ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΓΑΠΗΣ
π. Δημητρίου Μπόκου
Ὁ ὁδηγὸς ἀνέβηκε
σβέλτα στὴ θέση του καὶ ἔβαλε μπρὸς τὴ μηχανή. Οἱ τελευταῖοι
ἐπιβάτες ἀνέβηκαν βιαστικά, βάλθηκαν νὰ ψάχνουν τὶς θέσεις
τους. Προπαραμονὴ Χριστουγέννων, ἡ κίνηση στὸ ζενίθ.
Ἔσκυψε νὰ σηκώσει τὴ
βαλίτσα της, μὰ ὁ ἄντρας της τὴν πρόλαβε. Τὴν τακτοποίησε στὸν
χῶρο τῶν ἀποσκευῶν καὶ γύρισε κεφάτος κοντά της.
- Ἄντε λοιπόν, καλό σου ταξίδι, τῆς χαμογέλασε ἀποχαιρετώντας την. Σὲ λίγο πάλι ραντεβοῦ ἐδῶ.
Χαμογέλασε κι ἐκείνη μὲ
τὸ ζόρι, ἀντάλλαξαν ἕνα βιαστικό, ψυχρὸ φιλὶ κι ἀνέβηκε στὴ
θέση της. Ἔφευγε γιὰ τὴν Ἀθήνα ἐκτάκτως. Γιὰ δυὸ μέρες
μονάχα. Νὰ δώσει ἕνα χέρι βοήθειας στὴν κόρη τους, ποὺ ἔμπαινε
γιὰ μιὰ μικρο-ἐπέμβαση στὸ νοσοκομεῖο. Τίποτε
ἀνησυχητικό, θά ’βγαινε αὐθημερόν, μὰ κάποιος ἔπρεπε νὰ
κρατήσει τὰ μικρά, ὥσπου νὰ ξανάρθει ἡ μάνα τους.
Τὸ μεγάλο λεωφορεῖο
ξεκίνησε. Πρὶν στρίψουν γιὰ τὸν μεγάλο δρόμο, εἶδε ξανὰ μὲ τὴν
ἄκρη τοῦ ματιοῦ της τὸν ἄντρα της. Τῆς κούνησε τὸ χέρι του.
Κούνησε κι ἐκείνη ἐλαφρὰ μὰ ἀνόρεχτα τὸ κεφάλι της. Μιὰ
μελαγχολικὴ διάθεση τὴν πλημμύριζε.
Μὲ τὸ ποὺ χάθηκε τὸ
λεωφορεῖο ἀπ’ τὰ μάτια του, ὁ ἄντρας ἔβγαλε τὸ κινητό.
Ἔψαξε τὴ λίστα μὲ τὰ νούμερα, ἔκανε μιὰ κλήση.
- Εἶμαι ἐλεύθερος! εἶπε εὔθυμα καθὼς ἄνοιξε ἡ γραμμή. Τί θά ’λεγες γιὰ τὸ βραδάκι στὶς ὀκτώ;
- Ὀκέυ. Στὸ γνωστὸ
σημεῖο ἀπόψε στὶς ὀκτώ, ἀπάντησε λακωνικὰ μιὰ γυναικεία
φωνὴ καὶ ἔκλεισε βιαστικὰ ἡ γραμμή.
Ἔτριψε τὰ χέρια
χαρούμενος. Ὅλα τοῦ ’ρχόντουσαν βολικά. Τὸ ἔκτακτο ταξιδάκι
τῆς γυναίκας του ἦταν λαχεῖο ἀπρόσμενο. Σχεδὸν δυὸ μεροῦλες
ἐλεύθερος μὲ τὸ τελευταῖο αἰσθηματάκι του δὲν ἦταν καὶ λίγο.
Θὰ εἶχαν ὅλη τὴν ἄνεση καὶ τὸν χρόνο δικό τους. Ἀπίθανα!
Ἔριξε μιὰ ματιὰ στὸ ρολόι
του. Ἦταν ἀκόμα πέντε. Εἶχε τὴν εὐκαιρία νὰ πάει σπίτι νὰ
φρεσκαριστεῖ λιγάκι. Μὲ ἀπογειωμένη τὴ διάθεση καὶ τὴν
καρδιά του νὰ πεταρίζει σὰν εἰκοσάχρονος, χώθηκε στὸ ἁμάξι
καὶ πάτησε τὸ γκάζι σφυρίζοντας. Πόσο ἔξυπνα τὰ βόλευε ὅλα!
Ὁ γκρίζος Δεκέμβρης ἔφερε
τὶς πρῶτες σταγόνες στὸ μεγάλο παρμπρίζ. Ὁ ὁδηγὸς ἔβαλε μπρὸς
τοὺς ὑαλοκαθαριστῆρες. Οἱ σιγανὲς κουβέντες τῶν ἐπιβατῶν
βομβοῦσαν στ’ αὐτιά της, μὰ ἡ γυναίκα ἔβλεπε ἀφηρημένη ἀπὸ
τὸ τζάμι. Τὸ λεωφορεῖο ἦταν γεμάτο καὶ πνικτικό. Τὸ φῶς
λιγόστευε γρήγορα καὶ τὸ τοπίο γινόταν ὅλο καὶ θολότερο. Ὁ
ὁδηγὸς ἄναψε τὰ μικρὰ φῶτα πορείας. Ἔνοιωσε νὰ πνίγεται
περισσότερο. Τὸ σκοτάδι δὲν τὴν πολιορκοῦσε μόνο ἀπ’ ἔξω,
εἰσορμοῦσε καὶ μέσα της.
Ἀπὸ καιρὸ τώρα εἶχε
ἀντιληφθεῖ τὶς ὕποπτες κινήσεις τοῦ ἄντρα της καὶ τὰ φίδια τὴν
ἔζωσαν ἀπὸ παντοῦ. Προσπάθησε νὰ παραμείνει ὅσο πιὸ
ψύχραιμη μποροῦσε. Δὲν τοῦ ἔκαμε νύξη ποτὲ γιὰ τίποτε. Δὲν
εἶχε παράπονο βέβαια πὼς δὲν τὴν πρόσεχε, μὰ κατάλαβε,
σιγουρεύτηκε σχεδόν, πὼς ἔτρεχε καὶ κάτι ἄλλο παράλληλα.
Πάλεψε νὰ μὴν καταρρεύσει ἀπὸ τὸ σόκ, μὰ ἔχασε κάθε
ἐμπιστοσύνη στὸν ἄντρα της. Ὅλα μέσα της ἀναποδογύρισαν.
Ἔνοιωσε προδομένη καὶ ἡ πίκρα τὴ διαπότισε ὣς τὰ κατάβαθα.
Καὶ τώρα διαισθανόταν μὲ
ἀκρίβεια τί θὰ συνέβαινε στὴν ἀπουσία της. Δὲ σκέφτηκε ποτὲ
φυσικὰ νὰ τὸν ἀστυνομεύσει καὶ οὔτε τὸ ἤθελε, μάντευε ὅμως
καθαρὰ τὶς κινήσεις του. Καταλάβαινε πολὺ καλὰ ὅτι τοῦ
ἄφηνε μὲ τὸ ταξίδι της ἐλεύθερο τὸ πεδίο γιὰ δράση. Τί λοιπὸν
κι ἂν ἔρχονταν σὲ δυὸ μέρες Χριστούγεννα; Γιατί νὰ γυρίσει
πίσω καὶ γιὰ ποιόν;
Οἱ ζοφερὲς σκέψεις ἔφεραν
πόνο στὸ κεφάλι της καὶ σφίξιμο στὴν καρδιά. Τὰ μάτια της
γέμισαν ξαφνικὰ δάκρυα. Φοβήθηκε πὼς θὰ γίνει ἀντιληπτὴ
ἀπ’ τὸν συνεπιβάτη της καὶ ἔστρεψε ὅσο μποροῦσε τὸ πρόσωπό
της πρὸς τὸ τζάμι. Ἀμήχανη ἄνοιξε τὴν τσάντα της, ἀναζήτησε
τὸ κινητό της. Προσποιήθηκε πὼς θὰ τηλεφωνήσει γιὰ νὰ κρύψει
τὴν ταραχή της. Ψαχούλεψε μὲ τρεμάμενα δάχτυλα τὰ πλῆκτρα, ἡ
ὀθόνη φωτίστηκε, μὰ ποιὸν νὰ πάρει καὶ μὲ τί διάθεση νὰ
μιλήσει;
Ἀπρόσκλητη τότε καὶ
ξαφνικὴ μὲς στὸ θολό της βλέμμα καὶ στὸ σκοτεινιασμένο της
μυαλὸ ξεφύτρωσε ἡ μορφὴ τοῦ γέροντα πνευματικοῦ της, ποὺ ἐδῶ
καὶ τρία χρόνια εἶχε ἀναπαυθεῖ. Ἐνόσῳ ζοῦσε, ἔτρεχε κοντά
του πάντα σὲ κάθε της πρόβλημα. Μὰ τώρα;
Σὰν νὰ τὴν ἔσπρωξε
ἀνεξήγητη παρόρμηση, σχημάτισε αὐθόρμητα ὅπως παλιὰ τὸ
νούμερό του κι ἔφερε τὸ τηλέφωνο στ’ αὐτί. Ἕνας λυγμὸς βαθὺς
καὶ σιγανός, παρὰ φωνή, βγῆκε πνιχτὰ ἀπ’ τὸ λαρύγγι της.
- Βοήθησέ με, ἀγαπημένε μου γέροντα! Χάνομαι! Δεῖξε μου τὸ δρόμο! Ἡ νύχτα μὲ καταπίνει!
- Γιατί κλαῖς, καλή μου;
Ποιὸν ζητᾶς; ἀντήχησε ἀμέσως μιὰ ζεστὴ βελούδινη φωνὴ στ’
αὐτί της, μὰ πιότερο τὴν ἄκουσε μὲς στὴν καρδιά της.
Πάγωσε ὁλόκληρη. Ποιὸς
τῆς μιλοῦσε; Ὁ γέροντας πνευματικός της; Μὰ δὲν ζοῦσε πιά. Πῶς
γίνεται νὰ ἀπαντᾶ στὴν κλήση της; Μὴν ἔπαθε παράκρουση;
Κοίταξε μὲ μάτια διεσταλμένα τὸ τηλέφωνο. Στὴ φωτεινὴ
ὀθόνη του λαμπύριζε μὲ χρώματα θεσπέσια ὄχι τὸ νούμερο ποὺ
κάλεσε, μὰ ἡ γαλήνια μορφὴ τοῦ γέροντα, ὅπως τὴν ἤξερε
πάντοτε. Μὰ πῶς μποροῦσε νὰ συμβαίνει αὐτό; Τὴν κοίταζε μὲ τὸ
γλυκό του βλέμμα καὶ τῆς χαμογελοῦσε. Στὴν παρήγορη θέα του
ἄνεμος δυνατός, ἕνα κύμα εὐφρόσυνο στροβίλισε βίαια τὸ
βαρύ της ψυχοπλάκωμα, τὸ σκόρπισε στὴ στιγμὴ σὰν σύννεφο
κακό. Μιὰ γλυκειὰ ἀνακούφιση ἁπλώθηκε ὣς τὸ τελευταῖο
κύτταρο τοῦ εἶναι της. Ἡ καλή της διάθεση ξεχείλισε.
Ἀφέθηκε στὴ μαγεία τοῦ μυστηρίου ποὺ τὴν ἀγκάλιαζε κι ἂς μὴν
καταλάβαινε τίποτε.
- Τί σοῦ συμβαίνει, κόρη μου; ἐρώτησε σιγανὰ ὁ γέροντας.
- Τὰ ξέρεις, δὲν
χρειάζεται νὰ σοῦ τὰ πῶ, πατέρα μου, ἀπάντησε ἐκστατικά,
σιγανὰ κι ἐκείνη, μὴν τυχὸν καὶ γίνει ἀντιληπτή. Βλέπεις τὸ
ξεστράτισμα τοῦ ἄντρα μου. Πηχτὸ σκοτάδι ἁπλώθηκε στὴ ζωή
μου. Μὲ τί κουράγιο πιὰ νὰ ζῶ; Τὰ ὄνειρά μου σβήσανε. Μέσα μου
σωριάστηκαν ἐρείπια.
- Μὰ καὶ σὺ ξεστράτισες, κόρη μου! Ὄχι μόνο ὁ ἄντρας σου.
- Ἐγώ; Μὰ πῶς ξεστράτισα καὶ πότε; μίλησε διπλὰ σοκαρισμένη τώρα.
- Πάντα ξεστρατισμένη
ἤσουνα κι ἔξω ἀπ’ τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ, ἀπάντησε μὲ ἤρεμη φωνὴ ὁ
γέροντας. Ζοῦσες κι ἐσὺ γιὰ τὸ δικό σου ὄνειρο μονάχα. Πές μου,
ἀλήθεια, πότε ἀγάπησες τὸν ἄντρα σου ἐσύ; Πάντα! …θὰ μοῦ πεῖς,
…ἀλλὰ μὴ βιάζεσαι. Ἀγάπαγες αὐτὸ ποὺ σοῦ ’δινε, ὄχι αὐτόν.
Ἦταν γιὰ σένα τὸ κομμάτι ποὺ ἔλειπε ἀπ’ τὸ σχέδιό σου. Τὸ
ταιριαστὸ συμπλήρωμα σ’ ἕνα μοντέλο ποὺ φιλοτέχνησες ἐσύ. Αὐτὸ
ἀγάπαγες, τὴ βόλεψή σου ἀπὸ τὴν παρουσία του. Καὶ τώρα κλαῖς γιὰ
τὴν ὡραία σου βιτρίνα ποὺ ραγίζει. Μετρᾶς τὸ κόστος τὸ δικό σου
μόνο. Αὐτὸν δὲν τὸν ἀγάπησες ἀληθινὰ ποτέ σου. Νά, ποὺ σοῦ ἔγινε
ἀμέσως ἀπεχθής, ὅταν ἀρνήθηκε νὰ συμπληρώνει τὸ πὰζλ τῆς
φαντασίωσής σου.
Ἡ γυναίκα δὲν μίλαγε. Δὲν
εἶχε δύναμη ν’ ἀρθρώσει λέξη. Ἔνοιωθε ν’ ἀδειάζουν τὰ
σωθικά της. Ὁ γέροντας συνέχισε.
- Μὴ βλέπεις τί περνᾶς
ἐσύ, ἀλλὰ τί θ’ ἀπογίνει ἐκεῖνος τώρα. Καιρὸς νὰ δεῖς τὸν
ἄντρα σου. Ξέχνα τὸν ἑαυτό σου. Κι ὅ,τι ζητήσεις ἀπὸ τὸν Θεό,
κοίταξε νά ’ναι γιὰ ’κεῖνον, ὄχι γιὰ εὐχαρίστηση δική σου.
Σκοπός σου τώρα μὴ χαθεῖ αὐτός, πλάσμα μοναδικό, μὲ
ἀνεκτίμητη ἀξία, φτιαγμένο μὲ ἀπροσμέτρητο μεράκι ἀπὸ τὰ
χέρια τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ὁ δικός σου ἄνθρωπος, τὸ ξέχασες; Δὲν σοῦ
τὸν ἐμπιστεύτηκε ὁ Θεός; Δὲν θὰ ρωτήσει κάποτε τί ἔκανες γι’
αὐτόν; Ἂν δὲν πονᾶς ἐσὺ γι’ αὐτόν, ποιὸς θὰ τὸν δεῖ μὲ καλοσύνη;
Πάλεψε τώρα ἐσὺ λοιπὸν νὰ μὴ χαθεῖ στὴν ἄβυσσο. Ἄσε τὰ
φυσικά σου αἰσθήματα στὴν ἄκρη. Καιρὸς ν’ ἀγαπήσεις τὸν ἄντρα
σου!
Ἡ ἅγια φωτεινὴ μορφὴ πῆρε
νὰ σβήνει ἀπ’ τὴν ὀθόνη, μὰ στὴν καρδιά της ἔλαμπε
ὁλοζώντανη. Γιὰ πόση ὥρα ἔμεινε ἀκίνητη, δεμένη μὲ ἀόρατα
δεσμὰ μαγείας ὑπερκόσμιας; Φοβότανε νὰ κουνηθεῖ, μὴ διώξει
τὴ μακάρια αἴσθηση ποὺ σὰν ἱμάτιο παμφώτεινο τὴν περιτύλιγε.
Ἀχτίδα ἱλαρὴ στὴ θλίψη της τὰ λόγια τοῦ γέροντα, τῆς φανέρωσαν
ὅσα δὲν ὑποπτευόταν. Γιὰ πρώτη φορὰ ἔβλεπε ἀνοιχτὴ τὴν ψυχή
της καθαρά, σὰν ἀνοιγμένο τριαντάφυλλο. Ἐντυπωσιάστηκε
βαθιά.
Τὸ χέρι της δειλὰ-δειλὰ
γλίστρησε στὴν τσάντα της. Ἀναζήτησε τὸ κομποσχοίνι της, δῶρο
μικρὸ μὰ ἀνεκτίμητο ἀπ’ τὸν πνευματικό της. Τὸ πέρασε
χαϊδεύοντάς το ἁπαλὰ στὰ δάχτυλά της. Στὸν πρῶτο κόμπο
στάθηκε… Ἀργὰ-ἀργὰ μὰ σταθερὰ ψιθύρισε:
«Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον τὸν δοῦλον σου …».
Τὸ εἶπε, τὸ ξαναεῖπε…,
κόμπο-κόμπο…, ἀργὰ-ἀργά… Ν’ ἀνοίξει δρόμο ἡ προσευχή της
πάσχιζε δειλά, σὰν τὸ μικρὸ ρυάκι μὲς ἀπ’ ἀγριοχόρταρα καὶ
πέτρες. Μὰ λίγο-λίγο ἀτσαλώθηκε. Σὰν τὸ μωσαϊκὸ ραβδί, τὸν
βράχο τῆς ψυχῆς της χτύπησε τὸν ἄνυδρο μὲ δύναμη. Καὶ τὸ ρυάκι
φούσκωσε, ποτάμι ἔγινε καὶ χείμαρρος ὁρμητικὸς ξεπήδησε
ἀπὸ τὴν ἔρημο ἐντός της. Τὴ συνεπῆρε ὁλάκερη. Ἡ σκέψη της
ὑψώθηκε γοργή. Διέτρεξε βουνὰ καὶ δρόμους ποὺ ἀδηφάγα ἡ
σκοτεινιὰ κατάπινε ξοπίσω τους, στριφογύρισε ἀτίθαση,
ἀναζήτησε ἐπίμονα τὸν ἄντρα της. Μὲ ἀετοῦ πανίσχυρα φτερὰ ἡ
προσευχή της πέταξε ὣς ἐκεῖνον, τὸν ἀγκάλιασε μυστικά. Μιὰ
γλυκειὰ νοσταλγία πρωτόγνωρη κέντησε σὰν πόνος σιγανὸς τὴν
καρδιά της. Πόθησε νὰ ἦταν τώρα κοντά του. Γιὰ πρώτη φορὰ
ἔνοιωσε πὼς εἶχε τὴ δύναμη ν’ ἀγαπήσει τὸν ἄντρα της.
Τὸ σκοτάδι τῆς νύχτας ἔξω πύκνωνε, μὰ ἡ ψυχή της μέσα γέμιζε φῶς.
Τυλιγμένη σὲ γλυκειὰ θαλπωρὴ συνέχιζε ἀδιάλειπτα: «…ἐλέησον τὸν δοῦλον σου…».
Στὶς ὀκτὼ ἀκριβῶς,
κεφάτος, μὲ ντύσιμο κομψό, προσεγμένο γιὰ τὴν περίσταση, ὁ
ἄντρας σήκωνε τὸ χέρι του νὰ χτυπήσει τὸ κουδούνι στὴν
ἐξώπορτα τοῦ ραντεβοῦ του. Ἔκαμε νὰ τὸ ἀγγίξει, μὰ δίστασε.
Ἀδιόρατη ἀβεβαιότητα διαπέρασε ἀπροσδόκητα τὴν ψυχή
του. Τί ἦταν αὐτό; Δὲν τό ’θελε τόσο πολὺ νὰ ἔλθει ὣς ἐδῶ; Γιατί
διστάζει τώρα αὐτός, ὁ τόσο ἀνυπόμονος; Τὸ χέρι του ἔμεινε γιὰ
λίγο μετέωρο καὶ κατέβηκε. Τί τοῦ συνέβαινε; Ξαφνικὰ δὲν
ἔνοιωθε σίγουρος γι’ αὐτὸ ποὺ πήγαινε νὰ κάμει.
Στάθηκε συλλογισμένος μὴ
μπορώντας νὰ καταλάβει τὸν ἑαυτό του. Μιὰ παρόρμηση μέσα του
τὸν ἔσπρωξε νὰ χτυπήσει καὶ πάλι, μὰ τὸ χέρι του ἔμεινε ξανὰ
στὸν ἀέρα ἀβέβαιο. Ἡ θλιμμένη μορφὴ τῆς γυναίκας του πέρασε
ξαφνικὰ σὰν ἀστραπὴ ἀπὸ τὸ βλέμμα του. Ἀλήθεια, γιατί νὰ τῆς τὸ
κάνει αὐτό; Ἕνα δυσάρεστο αἴσθημα τὸν κυρίευσε. Ἔνοιωσε
ἄσχημα γιὰ πρώτη φορά. Κάποιες ἐνοχὲς σήκωσαν κεφάλι μέσα
του. Μὰ γιατί νὰ τοῦ συμβαίνουν τώρα αὐτά; Χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ τὸ
ἐξηγήσει, κατάλαβε πὼς δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ προχωρήσει στὸ
σχέδιό του. Κάτι μυστηριῶδες, ἀνεξήγητο μέσα του τὸν
ἀπωθοῦσε ἀπ’ τὸν σκοπό του.
Γύρισε ἀργὰ-ἀργά, ἄρχισε
νὰ ἀπομακρύνεται σκυφτός. Τὸ κινητό του χτύπησε. Τὸν ἔψαχνε
ἡ λεγάμενη τοῦ ραντεβοῦ του. Δὲν ἀπάντησε. Χωρὶς νὰ τὸ θέλει,
χωρὶς νὰ προσπαθεῖ, ὅλο καὶ πιὸ ἐπίμονα, ὅλο καὶ πιὸ ζωντανά,
ζωγραφιζόταν μέσα του ἡ μορφὴ τῆς γυναίκας του. Πόθησε νὰ
ἦταν τώρα κοντά της. Καιρὸ εἶχε νὰ τὸ νοιώσει αὐτό. Τὸν εἶχε
ἀγγίξει κάτι θεϊκό. Ἡ χάρη τῆς προσευχῆς της ἀόρατη τοὺς ἔφερνε σ’
ἀντάμωμα μυστικό.
Ἀργὰ τὸ βράδυ τῆς
παραμονῆς, σὲ ὥρα πιὰ πολὺ προχωρημένη, ἀφίχθηκε τὸ
τελευταῖο λεωφορεῖο τῆς γραμμῆς. Σκυφτά, προσεκτικὰ ἡ
γυναίκα κατέβηκε τὰ σκαλοπάτια, μὰ πρὶν τὸ πόδι της ἀγγίξει
τὸ ἔδαφος, ἕνα χέρι ἔπιανε ἁπαλὰ τὸ δικό της. Σήκωσε
χαρούμενη τὸ πρόσωπό της κι ἦταν σὰ νά ’βλεπε τὸν ἄντρα της γιὰ
πρώτη φορά. Μὲ λαμπερὸ χαμόγελο ἀγκαλιάστηκαν σφιχτά,
φιλήθηκαν, σὰ νά ’τανε τὸ πρῶτο ραντεβοῦ τους.
Στὸν παγωμένο
χειμωνιάτικο ἀγέρα κάτω ἀπὸ τοὺς θόλους τοῦ σταθμοῦ ἀντηχοῦσαν
χαρμονικὰ τὰ γιορτινὰ τραγούδια καὶ τὰ χριστουγεννιάτικα κάλαντα.
Ἀπὸ τὰ στολισμένα δέντρα λάμψεις σκορπίζονταν χιλιάδες. Μὰ τὴ
γιορτὴ τὴν εἶχαν μέσα τους αὐτοί, φούσκωνε τὴν καρδιά τους ἡ
χαρὰ τῆς Γέννησης. Καὶ ξεχυνόταν ἀπ’ τὰ ζεστά τους πρόσωπα
τριγύρω κι ἀπὸ τὰ μάτια τους τὰ φωτεινά.
Πολλὰ δὲν
εἶπαν. Μὲ ὑγρὴ ματιά, …«Καλὰ Χριστούγεννα, καλή μου!», εἶπε
μονάχα ἐκεῖνος, …«Καλὰ θὰ εἶναι σίγουρα, γλυκέ μου!», ψιθύρισε
ἐκείνη… κι ἀγκαλιασμένοι ὅπως ἦταν προχώρησαν.
Κι ὅσοι τοὺς ἔβλεπαν τὴν ὥρα
αὐτὴ νὰ περπατοῦν… μέσα στὸ θεῖο φῶς τῆς ἅγιας νύχτας, γιὰ χρόνια
εἶχαν νὰ μιλοῦν… γιὰ μιὰ ἱστορία ἀθόρυβης, μὰ ὡστόσο… ἀληθινῆς
καὶ παντοδύναμης ἀγάπης…