Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2017

Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου Κυριακή τῆς Τυροφάγου

Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου: Κυριακή της Τυροφάγου
Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου
Κυριακή τῆς Τυροφάγου
Ματθ. στ΄. 14-21
Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ἅγιον Εὐαγγελιστὴν Ματθαῖον, ὁμιλία Κ΄

α. Ἁρμοζει νὰ στενάξωμε ἐδῶ πολὺ καὶ νὰ θρηνήσωμε πικρά. Ὄχι μόνο μιμούμαστε τοὺς ὑποκριτές ἀλλὰ καὶ τοὺς ἔχομε ξεπεράσει. Γνωρίζω, γνωρίζω πολλοὺς ποὺ ὄχι μόνο νηστεύουν καὶ κάνουν ἐπίδειξη ἀλλὰ καὶ πολλοὺς ἄλλους ποὺ δέ νηστεύουν κι ὡστόσο παίρνουν τὸ ὕφος ἀνθρώπων ποὺ νηστεύουν καὶ κάνουν ἔτσι ἀπολογία χειρότερη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Γιὰ νὰ μὴ σκανδαλίσωμε –λένε- τοὺς πολλούς, τὸ κάνωμε αὐτό. Εἶναι ὁ νόμος τοῦ θεοῦ που τὰ ὁρίζει αὐτὰ καὶ ὁμιλεῖ γιὰ σκάνδαλο; Καὶ νομίζεις ὅτι σκανδαλίζεις, ὅταν τὸν τηρῆς κι ὅταν τὸν παραβαίνης ὅτι ἀποσοβῆς τὸ σκάνδαλο; Δὲν μπορεῖ νὰ γίνη χειρότερη ἀνοησία; Δὲ θὰ σταματήσης νὰ γίνεσαι κι ἀπὸ τοὺς ὑποκριτὲς χειρότερος, καὶ νὰ διπλασιάζης τὴν ὑποκρισία;

Καὶ κατανοῶντας τὴ μεγάλη ὑπερβολὴ τῆς κακίας αὐτῆς, δὲ θὰ ντραπῆς τὴν ἔμφαση τῆς διατυπώσεως; Δὲν εἶπε μόνον ὅτι ὑποκρίνονται ἀλλὰ θέλοντας νὰ τοὺς θίξη περισσότερο λέει· Ἀφανίζουν τὰ πρόσωπά τους, τὰ χαλοῦνε δηλαδὴ καὶ τὰ καταστρέφουν. Κι ἄν τοῦτο λέγεται ἀφανισμὸς τοῦ προσώπου, τὸ νὰ φαίνεται ὠχρὸ γιὰ λόγους κενοδοξίας τί θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε γιὰ κεῖνες ποὺ παραμορφώνουν μὲ σκόνες καὶ βαφὲς τὰ πρόσωπα τῶν γυναικῶν, γιὰ νὰ καταστρέφωνται ἀκόλαστοι νέοι; Κι ἐκεῖνοι τὸν ἑαυτό τους μόνο βλάπτουν. Ἐνῶ αὐτὲς καὶ τὸν ἑαυτὸ τους κι ὅποιους τὶς βλέπουν.  Πρέπει καὶ τὴ μιὰ καὶ τὴν ἄλλη βλάβη νὰ ἀποφεύγωμε μ’ ὅλη μας τὴ δύναμη.

Μᾶς ἔδωσε ἐντολὴ ὄχι μόνο νὰ μὴν ἐπιδεικνυώμαστε ἀλλὰ καὶ νὰ προσπαθοῦμε νὰ περνοῦμε ἀπαρατήρητοι. Ὅπως ἔκαμε καὶ πιὸ μπροστά. Καὶ στὴν περίπτωση τῆς ἐλεημοσύνης δὲν τὸ ζήτησε ἁπλὰ ἀλλὰ ὅταν εἶπε·  Προσέχετε νὰ μὴν τὴν πράττετε μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, πρόσθεσε, γιὰ νὰ σᾶς δοῦνε.

Στὴν περίπτωση τῆς νηστείας καὶ τῆς προσευχῆς τίποτα τέτοιο δὲν ὥρισε. Ἐπειδὴ ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι ἀδύνατο νὰ κρυφτῆ ὁλότελα, εἶναι ὅμως δυνατὸ νὰ κρυφτῆ ἡ προσευχὴ καὶ ἡ νηστεία. Ὅπως ὅταν εἶπε, νὰ μὴ γνωρίζεη τὸ ἀριστερὸ χέρι τί πράττει τὸ δεξιό, δὲν ἐννοοῦσε τὰ χέρια ἀλλὰ ὅτι πρέπει μὲ προσοχὴ νὰ περνᾶς ἀπαρατήρητος ἀπ’ ὅλους. Κι ὅταν συμβούλεψε νὰ ἀποσυρώμαστε στὴν ἀποθήκη μας, οὔτε πάντοτε, οὔτε προηγούμενα ὥρισε ἐκεῖ μόνο νὰ προσευχώμαστε·  ἀλλὰ ἐννοοῦσε τὸ ἴδιο πρᾶγμα· ἔτσι κι ἐδῶ·  ἡ συμβουλή του ν’ ἀλειφώμαστε δέν ἀποτελεῖ νομοθεσία του ν’ ἀλειφώμαστε πάντα.

Γιατὶ τότε θὰ βρεθοῦμε ὅλοι ὅτι παραβαίνομε τοῦτο τὸ νόμο, πιὸ πολὺ αὐτοὶ ποὺ ἐπιδόθηκαν σοβαρὰ τὴ φύλαξή του, οἱ κοινότητες τῶν μοναχῶν καὶ ὅσοι κατοίκησαν στὰ βουνά. Δὲν ὥρισε λοιπὸν τοῦτο. Ἀλλὰ ἐπειδὴ οἱ πιὸ παλιοὶ εἶχαν τὴ συνήθεια ν’ ἀλείφωνται κάθε φορὰ ποὺ τοὺς τύχαινε ἕνα εὐχάριστο καὶ χαρούμενο γεγονός- κι αὐτὸ μπορεῖ νὰ τὸ διαπιστώση κανεὶς καὶ στὴν ἐποχὴ ἀκόμα τοῦ Δαυΐδ καὶ τοὺ Δανιὴλ-συμβούλεψε ν’ ἀλειφώμαστε κι ἐμεῖς, ὄχι γιὰ νὰ τὸ κάνωμε αὐτὸ ὁπωσδήποτε, ἀλλὰ νὰ φροντίζουμε, μὲ πολλὴ προσοχὴ νὰ κρύβωμε τὴν πράξη μας αὐτή.

 Καὶ γιὰ νὰ ἀντιληφθῆς ὅτι ἔτσι εἶναι, ὅταν ἐκεῖνος ἐφάρμοσε στὴν πράξη αὐτὸ ποὺ ὥρισε μὲ τὸ λόγο, ὅταν ἐνήστεψε σαράντα μέρες, κι ἀφοῦ ἐνήστεψε ἀπαρατήρητα, μήτε ἀλείφτηκε, μήτε ἐνίφτηκε. Ὡστόσο καὶ χωρὶς νὰ τὰ κάμη αὐτὰ ἔφερε στὸ τέλος τὴν ἄσκησή του πιὸ ἀκενόξοδα ἀπὸ κάθε ἄλλον. Αὐτὸ ὁρίζει καὶ σ’ ἐμᾶς καὶ παρουσιάζοντάς μας τοὺς ὑποκριτὰς κι ἀποτρέποντας μὲ διπλῆ παραγγελία ὅσους ἀκοῦνε.  Καὶ κάτι ἄλλο μᾶς ἀφίνει νὰ ἐννοήσωμε μὲ τὴν ὀνομασία ὑποκριτές. Θέλει νὰ μᾶς ἀπομακρύνη ἀπὸ τὴν πονηρὴ ἐπιθυμία, ὄχι μόνο μὲ τὸ ὅτι εἶναι τὸ πρᾶγμα καταγέλαστο, οὔτε καὶ μὲ τὸ ὅτι προξενεῖ τὴ μεγαλύτερη ζημία ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ ὅτι ἡ τέτοιου εἴδους ἀπάτη εἶναι ἐφήμερη.

Ὁ ὑποκριτὴς δηλαδὴ ὡς τότε φαίνεται λαμπρός, ὥσπου παρακολουθοῦν οἱ θεαταί·  καὶ τότε ἀκόμα δὲ φαίνεται σ’ ὅλους. Γιατὶ οἱ περισσότεροι γνωρίζουν ποιός εἶναι καὶ ποιόν ὑποκρίνεται. Ἀλλὰ ὅταν τελειώση ἡ παράσταση φανερώνεται σ’ ὅλους πιὸ καθαρά. Αὐτὸ λοιπὸν εἶναι ἀνάγκη νὰ τὸ ἀντιμετωπίσουν κι ὅλοι οἱ κενόδοξοι.  Κι αὐτοὶ δείχνουν στοὺς πιὸ πολλοὺς ὅτι δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ φαίνονται, ἀλλὰ φορᾶνε μόνο προσωπεῖο· πολὺ περισσότερο ὅμως θὰ φανερωθοῦν ἀργότερα, ὅταν ὅλα φαίνωνται ξεσκέπαστα καὶ γυμνά.  Καὶ μὲ ἄλλο τρόπο πάλι τοὺς ἀπομακρύνει ἀπὸ τοὺς ὑποκριτὰς μὲ τὴν ὑπόδειξη ὅτι ἡ ἐντολὴ εἶναι ἐλαφρά.  Δὲν κάνει αὐστηρότερη τὴ νηστεία οὔτε ὁρίζει νὰ τὴν παρουσιάζωμε μεγαλύτερη ἀλλὰ θέλει νὰ μὴ χάσωμε τὸ στέφανο ποὺ αὐτὴ δίνει. Ὥστε αὐτὸ ποὺ φαίνεται βαρύ, εἶναι κοινὸ σ’ ἐμᾶς καὶ τοὺς ὑποκριτὰς·  γιατὶ νηστεύουν κι αὐτοί. Κι ἐκεῖνο ποὺ εἶναι ἀνεπαίσθητο, νὰ μὴ χαθῆ ἀπὸ τὴν κούραση ὁ μισθός, αὐτό εἶναι λέει ποὺ ὁρίζω· δὲ μᾶς ἐπιβαρύνει μὲ πρισσότερο κόπο, ἀσφαλίζει ὅμως τὸ μισθό μας μὲ κάθε μέσο καὶ δὲν μᾶς ἀφίνει νὰ φύγωμε ἀστεφάνωτοι, ὅπως ἐκεῖνοι.  Καὶ μήτε θέλουν νὰ μιμηθοῦν αὐτοὺς ποὺ ἀγωνίζονται στοὺς ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνες, ποὺ μόλο ποὺ παρακολουθεῖ τόσος κόσμος καὶ τόσοι ἄρχοντες, ἕναν μονάχα ἐπιδιώκουν νὰ ἱκανοποιήσουν, αὐτὸν ποὺ θὰ βραβεύση τὴ νίκη τους.  Κι ἄς εἶναι πολὺ κατώτερος.  Καὶ σὺ ποὺ ἔχεις διπλῆ αἰτία νὰ παρουσίασης σ’ ἐκεῖνον τὴ νίκη σου, γιατὶ ὁ ἴδιος εἶναι καὶ ὁ ἐπιβραβευτὴς καὶ μὲ ὑπεροχὴ ἀσύγκριτη ὑπερέχει ἀπὸ ὅλους ὅσοι κάθονται στὸ θέατρο, δείχνεις σὲ ὅλους τὴν ἀρετή σου, ποὺ ὄχι μόνο δὲ σ’ ὠφελοῦν ἀλλὰ καὶ σοῦ προξενοῦν μεγίστη ζημία.

β. Ἀλλά μήτε σ’ αὐτό δὲ σ’ ἐμποδίζω, λέει. Ἄν θέλης καὶ στοὺς ἀνθρώπους νὰ ἐπιδειχθῆς, περίμενε, κι ἐγὼ θὰ σοῦ παραχωρήσω κι αὐτὸ μὲ περισσότερη ἀφθονία καὶ πολὺ κέρδος. Σὲ ἀποσπᾶ τοῦτο τώρα ἀπὸ τὴ δοξολογία μου, ὅπως σὲ συνδέει ἡ περιφόρνησή τούτων. Τότε θὰ τὰ ἀπολαύσης ὅλα μὲ κάθε ἐλευθερία. Ἀλλὰ πρὶν ἀπ’ αὐτὰ δὲ θὰ εἶναι μικρὴ ἡ ὠφέλειά σου ἐδῶ μὲ τὸ νὰ καταπατήσης ὅλη τὴν ἀνθρωπίνη δόξα καὶ νὰ ἐλευθερωρθῆς ἀπὸ τὴ βαρειὰ ἀνθρώπινη δουλεία καὶ νὰ γίνης ἐργάτης γνήσιος τῆς ἀρετῆς. Γιατὶ μὲ τέτοια γνώμη ἄν βρεθῆς στὴν ἐρημιά, θά γίνης ἔρημος ἀπὸ κάθε ἀρετη, ἀφοῦ δὲ θὰ ἔχης θεατές. Αὐτὸ ὅμως δείχνει ὑβριστὴ τῆς ἀρετῆς, ἄν εἶναι νὰ τὴν ἐπιδιώκης ὄχι γι’ αὐτὴν τὴν ἴδια ἀλλὰ γιὰ τὸ σχοινᾶ καὶ τὸ χαλκιὰ καὶ τὸ πλῆθος τῆς ἀγορᾶς, γιὰ νὰ σὲ θαυμάσουν ἀκόμα κι οἱ κακοὶ κι αὐτοὶ ποὺ ζοῦνε μακριά της.  Καὶ καλεῖς τοὺς ἐχθρούς της νὰ τὴ δείξης καὶ νὰ τὴ θαυμάσουν. Εἶναι τὸ ἴδιο νὰ διαλέξη κανένας τὴ σωφρονη ἀλλὰ γιὰ νὰ τῆς κάνη ἐπίδειξη σ’ αὐτοὺς ποὺ ζοῦνε μὲ ἑταῖρες.  Καὶ σὺ ἄν σκέφτεσαι ἔτσι, δὲ διαλέγεις τὴν ἀρετὴ παρὰ γιὰ τοὺς ἐχθρούς της. Πρέπει κι ἀπὸ τοῦτο νὰ τὴ θαυμάσωμε, ποὺ τὴν ἐπαινοῦν κι οἱ ἐχθροί της.  Καὶ νὰ τὴ θαυμάσωμε ὅπως πρέπει ὄχι γι’ ἄλλους ἀλλὰ γιὰ λογαριασμό της.

Γιατὶ κι ἐμεῖς θεωροῦμε προσβολὴ νὰ μὴ μᾶς ἀγαποῦν γιὰ τὸν ἑαυτό μας ἀλλὰ γιὰ χάρη ἄλλων. Τὸ ἴδιο νὰ στοχαστῆς καὶ γιὰ τὴν ἀρετή.  Μὴν τὴν ἐπιδιώκης  γιὰ χάρη ἄλλων οὔτε νὰ κάνης ὑπακοὴ στὸ Θεὸ γιὰ χάρη τῶν ἀνθρώπων ἀλλὰ στοὺς ἀνθρώπους γιὰ χάρη τοῦ Θεοῦ.  Στὴν ἀντίθετη περίπτωση κι ἄν νομίζης ὅτι ἐπιδιώκεις τὴν ἀρετή, ἐξοργίζεις τὸ Θεὸ ὅμοια μ’ αὐτὸν ποὺ δὲν τὴν ἐπιδιώκει.

Ὅπως παρακούει ἐκεῖνος ποὺ δὲν τὴν ἐπιδίωξε ἔτσι καὶ σὺ μὲ τὴν παράνομη ἐπιδίωξη. «Μὴ θησαυρίζετ ε γιὰ τὸν ἑαυτὸ σας θησαυροὺς πάνω στὴ γῆ».  Ἀφοῦ ἔβγαλε ἀπὸ τὴν ψυχή μας τὸ νόσημα τῆς κενοδοξίας, ἀρχίζει σὲ κατάλληλη ὥρα καὶ τὸ λόγο γιὰ ἀκτημοσύνη. Τίποτα δὲν προετοιμάζει τόσο τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀγάπη τῶν χρημάτων ὅσο ἡ ἐπιθυμία τῆς δόξας. Γιὰ τὴν δόξα οἱ ἄνθρωποι ἐφευρίσκουν τὰ κοπάδια τῶν δούλων, τὸ σμάρι τῶν εὐνούχων, τὰ χρυσοστόλιστα ἄλογα, τ’ ἀσημένια τραπέζια καὶ τὰ ἄλλα τὰ πιὸ γελοῖα. Δὲ θέλουν νὰ ἱκανοποιήσουν μιὰ ἀνάγκη, οὔτε ν’ ἀπολαύσουν ἡδονὴ ἀλλὰ νὰ κάνουν ἐπίδειξη στοὺς πολλούς.  Πιὸ πάνω περιοριζόταν νὰ ὁρίση ὅτι πρέπει νὰ ἐλεοῦμε· ἐδῶ δείχνει καὶ πόσο πρέπει νὰ ἐλεοῦμε λέγοντας· Μὴ θησαυρίζετε. ἐπειδὴ δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ παρουσιάση ἀπὸ τὴν ἀρχὴ στὴ πληρότητά του τὸ λόγο γιὰ τὴν περιφρόνηση τῶν χρημάτων ἐξ αἰτίας τῆς τυραννικῆς κυριαρχίας τοῦ πάθους, ἀφοῦ τὸν χώρισε σὲ μέρη καὶ τὸν ἐλευθέρωσε ἀπ’ αὐτήν, τὸν σταλάζει μέσα στὴν ψυχὴ τῶν ἀκροατῶν του, ὥστε νὰ γίνη εὔκολα παραδεκτός. Γι’ αὐτὸ ἔλεγε πρῶτα· Καλότυχοι ὅσοι ἐλεοῦν· κι ἔπειτ’ ἀπ’ αὐτό· Νὰ ἔχης συμπάθεια γιὰ τὸν ἀντίδικό σου.  Κι ἀκόμα πιὸ ὕστερα· Ἄν θέλη κάποιος νὰ πᾶτε στὸ δικαστήριο καὶ νὰ σοῦ πάρη τὸ χιτῶνα δώστου καὶ τὸ ἱμάτιο. Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλύτερο ἀπ’ ὅλα.

Ἐκεῖ εἶπε·  Ἄν δῆς νὰ πλησιάζη δικαστικὸς ἀγῶνας κάνε τοῦτο·  ἀντὶ νὰ φιλονικῆς γιὰ τὴν κατοχὴ ἑνὸς πράγματος, καλύτερα ν’ ἀποφύγης τὴ φιλονεικία κι ἄς μὴν τὸ κρατήσης. Ἀλλὰ ἐδῶ οὔτε ἀντίδικο παρουσιάζει οὔτε κατηγορούμενο, οὔτε κανέαν ἄλλο μνημονεύει, παρὰ μᾶς συμβουλεύει καθ’ ἑαυτὴ τὴν περιφρόνηση τῶν χρημάτων, δείχοντας ὅτι θέτει αὐτὸν τὸ νόμο ὄχι τόσο γι’ αὐτοὺς ποὺ εὐεργετοῦνται, ὅσο γι’ αὐτὸν ποὺ εὐεργετεῖ. Ἔτσι κι ἄν κανένας δὲν ἀδικῆ καὶ δὲ μᾶς σύρη στὸν δικαστήριο, νὰ περιφρονοῦμε ὡστόστο τὴν περιουσία μας, δίνοντάς τη σ’ αὐτοὺς ποὺ τὴ χρειάζονται. Κι ἐδῶ ὅμως δὲ θέτει τὸ σύνολο ἀλλὰ τμηματικὰ, μολονότι παρουσίασε στὴν ἔρημο τοὺς σχετικοὺς ἀγῶνες μὲ πολλὴν ὑπερβολή. Δὲν τὸ θέτει ὅμως, οὔτε τὸ φέρνει στὸν κέντρο· δὲν ἦταν ἀκόμα καιρὸς νὰ τὸ  φανερώση.

Σκέψεις ἐξετάζει ὡς τώρα καὶ στὸ λόγο γι’ αὐτὰ παίρνει τὴ θέση συμβούλου  πιὸ πολὺ παρὰ νομοθέτη.  Γιατὶ ὅταν εἶπε· Μὴ θησαυρίζετε στὴ γῆ, πρόσθετε· Ὅπου τὸ σαράκι καὶ τὸ σκουλήκι ἀφανίζουν κι ὅπου οἱ κλέφτες ξεθαύουν καὶ κλέβουν.  Τώρα δείχνει τοῦ οὐράνιου θησαυροῦ τὴν ὠφέλεια καὶ τοῦ γήϊνου τὴ βλάβη κι ἐξ αἰτίας τοῦ τόπου καὶ ἐξ αἰτίας αὐτῶν ποὺ τὸν κυνηγοῦν.  Δὲ σταματᾶ ὡς ἐδῶ ἀλλὰ προσθέτει κι ἄλλη σκέψη καὶ πρῶτα μετατρέπει τὸ φόβο τους σ’ ἐνθάρρυνση.  Φοβᾶσαι, λέει, μὴν ξοδευτοῦν τὰ χρήματά σου, ὅταν κάμης ἐλημοσύνη; Δῶσε ἐλεημοσύνη καὶ τότε δὲ θὰ ξοδευτοῦν.  Καὶ τὸ πιὸ μεγάλο, ὅτι ὄχι μόνο δὲ θὰ ξοδευτοῦν ἀλλὰ καὶ προσθήκη μεγαλύτερη θὰ λάβης, γιατὶ βέβαια προσθέτονται τὰ οὐράνια.  Δὲν τὸ λέει ὅμως αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἀρχή, τὸ προσθέτει ἔπειτα

γ. Τώρα φέρνει στὸ κέντρο, ὅ,τι μποροῦσε ν’ ἀποκαλέση τὴ μεγαλύτερη προτροπή, ὅτι παραμένει ἀσύλητος ὁ θησαυρὸς τους καὶ τοὺς σέρνει κοντά του ἀπὸ δύο μέρη.  Γιατὶ οὔτε εἶπε ὅτι μόνο ἄν δώσης ἐλεημοσύνη διατηρεῖται, ἀλλὰ ἐφοβέρισε καὶ  τὸ ἀντίθετο, ὅτι καὶ ἄν δὲν δώσῃς χάνεται.  Πρόσεξε τὴν ἄπειρη σοφία. Δὲν εἶπε ὅτι τὰ ἀφήνεις σὲ ἄλλους, γιατὶ καὶ τοῦτο δὲν τὸ ἐπιτυγχάνουν . Ἀλλὰ μὲ ἄλλο τρόπο τοὺς φοβερίζει δείχνοντάς τους οὔτε μήτε τοῦτο δέν τό ἐπιτυγχάνουν. Ἀκόμα κι ἄν δὲν μᾶς ἀδικήσουν ἄνθρωποι, ὑπάρχουν αὐτοὶ ποὺ θὰ ἀδικήσουν, τὸ σαράκι καὶ τὸ σκουλήκι. Γιατὶ κι ἄν φαίνωνται πὼς εἶναι πολὺ εὐκολοσύντριφτοι αὐτοὶ οἱ ἀφανισταί, ὅμως πραγματικά εἶναι ἀκαταμάχητοι καὶ ἀσυγκράτητοι. Κι ὅ,τιδήποτε μηχανευθῆς, δὲ θὰ μπορέσῃς νὰ συγκρατήσης τὴν καταστροφὴ ποὺ προξενοῦν.  Λοιπὸν τὸ σαράκι τρώει τὸ χρυσάφι; Ἄν ὄχι τὸ σαράκι οἱ κλέφτες.  Κι ἔγιναν ὅλοι θύματα κλοπῆς; Ἄν ὄχι ὅλοι οἱ περισσότεροι. Γι’ αὐτὸ φέρνει κι ἄλλη σκέψη, ὅπως εἶπα πιὸ πρίν· Ὅπου βρίσκεται ὁ θησαυρὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐκεῖ εἶναι ἡ σκέψη του.  Κι ἄν δὲν πραγματοποιηθῆ κανένα ἀπ’ αὐτά, λέει, δὲν εἶναι μικρὴ ζημία νὰ εἶσαι καρφωμένος στὰ γήϊνα, νὰ γίνης δοῦλος ἀπὸ ἐλεύθερος, νὰ ξεπέσης ἀπὸ τὸν οὐρανό, τίποτα ἀπὸ τὰ ὑψηλὰ νὰ μὴν μπορῆς νὰ ἑννοήσης ἀλλὰ νὰ τὰ θεωρῆς ὅλα σὰν χρήματα καὶ τόκους καὶ δανείσματα καὶ κέρδη κι ἀνελεύθερες συναλαγγές. Ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀθλιότητα;

Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι χειρότερος ἀπὸ κάθε ἀχρεῖο, δοῦλος στὴ χειρότερη τυραννία.  Κι ἔχει προδώσει τὸ βασικώτερο ἀπ’ ὅλα, τὴν ἀνθρώπινη εὐγένεια καὶ ἐλευθερία. Ὅσα κι ἄν σοῦ λέη κανένας, ὅταν ὁ νοῦς σου εἶναι προσηλωμένος στὰ χρήματα τίποτα δὲ θὰ μπορέσης ν’ ἀκούσης ἀπ’ ὅσα ἁρμόζουν σὲ σένα. Ἀλλὰ σὰν σὲ σκυλὶ ποὺ εἶναι δεμένο σὲ τάφο μὲ τὴ βαρύτερη ἀπ’ ὅλες ἁλυσίδα τῆς χρηματικῆς τυραννίας κι ἀλυχτᾶ ὅλους ποὺ πλησιάζουν, ἕνα ἔργο ἀσταμάτητο ἔχεις καὶ σύ, νὰ ὑπερασπίζεσαι ἀπὸ ὅλους τὸ θησαυρό σου. Ὑπάρχει ἀθλιότητα μεγαλύτερη;

Αὐτὸ ὅμως ἦταν ἀνώτερο ἀπὸ τὸ διανοητικὸ ἐπίπεδο τῶν ἀκροατῶν του, κι οὔτε ἦταν εὔκολο νὰ δοῦν σὲ μιὰ ματιὰ τὴ βλάβη, οὔτε τὸ κέρδος ἦταν φανερό, ἀλλὰ χρειαζόταν κάπως πιὸ ἀσκημένη σκέψη νὰ διακρίνουν καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο, γι’ αὐτὸ ἀναφέρει τοῦτο ὕστερ’ ἀπ’ αὐτὰ τὰ φανερὰ λέγοντας·  Ὅπου ὁ θησαυρὸς τοῦ ἀνθρώπου, ἐκεῖ βρίσκεται κι ἡ σκέψη του.  Καὶ τὸ ἀποσαφηνίζει αὐτὸ πάλι, ὁδηγῶντας τὸ λόγο ἀπὸ τὰ νοητὰ στὰ αἰσθητὰ καὶ λέγοντας·  Ὁ λύχνος τοῦ σώματος εἶναι τὸ μάτι. Ὁ λόγος του ἔχει τοῦτο τὸ νόημα. Μὴν κρύψης χρυσάφι στὴ γῆ, μήτε τίποτα παρόμοιο, γιατὶ τὰ μαζύεις γιὰ τὸ σαράκι καὶ τὸ σκουλήκι καὶ τοὺς κλέπτες.  Κι ἄν ἀκόμη τ’ ἀποφύγης αὐτά, δὲ θὰ ξεφύγης τὴν ὑποδούλωση τῆς καρδιᾶς καὶ τὴν προσήλωση σ’ ὅλα τὰ χαμηλά. Ὅπου εἶναι ὁ θησαυρὸς σου ἐκεῖ κι ἡ σκέψη σου. Ὅπως λοιπὸν ὅταν θησαυρίσης στὸν οὐρανό, δὲν καρπώνεσαι τοῦτο μονάχα, τὴν ἐπιτυχία τῶν σχετικῶν βραβείων ἀλλὰ ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ τώρα παίρνεις τὸ μισθό σου σὲ ἄλλο ἀράζοντας λιμάνι, κι ἔχοντας φρόνημα τ’ οὐρανοῦ καὶ γιὰ τὰ ἐκεῖ φροντίζοντας –γιατὶ ὅπου ἔκρυψες τὸ θησαυρό σου εἶναι φανερὸ ὅτι ἄφησες καὶ τὴν ψυχή σου-ἔτσι ἄν θησαυρίσης στὴ γῆ, θὰ πάθης τὰ ἀντίθετα.

 Κι ἄν εἶναι γιὰ σένα ὁ λόγος σκοτεινὸς ἄκουσε τὰ ἑξῆς. Ὁ λύχνος τοῦ σώματος εἶναι τὸ μάτι. Ἄν τὸ μάτι σου εἶναι καθαρό, εἶναι φωτεινὸ ὅλο τὸ σῶμα σου. Ἄν τὸ μάτι σου εἶναι πονηρό, θὰ εἶναι ὅλο τὸ σῶμα σου σκοτεινό.  Κι ἄν τὸ φῶς τὸ δικό σου εἶναι σκοτάδι, τὸ σκοτάδι πόσο θά εἶναι; Στρέφει τὸ λόγο στὰ αἰσθητά. Ἐπειδὴ ἀνέφερε τὴν ψυχή, ὅτι καταδουλώνεται κι αἰχμαλωτίζεται καὶ αὐτὸ δὲν μποροῦν πολλοὶ νὰ τὸ δοῦνε σὲ μιὰ ματιά, μεταθέτει τὴ διδασκαλία του στὰ ἐξωτερικὰ κι αὐτὰ ποὺ βλέπουν τὰ μάτια, γιὰ νὰ λάβουν ἰδέα καὶ γιὰ κεῖνα ἔχοντας ὑπ’ ὄψη αὐτά. Ἄν δὲ γνωρίζης, τί σημαίνει βλάβη τοῦ νοῦ, κατανόησέ το ἀπὸ τὴ σωματικὴ βλάβη. Ὅ,τι ἀντιπροσωπεύει γιὰ τὸ σῶμα τὸ μάτι, αὐτὸ εἶναι κι ὁ νοῦς γιὰ τὴν ψυχή. Ἀσφαλῶς λοιπὸν δὲ θὰ προτιμοῦσες νὰ φορῆς χρυσᾶ καὶ νὰ εἶσαι ντυμένος μὲ ροῦχα μεταξωτά, νὰ εἶναι ὅμως τὰ μάτια σου χαλασμένα. Ἀλλὰ τὴν ὑγεία τῶν ματιῶν σου θεωρεῖς πιὸ ἀκριβῆ ἀπ’ ὅλα αὐτά.  Καὶ ἄν τὴν καταστρέψης καὶ τὴ χαλάσης, δὲ σ’ ὠφελεῖ πιὰ νὰ ζῆς, γιατὶ ὅπως μὲ τὴν τύφλωση τῶν ματιῶν χάνεται τὸ μεγαλύτερο ποσοστὸ τῆς ἐνεργητικότητας τῶν ἄλλων μελῶν, ὅταν σβήση γι’ αὐτὰ τὸ φῶς, ἔτσι ὅταν καταστραφῆ καὶ ὁ νοῦς σου , ἀπὸ μύρια ἡ ζωή σου θὰ γεμίση κακά. Ὅπως λοιπὸν στὴν φροντίδα τοῦ σώματος βάζομε αὐτὸ τὸ σκοπό, νὰ ἔχωμε τὰ μάτια μας γερά, τὸ ἴδιο κάνομε καὶ γιὰ τὸ νοῦ στὴν ἐπιμέλεια τῆς ψυχῆς. Ἄν ἀχρηστέψωμε αὐτὸν, ποὺ ὀφείλει καὶ στὰ ἄλλα νὰ παρέχη τὸ φῶς, πῶς θὰ μπορέσωμε νὰ δοῦμε; Ὅπως ξηραίνει τὸν ποταμὸ ὅποιος φράξη τὴν πηγή, ἔτσι κι αὐτὸς ποὺ ἀφανίζει τὸ νοῦ του, θολώνει ὅλη τὴ δραστηριότητά του στὴ ζωὴ αὐτή. Γι’  αὐτὸ λεέι Ἄν τὸ δικὸ σου φῶς εἶναι σκοτάδι, τὸ σκοτάδι πόσο εἶναι; Ὅταν βουλιάξη ὁ κυβερνήτης καὶ σβήση τὸ λυχνάρι καὶ ὁ ἀρχηγὸς αἰχμαλωτιστῆ, ποιά ἐλπίδα ἀπομένει στοὺς ὑπηκόους;

δ. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ἄφησε νὰ πῆ τώρα τὶς ἐπιβουλὲς ποὺ προκαλεῖ ὁ πλοῦτος, τὶς φιλονεικίες, τὶς δίκες. Ἔκανε γι’ αὐτὰ ὑπαινιγμὸ πιὸ πάνω ὅταν εἶπε· Θὰ σὲ παραδώση ὁ ἀντίδικος στὸν κριτὴ καὶ ὁ κριτὴς στὸν ὑπηρέτη. Ἀφοῦ ὅπως νἄναι ἀνέφερε τὰ βαρύτερα περιστατικά, ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν πονηρὴ ἐπιθυμία. Εἶναι πολὺ φοβερώτερο νὰ δουλωθῆ ὁ νοῦς σου σ’ αὐτὸ τὸ πάθος παρὰ νὰ κλειστῆς στὴ φυλακή. Καὶ τὸ τελευταῖο δὲ συμβαίνει συχνά, τὸ πρῶτο ὅμως ἔχει συνδεθῆ μὲ τὴν ἐπιθυμία τῶν χρημάτων.  Γι’ αὐτὸ βάζει τὴν ὑποδούλωση τοῦ νοῦ, σὰν πιὸ φοβερὴ κι ἀναπόφευκτη, μετὰ τὴ φυλάκιση. Ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε νοῦ, λέει, γιὰ νὰ διαλύσωμε τὴν ἄγνοια μας καὶ νὰ σχηματίσωμε ὀρθὴ κρίση γιὰ τὰ πράγματα καὶ νὰ μείνωμε ἀσφαλισμένοι ἔναντι ὅσων μᾶς λυποῦν καὶ μᾶς βλάπτουν, χρησιμοποιῶντας αὐτὸν σὰν κάποιο ὅπλο καὶ φῶς. Ἐμεῖς  προδίνομε τὸ χάρισμα σὲ περιττὰ καὶ ἀνώφελα.

Τί ὠφελοῦν οἱ χρυσοντυμένοι στρατιῶτες, ὅταν ὁ στρατηγος σέρνεται στὴν αἰχμαλωσία;  Ποιὸ κέρδος τοῦ ἀρματωμένου πλοίου, ὅταν ὁ κυβερνήτης βουλιάξη; Καὶ τὶ ἀξία ἔχει τὸ ἀθλητικὸ σῶμα, ὅταν ἀπὸ τὰ μάτια ἔχει ἀποκοπῆ ἡ ὅραση; Ὅπως λοιπὸν ἄν κάποιος τὸ γιατρό, ποὺ πρέπει νὰ εἶναι ὑγιὴς γιὰ νὰ θεραπεύη τὶς ἀσθένειες, τὸν κάμη ν’ ἀσθενήση καὶ ὁρίση ἔπειτα νὰ ξαπλωθῆ σὲ ἀσημένιο κρεβάτι καὶ χρυσὸ θάλαμο, δὲν ὠφελεῖ σὲ τίποτα τοὺς ἀρρώστους, ἔτσι ἀφοῦ καταστρέψης τὸ νοῦ ποὺ ἔχει τὴ δύναμη νὰ θεραπεύη τὰ πάθη, ἄν καθίσης δίπλα στὸ θησαυρό σου, ὄχι μόνο δὲν προκάλεσες καμμιὰ ὠφέλεια ἀλλὰ ἀντίθετα τὴν μεγαλύτερη ζημία καί ἔβλαψες ὅλη σου τήν ψυχή. Εἶδες πὼς μὲ τὰ ἴδια, γιὰ τὰ ὁποῖα οἱ ἄνθρωποι ἐπιθυμοῦν τὴν κακία, μ’ αὐτὰ καὶ τοὺς ξαναφέρει στὴν ἀρετή; Γιὰ ποιό λόγο ἐπιθυμεῖς τὰ χρήματα; ρωτᾶ. Ὄχι γιὰ νὰ δοκιμάσης εὐχαρίστηση κι ἡδονή; Αὐτὸ ἀκριβῶς δὲ θὰ τὸ δοκιμάσης ἀπὸ τοῦτο ἀλλὰ τὸ ὁλόλα ἀντίθετο. Γιατὶ ἄν μὲ τὴν στέρηση τῶν ματιῶν δὲν αἰσθανώμαστε κανένα ἀπὸ τὰ εὐχάριστα ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς συμφορᾶς μας, παθαίνομαι τὸ ἴδιο σὲ μεγαλύτερο βαθμὸ ἐξ αἰτίας τῆς διαστροφῆς κι ἀναπηρίας τοῦ νοῦ. Γιὰ ποιό λόγο τὰ κρύβεις στὴ γῆ; Γιὰ νὰ φυλάγωνται μὲ ἀσφάλεια;  Κι ἐδῶ τὸ ἀντίθετο συμβαίνει, λέει. Γιὰ ποιὸ λόγο προσεύχεσαι καὶ ἐλεεῖς;

Ἐπιθυμεῖς τὴ δόξα τῶν ἀνθρώπων;  Μὴν προσεύχεσαι λοιπὸν γι’ αὐτὴν καὶ θὰ τὴν ἔχης κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως.Ὅπως λοιπὸν ἐκεῖνον ποὺ νηστεύει καὶ ἐλεεῖ καὶ προσεύχεται γιὰ λόγους κενοδοξίας τὸν ὁδηγεῖ στὴν ἔλλειψη κενοδοξίας χρησιμοποιῶντας τὴν ἴδια τὴν ἐπιθυμία του, ὅμοια καὶ τὸ φιλάργυρο τὸν ἀποσπᾶ μὲ τὰ ἴδια ποὺ τράβηξαν τὴν προθυμία του. Τί θέλεις; τοῦ λέει. Νὰ φυλάγωνται τὰ χρήματά σου καὶ νὰ ἀπολαύσης τὴν ἡδονή; Μὲ μεγάλη ἀφθονία θὰ σοῦ δώσω καὶ τὰ δύο, ἐὰν καταθέσης τὸ χρυσάφι σου, ὅπου σοῦ ὁρίζω. Πιὸ καθαρὰ ἔδειξε στὰ κατοπινὰ τὴ βλάβη τοῦ νοῦ, ποὺ προέρχεται ἀπ’ αὐτὰ, ὅταν ἐμνημόνεψε τὰ ἀγκάθια. Τώρα κι ἐδῶ κάνει ὄχι τυχαῖο ὑπαινιγμό, ἀφοῦ ἔδειξε ὅτι εἶναι σκοτισμένος ὅποιος ἔχει αὐτὴ τὴ μανία. Κι ὅπως ὅσοι βαδίζουν στὰ σκοτεινὰ δὲ βλέπουν τίποτα μὲ σαφήνεια ἀλλὰ τὸ σχοινὶ τὸ νομίζουν φίδι κι ἄν δοῦν βουνὰ καὶ φαράγγια πεθαίνον ἀπὸ τὸ φόβο, ἔτσι κι αὐτοὶ ὑποψιάζονται αὐτὰ ποὺ δὲν εἶναι φοβερὰ γιὰ ὅσους βλέπουν. Τρέμουν τὴ φτώχεια κι ὄχι τὴ φτώχεια μονάχα ἀλλὰ ὁποιαδήποτε ζημία.  Κι ἄν στερηθοῦν κάτι ἀσήμαντο, θρηνοῦν καὶ ὑποφέρουν περισσότερο ἀπὸ ὅσους στεροῦνται τὴν ἀπαραίτητη τροφή.

Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς πλούσιους ἔφθασαν στὴν ἀγχόνη, ἐπειδὴ δὲ βάσταξαν τὶς δύσκολες αὐτὲς ἡμέρες. Καὶ τὴν προσβολὴ καὶ τὴν κακομεταχείριση τόσο ἀνυπόφορα τὰ θεωροῦν, ὥστε πολλοὶ καὶ γι’ αὐτὴ τὴν αἰτία ν’ ἀποσπαστοῦν ἀπὸ τὴ ζωή. Σ’ ὅλα, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ διακονία του, τοὺς ἔκαμε ὁ πλοῦτος μαλακούς. Γιατὶ ὅταν τοὺς προστάζη νὰ τὸν ὑπηρετοῦν, δὲ δειλιάζουν οὔτε μπροστὰ στὸ φόνο, οὔτε στὸ μαστίγιο, οὔτε στὴν κατηγρία, οὔτε σὲ κάθε ἐξευτελισμό. Αὐτὸ μαρτυρεῖ ἔσχατη ἀθλιότητα, νὰ δειλιάζης περισσότερο ἀπ’ ὅλους ὅπου πρέπει νὰ δείχνης γενναιότητα. Κι ἐκεῖ ποὺ πρέπει νὰ εἶσαι προσεκτικός, νὰ γίνεσαι πιὸ ἀναιδὴς καὶ πιὸ θρασύς. Αὐτοὶ ἐδῶ παθαίνουν, ὅ,τι καὶ αὐτὸς ποὺ σπαταλᾶ τὴν περιουσία του ἐκεῖ ποὺ δὲν πρέπει. Τοῦτος ὅταν φθάση ὁ καιρὸς γιὰ τὴν δαπάνη ποὺ πρέπει νὰ γίνη, ἐπειδὴ δὲν ἔχει τὶ νὰ δώση, ὑποφέρει τὰ ἀθεράπευτα δεινά, ἀφοῦ ἔχει ξοδέψει κακῶς πρὶν τῆς ὥρας τᾶ δικά του.

ε. Καὶ ὅπως αὐτοὶ ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὶς πονηρὲς ἐκεῖνες τέχνες πάνω στὴ σκηνή, ὑπομένουν ἕνα σωρὸ ἐπικίνδυνες καὶ περιέργες ἀσκήσεις, ἐνῶ σὲ ἐργασίες χρήσιμες κι ἀπαραίτητες εἶναι ἀπὸ ὅλους πιὸ καταγέλαστοι, ἔτσι καὶ τοῦτοι. Γιατὶ αὐτοὶ ποὺ βαδίζουν πάνω στὸ τεντωμένο σχοινὶ δείχνοντας τόσο θάρρος, ἄν κάτι ἀπὸ τὰ ὑποχρεωτικὰ τῆς ζωῆς ἀπαιτήση τόλμη καὶ θάρρος, οὔτε νὰ τὸ ἐννοήσουν κάτι τέτοι μποροῦν οὔτε νὰ τὸ ἀνεχθοῦν. Ἔτσι κι ὅσοι πλουτοῦν, ἐνῶ τολμοῦν τὰ πάντα γιὰ τὰ χρήματα, γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή οὔτε μικρὸ οὔτε μεγάλο δὲ θέλουν νὰ ὑπομείνουν. Καὶ καθὼς ἐκεῖνοι ἀσκοῦν κάτι ἐπικίνδυνο καὶ ἀνώφελο, ἔτσι καὶ τοῦτοι ὑπομένουν πολλοὺς πολλοὺς κινδύνους καὶ κακοτοπιὲς, δὲν καταλήγουν ὅμως σὲ τέλος καλὸ καὶ ὑποφέρουν διπλὸ σκότος, καὶ ἀπὸ τὴ διαστροφὴ τοῦ νοῦ τους τυφλωμένοι καὶ σκεπασμένοι μὲ πολλὴν ἀχλὺ ἀπὸ τὴν ἀπάτη τῶν φροντίδων.

Γι’ αὐτὸ μήτε νὰ δοῦνε δὲν μποροῦν εὔκολα. Ὅποιος βρίσκεται στὰ σκοτεινὰ, γλυτώνει ἀπὸ τὸ σκότος, ὅταν φανῆ ὁ ἥλιος.  Μὰ ὅποιος ἔχει κατεστραμμένα μάτια, δὲ βλέπει οὔτε ὅταν φανῆ ὁ ἥλιος. Αὐτὸ ἔχουν πάθει καὶ τοῦτοι. Δὲ νιώθουν μήτε τὸν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης ποὺ ἔλαμψε καὶ τοὺς προτρέπει, ἐπειδὴ ὁ πλοῦτος τοὺς ἔκλεισε τὰ μάτια. Γι’ αὐτὸ καὶ ὑπομένουν διπλὸ σκοτάδι· τὸ ἕνα ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους, τὸ ἄλλο γιατὶ δὲν προσέχουν στὸ δάσκαλο. Ἄς τὸν παρακολουθοῦμε λοιπὸν μὲ προσοχὴ γιὰ νὰ ξαναβροῦμε τέλος κάποτε τὸ φῶς μας. Καὶ πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ ξαναδῆς; Ἄν μάθης πῶς τυφλώθηκες.  Καὶ τυφλώθηκες ἀπὸ τὴν πονηρή ἐπιθυμία. Γιατὶ ὅπως σὲ καθαρὸ μάτι, ἔρχεται σὰν ἐρεθιστικὸ ὑγρὸ ἡ ἐπιθυμία τῶν χρημάτων καὶ δημιουργεῖ πυκνό σύννερο. Ἀλλὰ εἶναι εὔκολο νὰ σπάση καὶ νὰ διαλυθῆ τὸ σύννεφο τοῦτττο, ἄν δεχθοῦμε τὴν ἀκτῖνα ἀπὸ τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Ἄν τὸν ἀκούσωμε νὰ μᾶς συμβουλεύη καὶ νὰ μᾶς λέη, Μὴ θησαυρίζετε θησαυροὺς ἐπάνω στὴ γῆ. Καὶ τὶ θὰ κερδίσω, ἐρωτᾶς ἀπὸ τὴν ἀκρόαση, ὅταν μὲ κατέχη ἡ ἐπιθυμία; Μὰ ἀκριβῶς ἡ ἀξακολουθητικὴ ἀκρόαση μπορεῖ καὶ τὴν ἐπιθυμία νὰ ἐξαλείψη. Κι ἄν  ἐπιμένεις νὰ βρίσκεσαι στὴν κατοχή της, κατανόησε ὅτι τὸ πρᾶγμα δέν εἶναι ἐπιθυμία. Τὶ λογῆς ἐπιθυμία εἶναι νὰ βρίσκεσαι  σὲ δεινὴ δουλεία, νὰ εἶσαι κάτω ἀπὸ τὸ ζυγὸ τυραννίδας, φυλακισμένος ἀπὸ παντοῦ, νὰ ζῆς σκοτεινά, νὰ εἶσαι γεμᾶτος ἀπὸ ταραχή, νὰ ὑπομένης ἀνώφελους κόπους νὰ φυλάξης γιὰ ἄλλους τὰ χρήματα καὶ πολλὲς φορὲς γιὰ ἐχθρούς; Σὲ τὶ λογῆς ἐπιθυμία ταιριάζουν αὐτά; Μᾶλλον συμπίπτουν μὲ ἀποφυγὴ καὶ ἄρνηση.

Τί ἐπιθυμία εἶναι νὰ ἀφήνης τὸ θησαυρό σου ἀνάμεσα στοὺς κλέφτες; Ἄν ἐπιθυμῆς ὁλοκληρωτικὰ τὰ χρήματα, τοποθέτησέ τα ὅπου μποροῦν νὰ μείνουν ἀσφαλισμένα καὶ ἀνεπιβούλευτα, Γιατὶ αὐτὰ ποὺ κάμεις τώρας δὲν δείχνουν ἄνθρωπο ποὺ ἐπιθυμεῖ χρήματα ἀλλὰ μαρτυροῦν δουλεία, ἐπιβουλή, ζημία, ἀγωνία ἀδιάκοπη.  Σὺ ὅμως, ἄν κάποιος σοῦ δείξη ἕνα μέρος ἀνυποψίαστο πάνω στὴ γῆ, κι ἄν σὲ φέρη στὴν ἴδια τὴν ἔρημο, μὲ τὴν ὑπόσχεση τῆς ἀσφαλείας στὴ φύλαξη τῶν χρημάτων σου οὔτε διστάζεις, οὔτε ὑποχωρεῖς ἀλλὰ δείχνεις ἐμπιστοσύνη καὶ μεταφέρεις ἐκεῖ τὰ χρήματά σου. Ὅταν σοῦ ὑπόσχεται τὸ ἴδιο ὁ Θεὸς στὴ θέση κάποιου ἀνθρώπου, καὶ σοῦ προτείνη ὄχι τὴν ἔρημο ἀλλὰ τὸν οὐρανό, πράττεις τὰ ἀντίθετα. Κι ὅμως ἄν χίλιες φορὲς εἶναι ἀσφαλισμένα κάτω, ποτὲ δὲ θὰ μπορέσης νὰ ἐλευθερωθῆς ἀπὸ τὴ φροντίδα. Κι ἄν ἀκόμα δὲν τὰ χάσης δὲ θὰ ἐλευθερωθῆς ποτὲ ἀπὸ τὴν ἀγωνία μήπως τὰ χάσης.  Ἐκεῖ ὅμως τιποτα ἀπ’ αὐτὰ δὲ θὰ ὑποφέρης.  Καὶ θὰ ὠφεληθῆς παραπάνω, γιατὶ δὲν κρύβεις μόνο τὸ χρυσάφι σου ἀλλὰ καὶ τὸ φυτεύεις. Τὸ ἴδιο γίνεται θησαυρὸς καὶ σπόρος. Καὶ κάτι περισσότερο κι ἀπὸ τὰ δύο. Γιατὶ ὁ σπόρος δὲν κρατάει γιὰ πάντα, ἐνῶ τοῦτο μένει παντοτινά.  Κι ὁ θησαυρὸς πάλι δὲ βλαστάνει, ἐνῶ αὐτὸ σοῦ δίνει ἀθάνατους καρπούς.  Κι ἄν μοῦ προβάλλης τὸ χρόνο καὶ τὴν ἀναβολὴ τῆς ἀνταποδόσεως, μπορῶ κι ἐγῶ νὰ σοῦ δείξω καὶ νὰ σοῦ πῶ πόσα κι ἐδῶ κερδίζεις. Χώρια ὅμως ἀπ’ αὐτὰ θὰ προσπαθήσω νὰ σοῦ ἀποδείξω κι ἀπὸ τὶς ἴδιες τὶς βιοτικὲς φροντίδες ὅτι αὐτὰ ἀποτελοῦν μάταιες προφάσεις.

στ. Πολλὰ στὴν ζωὴ αὐτὴ δημιουργεῖς ποὺ δὲν εἶναι νὰ τὰ χαρῆς ὁ ἴδιος. Κι ἄν σὲ κατηγορήση κάποιος, προβάλλεις τὰ παιδιὰ στου καὶ τὰ παιδιὰ τους καὶ νομίζεις πὼς βρῆκες ἱκανοποιητικὴ δικαιολογία γιὰ τοὺς περίσσιους κόπους. Ὅταν στὰ ἔσχατα γηρατειὰ σου χτίζης σπίτια μεγαλόπρεπα, ποὺ πρὶν τελειώσουν, ἐσὺ πολλὲς φορὲς θὰ ἔχης ἀναχωρήσει, κι ὅταν φυτεύης δέντρα ποὺ ὕστερ’ ἀπὸ πολλὰ χρόνια θὰ σοῦ δώσουν καρπὸ κι ὅταν ἀγοράζης περιουσίες καὶ χωράφια, ποὺ θ’ ἀποχτήσης τὴν κυριότητά τους ὕστερ’ ἀπὸ πολλὰ  χρόνια καὶ ἄλλα πολλὰ τέτοια μὲ κόπους δημιουργεῖς, ποὺ δὲ θὰ δοκιμάσης ἐσὺ τὴ χαρά τους, γιὰ τὸν ἑαυτὸ σου τάχα ἤ γιὰ τοὺ κατοπινοὺς τὰ ἑτοιμάζεις;

Δὲν εἶναι λοιπὸν ἔσχατη ἀνοησία νὰ μὴ στενοχωρῆσαι καθόλου ἐδῶ γιὰ τὴν ἀργοπορία τοῦ χρόνου, τὴ στιγμὴ μάλιστα ποὺ ἀπὸ τὴν ἀργοπορία αὐτὴ θὰ χάσης ὅλη τὴν ἀμοιβή σου, γιὰ τὴν ἐκεῖ ὅμως καθυστέρηση ν’ ἀδρανῆς, τὴ στιγμὴ ποὺ αὐτὴ σοῦ δίνει μεγαλύτερο κέρδος καὶ δὲν προορίζει γιὰ ἄλλους τὰ ἀγαθὰ ἀλλὰ φέρνει σὲ σένα τὶς ἀπολαβές; Χώρια ἀπ’ αὐτὰ καὶ ἡ ἀναβολὴ δὲν εἶναι μεγάλη. Τὰ πράγματα πλησίασαν πολὺ καὶ δὲ γνωρίζομε μήπως καὶ στὴ  δικὴ μας γενιὰ πάρη τέλος αὐτὴ ἡ ζωὴ καὶ φτάση ἡ φοβερὴ ἐκείνη μέρα, ποὺ θὰ μᾶς παρουσιάση τὸ φρικτὸ κι ἀδέκαστο δικαστήριο. Ἔχουν πραγματοποιηθῆ τὰ περισσότερα σημεῖα· καὶ τὸ εὐαγγέλιο ἔχει κηρυχθῆ σ’ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου καὶ οἱ πόλεμοι κι οἱ σεισμοὶ κι οἱ λιμοὶ ἔχουν γίνει καὶ δὲν ὑπάρχει πολλὴ ἀπόσταση.  Δὲ βλέπεις τὰ σημεῖα; Ἀκριβῶς αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλύτερο σημεῖο. Οὔτε καὶ στὴν ἐποχὴ τοῦ Νῶε δὲν εἶχαν διακρίνει τὰ προμηνύματα τῆς καταστροφῆς ἐκείνης ἀλλὰ ἐνῶ ἔπαιζαν κι ἔτρωγαν καὶ παντρεύοντα κι ἔπρατταν τὰ συνηθισμένα τῆς ζωῆς, τοὺς βρῆκε ἡ φοβερὴ ἐκείνη τιμωρία. Καὶ στὰ Σόδομα ἴδια. Ἐνῶ διασκέδαζαν καὶ δὲν ὑποψιάζονταν τίποτα, κεραυνοβολήθησαν ἀπὸ τοὺς κεραυνοὺς ποὺ ἔπεσαν. Ἔχοντας στὸ νοῦ μας αὐτὰ ἄς κατευθύνωμε τὸν ἑαυτὸ μας στὴ προετοιμασία τῆς ἀποδημίας μας ἀπὸ δῶ.

Γιατὶ κι ἄν ἀκόμα ποτὲ δὲ φτάση ἡ κοινὴ μέρα τῆς συντελείας, τὸ τέλος καθενός μας εἶναι κοντά, εἴτε γέρος εἶναι εἴτε νέος. Καὶ δὲν μποροῦμε ὅταν φύγωμε ἀπὸ δῶ, οὔτε λάδι πιὰ ν’ ἀγοράσωμε οὔτε νὰ παρακαλέσωμε καὶ νὰ λάβμε συγνώμη. Εἴτε ὁ Ἀβραὰμ μεσολαβήη, εἴτε ὁ Νῶε, ὁ Ἰὼβ ἤ ὁ Δανιήλ. Ὡσότου λοιπὸν ἔχομε καιρὸ, ἄς ἑτοιμάσωμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας πολὺ θάρρος, λάδι ἄφθονο ἄς συγκντρώσωμε, ἄς τοποθετήσωμε τὰ πάντα στὸν οὐρανό, γιὰ νὰ τ’ ἀπολαύσωμε τὴν κατάλληλη ὥρα καὶ ὅταν τὰ χρειαζώμαστε μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ’ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δύναμη καὶ ἡ δόξα τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες.

Ἀμήν
________________________________________
α΄ Καλὸν ἐνταῦθα στενάξαι μέγα καὶ ἀνοιμῶξαι πικρὸν. Οὐ γὰρ μόνο ὑποκριτὰς μιμούμεθα, ἀλλὰ καὶ ἐκείνους παρεληλύθαμεν. Οἷδα γάρ, οἷδα, πολλούς, οὐχὶ νηστεύοντας καὶ ἐπιδεικνυμένους μόνον, ἀλλὰ καὶ μὴ νηστεύοντας καὶ τὰ τῶν νηστευόντων προσωπεῖα περικειμένους, καὶ ἀπολογίαν χείρονα τῆς ἁμαρτίας προβαλλομένους. Ἵνα γὰρ μὴ σκανδαλίσω, φησί, τοὺς πολλούς, τοῦτο ποιῶ. Τί λέγεις; Νόμος ἐστὶ θεῖος ὁ ταῦτα κελεύεων, καὶ σκανδάλου μέμνησαι; καὶ φυλάττων μὲν αὐτὸν, σκαδαλίζειν νομίζεις, παραβαίνων δέ, ὑποκριτῶν χείρων γινόμενος, καὶ διπλῆν τὴν ὑπόσχεσιν ἐργαζόμενος; καὶ πολλὴν τῆς κακίας ταύτης τὴν ὑπερβολὴν ἐννοῶν, οὐκ αἰσχυνθήσῃ τῆς λέξεως ταύτης τὴν ἔμφασιν; Οὐδὲ γὰρ εἶπεν, ὅτι ὑποκρίνονται ἁπλῶς, ἀλλὰ καὶ καθάψασθαι μειζόνως βουλόμενος φησίν· Ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὐτῶν, τοὐτέστι, διαφθείρουσιν, ἀπολλύουσιν. Εἰ δὲ τοῦτο ἀφανισμὸς προσώπων, τὸ πρὸς κενοδοξίαν ὠχρὸν φαίνεσθαι, τί ἄν εἴπομεν περὶ τῶν ἐπιτρίμμασι καὶ ὑπογραφαῖς διαφθειρουσῶν τὰ πρόσωπα γυναικῶν, ἐπὶ λύμῃ τῶν ἀκολάστων νέων; Ἐκεῖνοι μὲν γὰρ ἑαυτοὺς βλάπτουσι μόνον· αὗται δὲ καὶ ἑαυτὰς καὶ τοὺς ὁρῶντας. Διὸ χρὴ καὶ ταύτην κἀκείνην φεύγειν τὴν λύμην ἐκ πολλοῦ τοῦ περιόντος. Οὐδὲ γὰρ μόνον μὴ ἐπιδείκνυσθαι, ἀλλὰ καὶ σπουδάζειν λανθάνειν ἐκέλευσεν· ὅπερ καὶ ἔμπροσθεν ἐποίησε. Καὶ ἐπὶ μὲν τῆς ἐλεημοσύνης οὐχ ἁπλῶς αὐτὸ τέθεικεν, ἀλλ’ εἰπών, Προσέχετε μὴ ποιεῖν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, προσέθηκε, πρὸς τὸ θεαθῆναι αὐτοῖς· ἐπὶ δὲ τῆς νηστείας καὶ τῆς εὐχῆς οὐδὲν τοιτοῦτον διώρισε. Τί δήποτε; Ὅτι ἐλεημοσύνην μὲν ἀδύνατον πάντῃ λαθεῖν· εὐχὴν δὲ καὶ νηστείαν, δυνατόν. Ὥσπερ οὖν εἶπών, Μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου, οὐ περὶ χειρῶν ἔλεγεν, ἀλλὰ περὶ τοῦ δεῖν μετὰ ἀκριβείας ἅπαντας λανθάνειν·  καὶ κελεύσας, εἰς τὸ ταμεῖον εἰσιέναι, οὐ πάντως, οὐδὲ προηγουμένως ἐκεῖ μόνον ἐπέταξεν εὔχεσθαι, ἀλλὰ τὸ αὐτὸ πάλιν ᾐνίξατο· οὕτω καὶ ἐνταῦθα ἀλείφεσθαι κελεύσας, οὐχ ἵνα ἀλειφώμεθα πάντως ἐνομθέτησεν· ἐπεὶ πάντες εὑρεθησόμεθα τὸν νόμον παραβαίνοντες τοῦτον, καὶ πρό γε πάντων οἱ μάλιστα αὐτὸν φυλάττειν ἐσπουδακότες, οἱ τῶν μοναχῶν δῆμοι, οἱ τὰ ὄρη κατειληφότες.

Οὐ τοίνην τοῦτο ἐπέταξεν· ἀλλ’ ἐπειδὴ τοῖς παλαιοῖς  ἔθος ἀλείφεσθαι συνεχῶς ἦν εὐφραινομένοις καὶ χαίρουσι ( καὶ τοῦτο ἀπὸ τοῦ Δαυΐδ καὶ ἀπὸ τοῦ Δανιὴλ ἄν τις κατίδοι σαφῶς), εἶπεν ἐλείφεσθαι, οὐχ ἵνα πάντως τοῦτο ποιῶμεν ἀλλ’ ἵνα διὰ πάντων σπαδάζωμεν μετὰ ἀκριβείας πολλῆς κρύπτειν τὸ κτῆμα τοῦτο.

Καὶ ἵνα μάθῃς ὅτι τοῦτό ἐστιν, αὐτὸς τοῦτο, ὅπερ διὰ τῶν λόγων ἐπέταξε, διὰ τῶν ἔργων ἐπιδειξάμενος, καὶ νηστεύσας τεσσαράκοντα ἡμέρας, καὶ μετὰ τοῦ λαθεῖν νηστεύσας, οὔτε ἠλείψατο, οὔτε ἐνίψατο· ἀλλ’ ὅμως καὶ ταῦτα μὴ ποιήσας, μάλιστα πάντων χωρὶς κενοδοξίας τὸ πᾶν ἤνυσεν.

Ὅ δὴ καὶ ἡμῖν ἐπιτάττει, καὶ τοὺς ὑποκριτὰς εἰς μέσον ἀγαγῶν, καὶ διπλῇ παραγγελίᾳ τοὺς ἀκούοντας ἀποτρέψας.

Καὶ ἕτερόν τι διὰ τῆς προσηγορίας ταύτης ᾐνίξατο, τῆς τῶν ὑποκριτων λέγω.

Οὐ γὰρ μόνον τῷ  πρᾶγμα εἶναι καταγέλαστον, οὐδὲ τῷ ζημίαν ἔχειν ἐσχάτην, ἀλλὰ καὶ τῷ πρόσκαιρον δεῖξαι τὴν τοιαύτην ἀπάτην, ἀπάγει τῆς πονηρᾶς ἐπιθυμίας.

Ὁ γὰρ ὑποκρτιὴς μέχρι τότε φαίνεται λαμπρός, ἕως ἄν τὸ θέατρον κάθηται· μᾶλλον δὲ οὐδὲ τὸτε παρὰ πάσιν.

Ἴσασι γὰρ οἱ πλείους τῶν θεωμένων, τίς ὤν τινα ὑποκρίνεται.

 Πλὴν ἀλλὰ τοῦ θεάτρου λυθέντος, σαφέστερον ἅπασιν ἐκκαλύτπεται.

Τοῦτο τοίνυν καὶ τοὺς κενοδόξους ὑπομένειν ἀνάγκη πᾶσα.  Καὶ ἐνταῦθα μὲν γὰρ τοῖς πλείοσίν εἰσι κατάδηλος, ὅτι οὐκ εἰσὶ τοῦτο ὅπερ φαίνονται, ἀλλὰ προσωπεῖον περίκεινται μόνον· πολλῷ δὲ πλέον μετὰ ταῦτα ἁλώσονται, ὅτε πάντα γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα φαίνεται·

Καὶ ἑτέρωθεν δὲ πάλιν αὐτοὺς ἀπάγει τῶν ὑποκριτῶν, τῷ δεῖξαι κοῦφον τὸ ἐπίταγμα ὄν.

Οὐ γὰρ τὴν νηστείαν ἐπιτείνει, οὐδὲ μείζονα ἐπιδείξασθαι κελεύει, ἀλλὰ μὴ τὸν ἐξ αὐτῆς ἀπολέσαι στέφανον.

Ὥστε ὅ μὲν δοκεῖ φορτικὸν εἶναι, κοινὸν ἡμὶν καὶ τοῖς ὑποκριταῖς· νηστεύουσι γὰρ κἀκεῖνοι· ὅ δὲ ἐστι κουφότατον, τὸ καμόντας μὴ ἀπολέσαι τὸν μισθὸν, τοῦτό ἐστι ὅ κελεύεω, φησί· τοῖς μὲν πόνοις οὐδὲν προστιθείς, τοὺς δὲ μισθοὺς ἡμῖν συνάγων μετὰ ἀσφαλείας ἁπάσης, καὶ οὐκ ἀφιεὶς ἀστεφανώτους ἀπελεθεῖν, καθάπερ ἐκείνους.

Καὶ οὐδὲ τοὺς ἐν τοῖς Ὀλυμπιακοῖς ἀγῶσι παλαίοντας μιμεῖσθαι ἐθέλουσιν, οἵ, τοσούτου καθημένου δήμου καὶ ἀρχόντων τοσούτων, ἑνὶ βούλονται ἀρέσαι τῷ βραβεύοντι τὴν νίκην αὐτοῖς, καίτοι πολλῷ ὄντι καταδεεστέρῳ· σὺ δὲ διπλῆν ἔχων τὴν ἀφορμὴν τοῦ τὴν νίκην ἐπιδείκνυσθαι ἐκείνῳ, τῷ καὶ αὐτὸν εἶναι τὸν βραβεύοντα, καὶ τῷ πάντων ἀσυγκρίτως ὑπερέχειν τῶν ἐν τῷ θεάτρῳ καθημένων, ἑτέροις ἐπιδείκνυσαι τοῖς οὐ μόνον οὐδὲν ὠφελοῦσιν, ἀλλὰ καὶ τὰ μέγιστά σε παραβλάπτουσι.

β΄. Πλὴν οὐδὲ τοῦτο κωλύω, φησίν.  Εἰ δὲ καὶ ἀνθρώποις ἐπιδείξασθαι βούλει, ἀνάμεινον, καὶ ἐγὼ σοι καὶ τοῦτο μετὰ πλείονος παρέξομαι τῆς περιουσίας, καὶ πολλοῦ τοῦ κέρδους.

Νῦν μὲν γὰρ σὲ ἀπορρήγνυσι τῆς πρὸς με δόξης, τοῦτο, ὥσπερ οὖν συγκολλᾷ τὸ τούτων ὑπερορᾷν· τότε δὲ πάντων ἀπολαύσῃ μετὰ ἀδείας ἁπάσης, οὐ μακρὸν καὶ πρὸ ἐκείνων καὶ ἐνταῦθα καρπωσόμενος, τὸ πᾶσαν καταπατῆσαι τὴν ἀνθρωπίνην δόξαν, καὶ τῆς χαλεπῆς τῶν ἀνθρώπων ἐλευθερωθῆναι δουλείας, καὶ γνήσιον γενέσθαι τῆς ἀρετῆς ἐργάτην.

Ὡς νῦν γε οὕτω διακείμενος, ἄν ἐν ἐρημίᾳ γένῃ, πάσης ἔρημος ἔσῃ τῆς ἀρετῆς, οὐκ ἔχως τοὺς θεωροῦντας.

Ὅ καὶ αὐτὴν ὑβρίζοντός ἐστιν τὴν ἀρετήν, εἴγε μὴ δι’ αὐτὴν, ἀλλὰ διὰ τὸν σχοινοστρόφον, καὶ τὸν χαλκοτύπον, καὶ τὸν πολὺν τῶν ἀγοραίων δῆμον μέλλοις αὐτὴν μετιέναι, ἵνα καὶ οἱ κακοί, καὶ οἱ πόρρω ταύτης ὅντες σε θαυμάσωσι· καὶ τοὺς ἐχθροὺς αὐτῆς καλεῖς ἐπὶ τὴν ἐπίδειξιν αὐτῆς καὶ τὴν θεωρίαν· ὥσπερ ἄν εἴ τις σωφρονεῖν ἕλοιτο μὴ διὰ τὸ τῆς σωφροσύνης καλόν, ἀλλ’ ἵνα ἐιδείξηται τοῖς ἡταιρηκόσι.

Καὶ σὺ τοίνυν οὐκ ἄν εἴλου τὴν ἀρετήν, εἰ μὴ διὰ τοὺς ἐχθροὺς τῆς ἀρετῆς, δέον αὐτὴν καὶ ἐντεῦθεν θαυμασία, ὅτι καὶ τοὺς ἐχθροὺς ἐπαινέτας ἔχει· θαυμάσαι δέ, ὡς χρή, μὴ δι’ ἑτέρους,  ἀλλὰ δι’ αὐτὴν.

Ἐπεὶ καὶ ἡμεῖς, ὅταν μὴ δι’ ἑαυτοὺς, ἀλλὰ δι’ ἑτέρους φιλώμεθα, ὕβριν τὸ πρᾶγμα νομίζομεν. Τοῦτο τοίνυν καὶ ἐπὶ τῆς ἀρετῆς λογίζου· καὶ μήτε δι’ ἑτέρους αὐτὴν δίωκε,  μήτε δι’ ἀνθρώπους ὑπάκουε τῷ Θεῷ, ἀλλὰ διὰ τὸν Θεὸν ἀνθρώποις· ὡς ἄν τὸ ἐναντίον ποιῇς, κἄν μετιέναι δοκῇς ἀρετήν, ὁμοίως τῷ μὴ μετιόντι παρώξυνας. Ὥσπερ γὰρ ἐκεῖνος τῷ μὴ ποιῆσαι παρήκουσεν, οὕτω καὶ σὺ τῷ παρανόμως ποιῆσαι.

Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς. Ἐπειδὴ γὰρ τὸ τῆς κενοδοξίας νόσημα, εὐκαίρως λοιπὸν καὶ τὸν περὶ ἀκτημοσύνης εἰσάγει λόγον.

Οὐδὲν γὰρ οὕτω χρημάτων ἐρᾷν παρασκευάζει, ὡς ὁ τῆς δόξης ἔρως. Διὰ γοῦν τοῦτο καὶ τὰς τῶν ἀνδραπόδων ἀγέλας, καὶ τὸν ἐσμὸν τῶν εὐνούχων, καὶ τοὺς χρυσοφοροῦντας ἵππους, καὶ τὰς ἀργυρᾶς τραπέζας, καὶ τὰ ἄλλα τὰ καταγελαστότερα ἐπινοοῦσιν ἄνθρωποι· οὐχ ἵνα χρείαν πληρώσωσιν, οὐδε’ ἵνα ἡδονῆς ἀπολαύσωσιν, ἀλλ’ ἵνα τοῖς πολλοῖς ἐπιδείξωνται.

Ἀνωτέρω μὲν οὖν, ὅτι ἐλεεῖν δεῖ μόνον ἔλεγεν· ἐνταῦθα δὲ καὶ πόσον ἐλεεῖν χρὴ δείκνυσιν, εἰπών, Μὴ θησαυρίζετε. Ἐπειδὴ γὰρ οὐκ ἐνῆν ἐξ ἀρχῆς ἀθρόον τὸν περὶ τῆς ὑπεροψίας τῶν χρημάτων εἰσαγαγεῖν λόγον διὰ τὴν τυραννίδα τοῦ πάθους, κατὰ μικρὸν αὐτὸν διατεμὼν καὶ ἐλευθερώσας, ἐνίησιν ἐν τῇ τῶν ἀκροατῶν διανοίᾳ, ὥστε εὐπαράδεκτον γενέσθαι. Διὰ δὴ τοῦτο πρῶτον μὲν ἔλεγε, Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες· μετὰ δὲ τοῦτο, Ἴσθι εὐνοῶν τῷ ἀντιδίκῳ σου·  καὶ μετ’ ἐκεῖνο πάλιν, Ἐάν τις σοι θέλῃ κριθῆναι, καὶ τὸν χιτῶνά σου λαβεῖν, δός αὐτῷ καὶ τὸ ἱμάτιον· ἐνταῦθα δὲ τὸ πολλῷ μεῖζον πάντων ἐκείνων. Ἐκεῖ μὲν γὰρ εἶπεν, ὅτι Ἄν δίκην ἐπικειμένην ἴδῃς, τοῦτο ποίησον· τοῦ γὰρ μάχεσθαι ἔχοντας βέλτιον τὸ μὴ ἔχοντα ἀπηλλάχθαι μάχης. Ἐνταῦθα δὲ οὔτε ἀντίδικον, οὔτε τὸν κρινόμενον θείς, οὔτε ἄλλου οὐδενὸς τοιούτου μνημονεύσας, αὐτὴν καθ’ ἑαυτὴν διδάσκει τὴν τῶν χρημάτων ὑπεροψίαν, δεικνὺς ὅτι οὐ διὰ τοὺς ἐλεουμενους τοσοῦτον, ὅσον διὰ τὸν διδόντα ταῦτα νομοθετεῖ· ἵνα κἄν μηδεὶς ᾖ ὁ ἀδικῶν καὶ ἕλκων εἰς δικαστήριον, καὶ οὕτω καταφρονῶμεν τῶν ὄντων, παρέχοντες αὐτὰ τοῖς δεομένοις.  Καὶ οὐδὲ ἐνταῦθα τὸ ὅλον τέθεικεν, ἀλλὰ καὶ ἐνταῦθα ἠρέμα, καίτοι γε τοὺς ἀγῶνας τοὺς περὶ τούτων μετὰ πολλῆς ἐν τῇ ἐρήμῳ τῆς ὑπερβολῆς ἐπιδειξάμενος. Ἀλλ’ ὅμως οὐ τίθησι τοῦτο, οὐδὲ εἰς μέσον ἄγει· οὐδέω γὰρ ἐκκαλύψαι καιρὸς ἦν· ἀλλὰ λογισμοὺς ἐξετάζει τέως , συμβούλου μᾶλλον ἤ νομοθέτου τάξιν ἐν τοῖς περὶ τούτων φυλάττον λόγοις. Εἴπὼν γάρ, Μὴ θησαυρίζετε  ἐπὶ τῆς γῆς, ἐπήγαγεν· Ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διορύττουσι καὶ κλέπτουσι. Τέως δείκνυσι τοῦ ἐνταῦθα θησαυροῦ τὴν βλάβην, καὶ τοῦ ἐκεῖ τὴν ὠφέλειαν, καὶ ἀπὸ τοῦ τόπου, καὶ ἀπὸ τῶν λυμαινόντων. Καὶ οὐδὲ μέχρι τούτου ἴσταται, ἀλλὰ καὶ ἕτερον ἐπάγει λογισμόν.  Καὶ πρῶτον, ἀφ’ ὧν μάλιστα δεδοίκασιν, ἀπὸ τούτων αὐτοὺς προτρέπει. Τί γὰρ δέδοικας;  φησί· μὴ ἀναλωθῇ τὰ χρήματα, ἐὰν ἐλεημοσύνην δῷς; Οὐκοῦν δὸς ἐλεημοσύνην, καὶ τότε οὐκ ἀναλωθήσεται· καὶ τὸ δὴ μεῖζον, ὅτι οὐ μόνον οὐκ ἀναλωθήσεται, ἀλλ’ ὅτι καὶ προσθήκην λήψεται πλείονα καὶ γὰρ τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς προστίθεται. Ἀλλὰ τέως αὐτὸ οὐ λέγει, ἀλλ’ ὕστερον αὐτὸ τίθησι.

γ΄. Τέως δὲ ὅ μάλιστα αὐτοὺς προτρέψαι ἠδύνατο, τοῦτο εἰς μέσον ἅγει, τὸ μένειν ἀνάλωτον αὐτοῖς τὸν θησαυρὸν, καὶ ἑκατέρωθεν αὐτοὺς ἐφέλκεται. Οὐδὲ γὰρ εἶπεν, ὅτι Ἐὰν δῷς ἐλεημοσύνην, τηρεῖται μόνον, ἀλλὰ καὶ τὸ ἐναντίον ἠπείλησεν, ὅτι καὶ Ἐὰν μὴ δῷς, ἀπόλλυται. Καὶ ὥρα τὴν ἄφατον σύνεσιν. Οὐδὲ γὰρ εἶπεν, ὅτι Καὶ ἑτέροις αὐτὰ καταλιμπάνεις· ἐπεὶ καὶ τοῦτο ἡδὺ τοῖς ἀνθρώποις· ἀλλ’ ὅμως ἐτέρωθεν αὐτοὺς φοβεῖ, δεικνὺς ὅτι οὐδὲ τούτου τυγχάνουσι· κἄν γὰρ ἄνθρωποι μὴ ἀδικήσωσιν, εἰσίν οἱ ἀδικοῦντες πάντως, ὁ σὴς καὶ ἡ βρῶσις. Εἰ γὰρ καὶ σφόδρα εὐάλωτος εἶναι δοκεῖ αὕτη ἡ λύμη, ἀλλ’ ὅμως ἄμαχός ἐστι καὶ ἀκάθεκτος· κἄν ὁτιοῦν ἐπινοήσῃς, οὐ δυνήσῃ ταύτην ἐπισχεῖν τὴν βλάβην.  Τί οὖν; τὸ χρυσίον σὴς ἀφανίζει; Εἰ καὶ μὴ σής, ἀλλὰ κλέπται.  Τί οὖν; ἅπαντες ἐσυλήθησαν; Εἰ καὶ μὴ πάντες, ἀλλ’ οἱ πλείους. Διὰ δὴ τοῦτο καὶ ἕτερον, ὅπερ ἔφθην εἰπών, ἐπάγει λογισμόν, λέγων·  Ὅπου ὁ θησαυρὸς τοῦ ἀνθρώπου, ἐκεῖ καὶ ἡ καρδία αὐτοῦ.  Κἄν γὰρ μηδὲν τούτων γένηται, φησίν, οὐ μικρὰν ὑποστήσῃ βλάβην, τοῖς κάτω προσηλωμένος, καὶ δοῦλος ἀντ’ ἐλευθέρου γινόμενος, καὶ τῶν οὐρανίων ἐκπίπτων, καὶ μηδὲν τῶν ὑψηλῶν ἐννοῆσαι δυνάμενος, ἀλλὰ πάντα χρήματα καὶ τόκους καὶ δανείσματα καὶ κέρδη καὶ καπηλείας ἀνελευθέρους· οὐ τί γένοιτ’ ἄν ἀθλιώτερον; Καὶ γὰρ ἀνδραπόδου παντὸς ὁ τοιοῦτος διακείσεται χεῖρον, τυραννίδα χαλεπωτάτην ἐπισπώμενος, καὶ τὸ πάντων καιριώτατον προδούς, τὴν εὐγένειαν τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἐλευθερίαν. Ὅσα γὰρ ἄν τίς σοι διαλέγηται, τῆς διανοίας προσηλωμένης τοῖς χρήμασιν, οὐδὲν ἀκοῦσαι δυνήσῃ τῶν σοι προσηκόντων·  ἀλλ’ ὥσπερ κύων τάφῳ προσδεδεμένος ἁπάσης ἁλύσεως χαλεπώτερον τῇ τῶν χρημάτων τυραννίδι, κατὰ τὼν προσιόντων ἁπάντων ὑλακτῶν, ἕν ἔργον τοῦτο ἔχεις διηνεκὲς τὸ τηρεῖν ἑτέροις τὰ κείμενα· οὖ τί γένοιτ’ ἄν ἀθλιώτερον; Ἀλλ’ ὅμως ἐπειδὴ τοῦτο ὑψηλότερον ἦν τῆς τῶν ἀκροωμένων διανοίας· καὶ οὔτε βλάβη αὐτοῦ τοῖς πολλοῖς εὐσύνοπτος, οὔτε τὸ κέρδος φανερόν, ἀλλά φιλοσοφωτέρας ἐδεῖτο γνώμης, ὥστε ἑκάτερα ταῦτα συνιδεῖν· τέθεικε μὲν αὐτὸ μετ’ ἐκεῖνα τὰ δῆλα, εἰπών· Ὅπου ὁ θησαυρός τοῦ ἀνθρώπου, ἐκεῖ καὶ ἡ καρδία αὐτοῦ· ποιεῖ δὲ αὐτὸ σαφέστερον πάλιν, ἀπὸ τῶν νοητῶν ἐπὶ τὰ αἰσθητὰ ἐξάγων τὸν λόγον, καὶ λέγων. Ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός. Ὅ δὲ λέγει, τιοῦτόν ἐστι. Μὴ κατορύξῃς χρυσίον ἐν τῇ γῇ, μηδὲ ἄλλο τι τῶν τοιούτων μηδέν· τῷ γὰρ σητὶ καὶ τῇ βρώσει καὶ τοῖς κλέπταις αὐτὰ συνάγεις. Ἐὰν δὲ καὶ ταύτας διαφύγῃς τὰς βλάβας, τὸ δουλωθῆναί σου τὴν καρδίαν, καὶ προσηλωθῆναι τοῖς κάτω πᾶσιν, οὐ διαφεύξῃ. Ὅπου γὰρ ἄν ᾖ ὁ θησαυρός, ἐκεῖ καὶ ἡ καρδία σου. Ὥσπερ οὖν εἰς τὸν οὐρανὸν ἀποτιθέμενος, οὐ τοῦτο καρποῦσαι μόνον, τὸ τυχεῖν τῶν ἐπὶ τούτοις ἐπάθλων, ἀλλ’ ἐντεῦθεν ἤδη τὸν μισθὸν λαμβάνεις, ἐκεῖ μεθορμιζόμενος, καὶ τὰ ἐκεῖ φρονῶν, καὶ ὑπὲρ τῶν ἐκεῖ μεριμῶν· ὅπου γὰρ ἀπέθου τὸν θησαυρόν, εὔδηλον ὅτι καὶ τὴν διάνοιαν μετατίθης. Οὕτως ἄν ἐπὶ τῆς γῆς τοῦτο ποιήσῃς, τἀναντία πείσῃ.  Εἰ δὲ ἀσαφές σοι τὸ εἰρημένον, ἄκουσον τῶν ἑξῆς. Ὁ λύχνος του σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός.  Ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινὸν ἔσται· ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου σκοτεινὸ ἔσται. Εἰ δὲ τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστί, τὸ σκότος πόσον; Ἐπὶ τὰ αἰσθητότερα ἐξάγει τὸν λόγον. Ἐπειδὴ γὰρ ἐμνημόνευσε τοῦ νοῦ, ὡς καταδουλουμένου καὶ αἰχμαλωτιζομένου, τοῦτο δὲ οὐ πολλοῖς εὐσύνοπτον ἦν, ἐπὶ τὰ ἔξω καὶ πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν κείμενα τὴν διδασκαλίαν μετατίθησιν, ἵνα ἀπὸ τούτων καὶ περὶ ἐκείνων νοήσωσιν. Εἰ γὰρ μὴ οἶσθα, φησί, τί ποτέ ἐστι βλάβη νοῦ, ἀπὸ τῶν σωματικῶν τοῦτο καταμάνθανε· ὅπερ γὰρ ἐστι ὁ ὀφθαλμὸς τῷ σώματι, τοῦτο ὁ νοῦς τῇ ψυχῇ. Ὥσπερ οὖν οὐκ ἄν ἕλοιο χρυσοφορεῖν, καὶ σηρικὰ περιβεβλῆσθαι  ἱμάτια, καὶ πεπηρῶσθαί σου τοὺς ὀφθαλμούς, ἀλλὰ τὴν ὑγείαν τὴν τούτων ἁπάσης τῆς τοιαύτης περιουσίας ποθεινότεραν εἶναι νομίζεις (ἄν γὰρ αὐτὴν ἀπολέσῃς καὶ διαφθείρης, οὐδὲν σοι τῆς λοιπῆς ὄφελός ζωῆς·  ὥσπερ γὰρ τῶν ὀφθαλμῶν τυφλωθέντων, τὸ πολὺ τῆς τῶν λοιπῶν μελῶν ἐνεργείας οἴχεται, τοῦ φωτὸς αὐτοῖς σβεσθέντος, οὕτω καὶ τῆς διανοίας διαφθαρείσης, μυρίων ἡ ζωή σου κακῶν ἐμπλησθήσεται)· καθάπερ οὖν ἐν σώματι τοῦτο σκοποῦμεν, ὥστε τὸν ὀφθαλμὸν ἔχει ὑγιῇ, οὕτω καὶ ἐν τῇ ψυχῇ τὸν νοῦν. Ἄν δὲ τοῦτον πηρώσωμεν, τὸν καὶ τοῖς ἄλλοις ὀφείλοντα παρέχειν τὸ φῶς, πόθεν διαβλέψωμεν λοιπόν; Ὥσπερ γὰρ ὁ τὴν πηγὴν ἀνελών, καὶ τὸν ποταμὸν ἐξήρανεν, οὕτως ὁ τὸν νοῦν ἀφανίσας, πᾶσαν αὐτοῦ τὴν ἐν τῇ ζωῇ ταύτῃ πρᾶξιν ἐθόλωσε. Διό φησιν, Εἰ τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος, τὸ σκότος πόσον; Ὅταν γὰρ ὁ κυβερνήτης ὑποβρύχιος γένηται, καὶ ὁ λύχνος σβεσθῇ, καὶ ὁ ἡγεμὼν αἰχμαλώτος γένηται, ποία λοιπὸν ἔσται τοῖς ὑπηκόοις ἐλπίς;

δ΄. Διὰ δὴ τοῦτο ἀφεὶς εἰπεῖν νῦν τὰς ἐπιβουλὰς τὰς διὰ τὸν πλοῦτον, τὰς μάχας, τὰς δίκας· (ᾐνίξατο μὲν γὰρ αὐτὰς ἀνωτέρω εἰπών·

Παραδώσει σε ὁ ἀντίδικος τῷ κριτῇ, καὶ ὁ κριτὴς τῷ ὑπηρέτῃ·) τὰ πάντων χαλεπώτερα τούτων συμβαίνοντα πάντως θείς, οὕτως ἀπάγει τῆς πονηρᾶς ἐπιθυμίας.

Τοῦ γὰρ τὸ δεσμωτήριον οἰκῆσαι πολλῷ χαλεπώτερον τὸ δεδουλῶσθαι τὸν νοῦν τῷ νοσήματι τούτῳ καὶ τὸ μὲν οὐ πάντως συμβαίνει, τὸ δὲ ἐφεξῆς συγκεκλήρωται τῇ τῶν χρημάτων ἐπιθυμίᾳ. Διόπερ αὐτὸ μετ’ ἐκεῖνο τίθησιν, ἅτε χαλεπώτερον ὄν, καὶ πάντως συμβαῖνον.

Ὁ γὰρ Θεός, φησίν, ἔδωκεν ἡμῖν νοῦν, ἵνα τὴν ἄγνοιαν διασκεδάσωμεν, καὶ τὴν τῶν πραγμάτων κρίσιν ὀρθὴν ἔχωμεν, καὶ πρὸς τὰ λυποῦνται πάντα καὶ ἐπιβλαβῆ τούτῳ ὥσπερ ὅπλῳ τινὶ καὶ φωτὶ χρώμενοι, μένωνμεν ἐν ἀσφαλείᾳ.

Ἡμεῖς δὲ προδίδομεν τὴν δωρεὰν διὰ τὰ περιττὰ καὶ ἀνόητα.

Τί γὰρ ὄφελος στρατιωτῶν χρυσοφορούντων, ὅταν ὁ στρατηγὸς αἰχμάλωτος ἕλκηται; τί κέρδος νηὸς καλλωπιζομένης, ὅταν ὁ κυβερνήτης ὑποβρυχίος γένηται; τὶ δὲ σώματος εὖ συγκειμένου πλέον, ὅταν οἰ ὀφθλαμοὶ τῆς ὄψεως ὦσιν ἐκκεκομμένοι;

Ὥσπερ οὖν τὸν ἰατρὸν τὸν ὀφείλοντα ὑγιαίνειν, ἵνα λύῃ τὰς νόσους, ἄν τις ἐμβαλὼν εἰς νόσον, εἰς ἀργυρᾶν κελεύσῃ κεῖσθαι κλίνην καὶ χρυσοῦν θάλαμον, οὐδὲν ὄφελος ἔσται τοῖς κάμνουσιν· οὕτως ἄν τὸν νοῦν διαφθείρας τὸν δυνάμενον λύειν τὰ πάθη θησαυρῷ παρακαθίσῃς, οὐ μόνον οὐδὲν ὤνησας, ἀλλὰ καὶ τὰ μέγιστα ἐζημίωσας, καὶ  πᾶσαν ἔβλαψας τὴν ψυχήν.

Εἶδες πῶς δι’ ὧν μάλιστα ἐπιθυμοῦσιν ἄνθρωποι τῆς πονηρίας πανταχοῦ, διὰ τούτων αὐτοὺς μάλιστα ἐκείνης ἀπάγει, καὶ πρὸς ἀρετὴν ἐπανάγει;

Τίνος γὰρ ἕνεκεν ἐπιθυμεῖς χρημάτων; φησίν· οὐχ ἵνα ἡδονῆς ἁπολαύῃς καὶ τρυφῆς; Τοῦτο μὲν οὖν μάλιστα οὐκ ἔσται σοι ἐντεῦθεν, ἀλλὰ τοὐναντίον ἅπαν.

Εἰ γὰρ ὀφθαλμῶν ἐκκοπέντων οὐδενὸς αἰσθανόμεθα τῶν ἡδεών διὰ τὴν συμφορὰν τὴν ἐκεῖθεν, πολλῷ μᾶλλον ἐν τῇ τοῦ νοῦ διαστροφῇ καὶ πηρώσει τοῦτο πεισόμεθα. Τίνος δὲ ἕνεκεν κατορύττεις ἐν τῇ γῆ; ἵνα φυλάττηται μετὰ ἀσφαλείας;

Ἀλλὰ κἀνταῦθα πάλιν τοὐναντίον φησίν. Ὥσπερ οὖν τὸν νηστεύονται καὶ ἐλεοῦντα καὶ προσευχόμενον πρὸς κενοδοξίαν, ἀφ’ ὧν ἐπιθυμεῖ μάλιστα, ἀπὸ τούτων αὐτὸν ἐπεσπάσατο εἰς τὸ μὴ κενοδοξεῖν· (Τίνος γὰρ ἕνεκεν οὕτως ἔχῃ καὶ ἐλεεῖς; φησίν· τῆς παρὰ τῶν ἀνθρώπων δόξης ἐρῶν; οὐκοῦν μὴ οὕτω εὔχου, φησὶ καὶ τότε αὐτῆς τεύξῃ κατὰ τὴν ἡμέραν τὴν μέλλουσαν·) οὕτω καὶ τὸν φιλάργυρον, ἀφ’ ὧν μάλιστα ἐσπούδασεν, ἀπὸ τούτων εἶλε.

Τὶ γὰρ βούλει; φησί· τὰ χρήματά σου φυλάττεσθαι, καὶ ἡδονῆς ἀπολαύειν; Ταῦτά σοι ἀμφότερα παρέξομαι μετὰ πολλῆς τῆς περιουσίας, ἐὰν ἐκεῖ καταθῇ τὸ χρυσίον, ὅπου κελεύω.

Σαφέστερον μὲν οὖν ἐν τοῖς μετὰ ταῦτα τὴν τοῦ νοῦ βλάβην τὴν ἐντεῦθεν γινομένην ἐπέδειξεν, ὅτε τῶν ἀκανθῶν ἐμνημόνευσε· τέως δε καὶ ἐνταῦθα οὐχ ὡς ἔτυχε τοῦτο ᾐνίξατο, δείξας ἐσκοτωμένον τὸν περὶ ταῦτα μαινόμενον.

Καὶ καθάπερ οἱ ἐν σκότῳ ὄντες οὐδὲν ὁρῶσι σαφές, ἀλλὰ ἄν τε σχοῖνον ἴδωσιν, ὄφιν εἶναι νομίζουσιν, ἄν τε ὄρη καὶ φάραγγας, ἀποτεθνήκασι τῷ δέει· οὕτω καὶ αὐτοὶ τὰ μὴ φοβερὰ τοῖς ὁρῶσι, τοῦτα δι’ ὑποψίας ἔχουσι· καὶ γὰρ πενίαν τρέμουσι·  μᾶλλον δὲ οὐχὶ πενίαν μόνον, ἀλλὰ καὶ τὴν τρέχουσαν ζημίαν.

Καὶ γὰρ ἄν μικρόν τι παραπολέσωσι, τῶν τῆς ἀναγκαίας ἀπορούντων τροφῆς μᾶλλον ἀλγοῦσι καὶ διακόπτονται.

Πολλοὶ γοῦν τῶν πλουτούντων καὶ ἐπὶ βρόχον ἦλθον, τὴν τοιαύτην οὐκ ἐνεγκόντες δυσημερίαν.  Καὶ τὸ ὑβρίζεσθαι δὲ καὶ τὸ ἐπηρεάζεσθαι οὕτως ἀφόρητον αὐτοῖς εἶναι δοκεῖ, ὡς καὶ διὰ τοῦτο πάλιν τῆς παρούσης πολλοὺς ἀπορραγῆναι ζωῆς.

Πρὸς γὰρ πάντα μαλακοὺς αὐτοὺς ὁ πλοῦτος ἐποίησε, πλὴν τῆς αὐτοῦ διακονίας. Ὅταν γὰρ αὐτῷ δουλεύειν κελεύῃ, καὶ φόνων κατατολμοῦσι, καὶ μαστίγων, καὶ ὀνειδῶν, καὶ αἰσχύνης ἁπάσης.

Ὅπερ τῆς ἐσχάτης ἐστὶν ἀθλιότητος, ἐν μὲν οἷς δεῖ φιλοσοφεῖν, πάντων εἶναι μαλακώτερους· ἔν δὲ οἷς εὐλαβεστέρους εἶναι ἐχρῆν, ἀναισχυντοτέρους πάλιν καὶ ἰταμωτέρους γίνεσθαι.

Καὶ γὰρ τὸ αὐτὸ συμβαίνει τούτοις, οἷον ἄν εἴ τις πάθοιτὰ ὄντα πάντα ἀναλώσας εἰς τὰ μὴ δέοντα. Ὁ γὰρ τοιοῦτος, τοῦ καιροῦ τῆς ἀναγκαίας δαπάνης ἐπιστάντος, οὐδὲν ἔχων ἐπιδοῦναι, τὰ ἀνήκεστα πάσχει δεινά, πάντων τῶν αὐτοῦ προαναλωθέντων κακῶς.

ε΄. Καὶ καθάπερ οἱ ἐπὶ τῆς σκηνῆς τὰς πονηρὰς τέχνας εἰδότες ἐκείνας, ἐν μὲν ταύταις πολλὰ τῶν παραδόξων καὶ ἐπικινδύνων ὑπομένουσιν, ἐν δὲ ἑτέροις χρησίμοις καὶ ἀνάγκαίοις πράγμασι πάντων εἰσὶ καταγελαστότεροι· οὕτω καὶ οὗτος. Καὶ γὰρ οἱ ἐπὶ σχοίνου τεταμένης βαδίζοντες, τοσαύτην ἀνδρείαν ἐπιδεικνύμενοι, ἡνικα ἄν τι τῶν ἀναγκαίων τόλμαν ἀπαιτῇ καὶ ἀνδρείαν, οὐδὲ ἐννοῆσαί τι δύνανται ἤ ἀνέχονται τοιοῦτον. Οὕτω δὴ καὶ οἱ πλουτοῦντες, πάνταὑπὲρ χρημάτων τολμῶντες, ὑπὲρ τοῦ φιλοσοφεῖν οὐ μικρόν, οὐ μέγα τι τοιοῦτον ὑπομεῖναι ἀνέχονται.

Καὶ καθάπερ ἐκεῖνοι καὶ σφαλερὸν καὶ ἀκερδὲς πρᾶγμα μεταχειρίζουσιν· οὕτω καὶ οὗτοι κινδύνους μὲν ὑπομένουσι πολλοὺς καὶ κρημνούς, εἰς αὐδὲν δὲ χρήσιμον ἀπαντῶσι τέλος, καὶ διπλοῦν ὑπομένουσι σκότος, ἀπὸ τε τῆς τοῦ νοῦ διαστροφῆς πεπηρωμένοι, ἀπὸ τε τῆς τῶν φροντίδων ἀπάτης πολλὴν τὴν ἀχλὺν ὑπομένοντες. Διόπερ οὐδὲ διαβλέψαι ῥαδίως δύνανται.

Ὁ μὲν γὰρ ἐν σκότῳ ὤν, μόνον ἡλίου φανέντος ἀπαλλάτεται τοῦ σκότους, ὁ δὲ τὰ ὄψεις πεπηρωμένος, οὐδὲ ἡλίου φανέντος· ὅ δὴ καὶ οὗτοι πεπόνθασι. Οὐδὲ γὰρ τοῦ ἡλίου τῆς δικαιοσύνης λάμψαντος καὶ παραινοῦντος, ἀκούσουσιν, ἀποκλείσαντος αὐτοῖς τοὺς ὀθφαλμοὺς τοῦ πλούτου.

Διὸ καὶ διπλοῦν σκότος ὑπομένουσι· τὸ μὲν ἐξ αὐτῶν τὸ δὲ ἐκ τοῦ μὴ προσέχειν τῷ διδασκάλῳ. Προσέχωμεν, τοίνη αὐτῷ μετὰ ἀκριβείας, ἵνα ὀψὲ γοῦν ποτε ἀναβλέψωμεν. Καὶ πῶς ἀναβλέψαι δυνατόν; Ἐὰν μάθῃς πῶς ἐτυφλώθης.  Πῶς οὖν ἐτυφλώθεις;

Ἀπὸ τῆς  πονηρᾶς ἐπιθυμίας.  Καθάπερ γὰρ κόρῃ καθορᾷ χυμὸς ἐπιρρεύσας πονηρὸς ὁ τῶν χρημάτων ἔρως, πυκνὴν τὴν νεφέλην ἐποίησεν.

Ἀλλὰ καὶ διασκεδαθῆναι καὶ ραγῆναι τὴν νεφέλην ταύτην ῥᾴδιον, ἐὰν τὴν ἀκτῖνα τῆς τοῦ Χριστοῦ δεξώμεθα διδασκαλίας· ἄν ἀκούσωμεν αὐτοῦ παραινοῦντος καὶ λέγοντος· Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς. Καί τι μοι, φησί, πλέον ἀπὸ τῆς ἀκροάσεως, ὅταν ὑπὸ τῆς ἐπιθυμίας κατέχωμαι;

Μάλιστα μὲν οὖν καὶ τὴν ἐπιθυμίαν ἡ συνεχὴς ἀκρόασις καταλύσαι δυνήσεται.

Ἄν δ’ ἄρα ἐπιμένῃς κατεχόμενος, ἐννόησον, ὅτι οὐδὲ ἐπιθυμία τὸ πρᾶγμά ἐστι. Ποία γὰρ ἐπιθυμία, δουλεύειν χαλεπῶς, καὶ ὑποκεῖσθαι τυραννίδι, καὶ δεδέσθαι πανταχόθεν, καὶ ἐν σκότῳ διατρίβειν, καὶ θορύβου γέμειν, καὶ πόνους ὑπομένειν ἀκερδεῖς, καὶ ἑτέροις φυλάττειν τὰ χρήματα, πολλάκις δὲ καὶ ἐχθροῖς; Ποίας ταῦτα ἐπιθυμίας ἄξια; Ποίας δὲ οὐ φυγῆς καὶ δρόμων; Ποία ἐπιθυμία, θησαυρὸν ἀποτίθεσθαι μεταξὺ κλεπτῶν;  Εἰ γὰρ ὅλως ἐπιθυμεῖς χρημάτων, μετάθες ἔνθα δύνασαι μένειν ἀσφαλῆ καὶ ἀνεπηρέαστα.  Ὡς ἅ γε νῦν ποιεῖς, οὐ χρημάτων ἐπθιυμοῦντος ἐστιν, ἀλλὰ δουλείας, καὶ ἐπηρείας καὶ ζημίας, καὶ ὀδύνης διηνεκοῦς. Σὺ δὲ, ἄν μὲν τις ἀνθρώπων ἐπὶ τῆς γῆς τόπον ἀνεπηρέαστον δείξῃ, κἄν εἰς αὐτὴν ἐξαγάγῃ τὴν ἔρημον, ὑποσχόμενος ἀσφάλειαν τῇ φυλακῇ τῶν χρημάτων, οὐ κατοκνεῖς, ἀλλὰ καὶ ἐμπιστεύεις, καὶ ἐκβάλλεις ἐκεῖ τὰ χρήματα·  τοῦ Θεοῦ δὲ ἀντὶ ἀνθρώπων ὑπισχνουμένου σοι τοῦτο, καὶ οὐχὶ τὴν ἔρημον, ἀλλὰ τὸν οὐρανὸν προτιθέντος, τὰ ἐναντία καταδέχῃ.  Καίτοι γε κἄν μυριάκις ἐν ἀσφαλείᾳ γένηται κάτω, τῆς φορντίδος οὐδέποτε ἐλεύθερος γενέσθαι δυνήσῃ.  Κἄν γὰρ μὴ ἀπολύσῃς, τοῦ φροντίζειν μὴ ἀπολέσῃς οὐδέποτε ἀπαλλαγήσῃ. Ἐκεῖ δὲ οὐδὲν ὑποστήσῃ τούτων· καὶ τὸ δὴ πλέον, ὅτι οὐ κατορύττεις τὸ χρυσίον μόνον, ἀλλὰ καὶ φυτεύεις.  Τὸ γὰρ αὐτὸ καὶ θησαυρός ἐστι καὶ σπόρος· μᾶλλον δὲ ἐκατέρων τούτων πλέον.

Ὁ μὲν γὰρ σπόρος οὐ μένει διαπαντός, τοῦτο δὲ μένει διηνεκῶς.  Πάλιν ὁ θησαυρὸς οὐ βλαστάνει, οὗτος δὲ ἀθανάτους σοι φέρει καρπούς.

Εἰ δὲ τὸν χρόνον μοι λέγεις, καὶ τὴν ἀναβολὴν τῆς ἀποδόσεως, ἔχω μὲν καὶ ἐγὼ δεῖξαι, καὶ εἰπεῖν ὅσα καὶ ἐνταῦθα ἀπολαμβάνεις· χωρὶς δὲ τούτων, καὶ ἀπ’ αὐτῶν τῶν βιωτικῶν σε ἐλέγξαι περιάσομαι μάτην ταῦτα προφασιζόμενον.

στ΄. Πολλὰ γὰρ καὶ ἐν τῷ παρόντι βίῳ κατασκευάζεις, ὧν οὐ μέλελις ἀυτὸς ἀπολαύειν·  κἄν ἐγκαλῇ τις, τοὺς παῖδας καὶ τοὺς ἐκείνων παῖδας προβαλλόμενος, ἱκανὴν δοκεῖς παραμυθίαν τῶν περιττῶν εὑρηκέναι πόνων. Ὅταν γὰρ ἐν ἐσχάτῳ γήρᾳ γενόμενος οἰκοδομῇς οἰκίας λαμπράς, ὧν πρὸ τοῦ τέλους ἀπελεύσῃ πολλάκις, καὶ δένδρα φυτεύῃς, ἅ μετὰ πολλὰ ἔτη τὸν καρπὸν οἴσει· (ὅταν φυτεύῃς ἐν χωρίῳ δένδρα, ὧν μετὰ μυρία ἔτη ὁ καρπὸς ἥξει,) καὶ οὐσίας ἀγοράζῃς καὶ κλήρους, ὧν μετὰ πολὺν χρόνον δείξῃ τὴν δεσποτείαν,  καὶ ἕτερα πολλὰ τοιαῦτα φιλοπονῇς, ὧν οὐ καρπώσῃ τὴν ἀπόλασυιν·  ἇρα διὰ σεαυτὸν ἤ διὰ τοὺς μετὰ ταῦτα ποιεῖς; Πῶς οὗν οὐκ ἐσχάτης ἀνοίας, ἐνταῦθα μὲν μηδὲν ἁλύειν πρὸς τὴν τοῦ χρόνου μέλλησιν, καὶ ταῦτα μέλλοντα ἐκ τῆς μελλήσεως ταύτης ἁπάσης τῶν πόνων ἐκπίπτειν τῆς ἀμοιβῆς· ἐκεῖ δὲ διὰ τὴν ἀναβολὴν ναρκᾷν, καὶ ταῦτα πλέον σοι φερούσης τὸ κέρδος, καὶ οὐκ εἰς ἑτέρους παραπεμπούσης τὰ ἀγαθά, ἀλλὰ σοὶ κομιζούσης τὰς δωρεάς; Χωρὶς δὲ τούτων οὐδὲ ἡ ἀναβολὴ πολλή.

Καὶ γὰρ ἐπὶ θύραις τὰ πράγματα, καὶ οὐκ ἴσμεν μή ποτε καὶ ἐν τῇ ἡμετέρᾳ γενεᾷ τέλος ἕξει τὰ καθ’ ἡμᾶς  ἅπαντα, καὶ ἡ φοβερὰ παραγένηται ἡμέρα ἐκείνη, τὸ φρικῶδες ἡμῖν ἐνδεικνυμένη καὶ ἀδέκαστον δικαστήριον. Καὶ γὰρ τὰ πλείονα τῶν σημείων ἀπήρτισται, καὶ τὸ Εὐαγγέλιον λοιπὸν πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης κεκήρυται, καὶ τὰ τῶν πολέμων, καὶ τὰ τῶν σεισμῶν, καὶ τῶ λιμῶν ἐξέβη, καὶ οὐ πολὺ τὸ μέστον. Ἀλλ’ οὐχ ὁρᾷς σημεῖα; Καὶ τοῦτο ἀυτὸ μέγιστον σημεῖον. Οὐδὲ γὰρ οἱ ἐπὶ Νῶε εἶδον προοίμια τῆς πανωλεθρίας ἐκείνης, ἀλλὰ μεταξὺ παίζοντες, ἐσθίοντες, γαμοῦντες, τὰ συνήθη πράττοντες ἅπαντα, οὕτω κατελήφθησαν ὑπὸ τῆς φοβερᾶς δίκης ἐκείνης.  Καὶ οἱ ἐν Σοδόμοις δὲ ὁμοίως, τρυφῶντες καὶ οὐδὲν ὑφορώμενοι τῶν γεγενημένων, ὑπὸ τῶν κεραυνῶν κατεφλέχθησαν τῶν τότε κατενεχθέντων. Ἅπερ οὖν ἅπαντα ἐννοοῦντες ἐπιστρέψωμεν ἑαυτοὺς πρὸς τὴν τῆς ἐντεῦθεν ἀποδημίας παρσκευήν.

Κἄν γὰρ ἡ κοινὴ τῆς συντελείας ἡμέρα μηδέποτε ἐπιστῇ, τὸ ἑκάστου τέλος ἐπὶ θύρας, κἄν γεγηρακώς τίς ᾖ, κἄν νέος·  καὶ οὐκ ἔστιν ἐντεῦθεν ἀπελθόντας οὔτε ἔλαιον πρίασθαι λοιπόν, οὔτε δεηθέντας ἐπιτυχεῖν συγγνώμης, κἄν Ἀβραὰμ ὁ παρακαλῶν ᾖ, κἄν Νῶε, κἄν Ἰώβ, κἄν Δανιήλ. Ἕως οὖν καιρὸν ἐχομεν, προαποθώμεθα ἑαυτοῖς πολλὴν τὴν παρρησίαν, συναγάγωμεν ἔλαιον δαψιλές, μεταθῶμεν ἅπαντα εἰς τὸν οὐρανόν, ἵνα ἐν καιρῷ τῷ προσήκοντι καὶ ᾧ μάλιστα αὐτῶν δεόμεθα, πάντων ἀπολαύσωμεν, χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος, νῦν καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον
Τόμος Δεύτερος
Ἀθῆναι 1969
σελ.154-167