Πονεμένα Χριστούγεννα!
Χριστούγεννα! Καί ἄνθρωποι, στήν πόλη, τῆς Ἀθήνας,
παλεύουν νά νικήσουνε τήν ἀπειλή τῆς πείνας.
Κόσμος πολύς, ἀπρόσωπος, πνιγμένος στή ρουτίνα,
τρέχει στούς δρόμους βιαστικός. Ἀσφικτιᾶ ἡ Ἀθήνα!
Πιό λιγοστοί οἱ Ἕλληνες καί πιό πολλοί οἱ ξένοι,
ἄλλος στά πάρκα ξενυχτᾶ κι ἄλλος σέ σπίτι μένει.
Οἱ πιό πολλοί, χωρίς δουλειά, ὅλη τή ἡμέρα ψάχνουν
μέ τήν ἐλπίδα στήν καρδιά τά ὄνειρά τους φτιάχνουν.
Ἄλλοι καρότσια κουβαλοῦν μέ σίδερα παλιά,
φορτώματα δυσβάσταχτα, μεγάλα καί βαριά.
Λευκοί καί μαῦροι, ὅλοι μαζί, τρέχουν ἐπάνω
κάτω καί κυνηγοῦν ὁλημερίς ἕνα γεμάτο πιάτο.
Δίχως ψωμί καί ζεστασιά, μέ ἀνοιχτά χεράκια,
μπρός στά φανάρια στέκονται τά μελαμψά παιδάκια.
Ἄλλα στούς δρόμους ἐπαιτοῦν, ἄλλα στοὺς κάδους ψάχνουν
γιά ἕνα ξεροκόμματο... πολύν ἀγώνα κάνουν!
μπρός στά φανάρια στέκονται τά μελαμψά παιδάκια.
Ἄλλα στούς δρόμους ἐπαιτοῦν, ἄλλα στοὺς κάδους ψάχνουν
γιά ἕνα ξεροκόμματο... πολύν ἀγώνα κάνουν!
Οἱ γέροι κι οἱ ἀνήμποροι, κλείστηκαν μέσα στά σπίτια,
μέ τό φαρμάκι στήν ψυχή, τόν πόνο μέσα στά στήθια.
Ἡ κρίση τους ἐπλήγωσε τή λίγη περηφάνεια,
χαθῆκαν ἀπ' τίς γειτονιές, κρύφτηκαν στήν ἀφάνεια.
Καί κάπου, ἀκούγεται βαθιά πώς ὁ Χριστός γεννᾶται
κι ὁ ἄνθρωπος, χωρίς Θεό, ἀνέστιος πλανᾶται.
μέ τό φαρμάκι στήν ψυχή, τόν πόνο μέσα στά στήθια.
Ἡ κρίση τους ἐπλήγωσε τή λίγη περηφάνεια,
χαθῆκαν ἀπ' τίς γειτονιές, κρύφτηκαν στήν ἀφάνεια.
Καί κάπου, ἀκούγεται βαθιά πώς ὁ Χριστός γεννᾶται
κι ὁ ἄνθρωπος, χωρίς Θεό, ἀνέστιος πλανᾶται.
Λάμπει τ' ἀστέρι τοῦ Χριστοῦ, τόν κόσμο μας φωτίζει,
μά ἄν δέν κοιτᾶ κανείς ψηλά, πῶς δύναται νά ἐλπίζει;
Σύννεφα ἁπλώθηκαν βαριά, σκέπασαν τήν καρδιά μας,
τ' ἀγγελικά ψαλσίματα, δέν φτάνουνε στ' αὐτιά μας.
Κι ὅμως! Ἐκεῖνος μᾶς καλεῖ νά πᾶμε ὅλοι κοντά Του
νά γίνουμε «συγκάτοικοι» στήν ταπεινή σπηλιά Του.
Διάλεξε μέσα στό παχνί τό θρόνο Του νά στήσει,
τόν πεθαμένο ἄνθρωπο, γιά πάντα ν' ἀναστήσει.
μά ἄν δέν κοιτᾶ κανείς ψηλά, πῶς δύναται νά ἐλπίζει;
Σύννεφα ἁπλώθηκαν βαριά, σκέπασαν τήν καρδιά μας,
τ' ἀγγελικά ψαλσίματα, δέν φτάνουνε στ' αὐτιά μας.
Κι ὅμως! Ἐκεῖνος μᾶς καλεῖ νά πᾶμε ὅλοι κοντά Του
νά γίνουμε «συγκάτοικοι» στήν ταπεινή σπηλιά Του.
Διάλεξε μέσα στό παχνί τό θρόνο Του νά στήσει,
τόν πεθαμένο ἄνθρωπο, γιά πάντα ν' ἀναστήσει.
Φτωχός! Χωρίς ζεστή γωνιά, μόνος καί μετανάστης,
μπροστά Του ἄς ὑποκλιθεῖ κάθε τῆς γῆς δυνάστης.
Τά ἀγαθά Του ἀνήκουνε σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους
κι ὄχι σ' ὅσους μετέρχονται τούς πονηρούς τούς τρόπους.
Κι ὅσοι στόν κόσμο σκόρπισαν τόν πόνο, τή φοβέρα,
μαζί Του θά λογαριαστοῦν τῆς Κρίσεως τὴν ἡμέρα.
μπροστά Του ἄς ὑποκλιθεῖ κάθε τῆς γῆς δυνάστης.
Τά ἀγαθά Του ἀνήκουνε σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους
κι ὄχι σ' ὅσους μετέρχονται τούς πονηρούς τούς τρόπους.
Κι ὅσοι στόν κόσμο σκόρπισαν τόν πόνο, τή φοβέρα,
μαζί Του θά λογαριαστοῦν τῆς Κρίσεως τὴν ἡμέρα.
Παπα-Δαμασκηνός
Ἡγούμενος Ἱερᾶς Μονῆς Ἀγάθωνος