Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2012

Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη.

Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη.  

Μέρος Α’



  Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη 
 (Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἔκδοσις Ἱ. Καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου, Καυσοκαλύβια, Ἅγιον Ὄρος, 2001)


 Α) Τὰ νεανικὰ χρόνια 

Οὗτος ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Μάξιμος, ἦταν ἀπὸ τὴν Λάμψακον[1], ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, εὐγενεῖς καὶ ἐναρέτους· οἱ ὁποῖοι μὲ τὸ νὰ ἦσαν ἄτεκνοι, ἐπαρακαλοῦσαν τὸν Θεὸν μετὰ δακρύων νὰ τοὺς δώσῃ τέκνον. Ὁ δὲ Θεὸς εἰσακούσας τὴν δέησίν τους, ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς τοῦτον τὸν μακάριον Μάξιμον, τὸν ὁποῖον ὀνόμασαν Μανουὴλ εἰς τὸ Ἅγιον Βάπτισμα.


Λαβόντες δὲ αὐτὸν ὡς δῶρον θεόσδοτον, καθὼς ἦταν καὶ τῇ ἀληθείᾳ, τὸν ἀνέτρεφαν μὲ μεγάλην ἀγάπην καὶ ἐπιμέλειαν, και τὸν ἐμάνθαναν τὰ ἱερὰ γράμματα. Ὅταν δὲ ἔφθασεν εἰς ἱκανὴν ἡλικίαν τὸ παιδίον, τὸ ἔφεραν εἰς τὸν Ναὸν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τὸ ἀφιέρωσαν εἰς τὸν Θεόν. Ὁ δὲ Μανουὴλ παραμένοντας εἰς τὸν Ναὸν τῆς Παναγίας, ἔψαλλε μὲ μελῳδίαν καὶ θεῖον ἔρωτα, παρακαλῶν Αὐτὴν καθ᾿ ἑκάστην, μὲ πολλὴν κατάνυξιν, διὰ τὴν σωτηρίαν του.


Καὶ κατὰ ἀλήθειαν, ἄλλος Σαμουὴλ ἐφαίνετο, προκόπτων ἡλικίᾳ καὶ χάριτι, καὶ ἦταν ἐπαινετὸς καὶ ἀγαπητὸς εἰς ὅλους, διότι δὲν εἶχε παιδαριώδη φρονήματα. Ἔχοντας δὲ ἐξ ἀρχῆς γηραλαῖον νοῦν, ἐπήγαινε συχνάκις εἰς κάποιους ὁσίους γέροντες ὁποῦ ἐσύχναζαν ἐκεῖ πλησίον, διὰ νὰ ἀκούῃ τὰς ψυχωφελεῖς νουθεσίες τους, συναναστρεφόμενος μὲ αὐτοὺς καὶ ὑπηρετῶντάς τους, ὅσον εἶχεν εὐκαιρίαν (διότι ἀκόμη εὑρίσκετο εἰς τὴν ὑποταγὴν τῶν γονέων του) καὶ ὁδηγούμενος ἀπὸ αὐτοὺς εἰς θεάρεστον πολιτείαν.


Ὅθεν καὶ ὁ θεῖος πόθος ἄναψεν εἰς τὴν καρδίαν του καὶ τὸν ἐβίαζε νὰ εὔγῃ ἀπὸ τὸν κόσμον καὶ νὰ ὑπάγῃ εἰς ἡσυχίαν νὰ ἐνδυθῇ καὶ τὸ Ἅγιον Σχῆμα τῶν Μοναχῶν.


Διὰ τοῦτο, ἔβγανε πολλάκις τὰ κοσμικά του φορέματα καὶ ἐνέδυε τοὺς πτωχούς, αὐτὸς δὲ ἐπάγωνεν καὶ ἔτρεμεν ἀπὸ τὸ κρύον. Καὶ ψωμία ἀκόμη ἔδιδε κρυφὰ εἰς τοὺς πεινασμένους, πλουσιοπαρόχως. Διὰ νὰ κρύπτῃ δὲ τὴν ἀρετήν του, ὑπεκρίνετο εἰς τοὺς γονεῖς του καὶ εἰς τοὺς ἄλλους πῶς εἶναι μωρός. Ὅμως ἡ ἀρετή του δὲν τοὺς ἐλάνθανεν.


Ὡστόσο οἱ γονεῖς του, ὡσὰν νὰ ἐλησμόνησαν ὅτι τὸν ἀφιέρωσαν εἰς τὸν Θεόν, ἑτοιμάζοντο διὰ νὰ τὸν ὑπανδρεύσουν καὶ νὰ τὸν δέσουν μὲ τὰ δεσμὰ τοῦ κόσμου, διὰ νὰ βλέπουν ἔμπροσθέν τους τὸν ποθούμενον καὶ νὰ χαίρωνται, ἕως ὁποῦ ζοῦν.

Β) Ἀναχώρησις ἀπὸ τὸν κόσμον.

Πρῶτα μοναχικὰ βήματα Ὁ καλὸς ὅμως Μανουήλ, τρέφοντας θείους λογισμοὺς μέσα εἰς τὸν νοῦν του, εἰς τοὺς δέκα ἑπτὰ χρόνους τῆς ἡλικίας του, ἄφησε καὶ γονεῖς καὶ πατρίδα και κόσμον καὶ περνώντας εἰς τὸ ὄρος τὸ καλούμενον Γάνου[2], ἐφόρεσεν τὸ μοναδικὸν Σχῆμα μετονομασθεὶς Μάξιμος[3]. Ὑπετάχθη δὲ εἰς ἕναν δόκιμον καὶ πρακτικὸν γέροντα, Μᾶρκον ὀνόματι, διὰ νὰ διδαχθῇ τὴν μοναδικὴν πολιτείαν.


Ὅμως, ἐπειδὴ αὐτὸς ἦταν καὶ προτύτερα ἀκόμη διδαγμένος καὶ συνειθισμένος εἰς τὴν μοναδικὴν πολιτείαν και ἐφαίνοντο εἰς τοὺς γέροντας ἐκείνους προκομμένους καὶ ἄξιος εἰς ὅλα, ἦγουν εἰς τὴν νηστείαν, ἀγρυπνίαν, προσευχήν, χαμαικοιτίαν, σκληραγωγίαν καὶ εἰς τὴν καταφρόνησιν ὅλων τῶν ματαίων καὶ αὐτοῦ ἀκόμη τοῦ σώματός του, ἠγαπᾶτο μὲν ἀπὸ ὅλους, ὠνειδίζετο δὲ ἀπὸ τὸν γέροντά του διὰ τὴν ὑπερβολικὴν καὶ ἀδιάκοπον σκληραγωγίαν ὁποῦ ἔκαμνεν. Ἀλλὰ δὲν ἐπέρασε πολὺ καιρός, καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὰς αἰωνίους μονὰς ὁ γέροντάς του, ὁ ὁποῖος διέλαμψεν κατὰ τὴν ἀρετὴν εἰς ὅλην τὴν Μακεδονίαν.


Ὁ δὲ θεῖος Μάξιμος, ἀναχωρήσας ἐκεῖθεν, διεπέρασεν εἰς τὴν Μακεδονίαν καὶ εἰς τὰ πλησιόχωρα ὄρη, ζητώντας νὰ εὕρῃ τοιοῦτον γέροντα ἐνάρετον ὡσὰν τὸν πρῶτον. Ὁ δὲ Θεὸς τοῦ ἐπλήρωσε τὸν πόθον του, διότι πηγαίνοντας εἰς τὸ Παπίκιον[4] ὄρος, ηὗρεν ἁγίους ἄνδρας, ὁμοίους μὲ τοὺς παλαιούς, οἱ ὁποῖοι ἐκατοικοῦσαν ἐπάνω εἰς τὰ βουνά, μέσα εἰς σπήλαια καὶ τόπους ἐρήμους καὶ δὲν εἶχαν μαζί τους τίποτε ἄλλο, ἔξω ἀπὸ τὰ παλαιόῤῥασα ὅπου ἐφοροῦσαν. Συναναστρεφόμενος δὲ μὲ αὐτοὺς πολὺν καιρόν, ἀνέλαβεν εἰς τὸν ἑαυτόν του ὅλας τὰς ὑπὲρ ἄνθρωπον ἀρετάς τους, καθὼς δέχεται τὸ κερὶ τοὺς χαρακτῆρας τῆς βούλλας.

Ὑποσημειώσεις

[1] Πόλις τοῦ Ἐλλησπόντου τῆς Μ. Ἀσίας, ἀπὸ τὴν ὁποία κατάγονται πολλοὶ Ἅγιοι, ὅπως ὁ Ἅγιος Παρθένιος ἐπίσκοπος Λαμψάκου, Ἅγιος Τρύφων ὁ Ανάργυρος, Ἅγιος Θεράπων Ὁμολογητής.


[2] Βρίσκεται στὴν Θράκη καὶ ἤκμαζε ἀπὸ τὸν ΙΔ´ αἰ. ὡς ἑστία Μοναχῶν. Ἐδῶ, γύρω στὰ 1280, ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἀθανάσιος ποὺ ἦταν Ἁγιορείτης, ἵδρυσε τὴν Νέαν Μονήν, στὴν ὁποία καὶ ἔζησε μέχρι τὸ 1289 ὁπότε ἔγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Συμπίπτει δὲ κατὰ τοὺς χρόνους αὐτούς, καὶ ὁ ἐκεῖ ἐρχομὸς τοῦ ὁσίου καὶ ἴσως ἐκεῖ νὰ γνώρισε τὸν Πατριάρχη μὲ τὸν ὁποῖον ἀργότερα συνανεστράφη στὴ Κωνσταντινούπολιν.


[3] Ἡ ῥίζα τοῦ ὀνόματος ἔχει λατινικὴ προέλευσιν καὶ μεταφράζεται μέγιστος.


[4] Πρόκειται περὶ τῆς ὀροσειρᾶς Ῥίλα (ὅπως λέγεται σήμερον) παρὰ τὸν ποταμὸν Στρυμώνα, ποὺ βρίσκεται στὰ ὅρια τῆς σημερινῆς Βουλγαρίας. Στὴν Βυζαντινὴ ἐποχή, ἐδῶ ἤκμαζε πολὺ ὁ μοναχισμός. Ἐδῶ μετέβη προς τελειώτερη ἄσκηση καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς.

www.nektarios.gr