Μιμητὲς τῆς Μαγδαληνῆς
Γέροντος Γαβριήλ
Εἴδατε τί ἔγινε κατὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας; Ἡ Μαγδαληνὴ μὲ τὶς λοιπὲς Μυροφόρες γιὰ ἄλλο σκοπὸ πῆγαν στὸν Τάφο τοῦ Κυρίου καὶ ἄλλα εἶδαν τὰ μάτια τους!
Ἄκουσαν ἀπὸ τὸ λαμπροφορεμένο Ἄγγελο ὅτι ὁ Χριστὸς Ἀναστήθηκε. Ἔντρομες, ἀλλὰ καὶ μὲ χαρὰ ποὺ ξεχύλιζε στὴν ψυχή τους ἔτρεξαν νὰ βροῦν τοὺς Ἀποστόλους, νὰ τοὺς ἀναγγείλουν τὸ κοσμοϊστορικὸ γεγονός.
Ἔκπληκτοι οἱ Ἀπόστολοι στὸ ἄκουσμα αὐτὸ ἔτρεξαν πρὸς τὸν Πανάγιο Τάφο. Πρῶτος ὁ Πέτρος ἀκολουθούμενος ἀπὸ τὸν Ἰωάννη καὶ τὶς Μυροφόρες ἔφθασαν στὸ Μνημεῖο, ἔκαναν μιὰ βεβιασμένη ἔρευνα καὶ ἀποχώρησαν τρομαγμένοι. Ἔμεινε ἡ Μαγδαληνὴ μόνη· βεβαίως ἦταν ἀκόμη χωρὶς τὴ θεία Χάρη.
Κανεὶς μέχρι τότε δὲν εἶχε λάβει σοβαρὰ ὑπόψη του τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Ἦταν σκλαβωμένοι μὲ τὴ σκέψη ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Λυτρωτὴς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. Καὶ ἡ Μαγδαληνὴ ποῦ νὰ πήγαινε;
Καθόταν ἐπάνω στὸ Μνημεῖο καὶ ἔκλαιγε. Καὶ λένε οἱ Πατέρες ποῦ νὰ πήγαινε αὐτὴ τὴν ὥρα μὲ τόση θλίψη; Νὰ πήγαινε στοὺς Ἀποστόλους; Ἆρα γε θὰ τὴν παρηγοροῦσαν;
Ὄχι. Γι’ αὐτὸ προτίμησε νὰ καθήσει ἐκεῖ στὸν Τάφο τοῦ Κυρίου καὶ ἀπὸ ἀγάπη νὰ κλάψει γι’ Αὐτόν.
Μιμούμενοι καὶ ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου, τὴ Μαγδαληνὴ ἀπαρηγόρητοι ἀπὸ τὴν κρίση τοῦ τόπου μας, κρίση ὀλιγοπιστίας, πρέπει νὰ μένουμε στοὺς τόπους τοὺς Ἁγίους, ποὺ μᾶς παρηγοροῦν.
Νὰ μένουμε κοντὰ στοὺς πνευματικούς μας, κοντὰ στὴν Ἁγία μας Ἐκκλησία, κοντὰ στὶς ἐνορίες καὶ στὰ Μοναστήρια μας, κοντὰ στοὺς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ. Νὰ μένουμε κοντὰ στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.
Αὐτοὶ εἶναι οἱ τόποι ποὺ εἶναι ὁ Χριστός, ποὺ μᾶς τὸ τόνισε, ὅτι «Οὗ εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν» (Ματθ. ιη΄ 20).
Καὶ μὴ λησμονοῦμε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ νὰ τρέχουμε μὲ λαχτάρα στοὺς Ναούς, στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες.
Τὴν προσευχή μας νὰ θεωροῦμε πρῶτο ἀπὸ κάθε ἄλλο ἔργο μας, ἀφοῦ μὲ αὐτὴν καταθέτουμε τὰ αἰτήματά μας στὸν Κύριό μας, ἀλλὰ καὶ νὰ Τὸν δοξολογοῦμε γιὰ τὶς καθημερινές Του εὐεργεσίες πρὸς ὅλους μας.
Μετὰ τὴν προσευχὴ δεύτερο καθῆκον μας νὰ θεωροῦμε τὴν ἐλεημοσύνη, τὴν ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης μας πρὸς αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀνάγκη. Καὶ ὄλοι μας ἔχουμε ἀνάγκη ἀγάπης.
Ὅλοι μας εἴμαστε ἐμπερίστατοι. Καὶ νὰ ἐνθυμούμαστε ὅτι αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾶ τὴν προσευχή, ἀγαπᾶ τὸ Θεό· καὶ αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾶ τὸ Θεό, πρέπει νὰ ἔχη ὑπόψη του ὅτι πρέπει νὰ ἀγαπᾶ καὶ τὸν ἀδελφό του. Τότε ἀποδεικνύει ὅτι ἀγαπᾶ πραγματικὰ τὸ Θεό.
Λέει ὁ Κύριος στὸ κατὰ Λουκᾶ Εὐαγγέλιο: «Εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστίν;...Καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸ αὐτὸ ποιοῦσι» (Λουκ. στ΄ 32-33). Ἀγάπη λοιπὸν πρὸς πάντας καὶ δὴ πρὸς τοὺς ἐχθρούς.
Νὰ ἀγαπᾶμε ὅλο τὸν κόσμο. Ἡ καρδιά μας νὰ φλέγεται ἀπὸ ἀγάπη, διότι ὅπου ἀγάπη ἐκεῖ καὶ ὁ Θεός.
«Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστὶ καὶ ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ» (Α΄ Ἰωάν. δ΄ 10).