Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Τρίτη 9 Ιουνίου 2015

Ὁ προ­φή­της Ἠ­λί­ας στήν ἐ­πο­χή του καί στά ἔ­σχα­τα




            Ὁ προ­φή­της Ἠ­λί­ας στήν ἐ­πο­χή του καί στά ἔ­σχα­τα
Ὁ προφήτης Ἠλίας, ὁ μέγιστος τῶν Προφητῶν.


      Ὁ προ­φή­της Ἠ­λί­ας, ἀ­γα­πη­τοί μου, εἶ­ναι μί­α με­γά­λη μορ­φή, μιά πο­λύ με­γά­λη μορ­φή τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης. Εἶ­ναι ὁ μέ­γι­στος τῶν Προ­φη­τῶν· εἶ­ναι ἀ­νώ­τε­ρος κι ἀπ’ αὐ­τόν τόν προ­φή­τη Ἡ­σα­ΐ­α τόν με­γα­λο­φω­νό­τα­το. Καί ἐ­νῶ δέν ἔ­γρα­ψε ὁ προ­φή­της Ἠ­λί­ας οὔ­τε μί­α λέ­ξη, ὑ­πῆρ­ξε ὁ ἴ­διος μί­α με­γά­λη προ­φη­τεί­α. Αὐ­τό του τό ἔρ­γο, ὁ τρό­πος μέ τόν ὁ­ποῖ­ο ἔ­ζη­σε, ὁ τρό­πος μέ τόν ὁ­ποῖ­ο ἔ­φυ­γε ἀ­πό τήν πα­ροῦ­σα ζω­ή ἀλ­λά καί ἡ ἐμ­φά­νι­σή του στή Με­τα­μόρ­φω­ση τοῦ Χρι­στοῦ δεί­χνουν ὅ­τι ἡ μορ­φή αὐ­τή εἶ­ναι παμ­μέ­γι­στη, εἶ­ναι πε­λώ­ρι­α!
Γιά τόν προ­φή­τη Ἠ­λί­α ἔ­χουν γρα­φεῖ στήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη πολ­λές σε­λί­δες, πού ὅ­λες εἶ­ναι με­στές πολ­λῆς καί βα­θειᾶς θε­ο­λο­γί­ας. Τό Καρ­μή­λιον ὄ­ρος, πά­νω στό ὁ­ποῖ­ο ὁ Προ­φή­της προ­σέ­φε­ρε κα­τά θαυ­μα­στό τρό­πο τή θυ­σί­α του, ὅ­ταν ἀ­πό τόν οὐ­ρα­νό κα­τῆλ­θε φω­τιά καί κα­τέ­κα­ψε τά σφά­για, τό ὄ­ρος Σι­νά, ἐ­πί τοῦ ὁ­ποί­ου εἶ­χε θε­ο­πτεί­α ὁ μέ­γας Προ­φή­της , καί τό ὄ­ρος Θα­βώρ, πά­νω στό ὁ­ποῖ­ο ἐμ­φα­νί­σθη­κε μα­ζί μέ τόν Κύ­ριό μας ὁ Προ­φή­της, εἶ­ναι οἱ τρεῖς με­γά­λες κο­ρυ­φές ὀ­ρέ­ων, πού ἀ­να­φέ­ρον­ται στή δό­ξα τή δι­κή του.

Ὁ διαχρονικός Προφήτης.
Ὁ προ­φή­της Ἠ­λί­ας εἶ­ναι πα­ρών, τό­σο στόν χῶ­ρο τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης, ὅ­σο καί στόν χῶ­ρο τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης.
Βέ­βαι­α ὅ,τι νά πεῖ κα­νείς καί ὅ,τι νά ἀ­να­λύ­σει, πάν­τα θά μέ­νει στήν πε­ρι­φέ­ρεια τῶν πραγ­μά­των, για­τί, ὅ­πως σᾶς ἐ­ξή­γη­σα, εἶ­ναι μί­α ἀ­πύθ­με­νη σέ ἀ­νά­λυ­ση προ­σω­πι­κό­τη­τα ὁ ἅ­γιος τοῦ Θε­οῦ Προ­φή­της. Θά μεί­νου­με μό­νο σ’ ἕ­να μι­κρό πε­ρι­στα­τι­κό τῆς ζω­ῆς του, ἀλ­λά πο­λύ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό. Μά­λι­στα τό πε­ρι­στα­τι­κό αὐ­τό μᾶς δί­νει ταυ­τό­χρο­να καί μιά ἄλ­λη εἰ­κό­να, μᾶς δί­νει ἕ­ναν τύ­πο τῶν ἐ­σχά­των ἡ­με­ρῶν.
Ἡ ἐπικαιρότητα τοῦ βιβλίου τῆς Ἀποκαλύψεως.
Ὅ­πως θά ἔ­χε­τε δι­α­πι­στώ­σει –πεῖ­τε ἀ­πό τά γε­γο­νό­τα, πεῖ­τε ἀπό τόν τρό­πο πού ζεῖ ὁ κό­σμος σή­με­ρα, πεῖ­τε ὅ­τι πλη­σι­ά­ζου­με στά ἔ­σχα­τα, πεῖ­τε ὅ,τι θέ­λε­τε– στίς μέ­ρες μας τό πο­λύ πα­ρα­γνω­ρι­σμέ­νο καί πα­ραγ­κω­νι­σμέ­νο καί πα­ρα­θε­ω­ρη­μέ­νο βι­βλί­ο τῆς Ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως ἔρ­χε­ται στήν ἐ­πι­και­ρό­τη­τα, κι ἔ­τσι ὅ­λοι σή­με­ρα ἀ­σχο­λού­μα­στε μέ τό βι­βλί­ο αὐ­τό. Τό δυ­στύ­χη­μα εἶ­ναι ὅ­τι τό Ὀρ­θό­δο­ξο πλή­ρω­μα εἶ­ναι ἀ­νέ­τοι­μο νά προ­σεγ­γί­σει τό βι­βλί­ο αὐ­τό, ἐ­πει­δή ἀ­κρι­βῶς δέν τοῦ εἶ­ναι οἰ­κεῖ­ο· καί δέν τοῦ εἶ­ναι οἰ­κεῖ­ο ἐ­πει­δή γιά ὁ­λό­κλη­ρους αἰ­ῶ­νες, ἰ­δί­ως στήν Ἀ­να­το­λή, ἐ­πι­κρά­τη­σε μιά πα­ρε­ξη­γη­μέ­νη ἐν­τύ­πω­ση, ὅ­τι τό βι­βλί­ο αὐ­τό εἶ­ναι σφρα­γι­σμέ­νο μέ ἑ­πτά σφρα­γῖ­δες, δη­λα­δή ἀ­κα­τα­νό­η­το, ὅ­τι τό βι­βλί­ο αὐ­τό εἶ­ναι γε­μᾶ­το ἀ­πό προ­φη­τεῖ­ες, πού... μήν τίς πιά­νεις ... καί ὅ­τι ἄν πιά­σει κα­νείς τίς προ­φη­τεῖ­ες αὐ­τές, μοι­ραῖ­α θά πέ­σει σέ αἱ­ρέ­σεις καί σέ λά­θη. Ὑ­πῆρ­χε αὐ­τή ἡ πα­ρα­νό­η­ση.
Ὅ­λα αὐ­τά βε­βαί­ως δέν εἶ­ναι σω­στά· μό­νο μέ­χρις ἑ­νός βαθ­μοῦ εἶ­ναι σω­στά. Ὡ­στό­σο ὅ­μως ὅ­λα αὐ­τά ἀ­πο­τέ­λε­σαν θά λέ­γα­με τήν αἰ­τί­α γιά τήν ὁ­ποί­α τό Ὀρ­θό­δο­ξο πλή­ρω­μα δέν προ­σεγ­γί­ζει τό βι­βλί­ο αὐ­τό τοῦ Θε­οῦ, τό τε­λευ­ταῖ­ο βι­βλί­ο τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης, τό θε­ό­πνευ­στο αὐ­τό βι­βλί­ο, τό ὑ­πέ­ρο­χο αὐ­τό βι­βλί­ο, τό γε­μᾶ­το ὄ­χι μό­νο ἀ­πό προ­φη­τεῖ­ες ἀλ­λά καί ἀ­πό πνεῦ­μα πα­ρη­γο­ρί­ας, καί τό ὁ­ποῖ­ο ὑ­πάρ­χει γιά νά ἐ­νι­σχύ­σει τόν λα­ό τοῦ Θε­οῦ κα­θ’ ὅ­λη τήν πο­ρεί­α τῆς ζω­ῆς του πά­νω στή γῆ αὐ­τή, καί προ­παν­τός στά ἔ­σχα­τα.
Ἔ­τσι, ἀ­γα­πη­τοί, ἐ­πα­νέρ­χο­μαι στό θέ­μα μου, γιά νά σᾶς πῶ ὅ­τι ὁ­πωσ­δή­πο­τε αὐ­τά πού θά ἀ­κού­σε­τε θά δεῖ­τε ὅ­τι ἔ­χουν σχέ­ση μέ τά ἔ­σχα­τα. Ἔ­σχα­τα λέ­γον­ται ἐ­κεῖ­να τά ὁ­ποῖ­α ἀ­φο­ροῦν στό τέ­λος τῆς Ἱ­στο­ρί­ας, δη­λα­δή ὅ­ταν πιά πλη­σιά­ζει νά ἔρ­θει γιά τελευταία φορά ὁ Χρι­στός. Θά δεῖ­τε λοι­πόν ὅ­τι ἡ ζω­ή τοῦ προ­φή­του Ἠ­λιού δέν εἶ­ναι πα­ρά μιά ζω­ή ἑ­νός ἀ­ντι­τύ­που πού δεί­χνει ἕ­να πρω­τό­τυ­πο στά ἔ­σχα­τα.
Ἡ ἱστορική πορεία κάθε λαοῦ. – Ἡ ἰδιότυπη πορεία τοῦ Ἰσραήλ.
Ἕ­νας λα­ός, πράγ­μα­τι, στήν ἱ­στο­ρι­κή του πο­ρεί­α ἀ­σφα­λῶς συ­ναν­τᾶ πο­λύ δύ­σκο­λες ἡ­μέ­ρες γιά νά ἐ­πι­βι­ώ­σει. Ὅ­μως ὁ Θε­ός εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος πού ἔ­χει τά­ξει τά ὁ­ρο­θέ­σια τῆς κα­τοι­κί­ας τῶν λα­ῶν, δη­λα­δή τά σύ­νο­ρα τοῦ κά­θε λα­οῦ, ἀλ­λά καί τό πό­σον και­ρό θά ζή­σει ἕ­νας λα­ός. Αὐ­τό εἶ­ναι σύμ­φω­νο μ’ ἐ­κεῖ­νο πού λέ­ει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος στούς Ἀ­θη­ναί­ους· «ὁ Θε­ὸς... ὁ­ρί­σας προ­στε­ταγ­μέ­νους και­ροὺς καὶ τὰς ὁ­ρο­θε­σί­ας τῆς κα­τοι­κί­ας αὐ­τῶν». Ἔ­βα­λε τά σύ­νο­ρα λοι­πόν ὁ Θε­ός, ἀλ­λά καί ὅ­ρι­σε τούς προ­στε­ταγ­μέ­νους και­ρούς, τό πό­σο δη­λα­δή θά ζή­σει ὁ κά­θε λα­ός. Ἔ­τσι Ἐ­κεῖ­νος εἶ­ναι πού κρί­νει πό­σο θά ζή­σει ἕ­νας λα­ός καί ποι­ά θά εἶ­ναι τά σύ­νο­ρά του.
Ὁ Ἰσ­ρα­ήλ ἦ­ταν ἕ­νας λα­ός ἀ­γα­πη­μέ­νος, ἦ­ταν ὁ ξε­χω­ρι­σμέ­νος λα­ός  –ἐ­ξ ἄλ­λου Ἰσ­ρα­ήλ θά πεῖ ἀ­γα­πη­μέ­νος – καί ὁ Θε­ός πολ­λές φο­ρές στήν ἱ­στο­ρι­κή του πο­ρεί­α τόν εἶ­χε προ­στα­τεύ­σει. Κα­τά θαυ­μα­στό μά­λι­στα τρό­πο καί σκαν­δα­λώ­δη ἔ­ναν­τι τῶν ἄλ­λων ἐ­θνῶν ὁ Θε­ός εἶ­χε προ­στα­τεύ­σει τόν Ἰσ­ρα­ήλ!
Τώ­ρα ὅ­μως, εὑ­ρι­σκό­με­νοι κά­που στόν 8ο αἰ­ῶ­να πρό Χρι­στοῦ, τό βό­ρει­ο βα­σί­λει­ο ἀ­πο­στα­τεῖ ἀπ’ τόν Θε­ό. Πρέ­πει νά σᾶς πῶ ὅ­τι με­τά τόν θά­να­το τοῦ Σο­λο­μῶν­τος ὁ λα­ός χω­ρί­στη­κε σέ δυ­ό βα­σί­λεια· τό βό­ρει­ο βα­σί­λει­ο, μέ τίς δέ­κα φυ­λές, καί τό νό­τιο βα­σί­λει­ο, μέ τίς δυ­ό φυ­λές, τοῦ Ἰ­ού­δα καί τοῦ Βε­νια­μίν. Τό νό­τι­ο βα­σί­λει­ο εἶ­χε πρω­τεύ­ου­σα τήν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, ἐ­νῶ τό βό­ρει­ο τή Σα­μά­ρεια. Τό βό­ρει­ο βα­σί­λει­ο λοι­πόν εἶ­χε ἀ­πο­στα­τή­σει ἀ­πό τόν Θε­ό. Οἱ βα­σι­λεῖς του ἀ­τυ­χῶς ὑ­πῆρ­ξαν ἄν­θρω­ποι οἱ ὁ­ποῖ­οι εἶ­χαν μιά πο­λύ με­γά­λη εὐ­κο­λί­α νά εἰ­δω­λο­λα­τροῦν.
Ἀχαάβ – Ἰεζάβελ.
Ἔ­τσι βα­σι­λιάς τοῦ βο­ρεί­ου βα­σι­λεί­ου τόν 8ο αἰ­ῶ­να ἦ­ταν ὁ Ἀ­χα­άβ. Αὐ­τός εἶ­χε ἕ­ναν μα­λα­κό, χα­λα­ρό χα­ρα­κτῆ­ρα, μέ μιά πο­λύ εὔ­κο­λη στρο­φή πρός τήν εἰ­δω­λο­λα­τρί­α, καί ἦ­ταν ἄν­θρω­πος πού ἐ­πη­ρε­α­ζό­ταν ἀ­πό τή γυ­ναῖ­κα του Ἰ­ε­ζά­βελ. Αὐ­τή δέ ἡ γυ­ναί­κα του, ἡ ὁ­ποί­α δέν ἦ­ταν Ἑ­βραί­α, ἀλ­λά Συ­ρο­φοι­νί­κισ­σα, εἰ­δω­λο­λά­τρισ­σα φα­να­τι­κή, ἀ­πο­τε­λοῦ­σε καί τό χει­ρό­τε­ρο κα­κό! Γρή­γο­ρα, ἐ­ξαι­τί­ας αὐ­τῆς τῆς φο­βε­ρῆς γυ­ναί­κας, ἡ λα­τρεί­α τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ Θε­οῦ ἐ­ξο­στρα­κί­στη­κε, καί ἔ­τσι εἰ­σή­χθη ἡ λα­τρεί­α τοῦ Βά­αλ καί τῆς αἰ­σχρό­τα­της Ἀ­στάρ­της –ἡ ὁ­ποί­α Ἀ­στάρ­τη ἦ­ταν κά­τι ἀν­τί­στοι­χο μέ τή δι­κή μας τήν Ἀ­φρο­δί­τη.
Ἡ κεραυνοβόλα ἐμφάνιση τοῦ Προφήτου.
Σ’ αὐ­τή τήν κρί­σι­μη καμ­πή τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­ζη­σε ὅ­σο πο­τέ ἄλ­λο­τε τήν ἀ­πο­στα­σί­α στίς ἡ­μέ­ρες αὐ­τοῦ τοῦ βα­σι­λιᾶ, ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὁ φλο­γε­ρός καί ζη­λω­τής Προ­φή­της ἀ­πό τή Θέ­σβη, ὁ Ἠ­λί­ας. Κι ἔρ­χε­ται αἰφ­νί­δια –προ­σέξ­τε αὐ­τό τό αἰφ­νί­δια. Ἔρ­χε­ται αἰφ­νί­δια! Σάν ἀ­στρα­πή καί βρον­τή ἐμ­φα­νί­ζε­ται μπρο­στά στόν βα­σι­λιᾶ, ἀ­πό προ­σώ­που τοῦ Θε­οῦ, γιά νά τοῦ δώ­σει ἐ­κεῖ­νο τό φο­βε­ρό μή­νυ­μα τῆς ἐ­π’ ἀ­ό­ρι­στον ἀ­νομ­βρί­ας, σάν τι­μω­ρί­α ἀ­πό τόν Θε­ό γιά τήν ἀ­πο­στα­σί­α τοῦ λα­οῦ ἀλ­λά καί τῆς κυ­βερ­νή­σε­ώς του.
«Ζῇ Κύ­ριος ὁ Θε­ὸς τῶν δυ­νά­με­ων, λέ­ει στόν βα­σι­λιᾶ, ὁ Θε­ὸς Ἰσ­ρα­ήλ, ᾧ πα­ρέ­στην ἐ­νώ­πιον αὐ­τοῦ, εἰ ἔ­σται τὰ ἔ­τη ταῦ­τα δρό­σος καὶ ὑ­ε­τός, ὅ­τι εἰ μὴ διὰ στό­μα­τος λό­γων μου.» Ὁρ­κί­ζο­μαι στόν Θε­ό τόν ζῶ­ντα, τόν Θε­ό τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ, ἐ­νώ­πιον τοῦ Ὁ­ποί­ου στέ­κο­μαι καί ὑ­πη­ρε­τῶ, ὅ­τι σ’  αὐ­τά τά χρό­νια πού θά ἔρ­θουν οὔ­τε θά βρέ­ξει οὔ­τε θά πέ­σει δρο­σιά. Κι ὅ­λα αὐ­τά θά ἐ­ξαρ­τῶν­ται ἀ­πό τό στό­μα τό δι­κό μου· ὅ,τι λέ­ω ἐ­γώ, αὐ­τό θά γί­νε­ται. Αὐ­τά εἶ­πε ὁ Προ­φή­της, καί ἐ­ξα­φα­νί­σθη­κε ἀ­πό προ­σώ­που Ἀ­χα­άβ.
Ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἱστορική πορεία τῶν λαῶν.
Τά λό­για του ὅ­μως αὐ­τά, ἀ­γα­πη­τοί μου, ἀ­πο­τε­λοῦν τήν κρί­ση τοῦ Θε­οῦ γιά τήν ἀ­πο­στα­σί­α ἑ­νός λα­οῦ.
Ποῦ εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νοι, ἀ­λή­θεια, πού λέ­νε ὅ­τι μπο­ροῦν νά ρυθ­μί­ζουν ἐ­λεύ­θε­ρα τήν ἱ­στο­ρι­κή τους πο­ρεί­α καί τή ζω­ή τους καί ὅ­τι δέν ἔ­χει κα­νέ­ναν λό­γο ὁ Θε­ός στήν ἱ­στο­ρι­κή πο­ρεί­α ἑ­νός λα­οῦ ἤ ἑ­νός προ­σώ­που; Ποῦ εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νοι πού τό λέ­νε; Βλέ­πε­τε ἐ­δῶ; Καί γιά νά μήν νο­μι­σθεῖ ὅ­τι αὐ­τό ἀ­φο­ρᾶ μό­νο στόν Ἰσ­ρα­ήλ, σᾶς λέ­ω ὅ­τι ὁ Θε­ός σκε­πτό­ταν καί ὅ­λα τά ἔ­θνη, καί χά­ρα­ζε τήν πο­ρεί­α ὅ­λων τῶν ἐ­θνῶν.
Ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἱστορική πορεία τοῦ Ἰσραήλ.
Πρό­χει­ρα σᾶς λέ­ω τό ἑ­ξῆς. Στή γῆ Χα­να­άν κα­τοι­κοῦ­σαν πολ­λοί λα­οί. Καί λέ­ει ὁ Θε­ός στόν Ἀ­βρα­άμ: «Ἀ­κό­μα δέν ἔ­φτα­σε νά γε­μί­σει τό πο­τή­ρι τῶν ἀ­νο­μι­ῶν τους · γι’  αὐ­τόν τόν λό­γο δέν θά ἐ­γκα­τα­στα­θεῖς ἐ­δῶ στή χώ­ρα αὐ­τή τώ­ρα. Οἱ ἀ­πό­γο­νοί σου, λέ­ει στόν Ἀ­βρα­άμ, θά ἀ­να­πτυ­χθοῦν πρῶ­τα στήν Αἴ­γυ­πτο, θά γί­νουν λα­ός πο­λύς, καί κα­τό­πιν θά ἔλ­θουν ἐ­δῶ στή γῆ Χα­να­άν.». Κι αὐ­τό ξέ­ρε­τε μέ πό­σα χρό­νια ἀν­τι­στοι­χοῦ­σε; Μέ τε­τρα­κό­σι­α τρι­ά­ντα χρό­νια! «Τό­τε μό­νο θά κα­τοι­κή­σουν στή γῆ αὐ­τή, ὅ­ταν οἱ λα­οί αὐ­τοί θά ἔ­χουν γε­μί­σει τό πο­τή­ρι τῶν ἀ­νο­μι­ῶν τους.» Εἶ­ναι φο­βε­ρό. Πε­ρι­μέ­νει ὁ Θε­ός πό­τε θά ἔρ­θει τό πλή­ρω­μα τῆς ἁ­μαρ­τί­ας· μέ­χρι πού νά ξε­χει­λί­σει τό πο­τή­ρι. Τό­τε λέ­ει θά κα­τα­στρα­φοῦν οἱ λα­οί αὐ­τοί.
Κι ὅ­ταν ἔρ­χε­ται ἡ ὥ­ρα ὁ Ἰ­η­σοῦς τοῦ Ναυ­ή νά μπεῖ μέ­σα στή γῆ Χα­να­άν, τοῦ λέ­ει πά­λι ὁ Θε­ός: «Πρό­σε­ξε. Οἱ λα­οί αὐ­τοί, μέ τά μά­για τους, μέ τίς μαν­τεῖ­ες τους, μέ τή δι­α­φθο­ρά τους καί μέ τόν τρό­πο πού ζοῦν, ἦλ­θε ἡ ὥ­ρα νά κα­τα­στρα­φοῦν · γι’ αὐ­τό ἐ­σεῖς θά κυ­ρι­εύ­σε­τε τή γῆ αὐ­τή μέ πολ­λή εὐ­κο­λί­α. Προ­σέξ­τε ὅ­μως · μήν κά­νε­τε κι ἐ­σεῖς τά ἴ­δια, για­τί θά ἔρ­θει καί ἡ δι­κή σας ἡ ὥ­ρα νά ὑ­πο­στεῖ­τε τό ἴ­διο πρᾶγ­μα.»
Βλέ­που­με λοι­πόν ὅ­τι ὁ Θε­ός δέν ἔρ­χε­ται νά ξε­ρι­ζώ­σει κά­ποι­ους λα­ούς γιά νά ἐγ­κα­τα­στή­σει τόν ἀ­γα­πη­μέ­νο Του λα­ό, πα­ρά μό­νο ἐ­φ’ ὅ­σον οἱ λα­οί αὐ­τοί ἔ­χουν ἁ­μαρ­τή­σει.
Ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἱστορική πορεία τῶν ἄλλων λαῶν καί τῶν Ἑλλήνων.
Θέ­λε­τε κά­τι ἀ­κό­μη; Ἀ­νοῖξ­τε τό βι­βλί­ο τοῦ Ἡ­σα­ΐ­α νά δεῖ­τε κά­τι κα­τα­πλη­κτι­κό. Ὁ­μι­λεῖ καί προ­φη­τεύ­ει ὁ Ἡ­σα­ΐ­ας, ὅ­πως καί ὁ Ἱ­ε­ρε­μί­ας καί ὁ Ἰ­ε­ζε­κι­ήλ καί ὁ Δα­νι­ήλ, προ­φη­τεύ­ουν γιά τά ἔ­θνη, ἀ­γα­πη­τοί μου, γιά τούς λα­ούς· ὄ­χι μό­νο γιά τόν Ἰσ­ρα­ήλ. «Ὤ, Βα­βυ­λώ­να, λέ­νε, ἦλ­θε τό τέ­λος σου ! Ὤ, Συ­ρί­α...! Ὤ, Αἴ­γυ­πτος...! Ὤ, Μω­α­βῖ­τες...! Ὤ...! Ὤ...!» Ὁ Δα­νι­ήλ, πεῖ­τε μου, δέν προ­φη­τεύ­ει γιά τούς Ἕλ­λη­νες καί γιά τούς Πέρ­σες; Δέν προ­φη­τεύ­ει γιά τούς Βα­βυ­λω­νί­ους; Δέν λέ­ει ὅ­τι οἱ Ἕλ­λη­νες θά νι­κή­σουν τούς Πέρ­σες, μ’ ἐ­κεί­νη τή θαυ­μα­στή προ­φη­τεί­α του, πού ἔρ­χε­ται ἕ­νας τρά­γος, –ὁ μέ­γας Ἀ­λέ­ξαν­δρος, ξέ­ρε­τε, ἀ­πει­κο­νί­ζε­ται στά νο­μί­σμα­τα μέ κέ­ρα­τα– ἕ­νας τρά­γος πού τρέ­χει ἀ­πό τή Δύ­ση ὁ­λο­τα­χῶς, λέ­ει, καί συγ­κρού­ε­ται μ’ ἕ­ναν κριό, πού ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ει τούς Πέρ­σες, τόν ὁ­ποῖ­ο κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά λι­α­νί­ζει; 
Βλέ­πε­τε λοι­πόν, καί ἐ­πι­μέ­νω, δέν ὁ­μι­λεῖ ὁ Θε­ός μό­νο γιά τόν Ἰσ­ρα­ήλ· ὁ­μι­λεῖ γιά ὅ­λους τούς λα­ούς καί κα­τευ­θύ­νει τίς τύ­χες ὅ­λων τῶν λα­ῶν.
Θά σᾶς ἐ­πα­να­λά­βω ἐ­κεῖ­νο πού σᾶς δι­ά­βα­σα προ­η­γου­μέ­νως, πού λέ­ει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος στούς Ἀ­θη­ναί­ους, ὅ­τι ὁ Θε­ός εἶ­ναι ὁ «ὁ­ρί­σας προ­στε­ταγ­μέ­νους και­ροὺς καὶ τὰς ὁ­ρο­θε­σί­ας τῆς κα­τοι­κί­ας αὐ­τῶν», πά­ντων τῶν ἐ­θνῶν, ὅ­λων τῶν λα­ῶν. Συ­νε­πῶς, ἀ­γα­πη­τοί, θά λέ­γα­με ἐ­δῶ ὅ­τι οἱ Ἕλ­λη­νες δέν βγαί­νουν ἔ­ξω ἀ­πό τό σχέ­διο τοῦ Θε­οῦ, πο­λύ δέ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­φοῦ ἔ­χου­με δε­χθεῖ τό Εὐ­αγ­γέ­λιο ἀ­πό τούς πρώ­τους, ὅ­ταν κη­ρύ­χθη­κε στόν κό­σμο τό μή­νυ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου.
Ἡ Ἑλλάδα στά χνάρια τοῦ παλαιοῦ Ἰσραήλ, ἕτοιμη νά ὑποστεῖ τίς ἴδιες συνέπειες.
Καί ἐρ­χό­μα­στε τώ­ρα νά ρω­τή­σου­με: Μή­πως καί ἡ πα­τρί­δα μας ζεῖ καί πο­λι­τεύ­ε­ται στά ἴ­δια χνά­ρια τοῦ πα­λαι­οῦ Ἰσ­ρα­ήλ; Καί ὅ­σα δει­νά μᾶς βροῦν, θά λέ­γα­με ποῦ θά ὀ­φεί­λον­ται; Τί λέτε; εἶ­ναι δυ­να­τόν νά ὑ­πο­στοῦ­με μιά τυ­χόν –τυχόν!– συρ­ρί­κνω­ση τῶν συ­νό­ρων μας; Ξέ­ρε­τε ὅ­τι πά­λι μπο­ροῦ­με νά γί­νου­με μι­κρό­τε­ροι; Ἀ­γα­πη­τοί μου, τό ξέ­ρε­τε ὅ­τι μπο­ροῦ­με νά γί­νου­με πά­λι μι­κρό­τε­ροι στά σύ­νο­ρά μας;... Δέν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τα τό ἀ­με­τά­θε­το καί σί­γου­ρο. Ἀ­πό ποῦ θά ἔ­χει τό αἴ­τιό του τό θέ­μα; Ἀ­κό­μη, ἄν ὑ­πο­στοῦ­με σάν λα­ός μιά δυ­σπρα­γί­α οἰ­κο­νο­μι­κή ἤ ἀ­κό­μα καί μιά κοι­νω­νι­κή ἀ­να­στά­τω­ση, ἀ­πό ποῦ θά ἔ­χει τήν ἀ­φε­τη­ρί­α της αὐ­τή ὅ­λη ἡ κα­τά­στα­ση; Ἀ­σφα­λῶς ἀ­πό τήν ἀ­πο­στα­σί­α τοῦ λα­οῦ μας καί τήν στρο­φή του πρός τήν εἰ­δω­λο­λα­τρί­α.
Ἀ­γα­πη­τοί μου, ὁ λα­ός μας ἀ­πο­στα­τεῖ ἀ­πό τόν Θε­ό κα­θη­με­ρι­νά. Τό φαι­νό­με­νο τῆς ἀ­θε­ΐ­ας ἦ­ταν ἄ­γνω­στο στήν πα­τρί­δα μας. Κι ἀρ­χί­ζει ἡ ἀ­θε­ΐ­α νά γί­νε­ται μί­α πραγ­μα­τι­κό­τη­τα σ’ αὐ­τόν ἐ­δῶ τόν χῶ­ρο, τόν ἑλ­λη­νι­κό, ἐ­δῶ πού ἀ­να­πτύ­χθη­κε ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α καί ἔ­χου­με τό­σους Ἁ­γί­ους! Εἶ­ναι κά­τι πού ἐκ­πλήσ­σει. Καί ξα­να­γυ­ρί­ζου­με πά­λι πί­σω στήν εἰ­δω­λο­λα­τρί­α!
Ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι οἱ ἡμέρες εἶναι κρίσιμες γιά τόν λαό μας ἀλλά καί γιά ὅλο τόν κόσμο;
Ἀλ­λά για­τί τό εἶ­πε αὐ­τό ὁ Προ­φή­της στόν Ἀ­χα­άβ; Γιά νά με­τα­νο­ή­σει ὁ λα­ός. Με­τα­νό­η­σε ὁ Ἀ­χα­άβ; Οὔ­τε ὁ Ἀ­χα­άβ, οὔ­τε ὁ λα­ός. Ἄ­ρα­γε ἐ­μεῖς θά με­τα­νο­ή­σου­με; Ὅ­ταν σή­με­ρα κη­ρύσ­σε­ται τό κή­ρυγ­μα, τῆς με­τα­νοί­ας τό κή­ρυγ­μα, καί λέ­γον­ται αὐ­τά πού λέ­γον­ται, τί νο­μί­ζε­τε ὅ­τι εἶ­ναι; Αὐ­τά πού σᾶς λέ­ω τώ­ρα τί νο­μί­ζε­τε ὅ­τι εἶ­ναι; Νο­μί­ζε­τε ὅ­τι εἶ­ναι ἕ­να φι­λο­λο­γι­κό κή­ρυγ­μα, γιά τό ὁ­ποῖ­ο μπο­ροῦ­με νά λέ­με ὅ­τι εἶ­ναι μό­νο λό­για; Ὄ­χι· εἶ­ναι κή­ρυγ­μα με­τα­νοί­ας, εἶ­ναι κή­ρυγ­μα ἀ­φυ­πνι­στι­κό! Ἄλ­λο τώρα ἐ­άν κοι­μό­μα­στε κά­πο­τε καί μέ τόν αἰ­σθη­τό ὕ­πνο, κλεί­νου­με τά μά­τια μας καί δέν προ­σέ­χου­με τόν ὁ­μι­λη­τή· ἄλ­λη πα­ρά­γρα­φος αὐ­τή. Ἀλ­λά αὐτά πού λέ­με ἐ­δῶ τώ­ρα εἶ­ναι κή­ρυγ­μα με­τα­νοί­ας, καί κα­λού­με­θα νά με­τα­νο­ή­σου­με γιά ’­κεί­νη τήν κα­τά­στα­ση πού ἤ­δη ἐ­πι­κρα­τεῖ μέ­σα στόν λα­ό μας! Εἶ­ναι φο­βε­ρή ἡ κα­τά­στα­ση· τό ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε;... Εἴ­μα­στε σέ πα­ράλ­λη­λες ἡ­μέ­ρες μέ τήν ἐ­πο­χή τοῦ βο­ρεί­ου Ἰσ­ρα­ήλ, πού ὁ Προ­φή­της ἐ­λέγ­χει μέ δρι­μύ­τη­τα τήν κα­τά­στα­ση καί φω­νά­ζει· φω­νά­ζει καί χρη­σι­μο­ποι­εῖ, θά λέ­γα­με, τό ἔ­κτα­κτο ἐ­κεῖ­νο στοι­χεῖ­ο, πού κα­τα­πλήσ­σει μέ τήν πα­ρου­σί­α του τόν λα­ό. Θά τό ἀν­τι­λη­φθοῦ­με ἐ­μεῖς ὅ­τι οἱ ἡ­μέ­ρες μας εἶ­ναι κρί­σι­μες γιά τόν λα­ό μας ἀλ­λά καί γιά ὁ­λό­κλη­ρη τήν οἰ­κου­μέ­νη; Θά τό κα­τα­λά­βου­με αὐ­τό;...
Συνέπειες τῆς ἀποστασίας τοῦ παλαιοῦ Ἰσραήλ.
Ὡ­στό­σο, ἀ­γα­πη­τοί μου, ὁ Προ­φή­της εἶ­πε τό μή­νυ­μά του, ὅ­πως σᾶς εἶ­πα, τό μή­νυ­μα τοῦ Οὐ­ρα­νοῦ, καί ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε ἀ­πό προ­σώ­που τοῦ Ἀ­χα­άβ. Ἀ­πό ’­κεί­νη τή στιγ­μή ὅ­μως ἀρ­χί­ζει καί ἡ πε­ρι­πέ­τεια τοῦ βο­ρεί­ου βα­σι­λεί­ου. Ἄν θέ­λε­τε, δια­βά­στε τά τέσ­σε­ρα Βα­σι­λει­ῶν –ἰ­δί­ως τό τέ­λος τοῦ δευ­τέ­ρου, τό τρί­το καί τέ­ταρ­το Βα­σι­λει­ῶν– γιά νά δεῖ­τε ἐ­κεῖ τί πε­ρι­πέ­τει­ες καί τί κα­τα­στρο­φές ὑ­πέ­στη τό βό­ρει­ο βα­σί­λει­ο, μέ κα­τά­λη­ξη τήν αἰχ­μα­λω­σί­α του ἀ­πό τούς Ἀσ­συ­ρί­ους, ἑ­κα­τό πε­ρί­που χρό­νια πρίν ἀ­πό τήν κα­τα­στρο­φή τοῦ νο­τί­ου βα­σι­λεί­ου, πού καί τό δι­κό του τέ­λος –τοῦ νο­τί­ου βα­σι­λεί­ου– ἦ­ταν ἡ αἰχ­μα­λω­σί­α του ἀ­πό τούς Βα­βυ­λω­νί­ους.
Προ­ει­δο­ποι­οῦ­σε καί ὁ προ­φή­της Ἡ­σα­ΐ­ας: «Κυ­ρά­δες μου... φο­ρᾶ­τε τά φου­στά­νια σας τά ὡ­ραῖ­α, ἔ­λε­γε, μέ τίς ζῶ­νες σας τίς χρυ­σές καί τά χρυ­σο­κε­ντη­μέ­να καί με­τα­ξω­τά σας ροῦ­χα... Σκοι­νί θά μπεῖ στή μέ­ση σας καί θά συρ­θεῖ­τε ξυ­πό­λη­τες στή γῆ τῆς αἰχ­μα­λω­σί­ας !...».
Κι ἄν δέν τά κα­τα­λα­βαί­νου­με αὐ­τά, θά ’ρ­θοῦν οἱ συ­νέ­πει­ες, καί τό­τε θά τά κα­τα­λά­βου­με...
Ὁ Θεός προστατεύει τόν Προφήτη Του.
Ἀλλ’ ὅ­μως ὁ Θε­ός, ἀ­γα­πη­τοί μου, προ­στα­τεύ­ει τόν Προ­φή­τη Του· τόν προ­στα­τεύ­ει ἀ­πό τήν ὀρ­γή τοῦ Ἀ­χα­άβ. Δι­ό­τι ὅ­ταν ἄ­κου­σε αὐ­τά ὁ Ἀ­χα­άβ, ἔ­μει­νε ἔκ­πλη­κτος· καί πρίν προ­λά­βει νά ἀν­τι­δρά­σει, ὁ Προ­φή­της ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε. Γι’ αὐ­τό σᾶς εἶ­πα ὅ­τι σάν ἀ­στρα­πή πα­ρου­σι­ά­στη­κε καί σάν βρον­τή ἔ­φυ­γε. Καί ἐ­πει­δή δέν πρό­λα­βε ὁ Ἀ­χα­άβ νά ἀν­τι­δρά­σει, κα­τα­δι­ώ­κει τόν Προ­φή­τη. Ὁ Θε­ός ὅ­μως προ­στα­τεύ­ει τόν Προ­φή­τη Του, ὄ­χι μό­νο ἀ­πό τήν ὀρ­γή τοῦ Ἀ­χα­άβ, ἀλ­λά καί ἀ­πό τόν ἐν­σκύ­ψαν­τα λι­μό, τήν πεῖ­να πού ἔ­πε­σε.
«Καὶ ἐ­γέ­νε­το ῥῆ­μα Κυ­ρί­ου πρὸς Ἠ­λιού», καί δό­θη­κε ἐ­ντο­λή ἀπό τόν Κύ­ρι­ο πρός τόν Ἠ­λί­α · «πο­ρεύ­ου ἐν­τεῦ­θεν κα­τὰ ἀ­να­το­λὰς καὶ κρύ­βη­θι ἐν τῷ χει­μάῤ­ῥῳ Χοῤ­ῥὰθ τοῦ ἐ­πὶ προ­σώ­που Ἰ­ορ­δά­νου· καὶ ἔ­σται ἐκ τοῦ χει­μάῤ­ῥου πί­ε­σαι ὕ­δωρ, καὶ τοῖς κό­ρα­ξιν ἐν­τε­λοῦ­μαι δι­α­τρέ­φειν σε ἐ­κεῖ.» Φῦ­γε, κρύ­ψου. Φῦ­γε, κρύ­ψου σ’  ἐ­κεῖ­νον τόν χεί­μαρ­ρο, τόν Χορ­ράθ, πού βλέ­πει πρός τά ἀ­να­το­λι­κά καί πού χύ­νε­ται στόν Ἰ­ορ­δά­νη. Πή­γαι­νε κρύ­ψου ἐ­κεῖ · ἐ­κεῖ θά βρεῖς νε­ρό –για­τί νε­ρό δέν ὑ­πῆρ­χε, ἐξ αἰ­τί­ας τῆς ἀ­νομ­βρί­ας. Ἐ­κεῖ θά βρεῖς νε­ρό. Καί ἐ­γώ θά στέλ­νω τά κο­ρά­κια μου, πού ἐ­γώ τά πα­ραγ­γέλ­λω νά τό κά­νουν αὐ­τό, νά σέ δι­α­τρέ­φουν.
Ὁ λαός τοῦ Θεοῦ ὀφείλει νά κρυφτεῖ.
Προ­σέξ­τε, ἀ­γα­πη­τοί. Αὐ­τά τά λό­για τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι παμ­μέ­γι­στης ση­μα­σί­ας. Δέν ἀ­φο­ροῦν μό­νο στόν προ­φή­τη Ἠ­λί­α· ἀ­φο­ροῦν καί σ’ ἐ­μᾶς· θά τό δεῖ­τε στή συ­νέ­χεια.
Τί εἶ­πε ὁ Θε­ός στόν Προ­φή­τη Του; «καὶ κρύ­βη­θι», κρύ­ψου ! Αὐ­τό τό «κρύ­βη­θι», κρύ­ψου, εἶ­ναι ἕ­να σπου­δαῖ­ο ση­μεῖ­ο γιά τόν λα­ό τοῦ Θε­οῦ στίς δύ­σκο­λες ἡ­μέ­ρες.
Αὐ­τό μᾶς θυ­μί­ζει ἐ­κεῖ­νο πού λέ­ει στόν προ­φή­τη Ἡ­σα­ΐ­α· «βά­δι­ζε, λα­ός μου, λέ­ει ἐ­κεῖ ὁ Θε­ός, εἴ­σελ­θε εἰς τὰ τα­μι­εῖ­ά σου, ἀ­πό­κλει­σον τὴν θύ­ραν σου, ἀ­πο­κρύ­βη­θι μι­κρὸν ὅ­σον ὅ­σον, ἕ­ως ἂν πα­ρέλ­θῃ ἡ ὀρ­γὴ Κυ­ρί­ου». Λα­έ μου, περ­πά­τα, μπές μέ­σα στά ἐ­σώ­τε­ρα δω­μά­τια τοῦ σπι­τιοῦ σου, κλεῖ­σε τήν πόρ­τα σου, κρύ­ψου γιά λί­γο, «ὅ­σον ὅ­σον», ἕ­ως ὅ­του πε­ρά­σει ἡ ὀρ­γή τοῦ Κυ­ρί­ου.
Ποῦ νά πά­ει νά κρυ­φτεῖ ὁ λα­ός τοῦ Θε­οῦ;
Ἔχουμε τή συνείδηση ὅτι εἴμαστε λαός τοῦ Θεοῦ;
Κα­τ’ ἀρ­χάς ἤ­θε­λα νά σᾶς ρω­τή­σω, ἀ­γα­πη­τοί μου: Ἔ­χε­τε τήν συ­νεί­δη­ση ὅ­τι εἶ­στε λα­ός τοῦ Θε­οῦ; Εἶ­ναι μί­α ἀ­νάγ­κη αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας, ὅ­τι εἴ­μα­στε λα­ός τοῦ Θε­οῦ. Εἴ­μα­στε λα­ός τοῦ Θε­οῦ; Ἔ­χε­τε τήν συ­νεί­δη­ση ὅ­τι ξε­χω­ρί­ζε­τε ἀ­π’ αὐ­τό πού λέ­γε­ται κό­σμος; –για­τί ὁ λα­ός τοῦ Θε­οῦ ξε­χω­ρί­ζει ἀ­π’ αὐ­τό πού λέ­γε­ται κό­σμος. Ἄν δέν τήν ἔ­χε­τε τή συ­νεί­δη­ση αὐ­τή ὅ­τι εἶ­στε λα­ός τοῦ Θε­οῦ, κλεῖ­στε τ’ αὐ­τιά σας γιά τά πα­ρα­κά­τω πού θά ποῦ­με· δέν σᾶς ἀ­φο­ροῦν· εἶ­στε κό­σμος, καί πο­ρεύ­ε­σθε στήν κα­τα­στρο­φή. Ἄν ὅ­μως εἶ­στε λα­ός τοῦ Θε­οῦ καί τό συ­νει­δη­το­ποι­εῖ­τε αὐ­τό, τό­τε ἀ­κοῦ­στε κα­λά· ἀ­νοῖξ­τε πιό πο­λύ τά αὐ­τιά σας νά ἀ­κού­σε­τε τί μᾶς λέ­ει ὁ Κύ­ριος.
Πρέ­πει, λέ­ει, νά κρυ­φτοῦ­με. Ἀλ­λά ποῦ νά κρυ­φτοῦ­με;
Ἱστορικά προηγούμενα φυγῆς καί διάσωσης.
Γιά νά κα­τα­νο­ή­σου­με αὐ­τή τήν ἐν­το­λή τοῦ Θε­οῦ, ὅ­τι πρέ­πει νά κρυ­φτοῦ­με, καί γιά νά δοῦ­με τί εἴ­δους εἶ­ναι αὐ­τή ἡ ἀ­πό­κρυ­ψή μας, πρέ­πει νά δοῦ­με τό γε­γο­νός αὐ­τό τοῦ προ­φή­του Ἠ­λιού σάν ἕ­ναν ἱ­στο­ρι­κό τύ­πο τῶν ἐ­σχά­των. Ὅ­ταν λέ­με ἱ­στο­ρι­κό τύ­πο, ἐν­νο­οῦ­με τό ἑ­ξῆς· ἕ­να γε­γο­νός, ἱ­στο­ρι­κό δη­λα­δή γε­γο­νός, τό ὁ­ποῖ­ο γί­νε­ται τύ­πος ἑ­νός ἄλ­λου γε­γο­νό­τος, πού ἀ­νή­κει ἱ­στο­ρι­κά πιό κά­τω.
Πα­ρά­δειγ­μα. Ὁ Ἰσ­ρα­ήλ φεύ­γει ἀ­πό τήν Αἴ­γυ­πτο, περ­νά­ει τήν Ἐ­ρυ­θρά θά­λασ­σα καί ἔρ­χε­ται στή γῆ Χα­να­άν. Τό πέ­ρα­σμά του ἀ­πό τήν Ἐ­ρυ­θρά θά­λασ­σα ἦ­ταν ἕ­να γε­γο­νός· ταυ­τό­χρο­να ὅ­μως εἶ­ναι καί ἕ­νας ἱ­στο­ρι­κός τύ­πος. Τί τύ­πος; Ἡ Αἴ­γυ­πτος θε­ω­ρεῖ­ται ἡ χώ­ρα τοῦ Σα­τα­νᾶ· ἤ ἡ γῆ Χα­να­άν θε­ω­ρεῖ­ται ἡ χώ­ρα τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ. Τό πέ­ρα­σμα λοι­πόν –αὐ­τό θά πεῖ πά­σχα· πέ­ρα­σμα– εἶ­ναι ἡ Ἐ­ρυ­θρά θά­λασ­σα. Ἐ­κεῖ, στήν Ἐ­ρυ­θρά θά­λασ­σα, κα­τα­πον­τί­ζει ὁ Θε­ός τόν Φα­ρα­ώ καί τούς στρα­τι­ῶ­τες του, καί ὁ λα­ός περ­νά­ει ἀ­σφα­λής. Εἶ­ναι ἡ Ἐ­ναν­θρώ­πη­ση τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, μέ τήν ὁ­ποί­α μᾶς παίρ­νει ἀ­πό τήν γῆ τοῦ θα­νά­του καί τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καί τοῦ Σα­τα­νᾶ καί μᾶς φέρ­νει στή Βα­σι­λεί­α Του, καί περ­νᾶ­με ἀ­πό τό πέ­ρα­σμα πού λέ­γε­ται Βά­πτι­σμα. Ὥ­στε λοι­πόν τί ἦ­ταν τό πέ­ρα­σμα τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ ἀ­πό τήν Αἴ­γυ­πτο διά μέ­σου τῆς Ἐ­ρυ­θρᾶς θα­λάσ­σης στή γῆ Χα­να­άν; Ἕ­νας ἱ­στο­ρι­κός τύ­πος. Τί­νος πρω­το­τύ­που; Τοῦ Βα­πτί­σμα­τος καί τῆς σω­τη­ρί­ας.
Ἄλ­λο πα­ρά­δειγ­μα εἶ­ναι καί ἡ κα­τα­στρο­φή τῆς Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, πού ἔ­γι­νε τό 70 μ.Χ.. Ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­ναν ἱ­στο­ρι­κό τύ­πο, ἕ­να γε­γο­νός, ἀλ­λά ταυ­το­χρό­νως ἀ­πο­τε­λεῖ κι ἕ­ναν τύ­πο. Τί­νος πρω­το­τύ­που; Τοῦ τέ­λους τοῦ κό­σμου, τό­τε πού θά κα­τα­στρα­φεῖ ὁ κό­σμος.
Ὁ προφήτης Ἠλίας παρών καί στά ἔσχατα          ὡς ἱστορικό ἀντίτυπο μαζί καί πρωτότυπο!
Ἔ­τσι κι ἐ­δῶ· ἐ­κεῖ­νο τό γε­γο­νός πού συ­νέ­βη ἀ­νά­με­σα στόν Προ­φή­τη καί τόν Ἀ­χα­άβ τόν βα­σι­λιά ἀ­πο­τε­λεῖ ὁ­πωσ­δή­πο­τε ἕ­να γε­γο­νός, καί ταυ­τό­χρο­να ἕ­ναν ἱ­στο­ρι­κό τύ­πο τῶν ἐ­σχά­των. Δι­ό­τι ὁ Ἀ­χα­άβ εἶ­ναι ἀν­τί­τυ­πο τοῦ Ἀν­τι­χρί­στου. Ἀλ­λά τό πιό κα­τα­πλη­κτι­κό ἀ­π’ ὅ­λα ξέ­ρε­τε ποι­ό εἶ­ναι; Τό πιό κα­τα­πλη­κτι­κό πρᾶγ­μα –πού εἶ­ναι καί ἡ μο­να­δι­κή πε­ρί­πτω­ση ἐ­δῶ, ἡ ἐν­τε­λῶς μο­να­δι­κή πε­ρί­πτω­ση μέ­σα στήν Ἱ­στο­ρί­α– εἶ­ναι ὅ­τι ὁ προ­φή­της Ἠ­λί­ας, πού ἀ­πο­τέ­λε­σε ἱ­στο­ρι­κό ἀν­τί­τυ­πο ἑ­νός πρω­το­τύ­που τῶν ἐ­σχά­των, ταυ­τό­χρο­να εἶ­ναι καί πρω­τό­τυ­πο! Ὁ ἴ­διος Προ­φή­της θά εἶ­ναι πα­ρών καί στίς ἡ­μέ­ρες τοῦ Ἀν­τι­χρί­στου!
Ὅ­πως θά ξέ­ρε­τε, ὁ προ­φή­της Ἠ­λί­ας δέν πέ­θα­νε· ἀ­να­λή­φθη­κε κά­που στόν οὐ­ρα­νό. Θά ἐ­πα­νέλ­θει! Καί ὅ­πως ἔ­λεγ­ξε τόν Ἀ­χα­άβ, ἔ­τσι θά ἐ­λέγ­ξει καί τόν Ἀν­τί­χρι­στο· μέ τόν ἴ­διο τρό­πο. Καί τό κα­τα­πλη­κτι­κό: τρι­ά­μι­σι χρό­νια ἀ­νομ­βρί­α ἐ­πέ­φε­ρε ὁ προ­φή­της Ἠ­λί­ας στόν Ἀ­χα­άβ, τρι­ά­μι­σι χρό­νια ἀ­νομ­βρί­α θά ἐ­πι­φέ­ρει καί στόν Ἀν­τί­χρι­στο! Συ­νε­πῶς ἔ­χου­με τό μο­να­δι­κό φαι­νό­με­νο, πού ἕ­να πρό­σω­πο, ὁ προ­φή­της Ἠ­λί­ας, ἀ­πο­τε­λεῖ ὄ­χι μό­νο ἕ­να ἱ­στο­ρι­κό ἀν­τί­τυ­πο σ’ ἐ­κεί­νη τήν ἐ­πο­χή, ἀλ­λά καί ἕ­να ἱ­στο­ρι­κό πρω­τό­τυ­πο στό μέλ­λον, στά ἔ­σχα­τα. Ἔ­τσι λοι­πόν τό ἴ­διο πρό­σω­πο εἶ­ναι πα­ρόν καί στή μί­α καί στήν ἄλ­λη πε­ρί­πτω­ση. Ἐ­πα­να­λαμ­βά­νω· μο­να­δι­κό φαι­νό­με­νο!
Κι ἄν, ἀ­γα­πη­τοί μου, στίς ἡ­μέ­ρες τῶν παι­δι­ῶν σας ἔρ­θει ὁ προ­φή­της Ἠ­λί­ας –ἐ­πει­δή θά ἔ­χει ἔλ­θει ὁ Ἀν­τί­χρι­στος– κι ἄν στίς ἡ­μέ­ρες μας ἔλ­θει –ὄ­χι μό­νο τῶν παι­δι­ῶν σας– πέ­στε μου, εἶ­ναι και­ρός γιά νά κοι­μό­μα­στε; ἤ εἶ­ναι και­ρός γιά νά ἀ­νη­συ­χοῦ­με;... Ἐ­ρω­τῶ.
Τί γράφει ἡ Ἀποκάλυψη γιά τόν προφήτη Ἠλία.
Ἀ­κοῦ­στε τώ­ρα τί γρά­φει τό βι­βλί­ο τῆς Ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως στό 11ο κε­φά­λαι­ο, πά­νω σ’ ἐ­κεῖ­νο τό θέ­μα τοῦ ἐ­λέγ­χου τοῦ Ἀ­ντι­χρί­στου ὑ­πό τοῦ Προ­φή­του, καί τί θά γί­νει πα­ρα­κά­τω. «καὶ δώ­σω, λέ­ει ὁ Θε­ός, τοῖς δυ­σὶ μάρ­τυ­σί μου, καὶ προ­φη­τεύ­σου­σιν ἡ­μέ­ρας χι­λί­ας δι­α­κο­σί­ας ἑ­ξή­κον­τα... οὗ­τοι ἔ­χου­σιν ἐ­ξου­σί­αν τὸν οὐ­ρα­νὸν κλεῖ­σαι, ἵ­να μὴ ὑ­ε­τὸς βρέ­χῃ τὰς ἡ­μέ­ρας τῆς προ­φη­τεί­ας αὐ­τῶν. καὶ... τὸ θη­ρί­ον τὸ ἀ­να­βαῖ­νον ἐκ τῆς ἀ­βύσ­σου... ἀ­πο­κτε­νεῖ αὐ­τούς.» Πα­ρα­λεί­πω με­ρι­κούς στί­χους, γιά λό­γους συν­το­μί­ας. Καί θά δώ­σω στούς δυό μάρ­τυ­ρές μου, λέ­ει ὁ Χρι­στός, καί θά προ­φη­τεύ­σουν. Λέ­γον­ται μάρ­τυ­ρες, για­τί θά δώ­σου­νε μί­α μαρ­τυ­ρί­α· λέ­γον­ται ἀ­κό­μη καί προ­φῆ­τες, για­τί θά προ­φη­τεύ­σουν.
Πό­σο θά προ­φη­τεύ­σουν; Χί­λι­ες δι­α­κό­σι­ες ἑ­ξή­ντα ἡ­μέ­ρες, ἴ­σον τριάμισι χρό­νια. Πό­σες μέ­ρες εἶ­χε κρα­τή­σει τήν ἀ­νομ­βρί­α τότε ὁ Προ­φή­της; Τριάμισι χρό­νια. Τό ἴ­διο φαι­νό­με­νο, ἀ­πό τό ἴ­διο πρό­σω­πο!
Τ’ ἀ­κοῦ­τε, πα­ρα­κα­λῶ, πῶς τό λέ­ει ἡ Και­νή Δι­α­θή­κη αὐ­τό; «Αὐ­τοί θά ἔ­χουν ἐ­ξου­σί­α νά κλεί­σουν τόν οὐ­ρα­νό, γιά νά μήν πέ­σει βρο­χή κα­τά τίς ἡ­μέ­ρες τῆς προ­φη­τεί­ας τους.»! Τό κή­ρυγ­μα τῆς με­τα­νοί­ας λοι­πόν θά δι­αρ­κέ­σει τρι­ά­μι­σι χρό­νι­α, ὅ­σο καί ἡ πε­ρί­ο­δος τῆς ἀ­νομ­βρί­ας.
Ἀλ­λά τό­τε, λέ­ει, τό Θη­ρί­ον πού θά ἀ­νε­βεῖ ἀ­πό τήν ἄ­βυσ­σο, ὁ Ἀν­τί­χρι­στος, μή ἀ­νε­χό­με­νος τήν πα­ρου­σί­α καί τόν ἔ­λεγ­χο τῶν δύ­ο Προ­φη­τῶν, θά τούς φο­νεύ­σει καί θά ἀ­φή­σει τά σώ­μα­τά τους ἄ­τα­φα στήν πλα­τεῖ­α τῆς Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ.
Ἑρ­μη­νεύ­ει ὁ ἅ­γι­ος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Δα­μα­σκη­νός καί λέ­ει: «Ἀ­πο­στα­λή­σε­ται Ἐ­νὼχ καὶ Ἠ­λί­ας ὁ Θε­σβί­της ... καὶ ὑ­π’ αὐ­τοῦ ἀ­ναι­ρε­θή­σον­ται.».
Γι’ αὐ­τούς τούς δύ­ο Προ­φῆ­τες μᾶς λέ­ει τό βι­βλί­ο τῆς Ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως ὅ­τι θά τούς δεῖ ὅ­λος ὁ κό­σμος, ἀ­φοῦ θά ’­χουν φο­νευ­θεῖ στήν πλατεῖα τῆς Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ. Βέβαια αὐ­τό δεί­χνει ὅ­τι ἐ­κεῖ θά κυ­βερ­νή­σει ὁ Ἀν­τί­χρι­στος, τόν ὁ­ποῖ­ο θά ἐ­λέγ­ξουν, ἀλ­λά καί θά κα­τα­δεί­ξουν οἱ δύ­ο Προ­φῆ­τες ὅ­τι αὐ­τός τε­λι­κά εἶ­ναι ὁ Ἀν­τί­χρι­στος. Θά τούς φο­νεύ­σει ὅ­μως, λέ­ει, καί τό­τε θά δοῦν τόν φό­νο τους «γλῶσ­σες, φυ­λές, ἔ­θνη, λα­οί». Εἶ­ναι μιά συ­νη­θι­σμέ­νη φρά­ση πού χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται στήν Ἀ­πο­κά­λυ­ψη ἀ­πό τόν εὐ­αγ­γε­λι­στή Ἰ­ω­άν­νη , ἀλ­λά χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται καί ἀ­πό τόν προ­φή­τη Δα­νι­ήλ .
Πῶς θά δοῦν αὐ­τές οἱ «γλῶσ­σες, φυ­λές, ἔ­θνη, λα­οί» τήν ἀ­ναί­ρε­ση, τόν θά­να­το τῶν δύ­ο Προ­φη­τῶν; Ἀ­σφα­λῶς μέ τήν τη­λε­ό­ρα­ση!
Μπο­ροῦ­σαν πο­τέ νά φαν­τα­στοῦν οἱ πα­λιό­τε­ροι ὅ­τι θά ἐρ­χό­ταν ἡ τη­λε­ό­ρα­ση;... Θά μπο­ρού­σα­με νά φα­ντα­στοῦ­με ὅ­τι ὅ­λοι οἱ λα­οί θά μπο­ροῦ­σαν ἔ­τσι νά βλέ­πουν;... Κι ὅ­μως σή­με­ρα εἶ­ναι δυ­να­τόν. Μή­πως λοι­πόν –μή­πως!– εἶ­ναι κον­τά τό τέ­λος, μό­νο καί μό­νο ἐ­πει­δή ἀ­κρι­βῶς καί τό μη­χά­νη­μα τῆς τη­λε­ο­ρά­σε­ως ἤ­δη ἔ­χει ἔρ­θει, δη­λα­δή ἔ­χει ἐ­πι­νο­η­θεῖ;... καί μή­πως –μή­πως!– ἀ­κρι­βῶς κι αὐ­τό θά μπεῖ στήν ὑ­πη­ρε­σί­α τοῦ Ἀν­τι­χρί­στου;... Τό ὅ­τι πρό πολ­λοῦ ἔ­χει μπεῖ εἶ­ναι γνω­στό, δι­ό­τι ὅ,τι προ­βάλ­λει σή­με­ρα ἡ τη­λε­ό­ρα­ση δέν εἶ­ναι πα­ρά γιά νά προ­ε­τοι­μά­σει τούς ἀν­θρώ­πους γιά τόν ἐρ­χο­μό τοῦ Ἀν­τι­χρί­στου.
Ὁ λαός τοῦ Θεοῦ πρέπει νά ἀποκρυβεῖ.
Στά τριάμισι αὐ­τά χρό­νια τῆς τυ­ραν­νί­ας τοῦ Ἀ­ντι­χρί­στου ὁ λα­ός τοῦ Θε­οῦ πρέ­πει νά ἀ­πο­κρυ­βεῖ «μι­κρὸν ὅ­σον ὅ­σον». Προ­σέξ­τε· τριάμισι χρό­νια πρέ­πει νά κρυ­φτεῖ !
Για­τί ὅ­μως πρέ­πει νά κρυ­φτεῖ;
Γιά νά γλυ­τώ­σει.
Γιά νά γλυ­τώ­σει τόν θά­να­το;
Ὄ­χι τό­σο τόν θά­να­το· ἀλ­λά καί τόν θά­να­το. Ὄ­χι τό­σο τόν θά­να­το, ὅ­σο καί κυ­ρί­ως τίς κα­κές ἐ­πι­δρά­σεις ἐ­κεί­νων τῶν τριάμισι ἐ­τῶν.
Εἶ­ναι φο­βε­ρό, ἀ­γα­πη­τοί μου, ὅ­ταν βλέ­που­με Χρι­στια­νούς στήν ἐ­πο­χή μας νά ἐ­πη­ρε­ά­ζο­νται τό­σο πο­λύ ἀ­πό τόν τρέ­χον­τα πο­λι­τι­σμό μας –ὁ ὁ­ποῖ­ος ὑ­πη­ρε­τεῖ τόν Ἀν­τί­χρι­στο· πρέ­πει νά σᾶς τό πῶ αὐ­τό– καί νά μή μπο­ροῦ­με νά τούς συγ­κρα­τή­σου­με.
Θέ­λε­τε ἕ­να μι­κρό ἀλ­λά πο­λύ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα; Μα­ζέψ­τε τά παι­διά σας, ἄν μπο­ρεῖ­τε, καί φέρ­τε τα στήν Ἐκ­κλη­σί­α... Τί σᾶς λέ­νε; Σᾶς λέ­νε ὅ­τι τά μυα­λά σας εἶ­ναι σκου­ρι­α­σμέ­να, ὅ­τι αὐ­τά ἔ­χουν τώ­ρα και­νούρ­για μυα­λά, ὅ­τι ἔ­χουν και­νούρ­για θε­ώ­ρη­ση τῆς ζω­ῆς... Μα­ζέψ­τε τά παι­διά σας, ἄν μπο­ρεῖ­τε, γιά νά δεῖ­τε ὅ­τι ὄ­χι μό­νο τά παι­διά, ἀλ­λά καί οἱ με­γά­λοι ἔ­χου­νε πά­ρει ἀ­έ­ρα κι ἔ­χουν κο­σμι­κο­ποι­η­θεῖ. Κι ἀ­κό­μα δέν ἦρ­θε ὁ Ἀν­τί­χρι­στος· καί ποῦ νά ’ρθει καί νά ἐ­πι­βά­λει πεῖ­να καί οἰ­κο­νο­μι­κό ἀ­πο­κλει­σμό...! Τί θά γί­νει τό­τε;...
Νά ἡ ἀ­ξί­α τοῦ βι­βλί­ου τῆς Ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως· ἔρ­χε­ται γιά νά μᾶς προ­ε­τοι­μά­σει. Καί ἡ προ­ε­τοι­μα­σί­α εἶ­ναι πρῶ­τα σάν μή­νυ­μα καί ὕ­στε­ρα σάν ἄ­σκη­ση. Πρέ­πει νά τό κα­τα­λά­βου­με.
Ὁ λαός τοῦ Θεοῦ θά κρυφτεῖ στήν ἔρημο.
Λοι­πόν· ποῦ θά πρέ­πει νά κα­τα­φύ­γει ὁ λα­ός τοῦ Θε­οῦ; –καί ὁ λα­ός τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νοι πού δέν θά προ­σκυ­νή­σουν τόν Ἀν­τί­χρι­στο.
Στήν ἐ­ρη­μιά, ὅ­πως καί ὁ Προ­φή­της. Ἐ­κεῖ θά κα­τα­φύ­γει ὁ λα­ός τοῦ Θε­οῦ, στήν ἐ­ρη­μιά, ὅ­πως πα­λιά καί ὁ Προ­φή­της! Ἔ­τσι λοι­πόν ὁ λα­ός τοῦ Θε­οῦ, ὅ­πως καί οἱ υἱ­οί τῶν Προ­φη­τῶν στήν ἐ­πο­χή τοῦ προ­φή­του Ἠ­λιού –πού ἦ­ταν πά­ρα πολ­λοί καί πε­ρι­στοί­χι­ζαν τό­τε τόν προ­φή­τη Ἠ­λί­α· ση­μει­ώ­σα­τέ το αὐ­τό – ὅ­λοι αὐ­τοί, ὅ­πως καί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α στά ἔ­σχα­τα, κα­τα­φεύ­γουν στήν ἔ­ρη­μο , κρύ­βον­ται.
Τί λέει ἡ Ἀποκάλυψη γιά τήν ἔρημο.
Γιά νά τό δοῦ­με αὐ­τό πῶς τό λέ­ει τό βι­βλί­ο τῆς Ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως στό 12ο κε­φά­λαι­ο, ἀ­πό τόν στί­χο 14.
«Καὶ ἐ­δό­θη­σαν τῇ γυ­ναι­κὶ δύ­ο πτέ­ρυ­γες τοῦ ἀ­ε­τοῦ τοῦ με­γά­λου, ἵ­να πέ­τη­ται εἰς τὴν ἔ­ρη­μον εἰς τὸν τό­πον αὐ­τῆς.» Δό­θη­καν, λέ­ει, στή γυ­ναῖ­κα... Ποι­ά εἶ­ναι ἡ γυ­ναί­κα; Εἶ­ναι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α. Δό­θη­καν στή γυ­ναῖ­κα, στήν Ἐκ­κλη­σί­α, δυ­ό φτε­ροῦ­γες τοῦ με­γά­λου ἀ­ε­τοῦ.
Στήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη ἔ­χου­με πολ­λές φο­ρές αὐ­τή τήν εἰ­κό­να –ὅ­πως στό Δευ­τε­ρο­νό­μιο καί ἀλ­λοῦ – πού δεί­χνει ὅ­τι αὐ­τές οἱ δυ­ό με­γά­λες φτε­ροῦ­γες τοῦ ἀ­ε­τοῦ εἶ­ναι ἡ με­γά­λη προ­στα­σί­α τοῦ Θε­οῦ. Ὅ­ταν λοι­πόν λέ­ει «δό­θη­καν δύ­ο φτε­ροῦ­γες τοῦ ἀ­ε­τοῦ τοῦ με­γά­λου», ση­μαί­νει: ὁ Θε­ός προ­στα­τεύ­ει τήν Ἐκ­κλη­σί­α.
Καί συ­νε­χί­ζει: «ἵ­να πέ­τη­ται εἰς τὴν ἔ­ρη­μον εἰς τὸν τό­πον αὐ­τῆς», γιά νά πε­τά­ξει καί νά φύ­γει στήν ἐ­ρη­μιά, στόν τό­πο της. Ὥ­στε ὁ τό­πος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι ἡ ἔ­ρη­μος; Ναί, ἡ ἔ­ρη­μος!
Τά Μοναστήρια ἀποτελοῦν προοίμιο τῆς ἐξόδου τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ στήν ἔρημο.
Τό ξέ­ρε­τε ὅ­τι ἕ­να μι­κρό προ­οί­μιο, καί ταυ­το­χρό­νως ἕ­να μή­νυ­μα μέ­σα στούς αἰ­ῶ­νες, τοῦ ὅ­τι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α θά κα­τα­φύ­γει στήν ἔ­ρη­μο εἶ­ναι τά Μο­να­στή­ρια; Πολ­λοί λέ­νε: «Για­τί κά­θε­στε στά Μο­να­στή­ρια, ἐ­σεῖς οἱ μο­να­χοί;». Γιά νά σᾶς θυ­μί­ζου­με ὅ­τι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α θά ξα­να­γυ­ρί­σει στήν ἔ­ρη­μο. Ἄλ­λω­στε ἀ­πό τήν ἔ­ρη­μο ξε­κί­νη­σε ἡ Ἐκ­κλη­σί­α. Ἔ­χε­τε ἀν­τίρ­ρη­ση; Δι­α­βά­στε τό 1ο κε­φά­λαι­ο ἀ­πό τό Κα­τά Μᾶρ­κον εὐ­αγ­γέ­λιο, νά τό δεῖ­τε αὐ­τό· «φω­νὴ βο­ῶν­τος ἐν τῇ ἐ­ρή­μῳ». Ὁ Ἰ­ω­άν­νης ὁ Πρό­δρο­μος φω­νά­ζει καί λέ­ει ὅ­τι ἔρ­χε­ται ὁ Μεσ­σί­ας. Καί ποῦ ἔ­δει­ξε, πα­ρα­κα­λῶ, τόν Μεσ­σί­α; Στήν ἔ­ρη­μο. Ποῦ εἶ­ναι τά θε­μέ­λια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας; Στήν ἔ­ρη­μο. Στήν ἔ­ρη­μο λοι­πόν θά κα­τα­λή­ξει.
Ὁ Ὄφις καθιστᾶ τήν Γυναῖκα «ποταμοφόρητον».
Ἔ­τσι, λέ­ει πιό κά­τω: «καὶ ἔ­βα­λεν ὁ ὄ­φις ἐκ τοῦ στό­μα­τος αὐ­τοῦ ὀ­πί­σω τῆς γυ­ναι­κὸς ὕ­δωρ ὡς πο­τα­μόν, ἵ­να αὐ­τὴν πο­τα­μο­φό­ρη­τον ποι­ή­σῃ» . Ὁ Δι­ά­βο­λος, ὁ Ἀν­τί­χρι­στος, πί­σω ἀ­πό τόν ὁ­ποῖ­ο εἶ­ναι ὁ Δι­ά­βο­λος, θά κυ­νη­γή­σει τήν Ἐκ­κλη­σί­α, θά δι­ώ­ξει τήν Ἐκ­κλη­σί­α –γι’   αὐ­τό ἐ­κεί­νη θά κα­τα­φύ­γει στήν ἔ­ρη­μο– καί θά βγά­λει νε­ρό ἀ­πό τό στό­μα του, γιά νά τήν πνί­ξει.
Τί εἶ­ναι αὐ­τό τό νε­ρό πού βγά­ζει ὁ Δι­ά­βο­λος, καί ὁ Ἀν­τί­χρι­στος, ἀ­πό τό στό­μα του; Νά, ἀ­γα­πη­τοί μου, τί εἶ­ναι· τά δι­ά­φο­ρα κοι­νω­νι­κά καί φι­λο­σο­φι­κά συ­στή­μα­τα, πού θέ­λουν νά πνί­ξουν τόν σύγ­χρο­νο Χρι­στια­νό. Εἶ­ναι ὅ­ταν ὁ ἄλ­λος σοῦ δί­νει ἕ­να πιά­το φαΐ καί σοῦ λέ­ει: «Θά φᾶς κα­λά· ἀλ­λά, ξέ­ρεις, θά ἀ­κο­λου­θή­σεις αὐ­τό τό κοι­νω­νι­κό σύ­στη­μα ἤ αὐ­τό τό οἰ­κο­νο­μι­κό σύ­στη­μα.». Δέν νο­μί­ζε­τε ὅ­τι μοι­ά­ζου­με λί­γο μέ τόν Ἡ­σαῦ, πού πού­λη­σε τά πρω­το­τό­κιά του, τό νά φέ­ρει δη­λα­δή τόν Μεσ­σί­α, για­τί ἤ­θε­λε νά φά­ει;... Ἔ­τσι κι ἐ­μεῖς ξε­που­λᾶ­με τόν Χρι­στό, γιά νά ἔ­χου­με οἰ­κο­νο­μι­κά ὀ­φέ­λη... Τί κρῖ­μα! Τί κρῖ­μα!... Αὐ­τά λοι­πόν θά πνί­ξουν, θά προ­σπα­θή­σουν νά πνί­ξουν τήν Ἐκ­κλη­σί­α.
Νά τό πάρουμε εἴδηση· τό πνεῦμα τοῦ Ἀντιχρίστου μπορεῖ νά μᾶς ἐπιβληθεῖ, καί νά χαθοῦμε!
Βέ­βαι­α ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή λέ­ει ὅ­τι πολ­λοί Χρι­στια­νοί θά χα­θοῦν . Τό λέ­ει καί στό βι­βλί­ο τῆς Ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως, ὅ­ταν ὁ Ἰ­ω­άν­νης κα­λεῖ­ται νά με­τρή­σει τόν να­ό μό­νο καί τό θυ­σι­α­στή­ρι­ο, καί ὄ­χι τήν αὐ­λή του. Αὐ­τό δεί­χνει ὅ­τι θά σω­θεῖ μό­νο τό λεῖμ­μα , ἕ­να μι­κρό μέ­ρος τῶν Χρι­στια­νῶν. Συ­γκε­κρι­μέ­να λέ­ει ὁ ἄγ­γε­λος στόν Ἰ­ω­άν­νη: «Μή με­τρή­σεις τά ὑ­πό­λοι­πα· δό­θη­καν νά πα­τη­θοῦν ἀ­πό τά ἔ­θνη γιά σα­ράν­τα δύ­ο μῆ­νες.». Δη­λα­δή θά ἐ­πι­κρα­τή­σει ὁ Ἀν­τί­χρι­στος στούς Χρι­στι­α­νούς τρι­ά­μι­σι χρό­νια. Στούς Χρι­στια­νούς! Ναί· δι­ό­τι, κα­τά τούς Πα­τέ­ρες, ὁ να­ός, οἱ αὐ­λές του καί ἡ πό­λη Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, ἡ πό­λη Σι­ών, πάν­το­τε συμ­βο­λί­ζουν τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Τί με­τρι­έ­ται; Μό­νο ὁ να­ός, λέ­ει, καί τό θυ­σι­α­στή­ριο, δη­λα­δή ἕ­να μι­κρό μέ­ρος.
Νά τό πά­ρου­με εἴ­δη­ση ὅ­τι μπο­ρεῖ νά χα­θοῦ­με καί ὅ­τι τό πνεῦ­μα τοῦ Ἀν­τι­χρί­στου μπο­ρεῖ νά ἐ­πι­βλη­θεῖ καί σ’ ἐ­μᾶς! Νά τό πά­ρω­με εἴ­δη­ση!... Αὐ­τό θά πεῖ ὅ­τι ὁ Δρά­κων κα­θι­στᾶ «πο­τα­μο­φό­ρη­τον» τήν Ἐκ­κλη­σί­α· πά­ει νά τήν πνί­ξει μέ τό νε­ρό. Τό νε­ρό εἶ­ναι ὅ,τι σᾶς ἐ­ξή­γη­σα.
Ὁ Θεός βοηθᾶ τόν λαό Του, χρησιμοποιώντας τά φυσικά στοιχεῖα.
«Καὶ ἐ­βο­ή­θη­σεν ἡ γῆ τῇ γυ­ναι­κί, καὶ ἤ­νοι­ξεν ἡ γῆ τὸ στό­μα αὐ­τῆς καὶ κα­τέ­πι­ε τὸν πο­τα­μὸν ὃν ἔ­βα­λεν ὁ δρά­κων ἐκ τοῦ στό­μα­τος αὐ­τοῦ.» 
Ἔρ­χον­ται τά φυ­σι­κά στοι­χεῖ­α νά βο­η­θή­σουν. Ἡ γῆ, λέ­ει, κα­τά­πι­ε τό νε­ρό.
Ἡ πε­ρί­πτω­ση ἐ­δῶ εἶ­ναι ὅ­πως καί στή δι­ά­βα­ση τῆς Ἐ­ρυ­θρᾶς θα­λάσ­σης. Κάπου με­τά τά με­σά­νυ­χτα ἄρ­χι­σε νά πνέ­ει ἄ­νε­μος νό­τιος, λέ­ει, τό­σο ἰ­σχυ­ρός, πού τό νε­ρό τῆς θα­λάσ­σης τό χώ­ρι­σε στά δυ­ό. Πέ­ρα­σαν οἱ Ἑ­βραῖ­οι· καί ὅ­ταν πιά ξη­μέ­ρω­νε, πῆ­γαν νά μποῦν καί οἱ Αἰ­γύ­πτιοι. Στα­μα­τά­ει ὁ ἄ­νε­μος, κλεί­νει τό νε­ρό καί τούς πνί­γει ὅ­λους.
Ἐ­δῶ βλέ­που­με τά στοι­χεῖ­α τῆς φύ­σε­ως. Βέ­βαι­α τά στοι­χεῖ­α τῆς φύ­σε­ως τά κυ­βερ­νά­ει ὁ Θε­ός· ἀλ­λά ἐ­δῶ ὅ­μως δεί­χνει ὄ­χι ποι­ός τά κυ­βερ­νά­ει, ἀλ­λά τί κά­νουν αὐ­τά, σ’ ἕ­να πρῶ­το πλά­νο, σ’ ἕ­να πρῶ­το ἐ­πί­πε­δο· ὅ­τι δη­λα­δή τά στοι­χεῖ­α τῆς φύ­σε­ως ἔρ­χον­ται ἤ νά κα­τα­στρέ­ψουν τόν ἀ­σε­βῆ ἤ νά ἐ­νι­σχύ­σουν καί νά βο­η­θή­σουν τόν εὐ­σε­βῆ.
Εἴ­δα­τε, ὁ προ­φή­της Ἰ­ω­νᾶς ζε­σταί­νε­ται πε­ρι­μέ­νο­ντας τήν κα­τα­στρο­φή τῆς Νι­νευ­ῆ. «Οὔφ ! ζέ­στη, κα­λο­καί­ρι !» Μέ­σα σέ λί­γα λε­πτά φυ­τρώ­νει μί­α κο­λο­κυ­θιά μέ με­γά­λα φύλ­λα καί τόν σκιά­ζει!
Ἔ­τσι λοιπόν ἡ φύ­ση ἔρ­χε­ται νά βο­η­θή­σει τόν εὐ­σε­βῆ καί τήν Ἐκ­κλη­σί­α.
Ὁ Ἀντίχριστος ὀργίζεται μ’ αὐτούς πού κρύφτηκαν στήν ἔρημο, καί κάνει πόλεμο μέ τούς λοιπούς Χριστιανούς στίς πόλεις.
«Καὶ ὠρ­γί­σθη ὁ δρά­κων ἐ­πὶ τῇ γυ­ναι­κί, καὶ ἀπ­ῆλ­θε ποι­ῆ­σαι πό­λε­μον με­τὰ τῶν λοι­πῶν τοῦ σπέρ­μα­τος αὐ­τῆς, τῶν τη­ρούν­των τὰς ἐν­το­λὰς τοῦ Θε­οῦ καὶ ἐ­χόν­των τὴν μαρ­τυ­ρί­αν Ἰ­η­σοῦ.» 
Ὁ Ἀντίχριστος ὅ­μως δέν τά κα­τά­φε­ρε· κρύ­φτη­κε ἡ Ἐκ­κλη­σί­α.
Δη­λα­δή, θά σκε­φθεῖ­τε, πό­σοι μπο­ροῦν νά κρυ­φτοῦν; Ἄς ποῦ­με, στή Θεσ­σα­λί­α πό­σοι νά εἶ­ναι ἄ­ρα­γε οἱ ἀ­λη­θι­νοί Χρι­στια­νοί; Πε­νήν­τα; ἑ­κα­τό; πεν­τα­κό­σιοι; χί­λιοι;... Μπο­ροῦν ὅ­λοι αὐ­τοί νά πά­ρουν τά βου­νά, νά πᾶ­νε στίς τρῦ­πες τῆς γῆς καί στίς σπη­λι­ές καί νά κρυ­φτοῦν; Ὄχι. Οἱ ὑ­πό­λοι­ποι; Οἱ ὑ­πό­λοι­ποι μέ­νουν στίς πό­λεις. Δη­λα­δή μό­νο αὐ­τοί εἶ­ναι οἱ εὐ­σε­βεῖς, πού ἔ­φυ­γαν στά βου­νά; Ὄ­χι· ἔ­χει κι ἄλ­λους, στίς πό­λεις. Τό­τε τί γί­νε­ται μ’ αὐτούς; «Ἔρ­χε­ται ὁ Δι­ά­βο­λος, λέ­ει, καί κά­νει πό­λε­μο μέ τούς λοι­πούς.» Ἀλ­λοί­μο­νό τους ὅ­μως· ἔ­χουν ν’ ἀν­τι­με­τω­πί­σουν πραγ­μα­τι­κά τήν τυ­ραν­νί­α τοῦ Ἀν­τι­χρί­στου !
Ὅπως ὁ Θεός ἔτρεφε τόν Προφήτη Του γιά τριάμισι χρόνια, ἔτσι θά τρέφει καί τόν λαό Του στήν ἔρημο γιά ἴσο χρονικό διάστημα.
Ἀλ­λά ἐ­κεῖ στήν ἔ­ρη­μο ὁ προ­φή­της Ἠ­λί­ας τί ἔ­τρω­γε;
«Καὶ οἱ κό­ρα­κες ἔ­φε­ρον αὐ­τῷ ἄρ­τους τὸ πρω­ῒ καὶ κρέ­α τὸ δεί­λης, καὶ ἐκ τοῦ χει­μάῤ­ῥου ἔ­πι­νεν ὕ­δωρ.» Κο­ρά­κια τοῦ ἔ­φερ­ναν ψω­μί τό πρωΐ, καί τό βρά­δυ τοῦ ἔ­φερ­ναν κρέ­ας, κι ἔ­πι­νε νε­ρό ἀ­πό τόν χεί­μαρ­ρο.
Για­τί κο­ρά­κια; Ξέ­ρε­τε ὅ­τι τά κο­ρά­κια εἶ­ναι σαρ­κο­βό­ρα. Τό λέ­ει καί ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή αὐ­τό , ἀλ­λά τό ξέ­ρου­με κι ἀ­πό τή φύ­ση τους. Τά κο­ρά­κια τρῶ­νε κρέ­α­τα, καί μά­λι­στα σά­πια κρέ­α­τα· πτώ­μα­τα τρῶ­νε τά κο­ρά­κια. Βά­ζει λοι­πόν κο­ρά­κια, στέλ­νει κο­ρά­κια, γιά νά δεί­ξει –τί;– ὅ­τι πρό­κει­ται γιά θαῦ­μα, πού μέ τόν τρό­πο αὐ­τό το­νί­ζε­ται. Τά κο­ρά­κια, πού μπο­ροῦν νά φᾶ­νε τό κρέ­ας, καί μά­λι­στα σέ μί­α ἐ­πο­χή πεί­νας, δέν τό τρῶ­νε, ἀλ­λά τό φέρ­νουν στόν Προ­φή­τη. Γιά νά το­νι­σθεῖ τό θαῦ­μα τῆς προ­στα­σί­ας τοῦ Προ­φή­του ἀ­πό τόν Θε­ό. Πα­ρό­μοι­α θά τρέ­φε­ται καί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α στήν ἔ­ρη­μο.
Λέ­ει πά­λι τό βι­βλί­ο τῆς Ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως: «ὅ­πως τρέ­φη­ται ἐ­κεῖ και­ρὸν καὶ και­ροὺς καὶ ἥ­μι­συ και­ροῦ ἀ­πὸ προ­σώ­που τοῦ ὄ­φε­ως», γιά νά τρέ­φε­ται ἐ­κεῖ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, λέ­ει, «και­ρὸν» –εἶ­ναι τό ἔ­τος– «καὶ και­ροὺς» –εἶ­ναι τά δύ­ο χρό­νια· δύ­ο σύν ἕ­να, τρί­α– «καὶ ἥ­μι­συ και­ροῦ» –εἶ­ναι ὁ μι­σός χρό­νος– δη­λα­δή τρι­ά­μι­σι χρό­νια, «ἀ­πὸ προ­σώ­που τοῦ ὄ­φε­ως», δη­λα­δή γιά ὅ­σο και­ρό ὁ Δι­ά­βο­λος καί ὁ Ἀν­τί­χρι­στος θά ἐ­πι­κρα­τοῦν σ’  αὐ­τόν τόν κό­σμο.
Τά ἱστορικά προηγούμενα διαθρέψεως τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ ἀποτελοῦν ἐγγύηση γιά τή διατροφή του στά ἔσχατα.
Ὥ­στε λοι­πόν θά τρέ­φει ὁ Θε­ός. Πῶς ὅ­μως θά τρέ­φει ὁ Θε­ός ἐ­κεῖ;
Ξέ­ρου­με ὅ­τι ὁ πα­λαι­ός Ἰσ­ρα­ήλ τρε­φό­ταν στήν ἔ­ρη­μο κα­τά θαυ­μα­στό τρό­πο σα­ράν­τα ὁ­λό­κλη­ρα χρό­νια. Ξέ­ρου­με ἀ­κό­μη ὅ­τι καί οἱ Χρι­στια­νοί στήν ἔ­ρη­μο, πού κα­τέ­φευ­γαν ἀ­πό τούς δι­ωγ­μούς, τρέ­φον­ταν κα­τά τρό­πο πού οἰ­κο­νο­μοῦ­σε ὁ Θε­ός. Πῶς ὅ­μως θά τρέ­φο­νται στά ἔ­σχα­τα οἱ Χρι­στια­νοί πού θά φεύ­γουν στήν ἔ­ρη­μο;
Αὐ­τό τό ξέ­ρει ὁ Θε­ός, καί θά τό φα­νε­ρώ­σει τό­τε. Δέν εἶ­πε πο­τέ, φέ­ρ’ εἰ­πεῖν, στούς Ἑ­βραί­ους στήν Αἴ­γυ­πτο «Ὅ­ταν θά σᾶς βγά­λω στήν ἔ­ρη­μο, ἐ­γώ θά σᾶς τρέ­φω μέ τό μάν­να.»· δέν εἶ­πε κά­τι τέ­τοι­ο ὁ Θε­ός· ἀλ­λ’ ὅ­ταν ὁ λα­ός βρέ­θη­κε στήν ἔ­ρη­μο καί εἶ­παν «Τί θά φᾶ­με;», τό­τε ὁ Θε­ός ἔ­ρι­ξε τό μάν­να. Ὅ­ταν λοιπόν καί οἱ Χρι­στια­νοί θά βρε­θοῦν στίς ἐ­ρη­μι­ές καί θά ποῦν «Τί θά φᾶ­με;», τό­τε ὁ Θε­ός ξέ­ρει τί θά δώ­σει· τώ­ρα δέν τό ξέ­ρου­με αὐ­τό.
Ἡ ἀπεικόνιση τοῦ Προφήτη μέ τόν κόρακα πού τόν διατρέφει τονίζει τήν ἱστορικότητά του ὡς τύπου τῶν ἐσχάτων.
Ἀ­γα­πη­τοί μου· ὁ μέ­γι­στος τῶν Προ­φη­τῶν, ὁ Ἠ­λί­ας ὁ ἔν­δο­ξος, ἔ­ζη­σε τόν ἱ­στο­ρι­κό τύ­πο τῶν ἐ­σχά­των, ὅ­πως σᾶς ἐ­ξή­γη­σα διά πολ­λῶν, γιά νά μᾶς δεί­ξει πῶς θά ζή­σει κον­τά του καί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α.
Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας, ἀ­νά­με­σα στά τό­σα γε­γο­νό­τα τοῦ πο­λυ­τά­ρα­χου βί­ου τοῦ προ­φή­του Ἠ­λιού, ἱ­στο­ρεῖ, ἀ­πει­κο­νί­ζει δη­λα­δή ἐ­πά­νω σέ εἰ­κό­νες, ἕ­να μό­νο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό· νά κά­θε­ται μέ­σα σέ μί­α σπη­λιά, καί ἐ­κεῖ νά βλέ­πει τόν κό­ρα­κα νά τοῦ φέρ­νει τό ψω­μί ἤ τό κρέ­ας. Δέν δεί­χνει τί­πο­τε ἄλ­λο ἡ Ὀρ­θό­δο­ξος Ἐκ­κλη­σί­α μας ἀ­πό τή ζω­ή τοῦ προ­φή­του Ἠ­λιού· οὔ­τε τήν θαυ­μα­στή ἐ­κεί­νη θυ­σί­α του στό Καρ­μή­λιον ὄ­ρος, οὔ­τε ἀ­κό­μα ἐ­κεί­νη τήν θε­ο­πτεί­α του στό ὄ­ρος Χω­ρήβ, δη­λα­δή στό Σι­νά, οὔ­τε τί­πο­τε ἀ­π’ ὅ­λα τ’ ἄλ­λα τά πα­ρά­δο­ξα, πα­ρά εἰ­κο­νί­ζει μό­νο αὐ­τό. Ξέ­ρε­τε για­τί; Για­τί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας θέ­λει νά το­νί­σει τήν ἱ­στο­ρι­κό­τη­τα τοῦ Προ­φή­του σάν τύ­πο τῶν ἐ­σχά­των, ἀλ­λά καί νά μᾶς πεῖ –μό­νο αὐ­τή τήν εἰ­κό­να παίρ­νω κι ἐ­γώ ἀ­πό τόν Προ­φή­τη– νά μᾶς πεῖ τί θά γί­νει μέ τούς πι­στούς μας ὅ­ταν θά ἔλ­θει τό τέ­λος τοῦ κό­σμου.
Ὅπως ἔλεγξε τόν Ἀχαάβ, ἔτσι θά ἐλέγξει καί τόν Ἀντίχριστο.
Ἀ­γα­πη­τοί μου, ὁ προ­φή­της Ἠ­λί­ας, ὅ­πως σᾶς εἶ­πα καί προ­η­γου­μέ­νως, θά δεί­ξει τόν Ἀν­τί­χρι­στο ἀλ­λά καί θά τόν ἐ­λέγ­ξει φο­βε­ρά, ὅ­πως ἔ­λεγ­ξε καί τόν Ἀ­χα­άβ.
Ξέ­ρε­τε τί εἶ­πε στόν Ἀ­χα­άβ; Τοῦ εἶ­πε: «Τό αἷ­μα σου θά τό γλύ­ψουν τά σκυλιά καί τά γου­ρού­νια !». Ἔ­τσι ἔ­γι­νε, ἀ­γα­πη­τοί μου. Πλη­γώ­θη­κε σ’ ἕ­ναν πό­λε­μο ὁ Ἀ­χα­άβ, καί τόν πῆ­γαν πλη­γω­μέ­νο σέ μί­α πη­γή· ἐ­κεῖ, λέ­ει, πού οἱ πόρ­νες λού­ζον­ται. Ἐ­κεῖ λοι­πόν τόν ἔ­πλυ­ναν, τοῦ ἔ­πλυ­ναν τίς πλη­γές. Ἀλ­λά τό­σο πο­λύ ἔ­τρε­χε τό αἷ­μα, ἀ­κα­τά­σχε­το, πού τε­λι­κά πέ­θα­νε ἐ­κεῖ. Καί πῆ­γαν με­τά τά σκυ­λιά καί τά γου­ρού­νια καί ἔ­γλυ­φαν ἐ­κεῖ τό αἷ­μα τοῦ Ἀ­χα­άβ! 
«Ἐ­σέ­να, λέ­ει στήν Ἰ­ε­ζά­βελ, ἐ­σέ­να... ἐ­σέ­να... θά σέ πο­δο­πα­τή­σουν τά ἄ­λο­γα καί θά σέ λι­α­νί­σουν, καί θά σέ φᾶ­νε τά σκυ­λιά !...» Ἔ­τσι κι ἔ­γι­νε, ἀ­γα­πη­τοί μου. Τήν πέ­τα­ξαν ἀ­πό τό πα­ρά­θυ­ρο τοῦ πα­λα­τιοῦ κά­τω στήν αὐ­λή. Πραγ­μα­τι­κά, ἐ­κεῖ­νοι πού ξε­κλή­ρι­σαν τήν οἰ­κο­γέ­νει­α τοῦ Ἀ­χα­άβ –ἄλ­λα­ξε ἡ κυ­βέρ­νη­ση· νά μήν πο­λυ­λο­γῶ– τήν πέ­τα­ξαν ἀ­πό τό πα­ρά­θυ­ρο, τά ἄ­λο­γα τήν πο­δο­πά­τη­σαν, καί σέ λί­γο πῆ­γαν τά σκυ­λιά καί τήν ἔ­φα­γαν! Καί λέ­νε γιά μιά στιγ­μή ἐ­κεῖ­νοι πού μπῆ­καν μές στό πα­λά­τι: «Γιά νά πᾶ­με νά δοῦ­με· τί ἔ­γι­νε αὐ­τή;». Καί πᾶ­νε κά­τω καί βλέ­που­νε μό­νο γδαρ­μέ­να κόκ­κα­λα... Τήν εἶ­χαν φά­ει τά σκυ­λιά ! 
Ἐ­λέγ­χει λοι­πόν φο­βε­ρά ὁ Προ­φή­της. Ἔτσι θά ἐ­λέγ­ξει καί τόν Ἀν­τί­χρι­στο.
Ἄν γιά τούς ἀπίστους θά εἶναι φοβερός, τότε γιά τούς δικαίους θά εἶναι μιά ἀληθινή εὐλογία.
Ἀλ­λά καί γιά τούς ἀ­πί­στους θά εἶ­ναι φο­βε­ρός ὁ Προ­φή­της.
Μᾶς λέ­ει τό βι­βλί­ο τῆς Ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως ὅ­τι ὅ­ταν ὁ Ἀν­τί­χρι­στος θά τόν συλ­λά­βει μα­ζί μέ τόν ἄλ­λο Προ­φή­τη, τόν Ἐ­νώχ, καί θά τούς κρε­μά­σει, θά τούς φο­νεύ­σει, τό­τε τό­σο θά χα­ροῦν οἱ ἄν­θρω­ποι –ἀ­κοῦ­στε· θά χα­ροῦν!– ὥ­στε θά ἀν­ταλ­λά­ξουν δῶ­ρα με­τα­ξύ τους, για­τί ἐ­πι­τέ­λους ἀ­παλ­λά­χτη­καν ἀ­πό ἕ­ναν κή­ρυ­κα πού τούς βα­σά­νι­ζε μέ τά λό­για του... Οἱ ἁ­μαρ­τω­λοί λοι­πόν ἄν­θρω­ποι θά χα­ροῦν. Ἀλ­λά θά στα­θῆ ὅ­μως φο­βε­ρός, για­τί σέ τρει­σή­μι­σι μέ­ρες θά δοῦν τόν προ­φή­τη Ἠ­λί­α νά ἀ­να­σταί­νε­ται ἀ­πό τούς νε­κρούς καί νά ἀ­νε­βαί­νει στόν οὐ­ρα­νό, καί τό­τε θά τούς πιά­σει φό­βος καί τρό­μος ! 
Ἀλ­λά ἐ­άν γιά τούς ἀ­πί­στους ὁ Ἠ­λί­ας θά εἶ­ναι φο­βε­ρός, γιά τούς δι­καί­ους θά εἶ­ναι μιά ἀ­λη­θι­νή εὐ­λο­γί­α. Γι’ αὐ­τό καί ὁ ὕ­μνος τῶν Πα­τέ­ρων στό βιβλίο τῆς Σο­φί­ας Σει­ράχ, στό 48ο κε­φά­λαι­ο, στήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη, πού ἀ­να­φέ­ρε­ται στόν προ­φή­τη Ἠ­λί­α, τε­λει­ώ­νει ὡς ἑ­ξῆς: «μα­κά­ριοι οἱ ἰ­δόν­τες σε καὶ οἱ ἐν ἀ­γα­πή­σει κε­κο­σμη­μέ­νοι, καὶ γὰρ ἡ­μεῖς ζω­ῇ ζη­σό­με­θα», εὐ­τυ­χι­σμέ­νοι αὐ­τοί πού θά σέ δοῦν, ἤ πού σέ βλέ­πουν, αὐ­τοί πού ζοῦν στο­λι­σμέ­νοι μέ ἀ­ρε­τές · κι ἐ­μεῖς θά ζή­σου­με καί θά σέ δοῦ­με. Ὁ Σει­ράχ ζεῖ πε­ρί­που ἑ­ξα­κό­σια χρό­νια με­τά τόν Προ­φή­τη. Λέ­ει «θά σέ δοῦ­με»!
Τή χαρά καί τήν ἐλπίδα πού σκορποῦσε ὁ προφήτης Ἠλίας στούς δικαίους τῆς ἐποχῆς του θά σκορπίσει καί στούς δικαίους τῶν ἐσχάτων ἀλλά καί σ’ ὅλους πού θά ἀναστηθοῦν.
Ἀ­γα­πη­τοί μου, τόν προ­φή­τη Ἠ­λία τόν εἶ­δαν μέ χα­ρά καί ἐλ­πί­δα πρῶ­τα-πρῶ­τα ἐ­κεῖ­νοι οἱ ἑ­φτά χι­λιά­δες ἄν­δρες στήν ἐ­πο­χή του, ὅ­ταν ἦ­ταν κρυμ­μέ­νοι καί δέν φα­νέ­ρω­ναν τήν πί­στη τους στόν ἀ­λη­θι­νό Θε­ό· τό­τε πού ὁ Προ­φή­της μέ πα­ρά­πο­νο ἔ­φθα­σε νά πεῖ στόν Θε­ό: «Κύ­ρι­ε, μό­νος ἐ­γώ ἔ­μει­να νά Σέ λα­τρεύ­ω. Ὅ­λοι οἱ ἄλλοι προ­σκύ­νη­σαν τά εἴ­δω­λα !». «Ὄ­χι, Ἠ­λί­α· ἑ­φτά χι­λιά­δες ἄν­δρες δέν προ­σκύ­νη­σαν τόν Βά­αλ.» Αὐ­τοί οἱ ἑ­φτά χι­λιά­δες ἄν­δρες, ἅ­μα ἔ­βλε­παν τόν Προ­φή­τη νά ἐ­λέγ­χει τόν Ἀ­χα­άβ, χαί­ρο­νταν. Χαί­ρον­ταν· ἦ­ταν ἡ ἐλ­πί­δα τους ὁ Προ­φή­της !
Ἀλ­λά θά τόν δοῦν μέ χα­ρά καί ἐλ­πί­δα καί οἱ δί­και­οι τῶν ἐ­σχά­των. Ὅ­ταν θά κη­ρύσ­σει στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, ὅ­λοι οἱ εὐ­σε­βεῖς, οἱ δί­και­οι, θά ποῦν: «Ἦλ­θε ὁ Ἠ­λί­ας. Ἦλ­θε ὁ Ἠ­λί­ας ! Ἐ­λέγ­χει τόν Ἀν­τί­χρι­στο. Ἦλ­θε ὁ Ἠ­λί­ας !... Τά βά­σα­νά μας τε­λει­ώ­νουν ! Ἔρχεται ὁ Χρι­στός !...». Θά εἶ­ναι λοι­πόν καί ἡ ἐλ­πί­δα τῶν δι­καί­ων τῶν ἐ­σχά­των.
Θά τόν δοῦν ἀ­κό­μη καί ὅ­λοι οἱ δί­και­οι πού κα­τά τή δευ­τέ­ρα Πα­ρου­σί­α θά ἀ­να­στη­θοῦν· «καὶ γὰρ ἡ­μεῖς ζω­ῇ ζη­σό­με­θα», για­τί κι ἐ­μεῖς θά ζή­σου­με, ὅ­πως ἔ­γρα­φε ὁ συγ­γρα­φέ­ας τῆς Σο­φί­ας Σει­ράχ τό 200 π.Χ.· ὅ­πως τόν εἶ­δαν καί οἱ τρεῖς Μα­θη­τές στό Θα­βώρ, ὁ Πέ­τρος, ὁ Ἰ­ά­κω­βος καί ὁ Ἰ­ω­άν­νης.
Ἀ­γα­πη­τοί μου, αὐ­τή εἶ­ναι μέ λί­γα λό­για ἡ θαυ­μα­στή προ­σω­πι­κό­τη­τα τοῦ ἁ­γί­ου προ­φή­του Ἠ­λιού. Κι ἐ­μεῖς, τε­λει­ώ­νο­ντας, τί ἄλλο θά μπο­ρού­σα­με νά ποῦ­με; Ὦ ἅ­γι­ε τοῦ Θε­οῦ Προ­φῆ­τα, ἔν­δο­ξε Ἠ­λί­α, πρέ­σβευ­ε ὑ­πέρ ἡ­μῶν !...

20–7–1986


Ἀπό τό βιβλίον : ΛΟΓΟΙ ΑΦΥΠΝΙΣΕΩΣ

C­o­p­y­r­i­g­ht:
Ἱ­ε­ρά Μο­νή Κο­μνη­νεί­ου
«Κοι­μή­σε­ως Θε­ο­τό­κου» καί «Ἁ­γί­ου Δη­μη­τρί­ου»
400.07 Στό­μι­ον Λα­ρί­σης.
Τηλ. & F­ax.: 24950.91220.
Κεντρική διάθεση:
Ἐκδόσεις «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
Σπαρ­τά­κου 6, Συ­κι­ές, 566.26 Θεσ­σα­λο­νί­κη.
Τηλ.: 2310.212659.   Fax : 2310.207340.
Διάθεση στὸ διαδίκτυο: http://arnion.gr
Ἐ­πι­τρέ­πε­ται ἡ ἀ­να­δη­μο­σί­ευ­ση ὁ­λο­κλή­ρου ἤ μέ­ρους τοῦ κει­μέ­νου, μέ ἁ­πλῆ ἀ­να­φο­ρά τῆς προ­ε­λεύ­σε­ώς του.