Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Κυριακή 2 Απριλίου 2017

ΔΙΕΥΚΡΙΝΗΣΕΙΣ ΣΕ ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ ΑΝΤΙ-ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΩΝ

ναφορά στὰ ἐπιχειρήματα ἐκείνων ποὺ προσπαθοῦν νά ἀποτρέψουν τούς κληρικούς καί τούς λαϊκούς ἀπό τήν μόνη καί μοναδική ἐν καιρῷ αἱρέσεως ὁδό τῶν Ὀρθοδόξων, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἀποτείχισις καί ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσις ἀπό τούς αἱρετικούς καί τούς κοινωνούντας μέ αὐτούς.
 ΔΙΕΥΚΡΙΝΗΣΕΙΣ ΣΕ ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ ΑΝΤΙ-ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΩΝ
 
Εἶναι βέβαια λυπηρό σήμερα νά παρουσιαζώμαστε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι χωρίς νά γνωρίζωμε (ἤ δῆθεν νά ἀγνοοῦμε) τό τί πρέπει νά κάνουμε, ὅταν, π.χ. κάποιος μέσα στό σπίτι μας, γίνη προδότης καί πρεσβεύει καί φιλιάζει μέ τούς ἐχθρούς τῆς οἰκίας, ἤ ἄν ἀλλάξουν πορεία στό πλοῖο αὐτοί πού τό ὁδηγοῦν καί αὐτό πορεύεται σύμφωνα μέ τά θελήματα ὄχι τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά τῶν ἐχθρῶν τοῦ Χριστοῦ, ἤ τέλος πάντων νά μήν γνωρίζωμε τί πρέπει νά κάνουμε, ἄν μέσα στήν Ἐκκλησία ἀνάψη αἱρετική πυρκαϊά, ἡ ὁποία μάλιστα ὑποθάλπεται καί συντηρεῖται ἀπό τούς ἴδιους τούς προστάτας καί ποιμένας τῶν πιστῶν.
Τό λυπηρώτερο βέβαια καί ἄκρως ἀπογοητευτικό δέν εἶναι ἄγνοια πού ἐκδηλώνουμε γιαὐτά τά τόσο σημαντικά ἐκκλησιολογικά θέματα, τά ὁποία ἅπτονται τῆς πίστεως, ἀλλά τὸ ὅτι διδάσκουμε ἀντίθετα ἀπό τίς Γραφές καί τούς Ἁγίους, δηλαδή νά ἀκολουθοῦμε τούς προδότες τῆς πίστεως, νά τούς ἀναγνωρίζωμε εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ, νά τούς μνημονεύουμε κ.λπ. Ἔτσι ἀποκλείουμε μόνοι μας κάθε ἐλπίδα διορθώσεως τῶν πραγμάτων, ἐφὅσον αἵρεσις ἑδραιώνεται καί ἐπεκτείνεται καί ἐφὅσον προαίρεσί μας εἶναι συμβιβαστική καί μάλιστα σέ σημεῖο νά μήν θέλουμε νά ὑποστοῦμε τό ἐλάχιστο χάριν τῆς πίστεως.
Ἔρχομαι μετά ἀπό αὐτά τά εἰσαγωγικά νά ἀναφερθῶ σέ κάποιες ἐνστάσεις ποὺ ἀκούγονται ἀπὸ τὴ μεριὰ τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν... Ὑπαρχούσης τῆς νομίμου ὁδοῦ, ἐμεῖς προσπαθοῦμε νά νομιμοποιήσουμε ἄλλη ὁδό, χάριν τοῦ ἐφησυχασμοῦ καί τοῦ βολέματος.
πρώτη λοιπόν ἔνστασις τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν εἶναι ἑξῆς.
Ὁ κάθε Ὀρθόδοξος καί εἰδικά ὁ κληρικός πρέπει κάπου νά ἀνήκει. Δέν εἶναι ὡς ἐκ τούτου δυνατόν νά ἀποτειχιστῆ ἀπό τόν Ἐπίσκοπό του, ἐπειδή αὐτός εἶναι Οἰκουμενιστής. Κι ὄχι μόνο ἀπό τόν Ἐπίσκοπό του, ἀλλά συγχρόνως, δέν εἶναι δυνατόν νά ἀποτειχιστῆ καί ἀπό ὅλους τούς ἀνά τήν οἰκουμένη Ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους, ἀπό τά Πατριαρχεῖα καί τίς τοπικές Ἐκκλησίες, διότι ἔτσι ἐξέρχεται ἀπό τήν Ἐκκλησία.
 
Μάλιστα σ’ αὐτό τό ἐπιχείρημα προσαγάγουν σάν σύγχρονα παραδείγματα τήν διακοπή τῆς μνημονεύσεως τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα ἀπό τούς τρεῖς Ἐπισκόπους τῶν λεγομένων νέων Χωρῶν, δηλαδή τοῦ π. Αὐγουστίνου Καντιώτη, τοῦ Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβροσίου καί τοῦ Παραμυθίας Παύλου, οἱ ὁποῖοι, ἐνῶ διέκοψαν τήν μνημόνευσι τοῦ αἱρετικοῦ Πατριάρχη, εἶχαν συγχρόνως ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ ὅλους τούς ἄλλους Ἐπισκόπους, τίς τοπικές Ἐκκλησίες κ.λπ.
Ἐπίσης ἀναφέρουν καί τήν διακοπή τῆς μνημονεύσεως τοῦ Ἀθηναγόρα πάλι, ἐκ μέρους τῶν Ἁγιορειτῶν κατά τήν χρονική περίοδο 1970-1973. Καί ἐδῶ ἀναφέρουν ὅτι οἱ Ἁγιορεῖτες, ἐνῶ διέκοψαν τήν μνημόνευσι τοῦ Ἀθηναγόρα, δέν ἀποτειχίστηκαν ἀπό τήν ὑπόλοιπη Ἐκκλησία τούς Ἐπισκόπους κ.λπ.
Σχολιάζοντας αὐτό τό ἐπιχείρημα τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν πρέπει νά ἀναφέρουμε κατ’ ἀρχάς ὅτι τήν Ἐκκλησία τήν βλέπουν καί τήν προσδιορίζουν ὅπως οἱ Οἰκουμενιστές καί οἱ Παπικοί. Δηλαδή τήν προσδιορίζουν ὄχι ἀπό τήν Ὀρθόδοξο πίστι, ἀλλά ἀπό τήν ἐξωτερική της μορφή. Γι’ αὐτό ἔχει γίνει καραμέλα στό στόμα τῶν Οἰκουμενιστῶν τό «ὅπου ὁ Ἐπίσκοπος ἐκεῖ καί ἡ Ἐκκλησία». Αὐτό ὅμως ἰσχύει μόνο καί κατ’ ἀποκλειστικότητα στήν περίπτωσι πού ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι Ὀρθόδοξος καί κατά τήν λειτουργική καί ἁγιογραφική ἔκφρασι «ὀρθοτομεῖ τόν λόγο τῆς ἀληθείας», τό ὁποῖο σημαίνει κατά τόν Χρυσόστομο ἅγιο: «Ὀρθοτομοῦντα τουτέστι, Τέμνε τά νόθα καί τά τοιαῦτα μετά πολλῆς τῆς σφοδρότητος ἐφίστατο καί ἔκκοπτε» (P.G. 62, 626).
Δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο, ὅταν ὁ Ἐπίσκοπος δέν τέμνει καί δέν ἐκκόπτει τά νόθα, ἀλλά ἀπεναντίας τά εἰσάγει, τά καλλιεργεῖ καί τά προστατεύει, τότε ἡ Ἐκκλησία δέν ὁρίζεται ἀπό τήν ἐξωτερική της μορφή, ἀλλά ἀπό τήν ἐσωτερική, δηλαδή ἀπό τήν Ὀρθόδοξο πίστι. Αὐτό τό διδάσκει μέ θαυμάσιο καί μοναδικό τρόπο ὁ ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ ὁποῖος ἀποτειχίστηκε ἀπό ὅλα τά Πατριαρχεῖα καί τίς τοπικές Ἐκκλησίες, ὅταν αὐτές δέν ἔτεμνον τά νόθα, ἀλλά τά εἰσήγαγον διά τῆς αἱρέσεως τοῦ Μονοθελητισμοῦ.
Τήν διδασκαλία αὐτή τήν ἀναφέρει περιγραφικά ὁ ἴδιος σέ ἐπιστολή του πρός τόν μοναχό Ἀναστάσιο:
«Χθές ὀκτωκαιδεκάτη τοῦ μηνός, ἥτις ἦν ἡ ἁγία Πεντηκοστή ὁ πατριάρχης ἐδήλωσέ μοι λέγων·  Ποίας ἐκκλησίας εἶ; Βυζαντίου; Ρώμης; Ἀντιοχείας; Ἀλεξανδρείας; Ἱεροσολύμων; Ἰδού πᾶσαι μετά τῶν ὑπ' αὐτάς ἐπαρχιῶν ἡνώθησαν.  Εἰ τοίνυν εἶ τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας ἑνώθητι, μήπως ξένην ὁδόν τῷ βίῳ καινοτομῶν, πάθῃς ὅπερ οὐ προσδοκᾶς.  Πρός οὕς εἶπον·  Καθολικήν Ἐκκλησίαν, τήν ὀρθήν καί σωτήριον τῆς εἰς αὐτόν πίστεως ὁμολογίαν Πέτρον μακαρίσας ἐφ' οἷς αὐτόν καλῶς ὁμολόγησεν, ὁ τῶν ὅλων εἶναι Θεός ἀπεφήνατο. Πλήν μάθω τήν ὁμολογίαν, ἐφ' ἥν πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν γέγονεν ἡ ἕνωσις· καί τοῦ γενουμένου καλῶς οὐκ ἀλλοτριοῦμαι» (P.G. 90, 132Α).
Τό ἴδιο ἀκριβῶς περιστατικό, σάν σημαντική διδασκαλία, τό ἀναφέρει καί ὁ βιογράφος του περιγράφοντας τήν ἴδια ἀκριβῶς συνομιλία (P.G. 90, 93C).
Τήν ἴδια διδασκαλία ἀναφέρει καί ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης σέ ἐπιστολή του πρός τόν ἡγούμενο Θεόφιλο, ὁμιλώντας μάλιστα, γιά τήν μοιχειανική αἵρεσι: «Διό ὑπομιμνήσκω, ὡς ἐλάχιστος ἀδελφός καί τέκνον μή σιγήσωμεν ἵνα μή κραυγή Σοδόμων γενώμεθα· μή φεισώμεθα τῶν κάτω ἵνα μή ἀπολέσωμεν τά ἄνω· μή θῶμεν σκάνδαλον τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ, ἥτις ἐστί καί ἐν τρισίν ὀρθοδόξοις ὁριζομένη κατά τούς ἁγίους· ἵνα μή τῇ ἀποφάσει τοῦ Κυρίου καταδικασθῶμεν» (Ρ.G. 99, 1049Β).
Παρεμπιπτόντως ἀναφέρομε ὅτι τό «μή σιγήσωμε», πού ἀναφέρει ὁ ὅσιος, δέν εἶναι αὐτό πού κάνουν σήμερα οἱ ἀντιοικουμενιστές, ἀλλά τό ἐντελῶς ἀντίθετο. Διότι τό «μή σιγήσωμε» γιά τόν ὅσιο ἐσήμαινε ἀποτείχισι, καθαιρέσεις καί ἀναθεματισμούς, διωγμό καί ἐξορίες, φυλακίσεις καί μαρτύρια, ἐνῶ τό «μή σιγήσωμε», σήμερα γιά τούς ἀντιοικουμενιστές, σημαίνει νά ὁμιλῆς ὅσο σέ παίρνει, νά ἀκολουθῆς καί νά ἀναγνωρίζης τούς αἱρετικούς ποιμένες καί κυρίως νά μήν χάσης τήν θέσι σου καί ὅσα ἀπορρέουν ἀπό αὐτή. Δι’ αὐτό ὁ ὅσιος προσέθεσε κατωτέρω τοῦ «μή σιγήσωμεν» τό «μή φεισώμεθα τῶν κάτω ἵνα μή ἀπολέσωμεν τά ἄνω»· τό ὁποῖο ἑρμηνεύει τήν ἔννοια τοῦ «μή σιγήσωμε» καί ἀποδεικνύει τόν λάθος δρόμο τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν.
Καί ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, λοιπόν, συνταυτίζεται μέ τόν ἅγιο Μάξιμο τόν ὁμολογητή στήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως ὁριοθέτησι τῆς Ἐκκλησίας, μέ ἀποκλειστικό γνώρισμα, τήν ἐσωτερική μορφή τῆς Ὀρθοδοξου πίστεως καί ὄχι τήν ἐξωτερική τοῦ Ἐπισκόπου, τῆς Συνόδου κ.λπ.
Βεβαίως οἱ Πατέρες ἀντλοῦν τήν διδασκαλία τους πρωτογενῶς ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, στήν ὁποία ὁ Κύριος ὁριοθετεῖ τήν Ἐκκλησία Χριστοκεντρικῶς καί ὄχι Ἐπισκοποκεντρικῶς: «οὗ γάρ εἰσι δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ἐμόν ὄνομα ἐκεῖ εἰμί ἐν μέσῳ αὐτῶν» (Ματθ. 18, 20).
Ἐπανερχόμενοι λοιπόν στήν ἔνστασι τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν, παρατηροῦμε ὅτι, γιά νά προσδιορίσουν ποῖος εἶναι ἐν καιρῷ αἱρέσεως ἐκτός Ἐκκλησίας, πρέπει νά ἀποδείξουν ποῖος εἶναι ἐκτός Ὀρθοδόξου πίστεως, σύμφωνα μέ τήν Γραφή καί τούς ἁγίους. Αὐτοί ὅμως, ἔχοντας ἄλλη μέθοδο προσδιορισμοῦ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι τήν ἁγιογραφική καί πατερική, γίνονται ἠθελημένα ἤ ἀθέλητα ὑπασπιστές καί προαγωγοί τῆς αἱρέσεως, συνταυτίζονται καί συνοδοιποροῦν μέ τούς αἱρετικούς καί ἁπλῶς διαμαρτύρονται, ἀλλά καί αὐτό μέ τόν προαναφερθέντα ἀνορθόδοξο τρόπο.
Δι’ αὐτό ἀκοῦμε νά λένε εὐκαίρως ἀκαίρως ὅτι θά ἀγωνιστοῦμε μέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία ἐναντίον τῆς αἱρέσεως, δέν θά κάνουμε σχίσμα κ.λπ. Ἐδῶ εἶναι ἁρμόδιο νά ἀναφέρουμε τό ὄμορφο καί παραστατικό παράδειγμα πού μᾶς εἶπε ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ράσκας καί Πριζρένης Ἀρτέμιος σέ μία ἀπό τίς συνομιλίες μας.
Ὅταν ὁ ἅγιος Νικόλαος Ἀχρίδος ἐρωτήθηκε, γιατί δέν ἔρχεται πίσω στήν πατρίδα του (εὑρίσκετο στήν Ἀμερική) νά ἀγωνιστῆ ἐναντίον ὅλων αὐτῶν τῶν κακῶν πού εἶχαν βρῆ τήν πατρίδα του Σερβία, αὐτός ἀπάντησε. Ποτέ, ὅταν ἕνα σπίτι καίγεται δέν τό σβήνουμε ἀπό μέσα, ἀλλά πάντοτε ἀπό ἔξω.
Ὁ νοῶν νοείτω, γιατί οἱ Πατέρες ἔτσι ἐθέσπισαν νά γίνεται καί στό θέμα τῆς αἱρέσεως τήν ὁποία ὀνομάζουν αἱρετική πυρκαϊά. Πρωτίστως δηλαδή εἶναι θέμα ἐκκλησιαστικῆς ἀσφάλειας τῶν Ὀρθοδόξων.
Ἐπανερχόμενοι μετά ἀπό τούς ἀνωτέρω σχολιασμούς στήν οὐσία τῆς ἐνστάσεως τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν ἔχουμε νά ἐπισημάνουμε τά ἑξῆς.
Ἄν κάποιος ἰσχυριστῆ ὅτι ὁ ἀποτειχισμένος ἀπό τόν Ἐπίσκοπο του δέν ἀποτειχίζεται συγχρόνως καί ἀπό ὅλους τούς Ἐπισκόπους καί τίς Συνόδους μέ τίς ὁποῖες ὁ Ἐπίσκοπος αὐτός ἔχει πλήρη ἐκκλησιαστική κοινωνία, αὐτός, πού θά τό ἰσχυριστῆ αὐτό, ἔχει λανθασμένη ἐκκλησιολογία.
Ἡ λανθασμένη αὐτή ἐκκλησιολογία συνίσταται εἰς τό ὅτι δέν ἀντιλαμβάνεται τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία ὡς ἐνσωμάτωσι, ἀλλά, κατά τρόπο θά λέγαμε Προτεσταντικό, τήν ἀντιλαμβάνεται ὡς προσωπική ἐπιλογή τοῦ ἀποτειχισμένου, ὁ ὁποῖος, σύμφωνα μέ αὐτήν τήν θεωρία, δέν ἐπικοινωνεῖ ἐκκλησιαστικά λόγῳ αἱρέσεως μέ τόν Ἐπίσκοπό του, ἀλλά ἐπιλέγει κάποιους ἄλλους πού, κατά τήν γνώμη του, ἔχουν Ὀρθόδοξο φρόνημα καί ἔχει μαζί των ἐκκλησιαστική κοινωνία. Ἀλλ΄ ὅμως, εἶναι γνωστό, ὅτι ὅλοι οἱ ἄλλοι Ἐπίσκοποι, μέ τούς ὁποίους ὁ αἱρετικός αὐτός Ἐπίσκοπος ἔχει πλήρη ἐκκλησιαστική κοινωνία, δέν δέχονται τόν ἀποτειχισμένο αὐτό κληρικό σέ ἐκκλησιαστική κοινωνία, διότι ἄν τόν δεχθοῦν, αὐτομάτως γίνονται ἀκοινώνητοι (καί φυσικά ὑπό ἐπιτίμιο) ἀπό τούς συνεπισκόπους των.
Ὁ δέκατος Κανών, ἐν προκειμένῳ, τῶν ἁγίων Ἀποστόλων εἶναι ἐπί τοῦ θέματος σαφής καί, λακωνικά θά λέγαμε, ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Εἴ τις ἀκοινωνήτῳ, κἄν ἐν οἴκῳ συνεύξηται, οὗτος ἀφοριζέσθω». Ἀκοινώνητος δέ, στήν προκειμένη περίπτωσι, εἶναι ὁ ἀποτειχισμένος ἀπό τόν Ἐπίσκοπό του, ὡς μή κοινωνῶν μετ’ αὐτοῦ. Πρός ἀποφυγή δέ, τοῦ νά μή κοινωνήση κάποιος Ἐπίσκοπος μέ ἀκοινώνητο κληρικό ἄλλης ἐπαρχίας, οἱ ἱεροί Κανόνες ἀπαιτοῦν τό νά κομίζη ὁ κληρικός, ἀπερχόμενος σέ ἄλλη ἐκκλησιαστική ἐπαρχία καί δικαιοδοσία, τίς λεγόμενες συστατικές ἐπιστολές, μέ τίς ὁποῖες ἀποδεικνύεται ὅτι ὁ κληρικός αὐτός ἔχει κανονική ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν Ἐπίσκοπό του. Αὐτό τό ἀναφέρει πολύ χαρακτηριστικά ὁ δωδέκατος Κανών τῶν ἁγίων Ἀποστόλων: «Εἴ τις Κληρικός, ἤ Λαϊκός, ἀφωρισμένος, ἤτοι ἄδεκτος, ἀπελθών ἐν ἑτέρᾳ πόλει προσδεχθῇ, ἄνευ γραμμάτων συστατικῶν, ἀφοριζέσθω καί ὁ δεξάμενος, καί ὁ δεχθείς».
Ὁ σκοπός τῶν συστατικῶν ἐπιστολῶν εἶναι νά μήν ἐπικοινωνήση ἐκκλησιαστικά κάποιος Ἐπίσκοπος, ἤ ὁ οἱοσδήποτε Ὀρθόδοξος, μέ κάποιον ἄγνωστο κληρικό ἄλλης ἐπαρχίας, ὁ ὁποῖος πιθανόν νά ἔχη αἱρετικά φρονήματα ἤ νά ἔγινε ἀκοινώνητος ἀπό τόν Ἐπίσκοπό του γιά διάφορους προσωπικούς λόγους.
Δι’ αὐτόν τόν λόγο ὁ τριακοστός τρίτος Κανών τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, πέρα τῶν συστατικῶν ἐπιστολῶν, ἀπαιτεῖ νά γίνεται καί προσωπική ἐξέτασις γιά τά Ὀρθόδοξα φρονήματα τοῦ ξένου αὐτοῦ κληρικοῦ καί, ἄν εὑρεθῆ καθ’ ὅλα Ὀρθόδοξος, τότε νά προσδέχεται σέ ἐκκλησιαστική κοινωνία: «Μηδένα τῶν ξένων ἐπισκόπων, ἤ πρεσβυτέρων, ἢ διακόνων ἄνευ συστατικῶν προσδέχεσθαι· καὶ ἐπιφερομένων δὲ αὐτῶν, ἀνακρινέσθωσαν· καὶ εἰ μὲν ὦσι κήρυκες τῆς εὐσεβείας, προσδεχέσθωσαν· εἰ δὲ μή γε, τὰ πρὸς χρείαν αὐτοῖς ἐπιχορηγήσαντες, εἰς κοινωνίαν αὐτοὺς μὴ προσδέξησθε· πολλὰ γὰρ κατὰ συναρπαγὴν γίνεται».
Ἐδῶ παρεμπιπτόντως σημειώνουμε ὅτι τό πνεῦμα τῶν Κανόνων εἶναι νά μήν ἐπικοινωνήση ἐκκλησιαστικά κάποιος «κατά συναρπαγή» δηλαδή ἄθελά του καί ἀνεξέταστα μέ κάποιον πού δέν ἔχει Ὀρθόδοξο φρόνημα, ἔστω καί ἄν εὑρίσκεται τυπικά ἐντός τῆς Ἐκκλησίας. Καταλαβαίνουμε καί ἐκ τούτου τό πόσο ξέμακροι ἀπό τήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι εἶναι οἱ Ἀντιοικουμενιστές, οἱ ὁποῖοι, ὄχι «κατά συναρπαγή», ἀλλά ἐν πλήρει ἐπιγνώσει καί καυχώμενοι διά τήν σύνεσι καί διάκρισί των, ἐπικοινωνοῦν πλήρως ἐκκλησιαστικά μέ τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές.
Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων τό ἐπιχείρημα αὐτό τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν κρίνεται ὡς σκόπιμο καὶ δόλιο, διότι ἐκ τῶν πραγμάτων, καί βάσει τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας, δέν εἶναι δυνατή οἱαδήποτε ἐκκλησιαστική κοινωνία κάποιου ἀποτειχισμένου κληρικοῦ μέ ἄλλον Ἐπίσκοπο παρά μόνο μέσῳ τοῦ Ἐπισκόπου του.
Τήν ἐκκλησιολογία αὐτή ἐτήρησε καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στήν περίπτωσι τῶν λεγωμένων Μακρῶν Ἀδελφῶν. Αὐτοί ἄν καί ἀδίκως καί ἐμπαθῶς ἀφορίστηκαν ἀπό τόν Θεόφιλο Ἀλεξανδρείας καί ὄντες ἐνάρετοι καί ἅγιοι, μολαταῦτα ὁ ἅγιος, ἐνῶ τούς παρεῖχε κάθε σωματική ἀνάπαυσι καί βοήθεια, δέν τούς ἐδέχθη σέ ἐκκλησιαστική κοινωνία, ἀλλά ἀπευθύνθηκε διά γραμμάτων πρός τόν Θεόφιλο, προκειμένου αὐτός νά τούς ἀποκαταστήση στήν ἐκκλησιαστική κοινωνία.
Αὐτό ἀναφέρεται καθαρά στήν εἰσαγωγή τοῦ βίου τοῦ Χρυσοστόμου ὡς ἑξῆς: «Τότε ἀφοῦ μετέβησαν αὐτοί (οἱ μακροί ἀδελφοί) στήν Κωνσταντινούπολι, φιλοξενήθηκαν μέν ἀπό τόν Χρυσόστομο, ἀλλά δέν ἔγιναν δεκτοί σέ ἐκκλησιαστική κοινωνία» (ΕΠΕ 1, 17). Τό ἀναφέρει δέ καί ὁ Συμεών ὁ μεταφραστής στόν βίο τοῦ Χρυσοστόμου ὡς ἑξῆς: «Εἶτα μαθών ὡς εἶχε τά κατ’ αὐτούς, ἐν τιμῇ μέν ᾖγε, καί μένειν ἐπέτρεψε τέως κατά τόν καλούμενον Ἀναστασίας νεών· παρήγγειλε δέ μηδενί τήν αἰτίαν ἔκδηλον θέσθαι τῆς αὐτῶν παρουσίας, κοινωνίας γε μήν οὐ μετέδωκε, μή δεῖν εἰρηκώς, ἄχρις ἄν Θεοφίλῳ περί αὐτῶν γράψειεν» (Ρ.G. 114, 1149Β).
Ἀπό ὅλα αὐτά γίνεται φανερό ὅτι ὅταν κάποιος ἀποτειχιστῆ ἀπό τόν ἐπίσκοπό του, ἀποτειχίζεται συγχρόνως καί ἀπό ὅλους τούς Ἐπισκόπους, μέ τούς ὁποίους αὐτός ἔχει ἐκκλησιαστική κοινωνία καί, ἀντιθέτως, ὅταν ἔχει ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν Ἐπίσκοπό του, ἔχει διά μέσω αὐτοῦ καί μέ ὅλους τούς ἄλλους Ἐπισκόπους, μέ τούς ὁποίους αὐτός ὁ Ἐπίσκοπος ἔχει ἐκκλησιαστική κοινωνία, εἴτε τό θέλει εἴτε ὄχι, εἴτε τοῦ ἀρέσει εἴτε δέν τοῦ ἀρέσει, εἴτε τό ἀποδέχεται εἴτε δέν τό ἀποδέχεται.
Ἐδῶ ἰσχύει ἀπόλυτα τό παράδειγμα τῶν συγκοινωνούντων δοχείων, τά ὁποῖα ἐπικοινωνοῦν μεταξύ των φυσικῶς καί δέν μπορεῖ κάποιος ἐπιλεκτικά νά τά ἀπομονώση. Ἔτσι μεταδίδεται ἐκκλησιαστικῶς, σάν σέ συγκοινωνοῦντα δοχεῖα, καί ἡ αἵρεσις, ὅταν βέβαια ὑπάρχει καί διαδίδεται φανερά καί δέν εἶναι κρυμμένη ἀφανῶς μέσα σέ κάποιον Ἐπίσκοπο.
Τό ἴδιο φυσικά ἰσχύει καί γιά τόν Ἐπίσκοπο. Μέ αὐτούς τούς Ἐπισκόπους πού ἐπικοινωνεῖ ἐκκλησιαστικά, ἀποδέχεται, σάν θά λέγαμε ἕνας σωλήνας τῶν συγκοινωνούντων δοχείων, τίς ἀποφάσεις των τίς ὁποῖες λαμβάνουν Συνοδικῶς καί τίς πράξεις των, οἱ ὁποῖες ἔχουν συνοδική κατοχύρωσι. Ἔτσι π.χ. δέν μπορεῖ νά ἰσχυριστῆ ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς ὅτι ἐγώ δέν ἀνήκω στό Π.Σ.Ε, διότι εἶναι δαιμονικό κατασκεύασμα, διότι εἶναι Παγκόσμιο Συμβούλιο Αἱρέσεων, διότι..., διότι..., διότι..., ἀλλά αὐτό μπορεῖ νά γίνη μόνο στήν περίπτωσι πού ἀποτειχιστῆ ἀπό τούς ἄλλους Ἐπισκόπους.
Ἄρα λοιπόν οἱ διαφωνίες του αὐτές καί οι θεατρινισμοί (ὡς πρός τό Π.Σ.Ε.) εἶναι κατ’ ἐπίφασι πρός ἀποκοίμησι τῶν ἀφελῶν Ἀντιοικουμενιστῶν καί λοιπῶν, καί προκειμένου νά ἔχει τήν ἐξωτερική καλή μαρτυρία, ἐφ’ ὅσον λείπει ἡ ἐσωτερική.
Τό πλέον ἀκατανόητο καί τραγελαφικό εἶναι οἱ ἀναθεματισμοί πού κατά καιρούς ἐκστομίζουν, μεγαλορρημονοῦντες κάποιοι Ἐπίσκοποι, ἐναντίον τῶν Οἰκουμενιστῶν, μέ τούς ὁποίους ὅμως εἶναι ἐνσωματωμένοι, καί συμπορευόμενοι, καί ἀποδέκτες διά τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας τῶν πράξεών των.
Ἡ πλέον τέλεια σέ ἀπεικόνισι καί παραστατικότητα, δι’ αὐτήν τήν περίπτωσι, εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ σώματος πού δίδει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, κατά τήν ὁποία μεταδίδεται στό σῶμα διά τοῦ ὀργανικοῦ συνδέσμου τῶν μελῶν εἴτε ἡ ὑγεία εἴτε ἡ ἀσθένεια καί, ἔτσι, λέμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός εἶναι ἄρρωστος, ἐνῶ κατ’ οὐσίαν μπορεῖ κάποιο ἤ κάποια μέλη του νά ἀσθενοῦν. Ἔτσι, κατά τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη, συμμετέχουν εἴτε στήν δόξα εἴτε στήν ἀτιμία τοῦ ἑνός μέλους καί τά ὑπόλοιπα μέλη τοῦ σώματος (Μεγ. Κατήχησις 117).
Κατ’ αὐτήν τήν ἔννοια ὅ,τι κάνει π.χ. ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, τά κάνουν καί τά ἀποδέχονται καί ὅσοι ἔχουν μαζί του ἐκκλησιαστική κοινωνία· καί ἀκόμη ὅ,τι ὑπογράφουν στό Π.Σ.Ε.  οἱ ἐκπρόσωποι τῶν Ὀρθοδόξων, τά ὑπογράφουν καί ὁ Πειραιῶς, καί ὁ Αἰτωλοκαρνανίας, καί ὁ οἱοσδήποτε ἔχει μέ αὐτούς ἐκκλησιαστική κοινωνία.
Ἀπό ὅλα αὐτά γίνεται φανερό ὅτι ἡ ἀποτείχισις εἶναι ἡ μόνη πατερική ὁδός διά νά μήν συμμετέχη κάποιος στήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί σέ ὅ,τι δημοσίως καί εὐθαρσῶς πράττουν οἱ Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι (συμπροσευχές καί συναγελασμό, ἀλληλοαναγνωρίσεις κ.λπ.).
Τώρα πῶς φτάσαμε στὸ σημεῖο, τό πλέον ἀναγκαῖο γιά τούς Ὀρθοδόξους ἐν καιρῷ αἱρέσεως, τό μόνο πού τούς ἀπομακρύνει ἀπό τήν συμμετοχή καί σύμπραξι μέ τήν αἵρεσι, τό μόνο πού τούς ἐξασφαλίζει ἐν καιρῷ αἱρέσεως τήν παραμονή στήν Ἐκκλησία διά τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, τό μόνο, τέλος πάντων, πού δύναται νά κατασβέση τήν αἱρετική πυρκαϊά,  ἐννοῶ τήν ἀποτείχισι, νά τήν θεωρήσουμε δυνητική, νά τήν ἀπορρίψουμε πρός ἀποφυγή δῆθεν σχίσματος, νά τήν διαστρέψουμε ὡς δῆθεν ἔξοδο ἀπό τήν Ἐκκλησία κ.λπ, αὐτό ὄντως μόνο ὁ διάβολος θά ἠδύνατο νά τό μηχανευθῆ καί νά τό ὑποβάλλη στούς Ὀρθοδόξους καί μάλιστα στούς Ἀντιοικουμενιστές. Ἀφήνω τό ὅτι τήν Ὀρθοδοξία, οἱ Ἀντιοικουμενιστές, τήν ἑστίασαν μόνο στίς διαμαρτυρίες καί τόν χαρτοπόλεμο, ἐνῶ κατά τά ἄλλα συμπορεύονται ἐν πλήρει ἐκκλησιαστικῇ κοινωνίᾳ μέ τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές, καί ἔτσι ἄλλαξαν τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας.
Ἔπειτα ἀπό ὅσα ἀναφέραμε πρέπει νά δοῦμε, τί ἔγινε στήν περίπτωσι τῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως τοῦ Ἀθηναγόρα ἀπό τούς τρεῖς Μητροπολίτες τῶν Νέων Χωρῶν. Αὐτοί, ἐνῶ σταμάτησαν τήν μνημόνευσι τοῦ Ἀθηναγόρα, εἶχαν συγχρόνως πλήρη ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ ὅλους τούς ἄλλους Ἐπισκόπους, μέ τούς ὁποίους ὁ Ἀθηναγόρας εἶχε πλήρη καί κανονική ἐκκλησιαστική κοινωνία. Ὡς ἐκ τούτου, παρ’ ὅτι δέν τόν ἐμνημόνευον, εἶχαν μέ αὐτόν κανονική ἐκκλησιαστική  κοινωνία διά μέσου τῶν τοπικῶν Συνόδων στίς ὁποίες ἀνῆκαν. Αὐτό βέβαια, σέ καμμία περίπτωσι δέν λογίζεται ὡς ἀποτείχισις μέ τήν ἐκκλησιαστική καί πατερική ἔννοια, ἀλλά σάν μία προσωπική διαμαρτυρία γιά τίς πράξεις τοῦ Ἀθηναγόρα, μέ τήν ὁποία τοῦ στεροῦν τήν τιμητική ἀναφορά καί μνημόνευσι τοῦ ὀνόματός του, εἰς ἔνδειξιν ὅτι εἶναι ἀνάξιος ταύτης, ἐξ’ αἰτίας τῶν αἱρετικῶν του ἀποκλίσεων. Γιά νά θεωρηθῆ ἡ πράξις αὐτή ὡς ἀποτείχισις θά ἔπρεπε, παραλλήλως μέ τήν διακοπή τῆς μνημονεύσεως τοῦ Ἀθηναγόρα, νά ἔπαυον καί τήν μνημόνευσι καί ὅλων ὅσων εἶχαν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ αὐτόν, διότι, ὅπως εἴπαμε, ἰσχύει ἡ ἀρχή τῶν μελῶν τοῦ σώματος καί ἡ εἰκόνα τῶν συγκοινωνούντων δοχείων. Αὐτό ὅμως δέν ἔγινε, ὁπότε, ἡ πράξις αὐτή τῶν τριῶν Μητροπολιτῶν, λογίζεται σάν μία προσωπική διαμαρτυρία καί μάλιστα μή ἔχουσα ἐκκλησιαστικές διαστάσεις.
Ὅσον ἀφορᾶ δέ τό θέμα τῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως τοῦ Ἀθηναγόρα ἐκ μέρους τῶν ἁγιορειτῶν κατά τήν τριετία 1970-1973, ἐδῶ νομίζω τά πράγματα εἶναι διαφορετικά. Διότι, ὅπως ἀναφέραμε, ὅταν δέν ἐπικοινωνῆς ἐκκλησιαστικά μέ τόν Ἐπίσκοπό σου,  δέν δύνασαι νά ἐπικοινωνήσης ἐκκλησιαστικά μέ κανένα ἄλλο Ἐπίσκοπο. Δηλαδή οἱ Ἁγιορεῖτες αὐτοί, πού διέκοψαν τήν μνημόνευσι, δέν ἠδύναντο π.χ. νά καλέσουν κάποιον Ἐπίσκοπο ἀπό τήν Ἐλλάδα στήν πανήγυρι τῆς μονῆς των, ἤ νά τούς κάνη κάποια χειροτονία κ.λπ., διότι ὁ Ἐπίσκοπος αὐτός ἔπρεπε νά πάρη ἄδεια, γιά νά τελέση ὁτιδήποτε, ἀπό τόν οἰκεῖο Ἐπίσκοπο, δηλαδή τόν Πατριάρχη καί, βέβαια, ἔπρεπε στίς ἀκολουθίες καί τά μυστήρια νά μνημονεύση τό ὄνομά του, τό ὁποῖο δέν ἐδέχοντο οἱ πατέρες τῆς μονῆς αὐτῆς. Οὔτε ἐπίσης, οἱ ἀποτειχισθέντες αὐτοί Ἁγιορεῖτες, ἠδύναντο νά ζητήσουν ἔγκρισι καί εὐλογία, ὅπως εἴθισται στό ἅγιο Ὄρος, γιά τήν χειροτονία κάποιου μοναχοῦ ἤ γιά τήν προαγωγή κάποιου σέ προϊστάμενο τῆς μονῆς κλπ. Τά ἔγγραφα αὐτά τῶν μονῶν ὡς γνωστόν διαβιβάζονται διά μέσου τῆς Κοινότητος στό Πατριαρχεῖο, τό ὁποῖο δίδει τίς ἀνάλογες ἐγκρίσεις καί εὐλογίες.
Τό μόνο τό ὁποῖο ἐγώ προσωπικά δέν γνωρίζω εἶναι τό ἄν οἱ μονές πού δέν ἐμνημόνευαν εἶχαν κάποια ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ αὐτές πού ἐμνημόνευαν, ἤ ἄν οἱ σκητιῶτες πατέρες, οἱ κελιῶτες καί οἱ ἀσκητές, οἱ ὁποῖοι κατά τίς μαρτυρίες τῶν παλαιῶν Ἁγιορειτῶν ὅλοι δέν ἐμνημόνευον τόν Ἀθηναγόρα ὡς αἱρετικό, εἶχαν καί αὐτοί κάποια ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τίς μονές στίς ὁποῖες ἀνῆκαν τά κελιά καί οἱ σκῆτες, ἐφ’ ὅσον αὐτές οἱ μονές ἐμνημόνευαν.
Ἡ ἐκκλησιαστική αὐτή κοινωνία μεταξύ μνημονευόντων καί μή μνημονευόντων θά μποροῦσε νά γίνη πχ. σέ μία πανήγυρι κάποιας μονῆς, στήν ὁποία εἴθισται νά πηγαίνουν ἐκπρόσωποι καί πατέρες ἀπό τίς ἄλλες μονές καί τά κελιά. Αὐτή ἡ ἐκκλησιαστική κοινωνία ἄν ὑπῆρχε, τό ὁποῖο, ὅπως εἶπα, ἐγώ δέν τό γνωρίζω, δέν ἀναιρεῖ βέβαια τήν ἀποτείχισι στίς βασικές της ἀρχές, ἀλλά θά μποροῦσε νά χαρακτηριστῆ σάν μία οἰκονομία γιά τίς εἰρηνικές μεταξύ τῶν μοναχῶν σχέσεις καί τόν σεβασμό τῆς ἐλευθερίας ἑκάστου. Ἄλλωστε καί σήμερα βλέπουμε στίς πανηγύρεις τῶν μονῶν πού μνημονεύουν τόν Βαρθολομαῖο, νά παρευρίσκωνται ἐθυμοτυπικῶς καί ζηλωτές κελιῶτες πατέρες, χωρίς νά σημαίνη ὅτι, πέρα αὐτῆς τῆς οἰκονομίας, ἔχουν κατά τά ἄλλα κάποια ἐκκλησιαστική κοινωνία μεταξύ των. Μάλιστα κάποιοι ἀπό τούς ζηλωτές αὐτούς πατέρες ἐκτελοῦν στήν πανήγυρι καί κάποια διακονήματα πχ. μαγειρεύουν κ.λπ.
Τελικῶς θά ἠδυνάμεθα καντολογίς νά ποῦμε ὅτι, ὅσον ἀφορᾶ τήν ἐπί Ἀθηναγόρα ἀποτείχισι τῶν Ἁγιορειτῶν πατέρων, αὐτή εἶχε ὅλα τά γνωρίσματα τῆς ἀποτειχίσεως καί δέν ἦταν μία μεσοβέζικη, κατά τό δή λεγόμενο, κατάστασις, ὅπως θέλουν νά τήν παρουσιάσουν οἱ Ἀντιοικουμενιστές. Αὐτό φαίνεται καθαρά ἀπό τούς τρόπους πού μεταχειρίστηκαν γιά νά τήν σταματήσουν, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἡ βία καί ὁ ἐξαναγκασμός ἀφ’ ἑνός μέν, ἡ ἀπάτη, ὁ δόλος οἱ ὑποσχέσεις καί ἡ παραπλάνησις ἀφ’ ἑτέρου. Ἄν ἐπρόκειτο ὅμως γιά μία χλιαρή καί μεσοβέζικη διαμαρτυρία, νομίζω δέν θά ἐνοχλοῦνται πολύ οἱ πατριαρχικοί  καί οἱ ἄλλοι Οἰκουμενιστές. Μάλιστα θά ἐθεωρεῖτο σάν τρόπος ἐκτονώσεως τῶν Ἁγιορειτῶν πατέρων, ὅπως σήμερα πχ. ἀνέχονται οἱ Οἰκουμενιστές τούς Ἀντιοικουμενιστές.
 
 Ἱερομόναχος π. Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς