Κυριακή Δ΄ Ματθαίου - Ἡ θεραπεία τοῦ δούλου τοῦ ἐκατοντάρχου
1. Μὲ ταπεινὸν φρόνημα
Μετὰ τὴν «ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλία» ὁ
Κύριος κατέβηκε στὴν Καπερναούμ. Ἐκεῖ Τὸν πλησίασε ἕνας ἀξιωματικὸς τοῦ
ρωμαϊκοῦ στρατοῦ, ἑκατόνταρχος. Ἤθελε νὰ ζητήσει μία χάρη, ὄχι γιὰ τὸν
ἑαυτό του, ἀλλὰ γιὰ τὸν δοῦλο του ποὺ εἶχε ἀρρωστήσει βαριά. Τὸν εἶχε
σὰν παιδί του καὶ δὲν ἄντεχε ἡ σπλαχνική του καρδιὰ νὰ τὸν βλέπει νὰ
ὑποφέρει. Δι’ αὐτὸ κι ἔτρεξε νὰ παρακαλέσει τὸν Κύριο:
─Κύριε, ὁ δοῦλος μου εἶναι κατάκοιτος καὶ παράλυτος στὸ σπίτι καὶ βασανίζεται ἀπὸ τρομεροὺς πόνους, εἶπε.
─Θὰ ἔλθω ἐγὼ στὸ σπίτι σου καὶ θὰ τὸν θεραπεύσω, ἀποκρίθηκε ὁ Κύριος.
Ξαφνιάστηκε ὁ ἑκατόνταρχος. Τέτοια
ἀνταπόκριση δὲν τὴν περίμενε. Πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ Χριστός, ὁ ἐκλεκτὸς
τοῦ Θεοῦ, νὰ εἰσέλθει στὸ σπίτι ἑνὸς εἰδωλολάτρη; Μὲ συστολὴ καὶ δέος
ἐξέφρασε τὸν δισταγμό του: ─Κύριε, «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν
στέγην εἰσέλθῃς»· δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ εἰσέλθεις κάτω ἀπὸ τὴ στέγη τοῦ
σπιτιοῦ μου. Πὲς ἐδῶ αὐτὸ ποὺ θέλεις μόνο μ’ ἕναν ἁπλὸ λόγο, καὶ θὰ
γιατρευθεῖ ὁ δοῦλος μου. Τὸ πιστεύω ἀκράδαντα! Ἀφοῦ ἐγὼ ποὺ εἶμαι
ἄνθρωπος κάτω ἀπὸ ἐξουσία καὶ παίρνω διαταγὲς ἀπὸ ἀνωτέρους, ἔχω στὶς
διαταγές μου στρατιῶτες καὶ λέω σ’ ἕνα στρατιώτη «πήγαινε», καὶ
πηγαίνει. Καὶ σ’ ἄλλον λέω, «ἔλα», κι ἔρχεται. Καὶ στὸ δοῦλο μου λέω,
«κάνε αὐτό», καὶ τὸ ἐκτελεῖ. Πόσο μᾶλλον θὰ ἐκτελεσθεῖ ὁ δικός σου
λόγος, ἀφοῦ ἐσὺ δὲν εἶσαι κάτω ἀπὸ τὶς διαταγὲς κανενός!
Ἐντυπωσιακὴ ἡ πίστη τοῦ
ἑκατοντάρχου. Συγκλονιστικὴ καὶ ἡ ταπείνωσή του. «Κύριε, δὲν εἶμαι ἄξιος
νὰ ἔλθεις στὸ σπίτι μου», εἶπε. Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι τὸ σπίτι του
θὰ ἦταν κάποιο πλούσιο ἀρχοντικό, κάποιο ἐπίσημο καὶ περιποιημένο
οἰκοδόμημα. Κι ὅμως, ὁ ἑκατόνταρχος θεωρεῖ ὅτι ἀκόμη καὶ τὸ πλούσιο
σπίτι του ἦταν εὐτελὲς γιὰ ἕναν τόσο σπουδαῖο Ἐπισκέπτη. Τί μεγαλεῖο
ψυχῆς κρύβεται σὲ αὐτὸ τὸ ταπεινὸ φρόνημα! Ἂν καὶ ὑψηλόβαθμος
ἀξιωματικός, ἡ ψυχὴ του παραμένει ξένη πρὸς τὴν ἔπαρση καὶ τὴν
ἀλαζονεία. Ἂν καὶ διαθέτει ἐξουσία καὶ ἀνθρώπους ποὺ ὑποτάσσονται στὶς
διαταγές του, ὁ ἴδιος αἰσθάνεται τὴ μικρότητά του καὶ ὑποτάσσεται στὸ
μεγαλεῖο τοῦ παντοδύναμου Θεοῦ.
Ἄραγε ἐμεῖς ἔχουμε τέτοια
συναίσθηση τῆς ἀναξιότητός μας; Μήπως προσευχόμαστε μὲ τὴν ἰδέα ὅτι ὁ
Θεὸς εἶναι ὑποχρεωμένος ἕνεκα τῆς δῆθεν καλῆς μας διαγωγῆς νὰ μᾶς δώσει
αὐτὰ ποὺ Τοῦ ζητοῦμε; Μήπως θεωροῦμε ἀκόμη καὶ τὸ Μυστήριο τῶν
Μυστηρίων, τὴ θεία Κοινωνία, ὡς κεκτημένο δικαίωμα; Ἂς μὴν
ξεθαρρεύουμε μπροστὰ στὴν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ποὺ μᾶς προσκαλεῖ στὴ
μυστικὴ αὐτὴ ἕνωση. Ἡ δική μας ἀνταπόκριση στὴν πρόσκληση αὐτὴ ἂς εἶναι
ὁ ἴδιος ὁ λόγος τοῦ ἑκατοντάρχου, ὅπως τὸν μεταφέρει ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος σὲ μία ἀπὸ τὶς Εὐχὲς πρὸ τῆς θείας Κοινωνίας: «Κύριε, οὐκ
εἰμὶ ἄξιος, οὐδὲ ἱκανός, ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς τοῦ οἴκου τῆς
ψυχῆς». Αὐτὸ τὸ ταπεινὸ φρόνημα καλούμαστε νὰ καλλιεργήσουμε. Εἶναι ὁ
μόνος τρόπος γιὰ νὰ ἑλκύσουμε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅπως συνέβη καὶ μὲ τὸν
ἑκατόνταρχο ποὺ ἀπέσπασε τὸν ἔπαινο τοῦ Κυρίου καὶ τὴ θετικὴ ἀπάντηση
στὸ αἴτημά του.
2. Δικαίωμα εἰσόδου στὸν Παράδεισο
Ὅταν ὁ Κύριος ἄκουσε τὰ λόγια τοῦ
ἑκατοντάρχου, ἐξέφρασε δημοσίως τὸν θαυμασμό Του λέγοντας: Ἀληθινὰ σᾶς
λέω, τόσο μεγάλη πίστη δὲν βρῆκα οὔτε ἀνάμεσα στοὺς Ἰσραηλίτες, οἱ
ὁποῖοι εἶναι ὁ ἐκλεκτὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ.
Καὶ ἀπευθυνόμενος στὸν ἑκατόνταρχο,
εἶπε: Πήγαινε στὸ σπίτι σου, κι ἂς γίνει σὲ σένα ἀκριβῶς ὅπως τὸ
πίστεψες. Καὶ πράγματι, ἐκείνη τὴ στιγμὴ θεραπεύθηκε ὁ δοῦλος του.
Ὡστόσο ὁ Κύριος προέβη καὶ σὲ μία
ἐκπληκτικὴ ἀποκάλυψη: Σᾶς διαβεβαιώνω, εἶπε, ὅτι πολλοὶ σὰν τὸν
ἐκατόνταρχο θὰ ἔλθουν ἀπὸ Ἀνατολὴ καὶ Δύση καὶ θὰ καθίσουν μαζὶ μὲ τὸν
Ἀβραάμ, τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακὼβ στὸ εὐφρόσυνο δεῖπνο τῆς Βασιλείας τῶν
οὐρανῶν. Ἀντίθετα, «οἱ υἱοὶ τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τὸ σκότος τὸ
ἐξώτερον»· οἱ Ἑβραῖοι πού, σύμφωνα μὲ τὶς ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ, εἶναι
κληρονόμοι τῆς βασιλείας, θὰ ριχθοῦν στὸ σκοτάδι ἔξω ἀπ’ αὐτήν. Ἐκεῖ θὰ
κλαῖνε καὶ θὰ τρίζουν τὰ δόντια τους.
Ποιὸς μποροῦσε νὰ τὸ φανταστεῖ; Οἱ
κατὰ νόμον κληρονόμοι νὰ κινδυνεύουν νὰ βρεθοῦν ἐκτός τῆς βασιλείας, καὶ
οἱ ξένοι ἀπ’ ὅλο τὸν κόσμο νὰ καταλαμβάνουν τὶς πιὸ τιμητικὲς θέσεις!
Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τοὺς χριστιανούς.
Δικαίωμα εἰσόδου στὸν Παράδεισο δὲν
ἀποκτᾶ κανεὶς μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας ἢ διακονεῖ
στὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἢ ἐπειδὴ τηρεῖ τὰ θρησκευτικά του καθήκοντα. Ὁ ἴδιος ὁ
Κύριος προειδοποίησε ὅτι τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως πολλοὶ θὰ διαμαρτυρηθοῦν
λέγοντας: «Κύριε, δὲν κηρύξαμε στὸ ὄνομά σου, δὲν κάναμε τόσα θαυμαστὰ
ἔργα;...». Ἀλλὰ ὁ δίκαιος Κριτὴς θὰ τοὺς ἀπομακρύνει, ἐφόσον ὅλα αὐτὰ τὰ
ἐπετέλεσαν χωρὶς τὸ πνεῦμα τῆς εὐαγγελικῆς ἀγάπης καὶ τῆς ὑψοποιοῦ
ταπεινώσεως.
Ἂς μάθουμε λοιπὸν νὰ μὴν κρίνουμε
κανένα, διότι μόνο ὁ Κύριος γνωρίζει ποιὸς θὰ ἀξιωθεῖ νὰ εἰσέλθει στὴ
Βασιλεία Του. Ἐμεῖς ἂς παραμένουμε ταπεινοὶ καὶ ἀφοσιωμένοι δοῦλοι Του,
γιὰ νὰ γίνουμε δεκτικοὶ τοῦ ἐλέους Του.
Ὀρθόδοξον Περιοδικόν “Ο ΣΩΤΗΡ”