Οι νερόβραστοι Χριστιανοί
Μέρος Α', Βραδινό κήρυγμα αριθ. 122
Mιχαλης Kαρακατσανης 7:48am Mar 23
Οι περισσότεροι χριστιανοί αδελφοί μου στις ημέρες μας είμαστε
χλιαροί και νερόβραστοι. Διάβασα αυτές τις ημέρες κάποιο κήρυγμα του
πατρός Αυγουστίνου Καντιώτου, επισκόπου Φλωρίνης, που το κήρυγμά του
αυτό το εξεφώνησε το 1977, και αναφέρεται στους χλιαρούς χριστιανούς.
Σε αυτό το κήρυγμα θα κάνουμε δικά μας σχόλια και θα αναφερθούμε
και σε μια ανάλογη ομιλία δική μου, που την έκαμα εδώ στην Αγία Βαρβάρα,
το Μάιο του 1994.
Δε θα διορθώσουμε, προς Θεού, το μεγάλο αυτό ρήτορα και κήρυκα του
Ευαγγελίου, απλώς θα προσθέσουμε μερικές δικές μας ακόμα χρήσιμες
παρατηρήσεις.
Λοιπόν, ρωτάει ο επίσκοπος, μήπως είμεθα χλιαροί;
Ε, μάλλον ναι. Επειδή πολλοί από σας, με επιμονή, φορτική θα έλεγα,
ζητήσατε να κάνουμε κάποια κηρύγματα, και αυτά βέβαια έχουν το δικό τους
κόπο, αλλά και ποιος είμαι εγώ;
Ο επίσκοπος ρωτάει, μήπως αυτός που σας ομιλεί είναι άγγελος ή
αρχάγγελος, μήπως είναι κανένας μεγάλος ασκητής και ερημίτης απ’ το
Άγιον Όρος, τίποτα ερημητήρια της Παλαιστίνης, μήπως είναι κανένας
μάρτυρας και ομολογητής, ή κανένας από τους πατέρες της Εκκλησίας;
Αν εκείνος για τον εαυτό του λέει αλίμονο, πόσο πολύ περισσότερο θα
πρέπει να το πούμε εμείς. Μακάρι να μπορούσαμε όλοι οι ιερείς, μοναχοί
και επίσκοποι που κηρύσσουμε τον λόγον του Θεού, να βρισκόμασταν στα ύψη
αυτά των μεγάλων πατέρων της Εκκλησίας μας. Μακάρι.
Αλλά κείνο όμως το οποίο μπορούμε να πούμε και μπορούμε να
ομολογήσουμε, εμείς, οι ιερείς και πρώτος εγώ, είναι να επαναλάβω τα
λόγια του προφήτου Ησαΐα. «Ο ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος, ότι άνθρωπος ων
και ακάθαρτα χείλη έχω, εν μέσω λαού, ακαθάρτα χείλη έχοντος εγώ ηχώ».
Είμαι άνθρωπος, λέει ο προφήτης, και τα χείλη μου είναι ακάθαρτα, είναι
αμαρτωλά, είναι βρώμικα. Αλλά όμως βρίσκομαι ανάμεσα σε έναν λαό που
έχει και αυτός ακάθαρτα χείλη. Γιατί και αυτός ο λαός είναι αμαρτωλός.
Μεστός αμαρτιών και ανομιών. Όπου κυριαρχεί
δυστυχώς στην πατρίδα μας ένα πνεύμα αμετανοησίας. Χωριστά η διαφθορά.
Ανάμεσα λοιπόν σε αυτόν τον λαόν, κατοικώ και ευρίσκομαι και εγώ.
Δυστυχώς, για μας τους ιεροκήρυκες και για μένα ειδικότερα, ισχύει αυτό
το οποίον λέγει ο ψαλμωδός, ο προφήτης Δαυΐδ στον 49ον ψαλμόν, «τω δε
αμαρτωλώ είπεν ο Θεός», εις τον αμαρτωλόν είπε ο Θεός, «ίνα τι συ εκδιεί
τα δικαιώματά μου και αναλαμβάνεις την διαθήκην μου δια του στόματός
σου», ποιος είσαι εσύ; ο οποίος με παίρνεις στο στόμα σου και θέλεις να
διηγηθείς τα μεγαλεία τα δικά μου; Ποιος
είσαι εσύ που μπορείς να αποκαλύψεις τα δικά μου μυστήρια;
Μην κάνουμε τίποτα τέτοιο απ’ αυτά. Μεταφέρουμε τον λόγον του Θεού,
τον Ευαγγελικόν του λόγο πρώτα για μας, πρώτα προσωπικά για μένα.
Ύστερα για σας που ακούτε. Είμαι αμαρτωλός, γι’ αυτό και η ευθύνη
μεγαλώνει κάθε φορά που απευθύνουμε λόγον Θεού. Είναι όμως ανάγκη να
διαδίδεται ο λόγος του Θεού, είναι ανάγκη, είναι πολύ απαραίτητο.
Παρόλην λοιπόν την αμαρτωλότητά μας πρέπει να ομιλούμε. Πρέπει να
σπέρνεται ο λόγος του Θεού. Γιατί ο Λόγος του Θεού είναι σπόρος, θεϊκός
σπόρος, δεν είναι κάτι δικό μας!.. Και αν θα φυτρώσει ο
σπόρος, δεν εξαρτάται αυτό από μας. Δεν εξαρτάται δηλαδή από το πρόσωπο
που σπέρνει το σπόρο. Εξαρτάται από άλλους παράγοντες. Από την ποιότητα
του σπόρου, και από την ψυχική κατάσταση του δέκτη, της γής, των ψυχών
μας δηλαδή.
Βέβαια σε αυτό έχω να προσθέσω και κάτι άλλο. Ότι ο
αγιασμένος άνθρωπος, όταν ομιλεί, και ομιλεί εκ του περισσεύματος της
καρδίας του, ευκολότερα γίνεται αποδεκτός. Μαλακώνουν οι καρδιές των
ανθρώπων. Πηγαίνουν κοντά στον άγιο άνθρωπο και ζεσταίνονται.
Θερμαίνονται. Θέλουν κυριολεκτικά να ρουφήξουν τα
λόγια του. Αυτό σημαίνει ότι έχουν γη αγαθή.
Ο πατήρ Αυγουστίνος λέει ότι αν ένας λεπρός ή ένας μαύρος ή ένας
κίτρινος άνθρωπος κρατούσε στα χέρια του τον σπόρο, και σπέρνει, - ο
σπόρος δεν χάνει την δύναμή του, είναι σπόρος – και λεπρός να κρατεί
λέει ακόμα στα χέρια του τον σπόρο, αυτός θα φυτρώσει στη γη, αρκεί η γη
να είναι δεκτική. Γι’ αυτό λοιπόν οποιοσδήποτε και αν σας ομιλεί, και
λεπρός να είναι ακόμα στον ψυχικό του κόσμον, επί λέξει το τονίζει αυτό,
εφόσον κηρύσσει τον λόγον του Θεού, εφόσον κρατάει στα χέρια του τον
Ευαγγελικό σπόρο, το αποτέλεσμα θα είναι
καρποφόρο, θα φέρει καρπούς πολλούς, εάν συναντήσει και γη κατάλληλη. Ο
πομπός μπορεί να λειτουργεί σωστά, αλλά πρέπει να λειτουργεί σωστά και ο
δέκτης.
Κρατάμε στα χέρια μας το πιο πολύτιμο χρυσάφι. Τον
μεγαλύτερο πλούτο που μπορεί να υπάρξει πάνω στην γη. Δεν είναι ούτε τα
χρήματα, ούτε τα κτήματα, ούτε τα σπίτια, ούτε τα παλάτια, ούτε τα
αξιώματα, τίποτε από αυτά δεν είναι πλούτος. Πλούτος είναι ο λόγος του
Θεού. Αυτός είναι ο πλούτος. Και αυτόν τον λόγον του Θεού πρέπει να
δεχθούμε όλοι μας.
Εγώ όπως είναι γνωστόν στερούμαι
και του προφορικού και του γραπτού λόγου. Δεν έχω ικανότητες και αυτό
είναι γνωστό. Το ζητήσατε και σας κάνω υπακοή όσο μπορώ. Γι’ αυτό το
λόγο είπα ότι θα φροντίσω να χρησιμοποιήσω τον λόγον των άλλων,
προσθέτοντας κάτι φτωχό δικό μου.
Βέβαια πρέπει να μας συνέχει από την άλλη πλευρά και ένα αίσθημα
ταπεινώσεως. Γιατί η ώρα της ακροάσεως του Λόγου του Θεού είναι ώρα
ιερή. Και πρέπει αυτήν την ώρα που έχουμε πει επανειλημμένες φορές και
στα πιο παλιά μας κηρύγματα, να παρακαλείτε από μέσα σας τον Θεόν να με
ελεήσει. Και να μου δίδει εκείνη τη στιγμήν κατάλληλον φωτισμόν, για να
λέγεται και να είναι ο λόγος δυνατός, τόσο δυνατός που να σπάζει τον
βράχο των παθών μας, που πλακώνει τις καρδιές μας. Πρέπει να είναι ο
λόγος μας δυναμίτης. Εάν ο Απόστολος Παύλος
παρακαλούσε, φαίνεται αυτό στα γραπτά του κείμενα, παρακαλούσε τους
χριστιανούς, να προσεύχονται γι’ αυτόν, «ίνα μη αδόκιμος γένηται», μήπως
δηλαδή κηρύσσοντας τον λόγο του Θεού, αποδοκιμασθώ εγώ από τον Θεόν.
Διότι μακάριος είναι εκείνος ο οποίος διδάσκει και ποιεί – όχι μόνον
ομιλεί αλλά και πράττει. Πολύ περισσότερον λοιπόν αν ο Παύλος αυτό το
παρακαλούσε, όχι πολύ περισσότερο, και γω δεν ξέρω ασυγκρίτως πόσο
περισσότερο, θα πρέπει να είναι η δική μου παράκλησις σε σας, να μην
αποδοκιμασθώ από τον Θεόν για τους λόγους
αυτούς τους οποίους θα απευθύνω σε σας, όσες φορές θα μπορέσω να σας
κάμω βραδινό κήρυγμα.
Λοιπόν, εν ημέρα κρίσεως, όταν θα έλθει η ώρα και θα φύγουμε από
αυτόν τον κόσμο, διότι η ηλικία μας ήδη πέρασε, να μην μου πεί ο Θεός
«ουκ οίδα υμάς», δεν σας ξέρω. Μα πώς δεν με ξέρει! Παπάς Του ήμουνα.
Στα χέρια μου Σε κρατούσα. Για Σένα ομιλούσα και τόσα άλλα που θα
μπορούσα να πω. Δεν σε ξέρω… Και αυτό θα το πει σε πολλούς. «Ούκ οίδα
υμάς. Υπάγετε απ’ εμού κατηραμένοι, οι εργαζόμενοι την ανομίαν, εις το
πυρ το αιώνιον, το ητοιμασμένω τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού».
Για να γίνει λοιπόν καρποφόρος ο λόγος του Θεού πρέπει να
προσέχετε, να έχετε κατάνυξη. Και όχι απλώς να έχετε κατάνυξη, να έχετε
και αυτιά. Διότι δεν έχετε αυτιά.. Ο Κύριος είπε «ο έχων ώτα ακούειν,
ακουέτω». Φυσικά, αυτιά, είχαν και οι Γραμματείς είχαν και οι Φαρισαίοι.
Είχαν αυτιά. Αλλά πνευματικό αυτί δεν είχαν.. Αυτιά είχαν και αυτιά δεν
είχαν. Και γι’ αυτό δεν άκουαν τίποτα.. Και δεν καταλάβαιναν τίποτα από
όσα έλεγε ο Κύριος στο κήρυγμά Του. Έτσι λοιπόν, πόσοι από μας
πηγαίνουμε στις συναυλίες, δεν ξέρω, από σας, τα καλύτερα
κομμάτια να ακούμε να παίζονται, αλλά άμα δεν έχουμε αυτιά δεν
καταλαβαίνουμε τίποτα. Και κιθάρες αγγέλων να παίξουν, και Χερουβείμ να
κατέβουν κάτω, και να μ’ αρχίζουν να μας ψάλουν ουράνιους ύμνους, αν
είμαστε κουφοί δεν θα καταλάβουμε τίποτα. Όπως λοιπόν ένας κουφός δεν
είναι σε θέσιν να ακούσει τις ωραιότατες μελωδίες, έτσι και ένας που
είναι αναίσθητος και αδιάφορος δεν μπορεί να καταλάβει τίποτα από τον
λόγον του Θεού που λέγεται. Λοιπόν, αυτός ο άνθρωπος, που έχει κλειστά
τα αυτιά της ψυχής του, είναι ανίκανος να
ακούσει τους ήχους του Παναγίου Πνεύματος, να ακούσει τον λόγον του
Θεού, να τον πάρει βαθιά μέσα του και να τον κάνει ζωή του, να τον κάνει
έργο.
Χρειαζόμαστε λοιπόν αυτιά γι’ αυτό είπε και ο Θεός, ο Χριστός μας, «ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω».
Ο άνθρωπος έχει μια σχετική ακοή. Δεν ακούει τόσο ισχυρά, όπως
δυνατά ακούνε τα ζώα. Μερικά ζώα ακούνε πολύ. Όταν αρχίζει ένας σεισμός,
τα ζώα το παίρνουν πρώτα είδηση. Εδώ τα σκυλιά ουρλιάζουν, οι γελάδες
βελάζουν, και ούτω κάθε εξής. Σήμερα όμως η πρόοδος της επιστήμης
ξεπέρασε και αυτά τα σκυλιά διότι βλέπουμε πάνω στις κορφές των ορέων να
στήνονται τεχνητά αυτιά, τα λεγόμενα ραντάρ, και έτσι λοιπόν όταν τα
εχθρικά αεροπλάνα περνούν τα σύνορά μας, αμέσως το παίρνουν είδηση και
ειδοποιούνται οι αρμόδιοι ότι κάτι το ξένο και
το εχθρικό μπήκε στην πατρίδα μας.
Λοιπόν πρέπει να μας δώσει τέτοια δυνατά αυτιά ο Θεός, για να
ακούμε τα μηνύματα του ουρανού. Να μην ακούμε τους ήχους της γης. Τα
συνθήματα της εποχής μας, τα αμαρτωλά και απατηλά, αλλά, να μπορέσουμε
να ακούμε, να αφουγκραζόμαστε, τους αλάλητους στεναγμούς του Παναγίου
Πνεύματος, και τους πνευματικούς ανασασμούς του ουρανού. Αυτά πρέπει να
ακούμε.
Όταν θα κάνετε προσευχή να έχετε απάντηση στην καρδιά σας. Κι όταν
ανοίγετε την Αγία Γραφή να παίρνετε από κει το μήνυμα του ουρανού και να
το αισθάνεται η ψυχή σας. Ο Κύριος λαλεί και εξακολουθεί να λαλεί εδώ
και δυο χιλιάδες χρόνια συνέχεια. Γι’ αυτό και ο ψαλμωδός λέγει «λάλει
Κύριε και ο δούλος σου ακούει». Έτσι λοιπόν ο Θεός εξαπέστειλε τα
μηνύματά Του, πρώτα διά των προφητών, ύστερα ο ίδιος και εν συνεχεία διά
των Αποστόλων. Κατόπιν διά των Αποστολικών Πατέρων και ύστερα δια των
μεγάλων διδασκάλων και Πατέρων δια των
Οικουμενικών Συνόδων, ύστερα μίλησε διά μέσου των Αγίων και των
μαρτύρων και τόσων άλλων.
Προπαντός όμως ομιλεί ο Θεός διά της
Καινής Διαθήκης, διά της Αγίας Γραφής. Η Αγία Γραφή είναι ραντάρ. Όποιος
έχει αυτί θα ακούσει. Κάπου εκεί στο δεύτερο και τρίτο κεφάλαιο της
Αποκαλύψεως, λέγει το εξής, δεν το λέγει μόνο μία φορά, το λέγει επτά
φορές. Τι λέγει επτά φορές; «Ο έχων ούς, όποιος έχει αυτί, ακουσάτω τι
το Πνεύμα λέγει τοις Εκκλησίαις». Όποιος έχει αυτί, ας ακούσει τι λέγει
το Πνεύμα, το Πνεύμα το Άγιον, στις Εκκλησίες. Όχι
όποιος έχει αυτί, ας ακούσει τα μηνύματα που έρχονται από τον ουρανό
εδώ κάτω στον κόσμο.
Δυστυχώς τα μηνύματα των πολιτικών μας, και των διαφόρων άλλων
τσαρλατάνων, τα ακούμε, γήινα μηνύματα, μικρά και ασήμαντα. Και στήνουμε
το αυτί μας, και στο ραδιόφωνο, και το πρόσωπό μας μπροστά στην οθόνη
της τηλεοράσεως για να ακούσουμε και να δούμε. Αλίμονον. Αλίμονον που
τόσες ώρες κολλάμε σ’ αυτά. Και δεν έχουμε αυτιά. Και δεν έχουμε μάτια
για τα μηνύματα του ουρανού.
Ραντάρ λοιπόν η Αγία Γραφή. Με όλα
τα βιβλία ομιλεί. Ομιλεί όμως και μέσα από την Αποκάλυψη. Που είναι το
τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης. Είναι
βέβαιον όμως ότι στις Εκκλησίες, τις Κυριακές και τις μεγάλες εορτές,
όπως και τις καθημερινές, δεν ακούμε να διαβάζεται η Αποκάλυψη. Και
καλώς έπραξαν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας που τα παλαιότερα χρόνια,
απέκλεισαν την Αποκάλυψη από τα Αναγνώσματα που αναγινώσκονται στις
ιερές ακολουθίες. Η Αποκάλυψις του Κυρίου μας εδόθη στον Ιωάννη τον
Ευαγγελιστή, εκεί στην Πάτμο. Παλαιότερα τα λόγια της ήταν ακατάληπτα,
μυστηριώδη, γριφώδη. Όσο προχωρούν όμως οι αιώνες, τα πράγματα
διασαφηνίζονται. Το αν πρέπει να διαβάζεται η
Αποκάλυψη ή όχι, στις ακολουθίες, αυτό δεν το γνωρίζω, και δεν είμαι
εις θέσιν να δώσω μία απάντηση. Αυτό θα το αποφασίσουν τα Ορθόδοξα
Πατριαρχεία σε μια μελλοντική Ορθόδοξη Οικουμενική Σύνοδο.
Ο τελευταίος προφήτης του Γένους μας, ξέρετε ποιος ήταν; Ήταν ο
Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο οποίος απηγχονίσθη. Τον κρέμασαν οι Τούρκοι,
οι Αλβανοί, εκεί στα Αλβανικά βουνά, και το σώμα του το πέταξαν στον Αώο
ποταμό. Αυτός προφήτευσε πολλά. Σε μια προφητεία του είπε το εξής: Θα
δείτε στον κάμπο αμάξι χωρίς άλογο να τρέχει γρηγορότερα απ’ το λαγό.
Ποιος καταλάβαινε τότε τι εννοούσε όταν το έλεγε αυτό στην εποχή του;
Κανείς δεν καταλάβαινε. Μπορούσε, σκεφτόντουσαν οι άνθρωποι, καλά μπορεί
να υπάρξει αμάξι και κάρο, που να τρέχει
στον κάμπο χωρίς άλογο, χωρίς βόδι, χωρίς ζώο; Κι όμως, αυτό που ήτανε
παράξενο, ύστερα από εκατό χρόνια έγινε πραγματικότητα. Και είδαμε το
αμάξι χωρίς άλογο να τρέχει, και αυτό είναι το αυτοκίνητο. Είπε και άλλα
πάρα πολλά, ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός!
Έτσι λοιπόν ερμηνεύονται σιγά σιγά, και τα γεγονότα τα φοβερά της
Αποκαλύψεως. Γι’ αυτό και πρέπει να την διαβάζουμε την Αποκάλυψη χωρίς
να την ερμηνεύουμε. Η ερμηνεία ανήκει στους Πατέρες της Εκκλησίας μας,
όταν αρχίζουμε από το Ματθαίο, θα τελειώσουμε με την Αποκάλυψη. Υπάρχουν
ορισμένα κομμάτια τα οποία είναι πολύ ωφέλιμα στο να τα διαβάζει
κανένας. Δεν χρειάζεται να τρομοκρατείται από αυτά που διαβάζει, διότι
το μήνυμα είναι μήνυμα σωτηρίας και καλεί τους ανθρώπους στην μετάνοια. Ο
άνθρωπος που είναι κοντά στο Θεό δεν
φοβάται τίποτα. Ούτε τον Αντίχριστο, ούτε το όνομά του, ούτε τα εξάρια,
ούτε τα εννιάρια, τίποτα δεν φοβάται. Είναι κοντά εις τον Θεόν.
Τελείωσε. Τι να φοβηθεί; Να γίνει μάρτυρας; Είναι έτοιμος! Να δώσει το
σώμα του να μαρτυρήσει, και αυτό είναι έτοιμο.
«Μακάριος ο
αναγινώσκων και ακούοντες τους λόγους της προφητείας, και τηρούντες τα
εν αυτή γεγραμμένα. Ο γαρ καιρός εγγύς», λέει στην Αποκάλυψη, στο πρώτο
κεφάλαιο, στο στίχο δεκατρία. Μακάριος λοιπόν είναι ο άνθρωπος που
διαβάζει και ακούει τους λόγους αυτής της προφητείας που
υπάρχουν μέσα σ’ αυτό το ιερό βιβλίο. Το τελευταίο της Καινής Διαθήκης,
την Αποκάλυψη. Αλλά και πιο μακάριος είναι εκείνος ο οποίος τηρεί,
εφαρμόζει, όσα σ’ αυτήν είναι γεγραμμένα. Διότι ο καιρός είναι εγγύς.
Εγγύς! Ο καιρός είναι κοντά, είναι πλησίον.
Σε τι είμεθα κοντά; Σε συνταρακτικά γεγονότα που περιγράφει η
Αποκάλυψις; Μα τα περιγράφει εδώ και δυό χιλιάδες χρόνια! Έχουμε
εισέλθει στον κύκλον εκείνον που θα συνταράξουν ολόκληρη την οικουμένην;
Δεν γνωρίζω.
Λέει λοιπόν στο στίχος 3, το διαβάσαμε: «Μακάριος ο αναγινώσκων και
ακούοντες τους λόγους της προφητείας». Μακαρίζει λοιπόν η Αγία Γραφή,
τα θεία και μεγάλα πράγματα και όχι τα μικρά και τα ανθρώπινα. Και
τηρούντες τα εν αυτή γεγραμμένα.
Ο Άγιος Ανδρέας εγηγεί πώς μακαρίζει, αυτούς οι οποίοι, μέσα από τις πράξεις, όχι μόνο αναγινώσκουν αλλά και εφαρμόζουν.
Ο δε Άγιος Αρέθας λέγει ότι όλοι αυτοί οι μακάριοι είναι εκείνοι
που έχουν αυτιά και ακούνε. Όποιος λοιπόν έχει αυτιά για να ακούσει ας
ακούει. Και ποιος έχει αυτού του είδους τα αυτιά; Τα έχει εκείνος που
απέκτησε την ικανότητα να ακούει και αυτά που ακούει να τα διατηρεί και
να τα φυλάσσει ως τον νόμον του Θεού. Και έτσι καταρτισμένος να ζει
πνευματικά και όχι όπως ο ζωώδης και κτηνώδης άνθρωπος. Δηλαδή αυτός που
προτιμά να ζει αισθησιακά όπως τα ζώα που δεν έχουν λογική.
Ο γαρ καιρός εγγύς. Πλησιάζει ο καιρός της μακαριότητος. Είναι
εγγύς και παρών ο καιρός και δίνει την ευκαιρία για εργασία πνευματική,
για εργασία που θα μας φέρει στη σωτηρία. Για εργασία σποράς του λόγου
του Θεού. Για εργασία τηρήσεως των εντολών. Για εργασία καλλιεργήσεως
των αρετών. Διότι είπεν ο Κύριος: εμέ διεργάζεσθε, έως ημέρα εστί. Όσο
είναι μέρα, όσο ζούμε, τώρα θα εργασθούμε για την σωτηρία μας. Άμα
πεθάνουμε, το χάσαμε το παιχνίδι. Και πρέπει λοιπόν, και προτρέπει τους
πάντες, να κερδίσουμε αυτόν τον μακαρισμό. -
Διαβάζω τα σχόλια, που μας τα δίδει η Αποκάλυψις από τον Άγιο Ανδρέα
και από τον Άγιο Αρέθα.- Τι άλλο σημαίνει εγγύς; Σημαίνει ότι πλησιάζει ο
καιρός της απονομής των επάθλων. Και είναι σύντομος αυτός ο καιρός αν
συγκριθεί, με τη μικρή διάρκεια που έχει αυτή η ζωή μας. Το εγγύς λοιπόν
σημαίνει ακόμα, και την προειδοποίησή μας για τον θάνατό μας. Εγγύς
σημαίνει ότι ήλθε ο καιρός για να πεθάνεις άνθρωπε! Είσαι έτοιμος να
πεθάνεις; Αν δεν είσαι, φρόντισε να γίνεις! Άρα λοιπόν το εγγύς σημαίνει
ότι ήλθε ο καιρός της μετανοίας.
Βλέπουμε δηλαδή από τους Πατέρες της Εκκλησίας μας, ότι δίδονται
πολλές ερμηνείες στη λέξη «εγγύς», και δεν αναφέρονται μόνον στα
συνταρακτικά γεγονότα τα οποία βέβαια έρχονται και θα ακολουθήσουν.
Ακούγοντας
λοιπόν αυτό το πνευματικό ραντάρ της Αποκαλύψεως, ακούμε από μακριά
τους ήχους και τα μηνύματα του Αγίου Πνεύματος, ότι από τον ουρανό ο
Θεός στέλνει 7 μηνύματα ή μάλλον 7 επιστολές, και βέβαια κομιστής και
ταχυδρόμος αυτών των επιστολών ήταν ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής.
Λέει: «τω αγγέλω γράψον», ποιος είναι ο άγγελος τώρα; εις τον
άγγελον γράψε! λέγει ο Θεός εις τον Ευαγγελιστή Ιωάννη. «Άγγελο» εννοεί
τον επίσκοπο. Τον Αρχιερέα. Όπως ένας άγγελος υπερέχει των ανθρώπων και
ίπταται στον ουρανό, έτσι πρέπει και ένας επίσκοπος να είναι άγγελος,
και ως άγγελος εν μέσω των ανθρώπων.
Υπήρξε κάποια εποχή, που ο κόσμος έβλεπε όχι μόνον τον επίσκοπο,
αλλά και τον κάθε λειτουργό ιερέα, και τον πιο ταπεινό παππούλη, τον
έβλεπε ως άγγελο Κυρίου του Παντοκράτορος Θεού. Ήσαν σε τέτοιο
πνευματικό ύψος τότε, οι ιερείς και επίσκοποι, ώστε ο κόσμος τους έβλεπε
σαν αγγέλους, τους πίστευε σαν αγγέλους, τους πίστευε σαν αγίους και
απέδιδε ανάλογη τιμή.
Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός είπε σε μια προφητεία του: Ήταν κάποιος
καιρός που οι κληρικοί ήσαν ως άγγελοι και λαϊκοί ζούσαν ως άνθρωποι. Θα
έρθει όμως η εποχή, που οι κληρικοί θα ζουν σα λαϊκοί, οι δε λαϊκοί θα
γίνουν σαν κτήνη, σαν ζώα. Αυτά τα είπε ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός. Και
τότε ήξει το τέλος του κόσμου. Αυτό είναι από το 24ον Κεφάλαιον του
Ματθαίου.
«Τω αγγέλω λοιπόν γράψον», σε ποιόν επίσκοπον να γράψει. Στις επτά
Εκκλησίες της Μικράς Ασίας, σε επτά επισκόπους. Τα ονόματά τους βέβαια
συγκενούν τους Μικρασιάτες και όσους κατάγονται από κείνα τα μέρη. Από
τις λεγόμενες αλησμόνητες πατρίδες, που τονίζεται τώρα τελευταία
υπερβολικά. Διότι λίκνον του Χριστιανοσμού ας μη ξεχνάμε ότι ήταν η
Μικρά Ασία. Γράψον λοιπόν στις επτά Εκκλησίες. Ποιες Εκκλησίες είναι
αυτές, είναι η Έφεσος, η Σμύρνη, η Πέργαμος, τα Θυάτειρα, οι Σάρδεις, η
Φιλαδέλφεια και εβδόμη η Λαοδίκεια. Κι έτσι
ερχόμενοι οι άνθρωποι από κει, φέραν και την πατρίδα τους μαζί τρόπον
τινά, και έτσι τη Σμύρνη την είπαν Νέα Σμύρνη. Τη Φιλαδέλφεια την είπαν
Νέα Φιλαδέλφεια και ούτω κάθε εξής. Ονόματα μεγάλα. Οι λυχνίες τους τότε
ήσαν αναμμένες. Αλλά ήταν προφητευμένο μέσα στην εκκλησία ότι θα
μετακινήσω την λυχνία σου, το λέει αυτό στο 2ο κεφάλαιο. Και πράγματι το
1922, το μήνα Σεπτέμβριο, τότε έσβησαν όλες αυτές οι λυχνίες, έσβησαν
όλες. Τα καντήλια του Χριστού, τα φώτα τα ιερά, ο πολυέλαιος, όπως
τονίζει χαρακτηριστικά ο πατήρ Αυγουστίνος, που
εφώτιζε την Μικρά Ασία με 30 Μητροπόλεις, με τέσσερεις χιλιάδες
εκκλησίες, με εκατοντάδες μοναστήρια και ιερούς ναούς, έσβησαν. Δεν
υπάρχουν πλέον πουθενά, μα πουθενά. Και μέσα σ’ αυτές τις εκκλησίες,
μέσα στις οποίες ελειτούργησαν άγγελοι του Θεού, ιερείς και επίσκοποι,
εκκλησιές, εξωκκλήσια και μοναστήρια, όπως το μοναστήρι της Παναγίας του
Σουμελά, και το μοναστήρι του Βαζελώνος, που ήταν τότε σεβάσμια
προσκυνήματα, σήμερα είναι στάβλοι, κοπρώνες, αποθήκες, κέντρα
διασκεδάσεως. Το μεγαλύτερο δυστύχημα του Ελληνισμού
είναι η καταστροφή της Μικράς Ασίας. Αυτή είναι η μεγαλύτερη τιμωρία
του Ορθοδόξου Ελληνισμού. Για να μετανοήσουμε έγιναν αυτά. Αλλά εμείς
όμως να επαναλάβουμε εκείνο που λέγει τη Μεγάλη Εβδομάδα: «Ο δε
παράνομος Ιούδας ουκ ηβουλήθη συνιέναι». Δε θελήσαμε να βάλουμε μυαλό,
να μετανοήσουμε και να συναισθανθούμε τα αμαρτήματά μας. Το βλέπουμε
τώρα στην πατρίδα μας πόσο διάχυτη είναι η αμαρτία και ποιες είναι οι
καταστρεπτικές συνέπειές της.
Μετακινήθησαν βέβαια οι καημένοι εκείνοι πρόσφυγες, και ήρθαν στην
Ελλάδα μας και έτσι παντού βλέπουμε Ποντίους, Καυκασίους, Φιλαδελφείς,
Μικρασιάτες και τα λοιπά. Όπου και να πάμε θα βρούμε αυτούς τους
ανθρώπους, ίσως να ευρίσκονται και εδώ.
Να διαβάσουμε τα
γράμματα; Που έστειλε ο Ιωάννης στις εκκλησίες; Έχουν ενδιαφέρον. Το
κάθε γράμμα ξεχωριστό έχει ενδιαφέρον. Δεν μπορούμε να τα διαβάσουμε
όλα. Αλλά όμως εσείς πηγαίνοντας στα σπίτια σας, καλόν είναι να διαβάστε
αυτές τις επτά επιστολές, που απευθύνονται στις επτά
εκκλησίες της Μικράς Ασίας. Θα διαβάσουμε όμως μόνο το τελευταίο, που
απευθύνεται προς την Εκκλησία των Λαοδικαίων. Γιατί και μεις τέτοιοι
είμαστε, όπως ήσαν οι χριστιανοί από την Λαοδικεία. Γράφει λοιπόν, θα
διαβάσω τη μετάφραση:
Και στον άγγελο της εκκλησίας της Λαοδικείας γράψε: Αυτά λέει ο
Αμήν, ο αξιόπιστος και αληθινός μάρτυρας, η αιτία των δημιουργημάτων του
Θεού. Γνωρίζω τα έργα σου. Δεν είσαι ούτε κρύος, ούτε ζεστός στην
πίστη. Μακάρι να ήσουν κρύος ή ζεστός. Επειδή όμως δεν είσαι ούτε ζεστός
ούτε κρύος αλλά χλιαρός, γι’ αυτό θα σε ξεράσω απ’ το στόμα μου. «Μέλλω
σε εμέσαι εκ του στόματός μου». Αυτό θα πεί, αυτό σημαίνει θα σε ξεράσω
απ’ το στόμα μου. Λές είμαι πλούσιος και απέκτησα περιουσία και δεν έχω
ανάγκη κανέναν. Και δε γνωρίζεις ότι στην
πραγματικότητα είσαι ταλαίπωρος και αξιοθρήνητος, είσαι πτωχός, τυφλός
και γυμνός. Γι’ αυτό σε συμβουλεύω να αγοράσεις από μένα, παρ’ εμού
λέει, χρυσάφι καθαρισμένο στη φωτιά, για να πλουτίσεις, λευκά ρούχα για
να ντυθείς, και να μην ντρέπεσαι για την γυμνότητά σου, και κολλύριο για
να αλείψεις τα μάτια σου για να βλέπεις. Εγώ όσους εάν ωφελώ, ελέγχω
και παιδεύω. Ζήλευε ουν και μετανόησον. Δείξε ζήλο και μετανόησε. Ιδού
έστεικα επί την θύραν και κρούω. Στέκομαι μπροστά στην πόρτα της καρδιάς
σου και κτυπώ. Εάν τις ακούσει της
φωνής μου και ανοίξει την θύραν, και εισελεύσομαι προς αυτόν και
δειπνήσω μετ’ αυτού και αυτός μετ’ εμού. Και αν κάποιος ακούσει τη φωνή
μου και μου ανοίξει την πόρτα θα μπω μέσα και θα δειπνήσω μαζί του. Και
αυτός μαζί μου, … και άλλα πολλά.
Γεμάτο λοιπόν παράπονα είναι. Επειδή λέγει, δεν είσαι ούτε κρύος
ούτε ζεστός, αλλά είσαι χλιαρός, γι’ αυτό θα σε ξεράσω. Δεν σε ανέχομαι.
Ούτε ζεστός είσαι, ούτε ψυχρός. Χλιαρός είσαι. Νερόβραστος δηλαδή. Γι’
αυτό και οι χριστιανοί μας, όλοι οι χριστιανοί, χωρίζονται σε τρείς
κατηγορίες. Στους θερμούς, στους ψυχρούς και στους χλιαρούς.
Πρώτον
βέβαια είναι οι θερμοί χριστιανοί. Οι θερμοί χριστιανοί είναι οι ζεστοί
χριστιανοί. Ποιοι είναι αυτοί; Είναι αυτοί περί των οποίων ο Απόστολος
Παύλος είπε ότι είναι το Πνεύματι
ζέοντες. Είναι από το 12ο κεφάλαιο της προς Ρωμαίους Επιστολής, στίχος
11. Και είχαμε την ευκαιρία όταν κάναμε την προς Ρωμαίους Επιστολή, αυτό
το Πνεύματι το ζέοντες, να το αναλύσουμε.
Εδώ ο Απόστολος Παύλος μας λέγει, σας είχα πει τότε, στο κήρυγμα
εκείνο, ότι το πνεύμα μας, δηλαδή οι εσωτερικές μας και πνευματικές μας
δυνάμεις, οφείλουν να είναι γεμάτες και ποτισμένες από την θερμότητα του
Αγίου Πνεύματος. Ή καλύτερα να διακρίνονται από τη φλόγα του θεϊκού
ζήλου. Αυτό σημαίνει ότι όποιος χριστιανός κατορθώσει τα είδη των αρετών
που ο Παύλος απαριθμεί, τότε προσελκύει την χάρι του Αγίου Πνεύματος
και πυρακτώνεται απ’ αυτό, θερμαίνεται, δυναμώνει. Φωτοποιείται, και
απαστράπτει σαν αστέρι φαεινό, λάμπει
ολόκληρος. Να πως καταστρέφονται και εξουδετερώνονται οι προσβολές οι
δαιμονικές. Κατακαίονται μόλις συναντήσουν την ψυχή ζέουσα από την χάριν
του Αγίου Πνεύματος. Ενώ αντιθέτως εκείνος ο χριστιανός που δεν
εργάζεται όπως πρέπει τις θείες αρετές, και δεν τηρεί το θέλημα του
Θεού, αυτός ψυχραίνεται και σβήνει μέσα του η φλόγα της θείας χάριτος.
Αυτό μας θυμίζει και άλλη προτροπή του Αποστόλου Παύλου που μας λέγει
«το Πνεύμα μη σβένυται», που είναι από την πρώτη προς Θεσσαλονικείς
Επιστολή, αυτό το «Πνεύμα μη σβένυται».
Ποιο όμως είναι αυτό το Πνεύμα που δεν πρέπει να σβήσουν οι πιστοί
χριστιανοί διότι διαφορετικά ή ψυχροί θα καταντήσουν ή χλιαροί; Είναι η
Θεια Χάρις! Είναι η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος! Όταν βαπτιστήκαμε στο
όνομα της Αγίας Τριάδος, στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου
Πνεύματος, πήραμε όλοι μας, ο καθένας χωριστά την χάρη του Αγίου
Πνεύματος, την πήραμε, που η Χάρις αυτή είναι και φως, είναι και ζωή.
Και λέγεται ζωή διότι όντως μας δωρίζει την αιώνια και μακαρία ζωή,
κοντά στον Χριστό. Είναι δε και φως διότι
διέλυσε τα σκοτάδια. Το σκοτισμένο μας νου, που κληρονομήσαμε απ’ τους
προπάτορές μας, από τον Αδάμ και την Εύα. Είναι φως διότι εξακολουθεί να
διαλύει τα σκοτάδια, όταν τα σκοτάδια της αμαρτίας σκοτίζουν το νού
μας. Η λάμψις και η θερμότητα αυτού του φωτός διατηρείται αναμμένη όσο ο
χριστιανός με την αγαθή του προαίρεση φροντίζει να τηρεί το θέλημα του
Αγίου Θεού.
Που θα το βρούμε αυτό το θέλημα του Αγίου Θεού; Μέσα στο Ευαγγέλιο,
μέσα στην Αγία Γραφή, μέσα στην Καινή Διαθήκη. Κάθε σελίδα της Καινής
Διαθήκης είναι και ένας καθρέφτης! Εκεί μέσα βλέπουμε τι αξίζουμε! Ότι
δεν αξίζουμε απολύτως τίποτα, και δεν είμεθα τίποτα! Και όμως υψώνουμε
το ανάστημά μας, και πρώτος εγώ. Γίνεται αισθητή η ενέργεια του Αγίου
Πνεύματος! Όταν μελετάμε μετά θερμότητος και μετά ζήλου την Αγία Γραφή,
όταν την μελετάμε για να μάθουμε. Και για να φωτισθούμε απ’ αυτήν.
Ρίχνουμε στάχτη, πάνω σ’ αυτό το φως της
Θείας Χάριτος. Βάζουμε μια βαρύ συννεφιά, βάζουμε βράχους, απάνω στο
φως της Θείας Χάριτος, και πλακώνεται η καρδιά μας και βαραίνει! Και δεν
μπορούμε να δούμε καθαρά το θείο θέλημα. Και δεν έχουμε δυνάμεις να το
τηρήσουμε. Η εμμονή στην αμαρτία συστέλλει τη Χάρι. Τη σπρώχνει πολύ στο
βάθος της καρδιάς, και ο άνθρωπος σκληραίνει. Πώς επανέρχεται η Χάρις;
Με την ειλικρινή μετάνοια! Και τα καυτά της δάκρυα. Με την μετάνοια λένε
οι Πατέρες αναζωπυρώνεται και πάλιν ως πνοή ζωογόνος, ως σπινθήρας της
Θείας Χάριτος, που παραμένει στο
βάθος της καρδιάς κάθε βαπτισμένου χριστιανού, και τότε ο χριστιανός με
δύναμη πολλή αλλά και προθυμία αρχίζει να εκτελεί τις θείες εντολές.
Έτσι ξαναφωτίζεται, έτσι ξαναζωογονείται ο σκοτισμένος νούς, και όλος ο
άνθρωπος πυρακτώνεται από την Θείαν Χάριν.
Λοιπόν μοιάζουν οι θερμοί χριστιανοί σαν το καζάνι που βράζει, που
έχει μέσα νερό βραστό. Ζεστοί χριστιανοί, θερμοί χριστιανοί, είναι
εκείνοι που έχουν πίστη ως κόκκο σινάπεως, τόσο μικρό, ο σπόρος σινάπεως
είναι μικρούτσικος, πάρα πολύ μικρός, αλλά άμα έχουμε τόση πίστη λέγει ο
Κύριος, τότε μπορούμε να πούμε σε ένα βουνό «σήκω από δω και πήγαινε
εκεί» και θα πάει. Με πίστη σαν κόκκο σινάπεως κάνουμε θαύματα.
Μετακινούμε όρη. Εξαφανίζουμε τα όρη και τους όγκους των παθών. Οι
Πατέρες το λένε, όχι εγώ. Θερμοί ήσαν οι προφήτες!
Θερμοί ήσαν οι Απόστολοι. Θερμοί και ζηλωταί ήσαν όλοι εκείνοι για τους
οποίους είπε ο Κύριος ότι ο ζήλος του οίκου σου κατέφαγέ με. Ζηλωτής
θερμότατος ήταν ο Απόστολος Παύλος, αλλά βέβαια πάνω απ’ όλα και πρώτο
υπόδειγμα για μας θείας θερμότητος ήταν ο Χριστός και ο Σωτήρας μας.
Διότι σ’ αυτόν εφαρμόσθη πλήρως η προφητεία του ψαλμωδού, «ο ζήλος του
οίκου σου κατέφαγέ με». Ήταν τόσο θερμός που δεν υπέφερε να βλέπει την
ασέβεια και την αμαρτία να κυριαρχούν μέσα στο Ναό του Σολωμόντος, γι’
αυτό έφτιαξε φραγγέλιο με τα χέρια
Του και είπε εκείνο το περίφημο, ότι «μη ποιείτε τον οίκον του πατρός
μου οίκον εμπορίου και σπήλαιον ληστών». Χριστιανοί που έχουν ένα τέτοιο
ζήλο, είναι θερμοί. Η Παναγία βέβαια να μας βοηθήσει όλους μας.
Δεν
ήρθαμε ακόμα στους χλιαρούς, θα έρθουμε και σ’ αυτούς. Πριν έρθουμε
όμως σ’ αυτούς πρέπει να δούμε την δεύτερη κατηγορία των χριστιανών.
Τους ψυχρούς χριστιανούς. Το θερμόμετρο έχει πέσει πολύ σ’ αυτούς.
Μοιάζουν σαν τα παγόβουνα του Βορείου Πόλου. Νεκροί στο πνεύμα. Κι όταν
πέσει το θερμόμετρο, ο άνθρωπος που για
να ζήσει έχει ανάγκη μιας θερμοκρασίας, κρουσταλλιάζει. Όταν δεν
υπάρχει η πνευματική θερμοκρασία, η θερμότητα του Παναγίου Πνεύματος
μέσα στον άνθρωπο, ο άνθρωπος είναι νεκρός. Είναι αυτοί περί των οποίων ο
Κύριος είπε ότι στους εσχάτους καιρούς, ψυγήσεται η αγάπη των πολλών, η
αγάπη θα γίνει σαν τον πάγο. Είμαστε αδιάφοροι, και ψυχροί, και σκληροί
στον πόνον του άλλου, όποιος και αν είναι αυτός. Δεν λέτε που μερικές
φορές και χαιρόμαστε όταν αυτός που μας έκανε κακό, πάθει κακό! Ψυγείο
λοιπόν γίνεται η αγάπη. Κατάψυξη μάλλον.
Και άμα όμως μερικά παιδιά που έχουν κλειστεί στα ψυγεία και τάχουν
αναφέρει κατά καιρόν οι ειδήσεις με τα παιχνίδια τους, ή μέσ’ στον
καταψύκτη που κλείστηκαν για να κρυφτούν, παίζοντας το κρυφτούλι,
πάγωσαν τα παιδιά, πέθαναν. Ακριβώς λοιπόν έτσι κάμνει και ο διάβολος.
Προσπαθεί να μας βάλει στο ψυγείο του, στην κατάψυξή του. Κατεψυγμένοι
χριστιανοί οι περισσότεροι από μας, χωρίς μόριο πνευματικής ζωής,
τίποτα, γυρίστε έξω και δείτε μια ματιά. Πόσοι εκκλησιάζονται; Πόσοι
εξομολογούνται; Πόσοι κοινωνούν; Πόσοι προσεύχονται;
Πόσοι μελετούν; Πόσοι τηρούν τις εντολές; Πόσοι καλλιεργούν τις αρετές;
Πόσοι έχουν φόβον Θεού; Ευλάβεια, καλοσύνη, αγάπη; Υπομονή, πίστη,
πόσοι έχουν; Τέτοιοι υπήρχαν πάντοτε, και θα υπάρχουν.
Ο Ιωάννης ο
Χρυσόστομος όταν τους έβλεπε μέσα στην εκκλησία, εταράζετο. Και τους
έβλεπε! Είχε φοβερό μάτι. Το μάτι της καρδιάς του μπορούσε να διαβάζει
τις άλλες καρδιές. Τους ήλεγχε!. Βλέπω λέει κάτω στο βάθος κάποιον να
χασμουριέται. Επί λέξει τα λέει αυτά. Μάλιστα! Χασμουριέται! Και τον
ρώτησε: Θα χασμουριόσουν μπροστά στην βασίλισσα;
Α, όταν στέκεσαι μπροστά της και θαυμάζεις την ομορφιά της, και
θαυμάζεις την βασιλική της μεγαλοπρέπεια, την κοιτάζεις όχι μόνον στα
μάτια και δεν χασμουριέσαι, αλλά έχεις ανοίξει και το στόμα σου μια
πιθαμή. Εδώ όμως χασμουριέσαι! Τι είναι η βασίλισσα στο κάτω κάτω; Εδώ
είναι τα λόγια του Κυρίου! Εδώ είναι το Ευαγγέλιο! Εδώ είναι ο Γολγοθάς!
Εδώ είναι το Αίμα του Θεανθρώπου! Και συ χασμουριέσαι; Αυτά είναι λόγια
του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
Σε ώρα προσευχής δεν επιτρέπεται να χασμουριόμαστε. Αν
κοιτάξεις μέσα στην εκκλησία, πολλοί χασμουριόνται. Είναι αδιάφοροι.
Σημεία των καιρών. Οι μοναχοί και οι ασκηταί και οι ερημίτες μας λένε,
ότι όταν χασμουριέται ο άνθρωπος όχι από κόπωση και κούραση, γιατί
υπάρχει βέβαια και αυτό που μας προκαλεί το χασμουρητό, σημαίνει ότι δεν
υπάρχει ενδιαφέρον. Όταν δεν έχει ζωηρό ενδιαφέρον ο άνθρωπος
χασμουριέται. Όταν όμως τον κινεί η περιέργεια, και έχει ενδιαφέροντα,
τότε δεν χασμουριέται. Βρίσκεται σε κίνηση. Σε εγρήγορση.
Αυτό δείχνει και το παράδειγμα που μας ανέφερε ο Άγιος Ιωάννης ο
Χρυσόστομος. Λέγει και άλλα πολύ σκληρότερα. Τα έλεγε από του άμβωνος. Ο
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Και μάλιστα τα έλεγε μέσα στην εκκλησία.
Υπάρχει βέβαια και μια αντίληψις, την οποίαν την είδα στο Άγιον
Όρος, και γω την χρησιμοποιώ, όταν χασμουριόμαστε να κάνουμε το σημείον
του Σταυρού. Γιατί λέει, γιατί μπαίνουν τα δαιμόνια απ’ το στόμα. Μας τα
παραλέει ο παπάς, θα πουν μερικοί. Ε, δεν είπα βέβαια τέτοιο πράγμα,
διότι υπάρχουν και χασμουρητά που προέρχονται από την κούραση, από την
αϋπνία, από φυσική κάμψη και αδυναμία, και τόσα άλλα, τα οποία βέβαια
και χαρακτηρίζονται και αδιάβλητα πάθη. Πρόκειται όμως για κείνο το
χασμουρητό που φέρνει ο πειρασμός. Περνάν τα
Άγια. Ως τον Βασιλέα των όλων υποδεξόμενοι. Πάντων ημών, μνησθίει
Κύριος Ο Θεός, φωνάζουμε. Και εκείνη την ώρα κάποιος χασμουριέται. Αυτό
είναι δαιμονικό. Είναι πειρασμικό. Τελούμε την Θεία Λειτουργία. Έρχεται η
ώρα του καθαγιασμού των Τιμίων Δώρων. Αν χασμουρηθείς εκείνη την ώρα
είναι δαιμονικό. Είναι πειρασμικό. Σταύρωσε το στόμα σου, και ζήτησε το
έλεος του Θεού.
Κάποιος ιερεύς, πιστεύω να σας τόχω πει σαν παράδειγμα, σαν ζωντανή
ιστορία στα λειτουργικά κηρύγματα που κάναμε τότε, κάποιος ιερεύς
λοιπόν, ο οποίος φαίνοται, βαριόταν που έκανε τη Θεία Λειτουργία,
χασμουριόταν πολύ τακτικά. Και έτσι ένα Σάββατο, που λειτουργούσε, ήταν
δυο τρείς χριστιανοί μονάχα, ο ψάλτης και ο νεωκόρος. Έφτασε η στιγμή
του καθαγιασμού των Τιμίων Δώρων και δώστου το χασμουρητό, και δώστου το
χασμουρητό. Εκείνη την ώρα λοιπόν, τρώει ένα φοβερό μπάτσο, πάααφ, στο
μάγουλο, που έπεσε κάτω,
- Ε φτάνει πια! ακούστηκε μια φωνή,
Δεκαπέντε είκοσι μέρες ήταν
σημάδια πάνω στο μάγουλό του. Από τότε απέκτησε πνεύμα ζωντάνιας, μέχρι
που να πεθάνει πιστεύω να κλαίει, γιατί είναι ζωντανός ακόμα.
Μέχρι που να πεθάνει θα κλαίει. Όταν έρχεται αυτή η στιγμή, κλαίει.
Αλλά η ώρα πέρασε.
Έτσι λοιπόν, στο άλλο κήρυγμα θα συνεχίσουμε, με τους χλιαρούς
πλέον, που ανήκουμε οι περισσότεροι σ’ αυτήν την κατηγορία, γιατί δεν
είμαστε ούτε θερμοί, ούτε ψυχροί, αλλά χλιαροί, χριστιανοί των
περιστάσεων και των εκπτώσεων, θα τα πούμε λοιπόν συν Θεώ την άλλη
Πέμπτη.