Παραίνεσις τῶν Ἁγίων Πατέρων διὰ προκοπὴν στὴν τελειότητα
1. Ἐρώτησε κάποιος τὸν ἀββᾶ Ἀντώνιον:
«Τί ἂν φυλάξω, θὰ εἶμαι ἀρεστὸς στὸν Θεό;».
Καὶ ἀπάντησε ὁ Γέροντας: «Τήρησε αὐτὰ ποὺ θὰ σοῦ παραγγείλω:
Ὅπου κι ἂν πᾶς, τὸν Θεὸ να᾿ χεῖς μπρὸς στὰ μάτια σου πάντοτε.
Ὅ,τι κι ἂν κάνεις, νὰ στηρίζεται στὴ μαρτυρία τῶν θείων Γραφῶν.
Καὶ σ᾿ ὅποιον τόπο κι ἂν κατοικεῖς, μὴ μετακινεῖσαι εὔκολα ἀπὸ κεῖ. Αὐτὲς τὶς τρεῖς παραγγελίες κράτησέ τες καὶ σώζεσαι».
8. Ὁ ἀββᾶς Βενιαμὶν πεθαίνοντας εἶπε στὰ πνευματικά του παιδιά:
«Κάντε αὐτὰ ποὺ θὰ σᾶς πῶ καὶ θὰ μπορέσετε νὰ σωθεῖτε: Νὰ εἶστε πάντοτε
χαρούμενοι, νὰ προσεύχεστε ἀδιάκοπα καὶ νὰ εὐχαριστεῖτε τὸν Θεὸ γιὰ τὸ
κάθε τί».
10.Εἶπε ὁ ἀββᾶς Γρηγόριος ὁ Θεολόγος:
«Ὁ Θεὸς ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο ποὺ εἶναι βαφτισμένος αὐτὰ τὰ τρία ζητάει: Ἀπὸ
τὴν ψυχὴ ὀρθὴ πίστη, ἀπὸ τὴ γλῶσσα τὴν ἀλήθεια καὶ ἀπὸ τὸ σῶμα τὴ
σωφροσύνη».
13. Ὁ μακάριος Ἐπιφάνιος ἔλεγε:
«Εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἀποκτοῦν, ὅσοι μποροῦν, τὰ χριστιανικὰ βιβλία. Καὶ
μόνο ποὺ τὰ βλέπουμε τὰ βιβλία, μᾶς κάνουν πιὸ διστακτικοὺς πρὸς τὴν
ἁμαρτία, ἀλλὰ καὶ μᾶς παρακινοῦν νὰ ἀνοίγουμε τὰ μάτια ὅλο καὶ
περισσότερο πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ».
14. Εἶπε πάλι:
«Μεγάλη ἀσφάλεια γιὰ τὴν ἀποφυγὴ τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ ἀνάγνωση τῆς ἁγίας Γραφῆς».
15. Εἶπε ἐπίσης:
«Ἡ ἄγνοια τῆς ἁγίας Γραφῆς εἶναι μεγάλος γκρεμὸς καὶ βαθὺ χάσμα».
16. Εἶπε ἀκόμη:
«Τὸ νὰ ἀγνοοῦν οἱ ἄνθρωποι ἐντελῶς τοὺς θείους νόμους εἶναι μεγάλη προδοσία τῆς σωτηρίας».
8. Εἶπε ὁ ἴδιος πάλι:
«Ὁ Θεὸς στοὺς ἁμαρτωλοὺς χαρίζει καὶ τὸ κεφάλαιο, ὅταν μετανοοῦν, ὅπως
στὴν πόρνη καὶ τὸν τελώνη, ἐνῷ ἀπὸ τοὺς δικαίους ζητάει καὶ τόκους. Καὶ
αὐτὸ εἶναι ἀκριβῶς ἐκεῖνο ποὺ ἔλεγε ὁ Κύριος στοὺς Ἀποστόλους:
Ἐὰν ἡ εὐσέβειά σας δὲν ξεπεράσει τὴν εὐσέβεια τῶν Γραμματέων καὶ τῶν Φαρισαίων, δὲν θὰ μπεῖτε στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν».
9. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Εὐπρέπιος:
«Ἐφόσον παραδέχεσαι ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀξιόπιστος καὶ δυνατός, πίστευέ Τον
καὶ θὰ μετέχεις στὶς εὐλογίες Του. Ἂν ὅμως τὸ παίρνεις ἀψήφιστα τὸ
πρᾶγμα, σημαίνει ὅτι δὲν πιστεύεις».
Καὶ πρόσθεσε:
«Ὅλοι πιστεύουμε ὅτι εἶναι δυνατὸς ὁ Θεός, ἐπίσης πιστεύουμε ὅτι τὰ
πάντα μπορεῖ νὰ κάνει, ἀλλὰ εἶναι ἀνάγκη νὰ ἔχεις πίστη μέσα σου καὶ γιὰ
τὶς προσωπικές σου ὑποθέσεις, ὅτι δηλαδὴ καὶ σὲ σένα θὰ κάνει θαυμαστὰ
σημεῖα».
10. Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἴδιο Γέροντα:
«Πῶς ἔρχεται στὴν ψυχὴ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ;»
Καὶ ὁ Γέροντας εἶπε:
«Ἐάν ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀκτημοσύνη, ἔρχεται μέσα του ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ».
22.Στὶς ἀρχὲς τῆς μοναχικῆς του ζωῆς ὁ ἴδιος ὁ ἀββᾶς Εὐπρέπιος ἐπισκέφθηκε κάποιον Γέροντα καὶ τοῦ εἶπε:
«Ἀββᾶ, πές μου κάποιον λόγο, πῶς θὰ μπορέσω νὰ σωθῶ;»
Κι ἐκεῖνος τοῦ εἶπε:
«Ἐὰν θέλεις νὰ σωθεῖς, ὅπου κι ἂν πᾶς, μὴ βιαστεῖς νὰ πάρεις τὸν λόγο, πρὶν σὲ ρωτήσει κάποιος».
Αὐτὸς ἔνιωσε συντριβὴ γιὰ τὸν λόγο ποὺ τοῦ εἶπε καὶ ἔβαλε μετάνοια λέγοντας:
«Ἀλήθεια, πολλὰ βιβλία διάβασα καὶ τέτοια ὠφέλεια ποτὲ δὲ γνώρισα». Κι ἔφυγε πολὺ ὠφελημένος.
23.Εἶπε ἡ ἀμμᾶς Εὐγενία:
«Μᾶς συμφέρει σὰν ζητιάνοι νὰ ζοῦμε, ἀρκεῖ μόνο νὰ εἴμαστε μαζὶ μὲ τὸν
Ἰησοῦ. Γιατὶ ὅποιος εἶναι μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦ, εἶναι πλούσιος κι ἂν ἀκόμη
ὑλικὰ εἶναι φτωχός. Αὐτὸς ὁ ὁποῖος προτιμᾷ τὰ γήινα ἀπὸ τὰ πνευματικά,
θὰ χάσει καὶ τὰ δυό, ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ ἐπιθυμεῖ τὰ οὐράνια, θὰ βρεῖ
ὁπωσδήποτε καὶ ἐπίγεια ἀγαθά».
28.Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας ὁ ἱερέας:
«Κάποιος ἀπὸ τοὺς Πατέρες ἔλεγε πὼς ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει, πάνω ἀπ᾿ ὅλα, νὰ
ἀποκτήσει πίστη στὸν Θεὸ καὶ ν᾿ ἀναζητεῖ συνεχῶς καὶ μὲ πόθο τὸν Θεό.
Νὰ ἐπιδιώκει ἐπίσης τὴν κακοπάθεια, τὴν ταπεινοφροσύνη, τὴν ἁγνότητα, τὴ
φιλανθρωπία καὶ τὴν ἀγάπη σ᾿ ὅλους. Τὴν ὑποταγὴ καὶ τὴν πραότητα, τὴ
μακροθυμία καὶ τὴν ὑπομονή, τὴν ἐπιθυμία γιὰ τὸν Θεό, καὶ νὰ παρακαλεῖ
συνεχῶς τὸν Θεὸ μὲ πόνο καρδιᾶς καὶ ἀληθινὴ ἀγάπη γιὰ νὰ μὴν κοιτάξει
ποτὲ πρὸς τὰ πίσω, ἀλλὰ νὰ ἔχει στραμμένη τὴν προσοχή του σ᾿ αὐτὰ ποὺ
ἀκολουθοῦν. Νὰ μὴν ἔχει πεποίθηση στὰ καλά του ἔργα, δηλαδὴ στὴ διακονία
του, καὶ νὰ ζητάει ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀδιάκοπα τὴ βοήθεια γιὰ ὅ,τι φέρνει ἡ
κάθε μέρα».
32.Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ἡσαΐα γιὰ τὴ φράση τῆς προσευχῆς ποὺ ὑπάρχει στὸ Εὐαγγέλιο:
«Τί σημαίνει τό: Ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου;»
Καὶ ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε:
«Αυτό ἀφορά τους τελείους. Εἶναι ἀδύνατο νὰ ἁγιασθεῖ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἀπὸ ἐμᾶς, ἐφόσον μᾶς ἐξουσιάζουν τὰ πάθη».
44. Εἶπε ὁ μακάριος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος:
«Ὅταν κάθεσαι νὰ διαβάσεις λόγο Θεοῦ, νὰ ἐπικαλεῖσαι στὴν ἀρχὴ τὸν Θεὸ
ν᾿ ἀνοίξει τὰ μάτια τῆς ψυχῆς σου, ὥστε νὰ μὴν περιοριστεῖς στὸ νὰ
διαβάζεις μόνο αὐτὰ ποὺ γράφτηκαν ἀλλὰ καὶ νὰ τὰ ἐκτελεῖς, καὶ ἔτσι νὰ
μὴ γίνει καταδίκη μας ἡ μελέτη τοῦ βίου καὶ τῶν λόγων τῶν ἁγίων».
48.Ἀνηφορίζοντας ἀπὸ τὴ Γεθσημανὴ στὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, συναντᾷ κανεὶς τὸ μοναστῆρι τοῦ ἀββᾶ Ἀβραμίου.
Σ᾿ αὐτὸ τὸ μοναστῆρι ἡγούμενος ἦταν ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Κυζικηνός. Τὸν ρωτήσαμε λοιπὸν κάποια μέρα:
«Ἀββᾶ, πῶς μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει κανεὶς ἀρετή;»
Καὶ μᾶς ἀπάντησε ὁ Γέροντας:
«Ἂν θέλει κανεὶς ν᾿ ἀποκτήσει μία ἀρετή, δὲν μπορεῖ νὰ τὴν κάνει κτῆμα του, ἂν δὲν μισήσει τὴν κακία ποὺ εἶναι ὁ ἀντίποδάς της.
Ἂν λοιπὸν θέλεις νὰ ἔχεις πάντοτε πένθος στὴν ψυχή σου, μίσησε τὸ γέλιο.
Θέλεις νὰ ἔχεις ταπείνωση; Μίσησε τὴν ὑπερηφάνεια.
Θέλεις νὰ εἶσαι ἐγκρατής; Μίσησε τὴ λαιμαργία.
Θέλεις νὰ εἶσαι σώφρων; Μίσησε τὴν ἀκόλαστη ζωή.
Θέλεις νὰ εἶσαι ἀκτήμων; Μίσησε τὴ φιλαργυρία.
Αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ εἶναι κάτοικος τῆς ἐρήμου, μισεῖ τὶς πόλεις ἐξαιτίας τῶν πειρασμῶν.
Αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ ἔχει ἡσυχία, μισεῖ τὴν παρρησία.
Αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ ζεῖ ἄγνωστος, μισεῖ τὴν τάση γιὰ ἐπίδειξη.
Αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ κυριαρχεῖ στὴν ὀργή, μισεῖ νὰ περνάει τὶς ὦρες του μαζὶ μὲ πολλούς.
Αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ ἔχει ἀμνησικακία, ἀποφεύγει νὰ κακολογεῖ τοὺς ἄλλους.
Αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ εἶναι ἀπερίσπαστος, μένει στὴ μοναξιά.
Αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ κυριαρχεῖ στὴ γλῶσσα, ἂς κλείνει τ᾿ αὐτιά του νὰ μὴν ἀκούει πολλά.
Αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ ἔχει τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ πάντοτε, θὰ μισήσει τὴ σωματικὴ ἀνάπαυση καὶ θὰ ἀγαπήσει τὴ θλίψη καὶ τὴ στενοχώρια».
56.Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Μακάριο τὸν μέγα σχετικὰ μὲ τὴν τελειότητα. Καὶ ἀπάντησε ὁ Γέροντας τὰ ἑξῆς:
«Δεν μπορεῖ νὰ εἶναι κανεὶς τέλειος, ἐὰν δὲν ἀποκτήσει ταπείνωση μεγάλη στὴν καρδιὰ καὶ στὸ σῶμα, ἐὰν δὲν μάθει δηλαδή:
Νὰ μὴν ὑπολογίζει τὸν ἑαυτό του σὲ καμιὰ περίπτωση ἀλλὰ νὰ προτιμᾷ νὰ
βάζει ταπεινὰ τὸν ἑαυτό του χαμηλότερα ἀπ᾿ ὅλη τὴν κτίση, νὰ μὴν κρίνει
διόλου κάποιον, παρὰ μόνο τὸν ἑαυτό του, νὰ ὑπομένει τὴν καταφρόνια καὶ
νὰ ἀποστρέφεται ὁλόψυχα κάθε κακία.
Νὰ βιάζει τὸν ἑαυτό του να᾿ ναι μακρόθυμος, ἀγαθός, ν᾿ ἀγαπᾷ τοὺς
ἀδελφούς, νὰ εἶναι σώφρων, νὰ κυριαρχεῖ στὸν ἑαυτό του, γιατὶ λέει ἡ
ἁγία Γραφὴ «ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἀνήκει σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἀσκοῦν βία στὸν
ἑαυτό τους καὶ αὐτοὶ οἱ ἀγωνιστὲς τὴν κερδίζουν».
Νὰ βλέπει ἴσια μὲ τὰ μάτια, νὰ φρουρεῖ τὴ γλῶσσα καὶ ν᾿ ἀποφεύγει ν᾿ ἀκούει μάταια πράγματα ποὺ φθείρουν τὴν ψυχή.
Τὰ χέρια νὰ κινοῦνται γιὰ νὰ κάνουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἡ καρδιὰ νὰ
εἶναι καθαρὴ ἔναντι τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ σῶμα ἀμόλυντο, νὰ ἔχει τὴ μνήμη τοῦ
θανάτου καθημερινά, ν᾿ ἀποκηρύσσει τὴν ἐσωτερικὴ ὀργὴ καὶ κακία.
Νὰ ἀποτάσσεται τὰ ὑλικὰ καὶ τὶς σαρκικὲς ἡδονές, νὰ ἀποτάσσεται τὸ
διάβολο καὶ ὅλα τὰ ἔργα αὐτοῦ καὶ νὰ συντάσσεται σταθερὰ μὲ τὸν Βασιλιὰ
τῶν πάντων Θεὸ καὶ μ᾿ ὅλες τὶς ἐντολές του, νὰ προσεύχεται ἀδιάκοπα καὶ
νὰ παραμένει κοντὰ στὸν Θεὸ πάντοτε, σὲ κάθε περίσταση καὶ σὲ κάθε
ἐργασία».
60. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Μωυσῆς:
«Εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀποκτήσει κανεὶς τὸν Ἰησοῦ, παρὰ μόνο μὲ κόπο, μὲ ταπείνωση καὶ μὲ προσευχὴ ἀκατάπαυστη».
62. Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε κάποιον Γέροντα: «Ποιὸ καλὸ πρᾶγμα ὑπάρχει, γιὰ νὰ τὸ κάνω καὶ νὰ βρῶ ζωὴ μέσα σ᾿ αὐτό;»
Καὶ εἶπε ὁ Γέροντας:
«Ὁ Θεὸς γνωρίζει τὸ καλό. Ὅμως ἄκουσα ὅτι κάποιος ἀπὸ τοὺς πατέρες
ρώτησε τὸν ἀββᾶ Νισθερῶο τὸν μεγάλο, τὸν φίλο του ἀββᾶ Ἀντωνίου:
«Ποιὸ θεωρεῖται ἔργο καλὸ γιὰ νὰ τὸ κάνω;»
Κι ἐκεῖνος τοῦ εἶπε:
«Ὅλες οἱ ἀρετὲς δὲν εἶναι ἰσοδύναμες; Ἡ ἁγία Γραφὴ λέει ὅτι ὁ Ἀβραὰμ
ὑπῆρξε φιλόξενος καὶ εἶχε τὸν Θεὸ μαζί του. Ὁ Ἠλίας ἀγαποῦσε τὴν ἡσυχία
καὶ ὁ Θεὸς ἦταν μαζί του. Ὁ Δαβὶδ ἦταν ταπεινὸς καὶ ὁ Θεὸς ἦταν μαζί
του. Ὅ,τι λοιπὸν καταλαβαίνεις νὰ θέλει ἡ ψυχή σου ποὺ εἶναι σύμφωνο μὲ
τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ κάνε καὶ κράτα ἄγρυπνη τὴν καρδιά σου».
64. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμήν:
«Ἡ ἐπαγρύπνηση καὶ ἡ προσοχὴ στὸν ἑαυτό μας καὶ ἡ διάκριση, αὐτὲς οἱ τρεῖς ἀρετὲς εἶναι ὁδηγοὶ τῆς ψυχής».
70. Εἶπε ἀκόμη ὅτι, ὅταν πρόκειται ἕνας ἄνθρωπος νὰ χτίσει σπίτι, πολλὰ
εἶναι τὰ χρειαζούμενα ποὺ συγκεντρώνει, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ τὸ στήσει τὸ
σπίτι, ἀλλὰ καὶ εἴδη διάφορα συγκεντρώνει, ἔτσι κι ἐμεῖς ἂς ἀποκτήσουμε
λίγο, ἔστω, ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἀρετές.
78. Εἶπε πάλι:
«Προσπάθησε ὅσο μπορεῖς νὰ μὴν κακομεταχειρισθεῖς γενικῶς κανένα, καὶ
καθαρὴ κράτησε τὴν καρδιά σου στὶς σχέσεις σου μὲ κάθε ἄνθρωπο».
81. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Παμβώ: «Ἐὰν ἔχεις καρδιά, μπορεῖς νὰ σωθεῖς».
89. Εἶπε κάποιος Γέροντας: «Ἔχε ἕτοιμο τὸ σπαθί σου γιὰ ἀγώνα».
Καὶ ὁ ἀδελφὸς ἀπάντησε: «Τὸ θέλω ἀλλὰ δὲν μ᾿ ἀφήνουν τὰ πάθη».
Κι ὁ Γέροντας πρόσθεσε:
«Ἡ ἁγία Γραφὴ λέει: Ζήτησέ με, ὅταν θλίβεσαι, καὶ θὰ σὲ ἀπαλλάξω καὶ θὰ
μὲ δοξάσεις. Νὰ ἐπικαλεῖσαι λοιπὸν Αὐτὸν καὶ θὰ σὲ λυτρώσει ἀπὸ κάθε
πειρασμό».
93. Εἶπε ἐπίσης:
«Άνθρωπέ μου, γιὰ σένα γεννήθηκε ὁ Χριστός, γι᾿ αὐτὸ ἦρθε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ σωθεῖς ἐσύ.
Καὶ ἔγινε παιδί, καὶ μεγάλωσε ὡς ἄνθρωπος, ἐνῷ ἦταν Θεός.
Κάποια φορὰ ἔκανε τὸν ἀναγνώστη, πῆρε τὸ ἱερὸ βιβλίο μὲς στὴ συναγωγὴ καὶ διάβασε:
«Τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου εἶναι καὶ μένει σὲ μένα, γιατὶ μ᾿ αὐτὸ μὲ ἔχρισε».
Ἄλλη φορὰ ὡς ὑποδιάκονος ἔκαμε φραγγέλιο ἀπὸ σχοινὶ καὶ τοὺς ἔβγαλε
ὅλους ἔξω ἀπὸ τὸ ἱερὸ καὶ τὰ πρόβατα καὶ τὰ βόδια καὶ ὅλα τ᾿ ἄλλα.
Ἄλλοτε πάλι ὡς διάκονος, ζώστηκε τὴν πετσέτα καὶ ἔπλυνε τὰ πόδια τῶν
μαθητῶν του, δίνοντας ἐντολὴ νὰ πλένουν κι αὐτοὶ τὰ πόδια τῶν ἀδελφῶν
τους, ὡς Ἱερέας, κάθισε ἀνάμεσα στοὺς ἱερεῖς καὶ δίδασκε τὸν λαό.
Κι ἄλλη φορὰ ὡς ἐπίσκοπος, πῆρε ἄρτο, τὸν εὐλόγησε καὶ τὸν ἔδωσε στοὺς μαθητές του.
Μαστιγώθηκε ἐξαιτίας σου καὶ σὺ γι᾿ αὐτὸν δὲν σηκώνεις οὔτε μία προσβολή, ἐνταφιάστηκε καὶ ἀναστήθηκε ὡς Θεός.
Ὅλα γιὰ μᾶς μὲ τὴ σειρά, τὸ ἕνα κατόπιν τοῦ ἄλλου τὰ ὑπέστη, γιὰ νὰ μᾶς σώσει.
Ἂς εἴμαστε λοιπὸν νηφάλιοι, ἂς εἴμαστε ἄγρυπνοι, ἂς περνοῦμε τὸν καιρό
μας προσευχόμενοι, ἂς κάνουμε ὅσα εἶναι εὐάρεστα σ᾿ Αὐτόν».
98. Εἶπε πάλι κάποιος ἀπ᾿ τοὺς Γέροντες:
«Ἐὰν ὁ μέσα μας ἄνθρωπος εἶναι νηφάλιος, ἔχει τὴ δύναμη νὰ προστατεύσει καὶ τὸν ἔξω ἄνθρωπο.
Ἐὰν ὅμως λείπει ἡ ἐσωτερικὴ προϋπόθεση ἂς φυλάξουμε μὲ ὅση δύναμη ἔχουμε τὴ γλῶσσα μας».
103.Εἶπε κάποιος Γέροντας:
«Είτε πέφτεις νὰ κοιμηθεῖς εἴτε σηκώνεσαι ἢ ὁ,τιδήποτε ἄλλο κάνεις, ἐὰν
ἔχεις τὸν Θεὸ μπροστὰ στὰ μάτια σου, σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν μπορεῖ νὰ σὲ
φοβίσει ὁ ἐχθρὸς καὶ ἐὰν ὁ λογισμὸς μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ μείνει σταθερὰ
προσηλωμένος στὸν Θεό, τότε καὶ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ θὰ μείνει μέσα σ᾿
αὐτόν».
111.Εἶπε κάποιος ἀπ᾿ τοὺς πατέρες:
«Ἐὰν δὲν μισήσεις πρῶτα, δὲν μπορεῖς ν᾿ ἀγαπήσεις, ἐὰν δηλαδὴ δὲν
μισήσεις τὴν ἁμαρτία, δὲν μπορεῖς νὰ κάνεις τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως
ἀναφέρεται στὴν ἁγία Γραφή, «Ἀπόφυγε τὸ κακὸ καὶ πρᾶξε τὸ καλό».
Ὅμως καὶ σ᾿ αὐτὴ τὴν περίπτωση ἡ ψυχικὴ διάθεση εἶναι ἐκείνη ποὺ μετράει πάντοτε.
Γιατὶ ὁ Ἀδὰμ ἂν καὶ ἦταν μέσα στὸν παράδεισο, παρέβη τὴν ἐντολὴ τοῦ
Θεοῦ, ἐνῷ ὁ Ἰώβ, ἂν καὶ ἦταν καθισμένος πάνω στὴν κοπριά, κράτησε τὴν
αὐτοκυριαρχία του.
Λοιπὸν τὸ μόνο ποὺ ζητάει ὁ Θεὸς ἀπ᾿ τὸν ἄνθρωπο εἶναι ἡ καλή του διάθεση καὶ νὰ ἔχει πάντοτε τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ μέσα του».
117.Εἶπε κάποιος Γέροντας:
«Φρόντισε μὲ ἰδιαίτερη προσοχὴ νὰ μὴν ἁμαρτάνεις, γιὰ νὰ μὴν προσβάλεις
τὸν Θεὸ ποὺ κατοικεῖ μέσα σου καὶ τὸν διώξεις ἀπ᾿ τὴν ψυχή σου».
147.Ἔλεγε κάποιος ἀπὸ τοὺς Γέροντες:
«Ὅ,τι ἀποστρέφεσαι, μὴν τὸ κάνεις στὸν ἄλλο.
Ἀποστρέφεσαι τὸ νὰ πεῖ κάποιος λόγια ἐναντίον σου; Μὴν κακολογήσεις κι ἐσὺ κάποιον.
Ἀποστρέφεσαι τὸ νὰ σὲ ἐξευτελίσει κάποιος ἢ νὰ σὲ ἐξυβρίσει ἢ νὰ ἁρπάξει
κάτι ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά σου ἢ ὅ,τι ἄλλο παρόμοιο μπορεῖ νὰ συμβεῖ; Καὶ
ἐσὺ οὔτε ἕνα ἀπ᾿ αὐτὰ μὴν κάνεις σὲ ἄλλον.
ποιος μπορεῖ νὰ κρατήσει αὐτὸν τὸν λόγο, τοῦ ἀρκεῖ γιὰ νὰ σωθεῖ».