Ἦρθε ὁ Λάζαρος, ἦρθαν τὰ Βάγια,
ἦρθε τῶν Βαγιῶν ἡ ἑβδομάδα.Ξύπνα Λάζαρε καὶ μὴν κοιμᾶσαι,ἦρθε ἡ μέρα σου καὶ ἡ χαρά σου. Ποῦ ἤσουν Λάζαρε; Ποῦ ἤσουν κρυμμένος; Κάτω στοὺς νεκρούς, σὰν πεθαμένος. Δὲ μοῦ φέρνετε, λίγο νεράκι, πού ῾ν᾿ τὸ στόμα μου πικρὸ φαρμάκι. Δὲ μοῦ φέρνετε λίγο λεμόνι, Πού ῾ν᾿ τὸ στόμα μου, σὰν περιβόλι. Ἦρθε ὁ Λάζαρος, ἦρθαν τὰ Βάγια, ἦρθε ἡ Κυριακὴ ποὺ τρῶν᾿ τὰ ψάρια. Σήκω Λάζαρε καὶ μὴν κοιμᾶσαι, ἦρθε ἡ μάνα σου ἀπὸ τὴν πόλη, σοῦ ῾φέρε χαρτὶ καὶ κομπολόι. Γράψε Θόδωρε καὶ σὺ Δημήτρη, γράψε Λεμονιὰ καὶ Κυπαρίσσι. Τὸ κοφνάκι μου θέλει αὐγά, κι ἡ τσεπούλα μου θέλει λεφτά. Βάγια, Βάγια καὶ Βαγιῶ. τρῶνε ψάρι καὶ κολιό. Καὶ τὴν ἄλλη Κυριακή, τρῶνε τὸ ψητὸ τ᾿ ἀρνί. |
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
Του χρόνου πάλι γιορτάσουμε
με υγεία να σας βρούμε,
στον οίκο σας χαρούμενοι
τον Λάζαρο να πούμε
και τους ήχους μας χαρούμενους
πάλι να τραγουδούμε.