Τὰ ξεχασμένα ὀνόματα
π. Κωνσταντίνου Καλλιανού
Εἶναι
ἀλήθεια πὼς ὁ κάθε ἐφημέριος γίνεται δέκτης πολλῶν καὶ ποικίλων
βιωμάτων, τὰ ὁποῖα ἀναδύονται σὲ στιγμὲς ποὺ δὲν τὶς περιμένει. Εἶναι,
θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανείς, φιλέματα θείας εὐλογίας, ποὺ τὰ στέλνει ὁ
Θεὸς νὰ καταρτίσουν, παραμυθήσουν καὶ χάρίσουν στὴν ψυχὴ ἐμπειρίες
μοναδικές κι ἀλανθαστες. Ἐμπειρίες, ποὺ στὴ συνέχεια γίνονται πυξίδες
πορείας πρὸς τὸν Οὐρανό. Καὶ εἶναι τέτοια ἡ συγκίνηση ποὺ καταλαμβάνει
τὸν κάθε ἱερέα-δέκτη αὐτῶν τῶν ἁγιασμένων δωρεῶν, ποὺ πραγματικὰ
συνταράσσουν τὸ εἶναι. Γιατὶ ὄντως εἶναι συγκλονιστικό, ὅταν στὸ πίσω
μέρος τῆς Πρόθεσης βρεθοῦν παλιὰ ὀνόματα ζωντων καὶ κεκοιμημένων, τὰ
ὁποῖα ξεχάστηκαν ἐκεῖ, ἀφοῦ προηγουμένως μνημονεύτηκαν-ἀλήθεια, πρὶν ἀπὸ
πόσο καιρό;- καὶ βγῆκε γιὰ τὸ καθένα ἡ μερίδα του στὸ Ἱ. Δισκάριο.
Ὅμως
τὸ μέγα μάθημα καὶ ἡ ἔκπληξη ποὺ παρέχουν στὸν ἐφημέριο αὐτὰ τὰ
λησμονημένα ὀνόματα εἶναι ἡ ἐμβίωση ἀπὸ μέρους του τοῦ προσκαίρου τῆς
παρούσης ζωῆς. Γιατί, καθὼς τὰ παρατηρεῖ παρατηρεῖ πὼς κάποια ὀνόματα
ποὺ εἶναι γραμμένα στὰ ζῶντα, τώρα πιά, καὶ μετὰ τὴν ἀναχώρησή τους γιὰ
τὸν κόσμο τὸν ἀληθινό, τὸν κόσμο τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν Ἁγίων, τώρα πρέπει νὰ
σβυστοῦν ἀπὸ ἐκεῖ καὶ νὰ γραφοῦν στὰ κεκοιμημένα. Αὐτὴ ἡ «μετάθεση» ἴσως
νὰ φαίνεται κάτι τὸ ἁπλὸ καὶ σύνηθες, ὅμως μέσα της κρύβει ἕνα
ἐκρηκτικὸ περιεχόμενο, ἐπειδὴ ἐμφανίζει τὶς δύο ὄψεις τῆς ἀνθρωπίνης
φύσεως: τὴν πεπερασμένη καὶ αἰώνιο.
Γιατὶ
ἡ πεπερασμένη ἀντιστοιχεῖ μὲ τὴν ἐπίγειο διαδρομὴ καὶ θητεία τοῦ
καθενὸς μας κι ἡ αἰώνια μὲ τὸν θεῖο του προορισμό, ὥστε «μετὰ τῶν ἁγίων»
νὰ συγκαταλεγεῖ. Καὶ τὸ κυριώτερο, οἱ δύο αὐτὲς διαδρομὲς ἐμφανίζουν
καὶ τὸ σταυρώσιμο χαρακτήρα τοῦ ἀνθρώπινου βίου. Βίου, ποὺ ἔχει δύο
διαστάσεις: Τὴ φυσική, ποὺ εἶναι ἡ κίνηση τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὸν χρόνο,
ἀπὸ τὴ γέννησή του δηλαδή, ἴσαμε τὸ τέλος του, τὴν κοίμησή του καὶ τὴ
μεταφυσική, αὐτὴ δηλαδή, ποὺ φανερώνεται ὡς τομὴ μέσα στὸ χρόνο καὶ τὴν
ἱστορία, μὲ τὴ συνάντηση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεό.
Μιὰ
δὲ ἀπὸ τὶς κορυφαῖες στιγμὲς αὐτῆς τῆς συνάντησης εἶναι κι ἐκείνη τῆς
μνημόνευσης τοῦ ὀνόματος τοῦ κάθε πιστοῦ κατὰ τὴν ὥρα τῆς ἱ.
Προσκομιδῆς. Γιατὶ ἐκεῖνο τὸ ταπεινὸ ψιχίο ποὺ κατατίθεται πάνω στὸ ἱ.
Δισκάριο καὶ ἀντιπροσωπεύει ἕνα ὄνομα, θὰ ἐμβαπτιστεῖ στὴ συνέχεια στὸ
Ἅγιο Ποτήριο, ὅπου ὑπάρχει τὸ ζωηρὸ καὶ πανακήρατο Αἷμα τοῦ Κυρίου, τὸ
Αἷμα δηλαδή, μὲ τὸ ὁποῖο «περιποιήσατο τὴν Ἐκκλησίαν» Του ( Πρξ. 20,
28). Τὴν Ἐκκλησία τῆς ὁποίας ἀναπόσπαστο μέλλος εἶναι ὁ κάθε πιστός,
ἀφοῦ Σῶμα Χριστοῦ τυγχάνει. (βλ. Α΄ Κορ. 12,27 ἑξ. ).
Πολλὰ
καὶ ποικίλα, λοιπόν, τὰ ὅσα διδάσκουν τὰ ξεχασμένα ὀνόματα, τὰ ὁποῖα ἡ
Χάρη Του ξαφνικὰ παρουσιάζει «πρὸς καταρτισμόν»( Ἐφ. 4, 12) , ἀλλὰ καὶ
νουθεσίαν. Γιατὶ καὶ ἀπὸ κάτι τέτοιες μικρές, ἀσήμαντες καὶ ταπεινὲς
λεπτομέρειες πολλὰ ὠφελεῖται ὁ κάθένας μας, πόσο μᾶλλον ὁ κάθε ποιμένας.