Καλη Παναγιά
«Έφθασε η ήμερα της εξόδου
μου· έφθασε ο χρόνος της εκδημίας μου προς εσένα. Ας παρευρεθούν
εδώ
αυτοί που θα υπηρετήσουν στον ενταφιασμό μου, Δέσποτα· είθε να σταθούν
στο προσκέφαλό μου οι λειτουργοί που θα τελέσουν την κηδεία μου. Και στα
μεν χέρια σου να αφήσω το πνεύμα μου, στα δε χέρια των μαθητών σου, για
να το ενταφιάσουν, το άψαυστο και θεοδόχο σώμα μου, από όπου ανέτειλες
εσύ η αθανασία. Ας παρασταθούν κοντά μου να μου δώσουν χαρά αυτοί που
βρίσκονται διεσπαρμένοι στα πέρατα της γης, οι κήρυκες και υπηρέτες του
ευαγγελίου σου. Κι αν εσύ ευδόκησες να μετατεθεί ζωντανός ακόμη ο
δίκαιος Ενώχ στον ουρανό, γιατί έτσι έπρεπε, και ο Θεσβίτης Ηλίας φανερά
να ανυψωθεί με πύρινο άρμα προς άγνωστες χώρες, για να αναμένουν και οι
δύο το χρόνο της φρικτής και παμφώτεινης δευτέρας παρουσίας σου, και αν
πάλι για μια ανάγκη του Δανιήλ θαυματούργησες, ώστε μέσα σε μια στιγμή ο
προφήτης Αββακούμ να μεταφερθεί από την Ιερουσαλήμ στη Βαβυλώνα και
πάλι να επιστρέψει, τότε τι σου είναι αδύνατο και μόνο αν το θέλησεις;»
Αυτά μόλις είπε η
πανύμνητος, να που κατέφθασε και η δωδεκάδα των αποστόλων, από
διαφορετική κατεύθυνση ο καθένας, σαν σύννεφα σπρωγμένα από τις πτέρυγες
του Πνεύματος, που ήλθαν και στάθηκαν κοντά στη νεφέλη του φωτός. Τί
λέγει λοιπόν εκείνη που έχει τα θεϊκά, τα πολλά, τα μεγάλα ονόματα,
φέρνοντας, καθώς ήταν ξαπλωμένη, ένα γύρο το βλέμμα της και
αντικρίζοντας αυτούς που ζητούσε;
«Ας αγαλλιάσει η ψυχή μου
για τον Κύριο και αυτό θα γίνει για μένα ευφροσύνη και αίνεση και
μεγαλείο εκ μέρους όλων των εθνών της γης. Διότι μου συγκέντρωσε τα
θεμέλια της Εκκλησίας, μου συνάθροισε τους άρχοντες της οικουμένης, τους
θαυμαστούς υπηρέτες της κηδείας μου. (Ω μεγαλοφυές θαύμα! Ω έργο
μητρικής αφοσιώσεως προς τον υιό! Ω δώρο υιικής σχέσεως προς τη
μητέρα!). Σαν άλλος ουρανός μου φάνηκε το δωμάτιο, με το να περικλείει
μέσα του τους φωστήρες του κόσμου. Ναός Κυρίου φάνηκε η οροφή, που έφερε
κοντά μου τους θείους μύστες και Ιερουργούς. Δεν θα μελετήσει πια η
συμμορία των Ιουδαίων να πραγματοποιήσει τον εναντίον μου παραλογισμό.
Δεν θα οπλίσει πια εναντίον μου το θρασύ του χέρι, για να με φονεύσει το
συνέδριο των ιερέων. (Διότι κάποτε το είχαν σχεδιάσει και , μαζί με τον
Υιό, θα φόνευαν οι αιμοχαρείς και τη Μητέρα, αλλά απέτυχαν στο σκοπό
τους, γιατί τους εμπόδισε άνωθεν η θεία πρόνοια). Μεταβιβάζομαι σε
τόπους κατοικίας απαραβίαστους, όπου δεν μπορεί ο εχθρός να εισαγάγει
τις παγίδες της κακίας· όπου θα μπορώ να αντικρύσω την τερπνότητα του
Κυρίου και να επισκεφθώ το Ναό, εγώ ο παμφώτεινος ναός Του».
(απόσπασμα απο λόγο του αγ.Θεοδώρου του Στουδίτου στην Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου)