Τό θαύμα τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης
Τό θαύμα τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης
Ἀπό το βίο τοῦ ἁγίου Σάββα τοῦ ἡγιασμένου
Ὅταν
ὁ Ὅσιος Σάββας ἦταν ὑποτακτικός στό Μοναστήρι τοῦ Ὁσίου Εὐθυμίου, νέος,
πολύ νέος στήν ἡλικία, τοῦ εἶχαν ἀναθέσει τό διακόνημα νά ἑτοιμάζη τό
ψωμί τῶν ἀδελφῶν.
Κάποια
ἡμέρα ἔβρεχε πολύ καί ἕνας μοναχός ἐβράχη καί θέλησε νά στεγνώση τά
ροῦχα του. Ἀφοῦ, λοιπόν, ἔβγαλε τά βρεγμένα ἱμάτιά του, τά ἔβαλε μέσα
στό μεγάλο φοῦρνο γιά νά στεγνώσουν πιό σύντομα. Ὁ Σάββας δέν εἶδε, ὅτι
μέσα στό φοῦρνο ἦταν τά ροῦχα καί ἄναψε φωτιά γιά νά ψήση τό ψωμί.
Ἐν
τῷ μεταξύ ἦλθε καί ὁ ἄλλος μοναχός γιά νά πάρη τά ροῦχα του, ἀλλά σάν
εἶδε τό φοῦρνο ἀναμμένο, λυπήθηκε πολύ μέχρι δακρύων γιατί δέν εἶχε ἄλλα
ροῦχα καί κεῖνα πού φοροῦσε ἦταν δανεικά.
Βλέποντας
ὁ νεαρός Σάββας τήν λύπη τοῦ ἀδελφοῦ, δέν ἔχασε καιρό. Μπῆκε στή φωτιά
γιά νά μαζέψη τά ροῦχα. Καί τί θαῦμα, ἀδελφοί μου. Οὔτε τά ροῦχα του
εἶχαν καεῖ, οὔτε ὁ ἁγιώτατος Σάββας ἔπαθε κάτι. Δέν τόν πείραξαν οἱ
φλόγες, ὄχι μόνο γιά τήν πολλή του πίστη καί εὐσέβεια ἀλλά καί γιά τήν
πολλή του ἀγάπη γιά τόν ἀδελφό του.