὰ μέσα τῆς ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τὸν προβάλλει, τὸν ὑψώνει νὰ τὸν δοῦμε, νὰ πάρουμε δύναμιν, νὰ παρηγορηθοῦμε, νὰ χαροῦμε, νὰ δοξολογήσουμε καὶ νὰ ἀσφαλιστοῦμε.
Ὁ τίμιος καὶ ζωοποιὸς Σταυρὸς ἄνοιξε τὶς στράτες, καὶ πρὸς τὸν οὐρανόν καὶ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ μία του διάστασις, ἡ κάθετη, συμβολίζει καὶ ἐκφράζει δυναμικὰ καὶ πραγματικὰ τὴν διάνοιξιν τῆς ὁδοῦ πρὸς τὸν οὐρανόν, διατὶ μὲ τὴν παράβασίν μας, μὲ τὴν ὑποτίμησιν ποὺ κάναμε στὸν ἐαυτόν μας, γίναμε ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ. Τὸ λέγει ὁ μέγας ἀπόστολος Παῦλος, «ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ ὄντες ἀπηλλάγημεν διὰ τοῦ θανάτου του υἱοῦ αὐτοῦ». Δὲν λέγει «ἐχθρὸς ἡμῶν ὁ Θεὸς ὤν», ἀλλὰ «ἐχθροὶ ἡμεῖς ὄντες ὑπάρχοντες », ἐνῶ εἴμαστε ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς δὲν ἐχθρεύεται, ἐμεῖς γινόμαστε ἐχθροί Του.
Ἐμεῖς τοῦ βάζουμε τὰ ὀπίσθια, ἐμεῖς τὸν ἀρνούμεθα. Ἐκεῖνος ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ ἀρνηθει τὸν ἐαυτόν Του, ποὺ εἶναι ἡ αὐτοαγάπη, ἡ αὐτοζωΐα, ἡ αὐτοκαλοσύνη καὶ τὰ πάντα. Δι’ αὐτὸ καὶ μᾶς δέχεται ξανὰ καὶ μᾶς συγχωρει καὶ μᾶς κρατάει κοντά Του καὶ μᾶς ἐλεεῖ, ἡμέρα καὶ νύκτα, σὲ σημεῖον ποὺ ἐξοργίζει καὶ τὸν σατανὰ ἀκόμη. Τοῦ λέγει αὐτός ¨ «αὐτοὶ δὲ σὲ θέλουν, αὐτοί σὲ ἀρνοῦνται, αὐτοὶ σοῦ βάζουν τὰ ὀπίσθια, αὐτοὶ σὲ βρίζουν, αὐτοὶ καταπατοῦν τὶς ἐντολές σου. Και ἒσὺ λοιπόν ἀκόμα τοὺς ἀγαπᾶς, ἀκόμα τοὺς θέλεις, ἀκόμα τοὺς συγχωρεῖς;» Ε, αὐτός εἶναι ὁ Χριστός μας, τὶ νὰ κάνουμε;
Δι’ αὐτό καὶ ὁ Ἰησοὺς Χριστός μας εῖναι τὸ πᾶν. Εῖναι ἡ πρώτη καὶ ἡ στερνή μας ἀγάπη, τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὠμέγα, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος. Τὸ λέγουμε αὐτὸ πολλὲς φορές, διατί εῖναι τὸ κέντρον καὶ ἡ οὐσία. Καὶ ἔγινε κατάδικος εἰς τὸν Γολγοθᾶ διὰ νὰ γίνει καταδικός τοῦ καθενός. Και αὒτὸ ἀκριβῶς ἐνστερνίζεται ἡ ἁγία του Ἐκκλησία. Αὐτή Του τὴν ἀγάπην, αὐτὸ τὸ μεγαλεῖον. Δι’ αὐτὸ καὶ τὸν ἔχει Νυμφῖον της, καὶ ὅπως ἀγαπάει ἡ νύμφη τὸν νυμφῖον, ἔτσι καὶ ἡ νύμφη Ἐκκλησία, δηλαδὴ ἐμεῖς καὶ οἱ ἅγιοι, ἀγαποῦμε τὸν Χριστόν μας.
Εἴδατε πὼς ἐκφράζεται ἡ Εκκλησία μὲ ὄρους ἀγαπητικούς, μὲ ὄρους ἐρωτικούς, μὲ ὄρους τρυφερούς, μὲ ὄρους στοργικούς. Ἀπευθύνεται εἰς τὴν ἀγάπην μας, διατὶ μόνον ἐὰν κερδίσεις τὴν ἀγάπην καποίου, τὰ κέρδισες ὅλα. Ἐὰν δὲν τὴν κερδίσεις, καὶ ὅλα τὰ ἄλλα νὰ τὰ ἔχεις, δὲν ἔχεις τίποτα. Οἱ ἀπόστολοι δὲν εἴχαν τίποτα. Εἶχαν ὅμως τὴν αγάπην εἰς τὸν Χριστὸν καὶ εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων καί, ὅπως λέγει ὁ μέγας Παῦλος, «ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ τὰ πάντα κατέχοντες ».