Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Πέμπτη 19 Ιουλίου 2012

Διὰ τὸν Ἀββᾶ Παῦλο ποὺ πλανήθηκε


Ζοῦσε κάποτε στὴ Θηβαΐδα κάποιος ποὺ τὸν ἔλεγαν Παῦλο καὶ ἦταν εὐλαβὴς καὶ φιλακόλουθος. Ἠμέρα καὶ νύκτα παρακολουθοῦσε τὴν ἐκκλησία κι ἔκανε μὲ προθυμία καὶ τὶς ὑπόλοιπες διατεταγμένες ἀκολουθίες. Βλέποντας τὸν ἔτσι οἱ γνωστοί του εὐλαβεῖς καὶ φιλακόλουθοι τοῦ λένε: «Κὺρ-Παῦλε, ἀφοῦ οὔτε γονεῖς ἔχεις οὔτε γυναίκα θέλεις νὰ πάρεις, γιατί δὲν γίνεσαι μοναχός;» Κι αὐτὸς τοὺς ἀπάντησε: «Καλὰ λέτε. Θὰ πάω νὰ γίνω μοναχός». Ἔφυγε λοιπὸν καὶ ἡσύχασε σὲ κελλὶ μόνος του καὶ δόθηκε στὴν ἄσκηση καὶ τοὺς λοιποὺς κόπους καὶ ἦταν στὸ φρόνημα ἀκμαιότερος.

Βλέποντας τὸν ὁ πονηρὸς δαίμονας ἔτσι ἀγωνιστή, ἄρχισε νὰ τοῦ παρουσιάζεται κατὰ φαντασίαν ὡς ἄγγελος, νὰ τοῦ προλέγει κάποια πράγματα καὶ νὰ τὸν ἐμπαίζει. Κι ὅταν ὁ δαίμονας κατάλαβε ὅτι τὸν ἔχει ὑποχείριο, τοῦ λέει: «Ὁ Χριστὸς ἀγάπησε ὑπερβολικὰ τὴν ἁγία βιοτή σου καὶ αὔριο θὰ σὲ ἐπισκεφθεῖ γιὰ νὰ σοὺ δώσει ἕνα χάρισμα ἀσκητικῆς διαγωγῆς. Ἐσὺ λοιπὸν βγὲς ἀπὸ τὸ κελλί σου καὶ προσκύνησε τὸν καί, ἀφοῦ λάβης τὸ χάρισμα, μπαίνεις πάλι στὸ κελλί σου.

Τὴν ἑπομένη λοιπὸν βγαίνει ἀπὸ τὸ κελλί του καὶ βλέπει μία…
παράταξη, τάχα, ἀπὸ ἀγγέλους λαμπαδηφόρους καὶ ἕνα πύρινο τροχὸ καὶ στὸ μέσον του τροχοῦ νὰ φαίνεται τὸ σχῆμα κάποιου, τὸν ὁποῖο ὑπέθεσε ὅτι εἶναι ὁ Χριστός. Καὶ μόλις ἐπρόκειτο νὰ κλίνη τὸν αὐχένα γιὰ νὰ τὸν προσκύνησει, τότε ἕνα χέρι, ποὺ φάνηκε μέχρι τὸν καρπό, τούδωσε ἕνα ράπισμα καὶ τὸν ἔσπρωξε πρὸς τὰ πίσω, γιὰ νὰ μὴ προσκύνησει. Καὶ πέφτοντας στὴ γῆ κοιτάζει προσεκτικὰ καὶ δὲν βλέπει οὔτε τοὺς λαμπαδηφόρους ἀγγέλους οὔτε τὸν πύρινο τροχό. Κατάλαβε τότε τὸν ἐμπαιγμὸ τοῦ δαίμονος καὶ ἔμεινε σ’ ἐκείνη τὴν θέσι κλαίγοντας ἐπὶ δύο μερόνυχτα καὶ λέγοντας ἐνώπιόν του Θεοῦ: «Ἀλλοίμονο σὲ μένα τὸν ἁμαρτωλό, ἁμάρτησα καὶ ἔχασα ὅλους τους κόπους τῆς ζωῆς μου καὶ τί νὰ κάμω δὲν ξέρω».

Εἶχε ἀκούσει λοιπὸν ὅτι στὴν ἀνώτερη (νοτιώτερη) Θηβαΐδα ζοῦσε ἀπὸ πολλὰ χρόνια μόνος σ’ ἕνα ἀγρὸ ἕνας γέροντας ἀναχωρητής. Σκέφθηκε λοιπὸν νὰ πάει σ’ αὐτὸν καὶ νὰ τοῦ ἐμπιστευθεῖ αὐτὰ ποὺ τοῦ συνέβησαν. Ὅταν λοιπὸν ἔφτασε κοντὰ στὸν τόπο τοῦ ἁγίου ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ καὶ ἔκλαιγε λέγοντας: «Ἁμάρτησα, συγχώρεσε μὲ καὶ προσευχήσου γιὰ μένα». Ὁ γέροντας ὅμως τοῦ φώναζε: «Δὲν μπορεῖς νὰ ἔλθης ἐδῶ, χλεύη τῶν δαιμόνων. Μὴ πλησίασης πρὸς τὰ ‘δω». Καὶ τὸν ἐπέπληττε. Αὐτὸς ὅμως παρέμενε πεσμένος στὸ ἔδαφος κλαίγοντας. Τὸν συμπάθησε λοιπὸν ὁ ἅγιος καὶ τοῦ λέει: «Ἂν εἶχες ξεκινήσει νὰ μάθεις μία ὁποιαδήποτε τέχνη, δὲν θὰ ἔπρεπε πρῶτα νὰ βρεῖς ἕνα τεχνίτη καὶ νὰ μάθεις ἀπὸ αὐτὸν τὰ μυστικά της; Ἐσὺ ὅμως ἔφυγες καὶ κατοίκησες μόνος σου χωρὶς νὰ ἐμπιστευθῆς τοὺς λογισμούς σου σὲ κανέναν. Κι ἂν δὲν σὲ βοηθοῦσε ὁ Θεὸς καὶ ἡ δεξιὰ τοῦ ἁγίου ἀγγέλου, θὰ προσκυνοῦσες τὸν δαίμονα καὶ θάχανες τὰ λογικά σου καὶ θὰ τριγύριζες στὶς πόλεις σὰν τοὺς δαιμονισμένους. Ἀλλὰ ἀπὸ ‘δω καὶ στὸ ἑξῆς εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ ποὺ σὲ βοήθησε καὶ ἔλα νὰ μπεῖς μέσα στὸ κοινόβιο».

Καὶ τὸν πῆρε ὁ γέροντας σ’ ἕνα ἀπ’ τὰ κοινόβια τῆς Θηβαΐδος καὶ τὸν παρέδωσε στὸν Ἡγούμενο λέγοντας: «Δὸς τοῦ τὸ μαγειρεῖο γιὰ ἑπτὰ χρόνια, γιὰ νὰ δουλεύσει στὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ ὑπηρετήση τοὺς ἀδελφούς». Στὸν δὲ Παῦλο εἶπε: «Μετὰ ἀπὸ ἑπτὰ χρόνια ἔρχομαι καὶ σοὺ λέω τί νὰ κάνεις». Κι ὅταν συμπλήρωσε τὰ ἑπτὰ χρόνια, ἔρχεται ὁ γέροντας καὶ λέγει στὸν ἀββᾶ: «Δὸς τοῦ ἕνα κελλὶ ἔξω ἀπὸ τὸ κοινόβιο». (Γιατί τὰ μοναστήρια τῆς Θηβαΐδος ἔχουν μικρὰ ἀναχωρητικὰ κελλιά, ὥστε ὅταν γεράσουν κάποιοι στὴν ἄσκηση, νὰ περνοῦν σ’ αὐτὰ τὶς πέντε μέρες τῆς ἑβδομάδος· τὸ Σαββατοκύριακο ὅμως ἔρχονται μέσα στὸ κοινόβιο μὲ τοὺς ἀδελφούς). Καὶ τοῦ λέει ὁ γέροντας: «Κάθισε ἑπτὰ χρόνια στὸ ἀναχωρητικὸ κελλὶ καὶ μετὰ ἔρχομαι καὶ σοὺ λέω τί νὰ κάνεις». Κι ὅταν ἐξεπλήρωσε κι αὐτὴ τὴν ἐντολή, ἦλθε ὁ γέροντας καὶ τοῦ λέει ὁ ἀββὰς Παῦλος: «Τί ὁρίζεις νὰ κάμω»; Τότε τοῦ λέει ὁ γέροντας: «Δὲν μὲ χρειάζεσαι πιά· τὸ ἅγιο Πνεῦμα ποὺ κατοικεῖ μέσα σου θὰ σοὺ τὰ διδάξει ὅλα».

Ἐπειδὴ λοιπὸν τὸν τίμησαν πολὺ ἐξ αἰτίας αὐτοῦ του λόγου, ἔφυγε στὴ Σκήτη. Καὶ ἦλθαν ἐκεῖ οἱ πατέρες τοῦ κοινοβίου καὶ τὸν παρεκάλεσαν καὶ τὸν πῆραν πίσω. Καὶ ἀφοῦ ἐπέστρεψε καὶ εἶδε ὅτι αὐξάνεται πολὺ ἡ τιμὴ ποὺ τοῦ γίνεται ἀπὸ τὴν ἀδελφότητα, ἔφυγε πάλι στὴ Σκήτη. Ἀφοῦ λοιπὸν ἔμεινε στὴν ἔρημό της Σκήτεως, συνέβη νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦμε ἐγὼ κι ἄλλοι τρεῖς πατέρες, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦταν κι ὁ Γέροντάς μου ποὺ ἦταν σὲ προχωρημένη ἡλικία. Δὲν εἶχε οὔτε ψωμὶ οὔτε χύτρα οὔτε τίποτε ἄλλο γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ σώματος, ἀλλὰ καθὼς μᾶς ἐπληροφόρησε ὁ γείτονας τοῦ ἀσκητὴς (γιατί σ’ ἐκεῖνον διανυκτερεύσαμε λόγω τοῦ κόπου τῆς ὁδοιπορίας), ὁ ἀββὰς Παῦλος, ὅπου πήγαινε, δὲν εἶχε τίποτε ἀπὸ αὐτὸν ἐδῶ τὸν κόσμο, οὔτε ἐργόχειρο οὔτε βιβλίο οὔτε γευόταν τίποτε τὶς πέντε μέρες τῆς ἑβδομάδος —καὶ ἦταν καὶ μεγαλόσωμος. Εἴπαμε λοιπὸν στὸν ἀδελφό: «Κᾶνε ἐσὺ ἀγάπη καὶ πάρε ἀπὸ τὸ κελλί σου ὅ,τι χρειαζόμαστε γιὰ νὰ ἔχουμε κάτι νὰ βάλουμε στὸ στόμα μας, ὅταν φθάσουμε στὸ κελλὶ τοῦ καλόγηρου». Πῆρε λοιπὸν τὰ ἀναγκαία καὶ ἦλθε μαζί μας πρὸς αὐτόν. Μᾶς ἔλεγε δὲ ὅτι οὔτε νερὸ δὲν εἶχε ποτὲ στὸ κελλί του. Κι ὅταν κάποτε τὸν ἐπισκέφθηκαν σὲ καιρὸ καύσωνος κάποιοι ποὺ εἶχαν διασχίσει τὴν πανέρημο καὶ διψοῦσαν πολύ, μὴ ἔχοντας νερὸ τοὺς σπλαχνίσθηκε καὶ σηκώθηκε καὶ προσευχήθηκε- καί, ὢ τοῦ θαύματος, ὁ Θεὸς ἔδωσε νερὸ ἐκεῖ ὅπου προσευχόταν καὶ ἤπιαν καὶ ξεδίψασαν.

Πήγαμε λοιπὸν καὶ τὸν χαιρετήσαμε καὶ χαρήκαμε μὲ τὶς συμβουλές του καὶ τὰ κατορθώματά του, κι ἀφοῦ πήραμε τὴν εὐχή του, ἐπιστρέψαμε εὐχαριστώντας τὸν Θεό, ποὺ δοξάζει ὅσους Τὸν λατρεύουν μὲ καθαρότητα. Αὐτὸς ἂς ἀξιώση καὶ μᾶς νὰ κερδίσουμε τὴν αἰώνια ζωὴ ἀκολουθώντας στὰ ἴχνη ἐκείνων ποὺ τὸν εὐηρέστησαν.
Ἀπὸ τὶς ἐμπειρίες τῶν ἀρχαίων Πατέρων τῆς ἐρήμου
Κείμενον βλ. F. Nau – L. Glugnet, Vies et Recits d’Anachoretes, Revue de 1′ Orient Chretien, τόμ. 10 (1905), σ. 47-49.