Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

Ὀ ἐπίσκοπος ποὺ ἒπεσε σὲ σαρκικό ἀμάρτημα!

πίσκοπος πο πεσε σ σαρκικό μάρτημα!

Κάποτε, στα βυζαντινά χρόνια ζούσε σε μια πόλη ένας ιδιαίτερα λαοφιλής επίσκοπος, αλλά ξαφνικά του συνέβη κάτι τρομερό. Εξαιτίας μάλλον της αδυναμίας του ή της αφέλειάς του και φυσικά λόγω διαβολικής ενέργειας, αυτός ο επίσκοπος έπεσε σε σαρκικό αμάρτημα.

Την Κυριακή, όταν όλη η πόλη μαζεύτηκε στον ναό για τη Θεία Λειτουργία, ο επίσκοπος στάθηκε ενώπιον του λαού, έβγαλε το ωμοφόριό του, σύμβολο του επισκοπικού του αξιώματος και είπε:
«Δεν μπορώ να συνεχίσω να είμαι επίσκοπός σας, επειδή έπεσα σε σαρκικό αμάρτημα».

Στην αρχή επικράτησε απόλυτη σιγή, αλλά έπειτα το πλήθος σε ολόκληρο το ναό ξέσπασε σε λυγμούς. Οι άνθρωποι απλά στέκονταν και έκλαιγαν. Ο επίσκοπος με σκυμμένο το κεφάλι μπροστά στους ενορίτες έκλαιγε και αυτός. Τελικά, όταν σταμάτησαν τα κλάματα, του είπαν:

«Και τώρα τι κάνουμε; Εμείς εξακολουθούμε να σε αγαπάμε! Ξαναφόρεσε τα άμφιά σου και συνέχισε τη Λειτουργία. Παραμένεις επίσκοπος και ποιμένας μας».

Ο επίσκοπος όμως απάντησε:

«Σας ευχαριστώ για τη μεγαλοψυχία σας, αλλά πραγματικά είμαι ανάξιος, για να παραμείνω επίσκοπος. Σύμφωνα με τους κανόνες των αγίων Πατέρων, επίσκοπος που πέφτει σε τέτοιου είδους
αμάρτημα απαγορεύεται πλέον να τελεί τη θεία Λειτουργία».

Ο λαός όμως απάντησε:

«Δε γνωρίζουμε όλους τους εκκλησιαστικούς κανόνες, αλλά σίγουρα είναι σωστοί και δίκαιοι. Όμως εμείς, όλα αυτά τα χρόνια που είσαι επίσκοπος στην πόλη μας, σε έχουμε αγαπήσει. Όλα
είναι μες στη ζωή. Σε παρακαλούμε να ξαναφορέσεις τα άμφιά σου και να συνεχίσεις τη Λειτουργία. Εμείς σε συγχωρούμε».

Ο επίσκοπος με πικρία χαμογέλασε και τους απάντησε:

«Εσείς με συγχωρήσατε…. Αλλά εγώ δεν μπορώ να συγχωρήσω τον εαυτό μου, ούτε η Εκκλησία θα με συγχωρήσει. Δεν υπάρχει εξιλέωση για μένα ενώπιον του Κυρίου. Γι’ αυτό παραμερίστε,
αφήστε με να φύγω σας παρακαλώ, να πάω στην έρημο να κλάψω για την αμαρτία μου και να μετανοήσω».

λαός ωστόσο στάθηκε μπροστά του πιεστικά, οτε ν κατέβει πό τν μβωνα δν φηνε τν πίσκοπον.

«χι!», πέμεναν λοι. «Εσαι πίσκοπός μας, φόρεσε ξανά τ μφιά σου κα συνέχισε τὴν Λειτουργία!».

Ατό συνεχίστηκε ως ργά τ βράδυ. Ὀ λαός ταν νυποχώρητος κα δύσμοιρος πίσκοπος δν ξερε τ ν κάνει. Βλέποντας ότι ο νθρωποι δν πρόκειται ν τν φήσουν, επε:

«ν τάξει, γεννηθήτω κατά τὸ θέλημά σας! Θ μείνω μως πό ναν ρον. Θ ξαπλώσω στν εσοδο καὶ σες θὰ βγετε λοι πό τν ναόν, στε ὀ καθένας πο θ περνάει, χοντας πίγνωσιν τς
μαρτίας μου, νὰ μὲ λακτίζει γι νὰ ξέρουν λοι πόσο μαρτωλός εμαι κα τ ξίζω».

Ἐπειδή πίσκοπος αυτήν τὴν φοράν δν ποχώρησε, λαός ναγκάστηκε ν πακούσει. Ὀ πίσκοπος ξάπλωσε μπροστά στν εσοδο το ναο κα λοι ο νορτες, μικροί μεγάλοι, άλλοι μπόνο, λλοι μὲ δάκρυα βγαιναν πό τὸν ναόν καταφέροντας λακτίσματα ναντίον του.

Τὴν ὦρα ποὺ ὀ τελευταος νορίτης βγαινε πό τὸν ναόν, μεγάλη φωνή ἀκούστηκε πό τον οὐρανό. «Λόγω τς μεγάλης του ταπεινώσεως, φίεται ἠ ἀμαρτία ατο!».

Τότε ο ὐποδιάκονοι φεραν στν πίσκοπο ξανά τὰ ἰερατικά του μφια κα κενος συνέχισε τὴν θείαν Λειτουργίαν.



Πηγή: Από το βιβλίο «Σχεδόν άγιοι» π. Τύχων Σεβκούνωφ
fdathanasiou.wordpress.com