Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2012

Το τέλος του κόσμου δεν θα είναι ένα τρομερό γεγονός καταστροφής και εκμηδένισης, αλλά γεγονός αισιοδοξίας και χαράς!

Το τέλος του κόσμου δεν θα είναι ένα τρομερό γεγονός καταστροφής και εκμηδένισης, αλλά γεγονός αισιοδοξίας και χαράς!


Οι αιρετικές διδασκαλίες

Το τέλος του κόσμου πάντα τρόμαζε, αλλά και γοήτευσε τους ανθρώπους. Αυτό εκμεταλλεύτηκαν πολλές αιρετικές ομάδες που «επένδυσαν» στο συγκεκριμένο θέμα για να αποκτήσουν πιστούς. Έτσι αναπτύχθηκαν πάμπολλες θεωρίες στο πλαίσιο των χιλιαστικών δοξασιών, όπου καλλιεργούνταν η πίστη στη δήθεν χιλιετή βασιλεία του Χριστού στη Γη και την αιώνια γήινη ζωή των δικαίων. Προϋπόθεση για να στηριχθεί μια τέτοια δοξασία ήταν η διατύπωση και παραδοχή της πίστης στην αιωνιότητα του υλικού κόσμου. 
 
Σύμφωνα με την εκκλησιαστική μας ιστορία, πρώτος ο αιρετικός, ο Κήρινθος, τον 2ο μ.Χ. αιώνα στη Μ. Ασία, θέλοντας να στηρίξει τις χιλιαστικές του δοξασίες, μίλησε για αιώνιο και άφθαρτο κόσμο και υποστήριξε ένα σύστημα υλιστικής εσχατολογίας (Π. Χρήστου. Ελληνική Πατρολογία, τομ. Β, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη, 2005, σελ. 142). Τον ακολούθησαν οι μοντανιστές, οι οποίοι πίστευαν στην άμεση μετάλλαξη και αφθαρτοποίηση του κόσμου και την κάθοδο της «Άνω Ιερουσαλήμ» στη Φρυγία της Μ. Ασίας, όπου θα εγκαθίστατο το χιλιαστικό κράτος του Θεού. 
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι δοξασίες περί κόσμου των διαφόρων γνωστικών συστημάτων των πρωτοχριστιανικών χρόνων. Στο σύνολό τους οι αρχαίοι αυτοί αιρετικοί, επηρεασμένοι από τον ορφισμό, τον πλατωνισμό, τον ερμητισμό και άλλες ιδέες του αρχαίου κόσμου, οι οποίες θεωρούσαν τον υλικό κόσμο κακό, έπλασαν ανάλογη κοσμολογία περί απαξίας της υλικής δημιουργίας ως δημιουργια κάποιου κακού θεού, τον οποίο ταύτιζαν με το Θεό της Παλαιάς Διαθήκης. Γι' αυτόν τον λόγο οι διδασκαλίες τους είχαν σαφώς «αντινομικό» (αντιιουδαϊκό) χαρακτήρα και προσάρμοσαν τη διδασκαλία του Χριστού σης δικές τους δοξασίες. 
 
Για τους γνωστικούς ο υλικός κόσμος είναι προϊόν κακού και άρα η μελλοντική καταστροφή του είναι νομοτέλεια (βλ. Χρ. Ανδρούτσου. Δογματική της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αθήναι, 1956, σελ. 444). Ο γνωστικισμός είναι ο αντίποδας του χιλιασμού της αρχαίας Εκκλησίας. Η διδασκαλία του Χριστού περί των εσχάτων υπήρξε ίσως ένα από τα δόγματα που καλλιέργησαν ιδιαζόντως οι γνωστικοί, ίσως το μοναδικό. 
 
Και στη συνέχεια όμως αιρετικές ομάδες ως τις μέρες μας θα καλλιεργήσουν περίεργες εσχατολογικές δοξασίες. Διάφορες περιθωριακές θρησκευτικές ομάδες κατά τους βυζαντινούς χρόνους, αλλά κυρίως στο χρόνια του Μεσαίωνα στη Δύση, όχι μόνο πίστευαν σε επικείμενη καταστροφή του κόσμου, αλλά και όριζαν συχνά χρονολογίες και ημερομηνίες. 
 
Πολλές τέτοιες ομάδες αναπτύχθηκαν στους κόλπους του Προτεσταντισμού μετά τον 16ο αιώνα στη δυτική Ευρώπη. Έξαρση εσχατολογικών ομάδων έχουμε στην Αμερική τον 19ο αιώνα. Διάφόροι αιρεσιάρχες, εκμεταλλευόμενοι τις άθλιες συνθήκες ζωής και εργασίας εκατομμυρίων μεταναστών στον Νέο Κόσμο, ευαγγελίζονταν σύντομα απαλλαγή από τα δεινά τους, με την έλευση της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε τον σκοπό των αιρέσεων αυτών· με την προσδοκία «του τέλους των δεινών» και τον «ερχομό της χιλιετούς βασιλείας του Χριστού», αλλά και τον φόβο περί επικείμενης εξοντώσεως των ασεβών, ςπ-ρατολογούσαν στις τάξεις τους πλήθος οπαδών, τους οποίους εκμεταλλεύονταν ποικιλοτρόπως. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση του πάστορα Γ. Μίλερ, ο οποίος το 1829 κήρυττε ότι το «επικείμενο τέλος του κόσμου και την έναρξη της χιλιετούς βασιλείας του Χριστού» θα γινόταν το 1844. 
 
Τον διαδέχτηκε ο Κάρολος Ράσελ, ο ιδρυτής της γνωστής «Φυλλαδικής Εταιρείας ''Σκοπιά"», της οργάνωσης δηλαδή των μαρτύρων του Ιεχωβά, ο οποίος όρισε «το τέλος του κόσμου», αρχικά το 1874 και, μετά τις διαδοχικές διαψεύσεις του ιδίου και των διαδόχων του στην ηγεσία της εταιρείας (1878,1914,1915,1918,1925, 1931,1975), συνεχίζεται η καταστροφολογία με συγκαλυμμένες μορφές (βλ. Α. Αντωνόπουλου, ό.π., σελ. 19-21, καθώς ; και Α. Αλεβιζοπούλου, Εγχειρίδιο Αιρέσεων και Παραθρησκευτικών Ομάδων, Πρέβεζα, 1991, σελ. 459 κ.ε.). 
 
Και στον χώρο όμως έκτος των χριστιανογενών αιρέσεων υπάρχει διάχυτη η πίστη για την καταστροφή του κόσμου. Ο Ιουδαϊσμός, αντλώντας από τη διδασκαλία των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης αλλά και από τη λεγόμενη «αποκαλυπτική γραμματεία» του Ιουδαϊσμού, δηλαδή τα απόκρυφα βιβλία, πιστεύει σε μελλοντική καταστροφή του κόσμου. Βεβαίως η εσχατολογική προοπτική του Ιουδαϊσμού είναι ενταγμένη στην περί της εθνικής αποκαταστάσεωςτου εβραϊκού λαού. 
Επίσης και το Ισλάμ έχει τη δική του διδασκαλία των εσχάτων. Σύμφωνα με το Κοράνι, σε χρόνους μελλοντικούς ο Αλλάχ θα αποφασίσει να καταστρέψει αυτόν τον κόσμο και θα κάνει τη μεγάλη κρίση, όπου οι πιστοί μουσουλμάνοι θα ανταμειφθούν, ενώ οι άπιστοι θα ριχτούν στην κόλαση για να βασανίζονται αιώνια. Έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο παράδεισος και η κόλαση για το Ισλάμ έχουν υλικό χαρακτήρα και ως εκ τούτου οι ίδιοι πιστεύουν στην αναδημιουργία του υλικού κόσμου από τον Αλλάχ. 

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ