Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από τη βλασφη­μία! Καμιά αμαρτία δεν συγκρίνεται μαζί της. Ούτε τίποτ’ άλλο παροργίζει τόσο το Θεό, όσο το να βλασφημείται τ’ όνομά Του.
Γι’ αυτό δεν πρέπει κα­νείς ούτε ν’ αμελήσει και να παρασυρθεί ο ίδιος, μα ούτε και ν’ αδιαφορήσει, αν ακούσει το φίλο του ή τον εχθρό του να βλαστημάει.

Αυτή η αμαρτία αυξάνει όλα τα κακά, ταράζει και συγχύζει όλη μας τη ζωή και στο τέλος μας ετοιμάζει ατέλειωτη κό­λαση και αφόρητη τιμωρία. Ο άνθρωπος που ασεβεί και βλαστημάει το Θεό, που εναντιώνεται στους νόμους Του και δεν θέλει ποτέ να εγκαταλείψει την παρανοϊκή αυτή φιλονικία, μοιάζει με τον μεθυσμένο και τον τρελλό.

Συμπεριφέρεται χειρότερα από εκείνους που βρί­σκονται σε κατάσταση κραιπάλης και έχουν χάσει τα λογικά τους, έστω κι αν ο ίδιος φαίνεται ότι δεν το αισθάνεται. Η βλασφημία και η αισχρολογία, αν και γεν­νιούνται στην ψυχή, δεν μένουν όμως μέσα της αλλά μολύνουν και τη γλώσσα που τις ξεστομίζει, μολύνουν και την ακοή που τις ανέχεται. Σαν άλλα δηλητήρια φαρμακώνουν και την ψυχή και το σώ­μα.

Διατί βλαστημάς;

Υπάρχουν μερικοί, που, μόλις κάνουν κάποιο λάθος ή ξαφνικά κάποιος τους βρίσει ή αρρωστή­σουν ή πονέσουν, αμέσως βλαστημάνε. Με τον τρόπο αυτόν όμως, ούτε το σφάλμα διορθώνουν ούτε τον υβριστή τους εκδικούνται ούτε τον πόνο της αρρώστιας τους απαλύνουν, αλλά χάνουν επι­πλέον και το πνευματικό κέρδος της υπομονής.
Πες μου, άνθρωπε, για ποιο λόγο βλαστημάς και ξεστομίζεις κακό λόγο; Μήπως θα σου γίνει ελαφρότερος ο πόνος; Αλλά κι αν ακόμα υποθέ­σουμε πως θα γινόταν ελαφρότερος, θα τολμού­σες να θυσιάσεις τη σωτηρία της ψυχής σου για να πετύχεις την παρηγοριά του σώματός σου; Τί κάνεις, άνθρωπέ μου; Τον Σωτήρα και Ευερ­γέτη και Προστάτη και Κηδεμόνα σου βλαστημάς; Ή δεν αισθάνεσαι ότι τρέχεις προς τον γκρεμό και σπρώχνεις τον εαυτό σου στο βάραθρο της χει­ρότερης καταστροφής;

Ο διάβολος τα πάντα μη­χανεύεται για να σε ρίξει σ’ αυτό το βάραθρο. Κι αν δει ότι με τον πόνο βλαστημάς, αμέσως θα σου αυξήσει τον πόνο και θα τον κάνει μεγαλύτερο, ώστε να σε φέρει σε απελπισία. Αν δει όμως ότι τον υπομένεις γενναία και ότι, όσο ο πόνος αυξά­νεται, τόσο περισσότερο ευχαριστείς το Θεό, τότε απομακρύνεται αμέσως, επειδή μάταια σε πολιορ­κεί.
Και συμβαίνει ό,τι με το σκύλο που στέκεται δίπλα στο τραπέζι: Αν αυτός δει τον άνθρωπο που τρώει να του ρίχνει κάτι απ’ αυτά που είναι πάνω στο τραπέζι, μένει εκεί συνέχεια. Αν όμως σταθεί κοντά μια και δυο φορές χωρίς να πάρει τίποτε, απομακρύνεται πλέον, αφού θά ‘ναι ανώφελο να περιμένει. Έτσι και ο διάβολος· έχει συνεχώς ανοιχτό το στόμα του σ’ εμάς. Αν του ρίξεις, όπως ακριβώς στο σκύλο, ένα λόγο βλάσφημο, αφού τον πάρει, πάλι θα επιτεθεί. Αν όμως επιμείνεις να ευχαρι­στείς το Θεό, τον αφάνισες στην πείνα και τον ανάγκασες αμέσως ν’ απομακρυνθεί.

Η ευχαριστία ως αντίδοτο

Αντί λοιπόν να βλαστημάς στις δύσκολες στιγ­μές, να ευχαριστείς. Αντί να πέφτεις στην απελπι­σία, να δοξολογείς. Άνοιξε την καρδιά σου στον Κύριο, φώναζε δυνατά προσευχόμενος, φώναζε δυ­νατά δοξολογώντας το Θεό. Έτσι και η συμφορά σου ανακουφίζεται, επειδή ο διάβολος φεύγει μα­κριά με την ευχαριστία, και η βοήθεια του Θεού έρχεται κοντά σου και σε προστατεύει. Αν βλαστημήσεις, και τη συμμαχία του Θεού θα χάσεις και το διάβολο θα κάνεις αγριότερο ενα­ντίον σου, αλλά και τον εαυτό σου χειρότερα θα βλάψεις.

Κανένα αγαθό δεν είναι ίσο με την ευχαριστία, όπως ακριβώς και τίποτε δεν είναι χειρότερο από τη βλασφημία. Η ευχαριστία είναι μεγάλος θησαυ­ρός, μεγάλος πλούτος, ακατάβλητο αγαθό, δυνα­τό όπλο. Αντίθετα, η βλασφημία το κακό το κάνει χειρότερο και μας στερεί ακόμα περισσότερα απ’ αυτά που χάσαμε. Έχασες χρήματα; Αν ευχαριστήσεις το Θεό, ωφέλησες την ψυχή σου και απόκτησες μεγαλύ­τερο πλούτο, επειδή κέρδισες την εύνοια του Κυρί­ου. Αν όμως βλαστημήσεις, εκτός από τα πράγ­ματα που έχασες, χάνεις και τη σωτηρία σου.

Έτσι, κι εκείνα δεν ξαναβρίσκεις και την ψυχή σου καταστρέφεις. “Αλλά να”, θα μου δικαιολογηθείς, “παρασύρο­μαι στις δύσκολες περιστάσεις και χάνω τον έλεγχο”. Όχι, δεν φταίνε γι’ αυτό οι περιστάσεις, αλλά η δική σου αδιαφορία. Μα μήπως φταίει τάχα η φτώχεια; Ούτε η φτώχεια είναι η αιτία των βλασφημιών. Γιατί τότε έπρεπε όλοι οι φτωχοί να βλαστημάνε. Βλέπουμε όμως πολλούς, που ζουν με ανέχεια και υπερβολικές στερήσεις, συνεχώς να ευχαριστούν, ενώ άλλους, αν και απολαμβάνουν τον πλούτο και την τρυφή, να μην παύουν να βρίζουν και να βλαστημάνε. Ας μη λέμε λοιπόν ότι μας αναγκάζουν να βλαστημάμε η φτώχεια και η αρρώστια και οι δύ­σκολες περιστάσεις. Όχι η φτώχεια, μα η ανοη­σία· όχι η αρρώστια, μα η καταφρόνηση του Θεού· όχι οι απανωτές συμφορές, μα η έλλειψη ευλάβει­ας οδηγούν και στη βλασφημία και σε κάθε κακία εκείνους που δεν προσέχουν.

Το παράδειγμα του Ιώβ

Απόδειξη για όλ’ αυτά είναι ο μακάριος Ιώβ, ο οποίος, ενώ βρισκόταν σε μεγάλη εξαθλίωση, όχι μόνο δεν βλαστήμησε, αλλά δοξολογούσε το Θεό και έλεγε: «Ο Κύριος μου έδωσε τα αγαθά, ο Κύριος μου τα πήρε. Όπως φάνηκε καλό στον Κύριο, έτσι κι έγινε. Ας είναι ευλογημένο το όνομα του Κυρίου στους αιώνες» (Ιώβ 1:21). Όταν λοιπόν ο διάβολος νόμισε ότι νίκησε τον Ιώβ, τότε κίνησε να φύγει ντροπιασμένος, χωρίς να πει λέξη. “Στάσου, διάβολε! Γιατί φεύγεις; Δεν έγιναν όλα όσα θέλησες; Δεν κατέστρεψες όλα του τα κοπά­δια; Δεν θανάτωσες τα παιδιά του; Δεν σακάτεψες και το δικό του σώμα; Γιατί λοιπόν φεύγεις;”
“Φεύγω”, λέει ο διάβολος, “γιατί έγιναν μεν όλα όσα θέλησα, εκείνο όμως που κυρίως επιθυμούσα και για το οποίο σοφίστηκα όλα τ’ άλλα, δεν το κατόρθωσα. Φεύγω, γιατί ο Ιώβ δεν βλαστήμησε. Του προκάλεσα τόσες συμφορές, για να τον κάνω να βλαστημήσει. Αφού όμως αυτό δεν το κατάφερα, τίποτα δεν κέρδισα· αντί να τον εξοντώσω, τον έκανα πιο λαμπρό και πιο ένδοξο”. Ο Ιώβ λοιπόν επαινείται όχι επειδή έπαθε τόσα κακά, αλλά επειδή όλα τα υπέμεινε ευχαριστώντας το Θεό. Άλλος άνθρωπος παθαίνει πολύ λιγότε­ρα, και όμως βλαστημάει, αγανακτεί, καταριέται όλο τον κόσμο, οργίζεται εναντίον του Θεού… Αυ­τός ο άνθρωπος κατακρίνεται όχι γιατί έπαθε, μα επειδή βλαστήμησε. Και δεν τον ανάγκασαν οι δυ­στυχίες να βλαστημήσει, γιατί τότε θά ‘πρεπε και ο Ιώβ να βλαστημήσει. Βλαστήμησε εξαιτίας της αρ­ρωστημένης του προαιρέσεως. Ανάλογα λοιπόν με τη δική μας διάθεση, όλα γί­νονται είτε υποφερτά είτε ανυπόφορα.

Μια κακή συνήθεια

Πολλές φορές η γλώσσα από συνήθεια ορμάει να πει άσχημο λόγο. Τότε λοιπόν, πριν ξεστομίσει τη βλασφημία, δάγκωσε την δυνατά με τα δόντια σου. Είναι προτιμότερο να τρέξει αίμα τώρα, παρά να επιθυμήσει στην άλλη ζωή μια σταγόνα νερού και να μην μπορέσει να πετύχει ούτε αυτή την πα­ρηγοριά. Είναι καλύτερα να υπομείνει τον πρό­σκαιρο πόνο τώρα, παρά να υποστεί την αιώνια τιμωρία τότε, όπως ακριβώς και η γλώσσα του πλουσίου της παραβολής, που, αν και φλεγόταν, δεν βρήκε καμιάν ανακούφιση (Λουκ. 16:24-25).

Και ποια συγγνώμη θα έχουμε ή ποιάν απολο­γία, έστω κι αν μύριες φορές προβάλουμε ως δι­καιολογία τη συνήθεια; Λέγεται ότι κάποιος αρχαίος ρήτορας (σημ. εννοεί τον Δημοσθένη) είχε τη συνήθεια να περπατάει κουνώντας συνέχεια τον δεξιό του ώμο. Νίκησε όμως τη συνήθεια αυτή με τον εξής τρόπο: Τοποθέτησε πάνω από τους ώ­μους του ακονισμένα μαχαίρια, κι έτσι, από το φό­βο μήπως κοπεί, θεραπεύτηκε από την κακή συ­νήθεια. Αυτόν μιμήσου κι εσύ για να δαμάσεις τη γλώσ­σα σου. Αντί όμως για μαχαίρι, βάλε από πάνω της το φόβο της τιμωρίας του Θεού, και οπωσδή­ποτε θα νικήσεις. Γιατί είναι αδύνατο να ηττηθούμε ποτέ, όταν φροντίζουμε με προσοχή και επιμέλεια να κάνουμε αυτόν τον αγώνα.

Η μεγαλοσύνη του Θεού

Ο Θεός έδωσε εντολή ν’ αγαπάς τους εχθρούς σου, κι εσύ αποστρέφεσαι το Θεό που σ’ αγαπάει; Έδωσε εντολή να λες καλά λόγια γι’ αυτούς που σε βρίζουν και να δίνεις ευχές σ’ εκείνους που σε κακολογούν, κι εσύ κακολογείς τον Ευεργέτη και Προστάτη σου χωρίς να έχεις αδικηθεί σε τίποτα; Μήπως τάχα δεν θα μπορούσε να σ’ ελευθερώσει από τη δοκιμασία για την οποία τώρα Τον βλαστημάς; Όμως δεν το έκανε, για να γίνεις πιο άξιος. Δεν είναι άραγε παράλογο, εμείς να πιάνουμε στο στόμα μας με ασέβεια, περιφρόνηση και για το τίποτα το όνομα του Κυρίου των αγγέλων, τη στιγμή που οι ουράνιες Δυνάμεις προφέρουν το άγιο όνομά Του με τρόμο, με έκπληξη και θαυμα­σμό;

«Είδα τον Κύριο», λέει ο προφήτης Ησαΐας, «να κάθεται πάνω σε θρόνο υψηλό, και τα Σεραφείμ να πετούν γύρω Του και να φωνάζουν το ένα προς το άλλο και να λένε όλα μαζί: “Άγιος, άγιος, άγιος είναι ο Κύριος των δυνάμεων γεμάτη είναι όλη η γη από τη δόξα Του» (Ησ. 6:1-3). Και ενώ, αν χρειαστεί να πιάσεις το Ευαγγέλιο, πλένεις πρώτα τα χέρια σου, κι υστέρα το κρατάς με πολύ σεβασμό και ευλάβεια, δεν φρίττεις να φέρνεις άκαιρα πάνω στη γλώσσα σου τον Δε­σπότη του Ευαγγελίου και να Τον διασύρεις;

Και το Θεό, βέβαια, κανένας δεν μπορεί να τον ζημιώσει με τις προσβολές του ούτε και να τον κα­ταστήσει λαμπρότερο με τις δοξολογίες του. Ο Θεός διατηρεί πάντοτε την ίδια δόξα, που ούτε αυξάνεται με τις εξυμνήσεις ούτε λιγοστεύει με τις βλασφημίες. Στους ανθρώπους, αντίθετα, συμβαί­νει το εξής παράδοξο: Όσοι Τον δοξάζουν, απο­κομίζουν οι ίδιοι την ωφέλεια από τη δοξολογία· ενώ όσοι Τον βλαστημούν και Τον εξευτελίζουν, κα­ταστρέφουν τον εαυτό τους.

Είπε κάποιος για όσους βλαστημούν το Θεό: «Εκείνος που πετάει το λιθάρι προς τα πάνω, το ρί­χνει στο κεφάλι του» (Σοφ. Σειρ. 27:25). Εκείνος δη­λαδή που πετάει μια πέτρα προς τα πάνω, δέχεται τελικά δυνατό χτύπημα στο κεφάλι του, γιατί η πέτρα δεν θα μπορέσει να διασχίσει τον ουρανό, αλλά θα επιστρέψει σ’ αυτόν που την πέταξε. Έτσι λοιπόν κι εκείνος που εκτοξεύει βλασφημίες προς τον ουρανό· το Θεό δεν θα μπορέσει να Τον βλάψει ποτέ και σε τίποτε, αφού είναι πολύ ανώ­τερος και υψηλότερος, ώστε να μη δέχεται καμιά βλάβη, με την πράξη του όμως αυτή ακονίζει το ξί­φος εναντίον της ψυχής του, δείχνοντας αχαρι­στία προς τον Ευεργέτη του.

Δίκαιη η τιμωρία

«Εκείνος», λέει η Γραφή, «που κακολογεί τον πα­τέρα του ή τη μητέρα του, να τιμωρείται με θάνα­το» (Εξ. 21:16). Η εντολή αυτή ίσχυε στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκης, όταν η πνευματική ηλικία της ανθρωπό­τητας ήταν βρεφική. Τί θα μπορούσαμε να πούμε τώρα γι’ αυτούς που ενώ ζουν στην εποχή της χάριτος, δεν κακολογούν τον πατέρα ή τη μητέρα τους, αλλά τον ίδιο το Θεό, που είναι ο δημιουργός και κυβερνήτης όλου του κόσμου; Ποιά τιμωρία θα επιβληθεί σ’ αυτούς; Ποιά ανά­λογη κόλαση θα επαρκέσει για την κακία τους; Ποιός πύρινος ποταμός, ποιό ακοίμητο σκουλήκι, ποιό σκότος εξώτερο, ποιά δεσμά, ποιός βρυγμός, ποιός κλαυθμός;

Όλα τα βασανιστήρια, και τα πα­ρόντα και τα μέλλοντα, δεν φτάνουν για να τιμω­ρήσουν όπως πρέπει την ψυχή που έφτασε σε τό­ση κακία. Αλλά οι βλάσφημοι δεν αξίζουν ούτε τον ήλιο να βλέπουν. Όσοι δηλαδή βλαστημούν το Θεό, είναι ανάξιοι ν’ απολαμβάνουν τα δικά Του δημιουργήματα, τη στιγμή μάλιστα που τα ίδια τα δημιουρ­γήματα δοξάζουν και τιμούν τον Ποιητή τους. Ό­πως κι ένας γιος που βρίζει και ατιμάζει τον πατέ­ρα του, δεν είναι άξιος να υπηρετείται από τους δούλους εκείνου. Αντίθετα μάλιστα, είναι άξιος βα­ριάς τιμωρίας. Κι αν πάλι τιμωρούνται όσοι βλαστημούν τον επίγειο βασιλιά, πόσο περισσότερο πρέπει να τι­μωρούνται όσοι βλαστημούν το Βασιλιά των αγγέλων; “Αλλά γιατί”, θα ρωτήσει κάποιος, “μερικοί τι­μωρούνται σ’ αυτή τη ζωή και μερικοί στην άλλη”;

Πράγματι, ο Θεός άλλους τιμωρεί εδώ κι άλ­λους όχι. Τιμωρεί, δηλαδή, εδώ κάποιους βλάσφη­μους, για να σταματήσει την κακία τους και να ελαφρώσει την τιμωρία τους στη μέλλουσα ζωή ή και τελείως να τους απαλλάξει. Οι υπόλοιποι βλά­σφημοι, βλέποντας την παραδειγματική τους τι­μωρία, μπορούν να γίνουν συνετότεροι. Άλλους πάλι ο Θεός δεν τους τιμωρεί, για να ντραπούν τη μακροθυμία Του, να μετανοήσουν και να γλυτώ­σουν και την εδώ τιμωρία και την εκεί. Αν όμως επιμείνουν στην κακία τους, τότε θα υποστούν μεγαλύτερη τιμωρία για την πλήρη περιφρόνηση της ανεξικακίας του Θεού.
Ο Θεός μας υπομένει

Ας απέχουμε λοιπόν από τις κακολογίες, τις αι­σχρολογίες και τις βλασφημίες. Ας μη βλαστημάμε ούτε τον πλησίον ούτε το Θεό. Γιατί πολλοί απ’ αυτούς που κακολογούν τους συνανθρώπους τους, έφτασαν και σ’ αυτήν ακόμα την τρέλα, να υψώ­νουν τη γλώσσα τους ενάντια στον Κύριο όλης της κτίσεως… Και παρατηρούμε να βρίζεται κάθε μέρα ο Θεός, και κανένας να μη νοιάζεται. Τί λέω κάθε μέρα; Κάθε ώρα!

Από πλούσιους και φτωχούς, απ’ ό­σους ευτυχούν κι απ’ όσους θλίβονται, από κατα­τρεγμένους κι από δυνάστες… Και βρίζεται, ενώ είναι παρών και βλέπει και ακούει! Τον παροργίζουμε κάθε μέρα χωρίς να μετανοούμε, κι Εκείνος μας υπομένει με μεγάλη μακροθυμία. Πρόσεξε με ποιο τρόπο μας μιλάει ο ίδιος ο Θε­ός όταν βρίζεται. Στην Παλαιά Διαθήκη λέει: «Λαέ μου, τί σου έκανα;» (Μιχ. 6:3).

Και στην Καινή Δια­θήκη: «Σαούλ, Σαούλ, γιατί με καταδιώκεις;» (Πράξ. 9:4). Ούτε κεραυνό έριξε ούτε πρόσταξε τη θά­λασσα να ξεσηκωθεί και να καταποντίσει τους βλά­σφημους ούτε τη γη ν’ ανοίξει και να τους καταπιεί. Αλλά και τον ήλιο ανατέλλει και τη βροχή στέλνει και όλα τα χορηγεί άφθονα σ’ εκείνους που Τον βλαστημούν. Ο Θεός ανέχεται, μακροθυμεί και είναι έτοιμος να συγχωρήσει τους βλάσφημους, αν μετανοήσουν και υποσχεθούν ότι ποτέ πια δεν θα βλαστημήσουν. Αρκεί μόνο να εξομολογηθεί κανείς το αμάρ­τημά του, και θ’ απαλλαγεί από τη θεία τιμωρία.
Πως θα διορθωθείς

Κλάψε λοιπόν, στέναξε, δώσε ελεημοσύνη, απολογήσου στο Θεό και συμφιλιώσου μαζί Του. Κα­θάρισε τη γλώσσα σου και μην Τον εξοργίζεις. Αν κάποιος με χέρια γεμάτα κοπριά έπιανε τα πόδια σου και σε παρακαλούσε, όχι μόνο δεν θά ‘θελες να τον ακούσεις, αλλά και θα τον κλωτσούσες. Πώς τώρα εσύ τολμάς να πλησιάζεις το Θεό με βρώμι­κη τη γλώσσα σου; Γιατί η γλώσσα είναι το χέρι όσων προσεύχονται και μ’ αυτήν ακουμπούν τα γόνατα του Θεού.
Μην τη μολύνεις επομένως με τις βλασφημίες, για να μην πει και σ’ εσένα ο Θεός: «Αν αυξήσετε τις προσευχές σας, δεν θα σας ακούσω» (Ησ. 1:15), γιατί «από τη γλώσσα εξαρτάται η ζωή και ο θά­νατος» (Παροιμ. 18:21) και «από τα λόγια σου θα δι­καιωθείς και από τα λόγια σου θα καταδικαστείς» (Ματθ. 12:37). Φύλαγε τη γλώσσα σου περισσότε­ρο από τα μάτια σου. Η γλώσσα είναι σαν άλογο βασιλικό. Αν της βάλεις χαλινάρι και τη μάθεις να κινείται πειθαρχημένα, θα μπορέσει να καθήσει πά­νω της ο βασιλιάς. Αν όμως την αφήσεις χωρίς χα­λινάρι να γυρίζει πέρα-δώθε και να ατακτεί, τότε γίνεται όχημα του διαβόλου και των δαιμόνων.
Σκέψου πως, όταν κοινωνάς, δέχεσαι στο στό­μα σου το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, και φύ­λαγε καθαρή τη γλώσσα από αισχρολογίες, βρι­σιές, βλασφημίες, επιορκίες κ.λπ. Γιατί είναι ολέθριο πράγμα, τη γλώσσα που βάφτηκε με το δεσποτι­κό Αίμα κι έγινε χρυσό μαχαίρι, εσύ να τη χρησιμοποιείς σε βλασφημίες. Σεβάσου την τιμή με την ο­ποία την τίμησε ο Θεός και μην την κατεβάσεις στην ευτέλεια της αμαρτίας.

Σήκωσε τον αδελφό σου!

Επειδή λοιπόν σας μίλησα για τη βλασφημία, θέ­λω να ζητήσω απ’ όλους σας μια χάρη: Να σω­φρονίσετε τους ανθρώπους που βλαστημούν στην πόλη σας. Ας περιορίσουμε τη μανία τους. Ας συ­νετίσουμε τη διάνοιά τους. Ας φροντίσουμε για τη σωτηρία τους. Ας σταματήσουμε την παραφρο­σύνη τους αυτή. Ας βάλουμε φραγμό στα στόμα­τά τους, ας τα κλείσουμε σαν να είναι θανατηφό­ρες πηγές κι ας τα μεταβάλουμε στο αντίθετο.

Και αν χρειαστεί να πεθάνουμε για την πράξη μας αυτή, κάτι τέτοιο θα μας αποφέρει μεγάλο κέρδος. Ας μην αδιαφορούμε λοιπόν, όταν βλέπουμε να βρί­ζεται ο κοινός μας Δεσπότης. Η αδιαφορία αυτή θα φέρει μεγάλο κακό σ’ όλη την πόλη. Γιατί βαραίνει όλους μας το έγκλημα της βλασφημίας. Είναι αδίκημα δημόσιο. Και μη μου πεις τον ψυχρό τούτο λόγο: “Τί μ’ ενδιαφέρει εμένα; Εγώ δεν έχω καμιά σχέση με τον βλάσφημο”.
Μόνο με το διάβολο δεν έχουμε καμιά σχέση, ενώ με όλους τους ανθρώπους έχουμε πολλά κοι­νά. Γιατί έχουν κι αυτοί την ίδια φύση μ’ εμάς, κα­τοικούν στην ίδια γη, έχουν τον ίδιο Κύριο και προ­ορίζονται ν’ απολαύσουν τα ίδια αγαθά μ’ εμάς. Ας μη λέμε λοιπόν ότι δεν έχουμε τίποτα κοινό μα­ζί τους, γιατί αυτός είναι σατανικός λόγος και φα­νερώνει διαβολική απανθρωπιά. Δεν είναι άραγε άτοπο, όταν δούμε στην αγορά συμπλοκή ανθρώπων, να τρέχουμε να συμφιλιώ­σουμε τους διαπληκτιζόμενους, και -γιατί ν’ ανα­φέρω ανθρώπους;- όταν δούμε κάποιο ζώο πε­σμένο, όλοι να τρέχουμε να το βοηθήσουμε να ση­κωθεί, ενώ για τους αδελφούς μας, που χάνονται, ν’ αδιαφορούμε; Με φορτωμένο ζώο μοιάζει ο βλάσφημος, που έπεσε, γιατί δεν μπόρεσε να βαστάξει το φορτίο του θυμού του. Πλησίασε και σήκωσέ τον. Και με τα λόγια και με τα έργα. Και με επιείκεια και με αυστηρότητα.

Ας είναι ποικίλο το φάρμακο της θεραπείας. Αν έτσι φροντίζουμε για τη σωτηρία του πλη­σίον, γρήγορα και οι βλάσφημοι θα διορθωθούν και εμείς θα γίνουμε ποθητοί και αξιαγάπητοι. Και το σπουδαιότερο, θ’ αξιωθούμε όλοι ν’ απολαύσουμε τα αγαθά που μας έχουν ετοιμαστεί, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, ανήκει η δόξα και η τιμή στους αιώνες των αιώ­νων.

(Από τη σειρά των φυλλαδίων «Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ» της Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπού Αττικής)

ekklisiaonline.gr